Saturday, 27 April 2024

Λανθάνοντες μετεωρισμοί σε Ευρώπη και Ελλάδα

Στα τέλη του 20ού αιώνα υπήρξε η άποψη ότι η Δύση βρισκόταν ενώπιον μιας νέας χρυσής εποχής και ότι η «Ενωμένη Ευρώπη» της δεκαετίας του 1990 θα γινόταν η «παγκόσμια υπερδύναμη» του 21ου αιώνα.

Ομως, η ιστορία αποδείχθηκε διαφορετική – πάντως, όχι απρόβλεπτη. Η άποψη ήταν αρκετά αισιόδοξη... όπως και το μύθευμα της ισχυρής Ελλάδας της δεκαετίας του 2000. Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι η οικονομική ευημερία δεν σημαίνει κοινωνική ευημερία, ούτε παγκόσμια ισχύ με αποτέλεσμα, μετά το 2008, η Ευρώπη, η Δύση και η Ελλάδα, να βρίσκονται σε φάσεις εντεινόμενων μετεωρισμών.

Το πολιτικό συμπέρασμα αυτή τη στιγμή είναι κοινότοπο, αλλά αξίζει να επαναληφθεί. Η ελίτ των Βρυξελλών φαντάζεται ότι ενσαρκώνει την ομοιόμορφη βούληση ενός μυθικού όλου «λαών» μέσω των ευρωπαϊκών θεσμών. Χορηγεί πιστωτικές βοήθειες ως τρόπο εξουσίας δίχως να βλέπει τη δημοκρατία ως επιθυμητό τέλος.

Ανεξάρτητα από την εκλογή του κεντροαριστερού υπουργού Οικονομικών της Πορτογαλίας Μάριο Σεντένο στην προεδρία του Εurogroup (με αδιαμφισβήτητη σύμπνοια του Νότου της ευρωζώνης), η Ευρώπη συνεχίζει να εκφράζει τον τύπο του καπιταλισμού που θέλει να είναι ελεύθερος από όλους τους πιθανούς κοινωνικοπολιτικούς περιορισμούς, αυτονομημένος και αδιάφορος ως προς τη δημοκρατία, την ευημερία και την κοινωνική σταθερότητα.

Τα παραπάνω –δημοκρατία, ευημερία και συνοχή– εκφράστηκαν κατά τη μεταπολεμική περίοδο στην Ευρώπη από το δημοκρατικό κοινωνικό κράτος στο εσωτερικό της κάθε χώρας, από την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση στο περιφερειακό επίπεδο και από μια ισορροπία –έστω ψυχροπολεμική– στο διεθνές επίπεδο. Σήμερα όλα αυτά έχουν καταρρεύσει.

Αντίθετα, αυτό που αποκαλύφθηκε μετά το 2008 ήταν η μεταδημοκρατία, ο τεχνοκρατικός χαρακτήρας της Ε.Ε., το δημοκρατικό έλλειμμα και η αδυναμία της να αντιμετωπίσει τις πολλαπλές κρίσεις. Από το Λονδίνο μέχρι τη Βαρσοβία, από το Παρίσι μέχρι τη Βιέννη, από το Βερολίνο μέχρι την Αθήνα ή τη Ρώμη, ανέκυψαν περιφερειακές διαφορές και διαφορετικής ποιότητας φυγόκεντρες εντάσεις.

Είναι διαφορετικά τα πολιτικά και κοινωνικά αίτια που οδήγησαν στο Brexit και διαφορετικές οι συνέπειες της κρίσης χρέους στην Αθήνα και τη Ρώμη. Αλλά η απώλεια της εθνικής κυριαρχίας –αισθητή στην Αθήνα, τη Ρώμη, τη Λισαβόνα ή τη Μαδρίτη– όταν συμβαδίζει με την αδυναμία της Ε.Ε. να ελέγξει τον πολιτικό αυταρχισμό της Πολωνίας ή της Ουγγαρίας, εγείρει ερωτήματα ως προς την εκπλήρωση των πρωταρχικών και βασικότερων λειτουργιών της: ευημερία, συνοχή, ελευθερία, δημοκρατία.

Η απεικόνιση της μεγάλης κοινωνίας ως «κατακερματισμένης ηπείρου» όπου το ζήτημα έχει να κάνει όχι με την ένωση και τα πλεονεκτήματά της, αλλά με τον διαχωρισμό μεταναστών και ντόπιων, νικητών και χαμένων της παγκοσμιοποίησης, νέων και ηλικιωμένων, πλούσιων και φτωχών, Βορρά και Νότου, τροφοδοτεί αντιπαλότητες, καχυποψίες, εθνικισμούς. Φέρνει την άνοδο ακροδεξιών και νεοφασιστικών μορφωμάτων σε κλίμακα ανάλογη με αυτή του Μεσοπολέμου – για πρώτη φορά μετά τον πόλεμο και στη Γερμανία.

Τι πήγε στραβά; Οταν η οικονομική κρίση του 2008 έπληξε την Ευρώπη, πολλοί αναλυτές είδαν την Ε.Ε. ως υπερεθνικό θεσμό σε διαρκή κρίση. Βέβαια, οι διαρθρωτικές αδυναμίες της Ε.Ε. δεν δημιουργήθηκαν το 2008. Απλώς, η οικονομική κρίση τις κατέστησε κατάφωρα προφανείς.

Σε αντίθεση με άλλες οικονομίες (π.χ. ΗΠΑ), που επίσης επλήγησαν από την ύφεση, οι χώρες της ευρωζώνης βρέθηκαν παγιδευμένες σε μια νομισματική ένωση που δεν ήταν σε θέση να αντιδράσει σε εξωτερικούς κραδασμούς, ούτε να λύσει εσωτερικά προβλήματα στο μέτρο που απουσίαζε μια κοινή δημοσιονομική πολιτική.

Αυτό το προφανές έλλειμμα στον σχεδιασμό του ευρώ δεν έχει αντιμετωπιστεί και –για τους περισσότερους– είναι απίστευτο που ακόμα και σήμερα δεν έχει αντιμετωπιστεί και διορθωθεί. Μέχρι τώρα, κάθε ανάλογη σκέψη εμποδιζόταν από τη φρίκη που εκφράζει η γερμανική πλευρά σε κάθε ενδεχόμενο μεταφοράς πόρων που θα χρηματοδοτείται από τον Γερμανό φορολογούμενο ή μιας πιθανής ένωσης «μεταβίβασης πόρων» – πράγμα απολύτως ψευδές.

Πριν από τις εκλογικές αναμετρήσεις του 2016 και του 2017, εντός και εκτός Γερμανίας, έχουν γίνει συζητήσεις για τη διευθέτηση μιας κρισιακής εστίας: του ελληνικού χρέους, ώστε να δοθεί στην ελληνική οικονομία η δυνατότητα να αναπνεύσει και να τερματιστεί μια λάθος πλευρά της Ευρώπης.

Η ευρωπαϊκή λιτότητα σε κατάσταση ύφεσης δοκίμασε μαζί με την πολιτική οικονομία, τη δημοκρατία, το ευρωπαϊκό κεκτημένο αλλά και την ανεκτικότητα των λαών σε ιδεοληπτικές μεταρρυθμίσεις και προσαρμογές πέρα από τα όριά τους.

Στη σημερινή ατζέντα, υπάρχει ένας αισιόδοξος μετεωρισμός. Το ελληνικό πρόβλημα βγαίνει σταδιακά από το κάδρο της Ε.Ε. Αισιοδοξία ναι. Ομως, με προϋποθέσεις. Αν κάτι πάει στραβά στην Ελλάδα ή στις διεθνείς αγορές, η χώρα ίσως να χρειαστεί ένα ακόμα πακέτο οικονομικής βοήθειας ή ένα επιπλέον πρόγραμμα προσαρμογής.

Αλλά για πολλοστή φορά, η λάθος πλευρά θα αναγνωρίσει το σφάλμα κατόπιν εορτής, δίχως πολιτικό χρόνο. «To μέλλον θα έχει πολλή ακαταστασία», έλεγε ένας στίχος της Φρίντας Λιάππα. Θα πρέπει να το δει σοβαρά η ελληνική πλευρά...

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 10/12/2017.

Ημέρες για το 2018

Κοιτάζοντας πίσω, τον 20ό αιώνα, μπορεί κάποιος να αισθανθεί τα συναισθήματα του Τσαρλς Ντίκενς όταν αποτιμούσε το αιματηρό τέλος του 18ου αιώνα στην «Ιστορία δύο πόλεων». Ο Ντίκενς ξεκινούσε με τα ακόλουθα: «Ηταν τα καλύτερα αλλά και τα χειρότερα χρόνια, ήταν η εποχή της σοφίας, ήταν η εποχή της απρονοησίας, ήταν η περίοδος της πίστης, η περίοδος της δυσπιστίας, ήταν η εποχή του Φωτός, ήταν η εποχή του Σκότους, ήταν η άνοιξη της ελπίδας, ήταν ο χειμώνας της απελπισίας...».

Το μακρινό 1918 η Ευρώπη μετρούσε πληγές του Α' Παγκοσμίου. Τα θύματα έφταναν περί τα 9 εκατομμύρια στρατιώτες∙ μαζί με τους άμαχους ξεπερνούσαν τα 20 εκατομμύρια. Αρκετά από όλα όσα συνέβησαν στο χάραμα του 20ού είχαν ήδη εκδηλωθεί στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Η κυριαρχία του καπιταλισμού laissez-faire, η Β' βιομηχανική επανάσταση, η Μπελ Επόκ, αλλά και οι περιφερειακές εξεγέρσεις, οι εθνικιστικές και κοινωνικές συγκρούσεις, ο εξτρεμισμός, ο πρωτο-φασισμός, η κομμουνιστική ιδεολογία γεννήθηκαν σ' εκείνη τη φάση.

Πάντως, το 1918, η πανίσχυρη Ευρώπη έβγαινε καταχρεωμένη, με τη συνολική παραγωγή της στο μισό (σε σχέση με τα προπολεμικά επίπεδα), με κλονισμένη τη δημοσιονομική κατάσταση των κρατών της, ανοίγοντας τον δρόμο, κυρίως, στις ΗΠΑ ή στη νεοανερχόμενη τότε Ιαπωνία.

Το 1914, κανείς δεν προέβλεπε ότι θα κατέρρεαν τέσσερις ισχυρές αυτοκρατορίες∙ ότι θ' άλλαζε ο χάρτης της Ευρώπης. Οπως σημείωνε ο Xομπσμπάουμ, ακόμα και τον Ιούλιο του 1914, όταν η Αυστρία ήταν σε πόλεμο με τη Σερβία, οι σοσιαλιστές ηγέτες νόμιζαν ότι δεν θα γινόταν πόλεμος και ότι σίγουρα θα βρισκόταν κάποια ειρηνική λύση στην κρίση. «Εγώ προσωπικά», δήλωνε στις 29 Ιουλίου ο Bίκτορ Αντλερ, ο σημαντικότερος Αυστριακός μαρξιστής, «δεν πιστεύω ότι θα γίνει ένας γενικευμένος πόλεμος». Λίγες μέρες μετά, οι Μεγάλες Δυνάμεις έριχναν στον πόλεμο 19 εκατομμύρια στρατιώτες.

Ποιες θα είναι οι ημέρες για το 2018; Ο,τι μας κληροδότησε το τέλος του 20ού αιώνα. Η παγκοσμιοποίηση, η απορρύθμιση, ο καπιταλισμός-καζίνο και η τραπεζική κερδοσκοπία προκάλεσαν οδυνηρές αντιδράσεις το 2007-08, με τη σοβαρότερη Μεγάλη Υφεση να συνεχίζεται σήμερα στην κουρασμένη Ευρώπη.

Θα θυμόμαστε το 2017 ως χαμένη χρονιά με αντιφάσεις, με επιτάχυνση της άνεργης ανάπτυξης, πολιτικό κατακερματισμό, πόλωση και ένταση, τόσο σε εγχώριο όσο και σε διεθνές επίπεδο. Οι προκλήσεις για τον ευρωπαϊκό Νότο και ειδικότερα οι κίνδυνοι για την Ελλάδα θα συνεχιστούν. Μακροπρόθεσμα, οι οικονομικές θα επηρεαστούν από τις φυγόκεντρες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που οι αγορές θέλουν να αγνοούν.

