Αγαπητές φίλες και φίλοι,
Θα ήθελα καταρχήν και προσωπικά, και εκ μέρους της Fondation Gabriel Péri, και του διευθυντή της, Michel Maso, να ευχαριστήσω τους διοργανωτές αυτής της εκδήλωσης για την πρόσκληση τους. Το επιστημονικό έργο του Κώστα Βεργόπουλοu, άρρηκτα δεμένο με τα πολιτικά και ιδεολογικά διακυβεύματα της γαλλικής κοινωνίας, αλλά και σε διαρκή ενασχόληση με τα προβλήματα της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή της διάσταση, αποτελεί πηγή στοχασμού αλλά και έμπνευση προτάσεων για λύσεις.
Θα μου επιτρέψετε δυο προκαταρκτικές παρατηρήσεις.
Πρώτον, ο Κώστας Βεργόπουλος δεν ήταν απλά ένας πανεπιστημιακός οικονομολόγος. Τα διανοητικά του εργαλεία και η μεθοδολογία του εδραιώνονταν σε μια πολύπλευρη παιδεία κοινωνικών επιστήμων. Ήξερε πολύ καλά ότι οι οικονομικές σχέσεις δεν είναι μετέωρες αλλά συμπυκνώνουν πολλαπλούς κοινωνικούς καθορισμούς και εκφράζουν συγκεκριμένες στρατηγικές ταξικών, εθνικών και γεωπολιτικών παικτών. Η εικόνα της οικονομίας ως μηχανής που τείνει ή αποκλίνει από τη γενική ισορροπία του ήταν ολότελα ξένη. Συζητώντας μαζί του, ο καλόβουλος συνομιλητής καταλάβαινε τον πολυδιάστατο χαρακτήρα φαινομένων όπως για παράδειγμα η παγκοσμιοποίηση που λειτουργούν ταυτόχρονα και ως ιδεολογικά εγχειρήματα ή μεταμοντέρνες διηγήσεις. Συγκεκριμένα, ως κοινωνικό πολιτικό διακύβευμα διακύβευμα, ο όρος-ομπρέλα παγκοσμιοποίηση καλύπτει ετερογενείς και ανισοβαρείς πραγματικότητες. Θα μπορούσαμε να διακρίνουμε διάφορες πτυχές όπως :
• Η παγκοσμιοποίηση ως ένα σύστημα περιορισμών που επιβαρύνουν τις εθνικές οικονομίες;
• Ως μια αμείλικτη δυναμική που προκαλεί σημαντική εξασθένιση του εθνικού κράτους, χωρίς όμως να το καταλύει ως συμβατικό πεδίο ταξικών συσχετισμών, συμβιβασμών και συγκρούσεων;
• Ως παράγοντας που οξύνει τα αποτελέσματα της κοινωνικής κρίσης και βαθαίνει τις κοινωνικές ανισότητες;
• Ως πλανητική επικοινωνιακή διαδικασία με πολλαπλές εκφάνσεις (πολλαπλασιασμός των ανταλλαγών, "παγκόσμιο χωριό", "διαδικτυακός πλανήτης", επανάσταση των μεταδόσεων, ιδιότυπος νεοτεχνολογικός ουτοπισμός);
• Ως πολιτισμική μετάλλαξη (κτητικός ατομικισμός, νέα εμπειρία του χωροχρόνου, melting pot, αισθητική της επιφάνειας);
• Ως νέος γεωπολιτικός χώρος, πολυκεντρικός και φυγόκεντρος.
Η δεύτερη παρατήρηση αφορά την πολιτική διάσταση του έργου του Κώστα Βεργόπουλου. Μπορούμε να πούμε ότι δεν υπήρξε ποτέ υπέρμαχος της αξιολογικής ουδετερότητας στην ίδια τη επιλογή, σύλληψη και εμβάθυνση του αντικείμενου ερευνάς του. Η πολιτική του συνείδηση είναι στοιχείο συγκρότησης της διανοητικής του παραγωγικότητας. Όμως ο Κώστας δεν υπήρξε ποτέ ένας κομματικός διανοούμενος αλλά ένας ελεύθερος στοχαστής που πάντα ασκούσε δημιουργική κριτική χωρίς προϊδεάσεις και διακρίσεις. Ήταν όπως το ορίζει ο Pierre Bourdieu, ένας αυθεντικός δημόσιος διανοούμενος που παρεισφρύει στο πεδίο της πολιτικής χωρίς να εγκαταλείψει τα επιστημονικά του σύνεργα, τις απαιτήσεις και τις δεξιότητες του ερευνητή.
Με τον Κώστα ήμασταν συνάδελφοι στο ίδιο πανεπιστήμιο, εκείνος στο τμήμα οικονομίας, προσωπικά στο τμήμα πολιτικών επιστημών. Γνωριστήκαμε στα τέλη της δεκαετίας του 1880 όταν ήμουν ακόμα υποψήφιος διδάκτορας φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο της Ναντέρ. Εκείνο που χαρακτήριζε τον Κώστα, ήταν η συναδελφική του συμπεριφορά με τους νέους ερευνητές, χωρίς κανένα ίχνος σνομπισμού ή πρόθεση συμβολικής κατίσχυσης. Ζητούσε πάντα πρώτος τη γνώμη του συνομιλητή του όχι για να επιβεβαιώσει την άποψη του άλλα για να εμπλουτιστεί από το προβληματισμό του άλλου. Η άποψη του όμως, στην εκφορά της, είχε την απλότητα, τη διαύγεια και την βαθύτητα των κατασταλαγμένων πονημάτων.
