Ο Διαφωτισμός ήταν ένα διανοητικό κίνημα με καταβολές στην Βρεταννία (Αγγλία και ιδίως Σκωτία). Έλαβε μαχητική μορφή και κυριάρχησε στην πνευματική ζωή της Γαλλίας κατά τον 18ο αιώνα. Από εκεί διαδόθηκε και στην υπόλοιπη Ευρώπη, συνοδεύοντας τις σεισμικές αναταράξεις που προκάλεσε η Γαλλική Επανάσταση και οι κατακτήσεις του Ναπολέοντα. Ο Διαφωτισμός σηματοδότησε την νεώτερη εποχή, απορρίπτοντας τις θεμελιώδεις παραδοχές του φεουδαλικού μεσαίωνα και διαμορφώνοντας τις καινούργιες γνωσιολογικές μεθόδους και αξιακές στάσεις που κρηπίδωσαν τον σημερινό πολιτισμό: ελευθερία της συνείδησης αντί για την παραδεδομένη αυθεντία, ισότητα αντί για την μεταφυσικά κατακυρωμένη ιεραρχία.
Οι ιδέες του Διαφωτισμού αντιμετώπισαν από την πρώτη στιγμή ισχυρούς αντιπάλους. Κατά την προεπαναστατική περίοδο στην Γαλλία ήταν η ασφυκτική λογοκρισία της δημόσιας ζωής και η κατασταλτική δύναμη της βασιλικής απολυταρχίας που έβαζαν τους πιο δύσκολους φραγμούς. Κατά την διάρκεια όμως και μετά την Επανάσταση αναπτύχθηκε και μια αξιόλογη διανοητική αντεπίθεση, με σχηματικά δύο αιχμές, μια συντηρητική και μια αντιδραστική. Σημαιοφόρος της συντηρητικής κριτικής των ιδεών του Διαφωτισμού υπήρξε ο Βρεταννός Έντμουντ Μπέρκ (Edmund Burke), ο οποίος επικαλούμενος την ιστορικότητα των θεσμών που είχε ανατρέψει η επανάσταση (εκκλησία και μοναρχία) τόνιζε ότι οι παραδόσεις και τα κοινά συναισθήματα είναι το συγκολλητικό του κοινού βίου, και ότι ο ψυχρός λόγος που επικαλείται μόνο την ιδιωτική ωφέλεια δεν είναι σε θέση να εμπνεύσει συλλογική δράση. Εκφραστής της αντιδραστικής τάσης ήταν ο Γάλλος Ζοζέφ ντε Μαίστρ (Joseph de Maistre), ο οποίος απέδιδε ένα θεοκρατικό θεμέλιο στην πολιτική κοινωνία, χωρίς το οποίο δεν μπορούσε κατ' αυτόν να υπάρξει ηθική υποταγή του ατόμου στην ολότητα, και ζητούσε την επιστροφή στην πνευματική και πολιτική τάξη που υπήρχε στην Γαλλία πριν από την επανάσταση.
Ο αντιδιαφωτισμός ήταν λοιπόν η σύνοψη όλων των πολιτικών και φιλοσοφικών αντιλήψεων που απέρριπταν την έννοια της προόδου και υπερασπίζονταν τα προνόμια των ιστορικά εδραιωμένων εξουσιών. Και σαν τέτοιος ήταν ανάθεμα για το ογκούμενο δημοκρατικό και σοσιαλιστικό κίνημα του 19ου αιώνα. Στην Γαλλία ιδίως καθ' όλην αυτήν την περίοδο, και ιδίως μετά το 1871, οι ιδέες του Διαφωτισμού υπήρξαν το λάβαρο του δημοκρατικού στρατοπέδου, των υπερασπιστών της κληρονομιάς του 1789, ενάντια στην «άλλη Γαλλία» των νοσταλγών του μοναρχικού δεσποτισμού και της κληρικοκρατίας.
Ο 20ος αιώνας σφραγίστηκε από αιματηρές καταρρεύσεις, που ρίζα τους είχαν την άρνηση ή την καταπάτηση της κληρονομιάς του Διαφωτισμού. Μέσα στο ιστορικό αυτό πλαίσιο η συζήτηση για την σημασία των ιδεών του στη διαμόρφωση του σύγχρονου κόσμου αναζωπυρώθηκε με ιδιαίτερη ένταση. Οι ολοκληρωτισμοί που πρωτοστάτησαν στο δολοφονικό όργιο του περασμένου αιώνα έκαναν χρήση τεχνολογικών μέσων για την ισοπέδωση της κοινωνίας και την εξόντωση εκείνων των τμημάτων της που δεν εντάσσονταν στον ολοκληρωτικό σχεδιασμό. Αυτό οδήγησε στην αμφισβήτηση και της ίδιας της διαφωτιστικής παρακαταθήκης, με δεδομένο ότι η ιδέα της επιστήμης ήταν ο ακρογωνιαίος της λίθος.
Η πρώτη ριπή σ' αυτήν την νέου τύπου αντιδιαφωτιστική ομοβροντία ρίχτηκε το 1931 με την δημοσίευση του έργου του Αμερικανού ιστορικού Carl Becker με τίτλο Η επουράνια πολιτεία των φιλοσόφων του 18ου αιώνα (The Heavenly City of the Eighteenth-Century Philosophers). Βασική θέση εδώ είναι ότι οι διαφωτιστές, παρ' όλο το μένος τους κατά της δεισιδαιμονίας και του κληρικαλισμού, στην πραγματικότητα ζητούσαν να πυργώσουν την δική τους ουτοπία στην θέση εκείνης του θεοκρατικού μεσαίωνα. Θεός τους τώρα ήταν ο Καθαρός Λόγος και οι ενοράσεις του, οι οποίες και αυτές έχτιζαν μιαν ιδεώδη πολιτεία στον ουρανό. Μια καινούργια πίστη, λοιπόν, ερχόταν να αντικαταστήσει την απαξιωμένη χριστιανική. Και από αυτήν την σκοπιά ο 18ος αιώνας μόνο στην ορολογία και την ρητορική διέφερε από τον 13ο.
Η θεωρητική αυτή επίκριση συνοδεύτηκε είκοσι περίπου χρόνια αργότερα από μιαν άλλη πολιτική, και ως εκ τούτου πολύ πιο εκρηκτική. Διατυπώθηκε το 1952 στο βιβλίο του Jacob Talmon με τίτλο The Origins of Totalitarian Democracy (Οι απαρχές της ολοκληρωτικής δημοκρατίας). Το έργο αυτό αποδίδει στον διαφωτισμό όχι την εννοιολογική θεμελίωση της φιλελεύθερης δημοκρατίας, αλλά αντίθετα τις αξιολογικές παραδοχές που οδήγησαν στον σύγχρονο ολοκληρωτισμό. Πρωταγωνιστής στην ερμηνεία αυτή είναι ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ, στην σκέψη του οποίου η κοινωνία της ισότητας που χτίζει το Κοινωνικό Συμβόλαιο προϋποθέτει την απεμπόληση από τον πολίτη της ατομικότητάς του και την ολοκληρωτική του υποταγή στα κελεύσματα μιας «γενικής βούλησης» που είναι αμάχητη. Μόνο έτσι μετουσιώνεται από κτητικό άτομο σε ηθικό υποκείμενο. Το διαβόητο σύνθημα ότι η δημοκρατική εξουσία έχει το δικαίωμα να μας «καταναγκάσει να γίνουμε ελεύθεροι» είναι κατά τον Talmon το υπόβαθρο κάθε ολοκληρωτικής ιδεολογίας. Η μαζική κινητοποίηση των πολιτών-στρατιωτών (levee en masse) κατά την Γαλλική Επανάσταση, αλλά κυρίως η τρομοκρατία του Ροβεσπιέρρου ήταν οι πολιτικές πραγματώσεις των ρουσσωικών προταγμάτων, και από αυτές παραδειγματίστηκαν οι ολοκληρωτισμοί του 20ου αιώνα. Το αντιδιαφωτιστικό επιχείρημα του Talmon υιοθετεί την ιδεολογική σκοπιά της φιλελεύθερης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, της οποίας πατρίδα θεωρεί την Βρεταννία και όχι την Γαλλία. Και από την οπτική αυτή υποβαθμίζει δραστικά τους Γάλλους στοχαστές όπως ο Βολταίρος και ο Μοντεσκιέ που είχαν ακριβώς την Βρεταννία ως πολιτικό τους πρότυπο.
