Ένα ιδιότυπο – και ευχάριστο, αν μη τι άλλο για να εκτονώσει την ένταση των ημερών! – διανοητικό πινγκ-πονγκ παίχτηκε ανάμεσα σε Γιάννη Στουρνάρα και Ευκλείδη Τσακαλώτο στην παρουσίαση μελέτης του ΙΟΒΕ για την «Χρηματοδότηση μέσω της χρηματιστηριακής αγοράς και το νέο αναπτυξιακό πρότυπο της Ελλάδας». Οι επενδύσεις ή η αύξηση των αποταμιεύσεων προηγούνται στον αναπτυξιακό κύκλο (κότα και αυγό, «θα τρίζουν τα κόκκαλα των καθηγητών σου»); Πώς θα προχωρήσει η αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου («Μα τα κάνουμε! [τα διαρθρωτικά, κτηματολόγιο/χρήσεις γης]. Έχεις μείνει πίσω»); Δεν θα ΄πρεπε να μας κρύψει την ουσία.
Γιατί ουσία υπήρχε. Η εικόνα που δίνει για τις επενδύσεις – τις επιχειρηματικές – στην Ελλάδα η μελέτη του ΙΟΒΕ θα όφειλε να είναι αφυπνιστική: από κορύφωση στα 64,9 δις ευρώ το 2007 (δηλαδή ένα 25,9% του τότε υψηλού μας ΑΕΠ...) , βρισκόμαστε «δραματικά χαμηλότερα» (sic), στα 20,2 δις ευρώ το 2015 (δηλαδή στο 10,9% ενός ΑΕΠ που μάλιστα έχει χάσει το 1/4 του προ κρίσης ύψους του).
Καθώς λοιπόν είναι «αδύνατη, λόγω δημοσιονομικής προσαρμογής, η επίτευξη ανάπτυξης μέσω της αύξησης των δημοσίων δαπανών, καταναλωτικών και επενδυτικών» (η ευγενική διατύπωση είναι της μελέτης του ΙΟΒΕ) και καθώς οι τράπεζες έχουν στερέψει ολότελα λόγω απόσυρσης του 1/3 των καταθέσεων και της εγκατάστασης των NPLs/ «κόκκινων δανείων» στην στρατόσφαιρα και δεν προβλέπεται να επανέλθουν ούτε σε δυο ούτε σε πέντε χρόνια (εδώ όλες οι διατυπώσεις δικές μας!) «κάτι» πρέπει να γίνει. Κάτι διαφορετικό.
Από δω και πέρα, η διάγνωση ΙΟΒΕ περνά προς υπόδειξη θεραπευτικής αγωγής με γνώριμη – θα΄λεγε κανείς αυτονόητη – προσέγγιση: αλλαγή παραγωγικού προτύπου με στροφή σε διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες (που θα φέρουν «βελτίωση συμβολής του εξωτερικού τομέα, κυρίως από αύξηση των εξαγωγών»), υποχώρηση της καταναλωτικής δαπάνης ως συντελεστή της ελπιζόμενης ανάπτυξης (κατά παράξενη ειρωνεία, το κλείσιμο του 2017... δικαιώνει αυτήν την τοποθέτηση) και «προτεραιότητα στις επιχειρηματικές επενδύσεις που διατηρούν και βελτιώνουν την παραγωγική δυναμικότητα της οικονομίας». Αυτό όμως μας ξαναπάει στο αρχικό σημείο: χρειάζονται πόροι. πόροι στο τραπεζικό σύστημα δεν υπάρχουν. άρα τι κάνουμε; Εδώ, η υποδεικνυόμενη στροφή είναι να αξιοποιηθούν περισσότερο οι δυνατότητες χρηματοδότησης μέσω Χρηματιστηρίου, και τούτο υπό τριπλή έννοια:
(α) Εγχώριες αποταμιεύσεις (αναζητούνται, εν μέσω capital controls, κυνηγιού του ρευστού, αποθάρρυνσης της επιστροφής κεφαλαίων μέσω Πόθεν Έσχες κοκ...) να στραφούν σε επιχειρηματικές επενδύσεις.