Θα μου επιτρέψετε να τελειώσω με ένα απόσπασμα του Κώστα. Η πρώτη μας συνεργασία ήταν μια κοινή συνέντευξη που κάμαμε το τον μεγάλο Αμερικάνο ιστορικό Immanuel Wallerstein. Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε το 1996 στο περιοδικό Futur Antérieur που βγάζαμε τότε με τον Jean-Marie Vincent και τον Toni Negri.
Ο Wallerstein μιλούσε για τη παρακμή του παγκόσμιου φιλελευθερισμού, τη πτώση της αμερικανικής ηγεμονίας και την αδυναμία του καπιταλισμού να διαχειριστεί τα οικολογικά προβλήματα της συσσώρευσης κεφαλαίου. Η ερώτηση όμως του Κώστα, χωρίς να αντιλέγει έπη της ουσίας, επικεντρώνεται πρώιμα σε σημεία που σήμερα είναι περισσότερο επίκαιρα παρία πότε.
"Η προσέγγισή σας φαίνεται πολύ αισιόδοξη: αναφέρετε για παράδειγμα την άνοδο των δημοκρατικών απαιτήσεων. Αυτό που βλέπουμε σήμερα είναι μάλλον μια εξέλιξη προς τον αυταρχισμό. Από τη μια πλευρά, παρατηρούμε μια μαζική κοινωνική περιθωριοποίηση, συμπεριλαμβανομένων των ανεπτυγμένων χώρων, μια απώλεια της συνοχής του συστήματος, μια σειρά από σωρευτικά φαινόμενα ανισοτήτων που ορισμένοι ορίζουν ως «κοινωνικό κάταγμα». Από την άλλη πλευρά, το πολιτικό παιχνίδι στη Δύση γίνεται όλο και πιο αφυδατωμένο και οι κυβερνήσεις λογοδοτούν όλο και λιγότερο για τη δράση τους στους εκλογείς τους. Πρέπει λοιπόν να ειπωθεί ότι δεν είναι η επιβεβαίωση του δημοκρατικού παιχνιδιού που βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη, αλλά ο πολλαπλασιασμός των ανησυχητικών συμπτωμάτων που σηματοδοτούν μια εξέλιξη προς καθεστώτα που απονευρώνουν τη δημοκρατική συμμετοχή."
Αυτό ήταν το ασίγαστο πάθος που μας κληροδότησε ο Κώστας Βεργόπουλος. Ένα πάθος που μας βοηθάει και σήμερα, παρ όλες τις διαφορές και τις διχογνωμίες, να κατανοήσουμε τον κόσμο για να τον αλλάξουμε όχι με βάση τις παρωχημένες συνταγές πολιτικής μαγειρικής του παρελθόντος άλλα με βάση τις ελπιδοφόρες ενατενίσεις και πρακτικές του μέλλοντος.
*Εισήγηση του Μιχάλη Βακαλούλη στο πλαίσιο της εκδήλωσης προς τιμήν του Κώστα Βεργόπουλου (26/11/2018).
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Όσο περισσότερο μελετά και εμβαθύνει κανείς το πλούσιο συγγραφικό έργο του Κ. Βεργόπουλου, τόσο πιο ξεκάθαρα κατανοεί το βάθος, την επιστημονική εγκυρότητα και τη συνέπεια της μεθοδολογικής του προσέγγισης. Η πρωτοποριακή αυτή και σύνθετη μεθοδολογική διερεύνηση των κοινωνικο-οικονομικών προβλημάτων, τοποθέτησε την οικονομική σκέψη του Κ. Βεργόπουλου στα αναλυτικά εργαλεία της Κλασικής Πολιτικής Οικονομίας, στην Μαρξιστική σκέψη καθώς και στα πορίσματα της Γενικής Θεωρίας του J.M.Keynes. Γι΄ αυτό ακριβώς ο Κ. Βεργόπουλος ήταν πεισματικά αρνητικός στην αποδοχή του ορισμού της οικονομικής επιστήμης ως Economics, θεωρώντας την ως γνήσια κοινωνική επιστήμη που κρύβει την « γοητεία» της στην κεντρική της επιδίωξη της δυναμικής ικανοποίησης των κοινωνικών αναγκών. Αυτές οι εννοιολογικές και μεθοδολογικές προϋποθέσεις, προσέδωσαν στο έργο του Κ. Βεργόπουλου υψηλό επιστημονικό ήθος, με την έννοια των πρωτοποριακών και μεθοδολογικά αυστηρών αναλύσεων του, τόσο για την διεθνή και την ευρωπαϊκή, όσο και για την ελληνική οικονομία.
ΔΥΣΜΟΡΦΙΑ
Ο Βεργόπουλος εμφανίζεται στο δημόσιο χώρο της Ελληνικής Σκηνής στα μέσα της δεκαετίας του 1970 με δύο μελέτες, το «Δύσμορφο καπιταλισμό», και το « Αγροτικό Ζήτημα της Ελλάδος» . Και οι δύο μελέτες αποτέλεσαν πρωτοποριακές και διεισδυτικές αναλυτικές ερμηνείες, οι οποίες αν και προκάλεσαν , στην αρχή, πολλές αντιρρήσεις, εντούτοις συνέβαλαν σημαντικά στον εμπλουτισμό του τρόπου διερεύνησης και κατανόησης των εξελίξεων του κοινωνικού σχηματισμού στην Ελλάδα.