Μια τρίτη απόρριψη του διαφωτιστικού ιδεώδους, αυτήν την φορά από μαρξίζουσα οπτική γωνία, ήταν η διαβόητη Διαλεκτική του Διαφωτισμού των Αντόρνο και Χόρκχάιμερ, η οποία είχε ευρύτατη απήχηση. Γραμμένη κατά την διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου στην Αμερική, και υπό την επήρεια του Ολοκαυτώματος, το έργο αυτό που δημοσιεύθηκε το 1944 απηχεί κυρίως την αδυναμία των συγγραφέων του να ενταχθούν στην αμερικανική πολιτιστική και κοινωνική ζωή. Βασική του ιδέα είναι ότι ο διαφωτισμός ορίζεται από την έννοια του «εργαλειακού λόγου», την τεχνοκρατική δηλ. διεύθυνση και ομογενοποίηση της κοινωνίας που ξερριζώνει κάθε διάθεση κριτικότητας. Από την σκοπιά αυτή και ο ναζισμός και ο σταλινισμός και ο «ύστερος καπιταλισμός» είναι απολήξεις του διαφωτισμού. Το έργο αυτό περιέχει μια οξεία ανάλυση της σύγχρονης «μαζικής κουλτούρας», που είναι και το μόνο τμήμα του που έχει πραγματική κοινωνιολογική αξία. Κατά τ' άλλα απουσιάζει εδώ η παραμικρή αναφορά, πολλώ δεν μάλλον διεξοδική ανάλυση της σκέψης των πρωτεργατών του διαφωτισμού.
Απέναντι στις αμφισβητήσεις αυτές υψώθηκε κατ' αρχήν η εμπνευσμένη υπεράσπιση του διαφωτιστικού ιδεώδους από τον Ernst Cassirer στο εμβληματικό έργο του Η φιλοσοφία του Διαφωτισμού που δημοσιεύθηκε το 1932. Μπροστά στην παλίρροια της ναζιστικής βίας, που απειλούσε να καταλύσει την δημοκρατία της Βαϊμάρης, θαρραλέος υπερασπιστής της οποίας υπήρξε, ο Κασσίρερ ανατρέχει στην έννοια της αυτόνομης συνείδησης, ιδίως στην επεξεργασία της από τον Καντ, που είναι το πολυτιμότερο κεκτημένο του Διαφωτισμού. Αυτήν θεωρεί και το ισχυρότερο έρεισμα του δημοκρατικού ανθρωπισμού απέναντι στην επερχόμενη βαρβαρότητα.
Στα ίχνη του Κασσίρερ περπατάει και ο πιο σημαντικός μελετητής του Διαφωτισμού μετά τον πόλεμο, ο Peter Gay, μετανάστης και αυτός στις Ηνωμένες Πολιτείες από την χιτλερική Γερμανία. Αφετηρία της ερμηνείας του, στο έργο Enlightenment: An Interpretation (Διαφωτισμός: μια ερμηνεία) του 1966, είναι η απόρριψη των θέσεων του Becker που κυριαρχούσαν λίγο πολύ στην Αμερικανική ακαδημαϊκή συζήτηση μέχρι τότε. Μέσα από μια εξονυχιστική ανάλυση των βασικών ιδεών και διανοητών του διαφωτιστικού κινήματος ο Gay δείχνει ότι δεν υπάρχει καμμία σχέση ανάμεσα στην μεσαιωνική θεολογία και τον επιστημονικό λόγο. Η κρίσιμη διαφορά έγκειται στην προϋπόθεση της κριτικότητας που διαποτίζει την διαφωτιστική αντίληψη της θεωρίας. Ο λόγος εδώ υπόκειται στον έλεγχο της αισθητηριακής εμπειρίας και δεν υπηρετεί προϋπάρχουσες κοσμοθεωρητικές δεσμεύσεις. Ο όρος «πίστη» στην επιστημονική έρευνα δεν έχει καμμία σχέση με το υπέρλογο, αλλά αναφέρεται στην αξιοπιστία των ευρημάτων της πειραματικής διαδικασίας. Συνεπώς ο Διαφωτισμός εξοβελίζει κάθε υπερφυσική αυθεντία από την σφαίρα του στοχασμού, αναδεικνύει την φυσικότητα του ανθρώπου και προκρίνει την πρακτική αυτεξουσιότητα της αυτόνομης συνείδησης. Ο Διαφωτισμός είναι ένας «νεωτερικός παγανισμός» και ο καθαρισμός αυτός της πολιτιστικής σφαίρας από κάθε θεοκρατική ποδηγέτηση είναι θεμελιώδης προϋπόθεση για την διεκδίκηση της πολιτικής ελευθερίας.
Οι θέσεις του Gay αποτέλεσαν σημείο αναφορά της σύγχρονης συζήτησης, δέχθηκαν όμως και διεξοδική κριτική γύρω από δύο κυρίως άξονες. Ο πρώτος είχε να κάνει με την Γαλλοκεντρική προσέγγιση του Gay, ο δεύτερος με τον ισχυρισμό του ότι ο διαφωτισμός έβαλε τα θεμέλια της σύγχρονης δημοκρατίας. Σημαντικές εστίες διαφωτιστικής σκέψης όμως υπήρχαν και σε άλλες χώρες, πρωτίστως στην Αγγλία και την Σκωτία, και η Βρεταννική κληρονομιά ήταν προϋπόθεση για την ανάπτυξη του Διαφωτισμού στην Γαλλία. Ο Βρεταννικός διαφωτισμός δεν ήταν ριζοσπαστικός και ανατρεπτικός, επειδή δεν στόχευε σε μια μελλοντική επανάσταση. Αντίθετα εδραζόταν ιστορικά σε μια επανάσταση που είχε ήδη λάβει χώρα, την Ένδοξη Επανάσταση του 1688, η οποία είχε θεμελιώσει ένα συνταγματικό καθεστώς περιορισμένης μοναρχίας το οποίο ερχόταν εκ των υστέρων να δικαιώσει θεωρητικά η πολιτική φιλοσοφία. Ο Αγγλικός συνταγματισμός ήταν και το πρότυπο των Γάλλων διαφωτιστών, όπως ο Βολταίρος και ο Μοντεσκιέ. Οι στοχαστές αυτοί δεν ζητούσαν με κανένα τρόπο την ανατροπή της μοναρχίας, αλλά την μεταρρύθμισή της και ήταν επικριτές της «δημοκρατίας» (republique). Ταυτόχρονα οι σχέσεις τους με τα καθεστώτα της «πεφωτισμένης απολυταρχίας» στην Πρωσσία και στην Ρωσία ήταν στενές. Το πολιτικό όμως μέλλον της Ευρώπης, σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή, ήταν οι δημοκρατικοί θεσμοί που ξεπήδησαν μέσα από την εμπειρία της Γαλλικής Επανάστασης. Αυτή, και όχι ο Διαφωτισμός, έθεσε το υπόβαθρο της νεωτερικής κοινωνίας. Όμως ούτε και οι επικριτές του Gay ήταν διατεθειμένοι τελικά να αρνηθούν ότι η κριτική του παλαιού καθεστώτος από τους διαφωτιστές συνέβαλε στην δυσφορία με τις καταπιεστικές του τακτικές, η οποία τροφοδότησε ιδεολογικά το πολιτικό κίνημα που απέφερε την επανάσταση. Η καταδίκη ιδίως του δεσποτισμού από τον Μοντεσκιέ ήταν αποφασιστική προς αυτήν την κατεύθυνση.
