Saturday, 27 April 2024

Ηλίας Μόσιαλος: Ιστορίες τρέλας στο ΙΣΤΑΜΕ

Την περασμένη εβδομάδα ο Ηλίας Μόσιαλος, ο οποίος έχει αποσυρθεί από την πολιτική και ασχολείται πλέον μόνο με τις ακαδημαϊκές υποχρεώσεις του στο Λονδίνο, επιχείρησε να βγάλει χρήματα για τρέχουσες υποχρεώσεις από τον λογαριασμό που διατηρεί σε ελληνική τράπεζα. Η ΑΤΜ δεν ανταποκρινόταν και εκείνος σκέφτηκε ότι θα είχε πάθει κάποια βλάβη το μηχάνημα. Την Τετάρτη έφτασε στο σπίτι του επιστολή από την τράπεζα που τον ενημέρωνε ότι ο λογαριασμός του έχει δεσμευθεί έπειτα από εντολή κατάσχεσης που εξέδωσε το ΙΚΑ για μη καταβολή ασφαλιστικών εισφορών προς τους εργαζομένους του ΙΣΤΑΜΕ ύψους περίπου 170.000 ευρώ. Πρόκειται για μία ακόμη σουρεαλιστική ιστορία από το οικονομικό ναυάγιο του ΠαΣοΚ καθώς ο κ. Μόσιαλος δεν είναι πρόεδρος του ΙΣΤΑΜΕ από τον Απρίλιο του 2012, οπότε έληξε η θητεία του και επειδή δεν αντικαθίστατο υπέβαλε και επιστολή παραίτησης!
Παράλληλα με τον κ. Μόσιαλο είχαν δηλώσει παραίτηση και επτά μέλη του ΔΣ του ΙΣΤΑΜΕ, με αποτέλεσμα το όργανο αυτό να μην έχει νόμιμη σύνθεση.

Σε εκείνο το ΔΣ συμμετείχαν επίσης οι: Ν. Παπανδρέου (αντιπρόεδρος), Αννυ Ποδηματά, Τατιάνα Καραπαναγιώτη, Π. Ελευθεριάδης (σήμερα ανήκει στη Συντονιστική Επιτροπή του Ποταμιού), Μαρία Καρακλιούμη κ.ά. και πρόεδρος της επιστημονικής επιτροπής ήταν ο Δ. Κρεμαστινός.

Ενδιαφέρον όμως έχει και η νομική υπόσταση του ΙΣΤΑΜΕ, το οποίο, σύμφωνα με το Καταστατικό του, είναι αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία με κύριο μέτοχο (σε ποσοστό 90%) τον νυν διοικητή του ΙΚΑ Ροβέρτο Σπυρόπουλο. Το υπόλοιπο ποσοστό μοιράζονται οι Ι. Σουλαδάκης και Ι. Παπαδάτος.

Από τις 7 Απριλίου 2012 που δήλωσε παραίτηση ο κ. Μόσιαλος προσπάθησε με επανειλημμένες επικοινωνίες του ιδίου αλλά και του δικηγόρου του Ι. Νικολαΐδη να απεμπλακεί από τις τυπικές ευθύνες της διοίκησης του ΙΣΤΑΜΕ. Το θέμα αποδείχθηκε ότι δεν ήταν απλό. Μετά την παραίτηση του προηγούμενου ΔΣ δεν ορίστηκε νέο με τις διαδικασίες που προβλέπει το Καταστατικό του ΙΣΤΑΜΕ, παρότι στο μεταξύ άλλαξαν δύο πρόεδροι: ο Κ. Σκανδαλίδης, ο οποίος έπειτα από ολιγοήμερη θητεία διαγράφηκε για κάποιους μήνες από το ΠαΣοΚ, και ο σημερινός πρόεδρος Χρ. Δερβένης.

Παρά τις αλλαγές αυτές, υπόλογος για το ΙΣΤΑΜΕ ενώπιον της Εφορίας και του ΙΚΑ παραμένει ο κ. Μόσιαλος, εφόσον οι τρεις μέτοχοι της εταιρείας δεν φρόντισαν να ορίσουν άλλο πρόσωπο.

Τον Ιούλιο του 2012 ο κ. Μόσιαλος και τα υπόλοιπα μέλη του ΔΣ που δήλωσαν παραίτηση προώθησαν τις σχετικές επιστολές και στον διευθυντή του ΙΣΤΑΜΕ Ι. Κρίκο, ο οποίος ενημέρωσε τον κ. Σπυρόπουλο και τον γενικό διευθυντή του ΠαΣοΚ Νίκο Σαλλαγιάννη. Δύο εβδομάδες μετά, μη έχοντας καμία αντίδραση, ο κ. Μόσιαλος επικοινώνησε με τον κ. Σπυρόπουλο και έλαβε τη διαβεβαίωση ότι θα οριστεί σύντομα νέο διοικητικό συμβούλιο. Τον Ιανουάριο του 2013 απηύθυνε επιστολή ζητώντας από τον κύριο μέτοχο του ΙΣΤΑΜΕ να τον ενημερώσει αν χρειάζεται κάτι περαιτέρω από το διάστημα της θητείας του, δεδομένου ότι πλέον δεν ανήκε στο ΠαΣοΚ και είχε ιδρύσει την Κίνηση Δυναμική Ελλάδα. Ούτε αυτή τη φορά έλαβε απάντηση.

Στις 24 Φεβρουαρίου 2014, με αφορμή την κλήση του σε απολογία για την υπόθεση εργαζομένης που προσέφυγε στη Δικαιοσύνη για τα δεδουλευμένα της, ο κ. Μόσιαλος έστειλε εξώδικο στον κ. Σπυρόπουλο με τη διπλή ιδιότητά του ως εταίρου του ΙΣΤΑΜΕ και ως διοικητή του ΙΚΑ/ΕΤΑΜ. Με αυτό διαμαρτύρεται για την αδιαφορία που επιδείχθηκε στην υπόθεση της εργαζομένης αλλά ζητεί και να διευκρινιστεί η θέση του και η οποιαδήποτε σχέση του με τη διοίκηση του ΙΣΤΑΜΕ από τον Απρίλιο του 2012. Ούτε η εξώδικη διαμαρτυρία είχε κάποιο αποτέλεσμα. Στο μεταξύ όμως ο κ. Μόσιαλος προσκαλείτο είτε ως εκπρόσωπος της Δυναμικής Ελλάδας είτε ως καθηγητής της London School of Econimics σε εκδηλώσεις του ΙΣΤΑΜΕ, στο συμπόσιο για τα 39 χρόνια από την ίδρυση του ΠαΣοΚ (3 Σεπτεμβρίου 2013) αλλά και σε εκδήλωση του ΙΣΤΑΜΕ για την Υγεία (12 Δεκεμβρίου 2013). Ο διοικητής του ΙΚΑ Ροβέρτος Σπυρόπουλος σε επικοινωνία που είχε μαζί του «Το Βήμα της Κυριακής» σημείωσε ότι δεν γνώριζε τα περί δέσμευσης του λογαριασμού του κ. Μόσιαλου επειδή ακολουθήθηκε η τυπική διαδικασία και προσέθεσε ότι υπάρχει συνεννόηση με τον κ. Σαλλαγιάννη να τακτοποιηθεί η οφειλή σε 120 δόσεις.

Δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜΑ στις 24/8/2014

EBU:«Ανησυχούμε για την πορεία της ΝΕΡΙΤ»

Όπως πιθανά γνωρίζετε, η EBU ἐδειξε εντονότατο ενδιαφέρον ως προς την περσινή προσπάθεια για την ανασύσταση της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης στην Ελλάδα, και με τις κινήσεις μας από τότε η EBU απέδειξε περίτρανα την υποστήριξή της για αυτή την προσπάθεια, αν και προκάλεσε την διάλυση ενός από τα ιδρυτικά μέλη της EBU, της ΕΡΤ. Από την άλλη πλευρά, από τα τραυματικά γεγονότα του Ιουνίου του 2011, προσπαθούμε να στηρίξουμε τη ΝΕΡΙΤ καθώς ωριμάζει, με την ελπίδα ότι θα καταφέρει αργότερα μέσα στη χρονιά να αιτηθεί να γίνει μέλος της EBU.

Αποτέλεσε βαθύτατη ανησυχία για το μέλλον της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης στην Ελλάδα, η πληροφορία για την νέα διαδικασία σύγκλισης του Εποπτικού Συμβουλίου της ΝΕΡΙΤ, η οποία υιοθετήθηκε από το ελληνικό κοινοβούλιο στις 5 Αυγούστου του 2014.

Όπως γνωρίζετε, το περσινό κλείσιμο της ΕΡΤ, έφερε στο φως πλήθος ανησυχίες, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, όσον αφορά στην δημόσια ραδιοτηλεόραση ως υπηρεσία, αλλά ανέσυρε και ζητήματα που είχαν να κάνουν με την ελευθερία και τον πλουραλισμό στα οπτικοακουστικά μέσα στην Ελλάδα. Οι ανησυχίες αυτές μετριάστηκαν λόγω της άμεσης σύστασης ενός ενδιάμεσου φορέα και λόγω της δέσμευσης ότι ο νέος σταθμός δεν θα χαλιναγωγείται από τις εκάστοτε κυβερνητικές δυνάμεις. Πράγματι, ο περσινός νόμος (Ν. 4173/2013) που αφορούσε στη ΝΕΡΙΤ, εισήγαγε έναν αριθμό ασφαλιστικών δικλείδων ώστε να προστατεύσουν τη δημόσια ραδιοτηλεόραση από την κυβερνητική επιρροή. Ένα από τα σημαντικότερα μέτρα ήταν οι κανόνες που αφορούσαν στη σύγκληση του Εποπτικού Συμβουλίου. H πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας με την οποία γίνεται αποδεκτή η κοινή υπουργική απόφαση για το κλείσιμο της ΕΡΤ, ήταν μερικώς στηριγμένη σε αυτή τη δέσμευση. Στo κυρίως μέρος (παράγραφος 17), το Δικαστήριο κάνει ξεκάθαρη αναφορά σε όσα προέβλεπε ο Ν. 4173/2013 που διασφάλιζε ότι η σύγκληση των μελών της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης θα ήταν ανεξάρτητα από την εκτελεστική και τη νομοθετική εξουσία.

Είμαστε έκπληκτοι και βαθιά απογοητευμένοι που οι νόμοι αυτοί άλλαξαν ξαφνικά, χωρίς τον πρέποντα δημόσιο διάλογο και χωρίς κανέναν σεβασμό στις Ευρωπαϊκές πρακτικές που προέβλεπαν διασφάλιση της ανεξαρτησίας και της πλουραλιστικής σύνθεσης των ιθυνόντων της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης.

Παρά το γεγονός ότι η σύγκληση και η σύσταση του Εποπτικού Συμβουλίου ήταν κάτι σύνθετο και χρονοβόρο σύμφωνα με όσα προέβλεπε ο νόμος, αισθανόμαστε ότι η νέα διαδικασία στερείται νομικών ασφαλιστικών δικλείδων για την ανεξαρτησία και τον πλουραλισμό, καθώς η σύνθεση του ΕΣ καθορίζεται από τη διάσκεψη των βουλευτών, με απλή πλειοψηφία που βασίζεται στις προτάσεις του αρμόδιου για την δημόσια ραδιοτηλεόραση υπουργού.

Είναι προφανές ότι η διασφάλιση της πολιτικής ανεξαρτησίας της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης, σύμφωνα με τα όσα προβλέπονται από την Ευρωπαϊκή Συμβούλιο [και κυρίως με τις συστάσεις της επιτροπής

R (1996) 10 που αφορά στην εγγύηση της ανεξαρτησίας των δημόσιων ΜΜΕ και R (2012)1] που αναφέρεται στη διοίκηση των δημόσιων αυτών φορέων, δεν είναι θέμα έλλειψης ασφαλιστικών δικλείδων ασφάλειας απλώς, αλλά και τεράστια πολιτική ευθύνη.

Απευθυνόμαστε λοιπόν σε εσάς για να κάνετε ό,τι περνά από το χέρι σας ώστε όσα συμφωνήθηκαν, τουλάχιστον αυτά που σχετίζονται με την ανεξαρτησία και τον πλουραλισμό στη σύσταση του ΕΣ να εφαρμοστούν,, ώστε η ΝΕΡΙΤ να μπορεί να προσφέρει σε όλα τα κοινωνικά στρώματα της Ελλάδας, απαγκιστρωμένη από τις πολιτικές δυνάμεις που βρίσκονται στην εξουσία.

Πρέπει να γνωρίζετε ότι η Ευρώπη έχει το βλέμμα της στραμμένο στο Ελληνικό κοινοβούλιο, την κυβέρνηση αλλά και τη διοίκηση της ΝΕΡΙΤ. Μόνο ένας τρόπος υπάρχει ούτως ώστε να εκπληρωθεί η αρχική δέσμευση, Η σύσταση και σύγκληση του ΕΣ να γίνει με τρόπο ισορροπημένο ώστε το διοικητικό προσωπικό της ΝΕΡΙΤ να είναι δημοσιογραφικά και πολιτικά ελεύθερο. Αν ακολουθηθεί άλλος δρόμος τότε όσα κυνικά ακούστηκαν για τη σύσταση της ΝΕΡΙΤ θα επαληθευτούν και οι αποφάσεις της περασμένης βδομάδας θα είναι ένα τρομερό βήμα προς τις παλιές τακτικές πολιτικής επιρροής και διείσδυσης. Βρισκόμαστε σε ένα πολύ κρίσιμο σημείο, όπου αν ληφθούν οι σωστές αποφάσεις, θα αποκατασταθεί η δημόσια γνώμη για τη ΝΕΡΙΤ και θα καθησυχάσει όσους φοβούνται ότι η ΝΕΡΙΤ θα γίνει όργανο της κυβέρνησης.

Η ΕΒU είναι έτοιμη να στηρίξει την ίδρυση και την εξέλιξη της ΝΕΡΙΤ ως ενός ανεξάρτητου και έγκυρου δημόσιου φορέα με στόχο την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος.

Με εκτίμηση

Jean-Paul Philippot

Πρόεδρος EBU

Ingrid Deltenre

Γενική Διευθύντρια

Τσίμας: «Δεν θα έκλεινα την ΕΡΤ»

Λίγοι συνειδητοποίησαν ότι το περασμένο καλοκαίρι έκλεισε μοιραία ένας αυτοτελής κύκλος άρρηκτα συνδεδεμένος με το πολιτισμικό μας επίπεδο, το επίπεδο της ενημέρωσης και της ψυχαγωγίας μας και το χρώμα της καθημερινότητάς μας επί πάρα πολλά χρόνια. Ο κύκλος της ιστορίας της ελληνικής τηλεόρασης στην αδιάλειπτη συνέχειά της από το πρώτο ασπρόμαυρο τρεμάμενο σήμα για τους λίγους και εκλεκτούς μέχρι το μαύρο στις LCD των πάντων. Στην πορεία είχε παρεισφρήσει σε μια ασύμπτωτη τροχιά και η ιδιωτική, με πολλές συγγένειες και διαφορές αλλά πάντα με σταθερό αλληλοπροσδιορισμό μεταξύ τους. Η καινούργια κρατική τηλεόραση στην πραγματικότητα δεν έχει γεννηθεί ακόμα και άρα ο χρόνος είναι κατάλληλος για να γραφτεί η ιστορία αυτής της παράλληλης περιπέτειας που έζησαν οι δύο αντίζηλες αδελφές, η ηλικιωμένη δημόσια και η νεότερη εμπορική.

Για την ιστορία αυτή αποφάσισε να γράψει στο βιβλίο του «Ο φερετζές και το πηλήκιο» ο Παύλος Τσίμας. Στη συνέντευξη που ακολουθεί εξηγεί τους λόγους που τον οδήγησαν στη συγγραφή του συγκεκριμένου πολιτικού μυθιστορήματος, προσπαθεί να ερμηνεύσει το κλείσιμο της ΕΡΤ, καθώς και τον όρο «ελεύθερη δημοσιογραφία», ενώ φτιάχνει τη δική του τηλεοπτική ντριμ τιμ.

«Κάποτε, πριν πολλά χρόνια, σκόνταψα σε ένα απλό, αφελές ερώτημα: Γιατί η Ελλάδα χρειάστηκε 37 χρόνια από την πρώτη εμφάνιση της τηλεόρασης στην Αμερική, ώσπου να αποκτήσει δικό της τηλεοπτικό σταθμό; Γιατί ήταν η τελευταία χώρα στην Ευρώπη και από τις τελευταίες στον κόσμο, που είδε τηλεόραση;

Ψάχνοντας την απάντηση, έπεσα πάνω στα ίχνη ενός μακρού και σκληρού πολέμου, που άρχισε να διεξάγεται στη χώρα, από το 1951. Έπεσα πάνω σε σχέδια και όνειρα για τη δημιουργία τηλεοπτικού σταθμού που ξεκινούν ακόμη και πριν τον πόλεμο. Έπεσα πάνω σε αλλεπάλληλους ματαιωμένους διεθνείς διαγωνισμούς, εξαγγελίες που ακυρώνονταν, συμφέροντα που συγκρούονταν. Δεν υπάρχει άλλη χώρα στον κόσμο που να αντιστάθηκε τόσο σκληρά, με νύχια και με δόντια, στην τηλεόραση επί τόσα πολλά χρόνια. Δεν υπάρχει άλλη χώρα στον κόσμο, η πολιτική τάξη της οποίας να είχε τέτοιο φόβο για τη δύναμη της τηλεόρασης και, ταυτόχρονα, τέτοια βουλιμία να την υποτάξει.

