Άρθρο του Αντώνη Δ. Παπαγιαννίδη
H αποκάλυψη – χαρακτηριστικό: από την Wall Steet Journal.... – ότι την ώρα που ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών, κατά τα άλλα «προεδρεύων του Συμβουλίου Eco/Fin», ενημέρωνε τους δημοσιογράφους στις Βρυξέλλες, σε διπλανό κτίριο υψηλά στελέχη σε σύνθεση Τροϊκας (ΔΝΤ, Ευρω. Επιτροπή, ΕΚΤ) συν οι ΥΠΟΙΚ Γερμανίας – Γαλλίας συσκέπτονταν (α) για το πώς θα πεισθεί η Ελλάδα να προχωρήσει τις μεταρρυθμίσεις «της», που λόγω προεκλογικής πορείας έχουν (ξανα)παγώσει και (β) πώς θα καλυφθεί το χρηματοδοτικό κενό για το «μετά τις Ευρωεκλογές 2014», που η Αθήνα αρνείται αλλά Βρυξέλλες και Ουάσιγκτον και Βερολίνο υπολογίζουν σε 5+ δις ευρώ , σε 10-11 δις σε ορίζοντα 2015, η αποκάλυψη αυτή δείχνει κάτι.
Τι; Ότι οριστικά πλέον η Ελλάδα, από υποκείμενο (έστω και αδύναμο...) οριστικά πλέον πάει να μεταταγεί σε αντικείμενο των διεθνών σχέσεων.
Ας έρθουμε, όμως, σ' ένα άλλο μέτωπο που άνοιξε κι έκλεισε, θάλεγε κανείς, μέσα σε μια βδομάδα. Στο μέτωπο της αναζήτησης συναίνεσης. Μιας κάποιας συναίνεσης.
Έλεγε, πριν κάπου 10 χρόνια, ο Γιώργης Γραμματικάκης, μαθημένος να κοιτάζει από πιο ψηλά τα πράγματα, για την «υπό Ελληνικές συνθήκες» αναζήτηση συναίνεσης:
«Η συναίνεση πρέπει να είναι το ζητούμενο και όχι αυτοσκοπός. Συνήθως η συναίνεση διαμορφώνεται ως ο ελάχιστος κοινός παρανομαστής – και υπό την έννοια αυτή δεν με ενδιαφέρει. Προτιμώ μιαν Κυβέρνηση με σαφή πολιτική, που θα εξειδίκευε το πρόγραμμά της – και επ' αυτού να γίνει διάλογος». Μιλούσε για την παιδεία. Ισχύει πολύ γενικότερα.
Βέβαια, να σπεύσουμε να διευκρινίσουμε ότι – αυτήν την φορά, υπό τις τωρινές συνθήκες – η αναζήτηση συναίνεσης στην κεντρική πολιτική σκηνή της Ελλάδας του 2014 προκύπτει (ή: θα προκύψει) ως αποτέλεσμα της ανάγκης. Της βίαιας απαίτησης να προχωρήσουν κάπως τα πράγματα. Αν δηλαδή, δεν επαληθευθούν οι προβλέψεις/προεξοφλήσεις ότι ο συνδυασμός (α) του διαβόητου πρωτογενούς πλεονάσματος (που αποτελεί όντως μείζονα...διπλωματική επιτυχία της κυβέρνησης, αν πείσει Βρυξέλλες και Ουάσιγκτον να δεχθούν την ύπαρξή του παρά, π.χ., τις δικαστικές αποφάσεις που «μοιράζουν» εκατοντάδες εκατομμύρια, παρά τις εκκρεμείς οφειλές 6-7-8 δις του Δημοσίου προς ιδιώτες), συν (β) η υποτιθέμενη δυσενεξία των «εταίρων» μας προς όποιο πολιτικό σχήμα στην Ελλάδα καταγράφεται ως «αντι-μνημονιακό», θα υποχρεώσουν σε Ευρωπαϊκή ανοχή/στήριξη προς την σημερινή πολιτική τάξη πραγμάτων.
Από την πρόταση Αλέκου Παπαδόπουλου
στην δυναμιτισμένη πολιτική προσέγγιση
Πριν μερικές εβδομάδες, με παρεμβάσεις του αρχικά στο «ΒΗΜΑ» και εν συνεχεία στην «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», ο δύσθυμος Κινκινάτος της πολιτικής ζωής – υπό την έννοια του πεισματικά αποσυρμένου από τα δημόσια πράγματα – Αλέκος Παπαδόπουλος είχε περιγράψει μια διαφορετική αναζήτηση συναινετικής προσέγγισης στο αδιέξοδο που (πάλι) χτιζεται. Έλεγε – αν τον αποκρυπτογραφήσαμε σωστά – ότι, θα χρειαστεί μια σε νέα βάση αντιμετώπιση του Προγράμματος για την Ελλάδα. Προς τέσσερεις κατευθύνσεις: (α) παράτασης/ελάφρυνσης του χρέους, που ήδη συζητείται (β) εξασφάλισης ουσιαστικών επενδυτικών πόρων, χωρίς τους οποίους ούτε επανεκκίνηση θα υπάρξει, ούτε οποιαδήποτε/οποτεδήποτε διέξοδος, (γ) εξασφάλισης «κάποιων» πόρων προκειμένου να μην καταρρεύσουν βασικοί τομείς κοινωνικής συνοχής, όπως Ασφάλιση και Υγεία και (δ) αυτοδέσμευση της Ελλάδας, σε βάθος χρόνου όμως, ότι δεν θα ξαναφτιάξει ελλείμματα.