Η πρώτη μελέτη, αποτελεί μια θεωρητική διερεύνηση δύο εννοιών: της έννοιας της δυσμορφίας όπως αυτή εμφανίζεται στο καπιταλιστικό σύστημα και παράλληλα της έννοιας του απρόσωπου κοινωνικού μηχανήματος.
Η δυσμορφία αντιτίθεται τόσο στην ιδέα της κανονικότητας όσο και στην ιδέα της ταυτότητας. Από την άποψη αυτή, η καθαρότητα αποτελεί κάτι το αδύνατο και το ανώφελο: η κίνηση της πραγματικότητας είναι σύμφυτη με τη διαρκή νόθευσή της. Και τούτο διαπιστώνεται τόσο μέσα στις υπάρχουσες κοινωνικές σχέσεις, όσο – και κυρίως- στο επίπεδο των θεωρουμένων ως «νόμων» και «τάσεων» του συστήματος. Οι παρεκκλίσεις πάνω στο κοινωνικό σώμα του κεφαλαίου δημιουργούν νησίδες που επιδέχονται δύο διαφορετικές αναγνώσεις: αφ' ενός οι νησίδες ερμηνεύονται σαν «καινούργια σύνορα» προς κατάκτηση , αφ' ετέρου αποκρυπτογραφόνται σαν σημεία ρήξης των διαφορικών σχέσεων που συγκροτούν το κεντρικό σώμα του κεφαλαίου. Και οι δύο ερμηνείες, μολονότι αντιτίθενται αναμεταξύ τους, έχουν ως κοινό στοιχείο τη διάγνωση της εξωτερικότητας του παρεκλίνοντος χώρου, σε σχέση με την κανονικότητα του κεντρικού πεδίου: η πρώτη ερμηνεία εντοπίζει τα «όρια» προκειμένου να τα υπερβεί, όχι υπό την έννοια της κατάργησης – αφομοίωσης, αλλά υπό την έννοια της λειτουργικής υπαγωγής- αναγωγής στο σύστημα κάθε εξωτερικότητας. Αντίθετα, η δεύτερη ερμηνεία υπογραμμίζει την εξωτερικότητα, προκειμένου να θεμελιώσει επάνω της την ιδέα της μετατροπής ολοκλήρου του κοινωνικού σώματος. Ο Βεργόπουλος είναι υπέρμαχος της δεύτερης. Το κεφάλαιο αναπτύσσεται μόνον αναπτύσσοντας τις ανισότητες, τις ανισομέρειες, τις δυσμορφίες. Ο καπιταλισμός είναι εξ ορισμού δύσμορφος.
Η δεύτερη έννοια του απρόσωπου κοινωνικού μηχανήματος, που απλά σημαίνει καπιταλισμός χωρίς καπιταλιστές, εξάγεται ως συμπέρασμα από τη θεωρητική διερεύνηση της ενσωμάτωσης του γεωργικού τομέα στον σύγχρονο καπιταλισμό. Η διατήρηση σε μεγάλη κλίμακα της μικρής αγροτικής παραγωγής δεν αποτελεί ένα προκαπιταλιστικό υπόλειμμα, όπως υποστηρίζεται από πολλές θεωρητικές οπτικές, αλλά μια μορφή αναπαραγόμενη από το σύγχρονο καπιταλισμό προκειμένου να αποφευχθεί η συνέχιση της παραγωγής γαιπροσόδου, λόγο της στενότητας του εδάφους , και της καταβολής της σε ορισμένους καπιταλιστές που μοιραία θα έπαιρναν τη θέση των γαιοκτημόνων.
Η διαφοροποιημένη ενσωμάτωση της γεωργίας από το «κλασικό υπόδειγμα» του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής φανερώνει το πόσο λειτουργικά αναγκαία είναι η ανομοιομορφία στο κοινωνικό σώμα του κεφαλαίου.
