Sunday, 28 April 2024

art-2

 

Τα άρθρα Μελών και Φίλων της Παρέμβασης, όπως δημοσιεύτηκαν στον ελληνικό και διεθνή τύπο.

Για να δείτε τα άρθρα ανά συγγραφέα, πατήστε εδώ .

 

 

 

 

 

MKO και «κοινωνία πολιτών»

Η συμβολική απαξίωση του δημόσιου τομέα συμβάλλει αποφασιστικά στην πραγματική του υποβάθμιση και συνεπώς στην «ανάγκη» προσφυγής στον εκ φύσεως αποτελεσματικό ιδιωτικό τομέα. Δικαιούται κανείς να αναρωτιέται μήπως αυτό ακριβώς υπήρξε και το αιτούμενο.
Στις εμπορευματικές κοινωνίες όπου όλα αγοράζονται και όλα πουλιούνται, όταν υπάρχει «ζήτηση» θα εμφανισθεί και κάποια «προσφορά». Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι προσφέρονται κάθε λογής ενδιαφέρουσες και χρήσιμες υπηρεσίες, είτε «πρωτοβάθμιες», όπως π.χ. η εκκαθάριση υπαρκτών ή ανύπαρκτων ναρκοπεδίων, η προστασία των πιγκουίνων της Ανταρκτικής, των σαλίγκαρων της Κεϊλάνης ή των κονδόρων των Ανδεων, η διερεύνηση των πιθανοτήτων καλλιέργειας αβοκάδο στη Λαπωνία ή τομάτας στο κέρας της Αφρικής ή ακόμα η προσπάθεια να πεισθούν αδίστακτοι ένοπλοι μισθοφόροι για τη διιστορική σημασία των δημοκρατικών ιδεωδών ή ίσως ακόμα, γιατί όχι, και η αναζήτηση των ιχνών του μυθικού χιονανθρώπου των Ιμαλαΐων, είτε «δευτεροβάθμιες», όπως ο εντοπισμός και η καταλογογράφηση των επίδοξων παρόχων αυτών των υπηρεσιών.
Αλλα είναι λοιπόν τα πραγματικά ερωτήματα που πρέπει να τεθούν. Ποιος ζητάει να αγοράσει τέτοιες υπηρεσίες, ποιος πληρώνει γι' αυτές, σε τι ιστορικό πλαίσιο διαμορφώνεται αυτή η ζήτηση και τι σκοπιμότητες υπηρετεί. Με αυτή την έννοια, το πρόβλημα που τίθεται σε σχέση με τις ΜΚΟ δεν είναι τι συγκεκριμένο κάνουν, παράγουν, επιδιώκουν και επαγγέλλονται, αλλά γιατί υπάρχουν!
Η απάντηση προκύπτει από το ίδιο το όνομά τους. Αν σκεφτούμε πως ανεξάρτητα από τη νομική τους μορφή, ΜΚΟ δεν χαρακτηρίζονται όλες οι παραδοσιακές ενώσεις προσώπων, όπως τα σωματεία, τα ιδρύματα και οι επιχειρήσεις του εν γένει ιδιωτικού τομέα, θα πρέπει να μας κάνει να αναρωτηθούμε γιατί ορισμένοι οργανισμοί ορίζονται ρητά ως «μη κυβερνητικοί». Και ο λόγος δεν μπορεί να είναι άλλος από το γεγονός ότι σε κάποιο σημείο τουλάχιστον, οι δραστηριότητές τους παραμένουν μεν ιδιωτικές, αλλά εμφανίζονται ως «γενικού», «δημόσιου» ή ακόμα συχνά και οικουμενικού ενδιαφέροντος. Η ιδιαιτερότητα των ΜΚΟ συνίσταται λοιπόν στο ότι, ανεξάρτητα από το τι πραγματικά επιδιώκεται, το αντικείμενο της δράσης τους μοιάζει να αντιστοιχεί σε ευρύτερα κοινωνικά μελήματα. Ανάγκες που αν ήταν απαραίτητες θα μπορούσαν να υπηρετούνται ευθέως από δημόσιους μηχανισμούς, ανατίθενται σε αυτόκλητους «ειδικούς» ιδιώτες. Και έτσι μετατοπίζεται καίρια η εσωτερικευμένη ιδεολογική διάκριση ανάμεσα στη δημόσια και την ιδιωτική σφαίρα. Η μεθόδευση της κοινής ωφέλειας δεν ταυτίζεται πλέον αφετηριακά με τον δημόσιο χώρο. Με άμεσο αποτέλεσμα οι κατά τεκμήριο τουλάχιστον «χρήσιμες» και «επωφελείς» αυτές υπηρεσίες να ορίζονται και να παραγγέλλονται, αλλά και να πληρώνονται από τα οργανωμένα κράτη, δηλαδή από τους φορολογούμενους πολίτες, ανεξάρτητα από το ποιος καλείται να τις παράσχει. Και αυτό φαίνεται πια να αποτελεί συστατικό στοιχείο της «προοδευτικής διακυβέρνησης».
Οι προεκτάσεις της εξέλιξης αυτής είναι απροσμέτρητες. Από τη μια μεριά, φαίνεται να αίρεται το μονοπώλιο της πολιτικής εξουσίας να κρίνει αυτόνομα και υπεύθυνα περί του δέοντος γενέσθαι και να παρεμβαίνει ενεργά όταν χρειάζεται. Ακόμα σημαντικότερο όμως είναι το γεγονός ότι, από την άλλη μεριά, οι ιδιωτικά μεθοδευμένες δράσεις δημόσιου συμφέροντος δεν μπορεί πια να υπόκεινται στους αυστηρούς θεσμικούς και αξιακούς κανόνες που διέπουν της δημόσιες υπηρεσίες. Πράγματι, κανείς δεν μπορεί να εμποδίσει τις ΜΚΟ να κερδοσκοπούν, να διαθέτουν τους πόρους τους κατά το δοκούν και να επιλέγουν αυθαίρετα τους όρους της αμοιβής των εμπλεκόμενων φυσικών προσώπων. Ακόμα και αν ελέγχονται ως προς τη νομιμότητα της δράσης τους, δεν είναι σε καμιά περίπτωση δυνατόν να υπόκεινται σε αυστηρούς περιορισμούς σε ό,τι αφορά τη σκοπιμότητα των επιλογών τους. Δεν είναι π.χ. δυνατόν να υπάρξουν αντικειμενικά κριτήρια βάσει των οποίων μπορεί να ιεραρχείται η σημασία της προστασίας των γερακιών, των κοράκων και των περιστεριών.
Υπό τις συνθήκες αυτές λοιπόν είναι προφανές ότι τόσο η χρήση όσο και η διαχείριση του δημόσιου χρήματος δεν είναι δυνατόν να υπόκεινται στον ουσιαστικούς ελέγχους. Ακόμα και όταν δεν προέρχονται από «μυστικά κονδύλια», οι χρηματοδοτήσεις των ΜΚΟ είναι δομικά συνυφασμένες με την εγγενώς ανεξέλεγκτη και αυθαίρετη ιδιωτική κερδοσκοπία.
Παρ' όλο που η γενίκευση τέτοιων πρακτικών είναι σχετικά πρόσφατη, μοιάζει να αντιστοιχεί στις νέες οικουμενικές αντιλήψεις για το «πολιτικά ορθό». Δεν είναι τυχαίο ότι ακολουθώντας πια παγκοσμίως εμπεδωμένα έθιμα, οι ευρωπαϊκές «οδηγίες» ευνοούν ή και απαιτούν ρητά τη συμμετοχή ιδιωτών σε κοινά χρηματοδοτούμενες «δράσεις» και προγράμματα και δράσεις. Ανεξάρτητα από το περιεχόμενό τους και τα κριτήρια με τα οποία ιεραρχούνται, επιλέγονται και ανατίθενται οι ιδιωτικές αυτές συμμετοχές στο κοινωνικό γίγνεσθαι, θεωρείται πια δεδομένο πως κάθε ευνομούμενη χώρα οφείλει να διαθέτει σημαντικούς πόρους για το «καλό», ρίχνοντάς τους στον γιαλό ενός οργανωμένου και εκ προοιμίου ανεξέλεγκτου εσμού επίδοξων συμφεροντούχων. Η ελεύθερη «κοινωνία των πολιτών», μας λένε, οφείλει να αναλάβει τον αυτόνομα δημιουργικό ρόλο που της αρμόζει.
Θα πρέπει λοιπόν να αναρωτηθούμε για τα αίτια αυτής της θεαματικής ιδεολογικής μεταλλαγής και μαζί με αυτήν των τρεχουσών πολιτικών πρακτικών. Το γεγονός ότι η παλιά αυτή εγελιανή ιδέα ανασύρθηκε από την ιστορική ναφθαλίνη για να εγκατασταθεί στο επίκεντρο του προβληματισμού δεν μπορεί βέβαια να είναι τυχαίο. Ούτε φυσικά είναι τυχαίο ότι από ένα σημείο και πέρα η «κοινωνία των πολιτών» άρχισε να εμφανίζεται ως αναγκαίο συμπλήρωμα της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Εφεξής, σε ρητή αντιδιαστολή με ό,τι το κρατικό και «επισήμως κρατικοδίαιτο» που αντιμετωπίζεται με ολοένα μεγαλύτερη δυσπιστία, ό,τι μπορεί να εμφανίζεται ως «ανεπισήμως κρατικοδίαιτο» προϊόν ελεύθερων ατομικών πρωτοβουλιών φαίνεται να καθαγιάζεται απερίφραστα.
Το ακατάσχετο κύμα των ιδιωτικοποιήσεων, η αποψίλωση του κοινωνικού κράτους, η απαξίωση του δημόσιου τομέα, η αύξουσα διείσδυση ιδιωτικοοικονομικών μεθόδων στη δημόσια διοίκηση, η άρση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων και η διάχυτη καταγγελία όλων των δημόσιων μηχανισμών ως εγγενώς αναποτελεσματικών και εν δυνάμει διεφθαρμένων δεν είναι άλλωστε παρά μερικά από τα συμπτώματα του αδιαμεσολάβητα πλέον κυρίαρχου νεοφιλελεύθερου αντικρατισμού. Και προφανώς, μια τέτοια «προφητεία» δεν μπορεί παρά να είναι αυτοεκπληρούμενη: η συμβολική απαξίωση του δημόσιου τομέα συμβάλλει αποφασιστικά στην πραγματική του υποβάθμιση και συνεπώς στην «ανάγκη» προσφυγής στον εκ φύσεως αποτελεσματικό ιδιωτικό τομέα. Δικαιούται κανείς να αναρωτιέται μήπως αυτό ακριβώς υπήρξε και το αιτούμενο.
Στο πλαίσιο αυτό λοιπόν, η συνεχής διεύρυνση των ορίων λειτουργίας των ΜΚΟ μοιάζει αναγκαίο στοιχείο της πολιτικοϊδεολογικής συγκυρίας της εποχής μας. Από τη μια μεριά, επεκτείνοντας το πεδίο της ελεύθερης αγοράς προς νέες κατευθύνσεις δημιουργεί τις προϋποθέσεις για πρόσθετες οργανωμένες ιδιωτικοποιήσεις, άρα και για αυξημένα κέρδη των απανταχού επιτηδείων. Από την άλλη, συμβάλλοντας στην αποδυνάμωση της διάκρισης ανάμεσα στο δημόσιο συμφέρον και στις ιδιωτικές δράσεις συμβάλλει στην περαιτέρω αποδυνάμωση της δημόσιας συμβολικής πρωτοκαθεδρίας. Τέλος, εθίζει την κοινή γνώμη στην ιδέα ότι όλες σχεδόν οι δημόσιες αρμοδιότητες είναι δυνατόν και πρέπει να μεθοδεύονται μέσα από αυτοσχέδιες «συνέργειες» ανάμεσα στις συλλογικές σκοπιμότητες και στην προώθηση ιδιωτικών συμφερόντων.
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο εις πείσμα των σκανδάλων και της ανορθολογικής σπατάλης του δημόσιου χρήματος, τίποτε δεν φαίνεται να μπορεί να ανακόπτει την επέλαση των νέων μορφών. Εάν δεν επανιδρυθεί η δημόσια σφαίρα και δεν ανασταθεί η αυτονομία της πολιτικής, τα ιδιωτικά συμφέροντα θα επιβληθούν σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνίας. Η εξουσία θα πρέπει λοιπόν κάποτε να επιστρέψει στον δήμο. Τελικώς, αυτό και μόνον είναι το ουσιώδες διακύβευμα.

Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών στις 4/3/2014

Η ευκαιρία της σοσιαλδημοκρατίας

Τι εννοούμε με τον όρο σοσιαλδημοκρατία; Η ερώτηση είναι επίκαιρη στη χώρα μας λόγω της Πρωτοβουλίας των 58 για τη δημιουργία ενός τρίτου πόλου μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, πόλου που πολλοί αποκαλούν σοσιαλδημοκρατικό. Η απάντηση δεν είναι εύκολη γιατί εξαρτάται από το πώς ορίζουμε τα λεγόμενα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στη σημερινή συγκυρία. Υπάρχουν δύο βασικοί ορισμοί. Ο πιο περιοριστικός ταυτίζει αποκλειστικά τη σοσιαλδημοκρατία με τα προοδευτικά κόμματα που κατόρθωσαν να εξανθρωπίσουν τον καπιταλισμό στις ευρωπαϊκές βορειοδυτικές κοινωνίες στη «χρυσή περίοδο της σοσιαλδημοκρατίας» (1945-1975). Ο δεύτερος, πιο ευρύς ορισμός αναφέρεται και σε κόμματα που επιβιώνουν σήμερα με προοδευτικούς, σοσιαλδημοκρατικούς στόχους, που όμως για διάφορους λόγους έχουν αναγκαστεί να ασπαστούν στοιχεία της δεσπόζουσας νεοφιλελεύθερης λογικής.
Οι λεγόμενες σοσιαλδημοκρατικές κινήσεις του 19ου αιώνα αρχικά συμπεριελάμβαναν όχι μόνο ρεφορμιστικές αλλά και επαναστατικές δυνάμεις. Στις αρχές του 20ού αιώνα όμως ο όρος άρχισε να χρησιμοποιείται για τις πολιτικές κινήσεις που στόχευαν στη σταδιακή υπέρβαση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Αυτή η εξέλιξη σχετίζεται με τη γνωστή διαμάχη μεταξύ Λένιν και Μπερνστάιν. Ο πρώτος υποστήριξε πως η στρατηγική που εστίαζε στην εξελικτική/σταδιακή διαδρομή προς τον σοσιαλισμό/κομμουνισμό, o λεγόμενος σταδιακός «εξανθρωπισμός» του καπιταλισμού ως βασική προϋπόθεση υπέρβασής του θα οδηγούσε το προλεταριάτο στην άμβλυνση της επαναστατικής δυναμικής και στην ενσωμάτωσή του στο καπιταλιστικό status quo.
Από την άλλη μεριά, ο Μπερνστάιν υποστήριζε πως η άμεση επανάσταση θα οδηγούσε όχι στον δημοκρατικό σοσιαλισμό αλλά σε έναν τύπο μη καπιταλιστικής εκμετάλλευσης/χειραγώγησης της εργατικής τάξης. Κατά τον Μπερνστάιν η λύση έγκειται σε μια εξελικτική στρατηγική με την οποία μέσα στο ισχύον κοινοβουλευτικό σύστημα οι άμεσοι παραγωγοί θα κατόρθωναν σταδιακά να οδηγήσουν τις αναπτυγμένες δυτικές κοινωνίες σε ένα σύστημα δημοκρατικού σοσιαλισμού.
Οι εξελίξεις δικαίωσαν τον Μπερνστάιν. Οι δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες ακολούθησαν τον «ρεφορμιστικό» δρόμο. Κατόρθωσαν σταδιακά να εγκαθιδρύσουν έναν τρόπο διακυβέρνησης που συνδύασε για πρώτη φορά στην ιστορία της νεωτερικότητας την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, τη δυναμική καπιταλιστική ανάπτυξη και τη δημιουργία ενός εξελιγμένου κράτους πρόνοιας, δηλαδή τη διάχυση αστικών, πολιτικών, κοινωνικοοικονομικών και πολιτισμικών δικαιωμάτων από την κορυφή στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας.
Στη συνέχεια όμως για μια σειρά δυσμενείς συνθήκες (συρρίκνωση της βιομηχανικής εργατικής τάξης, κομματική γραφειοκρατικοποίηση, ακραίος κομματισμός, στασιμοπληθωρισμός κτλ.) η σοσιαλδημοκρατική πορεία έχασε τη δυναμική της. Ετσι τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, για να επιβιώσουν στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης στη δεκαετία του '80, πλησίασαν χωρίς να ταυτιστούν με τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία. Εξ ου και οι αριστεροί επικριτές τους τα μετονόμασαν σοσιοφιλελεύθερα ή «μπλερικά».
Κατ' αυτούς, όχι μόνο τα βορειοδυτικά «σοσιαλδημοκρατικά» κόμματα δεν είναι πια προοδευτικά αλλά και τα δήθεν σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στη Νότια Ευρώπη ούτε ήταν ποτέ ούτε είναι τώρα σοσιαλδημοκρατικά. Αρα η «πραγματική» σοσιαλδημοκρατία της πρώιμης μεταπολεμικής περιόδου δεν υπάρχει πια, έχει πεθάνει.
Για αυτούς που βλέπουν την τωρινή σοσιαλδημοκρατία με πιο θετικό τρόπο η σοσιαλδημοκρατία ούτε έχει πεθάνει ούτε θα εξαφανιστεί στο μέλλον. Είναι γεγονός βέβαια ότι ακολούθησε σε έναν μόνο βαθμό νεοφιλελεύθερες στρατηγικές από τη δεκαετία του '80 και μετά. Αλλά αυτή η στροφή δεν οφείλεται σε «προδοσία» αλλά κυρίως σε αντικειμενικές συνθήκες (όπως το απότομο άνοιγμα των παγκόσμιων αγορών) που ανάγκασαν τις σοσιαλδημοκρατικές ηγεσίες να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα για να επιβιώσουν. Το βασικό επιχείρημα εδώ εναντίον αυτών που έχουν ξεγράψει την τωρινή σοσιαλδημοκρατία ως προοδευτική δύναμη είναι πως οι επικριτές της βλέπουν τις εξελίξεις κατά έναν γραμμικό τρόπο. Αγνοούν τελείως τις «κυκλικές» τάσεις του πολιτικοοικονομικού γίγνεσθαι.
Πριν από τη σημερινή νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση είχαμε μια εξίσου νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση από το 1860 περίπου ως το 1914. Στη συνέχεια, κυρίως μετά την οικονομική κρίση του 1929, βλέπουμε το σταδιακό πέρασμα από τον Hayek στον Keynes, από την πίστη στις μη ελεγχόμενες αγορές στην πεποίθηση πως χρειάζεται κρατική παρέμβαση και αυστηρός έλεγχος των αγορών για την αποφυγή των οικονομικών κρίσεων και για την άμβλυνση των τεράστιων ανισοτήτων που ο ανεξέλεγκτος καπιταλισμός δημιουργεί σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο. Μετά την πετρελαϊκή κρίση του 1973 όμως ο οικονομικός φιλελευθερισμός έρχεται πάλι στο προσκήνιο. Με την παγκόσμια κρίση όμως του 2008-2012 (που συνδέεται κυρίως με τις μη ελεγχόμενες χρηματοπιστωτικές αγορές) το πέρασμα από τον νεοφιλελευθερισμό σε έναν νεο-κεϊνσιανισμό δεν αποκλείεται. Οταν ο Γκρίνσπαν, ο τέως πανίσχυρος πρόεδρος της Federal Reserve Bank, παραδέχθηκε δημόσια πως η νεοφιλελεύθερη πολιτική του σε ό,τι αφορά τον (μη) έλεγχο του χρηματοπιστωτικού τομέα ήταν λάθος, αυτή ήταν μια παραδοχή που μπορεί κανείς να τη δει ως ένα πρώτο σημάδι σταδιακής επιστροφής σε έναν πιο ελεγχόμενο και ανθρώπινο καπιταλισμό.

Από αυτή την άποψη μια δεύτερη «χρυσή εποχή» της σοσιαλδημοκρατίας δεν είναι απίθανη, είναι σίγουρα πιο πιθανή από την επαναστατική υπέρβαση του καπιταλισμού στα χρόνια που έρχονται. Βέβαια η βασική προϋπόθεση για έναν δεύτερο «εξανθρωπισμό» του καπιταλισμού είναι τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα να βρουν και να ακολουθήσουν νέες στρατηγικές για την επίτευξη των κλασικών σοσιαλδημοκρατικών στόχων.
Συμπέρασμα:
Σε ό,τι αφορά τον τόπο μας, ο μεσαίος, άκρως κατακερματισμένος χώρος μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ έχει κυρίως σοσιαλδημοκρατικούς προσανατολισμούς.
Η συγκρότηση ενός τρίτου πόλου, που η Πρωτοβουλία των 58 προσπαθεί να διευκολύνει, θα αμβλύνει την πόλωση, θα ενισχύσει τις σοσιαλδημοκρατικές αξίες και θα σταθεροποιήσει το δημοκρατικό πολίτευμα της χώρας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, αν γίνει κυβέρνηση και αν θέλει και τα καταφέρει να παραμείνει εντός της ευρωζώνης, θα αναγκαστεί, αργά ή γρήγορα, να μετασχηματιστεί σε ένα ριζοσπαστικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα.
Η θέση ενός μέρους της Αριστεράς για το «τέλος της σοσιαλδημοκρατίας» πείθει τόσο λίγο όσο και η θεωρία του Φουκουγιάμα για «το τέλος της Ιστορίας».

Δημοσιεύτηκε στο  ΒΗΜΑ  (1/3/2014)