Τι βλέπουν οι αγορές; Το βουνό του παγκόσμιου χρέους (περί τα 215 τρισεκατομμύρια δολάρια) που αυξάνει τους κινδύνους αποσταθεροποίησης του συστήματος. Το Ηνωμένο Βασίλειο αντιμετωπίζει το Brexit που επηρεάζει την Ευρώπη. Η Καταλονία επηρεάζει την Ιβηρική και την Ευρώπη. Η κλονισμένη καγκελάριος Μέρκελ αγωνίζεται να σφυρηλατήσει μια κυβέρνηση συνασπισμού με τους επίσης σοβαρά ασθενείς σοσιαλδημοκράτες.

Ο Μακρόν, αμφισβητούμενος στο εσωτερικό, περιμένει τη Γερμανία για μια επείγουσα μεταρρύθμιση της Ευρώπης που, όπως μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, έχει ανάγκη τον γαλλογερμανικό άξονα.

Η απομάκρυνση του Τραμπ από τα ευρωπαϊκά και η επαναδιαπραγμάτευση, υποτίθεται, ευνοϊκότερων όρων για το «Πρώτα η Αμερική» έχουν ήδη βγάλει τις ΗΠΑ από τον ρόλο ρυθμιστή των κανόνων για τη «δίκαιη διαχείριση» της παγκόσμιας αλληλεξάρτησης και προοικονομούν την εποχή της Κίνας και τη μετατόπιση της διεθνούς επιρροής από τη Δύση προς την Ανατολή.

Με ασθενή Ευρώπη, χωρίς αιφνίδιες αλλαγές στο πρότυπο απασχόλησης, εισοδήματος, πολιτικής και κοινωνικής πόλωσης, κυρίως στις αναπτυγμένες χώρες, χωρίς ευδιάκριτες αλλαγές στον ορίζοντα.

Ο οικονομολόγος Νουριέλ Ρουμπινί, σε πρόσφατο άρθρο με τίτλο «Three Scenarios for the Global Economy», δίνει ένα αισιόδοξο και ένα απαισιόδοξο σενάριο για τις τέσσερις μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου (Κίνα, ευρωζώνη, Ιαπωνία, ΗΠΑ). Εάν εφαρμόσουν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, θα ενισχυθεί η δυνητική ανάπτυξη.

Εάν όχι, η ευρωζώνη λ.χ. θα αποτύχει στην ολοκλήρωσή της και οι πολιτικές λιτότητας θα εμποδίσουν τις εθνικές πολιτικές να εφαρμόσουν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα ενισχύουν την ανάπτυξη.

Το τρίτο, πιθανότερο σενάριο, προβλέπει «μια ασταθή ανισορροπία, ευάλωτη στις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές διαταραχές. Οταν προκύψουν τέτοιες διαταραχές, η οικονομία θα επιβραδυνθεί ή, εάν ο κλονισμός είναι μεγάλος, προβλέπεται ακόμη και ύφεση και οικονομική κρίση».

Βέβαια, όλα είναι εικασίες. Η κουβέντα θα πρέπει να γίνει πάνω στη διεθνή ασυναρτησία. Είτε θα επινοηθούν καλύτερες μεσοπρόθεσμες προοπτικές είτε θα προκύψουν μακροπρόθεσμα κίνδυνοι στο παγκόσμιο χωριό.

Λοιπόν, ας ετοιμαζόμαστε να υποδεχτούμε το 2018 ως κανονική, αισιόδοξη χρονιά – με όλες τις ανισορροπίες που περιέγραψε ο Ντίκενς πριν από ενάμιση αιώνα ή ο Ρουμπινί πριν από μερικές μέρες. Ή, όπως έγραφε ο Ρεμάρκ στο «Ουδέν νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο»: «...Τώρα είμαστε σχεδόν ικανοποιημένοι. Όλα είναι μια συνήθεια. Ακόμα και τα χαρακώματα». Αλλά αυτό απέχει πολύ από το να είναι χαρμόσυνο.

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" την 1/12/2017. 

Ολοταχώς προς αύξηση της θερμοκρασίας κατά 3 βαθμούς

Χρειάζεται τριπλάσια μείωση των εκπομπών απ' αυτή που έχουν συμφωνήσει να πραγματοποιήσουν οι χώρες μέλη της Συμφωνίας για το Κλίμα για να μην περάσει το ανεκτό κατώφλι των 2 °C η άνοδος της θερμοκρασίας του πλανήτη σύμφωνα με μελέτη που δημοσίευσε το Πρόγραμμα Περιβάλλοντος των Ηνωμένων Εθνών στη φετινή Συνόδου για το Κλίμα που έγινε στη Βόννη της Γερμανίας 6-17 Νοεμβρίου.

'Τα δύο βασικά αποτελέσματα της Συνάντησης ήταν μια δέσμη οδηγιών για την υλοποίηση της Συμφωνίας του Παρισιού, καθώς και ο διάλογος για τον τρόπο καταμέτρησης και καθορισμού των σημερινών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Είναι και τα δύο κρίσιμα διότι η Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα αποφάσισε μεν πολλά πράγματα αλλά δεν ανέλυσε ποιος θα κάνει τί, πότε και πως', λέει ο κ Ψύχας, Τμηματάρχης στο Τμήμα Κλιματικής Αλλαγής του ΥΠΕΚΑ και μέλος της Ελληνικής αντιπροσωπείας στη Βόννη. 'Όπως επισημαίνει βέβαια ο κ Ψύχας 'δεν έχουν παρθεί τελικές αποφάσεις στη Συνάντηση και η συζήτηση θα ολοκληρωθεί στις επόμενες δύο ετήσιες Συναντήσεις για το Κλίμα πριν δηλαδή τεθεί σε εφαρμογή η Συμφωνία του Παρισιού το 2020'.

Υπενθυμίζεται ότι στη Σύνοδο του Παρισιού που υπέγραψαν 200 χώρες το 2015 καθορίστηκε το ανεκτό κατώφλι της ανόδου της θερμοκρασίας στους 2 °C και κατά το δυνατόν χαμηλότερα στους 1,5 °C. 'Αυτό δεν σημαίνει ότι ακόμη κι αν παραμείνουμε στο κατώφλι των 2 °C ή 1,5 °C δεν θα καταγραφούν μεγάλες καταστροφές. Ο καταστροφές που θα σημειωθούν όμως με αύξηση της θερμοκρασίας πάνω από 2 θα είναι πολύ σημαντικότερες' διευκρινίζει ο κ Ψύχας.

Πολλές από τις ισχυρές οικονομίες του πλανήτη έχουν εντωμεταξύ εντατικοποιήσει τις προσπάθειές τους για το μετριασμό της κλιματικής αλλαγής, όμως η καλύτερη γνώση του θέματος έχει ανεβάσει τις εκτιμήσεις για την μείωση των εκπομπών. 'Η σταθεροποίηση των επιπέδων των αερίων του θερμοκηπίου που παρατηρείται την περασμένη τριετία είναι θετική αλλά φαίνεται πως δεν αρκεί για να αποφύγουμε μια άνοδο της θερμοκρασίας κατά 3. Επιπλέον αυτή η επιτυχία είναι πιθανό να ανατραπεί από την επιτάχυνση της παγκόσμιας οικονομίας', επισημαίνει ο ίδιος.

Για την Ελλάδα ειδικότερα οι εκτιμήσεις των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής στην οικονομία ανέρχονται σε δεκάδες εκατομμύρια. Σύμφωνα με μελέτη που εκπόνησε η Τράπεζα της Ελλάδας (ΤτΕ) τα μέτρα προσαρμογής στην άνοδο της θερμοκρασίας κατά την περίοδο 2025-2050 μπορεί να αντιστοιχούν στο 1,5% του ΑΕΠ, την περίοδο 2051-2070, σε 0,9% του ΑΕΠ και μετά το 2070 σε 0,1% του ΑΕΠ. Σωρευτικά, η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή μπορεί να στοιχίσει στην ελληνική οικονομία (μέχρι το 2100) €123 δισεκ. (τιμές 2008). 'Πρόκειται για μια χώρα με εξαιρετικά μεγάλο μήκος ακτογραμμής, περίπου 16.300 χλμ. εκ των οποίων περίπου τα 1.000 χλμ. αποτελούν περιοχές υψηλής ευπάθειας στην κλιματική αλλαγή. Η ευπάθεια των Ελληνικών ακτών έγκειται στον κίνδυνο ανόδου της μέσης στάθμης της θάλασσας στη χώρα μας, η οποία εκτιμάται ότι θα κυμανθεί μέχρι το 2100 μεταξύ 0,2 και 2 μέτρων' επισημαίνει ο κ Ψύχας. Περίπου το 20% της ακτογραμμής αποτελείται από ακτές με μέτρια έως υψηλή ευπάθεια στις εκτιμώμενες εξελίξεις σύμφωνα με τις αναλύσεις της Τράπεζας.

Πόσο μεγάλη είναι λοιπόν η ψαλίδα ανάμεσα στις σημερινές δεσμεύσεις και στις απαιτούμενες μειώσεις εκπομπών για να αποτραπεί ο κίνδυνος θέρμανσης του πλανήτη πάνω από 2 °C ή 1,5 °C; Για να μείνουμε στο όριο των 2 °C βαθμών σύμφωνα με τις αναλύσεις των επιστημόνων της μελέτης του ΟΗΕ η μείωση των εκπομπών πρέπει να προσεγγίσει τους 11-13 Gt δηλαδή ενώ αντίστοιχα για τον στόχο των 1,5 °C βαθμών η μείωση πρέπει να στα 16-19 Gt αναφορικά με τους σημερινούς στόχους, δηλαδή 27% και 38% επί των συνολικών εκπομπών αντίστοιχα.

Όσον αφορά στην Ελλάδα, η χώρα 'θα πετύχει και μάλιστα θα υπερκαλύψει τους στόχους της μείωσης των εκπομπών που έχουν τεθεί ως το 2020. Στις μειώσεις των εκπομπών ρόλο έχει παίξει βέβαια και η κρίση που έχει οδηγήσει σε ελάττωση των βιομηχανικών ρύπων και των εκπομπών από μετακινήσεις', αναφέρει ο κ Ψύχας.

Το οικονομικό ζήτημα 'αγκάθι' της Συνόδου

Αντίθετα με τη γενική εντύπωση αισιοδοξίας που χαρακτήρισε τις διαπραγματεύσεις διαφωνίες σημειώθηκαν για άλλη μια φορά στις συζητήσεις γύρω από το οικονομικό ζήτημα που είναι και το πλέον ακανθώδες. Αναγνωρίζοντας ότι αν υπάρχει ελπίδα να αντιμετωπιστεί η πρόκληση της κλιματικής αλλαγής αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με οικονομική στήριξη των αναπτυσσόμενων κρατών, οι αναπτυγμένες χώρες έχουν συμφωνήσει να προσφέρουν το ποσό των 100 δις δολαρίων ετήσια σε αναπτυξιακή βοήθεια από το 2020. Το ποσό αυτό που ξεπερνά συνολικά σε μέγεθος το 55% του Ελληνικού ΑΕΠ θα διατεθεί για δράσεις μετριασμού της κλιματικής αλλαγής δηλαδή δράσεις ελάττωσης των εκπομπών αλλά και για την προσαρμογή στην αύξηση της στάθμης της θάλασσας, σε ακραία καιρικά φαινόμενα κι άλλες απειλητικές επιδράσεις της κλιματικής αλλαγής.

Όπως όμως ισχυρίζονται οι αναπτυσσόμενες χώρες επικρατεί ασάφεια για το πως και με τί όρους θα εκταμιευτούν τα 100 δις δολάρια μες την επόμενη τριετία.. 'Είναι βέβαιο πως οι χώρες που θα υποστούν τις βαρύτερες συνέπειες από την κλιματική αλλαγή, δηλαδή οι αναπτυσσόμενες χώρες είναι και αυτές που φταίνε λιγότερο για τα σημερινά επίπεδα διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα. Η ασάφεια όμως στην επικείμενη χρηματοδότηση είναι υπαρκτή και υπάρχει ανάμεσα σε άλλα κι επειδή οι διαπραγματεύσεις διεξάγονται σε έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο όπου για παράδειγμα δεν είναι ξεκάθαρο ποιες είναι αναπτυσσόμενες και ποιες αναπτυγμένες χώρες. Έτσι λοιπόν με τα σημερινά δεδομένα η Κίνα συγκαταλέγεται ανάμεσα στις αναπτυσσόμενες χώρες που θα λάβει βοήθεια ενώ η Ελλάδα είναι μια χώρα που πρέπει να δώσει βοήθεια. Όπως επίσης η Τουρκία παρότι συγκαταλέγεται στους G20 θεωρείται αναπτυσσόμενη οικονομία', επισημαίνει ο κ Ψύχας.