Είχα καταλήξει, λοιπόν, στο συμπέρασμα, ότι ο "άγνωστος πόλεμος" για την τηλεόραση, η πολιτική προϊστορία της ελληνικής τηλεόρασης είναι ένας πιστός καθρέφτης της ελληνικής ιστορίας και των χαρακτηριστικών της ελληνικής πολιτικής ζωής, που αντέχουν στον χρόνο. Και σκεφτόμουν πως θα άξιζε αυτή η άγνωστη ιστορία να καταγραφεί. Αλλά, όλο το ανέβαλα. Ώσπου ήρθε πέρυσι τον Ιούνιο η εξωφρενική απόφαση να διακοπεί η λειτουργία της ΕΡΤ και το πήρα απόφαση: έπρεπε να συστηματοποιήσω την έρευνα και να γράψω το βιβλίο. Και ιδού!».

Τι ξεκίνησε στραβά στη γέννηση της ιδιωτικής τηλεόρασης που δεν πρόβλεψαν οι τρεις αρχηγοί της κυβέρνησης Ζολώτα; Τι θα θεωρούσατε απαραίτητο να είχε θεσπιστεί τότε ως προς τις συχνότητες, το ιδιοκτησιακό καθεστώς και το νομικό πλαίσιο λειτουργίας;

«Τον Απρίλιο του 1985, ο Γιώργος Ρωμαίος, αφού είχε πια παραιτηθεί από την ΕΡΤ κι ήταν ευρωβουλευτής, είχε στείλει μια επιστολή στον Ανδρέα Παπανδρέου, όπου του έγραφε ότι η τάση στην Ευρώπη κάνει αναπόφευκτη την είσοδο και της Ελλάδας, αργά ή γρήγορα, στην εποχή της ιδιωτικής τηλεόρασης. Του πρότεινε, για να μη γίνουν τα πράγματα άναρχα, να δοθούν δύο μόνον άδειες, με διαδικασίες, έλεγχο και κανόνες. Δεν εισακούστηκε. Κι έτσι, παραμονές εκλογών του 1989, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ έτρεχαν κι έταζαν στους πάντες άδεια τηλεόρασης, αν κερδίσουν τις εκλογές. Ο νόμος του καλοκαιριού του '89, υλοποιούσε αυτές τις προεκλογικές υποσχέσεις. Αν εφαρμοζόταν, θα ήταν κι αυτός μια λύση. Αλλά οι κυβερνήσεις, από το 1990 κι ύστερα, πίστεψαν πως αν αφήσουν το τοπίο αρρύθμιστο, ρευστό, καθυστερώντας να δώσουν τις άδειες, επιτρέποντας σε κάθε ιδιοκτήτη ψησταριάς να στήνει πομπούς στα βουνά, θα είχαν καλύτερο πολιτικό έλεγχο επί του Μέσου. Έκαναν λάθος - και το πληρώνουμε όλοι...».

Θα κλείνατε την ΕΡΤ, έστω και με άλλον τρόπο;

«Ο Σερ Χιου Γκριν είχε προτείνει να κλείσει και να ξανανοίξει το ΕΙΡΤ, που δεν είχε ακόμη βαφτιστεί ΕΡΤ, αμέσως μετά τη δικτατορία, γιατί η χούντα είχε αφήσει πίσω της ένα μικρό τέρας. Οι κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης προτίμησαν να κρατήσουν το τερατάκι και να το βάλουν να δουλέψει για λογαριασμό τους, με κάποιες, άλλοτε σπουδαίες (Χατζιδάκις, Ρωμαίος) και άλλοτε ασήμαντες αλλαγές ή φωτεινές παρενθέσεις. Σαράντα χρόνια μετά τον Χιου Γκριν, όχι, δεν θα έκλεινα την ΕΡΤ. Δεν είναι θέμα μεθόδου. Είναι θέμα στόχου: τι θέλει μια χώρα σαν την Ελλάδα, τον 21ο αιώνα, από τον δημόσιο φορέα ραδιοτηλέορασης; Αν δεν απαντηθεί αυτό - κι εγώ απάντηση δεν έχω ακούσει και εκείνοι που έκλεισαν την ΕΡΤ ούτε που νοιάζονταν για την απάντηση - τα υπόλοιπα είναι δίχως νόημα».

Φτιάξτε μια ντριμ τιμ όλων των εποχών της ελληνικής τηλεόρασης...

«Ξεχωρίζω, πρόχειρα, μερικές εκπομπές για το προσωπικό μου τηλεοπτικό hall of fame, αλλά οι περισσότερες θα είναι, φοβάμαι, παλιές: Το "Αλάτι και Πιπέρι" του Φρέντυ Γερμανού. Κάποιες μεταδόσεις του Γιάννη Διακογιάννη, από Ολυμπιακούς αγώνες κυρίως, και η περιγραφή του γκολ του Καμάρα, από το 3-0 Παναθηναϊκός-Ερυθρός Αστέρας. Το "Εκείνος κι εκείνος" με τον Διαμαντόπουλο και τον Μιχαλακόπουλο, εν μέση χούντα. Τα "λιανοτράγουδα" του Μίκη - πρώτη εκπομπή με απαγορευμένη μουσική Θεοδωράκη, τον Σεπτέμβριο του 1974. Τη σειρά «Εκδικητές», με την Diana Rigg στον ρόλο της Εμμα Πηλ. Το Παρασκήνιο, διαχρονικά. Το Μονόγραμμα. Το "ζήτω το ελληνικό τραγούδι" του Διονύση Σαββόπουλου. Το πρώτο θέμα της εκπομπής "Ρεπόρτερς", σε σκηνοθεσία Θόδωρου Αγγελόπουλου. Το πρώτο, άχαρο debate Σημίτη-Εβερτ, το 1996. Από το "ρεπορτάζ χωρίς σύνορα" τα αφιερώματά του στον εμφύλιο και τα ελληνικά 60'ς, πολλά ντοκιμαντέρ του "Εξάντα", οπωσδήποτε κάποια θέματα των "Πρωταγωνιστών", το "Μαύρο Κουτί" που κάναμε με τον Παπαχελά και τον Τέλλογλου. Τους δέκα μικρούς Μήτσους. Και τα βίντεο από όλα τα φάιναλ φορ της ευρωλίγκας, με τον Παναθηναϊκό».

Ποιοι είναι αυτοί που σήμερα φορούν φερετζέ και ποιοι πηλήκιο;

«Ο ''φερετζές'' είναι μια έκφραση του Ψαθά και του Πλωρίτη. Κάθε φορά που, τη δεκαετία του '50, εμφανιζόταν ένα σχέδιο για τηλεόραση στην Ελλάδα, εκείνοι αντιδρούσαν, λέγοντας: «όλα τα 'χε η Μαριορή, ο φερετζές (δηλαδή η τηλεόραση) της έλειπε». Είναι ο φόβος απέναντι στην τηλεόραση, που μεταμφιέζεται σε περιφρόνηση για τη "χυδαιότητά" της. Με έναν άλλο τρόπο, επιβιώνει και σήμερα.

Το "πηλήκιο" είναι το στρατιωτικό καπέλο που φόρεσε η χούντα στην τηλεόραση. Αφού η δημοκρατία είχε αποτύχει να λύσει το αίνιγμα "τηλεόραση", το έλυσε η χούντα, με τον τρόπο της. Έφτιαξε μια τηλεόραση, την τηλεόραση του Γεωργαλά, που ήταν ταυτόχρονα απόλυτα προπαγανδιστική, υποταγμένη στην κυβερνητική εντολή και απόλυτα, χυδαία εμπορική, ταυτισμένη με την υψηλή τηλεθέαση και τα διαφημιστικά έσοδα. Δεν υπήρξε ποτέ και πουθενά στον κόσμο τέτοιο υβρίδιο. Και νομίζω ότι, παρ' όλα όσα έγιναν μετά, αυτό το στίγμα, το εκ γενετής κουσούρι, τη σημάδεψε την ελληνική τηλεόραση για πάντα».

Ορίστε μου τον όρο «ελεύθερη δημοσιογραφία»...

«Η δημοσιογραφία που έχει την εντιμότητα να φανερώνει, να μην κρύβει τα, κάθε φορά, όρια της ελευθερίας και της «αντικειμενικότητάς» της. Η δημοσιογραφία που διεκδικεί το δικαίωμα να μην κόβει το προϊόν της κατά παραγγελία του πελάτη, του εκδότη, του πολιτικού πάτρωνα ή του κοινού και των προκαταλήψεών του».

Δημοσιεύτηκε στο Protagon στις 14/6/2014

...κι ο Ρένος χτενίζεται

«Όταν έπεσε το μαύρο στην ΕΡΤ, σοκαρίστηκα. Σοκαρίστηκα, γιατί συνειδητοποίησα ότι το μαύρο το είχαν ρίξει οι καταληψίες». Τάδε έφη, μεταξύ άλλων, Ρένος Χαραλαμπίδης σε πρόσφατη συνέντευξή του.

Το μαύρο το έριξαν οι καταληψίες, εξήγησε, γιατί δεν άφησαν την κυβέρνηση να ολοκληρώσει το σχέδιό της. Το οποίο ήταν «να συνεχιστεί το πρόγραμμα με κονσέρβες. Μαγνητοσκοπημένα. Υπήρχε ακόμη και η πρόβλεψη για κάποιες ενημερωτικές εκπομπές, υπηρεσιακές».

«Την έζησα από μέσα την ΕΡΤ, ήταν ό,τι πιο διεφθαρμένο μπορούσε να υπάρξει και δεν καταλαβαίνω για ποιο λόγο έπρεπε αυτή η σαπίλα να διατηρηθεί» - εδώ Ρένο, θα μπορούσες να παραθέσεις το παράδειγμα της κυρίας Σαλαγκούδη, που μπήκε στην ΕΡΤ επί πρωθυπουργίας Σαμαρά, με 3.500 μηναίο μισθό και χωρίς αντικείμενο, με αποτέλεσμα να ψάχνουν μήνες να της βρουν εκπομπή.

Δηλαδή Ρένο, η νέα δημόσια τηλεόραση φτιάχνεται με αξιοκρατικά κριτήρια; Θέλω να πω, εσύ, αν δεν είχες στενή σχέση με τον Αντώνη Σαμαρά, αν δεν ήσουν υποψήφιος βουλευτής και δεν είχες κάνει διαφήμιση για τη Νέα Δημοκρατία, πόσες πιθανότητες θα είχες να πάρεις τώρα εκπομπή στη Νέριτ;

Επίσης, τι θα έλεγες στον εργαζόμενο που μπήκε αξιοκρατικά στην ΕΡΤ, σ' αυτόν που δούλευε έντιμα, που δεν τα τσέπωνε και δεν έκανε λαμογιές; Υπήρχαν και καθαροί άνθρωποι στη δημόσια τηλεόραση, δεν ήταν όλοι σάπιοι. Μέχρι κι ο Κεδίκογλου το είπε στην ανακοίνωση για το κλείσιμό της (τι ειρωνεία)!

Θεωρείς ότι γι' αυτόν τον εργαζόμενο η απόφαση του Αντώνη Σαμαρά ήταν σωστή; Χιλιάδες πολίτες πάντως θεώρησαν ότι ήταν απαράδεκτη, γι' αυτό άφησαν τον καναπέ τους και ξημεροβραδιάζονταν στην ΕΡΤ. Για να εμποδίσουν να ολοκληρωθεί εκείνο το σχέδιο.

Όχι γιατί η ΕΡΤ δεν είχε σαπίλα. Αλλά γιατί δεν μπορούσαν ν' ανεχτούν τη λογική τέτοιων ισοπεδωτικών αποφάσεων. Αποφάσεων που καίνε τα χλωρά μαζί με τα ξερά χωρίς καμιά ενοχή.

Αλλά άντε να τα βρεις τα χλωρά, έτσι Ρένο; Για τέτοια είμαστε τώρα; Βάλτους όλους στο ίδιο τσουβάλι και πέτα το στον κάδο των αχρήστων. Η μέθοδος του Γκέμπελς. Άδικο, αλλά εύκολο.

Τι σου λέω όμως τώρα. Τι σε νοιάζει εσένα; Εσύ καθάρισες. Έχεις την εκπομπή σου στη νέα, αξιοκρατική, διάφανη Νέριτ.

Δημοσιεύτηκε στο Protagon στις 27/7/2014

Και όμως, υπάρχει λύση

Η πτώση της ΕΡΤ απ' τα νεοδημοκρατικά πυρά σήμανε ταυτόχρονα και το γκρέμισμα του μεγαλύτερου νεοελληνικού μύθου. Ότι τα προβλήματα μπορούν να συσσωρεύονται, να συσσωρεύονται, να συσσωρεύονται και κανείς να μην κάνει τίποτα. Ή, μάλλον, όλοι να κάνουν τα στραβά μάτια.

Η ΕΡΤ έχει χάσει πολλές ευκαιρίες εξυγίανσης. Η τελευταία ήταν με τον Ηλία Μόσιαλο. Δύο εθνικά κανάλια, συγχωνεύσεις στα περιφερειακά ραδιόφωνα, κλείσιμο της «Ραδιοτηλεόρασης» και, βέβαια, «ατομική αξιολόγηση και δραστική μείωση του προσωπικού». Όλοι, όμως, ήταν αντίθετοι. Οι αριστεροί μηχανισμοί βγάζουν φλύκταινες με την «αξιολόγηση» και οι δεξιοί δεν ανέχονται τις εθνικές προδοσίες. «Οι Αλβανοί, οι Σκοπιανοί και οι Τούρκοι θα μας πάρουν τις συχνότητες», ούρλιαζε τότε η Νέα Δημοκρατία. Από κοντά και συνδικαλιστές της Αγίας Παρασκευής που χαρακτήριζαν τον Μόσιαλο «φλώρο» και «κουλτουριάρη». Όπως «κουλτουριάρης» και στη συνέχεια «χαμερπής ομοφυλόφιλος» και «κίναιδος ολκής» ήταν για ορισμένους εθνοφρουρούς και πρασινοφρουρούς και ο Μάνος Χατζηδάκις (μην τα ωραιοποιούμε όλα τώρα που έκλεισε το Τρίτο και όλοι δηλώνουν ότι τους «λείπει το τσέλο και ο Μάνος» - έλεος).

Και ύστερα; Ύστερα ήρθε ο Κεδίκογλου! Αφού για έναν χρόνο «τακτοποιούσε» φίλους και προωθούσε άσχετους, ξύπνησε ένα πρωί και αποφάσισε να τους φάει όλους! Μια μεταρρυθμιστική μετάλλαξη του Χάνιμπαλ. Και η Ελλάδα έγινε ξανά η αρνητική πρωταγωνίστρια στα διεθνή Μέσα. Η «μαύρη οθόνη» σόκαρε ακόμη και αυτούς που κάποτε μας πίεζαν να κόψουμε τα φάρμακα στους χαμηλοσυνταξιούχους. Και, βέβαια, δάκρυσε και ο Κακλαμάνης και όλοι αυτοί που έκοψαν με λατινοαμερικάνικες ματσέτες τους μισθούς. Αλλά ας αφήσουμε τους υποκριτές και πάμε να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε τώρα. Και, κυρίως, «ποια ΕΡΤ θέλουμε».

Επειδή δεν προλαβαίνουμε να ανακαλύψουμε ένα νέο τροχό, δεν έχουμε παρά να αντιγράψουμε τα «δυτικά μοντέλα». Εκεί που η μισθοδοσία των μονίμων είναι το 20 με 30% του προϋπολογισμού και όλα τα άλλα λεφτά πηγαίνουν στην παραγωγή προγράμματος (εδώ συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο!). Ένα ευέλικτο «κέντρο» χρειαζόμαστε δηλαδή, με 1.000 εργαζόμενους που θα στελεχώσουν τα τμήματα ενημέρωσης, ψυχαγωγίας, αρχείου, τις τεχνικές, νομικές και οικονομικές υπηρεσίες. Και μια ευέλικτη «περιφέρεια» με άλλους 1.000 έκτακτους συνεργάτες που θα παράγουν νέα προγράμματα.

