Tuesday, 07 May 2024

Ανεξάρτητες αρχές με ανοικτές διαδικασίες

Οι ανεξάρτητες αρχές αποτελούν εισαγόμενο υπερατλαντικό θεσμό του περασμένου αιώνα, ο οποίος καρποφόρησε με επιτυχία αρχικώς σε γαλλικό έδαφος. Στην Ελλάδα ο θεσμός άρχισε να εφαρμόζεται πριν είκοσι περίπου χρόνια. Ήδη η ρυθμιστική εμβέλεια των ανεξάρτητων αρχών καλύπτει μεγάλο τμήμα των δραστηριοτήτων του ευρύτερου δημόσιου τομέα.

Ο ρόλος των ανεξάρτητων αρχών είναι διττός. Λειτουργούν ταυτοχρόνως κατασταλτικά και ρυθμιστικά. Ο κατασταλτικός ρόλος συνίσταται στην επιβολή κυρώσεων και επιτελείται απρόσκοπτα, αρκεί να δοθούν τα κατάλληλα νομικά εργαλεία. Ο ρυθμιστικός ρόλος συνίσταται στη συνδιαμόρφωση των προϋποθέσεων λειτουργίας και ανάπτυξης στους τομείς εποπτείας τους. Έτσι, δυνάμει του ρυθμιστικού τους ρόλου οι ανεξάρτητες αρχές συνδιαλέγονται με τους εκπροσώπους του ιδιωτικού τομέα, τα κυβερνητικά στελέχη, αλλά και τους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς φορείς και μπορούν να συμβάλουν στην εύρυθμη λειτουργία ευαίσθητων και αναπτυσσόμενων τμημάτων της εγχώριας αγοράς, όπως οι τομείς της ενέργειας, των τηλεπικοινωνιών ή των ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών.

Για το λόγο αυτό, τα ζητήματα που οι ανεξάρτητες αρχές καλούνται να ρυθμίσουν απαιτούν συνδυασμό εξειδικευμένων γνώσεων και ικανοτήτων. Στους σχετικούς εφαρμοστικούς νόμους ως τυπικά προσόντα επιλογής των μελών τους ορίζονται συνήθως το εγνωσμένο κύρος, η επαγγελματική εμπειρία, η επιστημονική κατάρτιση και η εν γένει προσφορά των υποψηφίων στο δημόσιο βίο. Απαιτούνται, ωστόσο, και συγκεκριμένα ουσιαστικά προσόντα, η ύπαρξη των οποίων υπερβαίνει ενίοτε την τυπική επιστημονική κατάρτιση ή την επαγγελματική εμπειρία.

Τούτο διότι, δεδομένης της ταχύτητας των εξελίξεων στους τομείς των οποίων εποπτεύουν και ρυθμίζουν τη λειτουργία, τα μέλη των ανεξάρτητων αρχών απαιτείται πρωτίστως να γνωρίζουν σε βάθος τα θέματα της αρμοδιότητάς τους και να παρακολουθούν εκ του σύνεγγυς τις ευρωπαϊκές και διεθνείς εξελίξεις. Απαιτείται, επίσης, να διαθέτουν το κύρος που θα τους επιτρέπει να λειτουργήσουν ως δίαυλοι επικοινωνίας μεταξύ της εκτελεστικής εξουσίας, του ιδιωτικού τομέα και των πολιτών. Απαιτείται, ακόμη, εκτός από τα τυπικά προσόντα, να διαθέτουν διοικητική εμπειρία και ικανότητες, ώστε να μπορούν να κινητοποιήσουν το επιστημονικό και διοικητικό δυναμικό τους για την επίτευξη των καλύτερων δυνατών αποτελεσμάτων. Τέλος, στη συγκυρία που η χώρα διάγει απαιτείται κατά τη γνώμη μου να είναι σε θέση και να συμπλεύσουν, αλλά και να συγκρουστούν όταν και όπου χρειάζεται ασκώντας τη ρυθμιστική τους αρμοδιότητα.

Ειδικά η ανάληψη ρυθμιστικών πρωτοβουλιών, είτε επιβεβαιώνει επιλογές των εποπτευόμενων φορέων, είτε τις καθορίζει, αποτελεί σημαίνουσα αρμοδιότητα των ανεξάρτητων αρχών μέσω της οποίας η θέσπισή τους νομιμοποιείται στη συνείδηση των πολιτών. Ειδάλλως, εμφανίζονται να λειτουργούν ως αρχές συμπληρωματικές των κρατικών υπηρεσιών χωρίς να επιτυγχάνεται η απαραίτητη διαφοροποίησή τους από την κεντρική εκτελεστική εξουσία.

Ανάχωμα στην πλήρη και ουσιαστική ανάληψη ρυθμιστικών πρωτοβουλιών εκ μέρους των περισσότερων ανεξάρτητων αρχών αποτελεί ο τρόπος επιλογής των μελών τους που περιορίζεται σε πολιτικά κριτήρια. Για όσες ανεξάρτητες αρχές κατοχυρώνονται συνταγματικώς, ο έλληνας νομοθέτης επέλεξε την οδό της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Τα μέλη τους ορίζονται με απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής που λαμβάνεται ομόφωνα ή με αυξημένη πλειοψηφία (άρθρο 101Α Σ). Για όσες αρχές δεν κατοχυρώνονται συνταγματικώς, η επιλογή των μελών συνήθως ανατίθεται στο υπουργικό συμβούλιο ή τον αρμόδιο υπουργό με γνώμη της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής.

