Ηδη, με το αποτέλεσμα του ιρλανδικού δημοψηφίσματος της 31ης Μαΐου να έχει κριθεί από τη χαμηλή προσέλευση των πολιτών στις κάλπες και τον άσχημο καιρό (!), έχουμε μια ένδειξη προς τα πού θα πορευθεί τώρα η ενδοευρωπαϊκή διαπραγμάτευση για το δημοσιονομικό σύμφωνο. Δηλαδή για το αύριο της Ευρωζώνης, που πολύ περισσότερο παίζεται στο Νότο με την ανοιχτή πλέον κρίση στην (μεγάλη, ασύγκριτα) Ισπανία.
Ασφαλώς, η κρίσιμη απόφανση θα προκύψει από την τελική-τελική γαλλική τοποθέτηση, που ξεκίνησε (Φρανσουά Ολάντ) από τη δέσμευση για μη επικύρωση του δημοσιονομικού συμφώνου, όπως αυτό ισοδυναμεί με το να τίθεται εκτός νόμου στη γερμανική Ευρώπη κάθε λογική Κεϋνσιανισμού, για να μετακινηθεί σταδιακά προς μια «συζήτηση για την ανάπτυξη». Η τελική ισορροπία θα προκύψει μετά τη 17η Ιουνίου -όχι τη δική μας, εκείνη του δεύτερου γύρου των γαλλικών βουλευτικών εκλογών-, αλλά ήδη η προγραμματισμένη Κορυφή της 28ης Ιουνίου (μετά από μια «μίνι-Κορυφή» Γερμανίας/Γαλλίας/Ιταλίας/Ισπανίας στις 20 Ιουνίου: η λογική μιας Ευρωζώνης όπου οι αποφάσεις «προετοιμάζονταν» από άξονα Μέρκελ-Σαρκοζί δίνει τη θέση της σε μια προσέγγιση τετραγώνου Μέρκελ-Ολάντ-Μόντι-Ραχόι), δείχνει ότι η αποφυγή ενός αδιεξόδου είναι πλέον η βασική επιδίωξη της «Ευρώπης».
Η γερμανική επιβολή, από τη sancta simplicitas του «δεν μπορεί να υπάρξει επαναδιαπραγμάτευση του δημοσιονομικού συμφώνου, επειδή ήδη έχει επικυρωθεί από... την Ελλάδα και την Πορτογαλία!», μετακινείται προς το να δοθούν κάποιες αναπτυξιακές διαβεβαιώσεις, συν ορισμένα δισ. ευρώ, μέσω ευρωμηχανισμών, για να μετατεθεί η ουσιαστική συζήτηση.
Εμάς, πού ακριβώς μας αφήνει αυτό; Τη στιγμή που η πίεση επί των ελληνικών τραπεζών αυξάνει μέρα με τη μέρα, με το bank run να κινδυνεύει να γίνει άλλωστε πραγματικότητα στην Ισπανία πριν από εμάς, τη στιγμή που σενάρια τύπου G-Euro/παράλληλου νομίσματος για μια «ευπρεπή έξοδο» της Ελλάδας/Grexit με θεσμικό φτιασίδωμα Βρυξελλών, το να πιστεύουμε ότι τη διέξοδο από την ελληνική τραγωδία θα τη δώσει «η ανάπτυξη», είναι υποκριτικό.
Γι' αυτό, άλλωστε, και στις προεκλογικές πλατφόρμες των κομμάτων στην τελική ευθεία προς τις κάλπες της 17ης Ιουνίου βλέπουμε να υποχωρεί το «στοίχημα» ότι τη λύση στο ελληνικό αδιέξοδο θα τη δώσουν οι ευρωπαϊκές εξελίξεις -και μάλιστα τόσο υπό την έννοια ότι πορευόμαστε προς μια κάποια αισθητή δημοσιονομική χαλάρωση, όσο και υπό την έννοια ότι θα προκύψει- σε πολιτικά και κοινωνικά ωφέλιμο χρόνο, εννοείται -από την περιλάλητη αναπτυξιακή τροπή. Γι' αυτό και ο κομματικός λόγος, κυριότατα ο λόγος των ηγεσιών, τείνει να περιοριστεί σε μιαν έκκληση προς τους πολίτες: «ακουμπήστε επάνω μας». Ακουμπήστε πάνω μας και θα φέρουμε κάπως την επαναδιαπραγμάτευση. Ακουμπήστε πάνω μας και θα βρούμε κάπως το δρόμο της ανάπτυξης. Μη γυρεύετε και πολλές λεπτομέρειες! Λίγη πίστη των πολιτών αρκεί...