Συνέντευξη του Ηλία Μόσιαλου στο tvxs.gr

Κεντροαριστερά ανοιχτή όχι μόνο προς τα δεξιά αλλά και προς τα αριστερά


«To ιδανικό θα ήταν σύσσωμη η κεντροαριστερά να είχε βρει μια πολιτική ενότητα κι ενόψει των ευρωεκλογών και ενόψει των αυτοδιοικητικών εκλογών» τονίζει ο Ηλίας Μόσιαλος επικεφαλής της κίνησης Δυναμική Ελλάδα που μετέχει στην προσπάθεια συγκρότησης της ελληνικής «Ελιάς» αναφορικά με την απόφαση της Πρωτοβουλίας των 58 να μην μετέχουν στο υπό σχηματισμό κοινό ψηφοδέλτιο. Μιλώντας στο tvxs.gr, σχολιάζει πάντως ως θετικό το γεγονός ότι «δεν είπαν ότι δεν μετέχουν στις διεργασίες» ενώ για το πολυσυζητημένο ζήτημα της σταυροδοσίας υποστηρίζει ότι «ελλείψει εσωκομματικής δημοκρατίας είναι μια θετική εξέλιξη». Ενόψει των ευρωεκλογών δηλώνει παρών αν και ξεκαθαρίζει ότι δεν θα είναι υποψήφιος. Προκρίνει ως ιδιαιτέρως σημαντικό να υπάρξει εκ μέρους της κεντροαριστεράς μήνυμα ριζικής ανανέωσης και σε επίπεδο προσώπων και σε επίπεδο θέσεων αλλά κι ένα σαφές πρόγραμμα μεταμνημονιακής εποχής. Της Αγγελικής Δημοπούλου.
Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά το πρόγραμμα της κεντροαριστεράς θα πρέπει να υπερβαίνει τις δεσμεύσεις που αυτή τη στιγμή έχει το ΠΑΣΟΚ μέσα από τις κυβερνητικές του υποχρεώσεις και θα πρέπει να κοιτάει «και προς τις δυο πλευρές». «Η κεντροαριστερά δεν μπορεί να έχει μια μόνιμη συμμαχία προς τα δεξιά της» τονίζει υπογραμμίζοντας ότι θα πρέπει να ακουστούν και οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Τέλος αναφορικά με το μέλλον της κεντροαριστεράς υποστηρίζει ότι το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών θα είναι καθοριστικό. «Μετά με μεγαλύτερη ψυχραιμία να δούμε πως θα υπάρξει μια ενοποίηση του χώρου με στόχο στο μέλλον να υπάρξει και μια κυβέρνηση πιο κεντροαριστερή στη χώρα μας».
Πως είδατε την κίνηση της Πρωτοβουλίας των «58» να μην συμμετάσχουν στο κοινό ευρωψηφοδέλτιο των συνεργαζόμενων κινήσεων της κεντροαριστέρας;
Aς δούμε τα θετικά των τελευταίων μηνών και τις εξελίξεις γενικότερα στο χώρο της κεντροαριστεράς. Στα θετικά είναι κυρίως τα μηνύματα που στέλνουν οι πολίτες. Πρόκειται για σαφή μηνύματα ενότητας τα οποία αποτυπώνονται και στα μεγάλα ποσοστά που επιτυγχάνουν υποψήφιοι της κεντροαριστεράς σε επαγγελματικές και επιστημονικές ενώσεις. Το μήνυμα των πολιτών είναι ότι θα πρέπει να υπάρχει ένας ενιαίος και μεγάλος πολιτικός χώρος στην κεντροαριστερά. Όσον αφορά την απόφαση των 58 δεν είπαν ότι δεν μετέχουν στις διεργασίες. Κι εδώ βλέπω τα θετικά. Θα συμμετάσχουν στη Συνδιάσκεψη, θα συμμετάσχουν στη διαμόρφωση των πολιτικών θέσεων και θα στηρίξουν το ευρωψηφοδέλτιο που θα κατατεθεί. Δεν θα συμμετέχουν ως κίνηση στις διαδικασίες διαμόρφωσής του. Αυτό δεν σημαίνει ότι άτομα τα οποία συμμετείχαν στις διεργασίες των 58 ή προσωπικότητες από τον ευρύτερο χώρο της κεντροαριστεράς δεν θα πάρουν μέρος σε αυτές τις διεργασίες.
Δηλαδή δεν υπάρχει ρήξη;
To ιδανικό θα ήταν σύσσωμη η κεντροαριστερά να είχε βρει μια πολιτική ενότητα κι ενόψει των ευρωεκλογών και ενόψει των αυτοδιοικητικών εκλογών. Κι όταν αναφέρομαι στην κεντροαριστερά, αναφέρομαι προφανώς και στη Δημοκρατική Αριστερά. Δυστυχώς τα κόμματα, οι κινήσεις και οι προσωπικότητες που συμμετέχουν σε αυτό το χώρο δεν βρήκαν κοινό τόπο. Και βρίσκονται σε δυσαρμονία με αυτό που θέλει ο κόσμος της κεντροαριστεράς. Ελπίζω ότι τα εκλογικά αποτελέσματα του Μαΐου θα είναι θετικά για όσα κόμματα ή όσες συμπράξεις της κεντροαριστεράς κατέβουν στις ευρωεκλογές. Μετά με μεγαλύτερη ψυχραιμία να δούμε πως θα υπάρξει μια ενοποίηση του χώρου με στόχο στο μέλλον να υπάρξει και μια κυβέρνηση πιο κεντροαριστερή στη χώρα μας.
Το αποτέλεσμα στις ευρωεκλογές θα είναι καθοριστικό για το αύριο της κεντροαριστεράς;
Προφανώς. Οι ίδιοι οι πολίτες θα δείξουν τι ακριβώς πρέπει να γίνει.
Η σταυροδοσία φαίνεται πως ήταν «αγκάθι» για τους «58». Εσείς συμφωνείτε με αυτή την αλλαγή ενόψει των ευρωεκλογών;
Αν είχαμε δημοκρατικά κόμματα τότε θα μπορούσαν να υπάρχουν και καθαρές εσωκομματικές δημοκρατικές διαδικασίες που θα αναδείκνυαν τους υποψήφιους για να ισχύει αμέσως μετά η λίστα στις ευρωεκλογές αλλά και στις εθνικές εκλογές. Πιστεύει κανείς όμως ότι πραγματικά έχουμε δημοκρατικά κόμματα στην Ελλάδα; Κόμματα στα οποία αποφασίζουν τα μέλη και στα οποία όταν υπάρχουν παρατυπίες μπορεί να καταφύγει κανείς σε διευθετήσεις εξωκομματικές; Στις Σκανδιναβικές χώρες, στη Γερμανία, στην Κεντρική Ευρώπη γενικότερα υπάρχουν νομικές διαδικασίες που κατοχυρώνουν την εσωκομματική δημοκρατία. Δεν μπορεί να κάνει ο αρχηγός ότι θέλει. Ούτε κάποιες φράξιες μπορούν να αποκλείουν συνολικά μειοψηφίες εντός των κομμάτων. Με αυτή την έννοια, ελλείψει δηλαδή εσωκομματικής δημοκρατίας, μια δημοκρατική διαδικασία, όπως είναι ο σταυρός, είναι μια θετική εξέλιξη. Το ιδανικό είναι να έχουμε πρώτα εσωκομματικές διαφανείς διαδικασίες και μετά λίστα. Μέχρι τότε όμως είναι προτιμότερος ο σταυρός. Μπορεί να πει κανείς δεν θα ήταν καλύτερα να μέναμε στο παλιό σύστημα; Μια λίστα ίσως διευκόλυνε τη συσπείρωση της κεντροαριστεράς; Κάποιοι πιστεύουν ότι αυτή θα ήταν η καλύτερη διέξοδος. Τι μήνυμα όμως θα δινόταν στους πολίτες αν κάποιοι από τους «58», από τις κινήσεις, από τα κόμματα που απαρτίζουν το χώρο της κεντροαριστεράς βρισκόντουσαν σε ένα δωμάτιο χωρίς καμία δημοσιότητα, χωρίς καμία συμμετοχή μελών και αποφάσιζαν την σειρά των ονομάτων στο ευρωψηφοδέλτιο. Αυτό θα ήταν μια πιο δημοκρατική διαδικασία; Δεν το πιστεύω.
Υπήρξε η κριτική ότι επειδή η αλλαγή έγινε λίγο πριν τις ευρωεκλογές τα λιγότερο γνωστά και πιο φρέσκα πρόσωπα δεν έχουν την ίδια ευκολία να διεκδικήσουν την εκλογή τους με σταυρό όπως γνωστότερα στελέχη.
Οι πολίτες έχουν δείξει ότι θέλoυν καινούργια πρόσωπα. Το έχoυν δείξει στην τοπική αυτοδιοίκηση. Το έχoυν δείξει στις εκλογές των επαγγελματικών και επιστημονικών συλλόγων. Δεν ψηφίζoυν πλέον τα φθαρμένα πρόσωπα ή όσους δεν έχουν το ηθικό υπόβαθρο το οποίο η ελληνική κοινωνία απαιτεί να είναι πολύ υψηλό – και σωστά το θέλει. Η κοινωνία θέλει ηθικούς ανθρώπους, όχι κατ' ανάγκη προβεβλημένους ανθρώπους. Από την άλλη πλευρά, την εποχή της λεγόμενης τηλεοπτικής δημοκρατίας αν κάποιος έχει να πει κάτι ουσιαστικό νομίζω ότι μπορεί να το πει και με δυο – τρεις τηλεοπτικές εμφανίσεις. Θα ξεχωρίσει. Νομίζω ότι δεν πρέπει να υπάρχει τέτοιος φόβος. Αυτό που έχει μεγάλη σημασία είναι να αναδειχτούν νέοι άνθρωποι. Και πρέπει να δοθεί στους νέους ανθρώπους και ο τηλεοπτικός χρόνος και η προβολή από τα μέσα ενημέρωσης. Οι πολίτες αμέσως θα ξεχωρίσουν ποιος πραγματικά είναι ηθικός και ποιος έχει να πει κάτι ουσιαστικό για το μέλλον της χώρας. Είναι σαφές πως νέες ιδέες και πρακτικές δεν μπορούν να υλοποιούνται από πρόσωπα που έχουν καταγραφεί ως φορείς των αντιθέτων απόψεων.
Εσείς τι περιμένετε από το κοινό ευρωψηφοδέλτιο της κεντροαριστεράς;
Ριζική ανανέωση με άτομα που έχουν αποδεδειγμένο ηθικό υπόβαθρο και με σημαντικές επιτυχίες στην επαγγελματική τους πορεία. Δηλαδή όχι παιδιά του κομματικού σωλήνα τα οποία αναδείχτηκαν αποκλειστικά και μόνο μέσα από κομματικές διαδικασίες. Χωρίς να έχω κάτι εναντίον όσων συμμετέχουν αποκλειστικά και μόνο σε κομματικές διαδικασίες εγώ προσωπικά προτιμώ να αναδεικνύονται αυτοί που έχουν να επιδείξουν επιτυχίες και πέρα από το στενό κομματικό πλαίσιο.
Το όνομα, το σύμβολο σας απασχολεί;
Δεν είναι το ουσιαστικό. Το ουσιαστικό είναι το μήνυμα που πρέπει να εκπέμψει το ψηφοδέλτιο που θα σχηματιστεί. Μήνυμα ριζικής ανανέωσης και σε επίπεδο προσώπων και σε επίπεδο θέσεων. Χρειάζεται και σαφές πρόγραμμα μεταμνημονιακής εποχής. Ένα πρόγραμμα που να απαντά στα ερωτήματα: «Τι είδους κράτος θέλουμε; Ποιο κοινωνικό κράτος θέλουμε;». Γιατί αυτή τη στιγμή συνεχίζουμε να διαθέτουμε το 25% του εθνικού μας πλούτου για κοινωνικές υπηρεσίες κι έχουμε ένα σύστημα υγείας που υπολειτουργεί - και μάλιστα πηγαίνει συνεχώς προς τα πίσω - ένα εκπαιδευτικό σύστημα το οποίο δεν ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές των σύγχρονων συστημάτων της Δυτικής Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής και έχει αποτύχει να εξασφαλίσει την ισότητα των ευκαιριών στην εκπαίδευση και την εργασία. Kαι ένα συνταξιοδοτικό σύστημα που συνεχίζει ακόμη και τώρα να αναπαράγει ανισότητες. Αυτά τα ερωτήματα πρέπει να τα απαντήσει - ειδικά το ερώτημα «Τι είδους κοινωνικό κράτος θέλουμε;» - ένας χώρος που θέλει να ονομάζεται κεντροαριστερός. Κι αυτό δεν αφορά μόνο τα κόμματα που αυτή τη στιγμή εντάσσονται στην κεντροαριστερά αλλά και τα κόμματα της Αριστεράς και ιδίως το ΣΥΡΙΖΑ. Θα πρέπει να ακούσουμε κι από κει πιο κοινωνικό κράτος θέλουν να φτιάξουν.
Μέσα στην προσπάθεια συγκρότησης της κεντροαριστεράς βρίσκεται και το ΠΑΣΟΚ που αυτή τη στιγμή μετέχει στην κυβέρνηση. Πρέπει λοιπόν να αναθεωρήσει κάποιες θέσεις του;
Το πρόγραμμα της κεντροαριστεράς πρέπει να υπερβαίνει τις δεσμεύσεις που αυτή τη στιγμή έχει το ΠΑΣΟΚ μέσα από τις κυβερνητικές του υποχρεώσεις. Και ταυτόχρονα να θέτει κι ένα πλαίσιο που θα υπερβαίνει και τα σημερινά κυβερνητικά όρια. Με αυτή την έννοια δηλαδή θα πρέπει να κοιτάει και προς τις δυο πλευρές. Η κεντροαριστερά δεν μπορεί να έχει μια μόνιμη συμμαχία προς τα δεξιά της. Πρέπει να βλέπει και συμμαχίες προς τα αριστερά της.
Εσείς θα είστε υποψήφιος;

Υπάρχουν σοβαροί προσωπικοί λόγοι που δεν μου επιτρέπουν να είμαι ενεργός σε επίπεδο υποψηφίου έως το τέλος του 2014. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν θα είμαι ενεργός με παρεμβάσεις και απόψεις και με συγκεκριμένο πολιτικό λόγο.

Το δίλημμα των πολιτικών κομμάτων στην Ευρώπη

Πολλοί από εμάς αισθανόμαστε ότι η κρίση που εξελίσσεται από το 2008 εισέρχεται αυτό το φθινόπωρο σε μία κρίσιμη φάση, καθώς η πολιτική του βραχυπρόθεσμου κατευνασμού των αγορών που εφαρμόστηκε έως τώρα έφτασε πλέον στα όριά της. Εν τω μεταξύ, ενισχύθηκε μεταξύ των πολιτικών η άποψη ότι το κοινό νόμισμα απαιτεί και μια κοινή δημοσιονομική, οικονομική και κοινωνική πολιτική. Αυτό, ωστόσο, οδηγεί προσωρινά μόνο σε μια φιλοευρωπαϊκή ρητορική, κενή περιεχομένου.
Οι κυβερνήσεις εξακολουθούν να ελπίζουν ότι θα μπορέσουν σιωπηλά να θεσπίσουν, σε επίπεδο πολιτικής διακυβέρνησης, τις οικονομικές ρυθμίσεις στις οποίες έχουν δεσμευτεί, χωρίς καμία αλλαγή σε επίπεδο πολιτικών θεσμών. Λαμβάνοντας υπόψη τα ποσοστά οικονομικής συμβολής των μεμονωμένων χωρών στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, διαπιστώνει κάποιος ότι με την ακολουθούμενη πολιτική εξαγοράς υποτιμημένων κρατικών ομολόγων η Τράπεζα έχει από καιρό ανοίξει τον δρόμο προς μια συγκαλυμμένη «Ενωση Χρέους».
Ταυτόχρονα, η ρητορική αυτή χρησιμοποιείται σε εθνικό επίπεδο ως όπλο ενάντια σε κάθε εποικοδομητική πρόταση εμβάθυνσης της Πολιτικής Ενωσης, με απώτερο σκοπό την περιθωριοποίησή της, όπως συνέβη πρόσφατα με την πρόταση του Ζίγκμαρ Γκάμπριελ.

Από την 26η Ιουνίου του 2012, όταν ο Χέρμαν βαν Ρόμπαϊ κατέθεσε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο την πρότασή του υπέρ μιας «πραγματικής» Δημοσιονομικής και Πολιτικής Ενωσης, λαμβάνοντας από τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων την εντολή περαιτέρω ανάπτυξης της πρότασής του αυτής έως τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, οι πρόεδροι του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, της Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας άρχισαν να ασχολούνται με την προετοιμασία μιας «θεσμικής λύσης» για την κρίση.
Ο Ευρωπαίος επίτροπος, αρμόδιος για την Εσωτερική Αγορά, Μισέλ Μπαρνιέ, περιέγραψε τον ήδη από καιρό γνωστό φαύλο κύκλο του εκβιασμού των κρατών της ζώνης του ευρώ από τις αγορές με τον εξής στείρο τρόπο: «πρώτα το κράτος παρέχει ρευστότητα σε τράπεζες που το έχουν ανάγκη, αυξάνοντας με τον τρόπο αυτόν το εθνικό του χρέος, το οποίο κατόπιν εξαγοράζεται από τις τράπεζες, επιδεινώνοντας περαιτέρω τη θέση τους». Βεβαίως, ο επίτροπος αποσιωπά ότι σε όλη αυτή τη δυσάρεστη κατάσταση, οι μοναδικοί κερδισμένοι, στον βαθμό που ο παραπάνω εκβιασμός λειτουργεί, είναι οι ιδιώτες επενδυτές, ενώ η υπαγορευμένη πολιτική λιτότητας επιβαρύνει ανελέητα την πλατιά μάζα των ήδη ζημιωμένων πολιτών, αφήνοντας τους πραγματικούς υπεύθυνους της κρίσης στο απυρόβλητο.
Στο μεταξύ, οι ιδέες μιας κοινής εποπτείας των τραπεζών και μιας τραπεζικής ένωσης, σκοπός της οποίας θα ήταν η διευκόλυνση της πρόσβασης σε δάνεια από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ), λαμβάνουν συγκεκριμένη μορφή. Επιπλέον, είναι σε γνώση όλων των συμμετεχόντων ότι η υφιστάμενη λύση της δημοσιονομικής κρίσης δεν αγγίζει στο παραμικρό τις πραγματικές της αιτίες, δηλαδή τις δομικές εκείνες ανισορροπίες, οι οποίες αναπόφευκτα προκύπτουν σε μια νομισματική ένωση ανεξάρτητων εθνικών οικονομιών, διαφορετικού βαθμού ανταγωνιστικότητας η κάθε μία. Αντίθετα, η τήρηση των ίδιων δημοσιονομικών κανόνων σε βάθος χρόνου δεν προσφέρει τίποτα.
Εάν ισχύει η παραπάνω περιγραφή της κατάστασης, τότε οδηγούμαστε σε ένα δίλημμα. Από τη μία ενισχύεται, υπό το βάρος της πίεσης των αγορών, η τάση εφαρμογής μιας πραγματικής δημοσιονομικής και οικονομικής ένωσης, όπως τη σχεδιάζουν οι οικονομολόγοι.

Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για την εκπλήρωση των οικονομικών εκείνων επιταγών, οι οποίες πίεσαν προς την κατεύθυνση μιας νέας «θεσμικής αρχιτεκτονικής». Από αυτήν την εξέλιξη, όμως, προκύπτει μία συνέπεια που φοβίζει τους ιθύνοντες πολιτικούς. Τα κυριαρχικά δικαιώματα που θα αφαιρεθούν από τα εθνικά Κοινοβούλια στο πλαίσιο αυτής της σχεδιαζόμενης δημοσιονομικής μεταρρύθμισης θα πρέπει θα ανατεθούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο και πάλι σε έναν νομοθέτη με δημοκρατική νομιμοποίηση. Δεν μπορούν δηλαδή απλώς να ασκηθούν από το συμβούλιο των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων, διότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δεν εκλέγεται στο σύνολό του από τους Ευρωπαίους πολίτες.
Ασφαλώς φοβάμαι ότι αυτό ακριβώς θα είναι το τίμημα που θα κληθούμε να πληρώσουμε για μια τεχνοκρατική λύση της κρίσης. Οι κυβερνήσεις θα συγκεντρώσουν τις απαραίτητες αρμοδιότητες σε ευρωπαϊκό επίπεδο για να ικανοποιήσουν «τις αγορές». Ταυτόχρονα, όμως, θα προσπαθήσουν να υποβαθμίσουν στο εκλογικό σώμα της χώρας τους την αληθινή σημασία αυτής της νέας ενοποίησης, διότι φοβούνται ότι αυτή τη φορά η συγκεκριμένη εμβάθυνση της πολιτικής ένωσης δεν θα γίνει αποδεκτή από τους πολίτες των χωρών του πυρήνα της Ευρώπης με τη συνήθη μέχρι τώρα παθητικότητα.
Σύμφωνα με αυτό το σενάριο, βρισκόμαστε στη μεταδημοκρατική οδό προς μια συμβατή με τις αγορές -που σημαίνει κομμένη και ραμμένη στις επιταγές των αγορών- ομοσπονδιακή εκτελεστική εξουσία. Σε μια τέτοια διαδικασία δεν θα χάναμε μόνο τη δημοκρατία στην πορεία, αλλά και την ευκαιρία ρύθμισης της αγοράς, αρχικά έστω και μόνο εντός του ευρωπαϊκού οικονομικού χώρου.
Μια ευρωπαϊκή εκτελεστική εξουσία ανεξάρτητη από ένα δημοκρατικά καθοδηγούμενο εκλογικό σώμα θα έχανε κάθε κίνητρο, ακόμα και τη δύναμη για αλλαγή πορείας.

Μέχρι τώρα, το ευρωπαϊκό οικοδόμημα προωθήθηκε από τις πολιτικές ελίτ ανεξάρτητα από τη βούληση των λαών, ενώ οι πολίτες έδειχναν ικανοποιημένοι, όσο η Ε.Ε. αποτελούσε μια κοινότητα από την οποία έβγαιναν όλοι κερδισμένοι. Τώρα, όμως, που ενέσκηψε η ευρωκρίση, η οποία επιδρά διαφορετικά στις επιμέρους οικονομίες, δρώντας πολωτικά στην κοινή γνώμη κάθε χώρας, ενισχύεται παντού ο αντιευρωπαϊκός δεξιός λαϊκισμός.
Οι εκλογές και τα δημοψηφίσματα δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζονται σαν ψυχρή έκφραση της λαϊκής βούλησης, διότι εμπεριέχουν συνειδησιακό νόημα. Η κυβέρνηση καλείται μέσω της λήψης αποφάσεων τέτοιου στρατηγικού χαρακτήρα να αντιμετωπίσει επείγοντα προβλήματα. Σε μια δημοκρατία, οι πολιτικές εκλογές δεν εκπληρώνουν τον συστημικό τους ρόλο όταν αντιμετωπίζονται σαν απλή καταγραφή προτιμήσεων και προκαταλήψεων. Αντίθετα, αποκτούν το θεσμικό βάρος πολιτικών αποφάσεων ενός συννομοθέτη από το γεγονός ότι το αποτέλεσμά τους διαμορφώνεται μέσα από πληθώρα διιστάμενων απόψεων στο πλαίσιο ενός δημόσιου διαλόγου.
Στην περίπτωση, ωστόσο, της δικής μας εκτεταμένης κοινής γνώμης, ενός δημιουργήματος πρωτίστως του επικοινωνιακού δικτύου των μέσων μαζικής επικοινωνίας, δεν αρκούν μόνο οι πληροφορίες και τα ερεθίσματα από έναν αυθόρμητο και ανεξάρτητο Τύπο, αλλά απαιτούνται κατά κύριο λόγο οι πρωτοβουλίες, η καθοδήγηση και η οργανωτική δυνατότητα των πολιτικών κομμάτων.
Το πολιτικό μέλλον της Ευρώπης αυτή τη στιγμή εξαρτάται κυρίως από τη διορατικότητα και την ηγετική ικανότητα των πολιτικών κομμάτων.
στη θεωρία όλα αυτά είναι εύκολα. Πρώτον, τα πολιτικά κόμματα υποχρεώνονται από το διακύβευμα της κατάληψης και διατήρησής τους στην εξουσία να προσαρμόζουν τα σχέδια και τις ενέργειές τους στον χρονικό ορίζοντα μιας εκλογικής θητείας. Επιπλέον, λειτουργούν με γνώμονα τις νομιμοποιητικές προσδοκίες εθνικών εκλογικών σωμάτων, χωρίς άμεση επαφή με τα υπόλοιπα εθνικά εκλογικά σώματα. Ετσι, τα πολιτικά κόμματα δεν μπορούν να προσβλέπουν σε απτά πολιτικά οφέλη, όταν σκέφτονται και πράττουν εθνικά και ταυτόχρονα ευρωπαϊκά, χωρίς προηγουμένως καν να υφίσταται ένα ενιαίο, ευρωπαϊκό σύστημα πολιτικών κομμάτων.
Εκείνο που απαιτείται σήμερα από τις πολιτικές ελίτ είναι μια τελείως διαφορετική, εμπεριστατωμένη, ηγετική και πειστική πολιτική πρακτική. Πρόκειται δηλαδή για άσκηση επιρροής, με επίγνωση της πιθανότητας να αποδειχτεί εσφαλμένη η πολιτική πρόταση.
Δεν μπορεί κανείς να κατηγορήσει τα κόμματα ότι βρέθηκαν απροετοίμαστα σε μια τέτοια εξαιρετική κατάσταση. Σε τέτοιες εξαιρετικές καταστάσεις, όμως, η αναγνώριση ενός διλήμματος μπορεί να αποτελέσει το έναυσμα για τη διευθέτησή του.

* Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των συντακτών στις 25-2-2014

ΜΚΟ στις σύγχρονες κοινωνίες

Οι ΜΚΟ ή το «σώμα των πολιτών» ή, όπως είναι γνωστότερο, «κοινωνία των πολιτών», συγκροτούν μια αντίληψη για τις συλλογικότητες η οποία αντιδιαστέλλεται με μια παραδοσιακή αντίληψη της αριστεράς περί συλλογικότητας, όσο και με μια της δεξιάς. Στην ουσία, είναι μια αντίληψη που πατά περισσότερο σε μια λογική του πολιτικού φιλελευθερισμού των δικαιωμάτων και λιγότερο στη λογική των "συμφερόντων" που ωθούν τους ανθρώπους να συγκροτούν συλλογικότητες. Όμως, η ίδια η αριστερά, δια των Ν. Πουλαντζά και Κ. Τσουκαλά επιχείρησε να αντιμετωπίσει τον άνθρωπο όχι μονοδιάστατα μέσω της οικονομικής του θέσης στην κοινωνία, αλλά ως "πολυσθενές υποκείμενο", δηλαδή μέσα από μια ποικιλία ενδιαφερόντων, αντιλήψεων, προτιμήσεων, με βάση πολιτιστικά, εκπαιδευτικά ή άλλα διανοητικά χαρακτηριστικά. Ανάμεσα σε αυτά παίζει, ασφαλώς ρόλο και η οικονομική του θέση στην κοινωνία, αλλά αυτή δεν αρκεί να προσδιορίσει κυρίαρχα τον τρόπο που κοινωνικοποιείται και παίρνει μέρος στις δημόσιες κοινωνικές διεργασίες. Αν ισχύει το πρώτο, αυτό δηλαδή, της κυριαρχίας της οικονομικής του θέσης, τότε αυτό οδηγεί στην αντίληψη της συγκρότησης συλλογικοτήτων με βάση αυτά τα "ταξικά" χαρακτηριστικά και ως εκ τούτου, κυρίαρχη μορφή συλλογικοτήτων είναι τα συνδικάτα και όλα τα υπόλοιπα είναι συλλογικότητες - υποκατάστατα ή ευνουχιστικά και αποπροσανατολιστικά -άρα και ύποπτα για υπόγειες χρηματοδοτήσεις, χώροι διαπλοκής κλπ.
Πέραν μιας αγοραίας εμπλοκής του θέματος αυτού στην τρέχουσα συγκυρία και τις όποιες, εύκολες και γαργαλιστικές, προεκτάσεις σκανδαλοθηρικού τύπου έχει, αυτό είναι το υπόβαθρό της συζήτησης περί ΜΚΟ που κατά καιρούς έρχεται και επανέρχεται στην ελληνική δημόσια ζωή.
Η παραδοσιακή αντίληψη της αριστεράς για τη συλλογικότητα και τον ατομισμό, ισοπέδωσε το άτομο χάριν της συλλογικότητας.
Η αγοραία λογική της "αγοράς" θεοποίησε το «άτομο» και χλεύασε τις συλλογικότητες ή τις μετέτρεψε σε τραστ συμφερόντων.
Το ζητούμενο, όμως, είναι πάντα το «υπαρκτό» άτομο και όχι ο «ανύπαρκτος» μέσος άνθρωπος. Η διαφορά έγκειται στη διεργασία. Το άτομο για το άτομο ή διαμέσου της ομάδας στο άτομο. «Ο θάνατός σου η ζωή μου» ή «η ύπαρξή σου η ζωή μου»;
Η κοινωνία των πολιτών υπονοεί ότι οι συλλογικότητες θα εδράζονται στα ατομικά –και συλλογικά, ασφαλώς- δικαιώματα των πολιτών (που θα φτάνουν μέχρι τα δικαιώματα του «ενός» –του κάθε «ενός») και όχι στην ισοπεδωτική διαμεσολαβητική ασυδοσία των «συλλογικοτήτων» και των «πλειοψηφιών» (θρησκευτικών, φυλετικών, ταξικών ή άλλων).
Μόνον πολίτες με δικαιώματα (δικαιώματα νοούμενα όχι ως θεσμικές εγγυήσεις απλώς κάποιων συμπεριφορών αλλά ως αμοιβαίες ευθύνες ανάμεσα σε πολίτες, συμ-πολίτες και κοινωνία) μπορούν να συγκροτήσουν συλλογικότητες που θα τιμούν αυτήν την αναντικατάστατη μορφή κοινωνικότητας και κοινωνικοποίησης. Και μάλιστα πολλές, πολλές συλλογικότητες, πολλά «σώματα πολιτών» που θα εκφράζουν και θα διαφοροποιούν όλες τις επιλογές των ανθρώπων-πολιτών και όχι μία, «υπερ-συλλογικότητα» η οποία θα συμπυκνώνει –υποτίθεται- το σύνολο των επιλογών και των επιθυμιών των πολιτών.
Στη μία συλλογικότητα να είμαι με τον κ. Χ. για να αναδείξουμε τη σημασία, πχ., των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και από την άλλη να είμαι και σε μία συλλογικότητα η οποία θα αντιπαρατίθεται σε αυτήν του κ. Χ. για την ομοσπονδοποίηση της Ευρώπης, έστω.
Μετέχοντας σε 1, 2, 5 ΜΚΟ και όχι απλώς σε ένα Κόμμα που τα ενοποιεί υποτίθεται όλα –ή τα συνθλίβει;- εκφράζομαι ως πολίτης με δικαιώματα-ευθύνες, πλήρως.
Η προσέγγιση αυτή για την Κοινωνία των πολιτών και τις ΜΚΟ, μέσω των οποίων εκφράζεται, είναι τεράστιας σημασίας για την ανανεωτική αριστερά, γιατί βρίσκεται στον αντίποδα της λογικής του «μαζικού κόμματος», που όλα τα ενοποιεί και όλα τα αφομοιώνει. Ως προέκταση αυτής της λογικής του μαζικού κόμματος, ουσιαστικά η μόνη συλλογικότητα που είναι νοητή, αλλά και μακρύς βραχίονας του κόμματος, είναι το συνδικάτο, δηλαδή η οικονομική και μονοδιάστατη υπόσταση του ανθρώπου. Το «πολυσθενές υποκείμενο», έχει ανάγκη ποικίλων μορφών κοινωνικής έκφρασης που ξεφεύγουν από τα στενά ταξικά και οικονομικά μυωπικά γυαλιά της παραδοσιακής αριστεράς.
Γι' αυτό θεωρώ πολύ εύκολη και απλοϊκή την προσέγγιση του θέματος ΜΚΟ μέσω της οπτικής της χρηματοδότησής τους, μόνο!
Είναι ο προνομιακός χώρος για μια εναλλακτική ανανεωτική αριστερά. Και αυτό, όχι φυσικά γιατί μπορεί, υποτίθεται, καλύτερα να τις «ελέγξει». Οι πολίτες που ολοκληρώνονται κοινωνικά μέσω της ελεύθερης συμμετοχής τους σε οργανώσεις που καλύπτουν ένα τεράστιο φάσμα ενδιαφερόντων, προβλημάτων, εθελοντικής δράσης, κοινωνικής υποστήριξης, αλληλεγγύης, ρευμάτων σκέψης, μελέτης, εκδοτικής προσπάθειας, παρατηρητήρια για δικαιώματα κάθε είδους κλπ, κλπ, αποτελούν τη μεγαλύτερη κοινωνική ομάδα, την προνομιακή ομάδα της κοινωνίας που –θα έπρεπε να- ενδιαφέρεται και να απευθύνεται. Έστω και αν πολλές από αυτές τις ΜΚΟ είναι αντιφατικές, «περίεργες», ελιτίστικες, ολιγομελείς ή μικρομεγαλίζουν.
Έστω κι αν δεν είναι πάντα διαφανείς οι πηγές χρηματοδότησης για κάποιες από αυτές, είναι ισοπεδωτικό, απαξιωτικό και υποτιμητικό για το συνολικό χώρο των ΜΚΟ η διάχυση μιας καχυποψίας που κάθε άλλο παρά αντανακλά μια πραγματικότητα.
Οικολογία και ΜΚΟ
Τα ανθρώπινα συστήματα είναι διαφορετικά από τα "βιολογικά" και κάθε εύκολη μεταφορά ενέχει πολλούς κινδύνους. Όμως, σίγουρα είναι εξίσου και μάλλον περισσότερο πολύπλοκα. Και οποιαδήποτε αναγωγή τους σε σταθερά, αυστηρά και περίπου αμετάβλητα –σε κάθε ιστορική περίοδο- συστήματα, παράγει ψευδή εικόνα. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και αν οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων μετατρέπονται σε ένα πράγμα μόνον. Να αναχθούν, δηλαδή, σε μια «κυρίαρχη» αντίθεση η οποία και θα καθορίζει το χαρακτήρα των πιθανών κοινωνικών συγκρούσεων.
Η οικολογία, χώρος στον οποίο δραστηριοποιούνται πολλές ΜΚΟ, αναδεικνύει μια νέα «γενιά αντιθέσεων», αυτών που κατά κύριο λόγο προέκυψαν με την εμφάνιση της βιομηχανικής κοινωνίας και πιο πολύ στη φάση της ωρίμανσής της. Έρχεται να αναδείξει τη μεγάλη πολλαπλότητα και πολυπλοκότητα των αντιθέσεων και των συγκρούσεων και όχι να τα ανάγει όλα σε μια «κυρίαρχη» αντίθεση. Ή καλύτερα, να τονίσει τη σημασία και τον καθοριστικό ρόλο που ενίοτε παίζουν και οι «δευτερεύουσες» αντιθέσεις.
Η προσπάθεια να αναχθεί η πολυπλοκότητα των κοινωνικών σχέσεων, οι μεταβαλλόμενες μορφές κοινωνικής σύγκρουσης σε ένα προκατασκευασμένο καλούπι ταξικής πάλης, οδηγεί σε μια επικίνδυνη απλοποίηση, σε μια χοντροκομμένη γενίκευση που αλλοιώνει πλήρως τα στοιχεία της αντίθεσης και το αντικείμενο της σύγκρουσης, κάθε φορά.
Η ποικιλία των αντιθέσεων οδηγεί και σε μια ποικιλία ανταγωνισμών, συγκρούσεων και αντιστάσεων. Ο περιορισμός τους σε μια εύκολη, εμπειρική αναγωγή στη σύγκρουση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, πάντα, αποτελεί μια πολιτικά ασυγχώρητη σχηματοποίηση και απλούστευση.