Επειδή αυτά δεν γίνονται εύκολα, όσο κι αν εύκολα εκφωνούνται από τους καθημαγμένους πολιτικούς σχηματισμούς μας που είναι πλέον εγκατεστημένοι σε προεκλογική λογική, μόνον άμα ξεκινούσε ανηφορική πορεία διαπραγμάτευσης από ένα σχήμα με ευρύτερη πολιτική στήριξη. άμα έβγαινε πέρα υπό την πίεση της ανάγκης – και Ευρωπαϊκής ανάγκης – και της σοβαρότητας αυτοδέσμευσης. κι άμα ετίθετο εν συνεχεία στην έγκριση του λαού στις κάλπες (οι οποίες και μόνον δεσμεύουν: ούτε οι υπογραφές, ούτε άλλα αστεία...), μόνον τότε θα μπορούσε να προκύψει διαφωτισμένη και όχι συνθηματολογημένη συναίνεση.
Όμως μετά το πρωτοσέλιδο του ΕΘΝΟΥΣ και την αναλυτική εκπομπή του Παύλου Τσίμα στο MEGA την περασμένη εβδομάδα γύρω από τις δημοσκοπήσεις, ξεκίνησε παραδοσιακά «πολιτικά» συζήτηση για την δημιουργία, την επώαση, την κατεύθυνση προς σχήματα συναινετικής διακυβέρνησης στην Ελλάδα – μέσα στο 2014. Παρευθύς έπεσε πάνω στην ίδια την έννοια της «υπό μηντιακή πίεση» συναίνεσης, σαν αγριεμένο μελίσσι, η προσπάθεια αυτοσυντήρησης του πολιτικού σκηνικού. Και... όπως συνέβη π.χ. με την λύση Λουκά Παπαδήμου η οποία πέτυχε-εφαρμόστηκε-αδειάστηκε ακριβώς επειδή μηντιακά οικοδομήθηκε, όπως παλιότερα υπονομεύθηκε και η διαδοχή στο ΠΑΣΟΚ (το ήδη δημοσκοπικά μη ανιχνευόμενο...) με το θαμπό δαχτυλίδι Σημίτη-ΓΑΠ και το «Παραιτηθείτε, κύριε Πρόεδρε», έτσι και τώρα η συναίνεση καταβυθίστηκε. Και γυρίσαμε στον σκυλοκαυγά.
Μα, υπάρχει πρόβλημα στον ορίζοντα;
Ναι, αν κοιτάς μπροστά σου
Υπάρχουν όμως στον ορατό ορίζοντα προβλήματα, που να δικαιολογούν παρόμοιες συζητήσεις περί αδιεξόδου; Μετά το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, που μίλησε ευθέως και τεκμηριωμένα και διεξοδικά για υπερφορολόγηση και αμφέβαλλε για την δημοσιονομική διατηρησιμότητα το 2014, ήρθε και το ΙΟΒΕ. Γενικός διευθυντής του – μην το ξεχνούμε – υπήρξε μέχρι την υπουργοποίησή του ο Γιάννης Στουρνάρας, ο οποίος και του εξασφάλισε το υψηλό προφίλ και το κύρος στον δημόσιο λόγο (δουλειά έκανε από παλιότερα το ΙΟΒΕ, όμως έμενε κλεισμένο σαν την χελώνα στο καβούκι του...). Με την τελευταία τριμηνιαία του έκθεση που «κλείνει» το 2013 το ΙΟΒΕ ανέβασε στην επιφάνεια αντίστοιχα σοβαρά ζητήματα. Τον Γενικό Διευθυντή του Νίκο Βέττα πλαισίωσαν και ο Πρόεδρος του Ιδρύματος Οδυσσέας Κυριακόπουλος και ο διευθυντής ερευνών Άγγελος Τσακανίκας: το τριπρόσωπο έχει την σημασία του, όπως θα δείξει η συνέχεια.