Η θέση όμως ότι ο Γαλλικός διαφωτισμός, που υπήρξε ένα «εξημερωμένο» ρεύμα κριτικής του σαλονιού από ανθρώπους που κυκλοφορούσαν άνετα στους διαδρόμους του παλαιού καθεστώτος, ήταν αντιπροσωπευτικός του Διαφωτισμού γενικά αμφισβητήθηκε κατηγορηματικά από τον πιο σημαντικό συνεχιστή του Gay, τον Jonathan Israel. Σύμφωνα με την ερμηνεία του Israel, ο Διαφωτισμός είχε πολύ ευρύτερη έκταση απ' ό,τι αφήνει να εννοηθεί η Γαλλοκεντρική ανάγνωσή του. Η Βρεττανία ήταν όντως η πηγή της μετριοπαθούς εκδοχής του που επηρέασε τους Γάλλος στοχαστές. Όμως στην Ολλανδία του τέλους του 17ου αιώνα αναπτύχθηκε μια εναλλακτική και άκρως πιο ριζοσπαστική θεώρηση, που πήγασε από την σκέψη του Μπαρούχ Σπινόζα. Ο Israel δείχνει ότι ο υπόρρητος αθεϊσμός και οι δημοκρατικές ιδέες του Σπινόζα είχαν πλατύτατη εμβέλεια. Στην ίδια την Γαλλία συνέτειναν στην ριζοσπαστικοποίηση του διαφωτιστικού επιχειρήματος όπως αυτή εμφαίνεται μέσα από την σκέψη του Ντενί Ντιντερό. Ο Israel συμφωνεί με την εκτίμηση του Gay ότι ο Διαφωτισμός είναι το θεμέλιο της νεωτερικότητας, ακριβώς όμως λόγω του δημοκρατικού ριζοσπαστισμού που αναβλύζει από το σπινοζικό ρεύμα.
Οι έρευνες του Israel συνέβαλαν στην διεύρυνση της ιστορικής οπτικής, ανιχνεύοντας διαφωτιστικές τάσεις και στην απομακρυσμένη περιφέρεια της Ευρώπης. Μέσα στο πλαίσιο αυτό πρέπει να αναφερθεί και η καθοριστική συμβολή του Π. Κιτρομηλίδη, το πολυσύνθετο έργο του οποίου έδωσε στον νεοελληνικό διαφωτισμό την κεντρική θέση που του αξίζει μέσα στο ευρύ ανανεωτικό κίνημα της Ευρωπαϊκής διανοητικής πρωτοπορίας.
2.
Προπομπός του Διαφωτισμού υπήρξε η Αναγέννηση, οποία έβαλε πάλι τον άνθρωπο ως φυσική οντότητα στο κέντρο του προβληματισμού της. Κοσμοϊστορική εφαρμογή του νέου αυτού ανθρωπισμού ήταν η νέα φυσική επιστήμη, που αποτίναξε την θεολογική αυθεντία και έβαλε ένα καινούργιο θεμέλιο στην γνώση. Από δω και πέρα πηγή της αλήθειας θεωρείται αποκλειστικά η εμπειρική παρατήρηση και η μαθηματική επεξεργασία των πειραματικών ευρημάτων: esperienze sensate και μαθηματικά μοντέλα, όπως το εκφράζει ο μέγας Γαλιλαίος. Στην ρήση του ότι «το βιβλίο της φύσης είναι γραμμένο στην γλώσσα των μαθηματικών» αντηχεί ξανά η πυθαγόρεια-πλατωνική αντίληψη για τον κόσμο, μια ιδέα που έπαιξε κρίσιμο ρόλο στην φιλοσοφική ανατροπή του μεσαιωνικού σχολαστικισμού και της αριστοτελικής τελολογικής αντίληψης για το φυσικό σύστημα. Η σύγκρουση του Γαλιλαίου με την Ρωμαιοκαθολική εκκλησία σηματοδοτεί την απαρχή της νεώτερης εποχής.
Ο πρώτος σημαδιακός φιλοσοφικός καρπός της νέας επιστήμης ήταν η γνωσιολογία του Καρτεσίου. Εδώ η μεθοδολογική αρχή της καθολικής αμφιβολίας (de omnibus dubitandum) θεμελιώνει τελικά ένα σύστημα διανοητικού ενορατισμού (intuitionismus) που πρότυπό του έχει την αξιωματική μέθοδο των μαθηματικών. Η ιδέα των «εμφύτων ιδεών» συνδυάζεται εδώ με την μηχανιστική περιγραφή του φυσικού συστήματος, η οποία επίσης εδράζεται σε ορθολογικά αξιώματα, όπως π.χ. ότι «η ύλη ταυτίζεται με την έκταση». Το φυσικό σύστημα του Καρτεσίου διαψεύσθηκε από την κοσμολογία του Νεύτωνα. Όμως ο σκεπτικισμός που εισηγείται η σκέψη του, αλλά κυρίως η εκρηκτική διακήρυξη του «σκέπτομαι άρα υπάρχω» (cogito ergo sum) τον τοποθετούν δικαιωματικά ανάμεσα στους προπάτορες του Διαφωτισμού.
Στην φιλοσοφία του Καρτεσίου και των οπαδών του πάντως επικρατεί τελικά ένας ορθολογικός δογματισμός, η πεποίθηση δηλ. ότι «ο γεωμετρικός τρόπος», όπως τον ονομάζει ο Σπινόζα, επιτρέπει την τέλεια γνώση των πάντων έως τις πρωταρχικές τους αιτίες (εδώ καταλέγεται ο Θεός). Η γνώση αυτή είναι δυνατόν να οργανωθεί με την μορφή ενός ολοκληρωμένου «συστήματος» που περιλαμβάνει τις πρώτες αρχές και όλες τις λογικές τους συνέπειες. Αυτό είναι και το περίφημο «συστηματικό πνεύμα» (esprit de système) που κυριαρχεί κατά τον 17ο αιώνα. Αυτήν ακριβώς την δογματική προκατάληψη διέλυσε η επιστημολογία του Νεύτωνα, ο οποίος είναι και ο πραγματικός θεμελιωτής του πνεύματος του Διαφωτισμού που επεκράτησε κατά τον 18ο αιώνα, στην Βρεταννία αλλά και στην Γαλλία.
Με τον Νεύτωνα ολοκληρώνεται η επανάσταση στην φυσική επιστήμη που άρχισε με τον Κοπέρνικο και τον Γαλιλαίο. Το κρίσιμο όμως εδώ είναι, από φιλοσοφικής σκοπιάς, ότι μαζί με την ολοκληρωμένη κοσμολογική θεωρία εκτίθενται με σαφήνεια και οι επιστημολογικές της προϋποθέσεις. Οι φυσικοί νόμοι, λέει ο Νεύτων, δεν είναι παρά «γενικεύσεις» (inductions) από το συλλεγέν παρατηρησιακό υλικό, οι οποίες στην συνέχεια επαληθεύονται πειραματικά, καθώς επιτρέπουν την εξήγηση όλο και περισσότερων φαινομένων αλλά και την πρόβλεψή τους. Οι φυσικοί νόμοι εξηγούν τα φαινόμενα και μόνο, και δεν στοχεύουν να διεισδύσουν στις «πρώτες αρχές» τους –όπως φιλοδοξούσαν οι μεγάλοι μεταφυσικοί του 17ου αιώνα. Σύμφωνα με την εμβληματική διακήρυξη του Νεύτωνα στην επιστήμη hypotheseis non fingo: δηλ. δεν επινοώ θεωρίες apriori, δεν διατυπώνω εξηγητικές υποθέσεις που δεν στηρίζονται στην παρατήρηση, μ' άλλα λόγια δεν χρησιμοποιώ την ορθολογική ενόραση.