ΑΠΟ-ΑΝΑΠΤΥΞΗ
Tη σύνθετη μεθοδολογική του προσέγγιση και επιστημονική του αναζήτηση, συναντά κανείς, με ιδιαίτερη επιτυχία, στα βιβλία του «Κράτος και Οικονομική Πολιτική τον 19ο αιώνα» και « Εθνισμός και Οικονομική Ανάπτυξη», στα οποία η σύζευξη της ενδογενούς βιομηχανικής ανάπτυξης με το πνεύμα του εθνισμού της εποχής στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, επιτυγχάνεται με μοναδική διεισδυτική ικανότητα και επιστημονική εγκυρότητα. Σε αντίθεση με την περίοδο αυτή η αντίστοιχη μεταπολεμική περίοδος, δεν χαρακτηρίζεται από ανάλογες προσπάθειες. Αυτό που χαρακτηρίζει τη συγκεκριμένη αναπτυξιακή διαδικασία είναι η «συνδεδεμένη ανάπτυξη». Από το 1960 η ελληνική οικονομία εισήλθε σε έναν κύκλο ευημερίας προσκολλημένη πάνω στον κύκλο της ευρωπαϊκής οικονομικής επέκτασης. Το υπόδειγμα της συνδεδεμένης ανάπτυξης διαφέρει τόσο από το υπόδειγμα του κέντρου – περιφέρειας , όσο και από το αντίστοιχο των ΝΒΧ. Δεν υπάρχει ούτε συμπληρωματικότητα ούτε ανταγωνιστικότητα. Οι λεγόμενοι «άδηλοι πόροι» ήταν αυτοί που συνέδεσαν την ελληνική οικονομία με το διεθνές και ευρωπαϊκό περιβάλλον δημιουργώντας συνθήκες μη εξωτερικού χρηματοδοτικού καταναγκασμού. Η οικονομική μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας κατά τις δεκαετίες του 1960-70 δεν συνδέθηκε με οικονομικές και κοινωνικές πρακτικές κατάλληλες να επιτρέψουν τη δόμηση και τη θεσμοθέτηση πραγματικών εθνικών παραγωγικών συστημάτων. Με αποτέλεσμα το ελληνικό παραγωγικό σύστημα να είναι α-συνεχές, προβληματικό και βαρύτατα υποθηκευμένο . Στη μελέτη του «Από-ανάπτυξη σήμερα», ουσιαστικά ο Κ. Βεργόπουλος έδειξε με σαφήνεια τις δυσμενείς μελλοντικές εξελίξεις που συντελέστηκαν και συντελούνται μέχρι σήμερα στην ελληνική οικονομία . Στη μεταγενέστερη μελέτη του : «Η Αρπαγή του Πλούτου», παραμένει βασική προκείμενη της σκέψης του , «Η συνδεδεμένη ανάπτυξη» με τη διαφορά ότι τη θέση των άδηλων πόρων καταλαμβάνει ουσιαστικά το δάνειο χρήμα.
ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ
Ο Κ. Βεργόπουλος συγκαταλέγεται στους πρώτους, μεταξύ των Ελλήνων διανοητών, που εισήγαγε στον διάλογο στην χώρα μας, την περίφημη αυτονόμηση της νομισματικής σφαίρας από Πολιτική και από την πραγματική οικονομία, με την επακόλουθη εξάπλωση του λεγόμενου χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού.
Στις παλαιότερες χρονικές περιόδους , πριν το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά και την πρώτη δεκαετία της μεταπολεμικής περιόδου η χρηματοπιστωτική σφαίρα αντιμετωπιζόταν ως το λιπαντικό που ήταν απαραίτητο στην εξυπηρέτηση των αναγκών της παραγωγής. Παρόλα αυτά υπήρχε η τάση σχετικής αυτονόμησής της και τη δημιουργία κερδοσκοπικών υπερβολών στα τελευταία στάδια της ανόδου του οικονομικού κύκλου. Κατά κανόνα , τα επεισόδια αυτά είχαν σύντομη διάρκεια και δεν επέφεραν μακροχρόνιες επιπτώσεις στη δομή και τη λειτουργία της οικονομίας.
Τα τελευταία χρόνια , όμως , κυρίως στις αναπτυγμένες χώρες της Δύσης, παρατηρείται ένας δομικός μετασχηματισμός στην ίδια τη διαδικασία συσσώρευσης του κεφαλαίου με την έννοια ότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας τείνει να αυτονομηθεί από την παραγωγή και από κυριαρχούμενος να μετατραπεί σε κυρίαρχο. Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τη νέα συγκρότηση της παγκόσμιας οικονομικής τάξης υπό την καθοδήγηση του νέου χρηματιστικού κεφαλαίου, το οποίο τείνει να επιβληθεί στον πραγματικό τομέα της οικονομίας ,δηλαδή στην παραγωγή, στην απασχόληση, στους μισθούς και στην κατανομή του παραγόμενου πλούτου, καθορίζοντας σε μεγάλο ποσοστό τη λειτουργία τους. Το χρηματιστικό κεφάλαιο αντιστοιχεί στο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, όταν αυτό το τελευταίο υπερισχύει σε οποιαδήποτε ιστορική συγκυρία ,έναντι του παραγωγικού κεφαλαίου. Όταν δηλαδή οι διαμεσολαβούμενες από το χρηματοπιστωτικό σύστημα και τους οιονεί χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, πιστώσεις (κλασσικές ή νέας μορφής) δεν κατευθύνονται στην εξυπηρέτηση των αναγκών της πραγματικής οικονομίας, αλλά αυτονομούμενες από αυτές, καθίστανται αυτάρκεις μορφές «επενδυτικής τοποθέτησης» στην υπηρεσία εξυπηρέτησης των ίδιων συμφερόντων των κοινωνικών ομάδων που τις κατέχουν .
Το χρηματιστικό κεφάλαιο δεν αποτελεί απλή «συγχώνευση» του τραπεζικού κεφαλαίου με το αντίστοιχο βιομηχανικό. Αντιθέτως ,το φαινόμενο αυτό σηματοδοτεί την οριστική ,στην ιστορική περίοδο που διάγουμε , κατίσχυση των χρηματικών προδιαγραφών πάνω στις οικονομικές και παραγωγικές ...με την επικράτηση της εισοδηματικής λογικής εις βάρος της παραγωγικής ,του χρήματος ...εις βάρος της οικονομίας. Το χρηματιστικό κεφάλαιο δεν σηματοδοτεί τόσο έναν ιδιαίτερο τρόπο παραγωγής «καθαρού εισοδήματος», όσο κυρίως έναν τρόπο συγκέντρωσης και οικειοποίησης του ήδη διαθέσιμου εισοδήματος.