Είχε την πολιτική/τεχνική σοφία το ΙΟΒΕ να δώσει, στο μείγμα που παρουσίασε στην δημοσιότητα, μιαν σχετικά θετική πρόγνωση για τις προοπτικές της απασχόλησης στο αμφίβολο 2014 (χαρακτηριστικό, «έπεσε» αυτή η μικρή αισιοδοξία μαζί με τις θορυβώδεις εξαγγελίες Σαμαρά για «πρόγραμμα» δημιουργίας... 440.000 θέσεων εργασίας). Το «σχετικά θετικό» έχει την έμφαση στο «σχετικά», βέβαια, καθώς η προσδοκία του ΙΟΒΕ ήταν να έχουμε στο 2014 ανεργία στο 26% - σε ελαφρά υποχώρηση από το προβλεπόμενο 27,3% του 2013. Άμα εδώ σοβαρέψουμε την συζήτηση, άμα δηλαδή δούμε κατάματα το 1.375.000 ανθρώπους «εκτός» και με την ανεργία των «εκτός εκπαίδευσης, εκτός κατάρτισης, εκτός εργασίας» νέων να έχει ξεφύγει τελείως, τότε ειλικρινά οι αναφορές στο μέτωπο της ανεργίας οφείλουν – πολιτικά – να γίνονται με τα μάτια χαμηλωμένα!
Πάντως, ο πυρήνας της άποψης του ΙΟΒΕ για το 2014 ήταν άλλος: ήταν η πρόβλεψη ότι αντί για την επίσημα προβλεπόμενη ανάκαμψη (Κυβέρνηση, Τράπεζα της Ελλάδος, ακόμη και ΕΕ), μάλλον κάτι σαν στασιμότητα θα πρέπει να περιμένει κανείς: «το προϊόν θα σταθεροποιηθεί φέτος, χωρίς να αποκλείεται το ενδεχόμενο μείωσής του». Βέβαια, αυτό το σκέλος φράσης, άμα συνδυαστεί με την διαπίστωση ότι λειτουργεί εξυγιαντικά η «τάση αποκατάστασης της ισορροπίας στα δίδυμα ελλείμματα» (δημοσιονομικό και ισοζυγίου – Βέττας), ακούγεται πιο καθησυχαστικά. Άμα πάνω του προβληθεί η διαπίστωση ότι υπάρχει στασιμότητα στην ανάκαμψη των οικονομικών προσδοκιών – την κάνει κι αυτήν την δουλειά το ΙΟΒΕ – «από το περασμένο καλοκαίρι έως σήμερα» (Τσακανίκας), ακούγεται πιο δυσοίωνο.
Την ουσία, μάλλον θα την αναζητήσει κανείς στην ανησυχία για την όξυνση σε επίπεδο πολιτικής ομαλότητας (πάλιν Βέττας), και τούτο τόσο στην πορεία προς τις εκλογές όσο και εν συνεχεία. Ας θυμηθεί κανείς την ανάλογη προειδοποιητική βολή Προβόπουλου προ εβδομάδων....
Αντανάκλαση, στην ουσία, αυτής της ανησυχίας αποτύπωσαν και οι παρατηρήσεις του Οδ. Κυριακόπουλου – μίλησε για «μη-δημιουργική αξιωματική αντιπολίτευση» αλλά και για «κόπωση στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων». (Η δεύτερη, λογικά, αφορά την Κυβέρνηση που, ειδικά στις τελευταίες στροφές, σέρνει πρόδηλα τα βήματά της).
Όποιος, τώρα, αληθινά θέλει κάτι πιο οργανικά αισιόδοξο προκειμένου να περπατήσει το 2014, θα προτείναμε να σταθεί στο άλλο που ανέβασε ο Νίκος Βέττας: την εκτίμηση του ΙΟΒΕ ότι, μέσα στο 2014, η Ελλάδα θα βγει από την παγίδα του αποπληθωρισμού, που έως τωρα δεν την πολυείχαμε πολυ-πάρει στα σοβαρά. Αλλά που – άμα συνεχιζόταν/άμα εγκατασταθεί – κινδυνεύει να δημιουργήσει ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα με τα «κόκκινα» δάνεια, που το πραγματικό βάρος τους όλο και μεγαλώνει. Μια επιπρόσθετη παρατήρηση που καλό θα ήταν να «αποφλοιωθεί» προσεκτικά είναι ότι το πρωτογενές πλεόνασμα (το οποίο επετεύχθη νωρίτερα απ' όσο προσδοκούσαμε κλπ. κλπ.) θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή πως θα χρησιμοποιηθεί. (Δεν ειπώθηκε ρητά, αλλά η υπερπροβολή της κατανομής του στους «περισσότερο αδικημένους» κλπ. αντί για οποιανδήποτε π.χ. επενδυτική του χρήση, αποτελεί σημάδι επιστροφής στο παρελθόν, σε μια τραγική απομίμηση του ενός δις ΓΑΠ προς τους μη-προνομιούχους της εποχής του «Λεφτά υπάρχουν»).
Έτσι πορευόμαστε, λοιπόν. Με νέα εκδοχή αισιοδοξίας να αναζητείται στην ... άνοδο των πωλήσεων λιανικής, κατά την ΕΛΣΤΑΤ, «μετά από 44 μήνες».
Όμως η συναίνεση – προς ώρας – καταβυθισμένη.