Η παραφωνία των ΗΠΑ στις διαπραγματεύσεις της Βόννης

Παρά τις ανησυχίες των χωρών ότι λόγω της αμφισβήτησης από τις ΗΠΑ για τη Συμφωνία για το Κλίμα η Αμερικανική αντιπροσωπεία θα έπαιζε διαλυτικό ρόλο στις διαπραγματεύσεις, στην πράξη όπως παραδέχονται κατά κοινή ομολογία συμμετέχοντες στη Σύνοδο η παρουσία των ΗΠΑ ήταν κυρίως χαμηλόφωνη και η στάση που υιοθέτησαν ήταν παθητική.

Αντίθετα αντιδράσεις από ΜΚΟ και ομάδες πολιτών προκάλεσε εκδήλωση που διοργάνωσε η Αμερική στο περιθώριο της Συνόδου. Την αντίδραση πυροδότησε η τοποθέτηση των ΗΠΑ υπέρ της χρήσης κάρβουνου καθώς και της πυρηνικής ενέργειας για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών στο μέλλον. Οι ΗΠΑ ισχυρίζονται ότι η χρήση 'καθαρότερου' κάρβουνου είναι κεντρικής σημασίας και αποτελεί μονόδρομο για τις αναπτυσσόμενες χώρες και τα εκατομμύρια πληθυσμών που αντιμετωπίζουν θεόρατη ενεργειακή φτώχια.

'Συμμεριζόμαστε τη θέση των αναπτυσσόμενων χωρών που ισχυρίζονται ότι η παύση της λειτουργίας για τις υπάρχουσες μονάδες ηλεκτροπαραγωγής από κάρβουνο είναι αντί-οικονομική και γι' αυτό δεν αποτελεί ρεαλιστική λύση. Αυτό που υποστηρίζουμε όμως είναι πως όλες οι κυβερνήσεις ανεξαιρέτως των αναπτυγμένων και αναπτυσσόμενων χωρών οφείλουν να πάρουν στα σοβαρά την ανάγκη τερματισμού χρήσης λιθανθράκων και να επενδύσουν αποτελεσματικά προς αυτή την κατεύθυνση', επισημαίνει ο κ Γουέντελ Τρίο, Διευθυντής του ΜΚΟ Climate Action Network, ένα συνασπισμό πάνω από 100 ΜΚΟ που με έδρα τις Βρυξέλλες εργάζονται για το θέμα της κλιματικής αλλαγής.

'Για την ΕΕ όμως ειδικότερα υποστηρίζουμε ότι πρέπει να τεθούν εκτός λειτουργίας μονάδες κάρβουνου ως το 2020. Ήδη ορισμένες χώρες έθεσαν πρόσφατα συγκεκριμμένα χρονοδιαγράμματα όπως η Ιταλία που δεσμεύτηκε να θέσει εκτός λειτουργίας όλες τις μονάδες κάρβουνου ως το 2025' επισημαίνει ο κ Τρίο. 'Παράλληλα συστάθηκε πρόσφατα μια νέα πρωτοβουλία υπό την καθοδήγηση του Καναδά και του Ηνωμένου Βασιλείου καθώς και άλλων 20 χωρών ανακοίνωσαν την πρόθεση να τερματίσουν την χρήση κάρβουνου για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας' συμπληρώνει ο ίδιος.

Την άποψη ότι οι αναπτυσσόμενες χώρες οφείλουν να τραβήξουν τη μπρίζα σε σχέδια κατασκευής νέων μονάδων κάρβουνου υποστηρίζει και η κα Βιτζέτα Ρατάνι, εκπρόσωπος του Ινδικού ΜΚΟ Centre for Science and Environment που με έδρα το Ν. Δελχί εργάζεται για θέματα προστασίας του περιβάλλοντος. 'Για να αποεπενδύσουν από τις μονάδες κάρβουνου που βρίσκονται σε λειτουργία οι αναπτυσσόμενες χώρες θα χρειαστούν βεβαίως μακρύτερα χρονικά διαστήματα απ' ότι τα αναπτυγμένα κράτη. Όμως οι οικονομικές και τεχνολογικές εξελίξεις έχουν καταστήσει τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας προσιτές. Επιπλέον θα χρειαστεί να δοθεί οικονομική στήριξη και τεχνογνωσία από τις αναπτυγμένες χώρες προκειμένου να διασφαλιστεί η μετάβαση των αναπτυσσόμενων χωρών σε καθαρές πηγές ενέργειας' επισημαίνει η κα Ρατάνι.

Νέο αγκάθι όμως στη συγκέντρωση των 100 δις δολαρίων για τη χρηματοδότηση δράσεων μετριασμού και προσαρμογής στην κλιματική στις αναπτυσσόμενες χώρες αποτελεί η ενδεχόμενη αποχώρηση των ΗΠΑ από τη Συμφωνία για το Κλίμα. 'Αυτή τη στιγμή οι ΗΠΑ έχουν δεσμευτεί να παρέχουν 30 δις επί του συνόλου των 100 δις ετησίως από το 2020, δηλαδή έχουν αναλάβει να συμβάλουν με ένα ποσό ανάλογο με αυτό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αν αποχωρήσουν από τη Συμφωνία θα δημιουργηθεί ένα πολύ μεγάλο χρηματοδοτικό κενό δημιουργώντας νέες αβεβαιότητες για την εφαρμογή της Συμφωνίας για το Κλίμα', καταλήγει ο κ Ψύχας.

*Δημοσιεύτηκε στο tvxs.gr στις 3/12/2017.

 

Ποιότητες και πυκνότητες λάσπης

Η λάσπη είναι μεγάλο πράγμα. Χτίζει παλάτια. Οταν τη βάζεις στον ανεμιστήρα σκορπίζεται και σε λερώνει. Μπορείς να κάνεις και πόλεμο με τη λάσπη. Αλλά σε θάβει κιόλας - συμβολικά και πραγματικά.

Με το ίδιο πικρό τελετουργικό, η χώρα ξαναπερνάει όλα τα στάδια των εντάσεων, των ποιοτήτων και της πυκνότητας της λάσπης. Και αφού οι προηγούμενες συμφορές δεν δίδαξαν, η κάθε επόμενη οδηγεί δύσκολα στην παραδοχή ότι το σύστημα του κοινωνικού, οικονομικού και πολιτικού σχηματισμού με το οποίο συμβιώνουμε, το οποίο εκτρέφουμε και συντηρούμε, είναι άδικο, αναποτελεσματικό και ξεπερασμένο.

Και αν υποφέρουμε ως Ελληνες, αν έχουμε φτάσει στα όρια του ηθικού μας σθένους -σε βαθμό που άλλοι να πιστεύουν ότι είμαστε παρακμιακοί που δεν θέλουν και δεν μπορούν να σωθούν-, από κάπου θα πρέπει να ξεκινήσουμε πριν στεγνώσει στο παλαιό καλούπι η τελευταία λάσπη μαζί με τους φερτούς λαϊκούς πόθους.

Ισως, η πιο δύσκολη δύναμη με την οποία έχουμε να λογαριαστούμε –για να θυμηθούμε τον κοινωνιολόγο Πιερ Μπουρντιέ- είναι το habitus: η έξις ή, καλύτερα, οι κανόνες και οι τάσεις που καθοδηγούν συμπεριφορά, δράση, σκέψη. Αν κάποιος θα στοιχημάτιζε πιθανότητες, η πραγματική προοπτική για ένα διαφορετικό habitus είναι μάλλον σκοτεινή. Κοντολογίς, κάθε σοβαρή σκέψη πρέπει να ξεκινήσει πρώτα από αυτή τη διαπίστωση.

Ποια είναι η κοινωνική διαδικασία αναπαραγωγής των κανόνων; Μήπως η κοινοτική και πολιτική ακηδία; Ο προνεωτερικός πατερναλισμός μας; Ολος ο μηχανισμός έχει σχεδιαστεί για να λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο: να κουκουλώνει, δίχως να εξηγεί την αποσύνθεση. Η άλλη, είναι η μιντιακή εικόνα που, με πρόχειρο τίτλο, λέει περίπου: «Θρήνος, οργή, απελπισία πάνω στα συντρίμμια και τους τάφους».

Αυτή η εικόνα μετατρέπει τον δημόσιο χώρο σε αρένα καταγγελίας. Δεν λειτουργεί ως βήμα περίσκεψης, περισυλλογής, συνεννόησης, σχεδιασμού και κοινοτικής περιβαλλοντικής μέριμνας. Κάπως έτσι θριαμβεύει η αλαζονεία, η ύβρις εναντίον της φύσης, ο θόρυβος των επικοινωνιολόγων και των διαφημιστών∙ κάπως έτσι μετατρέπεται κάθε αίτημα και κάθε διεκδίκηση σε οργή, μηδενισμό και μανία εκδίκησης.

Στο θεσμικό επίπεδο, η εκτελεστική εξουσία δακτυλοδείχνει τη νομοθετική, και σπεύδει για δικαίωση στη δικαστική. Ο λαβύρινθος αρμοδιοτήτων, αναρμοδιοτήτων, το blame game, η στρατηγική του αντιπολιτευτικού μαστιγώματος και η καταστροφολογία δείχνουν μόνο συγκάλυψη, πολιτική ανευθυνότητα και αμοραλισμό, ωσάν η χώρα να διανύει περίοδο ομαλότητας. Και όλα αυτά τη στιγμή που, εξ ανάγκης και ύστερα από την πολυετή συστηματική διάλυσή της, επιβάλλεται η μεταρρύθμιση -ναι, η μεταρρύθμιση- όλης της θεσμικής οργάνωσης.

Αυτές είναι εικόνες Ελλάδας; Δυστυχώς. Οι εικόνες πλιάτσικου ματαιώνουν τις εικόνες αλληλεγγύης. Η Ελλάδα που τώρα υποφέρει, θα γυρίσει αύριο στη μακαριότητά της έως την επόμενη καταστροφή. Σε κρίσιμες φάσεις, όπου οι θεσμοί δεν χρήζουν απλώς διαχείρισης αλλά πρέπει να επινοούνται και να δημιουργούνται, τα πολιτικά αντανακλαστικά αποτυγχάνουν παταγωδώς.

Τη στιγμή που χρειάζεται η μέγιστη αποφασιστικότητα και τόλμη, το πολιτικό προσωπικό -χωρίς αυθόρμητες λαϊκές συναινέσεις και πάνω σ' ένα θολό συνονθύλευμα παθών- αισθάνεται χαμένο∙ παρουσιάζεται με ευαίσθητες δημοκρατικές φενάκες ως κήρυκας προϋποθέσεων που δεν υφίστανται.

Κανονικά, κάθε μέρα στην Ελλάδα θα έπρεπε να παίζεται ο ιψενικός «εχθρός του λαού». Αντίθετα, στη χώρα αναβαίνει καθημερινά το δράμα της βαθιάς αυτοεξαπάτησης. Το είδος που ζητάει τον εξευρωπαϊσμό του αλλά μαζί με το κουσούρι της ανεντιμότητας του δεξιού χεριού που αγνοεί τι κάνει το αριστερό - χωρίς να λογαριάσουμε τη θολή πολιτική δωροδοκία, την τακτοποίηση της αυθαιρεσίας και το σκληρό δημοσιονομικό χρήμα.

Η Ελλάδα έχει γίνει σύμβολο του περίεργου μείγματος πραγματισμού και ψευδαίσθησης, δημοκρατίας και προνομίου, βλακείας και ευπρέπειας, του λεπτού δικτύου συμβιβασμών πάνω στο οποίο κινεί τον εαυτό της σε γνωστά μπαζώματα.

Από τη μία πλευρά η κυβέρνηση θα πρέπει να εξηγήσει τις αντιφάσεις της πολιτικής της∙ την αποτυχία της να καταλάβει κάποιο από τα μαθήματα που της ήταν ανοιχτά. Ως μη όφειλε, όπως το παλαιό πολιτικό προσωπικό, αρνείται να καταβάλει το τίμημα του ξεβολέματος της κοινής γνώμης και των ψηφοφόρων που παραδίνονται σε ταξίματα, ανέξοδες υποσχέσεις και αποζημιώσεις.

Από την άλλη, η κοινή γνώμη, που ξυπνάει αίφνης γιατί πνίγεται, θα πρέπει να δει πως όλο το προηγούμενο διάστημα βρισκόταν πίσω από πολιτικές που ήταν εντελώς ασύμβατες μεταξύ τους. Μαζί με τους βαθμούς αυτοδιοίκησης οφείλει να αφυπνιστεί από τον δικό της λήθαργο των τελευταίων δεκαετιών.