Στην αρχή κάθε χρονιάς το «κέντρο» θα ανακοινώνει τι θέλει και τι λεφτά δίνει, για το πρόγραμμα της επόμενης χρονιάς, και η «περιφέρεια» θα καταθέτει τις προτάσεις της για την τηλεόραση, το ραδιόφωνο, το ίντερνετ. Όλα δημόσια, διάφανα, οικονομικά προσδιορισμένα και με συνεχείς αξιολογήσεις, τόσο του «κέντρου», όσο και της «περιφέρειας». Βέβαια, το μεγάλο ερώτημα στην Ελλάδα είναι ποιος αξιολογεί και ποιος αποφασίζει. Η πολιτική έχει αρκετούς Άκηδες και οι κορυφές γρήγορα κακοφορμίζουν. Εδώ, λοιπόν, πρέπει να γίνει η πολλή δουλειά. Οι προτάσεις Αλιβιζάτου, που οψίμως ανακάλυψε το επιτελείο Σαμαρά, είναι όντως μια λύση. Σε κάθε περίπτωση πάντως, είναι σαφές ότι θέλουμε ανθρώπους επαΐοντες, απαλλαγμένους από κομματικές δεσμεύσεις.

Το κυριότερο όμως τώρα, είναι πότε θα γίνουν όλα αυτά. Ο Σαμαράς θα σου πει τον Σεπτέμβριο και όλοι οι άλλοι λένε αύριο. Είναι και τα δύο λάθος. Ούτε η χώρα μπορεί να μείνει χωρίς δημόσια τηλεόραση 80 μέρες, ούτε όλα μπορούν να γίνουν σε μία μέρα. Μπορούν όμως να γίνουν σε είκοσι! Αρκεί ο Σαμαράς, ο Βενιζέλος και ο Κουβέλης να αποφασίσουν τη Δευτέρα την επαναλειτουργία της δημόσιας ραδιοφωνίας-τηλεόρασης με το καλύτερο δυναμικό της παλιάς ΕΡΤ. Γιατί εδώ υπήρξε μια μεγάλη αδικία. Το καράβι βουλιάζει από τους αργόμισθους και άχρηστους -που διόρισε, κυρίως, το ΠΑΣΟΚ και η Νέα Δημοκρατία - αλλά στον βυθό θα πάνε και αυτοί που τόσα χρόνια τραβούσαν το κουπί. Να αρχίσει, λοιπόν, τη Δευτέρα η αξιολόγηση και σε μια εβδομάδα να τελειώσει.

Ξέρω, είναι πολλή η δουλειά για ηγέτες που έχουν επιδόσεις μόνο σε λεονταρισμούς, λυρισμούς και λαϊκισμούς. Και θα δυσκολέψει και η ζωή των παλιών συνδικαλιστών που δεν ξέρουν άλλη λέξη από την απεργία. Απεργία για τη φτωχοποίηση, αλλά και τον αφανισμό του ελληνικού έθνους (!) από την ΠΟΣΠΕΡΤ, απεργία και στις εφημερίδες από την ΕΣΗΕΑ για «το μαύρο στην ΕΡΤ»! Τώρα, πώς τιμωρείς τον Σαμαρά κλείνοντας την «Ελευθεροτυπία», «Τα Νέα», την «Αυγή», την «Εφημερίδα των Συντακτών», είναι ένα από τα παράδοξα των ημερών (πολύ φοβάμαι ότι και «απαγόρευση κυκλοφορίας» αν διατάξουν κάποιοι, η ΕΣΗΕΑ θα αντισταθεί με απαγόρευση... της κυκλοφορίας των εφημερίδων)!

Αλλά ας μη λοξοδρομήσω. Η ΕΡΤ πρέπει να επαναλειτουργήσει με άμεση αξιολόγηση του προσωπικού της. Ας το μελετήσουν το σαββατοκύριακο και ας το οριστικοποιήσουν τη Δευτέρα. Δίνοντας, βέβαια, την πολιτική ευθύνη σε ένα καινούριο πρόσωπο -ει δυνατόν κοινής αποδοχής και με την αντιπολίτευση- και όχι σε αυτούς τους υπουργούς που ευθύνονται για το μπάχαλο των τελευταίων ημερών. Η άλλη λύση, άλλωστε, ποια είναι; Οι εκλογές; Πώς; Με την ΕΡΤ κλειστή; Η Ελλάδα δεν κινδυνεύει να χάσει μόνο τους τουρίστες της, την καλοκαιρινή της τσάτρα-πάτρα ανάπτυξη και τις εναπομείνασες καταθέσεις στις τράπεζές της, αλλά θα αποχαιρετήσει και τους τελευταίους συμμάχους της. Θα είμαστε, πια, η χώρα που η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά.

Δημοσιεύτηκε στο Protagon στις 14/6/2013

"Ασκώ τα δικαιώματα μου"-Νίκος Σιδέρης, Άννα Φραγκουδάκη

Ακούστε την εκπομπή "Ασκώ τα δικαιώματα μου" (18/07/2014) με καλεσμένους τους: Νίκο Σιδέρη Ψυχίατρο και Άννα Φραγκουδάκη Καθ. Κοινωνιολογίας στο Π.Α.

ΑΣΚΩ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΜΟΥ ertopen 18-07-2014- ΝΙΚΟΣ ΣΙΔΕΡΗΣ/ ΑΝΝΑ ΦΡΑΓΚΟΥΔΑΚΗ by Paremvassi on Mixcloud

"Ασκώ τα δικαιώματα μου"- Αντώνης Λιάκος, Μιχάλης Ψαλιδόπουλος, Ελένη Σβορώνου

Ακούστε την εκπομπή "Ασκώ τα δικαιώματα μου" (25/07/2014) με καλεσμένους τους: Αντώνη Λιάκο Καθ. Ιστορίας στο Π.Α., Μιχάλη Ψαλιδόπουλο Καθ. Οικον. Ιστορίας στο Π.Α. και Ελένη Σβορώνου Υπευθ. Περιβαλ. Εκπαίδευσης και Οικοτουρισμού της WWF.

ΑΣΚΩ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΜΟΥ ertopen 25-07-2014- ΑΝΤΩΝΗΣ ΛΙΑΚΟΣ/ΜΙΧΑΛΗΣ ΨΑΛΙΔΟΠΟΥΛΟΣ/ΕΛΕΝΗ ΣΒΟΡΩΝΟΥ by Paremvassi on Mixcloud

Προσκλητήριο για νέο ξεκίνημα

Να δούμε κι επιτέλους να πούμε την αλήθεια: Για την Ελλάδα και τους Ελληνες, ο χρόνος έχει προ πολλού εξαντληθεί. Ο,τι απομένει και ό,τι αρθρώνεται από το πολιτικό σύστημα δεν είναι πλέον παρά παραπαίοντες λόγοι, ως εύγλωττοι καταθλιπτικοί δείκτες εγγενούς ανεπάρκειας ποικίλων «παραγόντων», οι οποίοι, αυτοπεριδινούμενοι, απλώς αναμηρυκάζουν εαυτούς. Επιτείνοντας τη σύγχυση, μοχλεύοντας πάθη, οξύνοντας διαγκωνισμούς κι επιλιπαίνοντας αποσαθρωτικά σύνδρομα. Διχαστικά, με ολεθρίως εμφυλιοπολεμικές δυναμικές. Προπαντός όμως ανίκανοι να επιχειρήσουν υπερβάσεις και να διαμορφώσουν νέες προοπτικές.

Εάν δεν θέλουμε να εμπαίζουμε αυτοεμπαιζόμενοι, τελικά η βάναυση χρεοκοπία που βιώνουμε ως χώρα και ως πολίτες δεν είναι μονοδιάστατη. Και δεν προσδιορίζεται απλώς με όρους οικονομικής κατολισθήσεως. Αυτή δεν είναι, τελικά, παρά το παράγωγο παρακμιακό σύμπτωμα. Η πραγματική χρεοκοπία είχε συντελεσθεί πολύ πριν, σαν κακοήθης και υπό μετάστασιν νεοπλασία που αποσάθρωσε τους εθνικούς νευρώνες. Που είναι, βέβαια, πρώτα από όλα, οι θεσμοί. Αλλά και οι διαδικασίες. Και οι κανόνες. Και το πολιτικό ήθος. Και προπαντός, η σταθερή προσήλωση σε αυτονόητες αρχές, που οριοθετούν και διασφαλίζουν επαρκή, παραγωγική και ανθρώπινη διαχείριση του πολιτειακού γίγνεσθαι. Σε όλο του το φάσμα: Δημοκρατία, παραγωγικότητα, παιδεία, κοινωνική συνοχή, εθνική κυριαρχία.

Ολα αυτά, δηλαδή, των οποίων αυτή τη στιγμή παρακολουθούμε την καταλυτική αποδόμηση. Που αν δεν ανασχεθεί άμεσα και προπαντός αποτελεσματικά, θα οδηγήσει με μαθηματική βεβαιότητα σε μη αναστρέψιμες βαραθρώσεις. Κι αυτές θα διαλαμβάνουν απευκταίους μέχρι και ενδεχομένως ολέθριους ακρωτηριασμούς της εθνικής ανεξαρτησίας και αυτής ταύτης της γεωπολιτικής ακεραιότητας, καθώς στη διακεκαυμένη ζώνη στην οποία ως χώρα εφαπτόμεθα συντελούνται κρίσιμες ανατροπές και ιστορικές αναδιατάξεις γεωστρατηγικών ισορροπιών και ρόλων, με απρόβλεπτα παράγωγα για όλους. Για όλα τούτα αλλά και για λόγους απλής αναγκαιότητας, που αφορά, επιτέλους, την ανάταξη της χώρας - ώστε από ασθμαίνων βαλκάνιος ουραγός της ευρωπαϊκής της μοίρας να αποβεί αυτάρκης εταίρος και να διεκδικήσει πιο φιλόδοξο ρόλο από εκείνον του αναξιόπιστου οφειλέτη, στον οποίο θέλουν να τον καθηλώσουν κάποιοι, όχι μόνον εκτός αλλά κι εντός... - ΝΑΙ, ο χρόνος μας έχει τελειώσει. Και μαζί τέλειωσαν τα ψέματα.

Οπότε όσοι πιστοί προσέλθετε! Οσοι δηλαδή δεν έχουν διάθεση να κατατρύχονται και να σκιαμαχούν μόνο με το ευθυνολόγο γέγονε, κυρίως όσοι διέπονται από διαλεκτική διαύγεια να θέλουν να συνασπίσουν εαυτούς και να συστοιχηθούν γύρω από έναν νέο και ρηξικέλευθο πολιτικό λόγο. Οχι για το τι συνέβη αλλά για το τι δέον γενέσθαι. Και όχι όπως αυτό θα μας επιβληθεί ερήμην μας αλλά όπως εμείς θα το έχουμε διαμορφώσει, με νέους όρους και κανόνες. Κι αυτό προϋποθέτει όχι απλώς όραμα και ρεαλισμό, αλλά και πεισμώδη βούληση. Για σύγκρουση. Και ρήξεις. Και ανατροπές. Με νοοτροπίες που πρέπει να εκλείψουν. Με λαϊκισμούς και δημαγωγούς και λαοπλάνους που επιβάλλεται να παραγκωνισθούν. Με παθογένειες που είναι ανάγκη να αναστραφούν. Με αγκυλώσεις που πρέπει να ξεπερασθούν. Αυτός ο νέος πολιτικός λόγος, και η πολιτική πράξη που θα παραχθεί από τις δυναμικές του, οφείλει και μπορεί και θα αποβεί αναγεννητική πνοή. Επικυρώνοντας τη νέα ελληνική μέρα, στο φως ενός εμπνευσμένου πραγματισμού. Με θυσίες, χωρίς ελπίδες αντιπαροχών για όσους τις προσφέρουν. Και με πολλά δούναι, χωρίς λαβείν...

Αλλά αυτό δεν μπορεί με τίποτε να πραγματωθεί και με τίποτε να νοηματοδοτήσει νέα εθνική πορεία, εάν δεν νοηθεί εξαρχής, πρώτον, ως απόλυτη ρήξη και, δεύτερον, ως εντελώς νέα αφετηριακή συνείδηση. Ρήξη, όχι απλώς με ό,τι προσδιορίζεται γενικόλογα ως «μεταπολίτευση», με εξαγγελίες οι οποίες - φορτωμένες και φορτισμένες με σεσηπότα στερεότυπα - συμπιέζονται στο ελάχιστο εύρος κάποιων κακοποιημένων κι εν πολλοίς ασπόνδυλων φληναφημάτων, που καταφέρνουν απλώς να έρπουν, αλλά αδυνατούν ορθούμενα, να εκφράσουν έναρθρη δυναμική ανανέωσης.

Αλλά ρήξη που εκτείνεται σε απόλυτο βάθος, υπερκαλύπτοντας τους δύο αιώνες της εθνικής παλινόρθωσης, με φιλοδοξία να επανανιχνευθούν οι αφετηρίες και να επαναπροσδιορισθούν ιδεολογίες και πρακτικές. Μια ρήξη δηλαδή που να οδηγεί προς ένα νέο δικό μας Ναβαρίνο, προς μια νέα ιστορική πορεία, προς ένα νέο ιστορικό κεφάλαιο. Του οποίου η παιδευτική ανάγνωση θα επανανατάξει τη χώρα και τον Ελληνισμό, πάνω σε επίπεδα θεσμικής αρτιότητας, θεσμικού εκσυγχρονισμού και θεσμικού αυτοσεβασμού, που θα γκρεμίσει και θα εξαφανίσει ό,τι μόλυνε το ελληνικό κράτος. Μια ρήξη που θα αναθεμελιώσει ό,τι απέμεινε και θα αποτελέσει την απαρχή μιας νέας εθνικής αναδημιουργίας και θα θωρακίσει ένα νέο κρατικό γίγνεσθαι, ώστε αφενός να διασφαλίσει με βεβαιότητα τη θέση της χώρας στην Ευρώπη και αφετέρου να προσδώσει ουσιώδες περιεχόμενο στο εθνικώς επέκεινα. Κοντολογίς, ρήξη με αυτά που εξεμέτρησαν το ζην και που το μόνο που καταφέρνουν είναι απλώς, πλην τυχαίων εξαιρέσεων, να επαναλαμβάνουν την κενότητα του αναχρονισμού τους και την ανικανότητα να συγχρονίσουν τον βηματισμό τους με όσα γύρω με καλπασμό εξελίσσονται. Οπότε ναι, δεν μιλάμε απλώς για την αναγκαιότητα και την εξαγγελία μιας νέας μεταπολίτευσης, υποκατάστατου της παλαιάς ασθμαίνουσας, που ξέμεινε στα δεκανίκια της, αλλά για τη μείζονα πολιτική ανατροπή, μετά από 200 χρόνια ελεύθερου βίου, που θα δώσει νέο κράτος, νέες δομές και νέο περιεχόμενο στον εθνικό βίο. Αν θέλουμε αυτός να αποκτήσει πραγματικό κι επαρκές προσδόκιμο.

Αυτό που αναζητούσαμε μέχρι τώρα για τη μεγάλη ανατροπή, για το άνοιγμα μιας νέας μεγάλης ιστορικής περιόδου, βρίσκεται κάπου αλλού. Είναι στις νησίδες της αρετής, στους θυλάκους της αντίστασης. Είναι εκεί που εκτρέφεται η ελπίδα και κυοφορείται το μέλλον. Είναι οι γενιές εκείνες που νιώθουν ότι τα συμβαίνοντα σήμερα στη χώρα δεν τους αφορούν, ακριβώς γιατί δεν αφορούν την οικοδόμηση του μέλλοντός τους.

Είναι μια ολόκληρη νέα γενιά ανθρώπων σε ολόκληρο το πολιτικοκοινωνικό φάσμα, στον χώρο τον εργασιακό, στον χώρο τον επιστημονικό και στον χώρο τον επιχειρηματικό, που μπορούν να στοχάζονται και να κρίνουν ορθά, να δρουν και να πράττουν με ευθυκρισία και ορθογνωμία, και ακόμη να οραματίζονται ελεύθερα. Είναι αυτοί και μόνο αυτοί που θα οδηγήσουν μετά από 200 χρόνια ελεύθερου βίου τη χώρα μας σε μια νέα Ελληνική Ανοιξη. Είναι ακόμα, ως εν δυνάμει συμμέτοχοι σε αυτή την εθνική προσπάθεια, ένα ευρύ φάσμα των Ελλήνων οι οποίοι είναι ποτισμένοι με παραμυθίες, παρηγορίες και ψεύδη, που τους καλλιεργούν τόσο οι μεν, του κυβερνητικού συνασπισμού, που ισχυρίζονται ότι φτάσαμε στο τέλος της κρίσης και άρα θα «επανευτυχήσουν», όσο και οι δε, της Αντιπολίτευσης, που διακηρύσσουν ότι έχουν τις συνταγές για να «επανευδαιμονήσουν». Η «κανονικότητα των εξελίξεων», όπως το πολιτικό σύστημα την εννοεί, δεν θα υπάρξει.

Κάθε προσπάθεια του πολιτικού συστήματος να προσεγγίσει τις νεότερες γενιές προσκρούει σε μια γρανιτώδη και αδιαπέραστη αδιαφορία. Η ένταξή τους στη νέα εθνική προσπάθεια δεν θα γίνει ούτε με θωπείες, ούτε με νουθεσίες, ούτε με προσπάθειες διάσπασης του γρανίτη με «μηχανικά μέσα». Μόνο με την ενδόρρηξη του συμπαγούς αυτού ηλικιακού φάσματος μπορεί η χώρα να περάσει στη νέα εποχή.