Πάνω στα κεκτημένα της νευτώνειας επιστήμης ορθώθηκε το καθαυτό φιλοσοφικό οικοδόμημα του Διαφωτισμού, δηλαδή η ανάλυση της ανθρώπινης γνωστικής δύναμης από τον Τζών Λόκ και τον Νταίηβιντ Χιούμ. Το μέλημα που ενώνει τους δυο αυτούς πρωτεργάτες του επιστημονικού εμπειρισμού είναι ο καθορισμός των ορίων της ανθρώπινης διάνοιας. Και οι δυό απορρίπτουν την δογματική πρόφαση της απόλυτης γνώσης. Ο θεωρητικός νους δεν έχει από την φύση του την ικανότητα να εισχωρήσει στην ουσία των φυσικών πραγμάτων όπως είναι αυτά καθαυτά. Ό,τι γνωρίζουμε για τον κόσμο βασίζεται επάνω στις «εντυπώσεις» (impressions) που προκαλούν επάνω στα αισθητήρια όργανά μας τα όντα που προσπίπτουν σ' αυτά και τα ερεθίζουν. Μέσα από την συστηματική ταξινόμηση των εντυπώσεων αυτών σχηματίζουμε τις σχετικά σταθερές «ιδέες» (ideas) που σχηματίζουμε για τα πράγματα, ιδέες που συνενώνουν τις ουσιώδεις ιδιότητες του κάθε πράγματος όπως αυτές έχουν φανερωθεί μέσα από την συλλογική μας εμπειρία. Ο ανθρώπινος νους, λέει ο Λοκ, προτού αρχίσουν να γράφουν ούτως ειπείν επάνω του τα εξωτερικά αντικείμενα, είναι μια «άγραφη δέλτος» (tabula rasa). Οι «έμφυτες ιδέες» του Καρτεσίου είναι ένα συνεπώς ένα μύθευμα, που ενδεχομένως κολακεύει τον άνθρωπο εκτρέφει όμως την δογματική οίηση που βραχυκυκλώνει την κριτική σκέψη. Ο άνθρωπος μπορεί να γνωρίζει μόνο μέχρι εκεί που πηγαίνουν οι αισθήσεις του. Οτιδήποτε βρίσκεται εκτός του πεδίου της παρατήρησης δεν είναι δυνατόν να γίνει γνωστό. Αυτό όμως δεν πρέπει να μας απογοητεύει. Επειδή για όλους τους ζωτικούς μας στόχους η εμπειρία παρέχει ικανές γνώσεις για την πρακτική υπερπήδηση των εμποδίων και για την συνεχή βελτίωση των συνθηκών της ζωής μας. Η «βαθειά μεταφυσική», εκτός από αδύνατη, είναι συνεπώς και αχρείαστη και για την επιστήμη και για τον κοινωνικό βίο. Οτιδήποτε τεκμαίρεται από την εμπειρία είναι η πλέον πιθανή αλήθεια για τον υλικό, εξωτερικό κόσμο. Πάνω σ' αυτήν προσωρινά πατάμε για να επιβιώσουμε, μέχρις ότου η ίδια πάλι εμπειρία να την τροποποιήσει κ.ο.κ. επ' άπειρον.
Ο Χιούμ συντάσσεται πλήρως με την ως άνω εμπειρική ανάλυση της γνώσης. Η γνωσιοθεωρία του όμως την επεκτείνει τόσο δραστικά που αφαιρεί και το τελευταίο υπόβαθρο, πιθανολογικής και προσωρινής έστω, βεβαιότητας. Ο Λόκ πίστευε ότι η ποσοτική διάσταση των πραγμάτων, δηλ. τα μαθηματικώς μετρήσιμα χαρακτηριστικά τους (οι λεγόμενες «πρωτεύουσες ιδιότητες», primary qualities), πάνω στα οποία χτίζεται η επιστημονική γνώση, παρέχουν πρόσβαση στην «ουσία» των πραγμάτων. Αυτή παραμένει σταθερή στον χρόνο, όσο κι αν δεν γνωρίζουμε τον βαθύτερη, πρωταρχική αιτία που «συγκρατεί» αυτήν την συγκεκριμένη δέσμη γνωρισμάτων στο διηνεκές, και κάνει ένα πράγμα αυτό που είναι κι όχι άλλο. Ο Χιουμ έρχεται να διαλύσει και την τελευταίο αυτό ίζημα ορθολογικού δογματισμού που επεβίωνε στην εμπειριστική γνωσιολογία. Ακόμα και τα ποσοτικά χαρακτηριστικά των πραγμάτων δεν είναι παρά γενικεύσεις από την συνεχή παρατήρηση, και δεν μας λένε τίποτε άλλο από την συχνότητα με την οποία έχει παρατηρηθεί ο συγκεκριμένος όγκος και βάρος ενός μήλου, η φωτιά να καίει κτλ. Το ότι θεωρούμε αυτήν και όχι άλλη την «ουσία» ενός πράγματος δεν είναι τίποτε άλλο από μια υποκειμενική συνήθεια, μια συλλογική προσδοκία του είδους βασισμένη στην μνήμη, και δεν οφείλεται σε οποιαδήποτε πρόσβαση στην αντικειμενική του κατασκευή. Ακόμα και αυτή η κρίσιμη επιστημονικά κατηγορία της αιτιότητας δεν είναι τίποτε άλλο από μια συνήθεια που την στηρίζει μια υποκειμενική πεποίθηση και τίποτε άλλο. Η εμπειρική γενίκευση (induction) για να στηρίξει μια πρόβλεψη, βασίζεται στην προπαραδοχή ότι στο μέλλον η φύση θα λειτουργεί με τις ίδιες νομοτέλειες όπως στο παρελθόν. Αλλά για την πίστη αυτή δεν υπάρχει, και ούτε μπορεί ποτέ να υπάρξει, η παραμικρή εμπειρική επιβεβαίωση. Προφανώς στην καθημερινή ζωή (όταν «παύουμε να είμαστε φιλόσοφοι») στηριζόμαστε πάνω στις μνήμες μας από το χθες, και όταν σκεφτόμαστε το αύριο το φανταζόμαστε όπως το σήμερα. Όμως αυτό, από αυστηρή θεωρητική σκοπιά, είναι μια απλή εικασία που εναρμονίζεται με την ιδέα του κόσμου που μας είναι οικεία από το παρελθόν. Δεν έχει συνεπώς καμμιά σχέση με βέβαιη γνώση. Βεβαιότητα δεν υπάρχει όταν αναφερόμαστε στα φυσικά γεγονότα (matters of fact). Υπάρχει μόνο μέσα στο μυαλό μας όταν συνδυάζουμε ιδέες (relations of ideas) σύμφωνα με τους κανόνες της μαθηματικής λογικής. Αλλά τα μαθηματικά δεν αναφέρονται στην εμπειρική πραγματικότητα. Είναι απολύτως βέβαιο εκ των προτέρων ότι σήμερα ή βρέχει ή δεν βρέχει. Όμως λέγοντας αυτό δεν έχουμε την παραμικρή ιδέα για το τι καιρό κάνει σήμερα, τουτέστιν καμμιά απολύτως γνώση για την εμπειρική πραγματικότητα.