Ευτυχώς, ο κόσμος αλλάζει. Και η Ελλάδα μαζί του. Οι έξεις δεν είναι μόνιμες. Μεταβάλλονται δύσκολα∙ όμως, αλλάζουν και εξαιτίας τέτοιων απροσδόκητων (;) καταστάσεων. Οι παρελθοντικές εμπειρίες, τα γεγονότα και οι θεομηνίες διαμορφώνουν τρέχουσες πρακτικές και το πλαίσιο της συναντίληψης και της δράσης μας γι' αυτές. Οι προκλήσεις είναι μεγάλες. Οι δυσκολίες θα οφείλονται -παραφράζοντας ελαφρώς τον Μπέρτραντ Ράσελ- κυρίως στην «απροθυμία της ανθρώπινης (διάβαζε της ελληνικής) φυλής να συναινέσει στη διάσωσή της».

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 25/11/2017.

Το απείκασμα της μνήμης

Το σύνθημα γεφυρώνει επάλληλους κόσμους. Αλλά η ερμηνεία του -σε ίδιους δρόμους, σε διαφορετικούς χρόνους- διαφέρει. Οι νέοι του 1973, στρατευμένοι, εξόριστοι, μισοπαράνομοι, χωρίς σχέδια μέλλοντος, δεν ένιωθαν ηττημένοι. Οι νέοι του 2017, νόμιμοι και φορολογικά ενήμεροι, νιώθουν ταπεινωμένοι, ηττημένοι, εξόριστοι στο σπίτι.

Οσο μεγαλώνουμε, το «Ψωμί - Παιδεία - Ελευθερία» της δικής μας ευθύνης, γίνεται γρίφος. Ενα οφειλόμενο απείκασμα του συρμού που, πολλές φορές, ακούστηκε εν κενώ, στα πέριξ του δημόσιου μνημειακού κτιρίου, παραδομένου στους αστικούς μύθους της Πατησίων πλάι στο Εθνικό Μουσείο.

Το Πολυτεχνείο κακοποιημένο, έδρα αυτιστικών μικροσυμμοριών και τρωκτικών, δίνει ελάχιστα σε σχέση με όσα θα 'πρεπε. Το ίχνος του, τόσο γενικό, σίγουρα είναι διαχρονικό. Οι αποχρώσεις του, όμως, καλούν για διαφορετικές μεταχειρίσεις του πληθυντικού επείγοντός του.

Το «Πολυτεχνείο του 1973» είναι μνήμη μιας νίκης. Στην πραγματικότητα, μιας μισονίκης για τη δημοκρατία και την εθνική αξιοπρέπεια. Το '73 κλονίστηκε μεν το καθεστώς Παπαδόπουλου, απονομιμοποιήθηκε το «πολιτικό» πείραμα της ψευδοκυβέρνησης Μαρκεζίνη, αλλά έφερε στο προσκήνιο τον πιο σκληρό δικτάτορα Ιωαννίδη και σήμανε την αρχή της κυπριακής τραγωδίας το 1974.

Αλλά ακόμα κι αν μιλάμε για νίκη, αυτή η νίκη, όπως φάνηκε εκ των υστέρων, δεν ήταν αμετάκλητη. Δεν θα ξαναδούμε εύκολα τανκς στην Αθήνα. Είδαμε όμως τι εστί μεταδημοκρατία: «Είστε ελεύθεροι να ψηφίσετε ό,τι θέλετε αλλά θα ακολουθείτε την πολιτική που εμείς θέλουμε».

Οπως ενοχλούσε και τότε, ενοχλεί και τώρα. Αλλά με αρκετές παραμορφώσεις. Καταλαμβάνει τον δημόσιο λόγο ως αναμνηστική τελετή του ξεσηκωμού των φοιτητών κατά της χούντας στη Νομική τον Φεβρουάριο του '73 και μετά, τον Νοέμβριο, στον χώρο του Πολυτεχνείου∙ με ανέξοδες κομματικές ανακοινώσεις, λίγη τσίκνα από βρόμικο, ανούσιο αντιαμερικανισμό και πολλούς σχολιασμούς και στεφάνια «υπέρ». Καταλαμβάνει τον μιντιακό και τηλεοπτικό του χρόνο με online αναμεταδώσεις, ανταποκρίσεις, παραπολιτικά, χιλιοπαιγμένα αφιερώματα.

Τι άλλαξε; Πολλά και τίποτα. Και αυτό λέει ότι δεν μπορείς πάντα να λογαριάζεις την ιστορία σου σαν σε πίνακα ενεργητικού και παθητικού, ακόμη και στα συμφραζόμενα ενός κόσμου που αλλάζει.

Ενα είναι σίγουρο: οι καμποτινισμοί των συνταγματαρχών, οι λαμπαδοφορίες, οι χαιρετισμοί «κλαρίνο», οι «παράτες», τα «εφ' όπλου», τα «επί δεξιά και επ' αριστερά» και λοιπά καψώνια που γέμιζαν τη Γυάρο και τις φυλακές, έχουν δώσει τη θέση τους στους καμποτινισμούς των νεοφιλελεύθερων φονταμενταλιστών, τα σενάρια των «success stories», τη «δημοσιονομική προσαρμογή», τη «μείωση των δημοσίων δαπανών», τις «μεταρρυθμίσεις» και τα νέου τύπου καψώνια που αύξησαν το χρέος και μείωσαν το ΑΕΠ. Το άλλο σίγουρο είναι, σχηματικά μιλώντας, ότι ο «επαναστατημένος κόκκινος» του '73 έγινε ο «κόκκινος δανειολήπτης» του 2017.

Ο χρόνος που διανύθηκε μας λέει επιπλέον ότι λειτούργησε περισσότερο ως κομματικός χρόνος διαμόρφωσης ψευδών συνειδήσεων, και λιγότερο ως αναστοχαστικός χρόνος. Η υπόθεση «Πολυτεχνείο» και η κληρονομιά του εκφράστηκε με αξιοζήλευτη ποικιλία συνθηματολογικών κλιμακώσεων, από τους «300 προβοκάτορες» της «Πανσπουδαστικής» του 1973 έως την ιαχή «Ο αγώνας τώρα δικαιώνεται» του 1981, με τον Α. Παπανδρέου να μιλάει για «πορεία του λαού που ανταποκρίνεται στο όραμα και τη θυσία της γενιάς του Πολυτεχνείου».

Ο ίδιος το 1990, καταπονημένος, συνοδευόμενος από τη Δήμητρα, δήλωνε ενώπιον της «Κεφαλής»: «Θα μείνουμε όρθιοι σε αυτές τις δύσκολες ώρες για τη χώρα μας, με εθνικούς κινδύνους, με καταστροφή του πραγματικού ιστού της οικονομίας μας, με κινδύνους, πραγματικά, πολιτικούς και κοινωνικούς, θα μείνουμε στις επάλξεις του αγώνα». Ποιος ήταν «ο αγώνας»; Η ενσωμάτωση στο πολιτικό σύστημα μερικών καταληψιών «ειδικού βάρους» (πες με Δαμανάκη).

Ισως, το μετέπειτα συλλήβδην «ανάθεμα» στο πνεύμα της φοιτητικής εξέγερσης και της Μεταπολίτευσης. Ακούστηκαν πολλά, και γράφτηκαν περισσότερα όλα αυτά τα χρόνια. Το κομματικό φοιτητικό κίνημα, με σταδιακή έκπτωση, ρητά ή άρρητα -με κύρια ευθύνη της Αριστεράς-, τοποθέτησε το άκοπο «Κατά της εντατικοποίησης» υψηλότερα από το δικαίωμα και την υποχρέωση στη μάθηση, στρώνοντας χαλί στην ΠΑΣΟΚοποίηση του κράτους και δίνοντας την ευχέρεια σε αγράμματους πυχιούχους -πολιτικούς και δημόσιους λειτουργούς- να συμβάλουν στη μεταπολιτευτική αναποτελεσματικότητά του.

Το άλλο σταθερό μοτίβο είναι ότι από τις «Επιχειρήσεις Αρετή» και τις άλλες προσπάθειες επεμβάσεων στα Εξάρχεια των Μποσινάκη και Αρκουδέα έως την ανόητη «ανομία των Εξαρχείων» της σημερινής Ν.Δ., η αποκωδικοποίηση του εξεγερσιακού της νεολαίας γίνεται αποκλειστικά υπό το πρίσμα του νόμου και της τάξης και όχι μέσα από την αποκωδικοποίηση του κοινωνικού και πολιτικού που γεννά το εξεγερσιακό.

Ετσι, ξανά, η μαθητική νεολαία –όλοι γεννημένοι μετά το 2000– θα ξαναγιορτάσει φέτος «το Πολυτεχνείο»... με τα γνωστά στερεότυπα, υπό τα σαλπίσματα της λιτότητας και τη βουβαμάρα για το άλυτο χρέος. Ενδεχομένως, γιορτάζει τη μετατροπή της στιγμιαίας δημιουργικής φαντασίας σε μακροχρόνια αποδημιουργία, καταστροφή και δυστοπία. Ισως, πάλι, όχι.

Το είχαμε γράψει και πέρυσι: Ο κύκλος «νεολαία» δεν έχει κλείσει – πρώτοι στην ανεργία, σε απώλειες δομών παιδείας, πρώτοι στο διώξιμο ταλαντούχων. Ο κύκλος μένει ανοιχτός, 44 χρόνια μετά.

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 17/11/2017.

Μέτωπα Ευρώπης και ευκαιρίες

Η ολοκλήρωση εκλογικών αναμετρήσεων δεν έκλεισε τους πολιτικούς κύκλους, ακόμα και για τους νικητές∙ για τον Μακρόν στη Γαλλία ή τη Μέρκελ στη Γερμανία. Τόσο για τους ισχυρούς (Γαλλία, Γερμανία) όσο για τους λιγότερο (Ελλάδα), η Ε.Ε. είναι τόσο αναγκαία όσο αναγκαία ήταν η ένωση πριν από 60 χρόνια στη Ρώμη – τότε που η οικοδόμηση κοινών θεσμών και συνεννόησης φαινόταν μονόδρομος.

Παρά τις ψυχροπολεμικές σκοπιμοθηρίες και τις πιέσεις των ΗΠΑ, με δεδομένη τη δυσπιστία των ιστορικών αντιπάλων, η γενιά που έζησε τον πόλεμο ήθελε να θεραπεύσει τις πληγές και να αμβλύνει τις συνέπειές του.

Σήμερα, επιβεβαιώνεται η αντιστροφή του υποδείγματος. Για τη γενιά που μεγάλωσε στην ευημερία, οι δυναμικές για ταχύτερη ή βαθύτερη σύγκλιση και πολιτική ολοκλήρωση δεν λειτουργούν σε ύφεση και ανεργία και σε εθνικιστικά συμφραζόμενα. Το 2007, πριν από την καταιγίδα, το 17% των Ευρωπαίων ζούσε στα όρια της φτώχειας και του αποκλεισμού. Το 2009 το ποσοστό είχε φτάσει το 23% και το 2015 ήταν 35,7%.

Ποια είναι τα συμπεράσματα για την Ε.Ε.; Τι εννοούμε όταν λέμε ολοκλήρωση; Το πολιτικό πλαίσιο των εκλογικών διαδικασιών έδειξε ότι και στις ισχυρές χώρες ο διάλογος έγινε περισσότερο πάνω στα εσωτερικά προβλήματα (ως μεμονωμένων χωρών) και λιγότερο πάνω σε συνολικά ευρωπαϊκά θέματα – που ανατίθενται σε λομπίστες και ΜΚΟ.

Και έγινε κυρίως με ατζέντες που προώθησαν οι ακροδεξιές δυνάμεις που αμφισβητούν τη νομιμότητα των ευρωπαϊκών θεσμών. Αυτό δείχνει ότι το μοντέλο των χωρών-μελών που εφαρμόζουν πιστά οδηγίες και κανονισμούς, αλλά υφίστανται τις πολιτικές συνέπειες, έχει φτάσει στα όριά του. Η Ένωση δεν μπορεί να λειτουργήσει όταν στα μέλη της ογκούνται οι πολιτικές δυνάμεις που την αμφισβητούν ή όταν εκδηλώνονται εσωτερικές κοινωνικές συγκρούσεις που τα αποδυναμώνουν.

Παρά την πολιτικά ορθή αρχή «μην αφήνεις ποτέ μια κρίση να γίνει ανεξέλεγκτη», η Ευρώπη «κάνει λίγα και τα κάνει αργά». Εχει ανοιχτά μέτωπα που θα μπορούσαν ακόμα και σήμερα να ανακόψουν την πορεία της. Το 2016, ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν, Φρανς Τίμερμανς, αποτιμώντας το δύσκολο 2015 είχε μιλήσει ανοιχτά για πολυεπίπεδη ευρωπαϊκή κρίση (multi-crisis) εντός μιας συνολικότερης παγκόσμιας κατάστασης.