Το μέγα χρέος που επωμίζονται οι νεότερες γενιές είναι η επική προσπάθεια της εθνικής αναγέννησης και αναδημιουργίας.

Σε αυτό το μεγάλο εθνικό εγχείρημα οφείλουν να συνδράμουν και όσοι από τον παλαιό πολιτικό κόσμο κουβαλούν ακόμη φορτία εμπιστοσύνης. Αλλά δεν πρέπει να είναι αυτοί που θα ηγηθούν του νέου αυτού ιστορικού κεφαλαίου. Και πολύ περισσότερο, δεν μπορεί να είναι κάποια ναυάγια της πολιτικής, που απλώς επιδιώκουν να επιλύσουν τα προσωπικά τους υπαρξιακά προβλήματα. Το νέο προκύπτει βεβαίως από το παλιό. Πλην όμως, ελεύθερο και απαλλαγμένο από αυτό.

Στη νέα αυτή αφετηριακή συνείδηση της χώρας θα είναι αποφασιστική η συνδρομή και των νεότερων γενεών των Ελλήνων της διασποράς και κυρίως εκείνων που διακρίθηκαν τιμώντας εαυτούς και την Ελλάδα. Αποτελούν ένα διαθέσιμο μεγάλο κεφάλαιο. Αρκεί να νιώσουν το κάλεσμα της πατρίδας και με αίσθημα ευθύνης να ανταποκριθούν ή ακόμα και να ηγηθούν του νέου εγχειρήματος.

Για να επιτευχθούν όλα τα παραπάνω, χρειάζεται ΤΩΡΑ και όχι μετά την αποερείπωση και τη συντριβή της χώρας να λάβει σάρκα και οστά το νέο μεγάλο εθνικό όραμα, με την άμεση συγκρότηση μιας ισχυρής πολιτικής δύναμης που θα συσπειρώσει τις δυνάμεις του μέλλοντος και θα διεκδικήσει να αναλάβει, χωρίς χρονοτριβές και υπεκφυγές, την πολιτική ευθύνη.
Είμαι αισιόδοξος πλέον γιατί τα αδιέξοδα είναι «προ των πυλών».

Δημοσιεύτηκε στο "Βήμα" στις 13/7/2014

«Το γυρίζει» η Γιάννα: Δεν θα είναι Greek Drama αν βγει ο ΣΥΡΙΖΑ

«Με φοβούνται, δεν πρόκειται να με προτείνει κανένας, μην κουράζεστε με αυτό το θέμα», απαντά σε συνομιλητές της όταν τη ρωτούν εάν το όνομά της μπορεί να συζητηθεί για την Προεδρία της Δημοκρατίας, ενώ δηλώνει ευθέως ότι δεν είναι δα και καταστροφή να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας ο ΣΥΡΙΖΑ
Δέκα χρόνια μετά τον αμφιλεγόμενο κατά πολλούς θρίαμβο των Ολυμπιακών Αγώνων, που έφερε πρωτίστως τη δική της σφραγίδα, η κυρία Γιάννα Αγγελοπούλου δείχνει διψασμένη και ορμητική όσο ποτέ να επιστρέψει στα πολιτικά πράγματα της χώρας, υποδηλώνοντας με αιχμηρό τρόπο την παρουσία της στη δημόσια ζωή.

Η κριτική της στάση προς το πολιτικό σύστημα και το πώς διαχειρίζεται την οικονομική κρίση είναι πλέον αδυσώπητη, δεν μασάει τα λόγια της για τους υπεύθυνους της σημερινής κατάστασης, αναφέροντας συγκεκριμένα ονόματα, ενώ υπερβαίνει κατά πολύ το κομφορμιστικό πλαίσιο με το οποίο ερμηνεύουν τη στάση της, δηλώνοντας ευθέως ότι δεν είναι δα και καταστροφή να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας ο ΣΥΡΙΖΑ!

Μάλιστα δείχνει να συμμερίζεται την άποψη ότι εάν δεν επιτευχθεί η εμπεδωμένη εδώ και είκοσι χρόνια ευρεία συναίνεση για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας (δηλαδή με την ψήφο και της αξιωματικής αντιπολίτευσης), τότε είναι καλύτερα για τη χώρα να οδηγηθεί σε πρόωρες εκλογές. Την αφήνουν δηλαδή παντελώς αδιάφορη οι εκκλήσεις περί «κυβερνητικής σταθερότητας», αλλά και οι φωνές που ενοχοποιούν και δαιμονοποιούν τον ΣΥΡΙΖΑ. Τις απόψεις αυτές, όπως και πολλές άλλες ρηξικέλευθες προσεγγίσεις για την πορεία της χώρας, δεν τις κρύβει, ούτε και τις εκφράζει απλώς σε έναν κλειστό κύκλο φίλων και συνεργατών. Συναντά παράγοντες της δημόσιας ζωής, δειπνεί με δημοσιογράφους και συνομιλεί με ανθρώπους που μοιράζονται παρεμφερείς ανησυχίες. Ηταν πριν από λίγες ημέρες όταν προσκάλεσε κάποιους δημοσιογράφους σε εστιατόριο λεπτών γεύσεων σε κεντρικό ξενοδοχείο της Αθήνας για μια εφ' όλης της ύλης ανταλλαγή απόψεων και, κυρίως, εξομολογήσεων από μέρους της. Εκεί, κάτω από ανέμελες κληματαριές που φωτίζονταν από το παιχνιδιάρικο φεγγάρι, δίπλα στη δροσερή πισίνα και απολαμβάνοντας λαβράκι σε κρούστα αλατιού, ανακατεμένο στον ουρανίσκο με γουλιές από Chardonnay κρασιά υψηλής ποιότητας, ειπώθηκαν πολλά. Τα περισσότερα θα έκαναν τους ενδιαφερόμενους και πολλούς παλιούς πολιτικούς φίλους της Γιάννας να τρίζουν τα δόντια τους. Η ίδια, όμως, το ξεκαθάρισε από την αρχή, στέλνοντας μηνύματα προς κάθε κατεύθυνση. «Κανείς δεν θα μου απαγορεύσει να μιλάω. Εχω δικαίωμα να λέω τη γνώμη μου και θα τη λέω, ας το πάρουν απόφαση κι ας ενοχλούνται».
Ψυχολογικά ανανεωμένη, η Γιάννα ξεδίπλωσε τις σκέψεις της με τον αέρα του ανθρώπου που δεν είχε ιδιαίτερη εμπλοκή στο ελληνικό δράμα των τελευταίων ετών, όπως δεκάδες πολιτικοί που διαχειρίστηκαν την εξουσία - και αρκετοί εξ αυτών εξαφανίστηκαν από την κεντρική σκηνή. Ταυτόχρονα δεν έχει αυταπάτες. Νιώθει ότι δεν διαθέτει πολλούς φίλους στο σημερινό πολιτικό προσωπικό, ούτε είναι εύκολο να επανέλθει μετά από όσα έγιναν τα τελευταία χρόνια με τη δική της οικειοθελή αποχώρηση από το προσκήνιο.

Το είχε νιώσει αυτό και το 1997, όταν η τότε κυβέρνηση δεν της εμπιστεύτηκε τη διοργάνωση των Αγώνων, παρά την επιτυχία της ανάληψης, και χρειάστηκαν τρία ολόκληρα χαμένα χρόνια για να την καλέσει ο κ. Κώστας Σημίτης να σώσει την υπόθεση. Τώρα τα πράγματα, όμως, είναι πιο σκληρά για τη Γιάννα, που δεν κρύβει ένα αδιόρατο παράπονο για το πώς την αντιμετωπίζει το πολιτικό σύστημα.

«Με φοβούνται, δεν πρόκειται να με προτείνει κανένας, μην κουράζεστε με αυτό το θέμα», απαντά σε συνομιλητές της όταν τη ρωτούν εάν το όνομά της μπορεί να συζητηθεί για την Προεδρία της Δημοκρατίας. «Το ξέρουν όλοι, το έχω πει πολλές φορές, ότι είμαι στη διάθεση της πατρίδας μου για οποιαδήποτε εθνική αποστολή. Μπορώ να πάρω το αεροπλάνο και να πάω στην άκρη του κόσμου για να συμβάλω στη λύση ενός προβλήματος. Δεν το θέλουν, όμως, αυτό. Γιατί ξέρουν ότι δεν μπορούν να με ελέγξουν. Δεν χρωστάω σε κανέναν, δεν έχω καμία υποχρέωση και κανένα συμφέρον για να με κρατάνε», λέει με νόημα και κατακεραυνώνει το σύστημα που ονομάστηκε «διαπλοκή»: «Η οικογένειά μου δεν κάνει δουλειές στην Ελλάδα, δεν έχει την παραμικρή ιδιοτέλεια στη χώρα. Το ενδιαφέρον μου δεν σχετίζεται με τέτοια πράγματα»!

Προφανώς γι' αυτό η Γιάννα δεν έχει κανένα πρόβλημα να πετάξει το γάντι στους εκπροσώπους του παραδοσιακού πολιτικού προσωπικού. «Αυτοί και οι ελίτ διέλυσαν τη χώρα»! «Εσείς δεν είστε ελίτ;», την προκαλούν. «Οχι, δεν έχω καμία σχέση με τέτοιες συμπεριφορές, καμία θέση σε αυτό το σύστημα. Εγώ ξέρω πώς ζει και τι τραβάει ο απλός κόσμος», απαντά, δείχνοντας ότι θέλει να υπερασπιστεί την ηθική της παραδοσιακής αστικής τάξης, που παρακολουθεί τα πράγματα από απόσταση, αλλά και ανησυχία.

ΣΥΡΙΖΑ και Θεοδωράκης είναι το «νέο»
Η Γιάννα δείχνει μια εξαιρετική διάθεση απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ και τον κ. Αλέξη Τσίπρα. Δεν διστάζει να υποστηρίξει ότι το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης «εκφράζει το νέο». Οταν της επισημαίνουν ότι στον ΣΥΡΙΖΑ πήγαν λαϊκιστικές δυνάμεις, διαφωνεί: «Ενα κόμμα που εκτινάσσεται από το 4% στο 25% είναι νέα πολιτική δύναμη». Και προσθέτει: «Αν ψηφίζει ο κόσμος τον ΣΥΡΙΖΑ και τον θέλει, κάτι σημαίνει. Ας έρθει κι αυτός στα πράγματα, δεν είναι κακό»! Ταυτόχρονα, όμως, παίρνει αποστάσεις για να μην παρεξηγηθεί. Υποστηρίζει την ανάγκη των αλλαγών στη χώρα και δεν καταδικάζει τη συμπεριφορά των ξένων που επιβάλλουν μεταρρυθμίσεις. «Δεν τα πήγαμε καλά με την Ευρωπαϊκή Ενωση και τώρα την πληρώνουμε», σημειώνει, θυμίζοντας παλαιότερη επισήμανση ότι «η ένταξή μας στην ευρωπαϊκή οικογένεια είναι σαν ένας κακός γάμος. Δεν είναι λύση ο χωρισμός, αλλά σίγουρα χρειαζόμαστε έναν σύμβουλο γάμου».

Για να μη δημιουργήσει δε παρεξηγήσεις, δέχεται με ευχαρίστηση να δώσει διευκρινίσεις για τις πολιτικές αναζητήσεις του μεγαλύτερου γιου της, του Παναγιώτη, ο οποίος είχε αρθρογραφήσει με θετικό τρόπο για τον ΣΥΡΙΖΑ προ διετίας. «Είμαι περήφανη για την πολιτική του σκέψη, θέλουμε να έχει τη δική του γνώμη, αλλά δεν νομίζω ότι είναι ΣΥΡΙΖΑ», λέει και αποκαλύπτει ότι ο 24χρονος φοιτητής του Χάρβαρντ συνεχίζει να αρθρογραφεί, αλλά με ψευδώνυμο, που δεν γνωρίζει ούτε η ίδια! Τον χαρακτηρισμό «νέα δύναμη» δεν διστάζει να τον αποδώσει και στον κ. Σταύρο Θεοδωράκη, τον επικεφαλής του Ποταμιού, «αρκεί να μας πει το πολιτικό του στίγμα», όπως επισημαίνει με νόημα. Στα άλλα κόμματα δεν αναγνωρίζει κάτι ενδιαφέρον και διευκρινίζει ότι «δεν υπήρξα ποτέ μέλος της Ν.Δ.», παρότι είχε εκλεγεί βουλευτής της.

Ανδρέας και Κώστας υπεύθυνοι για την καταστροφή
Εχοντας την εμπειρία από συνεργασίες και επαφές με σχεδόν όλα τα κορυφαία πρόσωπα της ελληνικής πολιτικής σκηνής τα τελευταία 30 χρόνια, η Γιάννα έχει πλέον κατασταλάξει σε συμπεράσματα, χωρίς να χαρίζεται σε κανέναν. «Ο Ανδρέας Παπανδρέου ακολούθησε καταστροφική πολιτική τη δεκαετία του '80», λέει με κατηγορηματικό τρόπο, επηρεασμένη ίσως και από τη μητσοτακική πολιτική της καταγωγή. Ξεκίνησε την πολιτική της καριέρα εκείνη την περίοδο, εκλεγόμενη το 1986 στο δημοτικό συμβούλιο της Αθήνας με τον Μιλτιάδη Εβερτ (ως πρόταση του πρώην πρωθυπουργού όμως) και το 1990 στη Βουλή.

«Κύρια ευθύνη για τη χρεοκοπία, μετά τον Ανδρέα, έχει ο Κώστας Καραμανλής», συμπληρώνει η Γιάννα, ρίχνοντας ευθεία βολή στον πρώην πρωθυπουργό. Πέρα από τη διόγκωση του χρέους και των ελλειμμάτων την περίοδο 2004-2009, πιθανόν να μην του συγχωρεί την πλήρη απαξίωση της κληρονομιάς των Ολυμπιακών Αγώνων, που υπήρξε εκείνη την κρίσιμη πενταετία, και την εξαέρωση όλων των θετικών που άφησε η διοργάνωση.

Για τον κ. Σημίτη δείχνει μια αναγνώριση και σεβασμό στη συνεργασία τους. «Είχαμε και ένα κοινό, κρατούσαμε και οι δύο μπλοκάκια με σημειώσεις, δεν αφήναμε τίποτα στην τύχη». Ομολογεί ότι, παρά την αρχική του δυσπιστία, τελικά της έδωσε το ελεύθερο να χειριστεί τους Αγώνες, στηρίζοντάς τη σταθερά.

Την περίπτωση του κ. Γιώργου Παπανδρέου την προσπερνά με ευγενική και όσο γίνεται προσεκτική απαξίωση: «Δεν ήταν προετοιμασμένος, δεν ήξερε τι θα αντιμετώπιζε», λέει με μια διάθεση συγκατάβασης και ένα στυλ «τόσο ήξερε και μπορούσε ο άνθρωπος».

Με κάθε ευκαιρία δεν κρύβει την απογοήτευσή της για το πώς συμπεριφέρθηκαν πολλοί πρώην υπουργοί. Εξιστορεί δε την περίεργη υπόθεση με τη δωρεά εκατομμυρίων που έκανε η οικογένειά της για τους πυρόπληκτους της Ηλείας: «Επαιρνα συνέχεια τηλέφωνο τον Μολυβιάτη για να μάθω αν τα χρήματα αξιοποιήθηκαν. Στο τέλος τα έριξε στη γραφειοκρατία και φυσικά του απάντησα ότι ''μιλάτε στη Γιάννα Αγγελοπούλου που τα έβαλε με αυτή τη γραφειοκρατία και νίκησε''». Μάλλον με τους καραμανλικούς δεν κατάφερε να τα πάει ποτέ καλά.

Φούσκωσαν τα έργα των Αγώνων
Οσα χρόνια κι αν περάσουν η Γιάννα δεν μπορεί να χωνέψει το πώς εξελίχθηκε η υπόθεση με τους Αγώνες, μετά την ολοκλήρωσή τους το 2004. Τώρα πλέον δεν κρύβει την εκτίμησή της ότι οι προϋπολογισμοί των μεγάλων έργων, τα οποία από ελαφριές κατασκευές που προέβλεπε ο φάκελος της διεκδίκησης έγιναν φαραωνικές, πανάκριβες και δυσλειτουργικές εγκαταστάσεις, φούσκωσαν εξαιτίας εγκληματικών λαθών, τα οποία ίσως ήταν αποτέλεσμα και επιχειρηματικών πιέσεων.