Ένας περίπλοκος κόσμος ανταγωνισμών χρειάζεται μια πολιτικά ισοδύναμη προσέγγιση για να εκφραστεί. Δηλαδή, ο ένας –κυρίαρχος- ανταγωνισμός, μπορεί να είναι μια «πολλαπλότητα ανταγωνισμών». Να μην τοποθετούμε, έτσι απλά, δύο ομάδες ανθρώπων τη μία απέναντι από την άλλη με σκοπό την «ταξική πάλη», για να υποδηλώσουμε τον κοινωνικό ανταγωνισμό.
Η μεγάλη ποικιλία των κοινωνικών πρακτικών και του τρόπου που αυτές οι πρακτικές μετατρέπονται σε μορφές οργάνωσης, είναι αυτά που επηρεάζουν τους εκάστοτε ανταγωνισμούς και τα εκατέρωθεν «μέτωπα».
Τα οικολογικά και περιβαλλοντικά προβλήματα δεν φωτίζουν πάντα μια νέα πλευρά της «ταξικής πάλης», καμιά φορά μπορεί να την εμπλουτίζουν, κυρίως φέρνουν στο φως νέες αντιθέσεις, σύνθετες, παράλληλες ή συμπληρωματικές στις «γνωστές», οι οποίες συχνά ξεφεύγουν από τα στενά καλούπια της ταξικής οπτικής.
Τα πραγματικά επίδικα με τις ΜΚΟ, στο πρακτικό επίπεδο
Έχει γραφτεί ότι "ΜΚΟ στα τελευταία 20 τουλάχιστον χρόνια σημαίνει επάγγελμα". Διαφωνώ απολύτως με τη ισοπεδωτική αυτή διατύπωση.
Αυτή η γενικευμένη δυσφήμηση των ΜΚΟ (πιστεύω ότι είναι «δυσφήμηση», δηλαδή εντελώς λαθεμένη και άδικη), έχει κάποιους παραδοσιακούς εχθρούς.
Ένας τέτοιος «εχθρός», όπως προανέφερα, είναι η κομματοκρατία και ειδικά της αριστεράς.
Το ΚΚΕ, ένα μεγάλο μέρος του ΣΥΡΙΖΑ και σύμπας ο χώρος των αριστεριστών, μπερδεύονται, αποδιοργανώνονται από σχήματα έξω από το παραδοσιακό δίπολο κόμμα – συνδικάτο και τις πολεμούν χρησιμοποιώντας απαράδεκτους υπαινιγμούς και εύκολες κατηγορίες.
Ένας δεύτερος εχθρός, ειδικά στην Ελλάδα, είναι η καπατσοσύνη του Έλληνα αετονύχη που είδε φως και μπήκε. Το γεγονός ότι παρείχε κάποια πλεονεκτήματα στο άνοιγμα πορτών ο χαρακτήρας του «μη κερδοσκοπικού» και «μη κυβερνητικού», βάφτισε πολλές κερδοσκοπικές δραστηριότητες σε "μη" τέτοιες. Γι' αυτό, όμως, καμία απολύτως ευθύνη δεν φέρουν, ούτε θα μπορούσαν να το αποτρέψουν οι ...κανονικές ΜΚΟ και ΜΗ κερδοσκοπικές οργανώσεις, παρά μόνον ζητώντας να μπουν κανόνες από την πολιτεία, αλλά και μέσα από το ίδιο το έργο τους
Σε όλα αυτά, τα αναμενόμενα, έρχεται να προστεθεί μια δυσεξήγητη, για μένα, προκατάληψη και από όσους, λογικά, κινούνται στη λογική της «κοινωνίας των πολιτών». Όλα τα στραβά και στρεβλά χρεώνονται στις «αυθεντικές» ΜΚΟ και τις τσουβαλιάζονται με τις άλλες, επειδή δεν κατάφεραν, αυτές(!!!) να βάλουν τάξη σε ένα πεδίο που ο ίδιος ο χαρακτήρας τους τις καθιστά αδύναμες να οριοθετήσουν. Θαρρείς και οι ΜΚΟ έχουν τη δυνατότητα να βάλουν τους κανόνες χρηματοδότησης, αυτές και μόνον αυτές, και δεν το κάνουν!
Αλλά ας έρθουμε στην ίδια την πηγή αυτής της αμφισβήτησής τους, στη χρηματοδότηση.
Αν θεωρούμε ότι ΜΚΟ και κρατική χρηματοδότηση είναι ασύμβατες, τότε η κουβέντα σταματά εδώ ή μετατίθεται σε ένα άλλο πεδίο συζήτησης, πιο θεωρητικό.
Όμως, από πουθενά δεν προκύπτει ότι διεθνώς αντιμετωπίζονται ως ασύμβατες, εξ ορισμού. Όλοι οι μεγάλοι διεθνείς οργανισμοί και οικονομικές ενώσεις (ΟΗΕ, ΟΟΣΑ, Συμβούλιο της Ευρώπης, ΕΕ κλπ) έχουν θεσπίσει είτε πεδία, είτε μηχανισμούς, είτε υποχρεώνουν τα κράτη μέλη τους να χρηματοδοτούν συγκεκριμένες δράσεις μέσω ΜΚΟ, αποκλειστικά. Πολλά εκπαιδευτικά, ανθρωπιστικά, αναπτυξιακής βοήθειας και άλλα προγράμματα πραγματοποιούνται μέσω ΜΚΟ.
Αν αυτό, στην κουβέντα μας, το θεωρούμε θεμιτό, ας πάμε και στο επόμενο βήμα. Πώς ορίζεται η ΜΚΟ και πώς χρηματοδοτείται! Ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν για όσους θέλουν να προσεγγίσουν και να ορίσουν, απολύτως συγκεκριμένα, τις έννοιες και τις διαδικασίες αυτές και ιδίως την πρώτη, δηλαδή ποιοι δικαιούνται να αυτοπροσδιορίζονται ως ΜΚΟ.
Είχα εμπλακεί σε μια προσπάθεια που είχε ξεκινήσει παλιότερα με πρωτοβουλία του αλησμόνητου Νικήτα Λιοναράκη, να καθοριστεί –μέσω των ίδιων των ΜΚΟ- κάτι σαν ISO για την έννοια της ΜΚΟ, αλλά δεν ολοκληρώθηκε ποτέ (ο Ν. Λιοναράκης είχε καταγράψει 31.500 ΜΚΟ στην Ελλάδα!).

Φυσικά, για το δεύτερο θέμα, αυτό που συνδέεται με τη χρηματοδότηση δράσεων μέσω ΜΚΟ, οι διαδικασίες δηλαδή, τα πράγματα είναι πιο σαφή -όχι εύκολα!- να τεθούν κανόνες, παρόλο που δεν υπόκειται στην ευθύνη των ΜΚΟ να τους θέσουν και να τους τηρήσουν, αλλά στην πολιτεία, κυρίως. Μια πρώτη διασαφήνιση πρέπει να γίνει εδώ. Ως ΜΚΟ θα μπορούσε να αυτό-αποκαλείται οποιαδήποτε οργάνωση το επιθυμεί και να αξιολογείται από τη δράση της και από την κοινωνία. Το πρόβλημα του προσδιορισμού προκύπτει όταν από αυτόν απορρέει συμμετοχή σε χρηματοδοτήσεις που απευθύνονται σε ΜΚΟ. Κι εδώ χρειάζονται οι κανόνες.
Μικρή παρένθεση. Η ΜΚΟ που έχει λάβει τα περισσότερα χρήματα είναι η "Αλληλεγγύη" η ΜΚΟ της Εκκλησίας (έχει λάβει 60 εκατομμύρια ευρώ σε διάστημα 6 χρόνων!). Εδώ η μεγάλη μου ένσταση δεν είναι τόσο στις διαδικασίες μέσω των οποίων χρηματοδοτήθηκε (φυσικά, δεν υπονοώ ότι συμφωνώ), αλλά αν μπορεί μια κρατική οντότητα, η Εκκλησία της Ελλάδος, να δημιουργεί μια ΜΚΟ, δηλαδή, μια ΜΗ κυβερνητική οργάνωση. Αυτό είναι μεγάλο θέμα για την οριοθέτηση των ΜΚΟ.
Συναφές με αυτό είναι και το θέμα των «επαγγελματιών» στο χώρο των ΜΚΟ. Αν, λέγοντας ΜΚΟ, εννοούμε «πρωτοβουλίες κατοίκων» ή «πολιτιστικούς συλλόγους» μόνον, τότε πράγματι φαντάζει αντιφατικό νε έχουν ανθρώπους που αμείβονται για την εμπλοκή τους στη δράση μιας ΜΚΟ. Όμως, εκτός από αυτούς τους φορείς, υπάρχουν και πιο ...μεγάλες οργανώσεις που οι δράσεις τους απαιτούν ένα επίπεδο οργάνωσης που δεν νοείται χωρίς επαγγελματίες. Κι εδώ χωρούν, φυσικά, κανόνες, πλαφόν, δεοντολογία. Αν πάλι, οριοθετούμε τον χώρο των ΜΚΟ, σε αυτές, τις μικρές μόνον, ενώσεις προσώπων –θεμιτό βέβαια, να το πιστεύει κανείς αυτό- τότε η συζήτηση μετατίθεται πάλι αλλού, αλλά είναι εντελώς άδικο να ενοχοποιούνται, συλλήβδην, όσοι «δουλεύουν» σε ΜΚΟ.
Υπάρχουν ΜΚΟ που μονομερώς έχουν θέσει όρια στις πηγές χρηματοδότησής τους, κανόνες που συνδέονται με τις αντιλήψεις των μελών τους, αλλά και με το χαρακτήρα των δραστηριοτήτων τους (για κάποιες δραστηριότητες μπορεί να πιθανολογηθεί επηρεασμός από τον όποιο χρηματοδότη, για κάποιες άλλες ο παράγοντας αυτός μπορεί να είναι και ουδέτερος). Άλλες έχουν αποκλείσει την κρατική χρηματοδότηση, άλλες την ιδιωτική, άλλες και τις δύο και επιδιώκουν να βγάλουν τα έξοδά τους μόνο μέσα από τις συνδρομές μελών ή υποστηρικτών τους. Λογικά, θεμιτά και υπαρκτά όλα αυτά. Ο καθένας επιλέγει πού και με ποιους όρους θα εμπλακεί.
Επί αυτών χρειάζεται, νομίζω, μια κουβέντα -και αντιπαράθεση- για να πάμε ένα βήμα πιο μπροστά την συζήτηση και να μην μείνουμε σε μια γενική και, εύκολη πιστεύω, καχυποψία για έναν χώρο που είναι παρών, με δυναμική και έχει και πολλούς –...παραδοσιακούς- εχθρούς να αντιμετωπίσει ώστε να λειτουργήσει τιμώντας πλήρως το χαρακτήρα του.
"Είναι λάθος να σκεφτόμαστε την εξουσία υπό τους όρους ενός δυαδικού ανταγωνισμού, πρέπει μάλλον να τη σκεφτόμαστε υπό τους όρους μιας «πολλαπλότητας σχέσεων εξουσίας» (Φουκό).