Το Brexit του 2016, ο Ντόναλντ Τραμπ, ο Βλαντίμιρ Πούτιν, η Κίνα, το ΔΝΤ, αμφισβητούν ευθέως τις Βρυξέλλες. Η δημοσιονομική λιτότητα, οι αδυναμίες της νομισματικής αρχιτεκτονικής, οι συνεχείς ροές προσφύγων και μεταναστών, οι φράχτες και τα παραληρήματα στα σύνορα, οι γεωπολιτικές απειλές από τη Μέση Ανατολή και η τρομοκρατία ως «υβριδικός πόλεμος» κατά της Δύσης, προκαλούν τριγμούς στα σαλόνια της Ευρώπης.

Ο τύπος της συγκεντρωτικής «ανελεύθερης δημοκρατίας» της Κεντρικής Ευρώπης στην Ουγγαρία και την Πολωνία υπονομεύει τους ενοποιητικούς ευρωπαϊκούς μηχανισμούς, όσο και το πείραμα της Καταλονίας, όσο και η γήρανση του ευρωπαϊκού πληθυσμού.

Σε αυτό το ευρωπαϊκό ανάγλυφο η Ελλάδα δεν ξεφεύγει από τον κανόνα (συν την ιστορική υπόθεση της δημοσιονομικής ανευθυνότητας και της υπερχρέωσης). Οι πολιτικές δυνάμεις -με εξαίρεση ίσως τη φιλοευρωπαϊκή Αριστερά- δεν μιλούν για την Ευρώπη.

Ολοι θυμούνται τα ευρωπαϊκά στις Ευρωεκλογές. Οι Έλληνες βιώνοντας την κατάρρευση των ψευδαισθήσεων, βλέπουν τη σταδιακή «βαλκανιοποίησή» τους χωρίς να πολυενδιαφέρονται για την Ευρώπη. Και οι πολιτικοί δεν κατανοούν ότι ο κόσμος αλλάζει με βίαια περάσματα από τους πόθους στις χίμαιρες.

Αλλά αν το προ κρίσης φαντασιακό κούμπωνε με εμμονή στη μονολιθική φύση της Ένωσης ως αγοράς ή ως χρυσοφόρου κουμπαρά, και σε δανειακούς τρόπους δράσης για υποθετικές ανοδικές τροχιές, άφηνε συνάμα μια αίσθηση -έστω άστοχη- ιστορικής θέσης και αισιοδοξίας. Σήμερα, η έννοια του μέλλοντος δείχνει ματαιωμένη, με την Ευρώπη να πλασάρεται σαν προϊόν ετικέτας σε πολιτική παγκόσμια αγορά με δομές αθέμιτου ανταγωνισμού.

Ωστόσο, τίποτα δεν είναι βέβαιο. Οι ηγέτες της Ε.Ε., αν επηρεάζουν τις εξελίξεις, έχουν δυνατότητες να μετατρέψουν τα μέτωπα σε ευκαιρίες. Ομως, δεν μπορούν πλέον να βασίζονται σε επιχειρήματα που ήδη χρησιμοποιήθηκαν, γιατί δεν έχουν πολιτικό χρόνο.

Ο μονόδρομός τους είναι οι εναλλακτικές λύσεις και η πραγματική αλληλεγγύη. Το Greek comeback, η επιστροφή της Ελλάδας στην κανονικότητα, δεν προοικονομεί κάποια νίκη. Και η μετάβαση της χώρας από κράτος-παρία σε ισότιμο εταίρο θα είναι εφικτή εάν δεν υπονομευτεί από εγχώριες δυνάμεις ή από αγκυλώσεις των δανειστών.

Οι αποφάσεις της χώρας να είναι ευρωπαϊκή, ανοιχτή και κοσμοπολίτικη έχουν παρθεί ήδη από καιρό. Υπάρχουν τροχιές ανθρώπων που θεωρούν την Ευρώπη σαν χώρα τους. Αρκετοί βρίσκονται εκτός Ελλάδας, αλλά είναι σαν να βρίσκονται στη γειτονιά τους, στην αυλή τους. Για ακόμα μία φορά, αυτό λέει ότι η επιτυχία της Ελλάδας περνάει από ευρωπαϊκούς δρόμους.

Αλλά αν χαθούν αυτοί οι δρόμοι, κανείς ιστορικός του μέλλοντος δεν θα δείξει τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου και τους Ελληνες συνταξιούχους. Ως υπεύθυνους για τη διάλυση της Ενωσης θα δείξει τη Λέσχη του Βερολίνου, την παρέα των Βρυξελλών και των πλεονασματικών Βορειοευρωπαίων.

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 3/11/2017. 

Η κλήρωση και η δημοκρατία

Μία από τις πιο ευχάριστες ειδήσεις των τελευταίων εβδομάδων ήταν και η αναγγελία της επανακυκλοφορίας του ένθετου «Ενθέματα» στην «Αυγή» της Κυριακής. Η στήλη, που ξεκίνησε το ταξίδι της στα «Ενθέματα» τον Σεπτέμβριο του μακρινού 2008, τότε με προτροπή του Στρατή Μπουρνάζου, με χαρά αποδέχεται την πρόσκληση να πάρει μέρος και στη νέα περίοδο του εγχειρήματος. Όπως και πριν, θα έχουμε το ραντεβού μας την πρώτη Κυριακή του μήνα και θα σχολιάζουμε μία ή περισσότερες λέξεις που ακούστηκαν και απασχόλησαν την επικαιρότητα τον μήνα που πέρασε.

Για τούτο το πρώτο άρθρο τής νέας περιόδου διάλεξα μία λέξη που είχε ακουστεί πολύ πριν από μερικούς μήνες, τον καιρό που η στήλη δεν δημοσιευόταν, και που ακούστηκε και πάλι πριν από μερικές μέρες: τη λέξη «κλήρωση», αφού με απόφαση του υπουργείου Παιδείας η επιλογή των σημαιοφόρων στις μαθητικές παρελάσεις κατά τις εθνικές γιορτές θα γίνεται πλέον με κλήρωση ανάμεσα στους μαθητές της Ε ΄και της ΣΤ΄ Δημοτικού, μια απόφαση που προκάλεσε συντεταγμένες και ενορχηστρωμένες αντιδράσεις από τους λαθρέμπορους της αριστείας. Και τώρα, στην παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου τις προάλλες, υλοποιήθηκε (ή δεν υλοποιήθηκε) για πρώτη φορά η απόφαση αυτή.

Θα μιλήσουμε λοιπόν για την κλήρωση, που είναι λέξη αρχαία (κλήρωσις), της κλασικής αρχαιότητας και βέβαια ανάγεται στο ρήμα κληρώ (σήμερα κληρώνω) κι αυτό στο ουσιαστικό κλήρος. Ο κλήρος είναι λέξη ομηρική και αρχικά πρέπει να σήμαινε το αντικείμενο (κομμάτι ξύλο, πετραδάκι) που χρησιμοποιούσαν στην κλήρωση - στο Η της Ιλιάδας, όπου γίνεται κλήρωση για να επιλεγεί εκείνος που θα πολεμήσει με τον Έκτορα, βάζουν λαχνούς μέσα στο κράνος του Αγαμέμνονα και τελικά έθορε κλήρος κυνέης ... Αίαντος, από το κράνος ξεπήδησε ο λαχνός του Αίαντα. Ο κλήρος ανήκει στην οικογένεια του ρήματος κλάω-κλω, από όπου και το κλάσμα ή ο κλάδος.

Οι αρχαίοι μας πρόγονοι χρησιμοποιούσαν συχνότατα την κλήρωση ως μέθοδο επιλογής για αξιώματα. Στην αθηναϊκή δημοκρατία με κλήρο επιλέγονταν οι 500 βουλευτές και οι δικαστές, ενώ άλλα αξιώματα ήταν αιρετά (με μυστική ψηφοφορία) ή χειροτονητά (με ανάταση της χειρός). Μάλιστα, στα «Πολιτικά» ο Αριστοτέλης θεωρεί πως η κλήρωση είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της δημοκρατίας, «Το κληρωτάς είναι τας αρχάς», αφήνοντας ενδεχομένως περιθώριο να εξαιρούνται κάποια αξιώματα που απαιτούν πείρα ή ειδικές γνώσεις (ή πάσας ή όσαι μη εμπειρίας δέονται και τέχνης). Πολύ περίτεχνες ήταν οι πιρουέτες των αρχαιολάγνων της αντιπολίτευσης, της σχολής Άδωνη, που προσπάθησαν με διάφορες σοφιστείες να ξεπεράσουν αυτή την πασίγνωστη αλήθεια.

Ωστόσο, η λέξη «κλήρος» πήρε κι άλλες πολύ ενδιαφέρουσες σημασίες στη συνέχεια· κατ' αρχάς, επειδή συχνά η διανομή γης γινόταν με κλήρωση, επικράτησε να ονομάζεται κλήρος το αγροτεμάχιο, το κτήμα, το οικόπεδο και στη συνέχεια η κληρονομούμενη ακίνητη περιουσία, η οποία άλλωστε κληροδοτείται και κληρονομείται. Από τον κλήρο μάλλον προέρχεται και η λέξη «ολόκληρος», αυτός που έχει όλα τα μερίδια ενός συνόλου.

Με τον ερχομό του χριστιανισμού, η λέξη «κλήρος» πήρε τη σημασία του συνόλου των ιερωμένων. Η εντυπωσιακή αυτή σημασιολογική εξέλιξη μάλλον έχει την αφετηρία της σε μια φράση της μετάφρασης των Εβδομήκοντα, όπου για τους Λευίτες, που εκτελούσαν ιερατικά καθήκοντα, χρησιμοποιήθηκε η λέξη κλήρος, «Κύριος αὐτὸς κλῆρος αὐτοῦ», κι έτσι η λέξη πήρε τη σημασία του ιερατικού αξιώματος και πέρασε και στους ιερείς του Χριστιανισμού.

Οι ιερείς, ως ανήκοντες στον κλήρο, ονομάστηκαν λοιπόν κληρικοί, λέξη που πέρασε και στα λατινικά clericus. Και επειδή στα μεσαιωνικά χρόνια κυρίως οι ιερείς και οι μοναχοί ήσαν εγγράμματοι και μπορούσαν να ασχολούνται με γραφική εργασία, από τη μετεξέλιξη του clericus προέκυψαν οι τύποι clerc (γαλλ.) και clerk (αγγλικά), που χρησιμοποιούνται σήμερα για τους υπαλλήλους γραφείου - και η δουλειά του υπαλλήλου γραφείου χαρακτηρίζεται clerical work. Η λέξη επέστρεψε ως αντιδάνειο εκείνα τα χρόνια, αφού κλέρης ονομάστηκε ο γραμματικός, αλλά σήμερα μόνο ως επίθετο διασώζεται. Μεσαιωνική λέξη από τον κλήρο είναι η κλήρα, που σημαίνει, ανάμεσα στα άλλα, και τον απόγονο κάποιου.

Στα νεότερα ελληνικά κληρωτός ονομάζεται ο στρατεύσιμος, λέξη που απηχεί την εποχή όπου οι στρατεύσιμοι επιλέγονταν με κλήρωση· άλλωστε κληρουχία λέγεται η σειρά κατάταξης στο Ναυτικό – εξ ου και η προσφώνηση «ρε κληρούχα!» προς ναύτη της ίδιας σειράς.

Κι έτσι, φέτος παρέλασαν σημαιοφόροι που είχαν επιλεγεί με κλήρωση - όχι παντού όμως. Σε σχολείο της Δάφνης, ο διευθυντής αυθαίρετα αντικατέστησε το αγόρι που κληρώθηκε, επειδή είχε σκούρο δέρμα, λεγόταν Αμίρ και ήταν προσφυγάκι από το Αφγανιστάν. Από την άλλη, όταν σε ένα Γυμνάσιο της Σαντορίνης ορίστηκε σημαιοφόρος, όχι με κλήρωση, αλλά με βάση τις μαθητικές της επιδόσεις, μια μαθήτρια αλβανικής καταγωγής, οι ακροδεξιοί προσπάθησαν με τραμπουκισμούς να ματαιώσουν την παρέλαση - δεν είναι η αριστεία το ζητούμενο, βλέπετε, αλλά η εθνική καθαρότητα.

*Δημοσιεύτηκε στην "Αυγή" στις 6/11/2017.