Από την συλλογιστική αυτή προκύπτει ένα ριζοσπαστικό συμπέρασμα: ότι ο επιστημονικός (και μαθηματικός λόγος) δεν είναι το ηγεμονικό στοιχείο στην ζωή. Ο λόγος δεν κυβερνάει, αλλά κυβερνάται από την βούληση. Η βούληση θέτει τους ζωτικούς στόχους για το άτομο και το είδος μέσα στο φυσικό περιβάλλον, και ο λόγος κινητοποιείται για να επιλέξει τα μέσα για την επίτευξη του βουλητικού τέλους. Από μόνος του ο λόγος είναι παντελώς ανίκανος να κινητοποιήσει για δράση. Είναι ένα (αποτελεσματικό) εργαλείο υποτεταγμένο σε άλλες κυρίαρχες ψυχικές δυνάμεις. Ο λόγος, λέει ο Χιουμ, είναι «δούλος των παθών».
Η άτεγκτη, λοιπόν, λογοκρατία του Διαφωτισμού που επικαλούνται οι εχθροί του, τότε και σήμερα, δεν είναι παρά ένα βολικό μύθευμα. Ο Διαφωτισμός δεν ταυτίζεται με την κυριαρχία του στεγνού και αφηρημένου Λόγου, με ένα δογματισμό που ξερριζώνει το συναίσθημα και αρνείται την δημιουργική φαντασία. Ο διαφωτιστικός εμπειρισμός, αντίθετα, όργωσε το έδαφος πάνω στο οποίο φύτρωσε αργότερα η ποιητική του ρωμαντισμού.
3.
Ο Διαφωτισμός έχει καταγραφεί στην πεπαιδευμένη κοινή γνώμη ως ένα κατ' εξοχήν Γαλλικό διανοητικό κίνημα. Και σ' αυτό έχουν συμβάλει ερμηνείες όπως του Κασσίρερ και του Γκαίυ οι οποίες τείνουν να υποβαθμίσουν τις Βρεταννικές του καταβολές. Όμως οι πρωτεργάτες του Διαφωτισμού στην Γαλλία είχαν τάξει στον εαυτό τους το καθήκον να μεταλαμπαδεύσουν στη χώρα τους τις Βρεταννικές επιστημονικές και γνωσιοθεωρητικές αντιλήψεις τις οποίες θεωρούσαν ως προϋπόθεση για την πολιτική ελευθερία που επικρατούσε στην άλλη όχθη της Μάγχης. Ο Βολταίρος, ο Νταλαμπέρ και ο Μοντεσκιέ ύψωναν ως πρότυπο την Αγγλική κοινοβουλευτική μοναρχία και την εκρηκτική άνθιση των επιστημών στη χώρα αυτή για να επικρίνουν τον δεσποτισμό του γαλλικού «παλαιού καθεστώτος» που κύριο χαρακτηριστικό του ήταν ο δραστικός περιορισμός της ελευθερίας του λόγου και της συνείδησης. Το χαρακτηριστικό βολταιρικό σύνθημα écrasez l'infâme («συντρίψτε, εξαλείψτε την ντροπή») στόχευε τον Ρωμαιοκαθολικό κλήρο και την στραγγαλιστική του κυριαρχία στην παιδεία και στην κοινωνική ζωή. Ο αγώνας του Βολταίρου για την δικαστική αποκατάσταση του Καλάς, ενός προτεστάντη που κάτω από την πίεση του θρησκόληπτου όχλου είχε εκτελεστεί στον τροχό μετά από φρικτά βασανιστήρια για φόνο τον οποίο δεν διέπραξε μόνο και μόνο επειδή ήταν προτεστάντης, παραμένει ένα από τα φωτεινότερα ορόσημα του αγώνα για την ελευθερία στην Ευρώπη. Ο Βολταίρος μαχόταν για να επικρατήσουν στην Γαλλία οι αρχές της θρησκευτικής ελευθερίας (της «ανοχής») που είχαν διακηρυχθεί από τον Τζών Λόκ και είχαν επικρατήσει στον αγγλικό δημόσιο βίο.
Ο Λόκ και ο Νεύτων, πράγματι, ήταν οι δάσκαλοι του Βολταίρου και η φιλοσοφική αποστολή που ανέλαβε ήταν η εκλαΐκευση και η διάδοση των ιδεών τους ανάμεσα στους συμπατριώτες τους. Προϋπόθεση γι' αυτό ήταν όχι μόνο η καταπολέμηση του εκκλησιαστικού σκοταδισμού, αλλά και εκείνου του πιο εκλεπτυσμένου μυστικισμού που εκπορευόταν από ένα μεγάλο όντως πνεύμα όπως ο Πασκάλ, ο οποίος ξεχώριζε τον μαθηματικό λογισμό (esprit géométrique) από την υπέρτερη πνευματική ενόραση (esprit de finesse) που μόνη φανερώνει τα έσχατα μυστήρια της ζωής. Η θεωρία των «εμφύτων ιδεών» του Καρτεσίου ήταν μια ορθολογικότερη εκδοχή ενός κατά βάσιν θεολογικού δόγματος περί του χωρισμού σώματος και ψυχής, το οποίο επίσης πολεμούσε αδιάλλακτα ο Βολταίρος. Ως αντίδοτο, λοιπόν, στην συνεχιζόμενη ολέθρια επιρροή της θεολογικής δεισιδαιμονίας στην φιλοσοφία ο Βολταίρος προέτασσε την «σοφή και μετριοπαθή» (sage et modeste) επιστημολογία του Λόκ. Ο σοφός αυτός, μας πληροφορεί, τόλμησε να γράψει την «ιστορία της ανθρώπινης ψυχής» ενώ όλοι οι προ αυτού φιλόσοφοι έγραφαν το «μυθιστόρημά» της:
Tant de raisonneurs ayant fait le roman de l'âme, un sage est venu qui en a fait modestement l'histoire.
Και η ιστορία αυτή βασιζόταν στην εύλογη εικασία ότι ο Θεός κάλλιστα θα μπορούσε να είχε πλάσει ένα κομμάτι ύλης με την εγγενή ιδιότητα του σκέπτεσθαι, μια ιδέα που σκανδάλισε όλους τους παραδοσιακούς θεολόγους. Παράλληλα, καταλήγει ο Βολταίρος, ένας άλλος Άγγλος σοφός κατέρριπτε το φυσικό σύστημα του Καρτεσίου, που κι αυτό όπως προείπαμε στηριζόταν στην «διανοητική ενόραση» αντί για την εμπειρία, και αυτός ήταν ο Νεύτων.
Το κείμενο που συμπυκνώνει την μεθοδολογία και την διανοητική στόχευση του Γαλλικού Διαφωτισμού είναι ο Προεισαγωγικός λόγος στην Εγκυκλοπαίδεια του Ντ' Αλαμπέρ. Και στην ευσύνοπτη αυτή έκθεση αποτυπώνεται αδρά η επιρροή της επιστημολογίας του Βρεταννικού εμπειρισμού και της νευτώνειας επιστήμης. Ο Ντ' Αλαμπέρ θεωρεί ότι έχει φθάσει η στιγμή για την ολοσχερή αναδιάταξη των νόμων της νόησης και της ζωής μετά από το μακρύ σκοτάδι του θεοκρατικού μεσαίωνα. Προϋπόθεση γι' αυτό είναι η αναγνώριση ότι πηγή όλων των γνώσεών μας είναι οι αισθήσεις. Κατατάσσει τα επιτεύγματα της διάνοιας σε τρείς μεγάλες κατηγορίες: α) στην ιστορία που πηγή της είναι η συσσωρευμένη παρατήρηση, ήτοι η μνήμη, β) στην φιλοσοφία ή επιστήμη, που απορρέει από την ορθολογική επεξεργασία των παρατηρησιακών δεδομένων και γ) στην τέχνη που στηρίζεται στον κατά βούλησιν συνδυασμό των παρατηρήσεών μας, ήτοι στην φαντασία όπως την είχε ορίσει ο Λόκ. Όσον αφορά στην επιστήμη, η γνώση παράγεται μέσα από την εμπειρική γενίκευση ή επαγωγή, και όχι στη βάση αυθαιρέτων υποθέσεων του νου:
«Επομένως τη φύση δεν μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα την γνωρίσουμε με ασαφείς και αυθαίρετες υποθέσεις, αλλά με τη στοχαστική μελέτη των φαινομένων, με την μεταξύ τους σύγκριση...»