Κλίντον, ο... Μπίλαρος
Το ενδιαφέρον της Γιάννας Αγγελοπούλου για την πολιτική γενικότερα αποδεικνύεται και από τη στενή επαφή που έχει αναπτύξει με την οικογένεια Κλίντον, συνεργαζόμενη με το ίδρυμα που διευθύνει ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ. Η οικειότητα με τον Μπιλ Κλίντον δεν κρύβεται. «Ο Μπίλαρος είναι φοβερή προσωπικότητα, τον σέβονται όλοι, είναι ο πιο αγαπητός πρώην πρόεδρος και έχει φοβερή επιρροή», λέει με χαρακτηριστική άνεση. Γνωρίζοντας τις ισορροπίες στην άλλοτε πρώτη αμερικανική οικογένεια, διατυπώνει και μια ενδιαφέρουσα εκτίμηση, όταν της ζητούν να μιλήσει για το σενάριο να είναι υποψήφια πρόεδρος η Χίλαρι: «Εξαρτάται τι θέλει ο Μπιλ», λέει αφοπλιστικά. Η Γιάννα αποκαλύπτει ότι ο Κλίντον με μεθοδικότητα προωθεί στην πρώτη γραμμή την κόρη του Τσέλσι, που εμφανίζεται ήδη πολύ δραστήρια. Η Γιάννα φαίνεται να σκέφτεται μια κοινή πρωτοβουλία με τους Κλίντον σχετικά με την Ελλάδα, αλλά ακόμη δεν υπάρχουν σχηματοποιημένα πράγματα.

Δεν γυρίζει στα ΜΜΕ
Οσο κι αν θέλει να παρακολουθεί και να συμμετέχει στη δημόσια ζωή η Γιάννα Αγγελοπούλου, το κεφάλαιο της επιχειρηματικής εμπλοκής της με τα μέσα ενημέρωσης έχει κλείσει οριστικά. Τουλάχιστον αυτό διαβεβαιώνει η ίδια όταν τη ρωτούν σχετικά. «Δεν θα ασχοληθώ ξανά», διαμηνύει και αναγνωρίζει ότι έκανε ένα «έντιμο λάθος», όταν αγόρασε πριν από χρόνια τον «Ελεύθερο Τύπο». «Θέλησα να βοηθήσω ένα παραδοσιακό Μέσο, ελπίζοντας ότι θα ανοίγαμε νέους δρόμους. Δεν μπορούσα, όμως, να ανταγωνιστώ άλλα Μέσα που είχαν συμφέροντα στη χώρα και κινούνταν αλλιώς», αναφέρει, διευκρινίζοντας ότι «δεν άφησα κανέναν απλήρωτο, αποζημιώθηκαν όλοι και με το παραπάνω».

Περιπέτειες γάμου και υγείας
Η Γιάννα δείχνει να περνά μια ήρεμη και ευτυχισμένη φάση με τον σύζυγό της Θόδωρο Αγγελόπουλο. Διασκεδάζει μάλιστα με τις φήμες που κυκλοφόρησαν προ ετών περί χωρισμού τους. «Ηταν σε μια δεξίωση που ο Θόδωρος έδειχνε στενοχωρημένος, κακόκεφος, συνοφρυωμένος και χωρίς όρεξη για κουβέντες επειδή ήμουν εγώ άρρωστη και το ερμήνευσαν ότι έχει πρόβλημα μαζί μου, ενώ ίσχυε το ακριβώς αντίθετο», λέει τώρα η Γιάννα, σε μια σπάνια εξομολόγηση για πτυχές της σχέσης τους.

«Εχουμε περάσει τόσα πολλά μαζί, που είμαστε απόλυτα δεμένοι», διαβεβαιώνει, σημειώνοντας ότι παίρνουν όλες τις αποφάσεις από κοινού και ότι στηρίζει ο ένας τον άλλον. «Τον πείραξε μόνο λίγο που παραιτήθηκα από βουλευτής, του άρεσε η εμπλοκή μου με την πολιτική», λέει και αποκαλύπτει άλλη μια στιγμή που εξέπληξε τον Θόδωρο: «Ηταν την περίοδο προετοιμασίας των Ολυμπιακών Αγώνων, όταν πήρα την απόφαση να επιστρέψει όλη η οικογένεια στην Αθήνα από το Λονδίνο, όπου ήταν η μόνιμη κατοικία μας, την ώρα που εγώ περνούσα όλο τον χρόνο μου στην Ελλάδα. Η κόρη μου τότε με συγκλόνισε ζητώντας μου να ενωθεί ξανά η οικογένεια. Επεκτείναμε το σπίτι που είχε μόνο ένα υπνοδωμάτιο με προκάτ κατασκευή για να προλάβουμε τα σχολεία, κάτι που δεν το περίμενε ούτε ο Θόδωρος».

Στον σύζυγό της χρωστάει το ότι κατάφερε να γυρίσει και να γνωρίσει τον κόσμο, αλλά του αναγνωρίζει κάτι πιο πολύτιμο: ότι έχει σαν δικό του παιδί την κόρη της Καρολίνα από τον πρώτο της γάμο. «Οταν μέναμε τα πρώτα χρόνια στο Λονδίνο, μας κάλεσε η ασφάλεια του κτιρίου και μας είπε ότι ένας... παρανοϊκός παίρνει συνεχώς τηλέφωνο, λέγοντας ότι είναι ο πατέρας της Καρολίνας. Κανείς δεν μπορούσε να αντιληφθεί ότι η Καρολίνα δεν είναι του Θόδωρου», λέει η Γιάννα και αποκαλύπτει με χιούμορ: «Εχω ξεκαθαρίσει στον Θόδωρο ότι μοναδικός λόγος διαζυγίου είναι τυχόν προσπάθειά του να χειραγωγήσει την άποψη των αγοριών μας. Αυτό δεν θα του το συγχωρήσω».

Μιλά με συγκίνηση για τις περιπέτειες με την υγεία τους, όταν ο Θόδωρος υπέστη καρδιακό και εκείνη δεν έφυγε λεπτό από κοντά του ή όταν η ίδια νοσηλεύτηκε με υπερκόπωση, μετά τους Αγώνες, αλλά και πιο πρόσφατα με τη μέση της και την επώδυνη επέμβαση στην οποία υποβλήθηκε. «Τώρα είμαι καλά και άρχισα ξανά το θαλάσσιο σκι», προσθέτει με καμάρι για το πείσμα της.

Η χειρότερη εμπειρία όμως στην οικογενειακή τους ζωή ήταν φυσικά η πολύχρονη δικαστική διαμάχη με τον αδελφό του Θόδωρου, Κωνσταντίνο, για τα περιουσιακά. Η πλήρης και οριστική δικαίωσή τους την κάνει μεν να νιώθει ανακουφισμένη, αλλά είναι εμφανής και μια αίσθηση πίκρας για όλα όσα έχουν συμβεί. Και κυρίως για το ότι τα ξαδέλφια, τα παιδιά δηλαδή του Θόδωρου και του Κωνσταντίνου, δεν έχουν την παραμικρή επαφή.

«Πέρσι είδε ο μικρός μας γιος τον ξάδερφό του στη Μύκονο, πήγε να του μιλήσει και εκείνος σκάλωσε... δεν άρθρωσε ούτε κουβέντα. Δεν έπρεπε να βάλουν και τα παιδιά στη μέση της διαμάχης», λέει με απογοήτευση η Γιάννα και δεν αποφεύγει να ρίξει φως στα οικογενειακά άδυτα: «Ο Κωνσταντίνος ήταν έτσι από την ώρα που γέννησα τον διάδοχο. Δεν περίμενε ότι ο Θόδωρος θα κάνει παιδί, τον είχαν ξεγράψει όλοι. Και είχε κάνει έτσι τους υπολογισμούς του για την περιουσία, όπως κατάλαβα μετά από τη συμπεριφορά του. Ακόμα θυμάμαι τον πατέρα του Θόδωρου, τον Παναγιώτη, με τον οποίο μοιάζαμε σαν χαρακτήρες, που καθόνταν στο δωμάτιο του μαιευτηρίου στενοχωρημένος γιατί ο Κωνσταντίνος δεν είχε έρθει ούτε για να ευχηθεί»!

«Μήπως ήρθε η ώρα να πάρετε τον Παναθηναϊκό, αφού εκείνοι έχουν τον μπασκετικό Ολυμπιακό», της επισήμανε με σκωπτική διάθεση, αλλά και με έναν κρυφό πόθο, δημοσιογράφος με πράσινα οπαδικά φρονήματα. Εκείνη χαμογέλασε αδιόρατα αποφεύγοντας το παραμικρό σχόλιο.

Δημοσιεύτηκε στο "Πρώτο Θέμα" στις 7/7/2014

Διαφωτισμός και νεωτερικότητα

Ο Διαφωτισμός ήταν ένα διανοητικό κίνημα με καταβολές στην Βρεταννία (Αγγλία και ιδίως Σκωτία). Έλαβε μαχητική μορφή και κυριάρχησε στην πνευματική ζωή της Γαλλίας κατά τον 18ο αιώνα. Από εκεί διαδόθηκε και στην υπόλοιπη Ευρώπη, συνοδεύοντας τις σεισμικές αναταράξεις που προκάλεσε η Γαλλική Επανάσταση και οι κατακτήσεις του Ναπολέοντα. Ο Διαφωτισμός σηματοδότησε την νεώτερη εποχή, απορρίπτοντας τις θεμελιώδεις παραδοχές του φεουδαλικού μεσαίωνα και διαμορφώνοντας τις καινούργιες γνωσιολογικές μεθόδους και αξιακές στάσεις που κρηπίδωσαν τον σημερινό πολιτισμό: ελευθερία της συνείδησης αντί για την παραδεδομένη αυθεντία, ισότητα αντί για την μεταφυσικά κατακυρωμένη ιεραρχία.

Οι ιδέες του Διαφωτισμού αντιμετώπισαν από την πρώτη στιγμή ισχυρούς αντιπάλους. Κατά την προεπαναστατική περίοδο στην Γαλλία ήταν η ασφυκτική λογοκρισία της δημόσιας ζωής και η κατασταλτική δύναμη της βασιλικής απολυταρχίας που έβαζαν τους πιο δύσκολους φραγμούς. Κατά την διάρκεια όμως και μετά την Επανάσταση αναπτύχθηκε και μια αξιόλογη διανοητική αντεπίθεση, με σχηματικά δύο αιχμές, μια συντηρητική και μια αντιδραστική. Σημαιοφόρος της συντηρητικής κριτικής των ιδεών του Διαφωτισμού υπήρξε ο Βρεταννός Έντμουντ Μπέρκ (Edmund Burke), ο οποίος επικαλούμενος την ιστορικότητα των θεσμών που είχε ανατρέψει η επανάσταση (εκκλησία και μοναρχία) τόνιζε ότι οι παραδόσεις και τα κοινά συναισθήματα είναι το συγκολλητικό του κοινού βίου, και ότι ο ψυχρός λόγος που επικαλείται μόνο την ιδιωτική ωφέλεια δεν είναι σε θέση να εμπνεύσει συλλογική δράση. Εκφραστής της αντιδραστικής τάσης ήταν ο Γάλλος Ζοζέφ ντε Μαίστρ (Joseph de Maistre), ο οποίος απέδιδε ένα θεοκρατικό θεμέλιο στην πολιτική κοινωνία, χωρίς το οποίο δεν μπορούσε κατ' αυτόν να υπάρξει ηθική υποταγή του ατόμου στην ολότητα, και ζητούσε την επιστροφή στην πνευματική και πολιτική τάξη που υπήρχε στην Γαλλία πριν από την επανάσταση.

Ο αντιδιαφωτισμός ήταν λοιπόν η σύνοψη όλων των πολιτικών και φιλοσοφικών αντιλήψεων που απέρριπταν την έννοια της προόδου και υπερασπίζονταν τα προνόμια των ιστορικά εδραιωμένων εξουσιών. Και σαν τέτοιος ήταν ανάθεμα για το ογκούμενο δημοκρατικό και σοσιαλιστικό κίνημα του 19ου αιώνα. Στην Γαλλία ιδίως καθ' όλην αυτήν την περίοδο, και ιδίως μετά το 1871, οι ιδέες του Διαφωτισμού υπήρξαν το λάβαρο του δημοκρατικού στρατοπέδου, των υπερασπιστών της κληρονομιάς του 1789, ενάντια στην «άλλη Γαλλία» των νοσταλγών του μοναρχικού δεσποτισμού και της κληρικοκρατίας.

Ο 20ος αιώνας σφραγίστηκε από αιματηρές καταρρεύσεις, που ρίζα τους είχαν την άρνηση ή την καταπάτηση της κληρονομιάς του Διαφωτισμού. Μέσα στο ιστορικό αυτό πλαίσιο η συζήτηση για την σημασία των ιδεών του στη διαμόρφωση του σύγχρονου κόσμου αναζωπυρώθηκε με ιδιαίτερη ένταση. Οι ολοκληρωτισμοί που πρωτοστάτησαν στο δολοφονικό όργιο του περασμένου αιώνα έκαναν χρήση τεχνολογικών μέσων για την ισοπέδωση της κοινωνίας και την εξόντωση εκείνων των τμημάτων της που δεν εντάσσονταν στον ολοκληρωτικό σχεδιασμό. Αυτό οδήγησε στην αμφισβήτηση και της ίδιας της διαφωτιστικής παρακαταθήκης, με δεδομένο ότι η ιδέα της επιστήμης ήταν ο ακρογωνιαίος της λίθος.

Η πρώτη ριπή σ' αυτήν την νέου τύπου αντιδιαφωτιστική ομοβροντία ρίχτηκε το 1931 με την δημοσίευση του έργου του Αμερικανού ιστορικού Carl Becker με τίτλο Η επουράνια πολιτεία των φιλοσόφων του 18ου αιώνα (The Heavenly City of the Eighteenth-Century Philosophers). Βασική θέση εδώ είναι ότι οι διαφωτιστές, παρ' όλο το μένος τους κατά της δεισιδαιμονίας και του κληρικαλισμού, στην πραγματικότητα ζητούσαν να πυργώσουν την δική τους ουτοπία στην θέση εκείνης του θεοκρατικού μεσαίωνα. Θεός τους τώρα ήταν ο Καθαρός Λόγος και οι ενοράσεις του, οι οποίες και αυτές έχτιζαν μιαν ιδεώδη πολιτεία στον ουρανό. Μια καινούργια πίστη, λοιπόν, ερχόταν να αντικαταστήσει την απαξιωμένη χριστιανική. Και από αυτήν την σκοπιά ο 18ος αιώνας μόνο στην ορολογία και την ρητορική διέφερε από τον 13ο.

Η θεωρητική αυτή επίκριση συνοδεύτηκε είκοσι περίπου χρόνια αργότερα από μιαν άλλη πολιτική, και ως εκ τούτου πολύ πιο εκρηκτική. Διατυπώθηκε το 1952 στο βιβλίο του Jacob Talmon με τίτλο The Origins of Totalitarian Democracy (Οι απαρχές της ολοκληρωτικής δημοκρατίας). Το έργο αυτό αποδίδει στον διαφωτισμό όχι την εννοιολογική θεμελίωση της φιλελεύθερης δημοκρατίας, αλλά αντίθετα τις αξιολογικές παραδοχές που οδήγησαν στον σύγχρονο ολοκληρωτισμό. Πρωταγωνιστής στην ερμηνεία αυτή είναι ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ, στην σκέψη του οποίου η κοινωνία της ισότητας που χτίζει το Κοινωνικό Συμβόλαιο προϋποθέτει την απεμπόληση από τον πολίτη της ατομικότητάς του και την ολοκληρωτική του υποταγή στα κελεύσματα μιας «γενικής βούλησης» που είναι αμάχητη. Μόνο έτσι μετουσιώνεται από κτητικό άτομο σε ηθικό υποκείμενο. Το διαβόητο σύνθημα ότι η δημοκρατική εξουσία έχει το δικαίωμα να μας «καταναγκάσει να γίνουμε ελεύθεροι» είναι κατά τον Talmon το υπόβαθρο κάθε ολοκληρωτικής ιδεολογίας. Η μαζική κινητοποίηση των πολιτών-στρατιωτών (levee en masse) κατά την Γαλλική Επανάσταση, αλλά κυρίως η τρομοκρατία του Ροβεσπιέρρου ήταν οι πολιτικές πραγματώσεις των ρουσσωικών προταγμάτων, και από αυτές παραδειγματίστηκαν οι ολοκληρωτισμοί του 20ου αιώνα. Το αντιδιαφωτιστικό επιχείρημα του Talmon υιοθετεί την ιδεολογική σκοπιά της φιλελεύθερης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, της οποίας πατρίδα θεωρεί την Βρεταννία και όχι την Γαλλία. Και από την οπτική αυτή υποβαθμίζει δραστικά τους Γάλλους στοχαστές όπως ο Βολταίρος και ο Μοντεσκιέ που είχαν ακριβώς την Βρεταννία ως πολιτικό τους πρότυπο.

Μια τρίτη απόρριψη του διαφωτιστικού ιδεώδους, αυτήν την φορά από μαρξίζουσα οπτική γωνία, ήταν η διαβόητη Διαλεκτική του Διαφωτισμού των Αντόρνο και Χόρκχάιμερ, η οποία είχε ευρύτατη απήχηση. Γραμμένη κατά την διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου στην Αμερική, και υπό την επήρεια του Ολοκαυτώματος, το έργο αυτό που δημοσιεύθηκε το 1944 απηχεί κυρίως την αδυναμία των συγγραφέων του να ενταχθούν στην αμερικανική πολιτιστική και κοινωνική ζωή. Βασική του ιδέα είναι ότι ο διαφωτισμός ορίζεται από την έννοια του «εργαλειακού λόγου», την τεχνοκρατική δηλ. διεύθυνση και ομογενοποίηση της κοινωνίας που ξερριζώνει κάθε διάθεση κριτικότητας. Από την σκοπιά αυτή και ο ναζισμός και ο σταλινισμός και ο «ύστερος καπιταλισμός» είναι απολήξεις του διαφωτισμού. Το έργο αυτό περιέχει μια οξεία ανάλυση της σύγχρονης «μαζικής κουλτούρας», που είναι και το μόνο τμήμα του που έχει πραγματική κοινωνιολογική αξία. Κατά τ' άλλα απουσιάζει εδώ η παραμικρή αναφορά, πολλώ δεν μάλλον διεξοδική ανάλυση της σκέψης των πρωτεργατών του διαφωτισμού.