Με τον τρόπο αυτό διατηρούνται οι ευαίσθητες πολιτικές ισορροπίες, αλλά δεν διασφαλίζεται ούτε η λειτουργικότητα, ούτε η αποτελεσματικότητα του θεσμού. Η άδηλη σχέση με την εκάστοτε εκτελεστική εξουσία διαβρώνει εκ των πραγμάτων το κύρος της ανεξαρτησίας των αρχών αυτών, παρεμποδίζει πιθανές ρυθμιστικές παρεμβάσεις και επιτυγχάνει να διαιωνίζει, αντί να επιλύει, τις στρεβλώσεις που παρατηρούνται στους τομείς ευθύνης και εποπτείας τους. Ίσως για τους λόγους αυτούς τελευταία πληθαίνουν οι φωνές που είτε υποστηρίζουν την ανάγκη αναθεώρησης του άρθρου 101Α Σ (Στ. Τσακυράκης, «Καθημερινή», 27.7.2014), είτε προτείνουν ρητώς την απεμπλοκή του τρόπου επιλογής τουλάχιστον των προέδρων των ανεξάρτητων αρχών από την κυβερνητική πλειοψηφία (Ν. Αλιβιζάτος, «Καθημερινή», 21.9.2014).

Στις λοιπές ευρωπαϊκές χώρες οι ανεξάρτητες αρχές διαθέτουν όλη την απαραίτητη υλικοτεχνική υποδομή, στελεχώνονται από μάχιμα και έμπειρα μέλη χωρίς υποχρεωτική κομματική ταυτότητα, επανδρώνονται με αξιόλογο διοικητικό και επιστημονικό προσωπικό και αφήνονται ανεπηρέαστες να εκπληρώσουν το ρυθμιστικό τους ρόλο. Έτσι, παρατηρούμε αρχές που χαρακτηρίζονται από εξωστρέφεια, δυναμισμό, συστηματική παρουσία στα τεκταινόμενα σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, πρωτοπορία σε προτάσεις και εξεύρεση θεσμικών λύσεων, απόσταση από τις πολιτικές εξελίξεις στο εσωτερικό της χώρας τους. Γι΄ αυτό επιτυγχάνουν. Και ως επιτυχία δεν εννοώ απλώς τη διαχείριση των καθημερινών θεμάτων της αρμοδιότητάς τους, αλλά την εξελικτική διαδρομή που διαγράφουν επιλύοντας σε ρυθμιστικό επίπεδο τα ζητήματα που θέτουν η πρόοδος της τεχνολογίας και η πολυπλοκότητα των σημερινών κοινωνικών δομών.

Η διαδικασία του ανοικτού διαγωνισμού, καίτοι για ορισμένες ανεξάρτητες αρχές προϋποθέτει συνταγματική αναθεώρηση, θα παρακινήσει και θα αναδείξει πρόσωπα ικανά αφενός να ανταποκριθούν στον πολυεπίπεδο ρόλο τους και αφετέρου να συμβάλουν στην απελευθέρωση της δυναμικής του θεσμού. Παρά τα επιμέρους προβλήματα, οι ανεξάρτητες αρχές έχουν καθιερωθεί στη συνείδηση των πολιτών, όπως αποδεικνύεται από τον αυξανόμενο αριθμό όσων προσφεύγουν σε αυτές. Έχουν, ομοίως, καθιερωθεί στη συνείδηση των υγιών δυνάμεων της εγχώριας αγοράς που επιθυμούν ανάπτυξη σε ευρωπαϊκά πρότυπα. Στηρίζονται δε απολύτως από την Ευρωπαϊκή Ένωση στο πλαίσιο της οποίας αντιμετωπίζονται ως προνομιακοί συνομιλητές για θέματα της αρμοδιότητάς τους. Αντιθέτως, στη χώρα μας και υπό το ισχύον καθεστώς αρκετές ανεξάρτητες αρχές υπολειτουργούν ακέφαλες ή επιβιώνουν με συνεχείς παρατάσεις της θητείας των μελών τους μη δυνάμενες στην ουσία να εκπληρώσουν απολύτως το ρόλο τους. Η Πολιτεία καλείται να αποφασίσει εάν με τις επιλογές της θα στηρίξει το θεσμό ή θα επιτείνει την αποδυνάμωσή του. Η αλλαγή του τρόπου επιλογής των μελών των ανεξάρτητων αρχών θα σηματοδοτήσει την αποδέσμευση του θεσμού από την άδηλη σχέση του με την εκτελεστική εξουσία και θα αποτελέσει ένα σημαντικό βήμα προόδου.

Χάρις Σ. Τσίγκου
Δικηγόρος Αθηνών

Add comment


Security code
Refresh