Πρόκειται για την επαναβεβαίωση της μεθοδολογίας του Νεύτωνα μαζί με την συνακόλουθη απόρριψη της θεωρίας των εμφύτων ιδεών του Καρτεσίου. Η επιστήμη, λέει ο Ντ' Αλαμπέρ, είναι ασύμβατη με το « πνεύμα του συστήματος» που είχε κυριαρχήσει κατά τον 17ο αιώνα. Η φιλοσοφία πρέπει να ξαναθυμηθεί ότι δημιουργήθηκε όχι για ν' αρέσει, αλλά για να διδάσκει. Και αυτός είναι ο λόγος «για τον οποίο η έφεση προς τα συστήματα, που μάλλον κολακεύει τη φαντασία παρά φωτίζει τον ορθό λόγο, έχει σήμερα εντελώς σχεδόν εξοβελιστεί από τα καλά συγγράμματα».
Η επικράτηση των νέων αυτών διανοητικών προσεγγίσεων σηματοδοτεί την απελευθέρωση του Ευρωπαϊκού πνεύματος από τον μεσαιωνικό σχολαστικισμό. Στην πρωτοποριακή ιστορία του φωτισμού, δηλ. της πνευματικής προόδου, που σκιαγραφεί ο Ντ'Αλαμπέρ πρωτομάχος είναι «ο αθάνατος Καγκελλάριος της Αγγλίας Francis Bacon», ο κήρυκας της απελευθέρωσης του νου από την τυραννία των χωρίς νόημα λέξεων και της επιστροφής στην απροκατάληπτη μελέτη της φαινομένων, στην «φυσική ιστορία». Στον Καρτέσιο αναγνωρίζει την επιστημολογική αξία της αρχής της αμφιβολίας, που ανέτρεψε τον ζυγό «των προκαταλήψεων και της βαρβαρότητας». Του καταλογίζει όμως τελικά υπέκυψε στον ορθολογικό δογματισμό: «Μπορεί να κατέληξε να πιστεύει ότι μπορούσε να εξηγήσει τα πάντα, πάντως ξεκίνησε αμφιβάλλοντας για τα πάντα». Από τα τελευταία κατάλοιπα του μεσαιωνικού ενορατισμού στην επιστήμη μας απελευθέρωσε ο Νεύτων:
«Αυτή η μεγάλη διάνοια διαπίστωσε ότι είχε έρθει η ώρα να εξοβελιστούν από τη φυσική οι εικασίες και οι ασαφείς υποθέσεις.....κι ότι αυτή η επιστήμη έπρεπε να λειτουργεί αποκλειστικά με βάση τα πειράματα και την γεωμετρία....Ό,τι και να πούμε για να εγκωμιάσουμε αυτόν τον μεγάλο φιλόσοφο, θα είναι πολύ κατώτερο από την οικουμενική αποδοχή που απολαμβάνουν σήμερα οι σχεδόν αναρίθμητες ανακαλύψεις του και η ευρύτατη, ορθότατη και βαθύτατη διάνοιά του».
Η πιο κατηγορηματική και αδιάλλακτη όμως διακήρυξη του «τέλους των συστημάτων» στην φιλοσοφία είναι το άρθρο Εκλεκτικισμός στην Εγκυκλοπαίδεια που συνέγραψε ο στενός συνεργάτης του Ντ' Αλαμπέρ, ο Ντενί Ντιντερό. Στο κείμενο αυτό το πιο ριζοσπαστικό πνεύμα στην χορεία των Γάλλων φωτιστών του 18ου αιώνα επιμένει ότι κεντρικό καθήκον του νεωτερικού στοχασμού είναι η αποκαθήλωση των παλαιών φιλοσοφικών ειδώλων και η άρνηση κάθε ισχυρισμού απόλυτης αλήθειας με την οποία έχουν επενδυθεί από τους οπαδούς τους. Η ελεύθερη σκέψη επιλέγει κριτικά ό,τι διατηρεί ορθολογικό κύρος από τα παραδεδομένα συστήματα και συνδυάζει τα ψήγματα αυτά της αλήθειας με σκοπό και μόνο την ριζική ανακαίνιση της σημερινής κοινωνίας:
«Ο οπαδός μιας (φιλοσοφικής) αίρεσης (le sectaire) είναι ένας άνθρωπος που έχει αγκαλιάσει το δόγμα ενός φιλοσόφου. Ο εκλεκτικός αντίθετα είναι ένας άνθρωπος που δεν αναγνωρίζει
καμμιά δεσποτική αυθεντία (point de maitre)».
Η αναφορά στην «ιστορία», δηλ. στην εμπειρική μέθοδο των φυσικών επιστημών, που απαντάμε στον Βολταίρο και στον Ντ' Αλαμπέρ δεν είναι καθόλου τυχαία. Γιατί η εφαρμογή της στα κοινωνικά πράγματα απέφερε ακριβώς την αναβίωση της ιστορικής συνείδησης με την ειδικότερη έννοια, που κι αυτή είχε ταφεί κάτω από τα σκύβαλα των «ιερών αφηγήσεων» του μεσαίωνα. Η ανακάλυψη της ιστορικότητας είναι και αυτή ένα από τα επιτεύγματα του Διαφωτισμού. Κι αυτό διαψεύδει έναν άλλο ισχυρισμό των εχθρών του, ότι δήθεν ο Διαφωτισμός περιφρόνησε την ιστορική ρίζα των εννοιών, των αξιών και των θεσμών ανεγείροντας ένα υπερβατικό πρότυπο «καθαρού λόγου».
