Εκείνο που ξεκίνησε ως ο (τρίτος, κάπως ουσιαστικός) ανασχηματισμός επαναδιεκδίκησης της πρωτοβουλίας από την Κυβέρνηση μετά τις πυρκαγιές και ενόψει του φθινοπωρινού κύματος της πανδημίας, κατέληξε: σε αυτοτραυματισμό του κύρους του Πρωθυπουργού. σε αποδόμηση της έννοιας της συναίνεσης (έστω και σε φάσεις μεγάλης κρίσης/απειλής) . σε μια νέα ανάδυση του συθλιπτικού λόγου («αποστάτης», «εξαγορά», «ηχηρή απαξίωση», «κατώτερος των περιστάσεων», «δείλιασε μπροστά στις απειλές») . και σε ό,τι αρνητικότερο θα μπορούσε να σχεδιάσει/φαντασθεί κανείς.
Ο λόγος για τον ανασχηματισμό της Κυβέρνησης Μητσοτάκη που χαρακτηρίσθηκε ήδη προτού συντελεσθεί «μικρομεσαίος» (από φίλια έδρανα προήλθε το σχόλιο...). Τελικά μεσαίος μας προέκυψε, σίγουρα όχι δομικός ή ανατρεπτικός, αλλά με πυρήνα/σύνθημα ένα: «Προχωράμε». Μέχρις ότου... προέκυψε μείζων ανατροπή με την μη-υπουργοποίηση του αναγγελθέντος Βαγγέλη Αποστολάκη σε αυτοτελές υπουργείο Πολιτικής Προστασίας, αναγγελία η οποία διαψεύσθηκε προτού ολοκληρωθεί. Κατά τα άλλα, ολική επαναφορά Τάκη Θεοδωρικάκου στο υπουργείο ΠροΠο, υπουργοποίηση Θανάση Πλεύρη στο Υγείας (με τεχνογνωσία στο χαρτοφυλάκιο από την αναπληρώτρια Μίνα Γκάγκα – τώρα πλέον ευθέως γιατροί θα μιλούν πολιτικά). Καραμπόλα υπήρξε η διάσωση δια πλευρικής μετακίνησης στο Αμύνης του Νίκου Χαρδαλιά, δημοφιλέστερου παρά ποτέ μετά την περιπέτεια υγείας του, ενώ επιλογή ουσίας η απομάκρυνση Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, λιγότερο Χάρη Θεοχάρη ή Γιώργου Ζαββού. «Φυσικά» τις εντυπώσεις μονοπώλησε το επεισόδιο υπουργοποίησης/απο-υπουργοποίησης Βαγγέλη Αποστολάκη, που πήγε να φέρει στον ανασχηματισμό οσμή συναίνεσης αλλά κατέληξε στο ακριβώς αντίθετο.
Πάντως, μερικές κάπως ευρύτερες παρατηρήσεις.
Πρώτον: όταν δημιουργείται ένα νέο υπουργείο (όπως θα ήταν, ας πούμε, ένα Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής), ή όταν μετακινούνται ή συγχωνεύονται αρμοδιότητες (ας πούμε για να λειτουργήσει μια αναβαθμισμένη Πολιτική Προστασία με πρόσθετη την αρμοδιότητα της Πυροσβεστικής), μέχρι να «κατακαθίσουν» οι αρμοδιότητες και να λειτουργήσουν οι νέες διαδικασίες και να επαναπροσδιοριστούν οι συναρμοδιότητες, χρειάζονται μήνες. Αρκετοί μήνες. Αν, τώρα, όντως προκύψει τέτοιο αυτοτελές υπουργείο, αυτό ας το θυμηθεί κάποιος... Δεύτερον: όταν επιχειρείται ο κεντρικός συντονισμός – και τώρα, περισσότερο παρά ποτέ, αποτελεί αυτό βασική επιλογή με το καημένο το «Επιτελικό Κράτος» - με παράλληλες γραμμές/διαδικασίες αποφάσεων, τότε η εκκρεμότητα της αναδιοργάνωσης επιτείνεται, ΔΕΝ αμβλύνεται. Το δείγμα γραφής που ζήσαμε με τα τηλεφωνήματα προς/από Αποστολάκη, και ύστερα με εκείνα για συναίνεση προς ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ το δείχνουν αυτό ανάγλυφα!
Τα δυο παραπάνω ίσως εξηγούν γιατί ευτυχώς απεφεύχθη ο ευρύτερος/δομικός/σαρωτικός/αναδιαρθρωτικός ανασχηματισμός που πολλοί διέβλεπαν.