Παράλληλα παρατηρούμε ότι οι σημερινές μορφές χρηματιστικής συσσώρευσης δεν επαναδιοχετεύουν τον παραγόμενο πλούτο στην οικονομία ώστε να συνεχίζει να λειτουργεί αναπόσπαστο ένα σύστημα διευρυμένης αναπαραγωγής , αλλά τον αποσπούν μονόπλευρα από τη σφαίρα της παραγωγής και τον εναποθέτουν στην χρηματοπιστωτική, δηλαδή σε αυτήν που χωρίς να παράγει συντηρείται από τις παραγωγικές δυνατότητες της πρώτης». Το χρηματιστικό κεφάλαιο και ο συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιείται ,παραγόμενο και αναπαραγόμενο ,στη σημερινή παγκόσμια αλλά και ελληνική συγκυρία ,παράγει ασύγκριτα περισσότερες εισοδηματικές προσόδους που εκτρέφουν αργούντες αποταμιευτές ,εισοδηματίες και χρηματιστηριακούς κερδοσκόπους απ' ότι παραγωγικά επιχειρηματικά εισοδήματα και εργατικούς μισθούς . Διαπιστώνεται λοιπόν μια μεγάλη μεταφορά κεφαλαίου από τους άμεσα παραγωγικούς τομείς στους χρηματοπιστωτικούς. Ο λόγος που πραγματοποιείται αυτή η μεταφορά , θα πρέπει να αναζητηθεί στην αδυναμία διεύρυνσης της παραγωγής. Στις δυσκολίες δηλαδή που συναντά το Κεφάλαιο να διευρύνει την αναπαραγωγή του. Δηλαδή χρειάζεται να οδηγηθούμε στο κεντρικό σημείο της καπιταλιστικής συσσώρευσης ή στη διαδικασία αποταμίευσης – επένδυσης στην καρδιά της καπιταλιστικής οικονομίας.
Η ΕΥΡΩΠΗ
Αναφορά για την Ευρώπη γίνεται σχεδόν σε όλα τις μελέτες του . Υπάρχουν όμως δύο μελέτες ειδικά αφιερωμένες σε αυτό το θέμα: «Ποιος φοβάται την Ευρώπη ;»(2000) και η «Η ανάρμοστη σχέση: Ελλάδα - Ευρώπη» ( 2012) . Η προσοχή του για τα ευρωπαϊκά και ελληνοευρωπαϊκά θέματα είναι απόρροια όχι μόνο της σημασίας τους, αλλά επίσης του βαθμού ευρωπαϊκής συνείδησης. Ο Βεργόπουλος είναι γνήσιο τέκνο του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Μάλιστα, της πιο ενδιαφέρουσας συνιστώσας αυτού του μοναδικού φαινομένου (το οποίο, δυστυχώς, με το χρόνο κατάντησε συνώνυμο του «εργαλειακού ορθολογισμού», της «φιλοσοφίας της ιστορίας», του «στείρου νομικισμού»), της υλιστικής κριτικής σκέψης, η οποία οραματίζεται συνεχώς την ανοικτή και ελεύθερη δημοκρατική κοινωνία, χωρίς προκαθορισμένα ντετερμινιστικά όρια και θέσεις περί τέλους της ιστορίας.
Είναι Ευρωπαίος πολίτης, καθόσον υπερασπίζεται τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, αλλά κυρίως τη δημοκρατία και το σύμφυτο με αυτήν κοινωνικό κράτος. Οι κριτικές του τοποθετήσεις για το εγχείρημα της νομισματικής και οικονομικής ενοποίησης των ευρωπαϊκών χωρών προέρχονται από τη μοναδική ευρωπαϊκή οπτική του, για την οποία νοιάζεται περισσότερο από όλους τους υποτιθέμενους ευρωπαϊστές, που στην ευρωπαϊκή ενοποίηση δεν βλέπουν παρά μόνο μία ακόμη ευκαιρία να μεγιστοποιήσουν τα οφέλη των ισχυρών.
Το πρόγραμμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, όσο ιδεαλιστικό και αν ήταν, κατευθυνόταν πάντοτε από την κορυφή προς τη βάση. Οι ευρωπαϊκές πολιτικές ελίτ πάντοτε λειτουργούσαν στα μουλωχτά, παρακάμπτοντας τους ευρωπαϊκούς λαούς. Σήμερα όμως τα πράγματα έχουν χειροτερεύσει: το έλλειμμα δημοκρατίας, ενδυνάμωση της τεχνοκρατικής διακυβέρνησης, η παράκαμψη των δημοκρατικών διαδικασιών, η επιβολή πολιτικών που οδηγούν σε γενικευμένη φτωχοποίηση, οδηγούν μοιραία στην άνοδο της ακροδεξιάς.
Ο Βεργόπουλος από πολύ νωρίς ήταν μεταξύ εκείνων που είχαν επισημάνει τον αντινομικό χαρακτήρα του κοινού νομίσματος, με τη μέχρι σήμερα δομή του, και τις σαρωτικές συνέπειες για τις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας και όχι μόνο. Η αρχιτεκτονική του ευρώ, από την ιδρυτική του πράξη, δεν του επέτρεπε να διασφαλίζει το ρόλο που παίζουν όλα τα υπόλοιπα νομίσματα παγκοσμίως. Οι παράδοξες δεσμεύσεις πάνω στις οποίες χτίστηκε το ευρώ αντί να προστατεύουν τις χώρες-μέλη από τις οικονομικές κρίσεις, τις αφήνουν απροστάτευτες, δυσκολεύοντας περαιτέρω την κατάστασή τους. Ο ρόλος της ΕΚΤ, η έλλειψη αναδιανεμητικών μηχανισμών, ο δραματικός περιορισμός των εργαλείων μακροοικονομικής πολιτικής στην Ευρωζώνη εκθέτουν τις οικονομίες των χωρών που είναι απροστάτευτες στις εξωτερικές ή εσωτερικές διαταράξεις. Σήμερα όλα είναι φανερά και πάνω στο τραπέζι. Οι ελλείψεις και οι θεσμικές αδυναμίες του ευρώ διακρίνονται πλέον διά γυμνού οφθαλμού.