Ν. Αλιβιζάτος: «Κλειδί» η μεγάλη συμμετοχή

Ο πρόεδρος της Ανεξάρτητης Επιτροπής Δεοντολογίας, καθηγητής Νίκος Αλιβιζάτος εξέφρασε την πεποίθησή ότι θα προκύψει κάτι κανούργιο στην Κεντροαριστερά μέσα από εκλογική διαδικασία για την ανάδειξη ηγεσίας του νέου ενιαίου προοδευτικού φορέα.

Σε συνέντευξη Τύπου με μέλη της Επιτροπής όπου παρουσιάστηκε η διαδικασία της ψηφοφορίας ο κ. Αλιβιζάτος τόνισε ότι κλειδί για την επιτυχία του εγχειρήματος είναι η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη συμμετοχή.

Ταυτόχρονα κατέστησε σαφές πως όποιος δεν θα πάει να ψηφίσει στο πρώτο γύρο δεν θα έχει το δικαίωμα να ψηφίσει στον δεύτερο και πως έχει συμφωνηθεί να γίνει μία ακόμα τηλεμαχία ανάμεσα στους δύο υποψηφίους που θα περάσουν στο δεύτερο γύρο.

Ο Νίκος Αλιβιζάτος διευκρίνισε ότι στον νέο αρχηγό θα δοθεί η λίστα όσων δηλώσουν μέλη, ενώ ο κατάλογος όσων δηλώσουν φίλοι θα καταστραφεί γιατί αυτό αναφέρει η γνωμάτευση της Αρχής Προσωπικών Δεδομένων. Όπως είπε ο πρόεδρος της Επιτροπής Δεοντολογίας θα δοθεί μόνο σε όσους καταθέσουν ουσιαστικές ενστάσεις για το αποτέλεσμα είτε του πρώτου είτε του δεύτερου γύρου.

Ο Νίκος Αλιβιζάτος διατύπωσε και τις προσωπικές του κρίσεις, λέγοντας ότι το έργο της Επιτροπής ολοκληρώνεται με την εκλογή του αρχηγού, ο οποίος θα έχει την ευθύνη για την ίδρυση του νέου κόμματος. Ακόμη τόνισε την αναγκαιότητα επιτυχίας του εγχειρήματος καθώς, όπως είπε, «όλες οι μεγάλες τομές και μεταρρυθμίσεις στη χώρα είναι ιστορικά συνδεδεμένες με την προοδευτική παράταξη, ενώ οι αποτυχίες με τη συντηρητική παράταξη πλην της περιόδου του Κωνσταντίνου Καραμανλή».

Επίσης ανέφερε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν επιθυμεί τις μεταρρυθμίσεις και κατά βάθος επιδιώκει τη ρήξη, ενώ ο Κυριάκος Μητσοτάκης θέλει να γίνουν μεταρρυθμίσεις, αλλά δεν το επιτρέπουν οι δομές της συντηρητικής παράταξης. «Αυτό το κενό πρέπει να καλύψει η προοδευτική παράταξη, παρά τον κατακερματισμό και τις διαφωνίες, κι όποτε το έκανε η χώρα πήγε μπροστά», υπογράμμισε ο Νίκος Αλιβιζάτος.

*Δημοσιεύτηκε στην "Καθημερινή" στις 8/11/2017.

Χάμπερμας: Ο Μακρόν μια νέα λύση για την Ενωμένη Ευρώπη

Για τον Βάλτερ Μπένγιαμιν πρωτεύουσα της Ευρώπης ήταν το Παρίσι, για τον πείσμωνα και είρωνα Ρόμπερτ Μενάσε πρωτεύουσα πρέπει να γίνουν οι Βρυξέλλες. Εύθραυστη ελπίδα. Ο τελευταίος, που πρόσφατα τιμήθηκε με το Γερμανικό Βραβείο Λογοτεχνίας, μετριάζει τις υψηλές προσδοκίες σε μια συνέντευξή του στη γερμανική εφημερίδα TAZ, με μια ιστορία για ένα βράδυ που πέρασε μαζί με κάποιον Γερμανό ανταποκριτή στις Βρυξέλλες, σε ένα καπνισμένο καφέ όπου συχνάζουν δημοσιογράφοι. Ηταν λοιπόν παρών όταν η αρχισυνταξία στη Φρανκφούρτη επέστρεψε ένα άρθρο του ανταποκριτή από το διαστημόπλοιο των Βρυξελλών με την παρατήρηση: «Μη γράφεις τόσο περίπλοκα. Αρκεί να γράψεις τι θα κοστίσει αυτό σ' εμάς τους Γερμανούς».

Το μειωμένο ενδιαφέρον που δείχνουν οι Γερμανοί πολιτικοί, μάνατζερ και δημοσιογράφοι για τον σχηματισμό μιας Ευρώπης που να είναι ικανή να δρα πολιτικά δεν θα μπορούσε να βρει πιο μεστή έκφραση. Εδώ και χρόνια, εφημερίδες φοβισμένες και πειθήνιες είναι πρόθυμες να βοηθήσουν τους πολιτικούς μας, ώστε η ευρεία κοινή γνώμη στη Γερμανία να μην επιβαρύνεται με το θέμα της Ευρώπης. Η απαξίωση του κόσμου δεν θα μπορούσε να προβληθεί καλύτερα απ' ό,τι με τον προσεκτικά προετοιμασμένο περιορισμό της βεντάλιας των θεμάτων για τη μοναδική «τηλεμαχία» ανάμεσα στη Μέρκελ και τον Σουλτς λίγο πριν από τις ομοσπονδιακές εκλογές. Αλλά και την τελευταία δεκαετία που σοβεί η οικονομική κρίση, η καγκελάριος και ο υπουργός Οικονομικών της θεωρούσαν σωστό να αυτοπροσδιορίζονται ως οι πραγματικοί «Ευρωπαίοι» – σε μια οφαλμοφανή αντίθεση με τα γεγονότα.

Τώρα όμως εμφανίζεται στη σκηνή ο Εμανουέλ Μακρόν και θα μπορούσε να διαλύσει το πέπλο αυτής της ευχάριστης αυταπάτης, παρά τις κολακείες του προς την ηττημένη καγκελάριο, η οποία δέχεται πιέσεις από το ίδιο της το κόμμα, με στόχο μια συνεργασία με αλληλοσεβασμό. Τα κεφάλια με «ρεαλιστική» σκέψη στις μεγάλες γερμανικές εφημερίδες φαίνεται να φοβούνται πως τα λόγια του Γάλλου προέδρου για τα καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα θα μπορούσαν να ανοίξουν επιτέλους τα μάτια στο γερμανικό κοινό και να το κάνουν να δει ότι η γερμανική κυβέρνηση, με τον στιβαρό οικονομικό της εθνικισμό, είναι μάλλον γυμνή.

Ο Γκέοργκ Μπλούμε, στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του που κυκλοφόρησε πρόσφατα, με υπότιτλο «Πώς η Γερμανία ρισκάρει μια φιλία», συλλέγει θλιβερές αποδείξεις από τον Τύπο και την πολιτική για τον νεογερμανικό υπεροπτικό τόνο απέναντι στη Γαλλία και τους Γάλλους.

Από την αρχή κιόλας, ορισμένα σχόλια για τον Μακρόν κινούνταν ανάμεσα στην αδιαφορία, την αλαζονεία και μια εσπευσμένα αμυντική στάση. Και εκτός από ένα πρωτοσέλιδο του Spiegel, η ανταπόκριση στον προσεκτικά δομημένο λόγο του Γάλλου προέδρου για την Ευρώπη ήταν από άνευρη έως αδύναμη. Από αυτό το υλικό, που είναι κατάλληλο για κωμωδία, ο διαφαινόμενος κυβερνητικός συνασπισμός «Τζαμάικα» (σ.σ.: Χριστιανοδημοκράτες, Πράσινοι, Φιλελεύθεροι) θα μπορούσε να κατασκευάσει μια πειστική τραγωδία – εάν λόγου χάρη γινόταν υπουργός Οικονομικών ο Κρίστιαν Λίντνερ και εφάρμοζε την παρακαταθήκη του Σόιμπλε.

Ο τέως υπουργός Οικονομικών, σε ένα non-paper για το Eurogroup, είχε σχεδιάσει ένα πρόγραμμα το οποίο θα μπλόκαρε οποιονδήποτε συμβιβασμό με την πρωτοβουλία του Γάλλου προέδρου. Στο πρόγραμμα αυτό ο Σόιμπλε συνδυάζει τη δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου με την αγαπημένη ιδέα του ορντοφιλελευθερισμού (Οrdoliberalismus), ο οποίος θέλει να προλάβει τη δημοκρατική συμμετοχή, που τον φοβίζει, απογυμνώνοντας την πολιτική εξουσία από τις αποφάσεις σχετικά με την οικονομία και τα δημοσιονομικά, και μεταφέροντάς τες σε μια τεχνοκρατική διοίκηση.

Ωραία θα ήταν αν ξεμπέρδευα εδώ με τις αγωνίες μου. Η κατάσταση όμως είναι πολύ σοβαρή και δεν το επιτρέπει. Γιατί η επόμενη γερμανική κυβέρνηση (εάν βέβαια έχει πια κανείς όρεξη να συμμετάσχει) πρέπει να σηκώσει το γάντι που πέταξε ο Γάλλος πρόεδρος. Θα αρκούσε μια πολιτική αναβολών και παραλείψεων ώστε να χαθεί μια ιστορική ευκαιρία.

Οι ενδεχομενικότητες της Ιστορίας σπάνια εμφανίζονται τόσο καθαρά όσο στην αναπάντεχη άνοδο αυτού του γοητευτικού, εκθαμβωτικού ίσως, και πάντως ασυνήθιστου ατόμου. Κανείς δεν περίμενε ότι ένας υπουργός της κυβέρνησης Ολάντ δίχως κόμμα, ο οποίος κατά τα φαινόμενα έκανε μια εγωκεντρική κούρσα και έφτιαξε από το μηδέν ένα πολιτικό κίνημα, θα υπερσκέλιζε ένα ολόκληρο κομματικό σύστημα.

Αντίθετα σε κάθε δημοσκοπική εμπειρία, ένα μοναδικό άτομο, χωρίς ακολουθία, κατάφερε μέσα στη σύντομη περίοδο ενός προεκλογικού αγώνα να κερδίσει την πλειοψηφία με ένα επιθετικό πρόγραμμα για την εμβάθυνση της συνεργασίας στην Ευρώπη, έχοντας απέναντί του έναν αυξανόμενο δεξιό λαϊκισμό στον οποίο ένας στους τρεις Γάλλους εμπιστεύτηκε την ψήφο του. Ηταν εντελώς απίθανο ότι κάποιος σαν τον Μακρόν θα εκλεγόταν πρόεδρος σε μια χώρα της οποίας ο πληθυσμός ήταν από πάντα πιο ευρωσκεπτικιστής από τους Λουξεμβούργιους και τους Βέλγους, από τους Γερμανούς, τους Ιταλούς, τους Ισπανούς και τους Πορτογάλους.

Με μια ψύχραιμη εκτίμηση, είναι εξίσου απίθανο ότι η επόμενη γερμανική κυβέρνηση θα έχει τη διορατικότητα να δώσει μια γόνιμη απάντηση, δηλαδή μια απάντηση με μέλλον, στην ερώτηση που της έθεσε ο Μακρόν. Και τη σημασία της ερώτησης απλώς να καταλάβαινε, εγώ θα ανακουφιζόμουν.

Είναι επίσης αρκετά απίθανο ότι μια κυβέρνηση συνασπισμού που σπαράσσεται από εσωτερικές εντάσεις θα βρει το κουράγιο να αναθεωρήσει τις δύο βασικές θέσεις που επέβαλε η Μέρκελ από την πρώτη κιόλας μέρα της οικονομικής κρίσης: τον διακυβερνητισμό, ο οποίος εξασφαλίζει στη Γερμανία ηγετικό ρόλο στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, και την πολιτική λιτότητας, την οποία επέβαλε, χάρη στον ρόλο της αυτόν, η Γερμανία στον ευρωπαϊκό Νότο, με δυσανάλογα οφέλη για την ίδια. Και είναι εντελώς απίθανο ότι η καγκελάριος δεν θα χρησιμοποιήσει ως δικαιολογία την αδύναμη θέση της στο πολιτικό σκηνικό της χώρας της για να ξεκαθαρίσει στον γοητευτικό της εταίρο ότι δυστυχώς δεν θα μπορέσει να υιοθετήσει αυτή την προοπτική μεταρρύθμισης – εξάλλου δεν είχε ποτέ καλή σχέση με τις προοπτικές.