Τρίτον: η κινητοποίηση ισχυρών ή/και εμβληματικών προσωπικοτήτων, ιδίως άμα πάνε να εκφράσουν νέες ισορροπίες, προσθέτουν κι αυτές σε πολυπλοκότητα: εδώ, ίσως ο στρατιωτικός χαρακτήρας του Βαγγέλη Αποστολάκη θα είχε βοηθήσει να συγκρατηθούν τα πράγματα, πλην όμως ο συνολικός εκτροχιασμός της κίνησης τα διέλυσε όλα. Τέταρτον: οι μετονομασίες, όταν μάλιστα θέλουν να αποτυπώσουν πολιτικό/ιδεολογικό περιεχόμενο όπως όταν το Δημοσίας Τάξεως έγινε ΠροΠο/Προστασίας του Πολίτη, ή όταν οι μετενσαρκώσεις του Περιβάλλοντος πήγαν να εκφράσουν περιβαλλοντικές ευαισθησίες/δεσμεύσεις δεν κάνουν και τόσο καλό: πάλι καλά, λοιπόν, που τώρα τα πιο συμβολικά αποφεύχθησαν.
Πέρα από τα κάπως τεχνικά ζητήματα αυτού του (μεσαίου, επαναλαμβάνουμε) ανασχηματισμού, υπάρχουν και κάποια πιο πολιτικά ερωτηματικά. Λιγότερες όμως απαντήσεις:
Συνεχίζει ή όχι να κυριαρχεί πολιτικά ο Κυριάκος Μητσοτάκης; Είναι τελικά τρικομματική Κυβέρνηση ισορροπιών – Καραμανλικός πυρήνας, σημαντική Σαμαρική πτέρυγα, Μητσοτακική διαχείριση – αυτό που βλέπουμε; Πόσο μπορεί (πόσο νοείται) να επηρεάζεται η «προνομία» του Πρωθυπουργού στο πρωθυπουργοκεντρικό μας σύστημα ως προς το να ορίζει την σύνθεση της Κυβέρνησης από μπλοκ συμφερόντων (όποιος αρνηθεί ότι το φαινόμενο αυτό υπήρξε ακόμη και επί γενάρχου ΝΔ Κ. Καραμανλή ή ιδρυτή ΠΑΣΟΚ Α. Παπανδρέου, εθελοτυφλεί!), ήδη όμως και από ρομφαιοφόρους της κοινωνίας πολιτών, ακόμη και μέσω διαδικτύου; Τι ρόλο διαδραματίζει η πρόδηλη προσπάθεια του Κυριάκου να μπολιάσει ένα κόμμα της Δεξιάς με καταβολάδες του Κέντρου, προσπερνώντας την μονόδρομη αντι-ΣΥΡΙΖΑ στράτευση;
Εδώ ασφαλώς ο καθένας δίνει τις δικές του απαντήσεις. Πάντως, η μη-διατήρηση στο κυβερνητικό σχήμα του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη (μετά την πανστρατιά που είχε επιχειρηθεί προκειμένου να αποκλεισθεί έξοδός του...) δείχνει ότι ο Πρωθυπουργός αντελήφθη τι πήγαινε να διακυβευθεί για τον ίδιο. Ασφαλώς αυτό δεν σημαίνει τίποτε για το πολιτικό μέλλον του ίδιου του Μιχ. Χρυσοχοΐδη – ο οποίος θα κληθεί ούτως ή άλλως να δοκιμάσει την περαιτέρω πολιτική τύχη του σε ψηφοδέλτιο – όμως ίσως σημαίνει ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης προτιμά να καθορίζει ο ίδιος το τι συμβολίζει η κάθε προσερχόμενη πολιτική προσωπικότητα (άνοιγμα στο Κέντρο κλπ.) για το δικό του (του Πρωθυπουργού) το πολιτικό σχέδιο.
Αυτά ακριβώς θα ίσχυαν πολύ περισσότερο αν είχε προχωρήσει η «επιστράτευση» ενός ανθρώπου της διαδρομής του Βαγγέλη Αποστολάκη – Α/ΓΕΕΘΑ σε στιγμές σοβαρών κρίσεων, Υπουργός Άμυνας στην Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, διαδεχόμενος δε Πάνο Καμμένο, σε ακόμη πιο κρίσιμη φάση των ΕλληνοΤουρκικών – να προσέρχεται σε πύρινο (κατά κυριολεξία!) χαρτοφυλάκιο. Αφενός γιατί θα έδινε ένα επιχείρημα διεύρυνσης και ταυτόχρονης ανάληψης κινδύνου (γιατί το τελευταίο; θυμηθείτε την περιπέτεια Τάκη Χηνοφώτη στην Κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή), αφετέρου γιατί θα συμμάζευε ίσως την αντι-ΣΥΡΙΖΑ ρητορεία των Ηρακλέων της νυν Κυβέρνησης.
Όπως κατέληξε όμως το πράγμα, περισσότερο λειτουργεί ως προειδοποίηση προς οποιονδήποτε θεωρεί ότι εκφράζει «κάτι» το συναινετικό, να κρατηθεί με κάθε τρόπο μακράν εξουσίας.