Η οικονομική και νομισματική ένωση της Ε.Ε. ήταν ένα μέσο προς επίτευξη ενός σκοπού, όχι αυτοσκοπός. Η Ευρώπη βεβαίως έχει ανάγκη από διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, αλλά όχι μέσω λιτότητας. Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στις θεσμικές διευθετήσεις της Ευρωζώνης και όχι οι μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό των κρατών είναι εκείνες που θα έχουν το μέγιστο αποτέλεσμα.
Αυτό που δεν θα έχει αποτελέσματα, τουλάχιστον για τις περισσότερες από τις χώρες της Ευρωζώνης, είναι η εσωτερική υποτίμηση που σε συνδυασμό με τη λιτότητα είναι ένας τοξικός συνδυασμός.
Ο Βεργόπουλος αναλύει ακόμη την αυξανόμενη αντιπαλότητα μεταξύ των ευρωπαϊκών εθνών. Έπειτα από συνοπτική ανασκόπηση την περίοδο του 1930, υποστηρίζει ότι η ευρωπαϊκή ενοποίηση ήταν, και είναι, μεγάλη πολιτική ιδέα. Αλλά αντί να ενισχύσει την αλληλεγγύη εντός της Ευρώπης, σπέρνει τη διχόνοια ανάμεσα στις χώρες. Με την επέκταση των πολιτικών λιτότητας και ύφεσης στην Ευρώπη, διαμορφώνεται μοιραία πλαίσιο οξυνόμενης αντιπαλότητας μεταξύ των εθνών, που εξωθεί σε επιθετικές «εθνικές λύσεις» εις βάρος των συνεταιριστικών. Η Γερμανία διαχειρίζεται την Ευρωζώνη ως επαρχία της. Ήδη η συνοχή μεταξύ των εθνών της Ευρώπης έχει διαρραγεί και είναι άγνωστο αν θα επουλωθούν οι πληγές στο προσεχές μέλλον.
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΥΝΑΜΙΚΗ
Η πραγματικότητα, για τον Κ. Βεργόπουλο, παραμένοντας πάντα εξαιρετικά εύπλαστη, δεν διαμορφώνεται από θεωρίες και εξωπραγματικές παραδοχές αλλά από ανεξέλεγκτες κοινωνικές βαρύτητες, οι οποίες αναβλύζουν όχι από τους πίδακες της εξουσίας αλλά από τους πίδακες της κοινωνικής δυναμικής, η οποία στην ανάπτυξη της αποκτά πρόσθετα χαρακτηριστικά συστημικού δυναμισμού. Η ανάλυση αυτή οδήγησε τον Κ. Βεργόπουλο στην τεκμηρίωση της άποψης ότι μόνο η αυτογνωσία της κοινωνίας, δηλαδή μίας κοινωνίας που μπορεί να γνωρίζει τον εαυτόν της, μπορεί να προκαλέσει τις απαραίτητες κοινωνικές διεργασίες που θα ωθήσουν τις εξελίξεις προς τα εμπρός, θεωρώντας ότι οι εξουσίες αποκομμένες από την κοινωνία αποτελούν φραγμό ή αποπροσανατολισμό σε κάθε εξέλιξη.
Το χρήμα, οι τράπεζες , τα χρηματιστήρια θριαμβεύουν, οι κοινωνίες συντρίβονται, οι κοινωνικοί αποκλεισμοί πολλαπλασιάζονται. Οι νέοι, είναι τα κατ' εξοχήν θύματα της κρίσης. Τι μέλλον προετοιμάζεται χωρίς αυτούς, που είναι φορείς της παραγωγικής εργασίας και της κοινωνικής συνοχής, των ιδεών, πρωτοβουλιών, καινοτομιών για ένα καλύτερο αύριο , αναρωτιέται ο Κ. Βεργόπουλος («Το Μαύρο και το Κόκκινο. Η χαμένη γενιά Ελλάδα- Ευρώπη»). Απαντά : κοινωνίες που δεν ενσωματώνουν, αλλά αποκλείουν, δεν έχουν μέλλον. Όσο περισσότερα τα νεανικά θύματα της επιτάχυνσης προς τον «άγριο καπιταλισμό», τόσο πιο βέβαιη και σαρωτική η απείθειά τους. Εάν η νέα γενιά είναι σήμερα χαμένη, περισσότερο χαμένη είναι η κοινωνία που την θυσιάζει.
Η πιο πρόσφατη απόδειξη, κατά τον Κ. Βεργόπουλο, αυτής της θεμελιώδους παρατήρησης αποτελούσε και αποτελεί η υιοθέτηση των Μνημονίων στην Ελλάδα, τα οποία παράλληλα με την ασκούμενη μνημονιακή πολιτική επιδόθηκαν και επιδίδονται στον επιμελή αποπροσανατολισμό της κοινωνίας, με κεντρικό στόχο την απονεύρωση της κοινωνικής της δυναμικής.