Απέναντι στις αμφισβητήσεις αυτές υψώθηκε κατ' αρχήν η εμπνευσμένη υπεράσπιση του διαφωτιστικού ιδεώδους από τον Ernst Cassirer στο εμβληματικό έργο του Η φιλοσοφία του Διαφωτισμού που δημοσιεύθηκε το 1932. Μπροστά στην παλίρροια της ναζιστικής βίας, που απειλούσε να καταλύσει την δημοκρατία της Βαϊμάρης, θαρραλέος υπερασπιστής της οποίας υπήρξε, ο Κασσίρερ ανατρέχει στην έννοια της αυτόνομης συνείδησης, ιδίως στην επεξεργασία της από τον Καντ, που είναι το πολυτιμότερο κεκτημένο του Διαφωτισμού. Αυτήν θεωρεί και το ισχυρότερο έρεισμα του δημοκρατικού ανθρωπισμού απέναντι στην επερχόμενη βαρβαρότητα.

Στα ίχνη του Κασσίρερ περπατάει και ο πιο σημαντικός μελετητής του Διαφωτισμού μετά τον πόλεμο, ο Peter Gay, μετανάστης και αυτός στις Ηνωμένες Πολιτείες από την χιτλερική Γερμανία. Αφετηρία της ερμηνείας του, στο έργο Enlightenment: An Interpretation (Διαφωτισμός: μια ερμηνεία) του 1966, είναι η απόρριψη των θέσεων του Becker που κυριαρχούσαν λίγο πολύ στην Αμερικανική ακαδημαϊκή συζήτηση μέχρι τότε. Μέσα από μια εξονυχιστική ανάλυση των βασικών ιδεών και διανοητών του διαφωτιστικού κινήματος ο Gay δείχνει ότι δεν υπάρχει καμμία σχέση ανάμεσα στην μεσαιωνική θεολογία και τον επιστημονικό λόγο. Η κρίσιμη διαφορά έγκειται στην προϋπόθεση της κριτικότητας που διαποτίζει την διαφωτιστική αντίληψη της θεωρίας. Ο λόγος εδώ υπόκειται στον έλεγχο της αισθητηριακής εμπειρίας και δεν υπηρετεί προϋπάρχουσες κοσμοθεωρητικές δεσμεύσεις. Ο όρος «πίστη» στην επιστημονική έρευνα δεν έχει καμμία σχέση με το υπέρλογο, αλλά αναφέρεται στην αξιοπιστία των ευρημάτων της πειραματικής διαδικασίας. Συνεπώς ο Διαφωτισμός εξοβελίζει κάθε υπερφυσική αυθεντία από την σφαίρα του στοχασμού, αναδεικνύει την φυσικότητα του ανθρώπου και προκρίνει την πρακτική αυτεξουσιότητα της αυτόνομης συνείδησης. Ο Διαφωτισμός είναι ένας «νεωτερικός παγανισμός» και ο καθαρισμός αυτός της πολιτιστικής σφαίρας από κάθε θεοκρατική ποδηγέτηση είναι θεμελιώδης προϋπόθεση για την διεκδίκηση της πολιτικής ελευθερίας.

Οι θέσεις του Gay αποτέλεσαν σημείο αναφορά της σύγχρονης συζήτησης, δέχθηκαν όμως και διεξοδική κριτική γύρω από δύο κυρίως άξονες. Ο πρώτος είχε να κάνει με την Γαλλοκεντρική προσέγγιση του Gay, ο δεύτερος με τον ισχυρισμό του ότι ο διαφωτισμός έβαλε τα θεμέλια της σύγχρονης δημοκρατίας. Σημαντικές εστίες διαφωτιστικής σκέψης όμως υπήρχαν και σε άλλες χώρες, πρωτίστως στην Αγγλία και την Σκωτία, και η Βρεταννική κληρονομιά ήταν προϋπόθεση για την ανάπτυξη του Διαφωτισμού στην Γαλλία. Ο Βρεταννικός διαφωτισμός δεν ήταν ριζοσπαστικός και ανατρεπτικός, επειδή δεν στόχευε σε μια μελλοντική επανάσταση. Αντίθετα εδραζόταν ιστορικά σε μια επανάσταση που είχε ήδη λάβει χώρα, την Ένδοξη Επανάσταση του 1688, η οποία είχε θεμελιώσει ένα συνταγματικό καθεστώς περιορισμένης μοναρχίας το οποίο ερχόταν εκ των υστέρων να δικαιώσει θεωρητικά η πολιτική φιλοσοφία. Ο Αγγλικός συνταγματισμός ήταν και το πρότυπο των Γάλλων διαφωτιστών, όπως ο Βολταίρος και ο Μοντεσκιέ. Οι στοχαστές αυτοί δεν ζητούσαν με κανένα τρόπο την ανατροπή της μοναρχίας, αλλά την μεταρρύθμισή της και ήταν επικριτές της «δημοκρατίας» (republique). Ταυτόχρονα οι σχέσεις τους με τα καθεστώτα της «πεφωτισμένης απολυταρχίας» στην Πρωσσία και στην Ρωσία ήταν στενές. Το πολιτικό όμως μέλλον της Ευρώπης, σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή, ήταν οι δημοκρατικοί θεσμοί που ξεπήδησαν μέσα από την εμπειρία της Γαλλικής Επανάστασης. Αυτή, και όχι ο Διαφωτισμός, έθεσε το υπόβαθρο της νεωτερικής κοινωνίας. Όμως ούτε και οι επικριτές του Gay ήταν διατεθειμένοι τελικά να αρνηθούν ότι η κριτική του παλαιού καθεστώτος από τους διαφωτιστές συνέβαλε στην δυσφορία με τις καταπιεστικές του τακτικές, η οποία τροφοδότησε ιδεολογικά το πολιτικό κίνημα που απέφερε την επανάσταση. Η καταδίκη ιδίως του δεσποτισμού από τον Μοντεσκιέ ήταν αποφασιστική προς αυτήν την κατεύθυνση.

Η θέση όμως ότι ο Γαλλικός διαφωτισμός, που υπήρξε ένα «εξημερωμένο» ρεύμα κριτικής του σαλονιού από ανθρώπους που κυκλοφορούσαν άνετα στους διαδρόμους του παλαιού καθεστώτος, ήταν αντιπροσωπευτικός του Διαφωτισμού γενικά αμφισβητήθηκε κατηγορηματικά από τον πιο σημαντικό συνεχιστή του Gay, τον Jonathan Israel. Σύμφωνα με την ερμηνεία του Israel, ο Διαφωτισμός είχε πολύ ευρύτερη έκταση απ' ό,τι αφήνει να εννοηθεί η Γαλλοκεντρική ανάγνωσή του. Η Βρεττανία ήταν όντως η πηγή της μετριοπαθούς εκδοχής του που επηρέασε τους Γάλλος στοχαστές. Όμως στην Ολλανδία του τέλους του 17ου αιώνα αναπτύχθηκε μια εναλλακτική και άκρως πιο ριζοσπαστική θεώρηση, που πήγασε από την σκέψη του Μπαρούχ Σπινόζα. Ο Israel δείχνει ότι ο υπόρρητος αθεϊσμός και οι δημοκρατικές ιδέες του Σπινόζα είχαν πλατύτατη εμβέλεια. Στην ίδια την Γαλλία συνέτειναν στην ριζοσπαστικοποίηση του διαφωτιστικού επιχειρήματος όπως αυτή εμφαίνεται μέσα από την σκέψη του Ντενί Ντιντερό. Ο Israel συμφωνεί με την εκτίμηση του Gay ότι ο Διαφωτισμός είναι το θεμέλιο της νεωτερικότητας, ακριβώς όμως λόγω του δημοκρατικού ριζοσπαστισμού που αναβλύζει από το σπινοζικό ρεύμα.

Οι έρευνες του Israel συνέβαλαν στην διεύρυνση της ιστορικής οπτικής, ανιχνεύοντας διαφωτιστικές τάσεις και στην απομακρυσμένη περιφέρεια της Ευρώπης. Μέσα στο πλαίσιο αυτό πρέπει να αναφερθεί και η καθοριστική συμβολή του Π. Κιτρομηλίδη, το πολυσύνθετο έργο του οποίου έδωσε στον νεοελληνικό διαφωτισμό την κεντρική θέση που του αξίζει μέσα στο ευρύ ανανεωτικό κίνημα της Ευρωπαϊκής διανοητικής πρωτοπορίας.

2.
Προπομπός του Διαφωτισμού υπήρξε η Αναγέννηση, οποία έβαλε πάλι τον άνθρωπο ως φυσική οντότητα στο κέντρο του προβληματισμού της. Κοσμοϊστορική εφαρμογή του νέου αυτού ανθρωπισμού ήταν η νέα φυσική επιστήμη, που αποτίναξε την θεολογική αυθεντία και έβαλε ένα καινούργιο θεμέλιο στην γνώση. Από δω και πέρα πηγή της αλήθειας θεωρείται αποκλειστικά η εμπειρική παρατήρηση και η μαθηματική επεξεργασία των πειραματικών ευρημάτων: esperienze sensate και μαθηματικά μοντέλα, όπως το εκφράζει ο μέγας Γαλιλαίος. Στην ρήση του ότι «το βιβλίο της φύσης είναι γραμμένο στην γλώσσα των μαθηματικών» αντηχεί ξανά η πυθαγόρεια-πλατωνική αντίληψη για τον κόσμο, μια ιδέα που έπαιξε κρίσιμο ρόλο στην φιλοσοφική ανατροπή του μεσαιωνικού σχολαστικισμού και της αριστοτελικής τελολογικής αντίληψης για το φυσικό σύστημα. Η σύγκρουση του Γαλιλαίου με την Ρωμαιοκαθολική εκκλησία σηματοδοτεί την απαρχή της νεώτερης εποχής.

Ο πρώτος σημαδιακός φιλοσοφικός καρπός της νέας επιστήμης ήταν η γνωσιολογία του Καρτεσίου. Εδώ η μεθοδολογική αρχή της καθολικής αμφιβολίας (de omnibus dubitandum) θεμελιώνει τελικά ένα σύστημα διανοητικού ενορατισμού (intuitionismus) που πρότυπό του έχει την αξιωματική μέθοδο των μαθηματικών. Η ιδέα των «εμφύτων ιδεών» συνδυάζεται εδώ με την μηχανιστική περιγραφή του φυσικού συστήματος, η οποία επίσης εδράζεται σε ορθολογικά αξιώματα, όπως π.χ. ότι «η ύλη ταυτίζεται με την έκταση». Το φυσικό σύστημα του Καρτεσίου διαψεύσθηκε από την κοσμολογία του Νεύτωνα. Όμως ο σκεπτικισμός που εισηγείται η σκέψη του, αλλά κυρίως η εκρηκτική διακήρυξη του «σκέπτομαι άρα υπάρχω» (cogito ergo sum) τον τοποθετούν δικαιωματικά ανάμεσα στους προπάτορες του Διαφωτισμού.

Στην φιλοσοφία του Καρτεσίου και των οπαδών του πάντως επικρατεί τελικά ένας ορθολογικός δογματισμός, η πεποίθηση δηλ. ότι «ο γεωμετρικός τρόπος», όπως τον ονομάζει ο Σπινόζα, επιτρέπει την τέλεια γνώση των πάντων έως τις πρωταρχικές τους αιτίες (εδώ καταλέγεται ο Θεός). Η γνώση αυτή είναι δυνατόν να οργανωθεί με την μορφή ενός ολοκληρωμένου «συστήματος» που περιλαμβάνει τις πρώτες αρχές και όλες τις λογικές τους συνέπειες. Αυτό είναι και το περίφημο «συστηματικό πνεύμα» (esprit de système) που κυριαρχεί κατά τον 17ο αιώνα. Αυτήν ακριβώς την δογματική προκατάληψη διέλυσε η επιστημολογία του Νεύτωνα, ο οποίος είναι και ο πραγματικός θεμελιωτής του πνεύματος του Διαφωτισμού που επεκράτησε κατά τον 18ο αιώνα, στην Βρεταννία αλλά και στην Γαλλία.

Με τον Νεύτωνα ολοκληρώνεται η επανάσταση στην φυσική επιστήμη που άρχισε με τον Κοπέρνικο και τον Γαλιλαίο. Το κρίσιμο όμως εδώ είναι, από φιλοσοφικής σκοπιάς, ότι μαζί με την ολοκληρωμένη κοσμολογική θεωρία εκτίθενται με σαφήνεια και οι επιστημολογικές της προϋποθέσεις. Οι φυσικοί νόμοι, λέει ο Νεύτων, δεν είναι παρά «γενικεύσεις» (inductions) από το συλλεγέν παρατηρησιακό υλικό, οι οποίες στην συνέχεια επαληθεύονται πειραματικά, καθώς επιτρέπουν την εξήγηση όλο και περισσότερων φαινομένων αλλά και την πρόβλεψή τους. Οι φυσικοί νόμοι εξηγούν τα φαινόμενα και μόνο, και δεν στοχεύουν να διεισδύσουν στις «πρώτες αρχές» τους –όπως φιλοδοξούσαν οι μεγάλοι μεταφυσικοί του 17ου αιώνα. Σύμφωνα με την εμβληματική διακήρυξη του Νεύτωνα στην επιστήμη hypotheseis non fingo: δηλ. δεν επινοώ θεωρίες apriori, δεν διατυπώνω εξηγητικές υποθέσεις που δεν στηρίζονται στην παρατήρηση, μ' άλλα λόγια δεν χρησιμοποιώ την ορθολογική ενόραση.

Πάνω στα κεκτημένα της νευτώνειας επιστήμης ορθώθηκε το καθαυτό φιλοσοφικό οικοδόμημα του Διαφωτισμού, δηλαδή η ανάλυση της ανθρώπινης γνωστικής δύναμης από τον Τζών Λόκ και τον Νταίηβιντ Χιούμ. Το μέλημα που ενώνει τους δυο αυτούς πρωτεργάτες του επιστημονικού εμπειρισμού είναι ο καθορισμός των ορίων της ανθρώπινης διάνοιας. Και οι δυό απορρίπτουν την δογματική πρόφαση της απόλυτης γνώσης. Ο θεωρητικός νους δεν έχει από την φύση του την ικανότητα να εισχωρήσει στην ουσία των φυσικών πραγμάτων όπως είναι αυτά καθαυτά. Ό,τι γνωρίζουμε για τον κόσμο βασίζεται επάνω στις «εντυπώσεις» (impressions) που προκαλούν επάνω στα αισθητήρια όργανά μας τα όντα που προσπίπτουν σ' αυτά και τα ερεθίζουν. Μέσα από την συστηματική ταξινόμηση των εντυπώσεων αυτών σχηματίζουμε τις σχετικά σταθερές «ιδέες» (ideas) που σχηματίζουμε για τα πράγματα, ιδέες που συνενώνουν τις ουσιώδεις ιδιότητες του κάθε πράγματος όπως αυτές έχουν φανερωθεί μέσα από την συλλογική μας εμπειρία. Ο ανθρώπινος νους, λέει ο Λοκ, προτού αρχίσουν να γράφουν ούτως ειπείν επάνω του τα εξωτερικά αντικείμενα, είναι μια «άγραφη δέλτος» (tabula rasa). Οι «έμφυτες ιδέες» του Καρτεσίου είναι ένα συνεπώς ένα μύθευμα, που ενδεχομένως κολακεύει τον άνθρωπο εκτρέφει όμως την δογματική οίηση που βραχυκυκλώνει την κριτική σκέψη. Ο άνθρωπος μπορεί να γνωρίζει μόνο μέχρι εκεί που πηγαίνουν οι αισθήσεις του. Οτιδήποτε βρίσκεται εκτός του πεδίου της παρατήρησης δεν είναι δυνατόν να γίνει γνωστό. Αυτό όμως δεν πρέπει να μας απογοητεύει. Επειδή για όλους τους ζωτικούς μας στόχους η εμπειρία παρέχει ικανές γνώσεις για την πρακτική υπερπήδηση των εμποδίων και για την συνεχή βελτίωση των συνθηκών της ζωής μας. Η «βαθειά μεταφυσική», εκτός από αδύνατη, είναι συνεπώς και αχρείαστη και για την επιστήμη και για τον κοινωνικό βίο. Οτιδήποτε τεκμαίρεται από την εμπειρία είναι η πλέον πιθανή αλήθεια για τον υλικό, εξωτερικό κόσμο. Πάνω σ' αυτήν προσωρινά πατάμε για να επιβιώσουμε, μέχρις ότου η ίδια πάλι εμπειρία να την τροποποιήσει κ.ο.κ. επ' άπειρον.