Οπου όλοι ανακαλύπτουν και πάλι το δημόσιο τομέα
Οσο όμως περνούν οι μέρες, όσο η εικόνα ενός αγώνα με βραχεία κεφαλή μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ -με το ΠΑΣΟΚ μικρομεσαία ανάμνηση του εαυτού του!- κυριαρχεί στις δημοσκοπήσεις, ήδη στις φήμες που παίρνουν τη θέση των δημοσκοπήσεων εις δόξαν της δημοκρατίας και της διαφάνειας, τόσο τα κόμματα αγκυροβολούν σε γνώριμα λιμάνια. Εκεί που υποτίθεται ότι υπάρχει εύκολη ψήφος. Ο ΣΥΡΙΖΑ, ούτως ή άλλως, γνωρίζει ότι στο δημόσιο τομέα έχει ρίζες, οι δε Πασόκοι νεήλυδες στις τάξεις του από εκεί προέρχονται. Ηδη το φθίνον ΠΑΣΟΚ του Βαγγέλη Βενιζέλου σπεύδει να διατρανώσει την «αδελφική σχέση» του με τον κόσμο της δημόσιας υπαλληλίας: πού να τολμήσει να διανοηθεί μείωση του δημόσιου τομέα; Αλλά και η ΝΔ, βλέποντας το γέρας της εξουσίας σε απόσταση (δημοσκοπικής) αναπνοής, πώς να ξεμακρύνει από το δημόσιο τομέα;
Λέει, μοναχικά, ο Αλέκος Παπαδόπουλος - το ψαρέψαμε από Συνέδριο του «Επιχειρηματικού Συμβουλίου για τη ΝΑ Ευρώπη», στη Θεσσαλονίκη, με πικρή θεματολογία, το ρόλο των ηγεσιών στην έξοδο από την κρίση: «Χωρίς συρρίκνωση του μεγέθους του δημόσιου τομέα δεν υπάρχει δημοσιονομική προσαρμογή διατηρήσιμη. Δεν μπορεί να υπάρξει το σταθερό δημοσιονομικό περιβάλλον που εμπνέει εμπιστοσύνη. Ποτέ αυτό το μέγεθος του δημόσιου τομέα δεν το χρηματοδότησε (στην Ελλάδα) ο ιδιωτικός τομέας με τους φόρους του. Πάντοτε ένα μέρος του μικρότερου ή μεγαλύτερου χρηματοδοτούνταν με δανεικά. Αν αυτό ίσχυε στις καλές εποχές του παρελθόντος, τώρα είναι εντελώς ανέφικτο».
Ομως το πράγμα πάει πολύ πιο βαθιά. Μέσα στην προεκλογική ανάγκη, το ίδιο το Πρόγραμμα για την Ελλάδα έχει χάσει κάθε στήριξη από την πολιτική τάξη: «Δεν υπάρχουν πλέον υπερασπιστές του προγράμματος προσαρμογής, έστω και με εύλογες επιφυλάξεις σε ορισμένα σημεία, εκεί που πράγματι η τεχνοκρατική οίηση της τρόικας κυρίως επέβαλε ρυθμίσεις που δεν αντέχουν στην οικονομική λογική. Αντίθετα, τα πολιτικά κόμματα σήμερα ανταγωνίζονται όχι επί τη βάσει ενός αξιόπιστου σχεδίου για το πώς θα βγούμε από την κρίση, αλλά οργάνωσαν μία ολόκληρη πολεμική ρητορική με αποχρώσεις, όπως «καταγγελία», «απαγκίστρωση», «επαναδιαπραγμάτευση» και «αναθεώρηση, η πιο ήπια».