Στις συνθήκες αυτές που συντελούνται στην χώρα μας, το ερώτημα που προκύπτει είναι «που και γιατί κανείς να ελπίζει;». Ο Κ. Βεργόπουλος στο βιβλίο του « Μετά το τέλος: Η οικονομία της καταστροφής και η επόμενη ημέρα», απαντά, ότι μπορεί να ελπίζει σε μια νέα κοινωνική δυναμική, όσο και εάν σήμερα κάτι τέτοιο, όπως έλεγε, εμφανίζεται ως ανέφικτο, απλά γιατί είναι οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά και πολιτισμικά αναγκαίο.
Στο σημείο αυτό φανερώνεται η αδάμαστη πίστη του Κ. Βεργόπουλου στις δυνατότητες της κοινωνίας. Με τις σκέψεις αυτές ο Βεργόπουλος παραμένει αμετανόητος εραστής της δυναμικής της κοινωνίας. Μόνο η αυτογνωσία της κοινωνίας , μιας κοινωνίας δηλαδή που μπορεί να γνωρίζει τον εαυτό της, μπορεί να προκαλέσει τις απαραίτητες κοινωνικές διεργασίες που θα σπρώξουν τα πράγματα μπροστά. Οι εξουσίες από πάνω , αποτελούν φραγμούς σε όποια ανθρώπινη εξέλιξη. Ήταν τόσο μεγάλη η πίστη του στη δυναμική της κοινωνίας που αρνιόταν δημοσίως να αναγνωρίσει, παρότι το γνώριζε και το παραδεχόταν σε ιδιωτικές συζητήσεις , ότι αυτή η αναγκαιότητα της νέας κοινωνικής συνείδησης μπορεί να δημιουργηθεί μέσα από μια μεγάλη καταστροφή.
Κλείνουμε τη μικρή αναφορά μας στον Κ. Βεργόπουλο παραθέτοντας ένα πολύ μικρό απόσπασμα του από το αυτοβιογραφικό του έργο «Οι Αμετανόητοι»
Γράφει, λοιπόν, ο ίδιος : « Αυτονόητη μου φαίνεται η διευκρίνιση ότι το ταξίδι μου στον χρόνο των πέντε τελευταίων δεκαετιών, το εβίωσα ως μια συναρπαστική περιπέτεια, με πιστότητα έναντι των αδικημένων, των καταπιεσμένων και των μονίμως ηττημένων, με αναπόφευκτες περιοδικές εξάρσεις χωρίς επαύριο, με μόνιμη φιλοσοφική και ιστορική μελαγχολία, αλλ' οπωσδήποτε χωρίς την παραμικρή πικρία από υποθετικά ραντεβού με την ιστορία, που ποτέ δεν πραγματοποιήθηκαν. Από πολύ ενωρίς έχω αποδεχθεί ότι τα «αυθεντικά γεγονότα» προκύπτουν μπροστά μας πάντοτε απρόβλεπτα, κανένα από αυτά δεν προγραμματίζεται, ούτε μπορεί εκ των προτέρων να διοργανωθεί, ούτε, ακόμη λιγότερο, να ποδηγετηθεί. Η ικανοποίησή μου από τον απολογισμό των πέντε τελευταίων δεκαετιών είναι κατά βάση προσωπική: έζησα την «τρέλα» μου, σε αυτήν εγκαταστάθηκα, μέχρι σήμερα και παραμένω και αυτό μου αρκεί».
*Εισήγηση του Κώστα Μελά στο πλαίσιο της εκδήλωσης προς τιμήν του Κώστα Βεργόπουλου (26/11/2018).
Η στήριξη Ευρωπαίων αξιωματούχων και Σοσιαλδημοκρατών προς τον Αλέξη Τσίπρα έχει προκαλέσει σύγχυση στην Κεντροαριστερά του τόπου μας, καθώς δεν συμβιβάζεται με το «αφήγημά» της που θέλει τον ΣΥΡΙΖΑ επικίνδυνο για τη δημοκρατία, ούτε προοδευτικό ούτε φιλοευρωπαϊκό.
Ετσι, αντί να προβληματιστεί αν «ο γιαλός είναι στραβός ή αυτή στραβά αρμενίζει», μετέρχεται απίθανες ακροβασίες για να πείσει πως κακώς η Ευρώπη στηρίζει τον Τσίπρα. Δυστυχώς δε στην εκστρατεία αυτή συμμετέχουν πρόσωπα που στην επιστημονική και πολιτική τους σταδιοδρομία διακρίνονται από σοβαρότητα και μέτρο.
Ενα τέτοιο άρθρο, με αφορμή την πρόσκληση Τσίπρα στο συνέδριο του SPD, δημοσίευσε ο καθηγητής Παναγιώτης Ιωακειμίδης («Τα Νέα», 19/11), ένας από τους πλέον ειδήμονες σε ευρωπαϊκά θέματα στη χώρα μας. Αξίζει νομίζω να σχολιαστεί.