Λένιν, Καστοριάδης και κεφαλοκλείδωμα

Θα το χαρακτηρίζαμε το απόλυτο media event, αν δεν ήταν κάτι πολύ σοβαρότερο.
Ο λόγος για τον ιδιότυπο ριζοσπαστισμό της πρωτοβουλίας να οργανωθεί μια συζήτηση, εξαιρετικά τηλεοπτικοποιημένη (8 κάμερες, 3 βαν με links), όπου αντιπαρατέθηκαν -ή αναζήτησαν κοινή βάση- Αλέξης Τσίπρας και Δημήτρης Δασκαλόπουλος. Δύσκολα πράγματα γιατί, προκειμένου ο Τσίπρας να φτάσει στο σλόγκαν «ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι απειλή, είναι ελπίδα» και ο Δασκαλόπουλος να αποφανθεί ότι «η συζήτηση για ένα αναπτυξιακό -και άρα κοινωνικό- μοντέλο δεν (πρέπει να, δική μας η προσθήκη!) είναι θεολογική», χρειάστηκε να παλέψουν με το κοινό. Αληθινά: γιατί όταν τόλμησε ο Δασκαλόπουλος να αναφερθεί σε Καστοριάδη και Λένιν, ένας μεν γραφικός σηκώθηκε και άρχισε να βρίζει για την ασέβεια, αλλά και αρκετός κόσμος μουρμούριζε αν και οι περισσότεροι μάλλον χειροκρότησαν. Ο δε Τσίπρας χρειάστηκε, χαμογελαστά μεν αλλά και έντονα, να καθησυχάσει ότι «δεν πρόκειται το μεγάλο κεφάλαιο να κάνει κεφαλοκλείδωμα στον ΣΥΡΙΖΑ».
Πάμε όμως από την αρχή. Τέσσερα γράμματα είχε το ΕΚΚΕ, η αριστερίστικη μήτρα από την οποία προήλθε ο Στέλιος Κούλογλου. Τέσσερα γράμματα και το TVXS, το portal, με web tv και τα σχετικά, που διοργάνωσε τη συνάντηση, με αντικείμενο την «παραγωγική ανασυγκρότηση» -την οποία μόλις πρόσφατα ανακάλυψε ως έννοια το portal- με πρωτοβουλία του επίσης εξ ΕΚΚΕ Περικλή Βασιλόπουλου.
Ως σταρ της βραδιάς ο Τσίπρας δεν χρειάστηκε μόνο να αποκρούσει τον εξορκισμό όσων αρνούνταν την αναφορά στα εικονίσματα του σοσιαλισμού από έναν εκπρόσωπο των βιομηχάνων. Βρήκε και την ευκαιρία να αποδιώξει την υπεραπλουστευτική άποψη, ότι με τυχόν επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ «θα μας πάρουν τα σπίτια, θα μας πάρουν τις καταθέσεις». Αλλά και με κάποιον τρόπο εξήγησε την αξία του να «συνομιλήσει» η εκπροσώπηση της αστικής τάξης «με όσους λένε ότι η απορρύθμιση δεν είναι η λύση, αλλά η εξήγηση της ρίζας της κρίσης». Και ήταν και ουσιαστικότερα διαβασμένος ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ, αφού προσήλθε με στοιχεία να εξηγήσει ότι -για πρώτη φορά μετά τον Πόλεμο- το απόθεμα παγίου κεφαλαίου στην Ελλάδα μειώθηκε τα τελευταία δύο χρόνια, επανερχόμενο σε σταθερές τιμές σε επίπεδα 1994...
Βέβαια, προηγουμένως έφερε η συζήτηση μαζί, σ' ένα τραπέζι, ανθρώπους διαφορετικής προσέγγισης όσο ο Γιώργος Σταθάκης και ο Προκόπης Παυλόπουλος, η Άννυ Ποδηματά και ο Θόδωρος Σκυλακάκης. Πώς προέκυψε η κατάρρευση; Μπορούσε κάτι/κάπως/κάποτε να έχει αποφευχθεί; Γίνεται να προχωρήσει η Ελλάδα/η ελληνική οικονομία, ανεξάρτητα από τις ευρωπαϊκές εξελίξεις; Έχει σπάσει πλέον η ραχοκοκαλιά του ιδιωτικού τομέα; Όσα σήμερα θεωρούνται αυτονόητα, θα μπορούσαν να είχαν επιχειρηθεί νωρίτερα; Έχει υπονομευθεί (και πόσο οριστικά) η έννοια της ιδιοκτησίας μέσα στην κρίση; Τι σήμανε η κατάργηση του κοινωνικού κράτους; Τι το διαφορετικό φέρνει στην Ελλάδα η ακραία αδικία στον επιμερισμό του κόστους της κρίσης; Έχει νόημα για την Ελλάδα μια συζήτηση περί επαναβιομηχανοποίησης;
Ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος, τώρα, προσερχόμενος στην πρωτοβουλία, μίλησε για παραγωγική ανασυγκρότηση που «απαιτεί πραγματική αναγέννηση». Η αναγέννηση αυτή, έσπευσε να προσθέσει, «δεν μπορεί να προέλθει από κάποιον κεντρικό σχεδιασμό. Μόνη η επιχειρηματική δράση μπορεί να μετατρέψει τα συγκριτικά πλεονεκτήματα (που διαθέτει η χώρα) σε εργασίες και πλούτο για την κοινωνία». Δεν παρέλειψε βέβαια να σημειώσει -noblesse oblige!- «δεν θεωρώ ότι η επιχειρηματικότητα είναι η πανάκεια για όλα τα προβλήματα». Πλην, έχοντας στρατεύσει και λίγον Λένιν για τον ρόλο που έχει «η ανάγνωση του στρατηγικού πεδίου», δηλαδή των προκλήσεων, των αντικειμενικών συνθηκών και των δυνάμεων της συγκυρίας, ζήτησε «ένα κράτος-πλαίσιο και όχι ένα κράτος-ογκόλιθο (που ξέρει μόνον να απαγορεύει και να υπαγορεύει)».
Ασφαλώς, είχε φροντίσει πρώτα να αποκηρύξει «το μοντέλο της Μεταπολίτευσης που κατέστησε τον πολίτη πελάτη κι έκανε το Κράτος λεία μιας πολιτικο-οικονομικής ολιγαρχίας».
Ε, μπήκαν στην μέση και τα γραφικά επεισόδια και μας προέκυψε το media event....

Μήπως όντως πορευόμασταν για Παγκόσμια Τράπεζα;

Μια χώρα τότε ξεκινά να πορεύεται προς το αληθινό περιθώριο, όταν οι άλλες χώρες - και ιδίως οι ισχυροί του κόσμου τούτου - αρχίζουν να αναφέρονται σ' αυτήν "στο περίπου", αγνοώντας βασικά στοιχεία που την αφορούν, αυτήν και τα προβλήματά της. Αυτό είναι το ασφαλέστερο δείγμα του αν μια χώρα παύει να είναι υποκείμενο των διεθνών σχέσεων και γίνεται αντικείμενο σ' αυτές.
Η πρόσφατη διπλή, ασύγγνωστη γκάφα της Κριστίν Λαγκάντ (γενικής διευθύντριας του ΔΝΤ, με προηγούμενο πόστο της το υπουργείο Οικονομικών της Γαλλίας - επί εκείνου του χολερικού Νικολά Σαρκοζί - και με υψηλό προφίλ ούτως ή άλλως στην διεθνή σκηνή, έτσι;) γκάφα που αφορούσε το πλεόνασμα που εμφάνισε το καλό πειραματόζωο "Ελλας" μετά από πέντε χρόνια θεραπείας, θάπρεπε να έχει χτυπήσει καμπανάκι. Ή μάλλον μεγάλη και βαριά καμπάνα! Γιατί; Η κυρία Λαγκάρντ θέλησε να πει μια καλή λέξη για την Ελλάδα (μόλις μια βδομάδα αφότου είχε διαβεβαιώσει ότι "δεν δείχνεται καμιά ελαστικότητα προς την Ελλάδα") , οπότε διετύπωσε την ευχαρίστησή της που η χώρα αυτή εμφάνισε - για πρώτη φορά μετά το 1943 - πρωτογενές πλεόνασμα. Το λάθος διπλό: όντως για πρώτη φορά από την δεκαετία του ΄40 εμφανίσθηκε πλεόνασμα - αλλά ήταν πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, δηλαδή στις εξωτερικές σχέσεις της ελληνικής οικονομίας. Και αυτό το πρωτοφανές φαινόμενο, ενθαρρυντικό και επαινετέο κλπ. απεκλείετο να αφορούσε το 1943: αφορούσε το 1948 (τότε που οι αρχές του Σχεδίου Μάρσαλ ζήτησαν και πέτυχαν να υπάρξει στατιστική παρακολούθηση του καθημαγμένου ισοζυγίου, πράγμα που παρευθύς έπραξε η Τράπεζα της Ελλάδος - τα αφηγείται αυτά λαμπρά ο Μίνως Ζομπανάκης). Το 1943, για όνομα του Θεού, η Ελλάδα κειτόταν σε ερείπια - ήταν λοιπόν αδιανόητο να γίνεται οποιαδήποτε κουβέντα για ισοζύγιο ή για δημοσιονομική διαχείριση , πλην αν... για Γερμανικό αναγκαστικό δάνειο. Ήταν λίγο μετά που στην Γαλλία, για να μην έχουν ανάλογα φαινόμενα ακραίας καταστροφής και εξαθλίωσης του πληθυσμού, ζούσαν στο Παρίσι π.χ. την Rafle du Vel d' Hiv, δηλαδή την μαζική σύλληψη και εκτόπιση των Εβραίων της Γαλλικής πρωτεύουσας προς Αουσβιτς.
Και, καλά, Ιστορία ας μην πολυγνωρίζει μια 58χρονη Γαλλία, διεθνής προσωπικότητα - περίεργο, αλλά προφανώς αυτά τα δικαιώματα δίνει η υψηλή προβολή, το διεθνές κύρος κλπ. Όμως να μπλέκει το πρωτογενές (δημοσιονομικό) πλεόνασμα με το πλεόνασμα στις εξωτερικές συναλλαγές, αυτό σοκάρει - όσο κι αν το ΔΝΤ μας έχει συνηθίσει σε επιδερμικότητες μετά την ιστορία εκείνη του δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή - προερχόμενο από μια από τις τρεις κορυφές της Τρόϊκας που συνεχίζει να πειραματίζεται με την Ελλάδα.

Από το δημοσιονομικό πλεόνασμα
σε εκείνο του ισοζυγίου
Πάμε όμως στην ουσία , γιατί... υπάρχει κι αυτή! Όντως για πρώτη φορά αφότου στην Ελλάδα τηρούνταν στοιχεία για τις εξωτερικές συναλλαγές , αποδεικνύεται από την Τράπεζα της Ελλάδος ότι το 2013 είχαμε πλεονασματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Και μάλιστα όχι αμελητέο: 1,2 δις ευρώ – έναντι ελλείμματος 4,6 δις του 2012 – όπου ήδη το έλλειμμα είχε συμμαζευτεί σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια. Στο βάθος της κατολισθησης (2009) γράφαμε έλλειμμα 10,3% του ΑΕΠ και ... χαλούσαν τα διαγράμματα σύγκρισης των εξωτερικών συναλλαγών των χωρών της ΕΕ!
Η εντυπωσιακή αυτή βελτίωση οφείλεται κατά κύριο λόγο στην κατάρρευση των εισαγωγών, που οδήγησε σε μείωση του εμπορικού ελλείμματος στα 2,4 δις: κύριο στοιχείο η μείωση των εισαγωγών καυσίμων. Επίσης ζωηρή άνοδος είχε σημειωθεί σ' εκείνο που καταγράφεται ως «ισοζύγιο τρεχουσών μεταβιβάσεων», όπου είχαμε πλεόνασμα 4,5 δις ευρώ – δηλαδή παραπάνω 3 δις από εκείνο του 2012 (αυτά είναι κυρίως κονδύλια ΕΟΚ: είχαν καθυστερήσει τραγικά το 2012, οπότε πήραν μπρος πέρσι). Μια τελευταία διάσταση, που ξέφυγε από τους περισσότερους: η καταβολή τόκων για το Ελληνικό χρέος το 2013 ήταν μια ανάσα πάνω από 6 δις ευρώ, την στιγμή που το 2011 απορρόφησε το κονδύλι αυτό 15 δις ευρώ, το 2009 είχε κινηθεί στα 12,5 δις (ποσό ίσο προς ένα ζαλιστικό 15% των καθαρών φορολογικών εσόδων της αμέριμνης εκείνης εποχής).
Αυτές οι παρατηρήσεις καλό θα ήταν να μην φεύγουν από τα μάτια μας, καθώς η πρώτη λέει κάτι δυσάρεστα απλό: ότι η λαμπρή εικόνα αυτού του πλεονάσματος στο ισοζύγιο ξεκινάει από το «κάθισμα» της ζήτησης, την καταβύθιση της αγοράς πολύ περισσότερο παρά από κάποια σταθερά ανάκτηση ανταγωνιστικότητας (οπότε, μόλις κάποτε έχουμε επανεκκίνηση, τότε η επαναφορά του προβλήματος κινδυνεύει να είναι άμεση...). Επίσης, ένας εξωγενής ετεροχρονισμός πληρωμών μέτρησε άλλο τόσο: το πώς λοιπόν θα "τρέξουμε" εφεξής τις σχέσεις με την ΕΕ, το ΕΣΠΑ που θα ονομάζεται ΣΕΣ, τις αγροτικές επιδοτήσεις κοκ., θα παίξει αντίστοιχα μεγάλο ρόλο.
Αν όμως σταθεί κανείς κριτικά και στο τι σημαίνει η ελάφρυνση κάποιων 9 δις (δηλαδή 5% του ΑΕΠ που μας έχει απομείνει...) λόγω μείωσης των τόκων, θα καταλήξει σε μια διπλή συνειδητοποίηση : πρώτον , ότι η ελάφρυνση του Ελληνικού χρέους από τις διαδοχικές ρυθμίσεις είναι σημαντική, ότι "μετράει" (κι αυτό, προσοχή! , το καταγράφουν σταθερά οι δανειστές/εταίροι μας) και, δεύτερον, ότι καθώς τα περιθώρια να πάμε ακόμη πιο κάτω με μείωση επιτοκίων εξαντλούνται, η βελτίωση του ισοζυγίου απ' αυτήν την πηγή πάει, τέλειωσε (πλην haircut, που και γι αυτόν τον λόγο ξαναμπαίνει υποχρεωτικά στο τραπέζι, αλλά μην την ανοίγουμε περιττά αυτήν την συζήτηση...).
Την κάναμε την μακρά αυτή παρέκβαση με κίνδυνο να κουράσουμε τον αναγνώστη, διότι θεωρούμε αληθινά ότι η στρατηγική του υπερτονισμού του (δημοσιονομικού) πρωτογενούς πλεονάσματος, επειδή μπορεί να οδηγήσει στο εσωτερικό στην παλιοκαιρινή λογική της "διανομής του 70% σ' όσους το έχουν περισσότερο ανάγκη" αλλά και επειδή στο εξωτερικό επιβραβεύεται ρητορικά, κινδυνεύει να απομακρύνει την Κυβέρνηση Σαμαρά/Στουρνάρα απο την έμφαση στην διόρθωση του (εξωτερικού) ισοζυγίου. Η οποία θα αποτελούσε - ΑΝ μπορέσει να ριζώσει, να αποδειχθεί δηλαδή διατηρήσιμη - ακόμη μεγαλύτερη απόδειξη της αποκοπής της Ελλάδας από την εξάρτηση στην οποία έχει εγκατασταθεί.
Αυτό όμως, ακριβώς για να έχει διατηρησιμότητα, απαιτεί επανεκκίνηση της οικονομίας με εξωστρέφεια. Δηλαδή κάτι που να επιτρέψει εξαγωγές σε σταθερότερη βάση, οι οποίες ήδη σκόνταψαν. κάτι που να έχει τουρισμό επίσης πιο ριζωμένο, όχι επειδή η Τουρκία ή η Αίγυπτος πήραν-πέρσι-την κάτω βόλτα. κάτι που να φέρνει υποκατάστατη των εισαγωγών από γνήσια ζητούμενη εγχώρια παραγωγή, όχι απλώς μείωση των εισαγωγών λογω.... μη ζήτησης! Μια τέτοια συζήτηση, μας φέρνει από σπόντα στο επόμενο θέμα μας:

Σε τι (μπορεί να) παραπέμπτει
η συζήτηση περί Παγκόσμιας Τράπεζας
Πριν λίγον καιρό, ο Γερμανός υπουργός Οικονομίας και Ενέργειας και Αντικαγκελλάριος Ζίγκμαρ Γκάμπριελ (επικεφαλής των Σοσιαλδημοκρατών στην Κυβέρνηση Μεγάλου Συνασπισμού, των Σοσιαλδημοκρατών εκείνων απο τους οποίους περιμέναμε ηπιότερη πολιτική έναντι της Ελλάδας κατά τα άλλα...) είχε πει ότι στην Ελλάδα "δεν υπάρχουν κρατικές δομές", σε τέτοιο σημείο ώστε "έπρεπε να έχει απασχολήσει την Παγκόσμια Τράπεζα και όχι το ΔΝΤ". (Ο Ζ. Γκάμπριελ μιλούσε σε ακροατήριο SPD, με τον Γιούργκεν Χάμπερμας να εξεγείρεται κατά της "πολιτικής απαξίωσης ολόκληρων εθνών" και της "πτώσεων γενεών και περιοχών". Άλλο αυτό). Η παρέμβαση Γκάμπριελ θεωρήθηκε εξαιρετικά αρνητική, αν μη προσβλητική, τότε.
Ήδη, ο Ολλι Ρεν, ο Φινλανδός Αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με αρμοδιότητα για το Ελληνικό Πρόγραμμα Προσαρμογής (εκείνος με το "Καλό κουράγιο, Έλληνες!" όταν ξεκινούσε το πρώτο Μνημόνιο...), έθεσε κι αυτός ζήτημα των θεσμικών αδυναμιών που κρατούν στην Ελλάδα πίσω την ανάπτυξη. Είπε κάποια καλά λογάκια για την συνεργασία με την Task Force, (η οποία όμως δεν απέδωσε: δεν ήξερε; δεν μπόρεσε; είπε ότι "η Ελληνική οικονομία και διοίκηση στην έναρξη του προγράμματος ήταν σε κατάσταση που χρειάζονταν περισσότερο την Παγκόσμια Τράπεζα παρά το ΔΝΤ", για να καταλήξει ότι "είναι σημαντικό να εμπλακεί μελλοντικά στην Ελλάδα η Παγκόσμια Τράπεζα, ίσως και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανάπτυξης" [η οποία, θυμίζουμε, προοριζόταν να "τραβήξει" τις οικονομίες των Ανατολικών χωρών στην Δυτική αποτελεσματικότητα].
Άμα κανείς βγάλει το κεντρί της συγκαταβατικότητας (αν μη της περιφρονητικότητας) από παρόμοιες διατυπώσεις, μένει εκείνο που πρόσφατα εξηγούσε στην ιντερνετική "Ναυτεμπορική" ο Ζαφείρης Τζαννάτος, στέλεχος της Παγκόσμιας Τράπεζας που ήδη διδάσκει στην Βηρυττό: ότι η World Bank έρχεται σε χώρες που έχουν λυγίσει οικονομικά ως συμπαραστάτης - όχι μόνο/όχι τόσο με κεφάλαια, αλλά και με τεχνική βοήθεια, με θεσμική προσέγγιση/institution-building.
Πολύ ειλικρινά: Μήπως να αρχίζαμε να το σκεφτόμαστε - εμείς;

* Δημοσιεύτηκε στην Ναυτεμπορική στις 26-2-2014

Υποψηφιότητα Γιάννη Νικολαΐδη στις εκλογές Δ.Σ.Α

Αποφοίτησε το 1974 από την Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και από το 1977 είναι μέλος του ΔΣΑ. Το 1986 έγινε Δικηγόρος Παρ' Αρείω Πάγω. Το ακαδημαϊκό έτος 1978- 1979 έκανε μεταπτυχιακό στο Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, με ειδίκευση στο Δίκαιο Ανταγωνισμού, στο Στρασβούργο. Ασκεί ενεργή μαχόμενη δικηγορία ως Νομικός Σύμβουλος Ελληνικών και αλλοδαπών Εταιρειών, με ειδίκευση στο Εμπορικό και Φορολογικό Δίκαιο, μαζί με την συνάδελφο και σύζυγό του Μαρία Παπαδοπούλου –Νικολαίδη. Το 2005 ίδρυσαν την Εταιρεία Δικηγόρων «ΝΟΜΙΚΗ ΟΜΑΔΑ ΑΘΗΝΩΝ-ΝΟΑ Γιάννης και Μαρία Νικολαίδη και Συνεργάτες» πιστεύοντας πάντοτε στην αξία της συλλογικής εργασίας. Έχουν δύο παιδιά τον συνάδελφο Νικόλα Ι. Νικολαίδη και τον Χαρίλαο Ι. Νικολαίδη (PhD in Law) επίσης ασκ. Δικηγόρο ΔΣΑ Πιστεύει ότι ο Σύλλογος χωρίς κομματικές σκοπιμότητες μπορεί να δραστηριοποιηθεί στα πλαίσια του νέου οικονομικού-κοινωνικού περιβάλλοντος για μιαν νέα, αξιοπρεπή δικηγορία, ώστε το επάγγελμα να ανακτήσει το κύρος που του αρμόζει. Υποστηρίζει το νέο δυναμικό του Συλλόγου, το οποίο μπορεί να δώσει νέα πνοή , ήθος και δυναμική στο επάγγελμα μας. Και φυσικά υποστηρίζει ανενδοίαστα τον εξαίρετου ήθους συνάδελφο Βασίλη Αλεξανδρή για την θέση του Προέδρου.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ
Δικηγόρος παρ' Αρείω Πάγω
Αλεξάνδρου Σούτσου 24, 10671 Αθήνα Τηλ.: 210 36.05.506 - 36.42.871

noalaw.gr

 

Το ζητούμενο στη δημόσια ραδιοτηλεόραση: βιωσιμότητα και ανεξαρτησία

Αφορμή για τις σκέψεις που ακολουθούν έδωσαν ένα άρθρο της κριτικού Π. Διαμαντάκου (Καθημερινή, 12.1.2014) και ένα Ψήφισμα του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη Διατήρηση του ουσιώδους ρόλου των Μέσων στην Ψηφιακή Εποχή (Βελιγράδι, 7-8.11.2013). Με το βλέμμα στα ζητήματα και τις προκλήσεις της ψηφιακής σύγκλισης, το Ψήφισμα αναγνωρίζει την ανάγκη στήριξης «υγιώς χρηματοδοτούμενων, βιώσιμων και ανεξάρτητων δημόσιων Μέσων που διακρίνονται από υψηλή ποιότητα και ήθος». Σε μία μόνο πρόταση (πράγμα σπάνιο για επίσημο κείμενο) δίνεται το πλαίσιο λειτουργίας της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης του μέλλοντος, αλλά και προσδιορίζεται το μοντέλο της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης που πολλοί από εμάς θα επιθυμούσαμε για τη χώρα.

Η περίπτωση της πρώην ΕΡΤ σηματοδοτήθηκε από δύο αρνητικά φορτισμένες διαδικασίες. Η εν θερμώ διακοπή λειτουργίας του οργανισμού προκάλεσε πολλές αντιδράσεις στο εσωτερικό της χώρας, παρά τη μακρόχρονη απαξίωση του φορέα από μερίδα των πολιτών. Ομοίως, στο εξωτερικό αντιμετωπίστηκε με επικριτικά σχόλια. Η κίνηση αυτή, που μπορεί να νοηθεί ως η πρώτη μορφή άρνησης έναντι του πάσχοντος δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού φορέα, κορυφώθηκε συμβολικά με την αιφνιδιαστική εκκένωση του κτιρίου λίγους μήνες αργότερα. Εάν αυτή η πράξη νοηθεί ως η δεύτερη μορφή άρνησης, προκύπτει το ερώτημα κατά πόσον δύο διαδοχικές αρνήσεις δημιουργούν αναγκαστικά μια κατάφαση. Με άλλα λόγια, στην περίπτωση της πρώην ΕΡΤ, δύο αρνητικά φορτισμένες πολιτικές επιλογές μπορούν να λειτουργήσουν ως ικανή και αναγκαία συνθήκη για τη δημιουργία των απαραίτητων δομών που θα θεμελιώσουν την κατάφαση της νέας δημόσιας ραδιοτηλεόρασης στη χώρα;

Μάλλον όχι. Ούτε η κατάργηση του παλαιού φορέα αρκεί, ούτε η συρρίκνωση προϋπολογισμού και εργαζομένων, ούτε μόνο η τροποποίηση του θεσμικού πλαισίου. Απαιτούνται περαιτέρω συγκεκριμένος στόχος εναρμονισμένος με τα δεδομένα της εποχής και εργαλεία ικανά να συμβάλουν στην πραγματοποίηση του στόχου αυτού. Η Π. Διαμαντάκου σωστά επισημαίνει ότι «η μεγάλη ευκαιρία» εντοπίζεται στους τομείς της ενημέρωσης και της παραγωγής προγραμμάτων μυθοπλασίας. Από την ποιότητα και την πολυμέρεια της ενημέρωσης θα εξαρτηθεί ο όντως δημόσιος (και όχι κρατικός) χαρακτήρας του νέου φορέα και συνακόλουθα η καταξίωσή του στη συνείδηση των πολιτών. Από την ποιότητα και την ποικιλομορφία των προγραμμάτων μυθοπλασίας θα εξαρτηθεί ο όντως ποιοτικά ανταγωνιστικός χαρακτήρας του και συνακόλουθα η εκπλήρωση των καταστατικών του στόχων.

Στον τομέα της ενημέρωσης, η νέα δημόσια ραδιοτηλεόραση χρειάζεται να ανταγωνιστεί όχι μόνο τους ιδιωτικούς φορείς, αλλά γενικότερα το σύγχρονο ψηφιακό διαδικτυακό περιβάλλον. Αυτό χαρακτηρίζεται από πληθώρα ειδήσεων, ποικιλομορφία, ταχύτητα, ανοιχτούς κώδικες επικοινωνίας, ελκυστική παρουσίαση, εύκολη προσβασιμότητα. Πάσχει, όμως, συχνά από μονομέρεια στην επιλογή και θεμελίωση των ειδήσεων, ανάδειξη αυτών με βάση το βαθμό εντυπωσιασμού και όχι το βαθμό σπουδαιότητας, έλλειψη διασταύρωσης στοιχείων και παραβίαση των κανόνων της δημοσιογραφικής δεοντολογίας. Όσο για το σχολιασμό και την ανάλυση των γεγονότων, επικρατεί μάλλον ψηφιακό χάος, εφόσον ελάχιστες ειδήσεις σχολιάζονται επαρκώς και με εμβρίθεια.

Το τοπίο αυτό μπορεί και πρέπει να αναστρέψει η νέα δημόσια ραδιοτηλεόραση προσφέροντας ουσιαστική πολυμέρεια, ερευνητική δημοσιογραφία, πλουραλιστική θεματολογία. Για τη διασφάλιση όμως της «πολυφωνικής ανταλλαγής απόψεων» όπως ο ιδρυτικός νόμος της ΝΕΡΙΤ ορίζει (άρθρο 3 παρ. 1 γ΄ ν. 4173/2013), είναι απαραίτητο ο δημόσιος φορέας να μετασχηματιστεί σε θύλακα ερευνητικής δημοσιογραφίας που να προασπίζει και να προάγει την κριτική ανάλυση των γεγονότων σε συνδυασμό με την τήρηση της δημοσιογραφικής δεοντολογίας. Η πολυφωνική ενημέρωση δεν ικανοποιείται με την παράθεση ειδήσεων, έστω και εάν εκπροσωπείται όλο το πολιτικό φάσμα. Χρειάζεται να ερευνηθούν και τα ακανθώδη θέματα, να παρουσιαστεί η γνώμη του κοινού, να δοθεί χώρος και χρόνος για ανάπτυξη ζητημάτων με ευρωπαϊκό ή διεθνή χαρακτήρα. Πολύ περισσότερο, η ενημέρωση δεν εξαντλείται στην πολιτική. Κοινωνικά προβλήματα, ζητήματα ευπαθών ομάδων του πληθυσμού, κυβερνητικές και μη δράσεις για θέματα σχετικά με τους νέους, την τρίτη ηλικία, το περιβάλλον, το ρατσισμό και την ξενοφοβία μπορούν να αναδειχθούν μέσα από τη δημόσια ραδιοτηλεόραση.