Στην πραγματικότητα μια φιλοσοφία της ιστορίας υπό την έποψη της προόδου είναι κι αυτή κληροδότημά του. Το Δοκίμιο περί των ηθών του Βολταίρου ήταν η πρώτη λαμπρή εκτέλεση αυτού του προγράμματος. Στον Λόγο του Ντ' Αλαμπέρ είδαμε επίσης μιαν ιστορική αναπαράσταση της κατίσχυσης της επιστημονικής σκέψης πάνω στην δεισιδαιμονία. Στο Σχεδιάγραμμα δύο λόγων για την οικουμενική ιστορία του Τυργκό διατυπώνεται για πρώτη φορά η διαλεκτική ιδέα ότι η πρόοδος των κοινωνικών μορφών δεν είναι μια γραμμική αναγκαιότητα, αλλά μία πάλη ανάμεσα στην πλάνη και τον κριτικό λόγο που περιλαμβάνει και τις αναπόφευκτες οπισθοδρομήσεις. Και το καθοδηγητικό πρότυπο που δεσπόζει πάνω από όλες αυτές τις διερευνήσεις είναι το σημαδιακό Δοκίμιο περί της ιστορίας της πολιτικής κοινωνίας του Άνταμ Φέργκιουσον που εκδόθηκε το 1767. Στο έργο αυτό ο μεγάλος Σκώτος διαφωτιστής αποδίδει την εξέλιξη των μορφών του παγκόσμιου πολιτισμού στην κοινή ανθρώπινη φύση, όπως αυτή φανερώνεται από την προσεκτική παρατήρηση και μόνο. Η εμπειρία δείχνει την «μεικτή προδιάθεση» (mixed disposition) της ανθρώπινης ψυχολογίας, την συνύπαρξη της εγωιστικής με την κοινωνική ροπή. Από την πάλη ανάμεσα στις έμφυτες αυτές τάσεις πηγάζουν όλα τα επιτεύγματα του πολιτισμού, όταν το διαφέρον της συνεργατικότητας υπερισχύει της αρπακτικής ιδιοτέλειας. Δεν υπάρχει καμμία αντίφαση ανάμεσα στην « φύση» και την «τέχνη», ανάμεσα στην φυσική κατάσταση και την πολιτική κοινωνία. Ο πολιτισμός είναι η εκδίπλωση εγγενών φυσικών ικανοτήτων. Την ιδέα αυτή θα ακολουθήσει και ο Άνταμ Σμιθ. Η φιλοσοφία του πολιτισμού του Φέργκιουσον άσκησε καταλυτική επιρροή στην σκέψη αργότερα του Χέγκελ.
Μέσα στο ρωμαλέο αυτό ρεύμα της ιστορικής κριτικότητας θα ξεχωρίσουμε όμως την συνεισφορά του Μοντεσκιέ. Το Πνεύμα των νόμων (1748) είναι ως γνωστόν μια βαθυστόχαστη ανάλυση της καταγωγής των πολιτικών μορφών από την «φύση» των πραγμάτων, δηλ. από το οικονομικό, κοινωνικό και γεωγραφικό υπόβαθρο της κάθε ανθρώπινης κοινωνίας. Η εγελιανή έννοια του «πνεύματος» προδιαγράφεται πάλι αδρά εδώ. Όμως ο ιστορισμός του Μοντεσκιέ έχει μιαν άλλη ριζοσπαστικότερη ίσως διάσταση: κατεδαφίζει τις προφάσεις ανωτερότητας ενός πολιτισμού απέναντι στους άλλους. Σε ένα έργο ορόσημο όπως οι Περσικές επιστολές (1721) ο Μοντεσκιέ τολμά να ανατάμει κριτικά την Γαλλική κοινωνία του καιρού του από την σκοπιά ενός μορφωμένου Πέρση ταξιδιώτη. Υπό το πρίσμα αυτό αναδεικνύονται οι παραλογισμοί μιας σαπισμένης απολυταρχίας που καταπατά την στοχαστική ελευθερία και υποδουλώνει τους ανθρώπους στην παρωχημένη παράδοση. Κι αυτό χωρίς να εξιδανικεύεται ο ανατολίτικος τρόπος. Όπως και στον Φέργκιουσον αναδεικνύεται εδώ ένας οικουμενικός ανθρωπισμός. Ευρωπαϊκές και μη ευρωπαϊκές κοινωνίες στέκονται δίπλα πλέον ως ίσος προς ίσον με τα προτερήματα και τα ελαττώματά της η κάθε μια, τα οποία προέρχονται από μια κοινή ανθρώπινη υπόσταση.
Στον φωτισμένο αυτό δρόμο της κριτικής παγκοσμιότητας θα ακολουθήσει και ο Ντιντερό με το έργο Παράρτημα στο ταξίδι του Μπουγκαινβίλ (1772) με την οξύτατη αντικληρικαλική αιχμή του. Εδώ περιγράφεται με τα μελανότερα χρώματα η αφύσικη (και υποκριτική) καταπίεση της σωματικότητας από την μεσαιωνική θεοκρατία και επαινείται ο αχαλίνωτος αισθησιασμός των μη ευρωπαϊκών κοινωνιών ως έκφραση στοιχειακής ελευθερίας. Υπό την έποψη αυτή διαφαίνεται τώρα η ιδέα ότι οι δήθεν πρωτόγονες κοινωνίες υπερέχουν των «πολιτισμένων». Την προσέγγιση αυτή θα κεφαλαιοποιήσει στο έπακρο ο Ρουσσώ, με το επιχείρημα ότι πολιτισμός δεν είναι οι εξωτερικοί τρόποι αλλά η εκφραστική ειλικρίνεια και η συναισθηματική αυθορμησία όπου οι λεγόμενοι «άγριοι» υπερέχουν αναφανδόν.
Αυτή η καταδίκη του ευρωκεντρισμού και το κήρυγμα για την ισότητα και την αδελφότητα των λαών είναι η κληρονομιά του Διαφωτισμού που παραμένει στις ημέρες μας επιτακτικότερη από ποτέ.
4.
Ο Γερμανικός Διαφωτισμός είναι μια ιδιαίτερη, και εξαιρετικά καινοτόμος, εκδοχή του γενικότερου ρεύματος που εξετάσαμε στα παραπάνω. Κορυφαίος εκπρόσωπός του θεωρείται ο Καντ, επειδή κατόρθωσε να συναρθρώσει σε ένα συνεκτικό θεωρητικό σχήμα την Βρεταννική και την Γαλλική παράδοση. Τους προσέθεσε όμως μιαν αιχμηρή απόληξη ενεργού αυτοσυνειδησίας, η οποία αν και δεν έλειπε, τουλάχιστον δεν είχε αποκτήσει την επιτακτικότητα που της προσδίδει ο σοφός της Καινιξβέργης. Σύμφωνα με την περίφημη ρήση του Καντ, ήταν ο Χιούμ που τον «ξύπνησε από τους δογματικούς ύπνους» του. Από τον μεγάλο Σκώτο έμαθε την ματαιότητα της «υπερβατικής» μεταφυσικής, του λόγου δηλ. που επιχειρεί να ξεπεράσει τα όρια της εμπειρίας. Η καντιανή επιστημολογία, η «κριτική θεωρία» όπως ο ίδιος την ονομάζει, συμμερίζεται απολύτως το μέλημα του Βρεταννικού εμπειρισμού, τουτέστιν να χαραχθούν τα όρια της γνώσης. Τα όρια αυτά είναι ακριβώς η εμπειρία: χωρίς εμπειρική αναφορά οι καθαρές έννοιες παραμένουν «κενές». Όμως σε αντιδιαστολή προς την επιστημολογία της tabula rasa, η ανθρώπινη διάνοια κατά τον Καντ δεν είναι παθητικός δέκτης εξωτερικών ερεθισμών, αλλά ενεργός διαμορφωτής της εμπειρίας. Εμπειρία παράγεται όταν η διάνοια εφαρμόζει στα περιεχόμενα που δέχεται εκ των έξω τους αντιληπτικούς και γνωστικούς τύπους που προϋπάρχουν μέσα της (είναι, δηλ. apriori): τις μορφές του χώρου και του χρόνου, και τις κατηγορίες της ουσίας και της αιτιότητας. Με τον τρόπο αυτό ο Καντ διασώζει την καθολικότητα και την αναγκαιότητα της (νευτώνειας) επιστήμης, την οποία ο σκεπτικισμός του Χιούμ είχε αναγάγει σε μια υποκειμενική έξη βασισμένη στην συλλογική μνήμη.