Ο Χιούμ συντάσσεται πλήρως με την ως άνω εμπειρική ανάλυση της γνώσης. Η γνωσιοθεωρία του όμως την επεκτείνει τόσο δραστικά που αφαιρεί και το τελευταίο υπόβαθρο, πιθανολογικής και προσωρινής έστω, βεβαιότητας. Ο Λόκ πίστευε ότι η ποσοτική διάσταση των πραγμάτων, δηλ. τα μαθηματικώς μετρήσιμα χαρακτηριστικά τους (οι λεγόμενες «πρωτεύουσες ιδιότητες», primary qualities), πάνω στα οποία χτίζεται η επιστημονική γνώση, παρέχουν πρόσβαση στην «ουσία» των πραγμάτων. Αυτή παραμένει σταθερή στον χρόνο, όσο κι αν δεν γνωρίζουμε τον βαθύτερη, πρωταρχική αιτία που «συγκρατεί» αυτήν την συγκεκριμένη δέσμη γνωρισμάτων στο διηνεκές, και κάνει ένα πράγμα αυτό που είναι κι όχι άλλο. Ο Χιουμ έρχεται να διαλύσει και την τελευταίο αυτό ίζημα ορθολογικού δογματισμού που επεβίωνε στην εμπειριστική γνωσιολογία. Ακόμα και τα ποσοτικά χαρακτηριστικά των πραγμάτων δεν είναι παρά γενικεύσεις από την συνεχή παρατήρηση, και δεν μας λένε τίποτε άλλο από την συχνότητα με την οποία έχει παρατηρηθεί ο συγκεκριμένος όγκος και βάρος ενός μήλου, η φωτιά να καίει κτλ. Το ότι θεωρούμε αυτήν και όχι άλλη την «ουσία» ενός πράγματος δεν είναι τίποτε άλλο από μια υποκειμενική συνήθεια, μια συλλογική προσδοκία του είδους βασισμένη στην μνήμη, και δεν οφείλεται σε οποιαδήποτε πρόσβαση στην αντικειμενική του κατασκευή. Ακόμα και αυτή η κρίσιμη επιστημονικά κατηγορία της αιτιότητας δεν είναι τίποτε άλλο από μια συνήθεια που την στηρίζει μια υποκειμενική πεποίθηση και τίποτε άλλο. Η εμπειρική γενίκευση (induction) για να στηρίξει μια πρόβλεψη, βασίζεται στην προπαραδοχή ότι στο μέλλον η φύση θα λειτουργεί με τις ίδιες νομοτέλειες όπως στο παρελθόν. Αλλά για την πίστη αυτή δεν υπάρχει, και ούτε μπορεί ποτέ να υπάρξει, η παραμικρή εμπειρική επιβεβαίωση. Προφανώς στην καθημερινή ζωή (όταν «παύουμε να είμαστε φιλόσοφοι») στηριζόμαστε πάνω στις μνήμες μας από το χθες, και όταν σκεφτόμαστε το αύριο το φανταζόμαστε όπως το σήμερα. Όμως αυτό, από αυστηρή θεωρητική σκοπιά, είναι μια απλή εικασία που εναρμονίζεται με την ιδέα του κόσμου που μας είναι οικεία από το παρελθόν. Δεν έχει συνεπώς καμμιά σχέση με βέβαιη γνώση. Βεβαιότητα δεν υπάρχει όταν αναφερόμαστε στα φυσικά γεγονότα (matters of fact). Υπάρχει μόνο μέσα στο μυαλό μας όταν συνδυάζουμε ιδέες (relations of ideas) σύμφωνα με τους κανόνες της μαθηματικής λογικής. Αλλά τα μαθηματικά δεν αναφέρονται στην εμπειρική πραγματικότητα. Είναι απολύτως βέβαιο εκ των προτέρων ότι σήμερα ή βρέχει ή δεν βρέχει. Όμως λέγοντας αυτό δεν έχουμε την παραμικρή ιδέα για το τι καιρό κάνει σήμερα, τουτέστιν καμμιά απολύτως γνώση για την εμπειρική πραγματικότητα.

Από την συλλογιστική αυτή προκύπτει ένα ριζοσπαστικό συμπέρασμα: ότι ο επιστημονικός (και μαθηματικός λόγος) δεν είναι το ηγεμονικό στοιχείο στην ζωή. Ο λόγος δεν κυβερνάει, αλλά κυβερνάται από την βούληση. Η βούληση θέτει τους ζωτικούς στόχους για το άτομο και το είδος μέσα στο φυσικό περιβάλλον, και ο λόγος κινητοποιείται για να επιλέξει τα μέσα για την επίτευξη του βουλητικού τέλους. Από μόνος του ο λόγος είναι παντελώς ανίκανος να κινητοποιήσει για δράση. Είναι ένα (αποτελεσματικό) εργαλείο υποτεταγμένο σε άλλες κυρίαρχες ψυχικές δυνάμεις. Ο λόγος, λέει ο Χιουμ, είναι «δούλος των παθών».

Η άτεγκτη, λοιπόν, λογοκρατία του Διαφωτισμού που επικαλούνται οι εχθροί του, τότε και σήμερα, δεν είναι παρά ένα βολικό μύθευμα. Ο Διαφωτισμός δεν ταυτίζεται με την κυριαρχία του στεγνού και αφηρημένου Λόγου, με ένα δογματισμό που ξερριζώνει το συναίσθημα και αρνείται την δημιουργική φαντασία. Ο διαφωτιστικός εμπειρισμός, αντίθετα, όργωσε το έδαφος πάνω στο οποίο φύτρωσε αργότερα η ποιητική του ρωμαντισμού.

3.
Ο Διαφωτισμός έχει καταγραφεί στην πεπαιδευμένη κοινή γνώμη ως ένα κατ' εξοχήν Γαλλικό διανοητικό κίνημα. Και σ' αυτό έχουν συμβάλει ερμηνείες όπως του Κασσίρερ και του Γκαίυ οι οποίες τείνουν να υποβαθμίσουν τις Βρεταννικές του καταβολές. Όμως οι πρωτεργάτες του Διαφωτισμού στην Γαλλία είχαν τάξει στον εαυτό τους το καθήκον να μεταλαμπαδεύσουν στη χώρα τους τις Βρεταννικές επιστημονικές και γνωσιοθεωρητικές αντιλήψεις τις οποίες θεωρούσαν ως προϋπόθεση για την πολιτική ελευθερία που επικρατούσε στην άλλη όχθη της Μάγχης. Ο Βολταίρος, ο Νταλαμπέρ και ο Μοντεσκιέ ύψωναν ως πρότυπο την Αγγλική κοινοβουλευτική μοναρχία και την εκρηκτική άνθιση των επιστημών στη χώρα αυτή για να επικρίνουν τον δεσποτισμό του γαλλικού «παλαιού καθεστώτος» που κύριο χαρακτηριστικό του ήταν ο δραστικός περιορισμός της ελευθερίας του λόγου και της συνείδησης. Το χαρακτηριστικό βολταιρικό σύνθημα écrasez l'infâme («συντρίψτε, εξαλείψτε την ντροπή») στόχευε τον Ρωμαιοκαθολικό κλήρο και την στραγγαλιστική του κυριαρχία στην παιδεία και στην κοινωνική ζωή. Ο αγώνας του Βολταίρου για την δικαστική αποκατάσταση του Καλάς, ενός προτεστάντη που κάτω από την πίεση του θρησκόληπτου όχλου είχε εκτελεστεί στον τροχό μετά από φρικτά βασανιστήρια για φόνο τον οποίο δεν διέπραξε μόνο και μόνο επειδή ήταν προτεστάντης, παραμένει ένα από τα φωτεινότερα ορόσημα του αγώνα για την ελευθερία στην Ευρώπη. Ο Βολταίρος μαχόταν για να επικρατήσουν στην Γαλλία οι αρχές της θρησκευτικής ελευθερίας (της «ανοχής») που είχαν διακηρυχθεί από τον Τζών Λόκ και είχαν επικρατήσει στον αγγλικό δημόσιο βίο.

Ο Λόκ και ο Νεύτων, πράγματι, ήταν οι δάσκαλοι του Βολταίρου και η φιλοσοφική αποστολή που ανέλαβε ήταν η εκλαΐκευση και η διάδοση των ιδεών τους ανάμεσα στους συμπατριώτες τους. Προϋπόθεση γι' αυτό ήταν όχι μόνο η καταπολέμηση του εκκλησιαστικού σκοταδισμού, αλλά και εκείνου του πιο εκλεπτυσμένου μυστικισμού που εκπορευόταν από ένα μεγάλο όντως πνεύμα όπως ο Πασκάλ, ο οποίος ξεχώριζε τον μαθηματικό λογισμό (esprit géométrique) από την υπέρτερη πνευματική ενόραση (esprit de finesse) που μόνη φανερώνει τα έσχατα μυστήρια της ζωής. Η θεωρία των «εμφύτων ιδεών» του Καρτεσίου ήταν μια ορθολογικότερη εκδοχή ενός κατά βάσιν θεολογικού δόγματος περί του χωρισμού σώματος και ψυχής, το οποίο επίσης πολεμούσε αδιάλλακτα ο Βολταίρος. Ως αντίδοτο, λοιπόν, στην συνεχιζόμενη ολέθρια επιρροή της θεολογικής δεισιδαιμονίας στην φιλοσοφία ο Βολταίρος προέτασσε την «σοφή και μετριοπαθή» (sage et modeste) επιστημολογία του Λόκ. Ο σοφός αυτός, μας πληροφορεί, τόλμησε να γράψει την «ιστορία της ανθρώπινης ψυχής» ενώ όλοι οι προ αυτού φιλόσοφοι έγραφαν το «μυθιστόρημά» της:
Tant de raisonneurs ayant fait le roman de l'âme, un sage est venu qui en a fait modestement l'histoire.
Και η ιστορία αυτή βασιζόταν στην εύλογη εικασία ότι ο Θεός κάλλιστα θα μπορούσε να είχε πλάσει ένα κομμάτι ύλης με την εγγενή ιδιότητα του σκέπτεσθαι, μια ιδέα που σκανδάλισε όλους τους παραδοσιακούς θεολόγους. Παράλληλα, καταλήγει ο Βολταίρος, ένας άλλος Άγγλος σοφός κατέρριπτε το φυσικό σύστημα του Καρτεσίου, που κι αυτό όπως προείπαμε στηριζόταν στην «διανοητική ενόραση» αντί για την εμπειρία, και αυτός ήταν ο Νεύτων.

Το κείμενο που συμπυκνώνει την μεθοδολογία και την διανοητική στόχευση του Γαλλικού Διαφωτισμού είναι ο Προεισαγωγικός λόγος στην Εγκυκλοπαίδεια του Ντ' Αλαμπέρ. Και στην ευσύνοπτη αυτή έκθεση αποτυπώνεται αδρά η επιρροή της επιστημολογίας του Βρεταννικού εμπειρισμού και της νευτώνειας επιστήμης. Ο Ντ' Αλαμπέρ θεωρεί ότι έχει φθάσει η στιγμή για την ολοσχερή αναδιάταξη των νόμων της νόησης και της ζωής μετά από το μακρύ σκοτάδι του θεοκρατικού μεσαίωνα. Προϋπόθεση γι' αυτό είναι η αναγνώριση ότι πηγή όλων των γνώσεών μας είναι οι αισθήσεις. Κατατάσσει τα επιτεύγματα της διάνοιας σε τρείς μεγάλες κατηγορίες: α) στην ιστορία που πηγή της είναι η συσσωρευμένη παρατήρηση, ήτοι η μνήμη, β) στην φιλοσοφία ή επιστήμη, που απορρέει από την ορθολογική επεξεργασία των παρατηρησιακών δεδομένων και γ) στην τέχνη που στηρίζεται στον κατά βούλησιν συνδυασμό των παρατηρήσεών μας, ήτοι στην φαντασία όπως την είχε ορίσει ο Λόκ. Όσον αφορά στην επιστήμη, η γνώση παράγεται μέσα από την εμπειρική γενίκευση ή επαγωγή, και όχι στη βάση αυθαιρέτων υποθέσεων του νου:
«Επομένως τη φύση δεν μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα την γνωρίσουμε με ασαφείς και αυθαίρετες υποθέσεις, αλλά με τη στοχαστική μελέτη των φαινομένων, με την μεταξύ τους σύγκριση...»
Πρόκειται για την επαναβεβαίωση της μεθοδολογίας του Νεύτωνα μαζί με την συνακόλουθη απόρριψη της θεωρίας των εμφύτων ιδεών του Καρτεσίου. Η επιστήμη, λέει ο Ντ' Αλαμπέρ, είναι ασύμβατη με το « πνεύμα του συστήματος» που είχε κυριαρχήσει κατά τον 17ο αιώνα. Η φιλοσοφία πρέπει να ξαναθυμηθεί ότι δημιουργήθηκε όχι για ν' αρέσει, αλλά για να διδάσκει. Και αυτός είναι ο λόγος «για τον οποίο η έφεση προς τα συστήματα, που μάλλον κολακεύει τη φαντασία παρά φωτίζει τον ορθό λόγο, έχει σήμερα εντελώς σχεδόν εξοβελιστεί από τα καλά συγγράμματα».

Η επικράτηση των νέων αυτών διανοητικών προσεγγίσεων σηματοδοτεί την απελευθέρωση του Ευρωπαϊκού πνεύματος από τον μεσαιωνικό σχολαστικισμό. Στην πρωτοποριακή ιστορία του φωτισμού, δηλ. της πνευματικής προόδου, που σκιαγραφεί ο Ντ'Αλαμπέρ πρωτομάχος είναι «ο αθάνατος Καγκελλάριος της Αγγλίας Francis Bacon», ο κήρυκας της απελευθέρωσης του νου από την τυραννία των χωρίς νόημα λέξεων και της επιστροφής στην απροκατάληπτη μελέτη της φαινομένων, στην «φυσική ιστορία». Στον Καρτέσιο αναγνωρίζει την επιστημολογική αξία της αρχής της αμφιβολίας, που ανέτρεψε τον ζυγό «των προκαταλήψεων και της βαρβαρότητας». Του καταλογίζει όμως τελικά υπέκυψε στον ορθολογικό δογματισμό: «Μπορεί να κατέληξε να πιστεύει ότι μπορούσε να εξηγήσει τα πάντα, πάντως ξεκίνησε αμφιβάλλοντας για τα πάντα». Από τα τελευταία κατάλοιπα του μεσαιωνικού ενορατισμού στην επιστήμη μας απελευθέρωσε ο Νεύτων:
«Αυτή η μεγάλη διάνοια διαπίστωσε ότι είχε έρθει η ώρα να εξοβελιστούν από τη φυσική οι εικασίες και οι ασαφείς υποθέσεις.....κι ότι αυτή η επιστήμη έπρεπε να λειτουργεί αποκλειστικά με βάση τα πειράματα και την γεωμετρία....Ό,τι και να πούμε για να εγκωμιάσουμε αυτόν τον μεγάλο φιλόσοφο, θα είναι πολύ κατώτερο από την οικουμενική αποδοχή που απολαμβάνουν σήμερα οι σχεδόν αναρίθμητες ανακαλύψεις του και η ευρύτατη, ορθότατη και βαθύτατη διάνοιά του».

Η πιο κατηγορηματική και αδιάλλακτη όμως διακήρυξη του «τέλους των συστημάτων» στην φιλοσοφία είναι το άρθρο Εκλεκτικισμός στην Εγκυκλοπαίδεια που συνέγραψε ο στενός συνεργάτης του Ντ' Αλαμπέρ, ο Ντενί Ντιντερό. Στο κείμενο αυτό το πιο ριζοσπαστικό πνεύμα στην χορεία των Γάλλων φωτιστών του 18ου αιώνα επιμένει ότι κεντρικό καθήκον του νεωτερικού στοχασμού είναι η αποκαθήλωση των παλαιών φιλοσοφικών ειδώλων και η άρνηση κάθε ισχυρισμού απόλυτης αλήθειας με την οποία έχουν επενδυθεί από τους οπαδούς τους. Η ελεύθερη σκέψη επιλέγει κριτικά ό,τι διατηρεί ορθολογικό κύρος από τα παραδεδομένα συστήματα και συνδυάζει τα ψήγματα αυτά της αλήθειας με σκοπό και μόνο την ριζική ανακαίνιση της σημερινής κοινωνίας:
«Ο οπαδός μιας (φιλοσοφικής) αίρεσης (le sectaire) είναι ένας άνθρωπος που έχει αγκαλιάσει το δόγμα ενός φιλοσόφου. Ο εκλεκτικός αντίθετα είναι ένας άνθρωπος που δεν αναγνωρίζει
καμμιά δεσποτική αυθεντία (point de maitre)».