Από την άλλη μεριά, υπάρχει ένα ερώτημα, αυτό που προσωπικά με τρώει: Είναι δυνατόν αυτή η αξιοσημείωτα έξυπνη και ευσυνείδητη πολιτικός, που προέρχεται από σπίτι προτεστάντη ιερέα και ώς τώρα έχει κακομάθει με την επιτυχία της, αλλά είναι ταυτόχρονα και σκεπτική (προσωπικά δεν την έχω συναντήσει ποτέ), να προσβλέπει στο να αναλάβει έναν τόσο άχαρο ρόλο στο τέλος μιας ενεργής δεκαεξάχρονης θητείας;

Θα θελήσει να αποχωρήσει έπειτα από τέσσερα ακόμη χρόνια που θα βγουν με το ζόρι, με την εξουσία της να θρυμματίζεται; Ή θα θελήσει, σε πείσμα όλων αυτών που ψιθυρίζουν κιόλας ότι έρχεται το τέλος της, να επιδείξει μεγαλοθυμία και να κάνει το μεγάλο βήμα, ξεπερνώντας τον εαυτό της;

Το ξέρει και η ίδια ότι η ευρωπαϊκή νομισματική ένωση, που αποτελεί βασικό ενδιαφέρον της Γερμανίας, δεν μπορεί να σταθεροποιηθεί μακροπρόθεσμα όσο βαθαίνουν ακόμη περισσότερο, όπως συμβαίνει υπό το τωρινό καθεστώς, οι μεγάλες διαφορές στο εθνικό εισόδημα, στην ανεργία και τα δημόσια χρέη μεταξύ των εθνικών οικονομιών στον Βορρά και τον Νότο της Ευρώπης, οι οποίες εδώ και καιρό ακολουθούν αποκλίνουσες τροχιές.

Το φάντασμα της «μεταβατικής ένωσης» αποπροσανατολίζει από αυτή την καταστροφική δυναμική, η οποία μπορεί να αναχαιτιστεί μόνον εάν δημιουργηθεί ένας πραγματικά δίκαιος ανταγωνισμός πέρα από τα εθνικά σύνορα και εάν εφαρμοστεί μια πολιτική ενάντια στον επελαύνον έλλειμμα αλληλεγγύης – τόσο ανάμεσα στους εθνικούς πληθυσμούς όσο και μέσα στα ίδια τα έθνη.

Ο όρος «ανεργία των νέων» είναι εδώ ενδεικτικός. Ο Μακρόν δεν φτιάχνει μόνον ένα όραμα, αλλά ζητάει, πολύ συγκεκριμένα, να προχωρήσει η ευρωζώνη στην εξομοίωση των φόρων επιχειρήσεων, ζητάει αποτελεσματική φορολόγηση των συναλλαγών, την προοδευτική σύγκλιση των διαφορετικών καθεστώτων για την κοινωνική πολιτική, τη θέσπιση του αξιώματος του Ευρωπαίου εισαγγελέα για τους κανόνες του διεθνούς εμπορίου κ.λπ.

Από την άλλη πλευρά, οι μεμονωμένες αυτές προτάσεις, που στο κάτω κάτω είναι εδώ και καιρό γνωστές, δεν είναι αυτές που κάνουν τη διαφορά σε σχέση με αυτά που έχουμε συνηθίσει ώς τώρα στη στάση, στην πρωτοβουλία και στον λόγο αυτού του πολιτικού. Τρία είναι τα χαρακτηριστικά που ξεφεύγουν από τα συνηθισμένα:

  • το θάρρος του να διαμορφώνει πολιτική
  • η ομολογία του ότι η ενωμένη Ευρώπη ήταν υπόθεση μιας ελίτ και πρέπει να αλλάξει προς μια Ευρώπη των πολιτών, με δημοκρατική αυτοδιάθεση
  • η πειστική στάση ενός ανθρώπου ο οποίος εμπιστεύεται τη δύναμη του λόγου που εκφράζει σκέψη.

Διαλέγοντας έναν πολύ γαλλικό όρο απευθύνεται ο Μακρόν στις 26 Σεπτεμβρίου στο φοιτητικό του κοινό και στην πολιτική ελίτ στη Γερμανία εξίσου, όταν αναφέρεται επανειλημμένα στην «κυριαρχία» (souveraineté), την οποία δεν μπορεί πλέον να την εξασφαλίσει το εθνικό κράτος, αλλά μόνον η Ευρώπη για τους πολίτες.

Μόνον υπό την προστασία και με τη δύναμη της ενωμένης Ευρώπης μπορούν αυτοί οι πολίτες να υπερασπιστούν τα κοινά τους συμφέροντα και τις αξίες τους, σ' έναν κόσμο που έχει έρθει τα πάνω κάτω. Ο Μακρόν τονίζει την «πραγματική» κυριαρχία σε σχέση με τη χιμαιρική κυριαρχία των Γάλλων «κυριαρχιστών». Λέει με τ' όνομά του το αναξιοπρεπές παιχνίδι του κυβερνητικού προσωπικού, το οποίο όταν βρίσκεται στη χώρα του αποστασιοποιείται από τους νόμους που το ίδιο έχει αποφασίσει στις Βρυξέλλες, και δεν ζητάει τίποτε λιγότερο από την εκ νέου ίδρυση μιας Ευρώπης που θα είναι ικανή να δρα πολιτικά τόσο στο εσωτερικό της όσο και προς τα έξω: αυτό εννοεί με τον όρο «κυριαρχία», την αυτοεξουσιοδότηση των Ευρωπαίων πολιτών.

Ως σταθμούς στον δρόμο προς τη θεσμοθέτηση της δυνατότητας κοινής δράσης, ο Μακρόν ονοματίζει τη στενότερη συνεργασία στην ευρωζώνη στη βάση ενός κοινού προϋπολογισμού. Η κεντρική και επίμαχη πρότασή του: «Ενας (τέτοιος) προϋπολογισμός μπορεί μόνο να συνοδεύεται από μια ισχυρή πολιτική καθοδήγηση μέσω ενός κοινού υπουργού και ενός κοινοβουλευτικού ελέγχου αξιώσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η ευρωζώνη με ένα κοινό διεθνές νόμισμα αρκεί για να προσφέρει στην Ευρώπη το πλαίσιο ώστε να αναπτυχθεί σε παγκόσμια οικονομική δύναμη».

Εχοντας την αξίωση να διαμορφώσει με πολιτικό τρόπο τα προβλήματα μιας ολοένα και πιο αλληλοεξαρτώμενης παγκόσμιας κοινωνίας, ο Μακρόν ξεχωρίζει όσο ελάχιστοι άλλοι από το στρώμα των πολιτικών στελεχών που έχουν χρόνια υπερφόρτωση, προσαρμόζονται καιροσκοπικά και αντιδρούν μονάχα από μέρα σε μέρα, χωρίς καμιά προοπτική.

Είναι να τρίβουμε τα μάτια μας: Υπάρχει κάποιος που θέλει να αλλάξει κάτι στο status quo; Υπάρχει κάποιος που έχει το επιπόλαιο θράσος να σταθεί απέναντι στη μοιρολατρική συνείδηση των φελάχων, οι οποίοι υποκύπτουν στις δήθεν επιτακτικές επιταγές μιας παγκόσμιας οικονομικής τάξης που έχει ενσωματωθεί σε μεγάλους διεθνείς οργανισμούς; Αν τον καταλαβαίνω σωστά, ο Μακρόν επιδεικνύει ένα καινούργιο ενδιαφέρον που δεν έχει ενταχθεί στο κομματικό μας σύστημα και ως εκ τούτου δεν εκπροσωπείται: ανάμεσα στον καθημερινό νεοφιλελευθερισμό του Κέντρου, στον αυτάρεσκο αντικαπιταλισμό των αριστερών εθνικιστών και στην μπαγιάτικη ταυτοτική ιδεολογία των δεξιών λαϊκιστών.

Είναι κομμάτι της αποτυχίας της σοσιαλδημοκρατίας το γεγονός ότι μια πολιτική κατά βάση φιλική προς την παγκοσμιοποίηση και στραμμένη προς την Ευρώπη, η οποία παράλληλα λαμβάνει υπόψη της τις κοινωνικές ζημίες και τις καταστροφές που προκαλεί ο αχαλίνωτος καπιταλισμός και ως εκ τούτου πιέζει επίσης προς την απαραίτητη διακρατική επαναρύθμιση των σημαντικότερων αγορών, δεν έχει κατορθώσει να αποκτήσει ένα διακριτό προφίλ, παρά τις προσπάθειες του Ζίγκμαρ Γκάμπριελ.

Την ελευθερία δράσης για μια τέτοια πολιτική δεν θα μπορούσε να τη διαθέτει ο Γκάμπριελ παρά μόνον ως υπουργός Οικονομικών ενός μεγάλου συνασπισμού με προοπτική να διαρκέσει και αποφασισμένου να συνεργαστεί με τον Μακρόν.

Το δεύτερο στοιχείο που διαφοροποιεί τον Μακρόν από άλλες πολιτικές προσωπικότητες είναι η ρήξη με μια σιωπηρή συναίνεση. Στην πολιτική τάξη, μέχρι στιγμής υπήρξε αυτονόητο ότι η Ευρώπη των πολιτών είναι μια υπερβολικά πολύπλοκη οντότητα και ότι ο στόχος της ευρωπαϊκής ενοποίησης είναι ένα ζήτημα πολύ περίπλοκο για να επιτραπεί στους ίδιους τους πολίτες να ασχοληθούν μαζί του.

Τα τρέχοντα θέματα της πολιτικής των Βρυξελλών αφορούν μόνο τους εμπειρογνώμονες και τους καλά ενημερωμένους εκπροσώπους συμφερόντων, ενώ οι αρχηγοί των κυβερνήσεων διευθετούν ανάμεσά τους τις πιο σοβαρές συγκρούσεις μεταξύ αντιφατικών εθνικών συμφερόντων, συνήθως αναβάλλοντας ή αποκλείοντάς τες.

Πάνω απ' όλα, ωστόσο, τα πολιτικά κόμματα συμφωνούν ότι τα ευρωπαϊκά ζητήματα θα πρέπει να αποφεύγονται στο μέτρο του δυνατού κατά τις εθνικές εκλογές, εκτός εάν τα τοπικά προβλήματα μπορούν να μετατεθούν στις πλάτες των γραφειοκρατών των Βρυξελλών. Και τώρα ο Μακρόν θέλει να καθαρίσει αυτή την κακοπιστία. Εχει ήδη σπάσει ένα ταμπού τοποθετώντας τη μεταρρύθμιση της Ευρώπης στο επίκεντρο της εκστρατείας του και καταφέρνοντας να κερδίσει, έναν χρόνο μετά το Brexit, αυτή την επίθεση ενάντια στα «θλιβερά πάθη της Ευρώπης».

Αυτό το δεύτερο στοιχείο προσδίδει, μέσα από τις δηλώσεις του Μακρόν, αξιοπιστία στη φράση που κατά τα άλλα ακούγεται συχνά: ότι η δημοκρατία είναι η ουσία του ευρωπαϊκού σχεδίου. Δεν μπορώ να κρίνω την εφαρμογή πολιτικών μεταρρυθμίσεων που έχει προεξαγγείλει για τη Γαλλία.

Μένει να αποδειχτεί αν εκπληρώνει την «κοινωνικά φιλελεύθερη» υπόσχεση να διατηρήσει τη δύσκολη ισορροπία μεταξύ κοινωνικής δικαιοσύνης και οικονομικής παραγωγικότητας. Ως αριστερός δεν είμαι «μακρονιστής» – εάν υπάρχει κάτι τέτοιο. Αλλά το πώς μιλάει ο Μακρόν για την Ευρώπη κάνει τη διαφορά. Μας ζητάει να κατανοήσουμε τους θεμελιωτές της Ενωσης, οι οποίοι θα είχαν δημιουργήσει μια Ευρώπη χωρίς τον πληθυσμό, επειδή ανήκαν σε μια φωτισμένη πρωτοπορία.

Ωστόσο, θέλει τώρα να μετατρέψει το σχέδιο της ελίτ σε σχέδιο των πολιτών και προωθεί προφανή βήματα προς την κατεύθυνση της δημοκρατικής αυτοδιάθεσης των Ευρωπαίων πολιτών έναντι των εθνικών κυβερνήσεων, οι οποίες αλληλοεξουδετερώνονται στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Γι' αυτό ζητεί όχι μόνον καθολικό δικαίωμα ψήφου στις ευρωπαϊκές εκλογές, αλλά και κατάρτιση υποψηφίων στα κόμματα με διακρατικές λίστες. Αυτό προωθεί τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού κομματικού συστήματος, χωρίς το οποίο το Κοινοβούλιο του Στρασβούργου δεν είναι δυνατό να γίνει ένας τόπος όπου τα κοινωνικά συμφέροντα μπορούν να υπερβούν τα σύνορα κάθε κράτους και να γενικευτούν.