Ο Διαφωτισμός έτσι μετουσιώνεται στην Γερμανία σε ένα περίπλοκο και φιλόδοξο θεωρητικό οικοδόμημα που εξηγεί την ανθρώπινη αυτοσυνειδησία. Κι αυτή είναι μια κρίσιμη μετατόπιση πέρα από τα πρακτικά, πολιτικά μελήματα της Γαλλικής εκδοχής. Η μετακίνηση αυτή εξηγείται από το γεγονός ότι στο τέλος του 18ου αιώνα η Γερμανική διανόηση δουλεύει υπό την σκέπη μιας «πεφωτισμένης απολυταρχίας», του καθεστώτος του Φρειδερίκου του Μεγάλου, ενός φιλόσοφου-μονάρχη που δήλωνε ότι συμμερίζεται τα ιδεώδη του Διαφωτισμού. Η Πρωσσική αυτή εξουσία από την μια αναγνωρίζει το δικαίωμα των φιλοσόφων στην απεριόριστη κριτική χρήση του λόγου. Από την άλλη όμως προσδοκά από αυτούς την υπακοή στις πολιτικές της αποφάσεις, επειδή τους θεωρεί υπηρέτες του κράτους το οποίο εξασφαλίζει τις θεσμικές συνθήκες για τις θεωρητικές τους αναζητήσεις. «Ασκείτε όσο ριζοσπαστική κριτική επιθυμείτε, υπό την προϋπόθεση ότι θα υπακούετε»: αυτή ήταν η προμετωπίδα του φρειδερίκειου συστήματος.
Το παράδοξο τούτο σφραγίζει τα δύο διασημότερα δοκίμια για την έννοια του Διαφωτισμού που βγήκαν από την πέννα των δύο κορυφαίων εκπροσώπων της Γερμανικής εκδοχής του, του Μωυσή Μέντελσον και του Ιμμάνουελ Καντ. Ο Μέντελσον διαχωρίζει την «καλλιέργεια», με την έννοια της πρακτικής αξιοσύνης, από τον «διαφωτισμό» που είναι η συστηματική εμβάθυνση στα θεμελιώδη ζητήματα της ανθρώπινης υπόστασης και κοινωνίας. Η πρώτη αφορά όλους, στον δεύτερο ειδικεύονται κάποιοι με ιδιαίτερη κλίση. Διαχωρίζει επίσης τον άνθρωπο ως πολίτη, και τον άνθρωπο καθαυτό, δηλ. με αναφορά στην βαθύτερη ουσία του. Από τις εννοιολογήσεις αυτές προκύπτει η βασική δυνητική αντίφαση που διακρίνει: υπάρχει περίπτωση ο «διαφωτισμός», η ελεύθερη φιλοσοφική διερεύνηση, να παραγάγει συμπεράσματα που υπονομεύουν τις συλλογικές παραδοχές πάνω στις οποίες εδράζεται η κοινωνική συμβίωση. Στην περίπτωση αυτή είναι προτιμότερο να μείνουν άθικτες κάποιες «προλήψεις» για να προστατευθεί το αξιολογικό και θεσμικό πλαίσιο της κοινής ζωής. Η βασική «πρόληψη» που υπονοείται εδώ είναι η πίστη στον Θεό. Ήταν ένα θέμα για το οποίο οι Πρωσσικές αρχές είχαν επιδείξει άκρα ευαισθησία. Εν πάση περιπτώσει δεν υπάρχει, κατά τον Μέντελσον, κάποιο απόλυτο πρωτείο της φιλοσοφίας στον ανθρώπινο βίο. Η θεωρητική αναζήτηση πρέπει να ενταχθεί στο ευρύτερο φάσμα των σκοπών του κοινωνικού βίου και οι αξιώσεις να ελέγχονται πάντα από ευρύτερη σκοπιά.
Η ίδια αντίληψη διαποτίζει και το φημισμένο κείμενο του Καντ, με τον εμβληματικό ορισμό του διαφωτισμού ως έξοδο του ανθρώπου από την πνευματική κηδεμονία στην οποία ο ίδιος όμως έχει υποτάξει τον εαυτό του. Sapere aude: τόλμα να γνωρίζεις, τόλμα να σκέφτεσαι αυτόνομα υπό το φως του έμφυτου κριτικού λόγου και της ηθικής συνείδησης. Το σύνθημα είναι διεγερτικό, πολεμικό σχεδόν, κατά κάθε κατεστημένης διανοητικής εξουσίας, συνεχίζοντας έτσι τις καλύτερες παραδόσεις του κριτικού πνεύματος του αιώνα των φώτων. Η ανατρεπτική του αιχμή αμβλύνεται όμως μόλις έρχεται αντιμέτωπη με την ίδια αντίφαση που είχε διαγνώσει ο Μέντελσον. Έχει ο κριτικός στοχασμός δικαίωμα να αμφισβητήσει τις αποφάσεις της πολιτικής εξουσίας; Ο Καντ εισάγει εδώ τον διαχωρισμό ανάμεσα στην ιδιωτική και την δημόσια χρήση του λόγου. Ο στοχαστής ως τέτοιος είναι υποχρεωμένος να ακολουθήσει την πορεία του λογισμού του όπου κι αν αυτή οδηγήσει. Στην εκτέλεση όμως κάποιων καθηκόντων που του έχει αναθέσει η νόμιμη πολιτική εξουσία, και τα έχει αποδεχθεί, η διάνοιά του υπηρετεί το έργο που του έχει ανατεθεί και δεν δικαιούται να αμφισβητήσει τους στόχους που έχουν τεθεί εκ των άνω. Στο πλαίσιο αυτό η εξουσία δικαιούται ακόμη και να του απαγορεύσει την δημοσίευση των πορισμάτων των φιλοσοφικών του ερευνών, αν κρίνει ότι ενδέχεται να βλάψουν τους πολιτικούς στόχους της.
Προσοχή: η εξουσία δεν έχει το δικαίωμα να απαγορεύσει στον στοχαστή να διανοείται όσο ρηξικέλευθα και ανατρεπτικά αυτός επιλέγει, αλλά μόνο να του απαγορεύει την δημόσια ανακοίνωση των συμπερασμάτων του. Ο Καντ αποδέχεται τον περιορισμό αυτό, που κρίνει ότι δεν θίγει την αυτονομία του λόγου. Ήταν μια ρύθμιση η οποία επρόκειτο να θίξει και τον ίδιον όταν το Πρωσσικό υπουργείο παιδείας του απαγόρευσε να δημοσιεύει πραγματείες περί θρησκείας μετά την δημοσίευση του έργου Η θρησκεία εντός των ορίων του λόγου (1794), το οποίο εκρίθη ότι έβαλε κατά των δογμάτων της επίσημης προτεσταντικής εκκλησίας.
Ο συμβιβασμός ανάμεσα στη ελευθερία του φιλοσοφικού στοχασμού και των αξιώσεων της πολιτικής εξουσίας που επιχειρούν ο Μέντελσον και ο Καντ είναι βέβαια δυσχερής και τελικά βλαπτικός για την αυτονομία της συνείδησης. Το γραφειοκρατικό και στρατοκρατικό καθεστώς της Πρωσσίας, παρά τις διαφωτιστικές του προφάσεις, ήταν τελικά εχθρικό προς τις βλέψεις του φιλελευθερισμού που εξέφραζε ο Καντ υπό την επήρεια του Ρουσσώ και της Γαλλικής Επανάστασης. Η φίμωση του Καντ στο τέλος του 18ου αιώνα, στην οποία αναγκάστηκε να συναινέσει και ο ίδιος, προδιαγράφει της διαρκή αδυναμία των φιλελεύθερων δυνάμεων στην Γερμανία καθ' όλον τον επόμενο αιώνα, την ήττα των επαναστάσεων του 1848 και βέβαια στην μακρά προοπτική τις καταστροφικές εξελίξεις του 20ου. Οι δολοφονικοί ολοκληρωτισμοί του καιρού μας δεν ήταν εφαρμογές, αλλά ριζική άρνηση των αξιών του Διαφωτισμού.