Η αναφορά στην «ιστορία», δηλ. στην εμπειρική μέθοδο των φυσικών επιστημών, που απαντάμε στον Βολταίρο και στον Ντ' Αλαμπέρ δεν είναι καθόλου τυχαία. Γιατί η εφαρμογή της στα κοινωνικά πράγματα απέφερε ακριβώς την αναβίωση της ιστορικής συνείδησης με την ειδικότερη έννοια, που κι αυτή είχε ταφεί κάτω από τα σκύβαλα των «ιερών αφηγήσεων» του μεσαίωνα. Η ανακάλυψη της ιστορικότητας είναι και αυτή ένα από τα επιτεύγματα του Διαφωτισμού. Κι αυτό διαψεύδει έναν άλλο ισχυρισμό των εχθρών του, ότι δήθεν ο Διαφωτισμός περιφρόνησε την ιστορική ρίζα των εννοιών, των αξιών και των θεσμών ανεγείροντας ένα υπερβατικό πρότυπο «καθαρού λόγου».

Στην πραγματικότητα μια φιλοσοφία της ιστορίας υπό την έποψη της προόδου είναι κι αυτή κληροδότημά του. Το Δοκίμιο περί των ηθών του Βολταίρου ήταν η πρώτη λαμπρή εκτέλεση αυτού του προγράμματος. Στον Λόγο του Ντ' Αλαμπέρ είδαμε επίσης μιαν ιστορική αναπαράσταση της κατίσχυσης της επιστημονικής σκέψης πάνω στην δεισιδαιμονία. Στο Σχεδιάγραμμα δύο λόγων για την οικουμενική ιστορία του Τυργκό διατυπώνεται για πρώτη φορά η διαλεκτική ιδέα ότι η πρόοδος των κοινωνικών μορφών δεν είναι μια γραμμική αναγκαιότητα, αλλά μία πάλη ανάμεσα στην πλάνη και τον κριτικό λόγο που περιλαμβάνει και τις αναπόφευκτες οπισθοδρομήσεις. Και το καθοδηγητικό πρότυπο που δεσπόζει πάνω από όλες αυτές τις διερευνήσεις είναι το σημαδιακό Δοκίμιο περί της ιστορίας της πολιτικής κοινωνίας του Άνταμ Φέργκιουσον που εκδόθηκε το 1767. Στο έργο αυτό ο μεγάλος Σκώτος διαφωτιστής αποδίδει την εξέλιξη των μορφών του παγκόσμιου πολιτισμού στην κοινή ανθρώπινη φύση, όπως αυτή φανερώνεται από την προσεκτική παρατήρηση και μόνο. Η εμπειρία δείχνει την «μεικτή προδιάθεση» (mixed disposition) της ανθρώπινης ψυχολογίας, την συνύπαρξη της εγωιστικής με την κοινωνική ροπή. Από την πάλη ανάμεσα στις έμφυτες αυτές τάσεις πηγάζουν όλα τα επιτεύγματα του πολιτισμού, όταν το διαφέρον της συνεργατικότητας υπερισχύει της αρπακτικής ιδιοτέλειας. Δεν υπάρχει καμμία αντίφαση ανάμεσα στην « φύση» και την «τέχνη», ανάμεσα στην φυσική κατάσταση και την πολιτική κοινωνία. Ο πολιτισμός είναι η εκδίπλωση εγγενών φυσικών ικανοτήτων. Την ιδέα αυτή θα ακολουθήσει και ο Άνταμ Σμιθ. Η φιλοσοφία του πολιτισμού του Φέργκιουσον άσκησε καταλυτική επιρροή στην σκέψη αργότερα του Χέγκελ.

Μέσα στο ρωμαλέο αυτό ρεύμα της ιστορικής κριτικότητας θα ξεχωρίσουμε όμως την συνεισφορά του Μοντεσκιέ. Το Πνεύμα των νόμων (1748) είναι ως γνωστόν μια βαθυστόχαστη ανάλυση της καταγωγής των πολιτικών μορφών από την «φύση» των πραγμάτων, δηλ. από το οικονομικό, κοινωνικό και γεωγραφικό υπόβαθρο της κάθε ανθρώπινης κοινωνίας. Η εγελιανή έννοια του «πνεύματος» προδιαγράφεται πάλι αδρά εδώ. Όμως ο ιστορισμός του Μοντεσκιέ έχει μιαν άλλη ριζοσπαστικότερη ίσως διάσταση: κατεδαφίζει τις προφάσεις ανωτερότητας ενός πολιτισμού απέναντι στους άλλους. Σε ένα έργο ορόσημο όπως οι Περσικές επιστολές (1721) ο Μοντεσκιέ τολμά να ανατάμει κριτικά την Γαλλική κοινωνία του καιρού του από την σκοπιά ενός μορφωμένου Πέρση ταξιδιώτη. Υπό το πρίσμα αυτό αναδεικνύονται οι παραλογισμοί μιας σαπισμένης απολυταρχίας που καταπατά την στοχαστική ελευθερία και υποδουλώνει τους ανθρώπους στην παρωχημένη παράδοση. Κι αυτό χωρίς να εξιδανικεύεται ο ανατολίτικος τρόπος. Όπως και στον Φέργκιουσον αναδεικνύεται εδώ ένας οικουμενικός ανθρωπισμός. Ευρωπαϊκές και μη ευρωπαϊκές κοινωνίες στέκονται δίπλα πλέον ως ίσος προς ίσον με τα προτερήματα και τα ελαττώματά της η κάθε μια, τα οποία προέρχονται από μια κοινή ανθρώπινη υπόσταση.

Στον φωτισμένο αυτό δρόμο της κριτικής παγκοσμιότητας θα ακολουθήσει και ο Ντιντερό με το έργο Παράρτημα στο ταξίδι του Μπουγκαινβίλ (1772) με την οξύτατη αντικληρικαλική αιχμή του. Εδώ περιγράφεται με τα μελανότερα χρώματα η αφύσικη (και υποκριτική) καταπίεση της σωματικότητας από την μεσαιωνική θεοκρατία και επαινείται ο αχαλίνωτος αισθησιασμός των μη ευρωπαϊκών κοινωνιών ως έκφραση στοιχειακής ελευθερίας. Υπό την έποψη αυτή διαφαίνεται τώρα η ιδέα ότι οι δήθεν πρωτόγονες κοινωνίες υπερέχουν των «πολιτισμένων». Την προσέγγιση αυτή θα κεφαλαιοποιήσει στο έπακρο ο Ρουσσώ, με το επιχείρημα ότι πολιτισμός δεν είναι οι εξωτερικοί τρόποι αλλά η εκφραστική ειλικρίνεια και η συναισθηματική αυθορμησία όπου οι λεγόμενοι «άγριοι» υπερέχουν αναφανδόν.

Αυτή η καταδίκη του ευρωκεντρισμού και το κήρυγμα για την ισότητα και την αδελφότητα των λαών είναι η κληρονομιά του Διαφωτισμού που παραμένει στις ημέρες μας επιτακτικότερη από ποτέ.

4.
Ο Γερμανικός Διαφωτισμός είναι μια ιδιαίτερη, και εξαιρετικά καινοτόμος, εκδοχή του γενικότερου ρεύματος που εξετάσαμε στα παραπάνω. Κορυφαίος εκπρόσωπός του θεωρείται ο Καντ, επειδή κατόρθωσε να συναρθρώσει σε ένα συνεκτικό θεωρητικό σχήμα την Βρεταννική και την Γαλλική παράδοση. Τους προσέθεσε όμως μιαν αιχμηρή απόληξη ενεργού αυτοσυνειδησίας, η οποία αν και δεν έλειπε, τουλάχιστον δεν είχε αποκτήσει την επιτακτικότητα που της προσδίδει ο σοφός της Καινιξβέργης. Σύμφωνα με την περίφημη ρήση του Καντ, ήταν ο Χιούμ που τον «ξύπνησε από τους δογματικούς ύπνους» του. Από τον μεγάλο Σκώτο έμαθε την ματαιότητα της «υπερβατικής» μεταφυσικής, του λόγου δηλ. που επιχειρεί να ξεπεράσει τα όρια της εμπειρίας. Η καντιανή επιστημολογία, η «κριτική θεωρία» όπως ο ίδιος την ονομάζει, συμμερίζεται απολύτως το μέλημα του Βρεταννικού εμπειρισμού, τουτέστιν να χαραχθούν τα όρια της γνώσης. Τα όρια αυτά είναι ακριβώς η εμπειρία: χωρίς εμπειρική αναφορά οι καθαρές έννοιες παραμένουν «κενές». Όμως σε αντιδιαστολή προς την επιστημολογία της tabula rasa, η ανθρώπινη διάνοια κατά τον Καντ δεν είναι παθητικός δέκτης εξωτερικών ερεθισμών, αλλά ενεργός διαμορφωτής της εμπειρίας. Εμπειρία παράγεται όταν η διάνοια εφαρμόζει στα περιεχόμενα που δέχεται εκ των έξω τους αντιληπτικούς και γνωστικούς τύπους που προϋπάρχουν μέσα της (είναι, δηλ. apriori): τις μορφές του χώρου και του χρόνου, και τις κατηγορίες της ουσίας και της αιτιότητας. Με τον τρόπο αυτό ο Καντ διασώζει την καθολικότητα και την αναγκαιότητα της (νευτώνειας) επιστήμης, την οποία ο σκεπτικισμός του Χιούμ είχε αναγάγει σε μια υποκειμενική έξη βασισμένη στην συλλογική μνήμη.

Ο Διαφωτισμός έτσι μετουσιώνεται στην Γερμανία σε ένα περίπλοκο και φιλόδοξο θεωρητικό οικοδόμημα που εξηγεί την ανθρώπινη αυτοσυνειδησία. Κι αυτή είναι μια κρίσιμη μετατόπιση πέρα από τα πρακτικά, πολιτικά μελήματα της Γαλλικής εκδοχής. Η μετακίνηση αυτή εξηγείται από το γεγονός ότι στο τέλος του 18ου αιώνα η Γερμανική διανόηση δουλεύει υπό την σκέπη μιας «πεφωτισμένης απολυταρχίας», του καθεστώτος του Φρειδερίκου του Μεγάλου, ενός φιλόσοφου-μονάρχη που δήλωνε ότι συμμερίζεται τα ιδεώδη του Διαφωτισμού. Η Πρωσσική αυτή εξουσία από την μια αναγνωρίζει το δικαίωμα των φιλοσόφων στην απεριόριστη κριτική χρήση του λόγου. Από την άλλη όμως προσδοκά από αυτούς την υπακοή στις πολιτικές της αποφάσεις, επειδή τους θεωρεί υπηρέτες του κράτους το οποίο εξασφαλίζει τις θεσμικές συνθήκες για τις θεωρητικές τους αναζητήσεις. «Ασκείτε όσο ριζοσπαστική κριτική επιθυμείτε, υπό την προϋπόθεση ότι θα υπακούετε»: αυτή ήταν η προμετωπίδα του φρειδερίκειου συστήματος.

Το παράδοξο τούτο σφραγίζει τα δύο διασημότερα δοκίμια για την έννοια του Διαφωτισμού που βγήκαν από την πέννα των δύο κορυφαίων εκπροσώπων της Γερμανικής εκδοχής του, του Μωυσή Μέντελσον και του Ιμμάνουελ Καντ. Ο Μέντελσον διαχωρίζει την «καλλιέργεια», με την έννοια της πρακτικής αξιοσύνης, από τον «διαφωτισμό» που είναι η συστηματική εμβάθυνση στα θεμελιώδη ζητήματα της ανθρώπινης υπόστασης και κοινωνίας. Η πρώτη αφορά όλους, στον δεύτερο ειδικεύονται κάποιοι με ιδιαίτερη κλίση. Διαχωρίζει επίσης τον άνθρωπο ως πολίτη, και τον άνθρωπο καθαυτό, δηλ. με αναφορά στην βαθύτερη ουσία του. Από τις εννοιολογήσεις αυτές προκύπτει η βασική δυνητική αντίφαση που διακρίνει: υπάρχει περίπτωση ο «διαφωτισμός», η ελεύθερη φιλοσοφική διερεύνηση, να παραγάγει συμπεράσματα που υπονομεύουν τις συλλογικές παραδοχές πάνω στις οποίες εδράζεται η κοινωνική συμβίωση. Στην περίπτωση αυτή είναι προτιμότερο να μείνουν άθικτες κάποιες «προλήψεις» για να προστατευθεί το αξιολογικό και θεσμικό πλαίσιο της κοινής ζωής. Η βασική «πρόληψη» που υπονοείται εδώ είναι η πίστη στον Θεό. Ήταν ένα θέμα για το οποίο οι Πρωσσικές αρχές είχαν επιδείξει άκρα ευαισθησία. Εν πάση περιπτώσει δεν υπάρχει, κατά τον Μέντελσον, κάποιο απόλυτο πρωτείο της φιλοσοφίας στον ανθρώπινο βίο. Η θεωρητική αναζήτηση πρέπει να ενταχθεί στο ευρύτερο φάσμα των σκοπών του κοινωνικού βίου και οι αξιώσεις να ελέγχονται πάντα από ευρύτερη σκοπιά.

Η ίδια αντίληψη διαποτίζει και το φημισμένο κείμενο του Καντ, με τον εμβληματικό ορισμό του διαφωτισμού ως έξοδο του ανθρώπου από την πνευματική κηδεμονία στην οποία ο ίδιος όμως έχει υποτάξει τον εαυτό του. Sapere aude: τόλμα να γνωρίζεις, τόλμα να σκέφτεσαι αυτόνομα υπό το φως του έμφυτου κριτικού λόγου και της ηθικής συνείδησης. Το σύνθημα είναι διεγερτικό, πολεμικό σχεδόν, κατά κάθε κατεστημένης διανοητικής εξουσίας, συνεχίζοντας έτσι τις καλύτερες παραδόσεις του κριτικού πνεύματος του αιώνα των φώτων. Η ανατρεπτική του αιχμή αμβλύνεται όμως μόλις έρχεται αντιμέτωπη με την ίδια αντίφαση που είχε διαγνώσει ο Μέντελσον. Έχει ο κριτικός στοχασμός δικαίωμα να αμφισβητήσει τις αποφάσεις της πολιτικής εξουσίας; Ο Καντ εισάγει εδώ τον διαχωρισμό ανάμεσα στην ιδιωτική και την δημόσια χρήση του λόγου. Ο στοχαστής ως τέτοιος είναι υποχρεωμένος να ακολουθήσει την πορεία του λογισμού του όπου κι αν αυτή οδηγήσει. Στην εκτέλεση όμως κάποιων καθηκόντων που του έχει αναθέσει η νόμιμη πολιτική εξουσία, και τα έχει αποδεχθεί, η διάνοιά του υπηρετεί το έργο που του έχει ανατεθεί και δεν δικαιούται να αμφισβητήσει τους στόχους που έχουν τεθεί εκ των άνω. Στο πλαίσιο αυτό η εξουσία δικαιούται ακόμη και να του απαγορεύσει την δημοσίευση των πορισμάτων των φιλοσοφικών του ερευνών, αν κρίνει ότι ενδέχεται να βλάψουν τους πολιτικούς στόχους της.

Προσοχή: η εξουσία δεν έχει το δικαίωμα να απαγορεύσει στον στοχαστή να διανοείται όσο ρηξικέλευθα και ανατρεπτικά αυτός επιλέγει, αλλά μόνο να του απαγορεύει την δημόσια ανακοίνωση των συμπερασμάτων του. Ο Καντ αποδέχεται τον περιορισμό αυτό, που κρίνει ότι δεν θίγει την αυτονομία του λόγου. Ήταν μια ρύθμιση η οποία επρόκειτο να θίξει και τον ίδιον όταν το Πρωσσικό υπουργείο παιδείας του απαγόρευσε να δημοσιεύει πραγματείες περί θρησκείας μετά την δημοσίευση του έργου Η θρησκεία εντός των ορίων του λόγου (1794), το οποίο εκρίθη ότι έβαλε κατά των δογμάτων της επίσημης προτεσταντικής εκκλησίας.

Ο συμβιβασμός ανάμεσα στη ελευθερία του φιλοσοφικού στοχασμού και των αξιώσεων της πολιτικής εξουσίας που επιχειρούν ο Μέντελσον και ο Καντ είναι βέβαια δυσχερής και τελικά βλαπτικός για την αυτονομία της συνείδησης. Το γραφειοκρατικό και στρατοκρατικό καθεστώς της Πρωσσίας, παρά τις διαφωτιστικές του προφάσεις, ήταν τελικά εχθρικό προς τις βλέψεις του φιλελευθερισμού που εξέφραζε ο Καντ υπό την επήρεια του Ρουσσώ και της Γαλλικής Επανάστασης. Η φίμωση του Καντ στο τέλος του 18ου αιώνα, στην οποία αναγκάστηκε να συναινέσει και ο ίδιος, προδιαγράφει της διαρκή αδυναμία των φιλελεύθερων δυνάμεων στην Γερμανία καθ' όλον τον επόμενο αιώνα, την ήττα των επαναστάσεων του 1848 και βέβαια στην μακρά προοπτική τις καταστροφικές εξελίξεις του 20ου. Οι δολοφονικοί ολοκληρωτισμοί του καιρού μας δεν ήταν εφαρμογές, αλλά ριζική άρνηση των αξιών του Διαφωτισμού.