Ετσι, λοιπόν, η στάση του «ακούμπα πάνω μου», που προτείνεται στον πολίτη ως μόνη διέξοδος, ουσιαστικά στην επαναδιαπραγμάτευση αναφέρεται.
«Τι θα μπορούσε να είναι η επαναδιαπραγμάτευση»: συνέχεια
Προσέχθηκε το σημείωμα της περασμένης εβδομάδας, που πάσχιζε να δείξει τι θα μπορούσε να αποτελέσει αυτό που ήδη, ουκ ολίγοι στην «Ευρώπη» και το διεθνές σύστημα βλέπουν αναπόδραστο: το ζεμάτισμα της κυρίας Λαγκαρντ με το ορθότατο και άθλιο συνάμα επιχείρημα-σύγκριση των φοροδιαφευγόντων Ελλήνων με τα φιλότιμα παιδάκια του Νίγηρα έκανε, τελικά, καλό, προκειμένου να προσγειωθεί η στάση του ΔΝΤ: Μια ουσιαστική επαναδιαπραγμάτευση του Προγράμματος για την Ελλάδα (του «Μνημονίου» για εμάς...), όχι επειδή οι Ελληνες το χρειάζονται/το ζητούν/το ικετεύουν, αλλά επειδή το ίδιο το Πρόγραμμα για την Ελλάδα ενδογενώς χρεοκοπεί. Πέφτει έξω. Δεν βγαίνει πέρα. Kaputt! Παρευθύς, βέβαια, μας τέθηκε το ερώτημα: «Και πώς/και γιατί θα μπορούσαν να προσέλθουν σε μια διαπραγμάτευση ουσίας, δηλαδή σε επανατοποθέτηση και επανασχεδιασμό όλου του Προγράμματος, Ευρωζώνη και ΔΝΤ;».
Επειδή ούτως ή άλλως το σημείωμα της περασμένης εβδομάδας ήταν δάνειο από ένα μεγαλύτερο paper (του Κ.Ν. Νικολόπουλου), ας δώσουμε απευθείας το πώς βλέπει και «γιατί» και σε ποιες δόσεις το ακροατήριο αυτό θα μπορούσε να ενδιαφερθεί για τα διάφορα στοιχεία μιας εις βάθος επαναδιαπραγμάτευσης. Θυμηθείτε:
«Η διαπραγμάτευση πρέπει να είναι διαδικασία κοινού συμφέροντας (common interest) και όχι θέσεων (positioning). Τα κύρια επιχειρήματα αφορούν στην επίτευξη ηρεμίας και την άρση της περαιτέρω αβεβαιότητας (κύριο ακροατήριο Ευρωζώνη), τη διασφάλιση της επιτυχίας (legacy) του Προγράμματος (κύριο ακροατήριο ΔΝΤ) και την ελαχιστοποίηση της συνολικής χρηματοδότησης για την επιτυχή ολοκλήρωση του Προγράμματος (ακροατήριο Ευρωζώνη και ΔΝΤ)».
Γίνονται αυτά τα πράγματα; Επιχειρούνται τουλάχιστον; Ναι! Ναι, αλλά χρειάζεται να προσέλθεις εσύ στη διαπραγμάτευση με γνήσια πρόθεση. Και να αναζητήσεις, μέσα σου και απ' εκεί να προβάλεις ύστερα προς τα έξω το περίεργο εκείνο στοιχείο που ονομάζεται «αξιοπιστία». Μιλώντας πριν από δύο εβδομάδες στο πλαίσιο ενός άλλου Συνεδρίου -της ΕΑΣΕ, για την ηγεσία/την ηγετικότητα- ο άλλοτε πρωθυπουργός της Σουηδίας, Γκόραν Πέρσσον, ο άνθρωπος που οδήγησε τη χώρα του ανάμεσα από τις ξέρες της κρίσης των αρχών της δεκαετίας του΄90, εξηγούσε (με γαλήνιο ύφος που θύμιζε, ναι, ΓΑΠ) πώς το κύριο όπλο έναντι του διεθνούς συστήματος σε παρόμοιες περιστάσεις είναι ακριβώς αυτό: Η διεκδίκηση -και η εξασφάλιση- της αξιοπιστίας.