Ο τομέας της ψυχαγωγίας πάσχει επίσης, κυρίως ως προς την παραγωγή προγραμμάτων. Τα εμπορικά χαρακτηριστικά ενός προγράμματος δεν το καθιστούν ύποπτο εκ προοιμίου. Απλώς, δεν μπορούν να αποτελούν το βασικό κριτήριο παραγωγής ή επιλογής τους από το δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό φορέα. Αντιστοίχως, ποιοτικό δεν σημαίνει κατ΄ ανάγκη βαρετό, δύσκολο και ξεπερασμένο. «Πολιτιστική πολυμέρεια» (άρθρο 3 παρ. 1 δ΄ ν. 4173/2013) σημαίνει πρόγραμμα σύγχρονο στη θεματολογία, το σχεδιασμό και την εκτέλεση, συμβατό με το νέο ψηφιακό περιβάλλον, τις προκλήσεις και τους προβληματισμούς της σημερινής κοινωνίας. Σημαίνει, επομένως, τηλεοπτικές σειρές και ψυχαγωγικές εκπομπές με ενδιαφέρουσα και ποικίλη θεματολογία, προσεγμένη παραγωγή και αξιόλογη εκτέλεση. Πρωτίστως απαραίτητη είναι, κατά τη γνώμη μου, η δημιουργία μίας νέας ζώνης παιδικού προγράμματος που θα καλύπτει ευρύ φάσμα ηλικιών και θα προσφέρει εγχώριες παραγωγές, καθώς και ξένο πρόγραμμα απαγκιστρωμένο από τη λογική των κινουμένων σχεδίων. Στο προϋπάρχον πρόγραμμα έλειπε η συνοχή, αλλά και η γέφυρα επικοινωνίας με τη μεταβατική προεφηβική ηλικία. Επίσης απαραίτητη είναι η δημιουργία προγραμμάτων μυθοπλασίας βασισμένων σε ελληνικές παραγωγές, και ψυχαγωγικών προγραμμάτων που θα εκφράζουν τις τάσεις της εποχής χωρίς να υποχωρούν στις πρακτικές του reality ή της μαζικής ψυχαγωγίας.

Ωστόσο, ότι η αποστολή του νέου φορέα δεν θα πραγματωθεί πλήρως εάν δεν συμπληρωθεί από δύο άλλες σημαντικές παραμέτρους: την πρωτοπορία σε θέματα κοινωνικών δράσεων και εταιρικής κοινωνικής ευθύνης αφενός και αφετέρου την πρωτοπορία σε ζητήματα δημοσιογραφικής δεοντολογίας. Στην εποχή μας εγείρονται ερωτήματα για την ανάγκη ύπαρξης δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών φορέων με το επιχείρημα ότι η πολυφωνία των μέσων διασφαλίζεται εν πολλοίς με την πληθώρα των ιδιωτικών φορέων. Ως μόνη επαρκή δικαιολογητική βάση υπέρ του θεσμού της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης λειτουργεί ο κοινωνικός της ρόλος. Αρκεί, βεβαίως, να τον εκπληρώνει. Για το λόγο αυτό είναι άκρως απαραίτητο η νέα δημόσια ραδιοτηλεόραση να αναδείξει και να εμπλουτίσει τη συμβολή της σε ζητήματα εταιρικής κοινωνικής ευθύνης. Να την αναδείξει πρώτον, εφόσον ήδη στην παλαιά ΕΡΤ υπήρχε και λειτουργούσε παραγνωρισμένος ένας τέτοιος μηχανισμός με αξιόλογο έργο. Να την εμπλουτίσει δεύτερον, εφόσον στις παρούσες συνθήκες η συμβολή αυτού του μηχανισμού θα είναι πολύτιμη για την προβολή και την αντιμετώπιση σωρείας ζητημάτων (ανεργία, εθελοντισμός, επιχειρηματικότητα, ρατσισμός και ξενοφοβία, προστασία του περιβάλλοντος, ψηφιακή παιδεία). Ο κοινωνικός αυτός ρόλος θα ενισχυθεί ιδιαιτέρως εάν συνοδευτεί από πρωτοπορία στα ζητήματα δημοσιογραφικής δεοντολογίας. Με την ενίσχυση των μηχανισμών αυτοδέσμευσης και την υιοθέτηση συγκεκριμένων πρακτικών για επίκαιρα ζητήματα που όμως δεν ρυθμίζονται νομοθετικά, ο νέος φορέας θα επιτύχει να καταστεί κάτι περισσότερο από μέσο ενημέρωσης και ψυχαγωγίας. Θα λειτουργήσει ως παράγοντας διαμόρφωσης του δημόσιου ηλεκτρονικού διαλόγου στη χώρα, άρα και ως μοχλός των εξελίξεων όπως μπορεί και πρέπει να είναι.

Τι μάθαμε στα πέντε χρόνια της κρίσης

Πέντε χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης, τα δύο μεγαλύτερα κόμματα της χώρας, η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ, φαίνεται να έχουν συνειδητοποιήσει, είτε άμεσα είτε έμμεσα, ότι η μεγάλη προσαρμογή που επιχείρησε η Ελλάδα -το μεγαλύτερο μέρος της οποίας είχε ολοκληρωθεί μέχρι τον Δεκέμβριο του 2011- ήταν απαραίτητη.
Η ΝΔ κατάλαβε ότι χωρίς αληθινή δημοσιονομική προσαρμογή, τα ευχολόγια για άμεση ανάπτυξη δεν θα μπορούσαν να είχαν εφαρμοστεί, ούτε τα περίφημα «ισοδύναμα» να ισχύσουν, και γι΄ αυτό ξέχασε όλα τα «Ζάππεια», Ι, ΙΙ και ΙΙΙ. Από την άλλη, ο ΣΥΡΙΖΑ μιλάει τώρα για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, χωρίς να λέει τι διαφορετικό θα είχε κάνει ή θα έκανε για να τους πετύχει, έχει σαφώς περιορίσει την αντιμνημονιακή του ρητορεία («κατάργηση μ΄ ένα νόμο κι ένα άρθρο») και, επιπλέον, η σοβαρή του πτέρυγα αναγνωρίζει ότι το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του χρέους δεν ήταν «επαχθές».
ωστοσο, και τα δύο κόμματα δεν ολοκληρώνουν τη ρεαλιστική τους στροφή. Η κυβέρνηση επικαλείται συνεχώς ένα «Εθνικό Σχέδιο Ανάπτυξης», που όμως αποτυγχάνει να το παρουσιάσει. Αντίθετα, στην πράξη δρα με τρόπο που πολλές φορές δεν συνάδει με την ανάπτυξη: παράδειγμα, το γεγονός ότι δίνεται έμφαση στην απορρόφηση του ΕΣΠΑ ως ποσοστού και όχι στη σύνδεσή του με πραγματικούς αναπτυξιακούς στόχους.
Εξάλλου ο ΣΥΡΙΖΑ, ενώ ορθά μιλά για «μεγάλη διευθέτηση» κατά τη διαχείριση του ελληνικού χρέους - με την οποία δεν νομίζω να διαφωνεί ούτε η κυβέρνηση, διαφοροποιούμενη μόνο σε λεπτούς χειρισμούς και προσεκτικότερη ρητορική- βλέπει στελέχη του να μιλούν για «ρήτρα ευρωπαϊκής ανάπτυξης», συνδεμένη με τη μείωση του χρέους και με νέο παραγωγικό υπόδειγμα. Αλλά ρήτρα σημαίνει συναρτημένη υποχρέωση και συγκεκριμένες αναπτυξιακές προτάσεις. Ε, εκεί κάπου σταματά το πλαίσιο της σκέψης του ελληνικού πολιτικού συστήματος.
Πέντε χρόνια λοιπόν μετά το ξέσπασμα της κρίσης, και ενώ υπάρχουν οι γενικότερες συνειδητοποιήσεις, είναι παράδοξο ότι δεν έχει ζητηθεί από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους ή από Ανεξάρτητη Επιτροπή να διερευνήσει τα πώς και γιατί το 2009 ξοδεύαμε 24 δισ. παραπάνω απ΄ όσα εισπράτταμε ως κράτος, και να κατονομάσει από ποια υπουργεία και ποιους υπουργούς ξέφυγε ο λογαριασμός κατά τη δεκαετία που προηγήθηκε πριν από το σκάσιμο της «φούσκας».
Το πόρισμα μιας τέτοιας έρευνας όχι μόνο θα έβαζε τα πράγματα στη θέση τους, αλλά θα είχε και «παιδαγωγικό» χαρακτήρα, ώστε να μην επαναληφθεί στο μέλλον παρόμοια πορεία. Περιορίζομαι σ΄ ένα μόνο παράδειγμα: το διάστημα 2000-2009 στον τομέα του φαρμάκου πληρώσαμε 18 δισ. ευρώ παραπάνω απ' όσο θα έπρεπε.
Η δημοσιονομική προσαρμογή πράγματι προχωρεί με τις τεράστιες θυσίες του ελληνικού λαού. Παραμένουν όμως απείραχτες πολλές από τις αιτίες που γέννησαν την κρίση και διατηρούνται πολλά προβλήματα άλυτα. Δεν είναι σαφές τι θα γίνει με το τραπεζικό σύστημα και την έλλειψη ρευστότητας στην αγορά, την ασφυκτική πίεση σε χιλιάδες ελληνικές επιχειρήσεις από την απουσία χρηματοδότησης, την ανάγκη δημιουργίας ενός τραπεζικού συστήματος αποτελεσματικού και ταυτόχρονα διαφανούς. Το φορολογικό μας σύστημα εξακολουθεί να στηρίζεται στην υπερφορολόγηση και όχι στην πλάτυνση της βάσης του, ενώ γίνεται όλο και πιο πολύπλοκο. Η περίφημη επιτροπή Μαυραγάνη δεν έχει αποδώσει πορίσματα ακόμα. Η Δικαιοσύνη, αν και σαφώς χτυπάει πλέον ένα μέρος της διαφθοράς, κινείται ως ένας δυσκίνητος γραφειοκρατικός τομέας που καθυστερεί τόσο, ώστε να καταλήγει πολλές φορές σε αρνησιδικία.
Στο πεδίο του κοινωνικού κράτους, ενώ εξακολουθούμε να πληρώνουμε πολλά, οι αλλαγές είναι βραδείες, ενώ τα προνοιακά επιδόματα, για παράδειγμα, δεν έχουν εξυγιανθεί. Στην Υγεία οι προσαρμογές είναι ιδίως δημοσιονομικές κι όχι διαρθρωτικές. Στην Παιδεία υπάρχει σαφής οπισθοχώρηση, ως προς την πανεπιστημιακή μεταρρύθμιση. Στη Δημόσια Διοίκηση, παρόλο που η κυβέρνηση διανύει τον 20ό της μήνα στην εξουσία, και με συμπυκνωμένο μάλιστα πολιτικό χρόνο, η έμφαση δίνεται στην κινητικότητα και απουσιάζει οποιοδήποτε Συνολικό Σχέδιο Αναδιάρθρωσης: ποια κρατική δομή προκρίνουμε, ποια υπουργεία και ποιους οργανισμούς θέλουμε, πώς τα στελεχώνουμε, τι κίνητρα δίνουμε, τι στόχους έχουμε. Στην Αγροτική Οικονομία οι μεγάλες τομές, όπως η σύνδεση της φορολόγησης με την παραγωγή ? παραγωγικότητα κι όχι με το? στρέμμα, καθυστερούν. Στον Τουρισμό, αν και έχουμε το γεωγραφικό πλεονέκτημα, έχουμε μείνει πίσω σε υποδομές και σε νευραλγικούς τομείς. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι 100 μεγαλύτερες τουριστικές μας επιχειρήσεις έχουν λιγότερο από 10% του τζίρου στον κλάδο, πράγμα που δείχνει τον κατακερματισμό. Αλλά τουρισμό δεν κάνεις χωρίς σοβαρές τουριστικές επιχειρήσεις. Τελευταία ανακαλύφτηκε ο ιατρικός τουρισμός ως καινούργιο μεγάλο εθνικό σχέδιο, τη στιγμή που τα νοσοκομεία και τα Κέντρα Υγείας δεν έχουν βρει τρόπο να χρεώνουν τις υπηρεσίες που παρέχουν το καλοκαίρι σε τουρίστες.
Η βασική αιτία είναι, φυσικά, το ίδιο το πολιτικό σύστημα. Δεν αλλάζουν τίποτα (εκλογικός νόμος, λειτουργία του κοινοβουλίου, διορισμοί ημετέρων στους οργανισμούς του Δημοσίου), δίνοντας την εντύπωση ότι περιμένουν «να περάσει η μπόρα» για να ξαναρχίσουν τα ίδια.
Η Ελλάδα έχει τεράστιες δυνατότητες: γεωγραφική θέση, μορφωμένο ανθρώπινο δυναμικό (επειδή οι ελληνικές οικογένειες έχουν επενδύσει στα παιδιά τους), υπέδαφος, συμμετοχή στις βασικές δομές του δυτικού κόσμου. Δεν έχει όμως το πολιτικό σύστημα που της αξίζει, ώστε να είναι ένα σύγχρονο κράτος που κρατάει τον κόσμο του και ιδίως τους νέους. Κι αν δεν θέλει να γίνει Βουλγαρία (που από το 1990 έχασε 1,5 εκατομμύριο πληθυσμού, πέφτοντας από τα 8,8 εκατ. στα 7,3, και προβλέπεται ότι θα χάσει άλλο 1εκατομμύριο και θα πέσει στα 6,5 μέχρι το 2030, λόγω μαζικής εξόδου), πρέπει να το αλλάξει. Και μάλιστα πολύ γρήγορα.

*Δημοσιεύτηκε στην Ημερησία στις 8-2-2014