Εάν κάποιος θέλει να αξιολογήσει σωστά τη σημασία του Εμανουέλ Μακρόν, τότε προκύπτει μια τρίτη πτυχή, ένα προσωπικό χαρακτηριστικό: ξέρει να μιλάει. Ο Γιούργκεν Κάουμπε εντυπωσιάστηκε από τη διανοητική μορφή τού καλά διαβασμένου φιλοξενούμενου μετά την αυτοσχέδια ομιλία του προέδρου κατά τη διάρκεια της έκθεσης βιβλίου. Ωστόσο, επειδή το άρθρο του στη συντηρητική εφημερίδα FAZ ήταν σε συγκεκριμένο πλαίσιο, παρέλειψε ένα σημείο που θεωρώ πολύ σημαντικό.

Δεν έχουμε να κάνουμε μόνο με έναν πολιτικό που κερδίζει την προσοχή, το κύρος και την επιρροή μέσω των ρητορικών ικανοτήτων του και της ευαισθησίας του στα γραπτά κείμενα. Μάλλον η ακριβής επιλογή των εμπνευσμένων προτάσεών του και η δύναμη άρθρωσης του λόγου δίνουν στην ίδια την πολιτική σκέψη μια αναλυτική οξύτητα και μια προωθητική δυναμική.

Ο Νόρμπερτ Λάμερτ ήταν ο τελευταίος που ξυπνούσε τις μνήμες των μεγάλων κοινοβουλευτικών αγορεύσεων του Γκούσταβ Χάινεμαν, του Αντολφ Αρντ και του Φριτς Ερλερ στην πρώιμη Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Φυσικά, η ποιότητα της άσκησης του επαγγέλματος του πολιτικού δεν μετριέται από το ρητορικό ταλέντο. Αλλά οι αγορεύσεις μπορούν να αλλάξουν την αντίληψη του κοινού για την πολιτική, να ανυψώσουν το επίπεδο και να διευρύνουν τους ορίζοντες της δημόσιας συζήτησης. Και μ' αυτόν τον τρόπο να βελτιώσουν την ποιότητα όχι μόνο της διαμόρφωσης της πολιτικής βούλησης, αλλά και της ίδιας της πολιτικής δράσης.

Εκεί όπου η αμορφία των τοκ σόου καθίσταται μέτρο της πολυπλοκότητας και της διάρκειας της δημόσιας επιτρεπτής πολιτικής σκέψης, ο Μακρόν ξεχωρίζει με τη μορφή των ομιλιών του. Προφανώς μας λείπει η ικανότητα να αντιλαμβανόμαστε τέτοιες ποιότητες, ακόμη και για το πότε και το πού μιας ομιλίας.

Ετσι, ο λόγος που εκφώνησε πρόσφατα ο Μακρόν στο δημαρχείο του Παρισιού με την ευκαιρία της επετείου της Μεταρρύθμισης δεν ήταν μόνο ενδιαφέρων από πλευράς περιεχομένου• δεν ήταν απλώς μια επιδέξια προσπάθεια να επανεξετάσουμε την ιστορία των θρησκευτικών συγκρούσεων στη Γαλλία ώσπου να προσαρμοστούν σε ένα κρατικό δόγμα, το αυστηρό γαλλικό κοσμικό κράτος, στις απαιτήσεις μιας πλουραλιστικής κοινωνίας. Αφορμή και θέμα για την ομιλία ήταν ταυτόχρονα μια χειρονομία προς τον προτεσταντικό πολιτισμό της γειτονικής χώρας – και την προτεστάντρια συνάδελφό του στο Βερολίνο.

Φυσικά, η απαίτηση και το στιλ εκπροσώπησης της κρατικής εξουσίας μάς έχουν γίνει ξένα τουλάχιστον από τη νοσταλγική άποψη του Καρλ Σμιτ για τον γαλλικό Αντιδιαφωτισμό τον 19ο αιώνα. Μπορεί να μην έχουμε την αίσθηση της βαρύτητας μιας ζωής στο παλάτι των Ηλυσίων, την οποία ο Μακρόν έχει περί πολλού αναδείξει στη συνέντευξή του στο περιοδικό Spiegel. Ομως, η βαθιά εξοικείωσή του με τη φιλοσοφία της ιστορίας του Χέγκελ, με την οποία αποκρίνεται σε μια ερώτηση σχετικά με τον Ναπολέοντα ως το «έφιππο παγκόσμιο πνεύμα», είναι ούτως ή άλλως εντυπωσιακή.

(Το άρθρο δόθηκε για δημοσίευση στο γερμανικό περιοδικό «Ντερ Σπίγκελ», το γαλλικό «Λ' Ομπς» και την ιταλική εφημερίδα «Ρεπούμπλικα»).

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 30/10/2017.

 

Το αδιανόητο, παραμορφωμένο στη γιορτή

«Ο φασισμός αρχίζει με τη σκέψη ότι όλοι οι άλλοι είναι ανόητοι», είχε πει ο Γάλλος ποιητής Πολ Βαλερί - ένας βαθύς στοχαστής της εποχής του. Την ίδια άποψη είχε ο στρατηγός Γιούργκεν Στρόοπ, ο δήμιος που, κατ' εντολή του Χίτλερ, είχε αναλάβει την εκκαθάριση του Γκέτο της Βαρσοβίας, στέλνοντας ψύχραιμα χιλιάδες να βρουν τον θάνατο στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Ο Στρόοπ υποστήριζε -πριν από τον απαγχονισμό του- πως «τους βλάκες πρέπει να τους κάνεις ευτυχισμένους όποια κι αν είναι η αρχική τους βούληση... Τους κάνεις ευτυχισμένους με εντολές για βία στο όνομα των "σωστών ιδεών"».

Ο Στρόοπ εφάρμοσε τις «σωστές ιδέες» στην Πολωνία και, μετά, στην Ελλάδα της Κατοχής. Κατά τη διάρκεια της εδώ θητείας του, το 1943, κατάφερε να οργανώσει πολύ πιο σκληρά την Γκεστάπο των Αθηνών και ήταν αυτός που απέσπασε από την ιταλική διοίκηση το στρατόπεδο συγκέντρωσης Χαϊδαρίου. Οι άνθρωποί του έστειλαν στην Πολωνία πάνω από 10.000 Ελληνοεβραίους, οι περισσότεροι από τους οποίους θανατώθηκαν στο στρατόπεδο του Αουσβιτς

Οταν ο Ιταλο-εβραίος χημικός, Πρίμο Λέβι, επιζών του Αουσβιτς, έγραφε το συγκλονιστικό «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος» στο μακρινό 1946, τόνιζε τον στόχο της ηθικής αντίστασης στο ανθρώπινο κακό. Μιλώντας για τη μνήμη σε μέλλοντα χρόνο έλεγε:

Πολλοί λαοί ή άτομα συμβαίνει να θεωρούν περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά ότι "κάθε ξένος είναι εχθρός"... Οταν αυτή η ανομολόγητη αλυσίδα αποτελέσει τη μείζονα πρόταση ενός συλλογισμού, τότε, στο τέλος της αλυσίδας βρίσκονται τα στρατόπεδα. Αυτό είναι το αποτέλεσμα μιας σύλληψης του κόσμου οδηγημένης στην έσχατη συνέπειά της. Οσο υπάρχει αυτή η αντίληψη, τα αποτελέσματά της θα μας απειλούν. Η ιστορία των στρατοπέδων εξόντωσης θα έπρεπε να ερμηνευτεί από όλους σαν ένα δυσοίωνο σημάδι κινδύνου

Τόσα χρόνια μετά, φαίνεται πως τίποτα από όλα αυτά δεν ήταν αιφνιδιαστικό. Ο όλεθρος ήταν απότοκο της διδασκαλίας του μίσους∙ της κατασκευής του «εχθρού» που πήρε, μαζί με τον ευρωπαϊκό χάρτη των τρένων του θανάτου, τη μορφή χιονοστιβάδας γεγονότων που συνοψίζονται στη λέξη «Ολοκαύτωμα». Φαινόταν αδιανόητο. Αλλά έγινε.

Η Ευρώπη τα βίωσε. Μάλιστα, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η Ελλάδα, μαζί με την Πολωνία, την Ιταλία και την ίδια τη Γερμανία, κατατάχθηκε μεταξύ των χωρών που υπέστησαν τα μεγαλύτερα δεινά του πολέμου. Αλλά γιατί επανεµφανίζονται στην Ευρώπη σήμερα τα χαρακτηριστικά του φασισμού; Πώς αντιμετωπίζουμε την εξάπλωσή τους; Συνήθως στα κείμενα, που μας αρέσει να τα λέμε μανιφέστα, απαντάει ο χρόνος και ακόμα καλύτερα οι αναγνώστες τους, που κι αυτοί μπαίνουν στη διαδικασία να συμφωνούν ή να διαφωνούν.

Ο Γκράμσι, ο Μπένγιαμιν, η Χάνα Αρεντ, ο Καµί, ο Τόµας Μαν, ο Αντόρνο, ο Βαλερί, ο Εκο, όλοι τους στοχαστές της γένεσης του φασισμού στον 20ό αιώνα, συµφωνούν, ο καθένας µε τον τρόπο του, στο εξής: ο φασισµός βασίζεται στην απουσία της ιδεολογίας και στην άρνηση ανθρώπινων, πνευµατικών αξιών· ευδοκιµεί όταν οι άνθρωποι παύουν να σκέφτονται και γίνονται αδιάφοροι. Πρόσφορο έδαφος για τον φασισµό είναι η υλική αβεβαιότητα, η δυσαρέσκεια, η σιωπή και η ακηδία των ελίτ κάθε είδους - φαινόµενα που δεν λείπουν από τη σημερινή Ευρώπη, από τη σημερινή Ελλάδα.

Κάθε χρόνο, την 28η Οκτωβρίου, γιορτάζουμε την είσοδό μας στον πόλεμο και όχι το τέλος του πολέμου. Γιορτάζουμε παραμορφώσεις. Στον απόηχο του τορπιλισμού της «Ελλης», το πνεύμα της «γιορτής» το είχαν εκφράσει πολύ καλά οι εφημερίδες της εποχής και οι ειδήσεις για το Επος του '40, μαζί με τα προσωπικά ημερολόγια. Ο Γ. Θεοτοκάς έγραφε τον Νοέμβριο του 1940: «Κόσμος πολύς χυμένος στους δρόμους, κίνηση εξαιρετική. Περνούν μονάδες του στρατού που πηγαίνουν στο μέτωπο. Οι φαντάροι τραγουδούν, το πλήθος χειροκροτεί και ζητωκραυγάζει.

»Αξίζει να είναι κανείς Ελληνας τις μέρες αυτές». Οπως είχε γίνει, πράγματι άξιζε. Το ίδιο πνεύμα είχε εκφράσει ο Σικελιανός στην κηδεία του Κωστή Παλαμά το 1943. Πάνω από τον ανοιχτό τάφο του Παλαμά, είχε απαγγείλει το φοβερό επικήδειο ποίημά του «Ηχήστε οι σάλπιγγες».

Εχουν περάσει 74 χρόνια από εκείνη την ημέρα του Φλεβάρη, που για μια στιγμή η Αθήνα και ολόκληρη η χώρα τόλμησε να ελπίσει πως θα έβλεπε τις σημαίες να ξεδιπλώνονται στον αέρα και τα βούκινα να προαναγγέλλουν την έλευση της λευτεριάς. Ομως, το κακό δεν σταμάτησε με το τέλος του πολέμου και, για μια φορά ακόμα, φαινόταν σαν να είναι (με τα λόγια του Παλαμά) «σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μες στη χώρα...»

Στον καιρό της ειρήνης, πολλά πνεύματα γύρεψαν να θάψουν νεκρούς και φαντάσματα, με ποίηση αποχαιρετισμού ή με πραγματείες χαμένων ευκαιριών. Πράγματι, γράφτηκαν πολλά. Ομως, το αδιανόητο είχε συμβεί: το δυναμικό, προηγμένο κράτος του 1900 είχε οδηγήσει την Ευρώπη στον ηθικό, φυσικό και πολιτισμικό όλεθρο. Αυτά τα σκεφτόμαστε στη γιορτή και στην ειρήνη;

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 28/10/2017.