(β) Επενδυτικοί πόροι να προσελκυσθούν από το εξωτερικό (όχι μόνον, δηλαδή, ως ΑΞΕ /άμεσες ξένες επενδύσεις που παραμένουν η Μεγάλη Λευκή Ελπίδα, αλλά και μέσα από την χρηματιστηριακή αγορά, ιδίως με αυξήσεις κεφαλαίου ή συμμετοχή σε ομολογιακά προϊόντα).
(γ) Ενίσχυση του τραγικά αδύναμου και «κουτσού» ασφαλιστικού συστήματος (με την αποδοχή του 3ου πυλώνα/της ατομικής ασφάλισης και σοβαρότερη προσέγγιση του 2ου πυλώνα/της προσχηματικής έως τώρα ομαδικής – επαγγελματικής ασφάλισης).
Από την ιστορική-αναλυτική προσέγγιση της πρόσφατης πορείας του Χρηματιστηρίου Αθηνών, που από κεφαλαιοποίηση κοντά στα 200 δις στα μέσα του 2007 βρέθηκε στα 100 το φθινόπωρο του 2009, κάπου κοντά στα 25 δις την άνοιξη του 2012, ξεπέρασε τα 70 δις εκεί προς το 2014 για να πάει κάτω από τα 50 στα μέσα του 2016, με τους ξένους κάποια στιγμή (στα μέσα του 2013) να έχουν την μικρότερη έκθεση αλλά εν συνεχεία να ξαναπαίρνουν πάνω τους περισσότερο από 50% της κεφαλαιοποίησης, θα μας επιτραπεί να πούμε ότι ένα προκύπτει: η πολιτική/politics και πολιτικά επηρεαζόμενη/policy-based κίνηση είχε επικρατήσει. Μονίμως.
Αν λοιπόν, ΑΝ υποτεθεί ότι πορευόμαστε προς ένα νέο πρότυπο ανάπτυξης – με προϋποθέσεις/κινητήριες επιρροές/drivers την απλοποίηση και σταθερότητα φορολογίας (αφήνουμε την οπτασία μείωσης φορολογικών συντελεστών για τα ωραία βράδια, δίπλα στο τζάκι...) την ολοκλήρωση διαρθρωτικών αλλαγών και τις ιδιωτικοποιήσεις σε κλάδους με υπόσχεση δυναμικής (ενέργεια, μεταφορές, logistics) – το ερώτημα είναι πώς όλα αυτά χρηματοδοτούνται. Πάλι. Με μείωση μέσω της αγοράς της υψηλής/υπερυψηλής μόχλευσης-δανειακής έκθεσης που υπάρχουν σε κλάδους όπως τα ξενοδοχεία, τρόφιμα-ποτά, βασικά μέταλλα. με ενίσχυση με υγιέστερο μείγμα χρηματοδότησης των αναπτυξιακά υποσχόμενων άλλων δραστηριοτήτων.
Τα εργαλεία δεν λείπουν: από τα παραδοσιακά που είναι αυξήσεις κεφαλαίου ή/και η ανάπτυξη των εταιρικών ομολόγων, μέχρι τις τιτλοποιήσεις απαιτήσεων, την έκδοση warrants (που, βέβαια, «τσουρούφλισαν» όσους μπήκαν στις ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών με αυτά ως εργαλείο) τα εισηγμένα επενδυτικά κεφάλαια/private equity. Αλλά και την Εναλλακτική Αγορά για τις ΜμΕ.
Ωραία η ανάλυση ΙΟΒΕ. Ωραία τα εργαλεία. Αλλά... πότε και πώς αναπτύσσονται;
*Δημοσιεύτηκε στην "Ναυτεμπορική" στις 23/3/2018.