Ο αρθρογράφος παραθέτει τρεις λόγους για τους οποίους οι Ευρωπαίοι Σοσιαλδημοκράτες δεν θα έπρεπε να «εναγκαλίζονται» τον Τσίπρα:
Πρώτον, επειδή, λέει, δεν είναι Σοσιαλδημοκράτης. Ομως ούτε ο Τσίπρας ισχυρίζεται κάτι τέτοιο ούτε οι Γερμανοί τον κάλεσαν ως Σοσιαλδημοκράτη. Να υποθέσω πως ο αρθρογράφος απορρίπτει τον διάλογο με άλλες δυνάμεις της Αριστεράς; Αλλά, προσθέτει, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να είναι συνομιλητής των Σοσιαλδημοκρατών επειδή εφαρμόζει πολιτική λιτότητας. Εδώ πια πρόκειται για θέατρο του παραλόγου.
Ο Τσίπρας κατηγορείται πως εφαρμόζει τη λιτότητα που επέβαλαν οι δανειστές, με σύμφωνη την ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία (και τον Σοσιαλδημοκράτη Ντάισελμπλουμ σε ρόλο-κλειδί). Και που, όταν προσπάθησε να την αποφύγει, σύσσωμοι -και βέβαια και το ΠΑΣΟΚ,-τον κατήγγειλαν, με τον τότε πρόεδρο του SPD Γκάμπριελ να συναινεί δημόσια στο σχέδιο Σόιμπλε για αποπομπή μας από την ευρωζώνη.
Το ΠΑΣΟΚ όμως, που εφάρμοσε την ίδια και πιο έντονη πολιτική λιτότητας από κοινού με τη Ν.Δ., είναι έγκυρος Σοσιαλδημοκράτης συνομιλητής! Αλλά και, παραδόξως, τα μέτρα που λαμβάνονται σήμερα για να αμβλυνθούν κάπως οι επιπτώσεις της λιτότητας χαρακτηρίζονται περιφρονητικά «επιδοματική» πολιτική (αν και το ΚΙΝ.ΑΛΛ. τα ψηφίζει!).
Ας σοβαρευτούμε. Στο σπίτι του κρεμασμένου δεν μιλάνε για σχοινί. Η προσπάθεια να βγει το ΚΙΝ.ΑΛΛ. «από τα αριστερά» στην κυβέρνηση στην οικονομική πολιτική εν ονόματι της Σοσιαλδημοκρατίας μόνο χαμόγελα προκαλεί.
Δεύτερον, ο ΣΥΡΙΖΑ, λέει ο Ιωακειμίδης, δεν είναι γνήσιο ευρωπαϊκό κόμμα επειδή δεν συμμερίζεται τα ομοσπονδιακά του οράματα (που, παρεμπιπτόντως, είναι και δικά μου). Και όμως δεν αγνοεί πως αρκετά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα δεν υποστηρίζουν το βάθεμα της ολοκλήρωσης. Ο Τσίπρας, χάρη και στις παραδοσιακές ελληνικές θέσεις (στη διαμόρφωση των οποίων έχει συμβάλει και ο Ιωακειμίδης) και στην κληρονομιά της ανανεωτικής Αριστεράς, είναι πολύ πιο «Ευρωπαίος» από πολλούς Ευρωπαίους Σοσιαλδημοκράτες.
Κυρίως όμως ο Τσίπρας είναι «Ευρωπαίος» επειδή πήρε μιαν οργισμένη κοινωνία που την τσάκισαν τα μνημόνια της σημερινής Ευρώπης και την κράτησε σε ευρωπαϊκά μονοπάτια. Σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στις περισσότερες χώρες όπου κυβερνούσαν ή συγκυβερνούσαν Σοσιαλδημοκράτες και όπου η οργή –για πολύ λιγότερα από όσα υπέστησαν οι Ελληνες– οδήγησε στον αντιευρωπαϊσμό και την Ακροδεξιά. Ακόμη, είναι «Ευρωπαίος» επειδή τόλμησε να προχωρήσει σε μια ευρωπαϊκή λύση του Μακεδονικού την ώρα που οι ντόπιοι «Ευρωπαίοι», Δεξιοί και Σοσιαλδημοκράτες, βυθίζονται στον εθνικισμό για μικροκομματικές σκοπιμότητες.
Ομως, ο Τσίπρας δεν είναι, λέει, Ευρωπαίος και επειδή «πολιτικά προσδένει ολοένα και βαθύτερα τη χώρα με τις ΗΠΑ». Από πού προκύπτει; Υποθέτω από τις δηλώσεις Καμμένου στη Ουάσινγκτον περί νέων αμερικανικών βάσεων που ο αρθρογράφος έσπευσε να αποδεχθεί ως αληθείς («Τα Νέα» 12/10/18).
Δηλαδή, οι Ελληνες Σοσιαλδημοκράτες τι λένε; Καταγγέλλουν πως εγκαταστάθηκαν νέες βάσεις και ζητούν να φύγουν; Και απαιτούν από τους Ευρωπαίους συντρόφους τους να μη συνομιλούν με τον Τσίπρα ως υπερβολικά φιλοαμερικανό; Ελεος, αντιιμπεριαλιστές!
Στο τρίτο του επιχείρημα, ο αρθρογράφος θα μπορούσε ίσως να κερδίσει κάποιο ακροατήριο. Οι Σοσιαλδημοκράτες, λέει, δεν θα έπρεπε να καλούν τον Τσίπρα, αφού επέλεξε ως συγκυβερνήτη τον «ακροδεξιό» Καμμένο. Πράγματι, ένας Σοσιαλδημοκράτης δεν θα είναι ευτυχής από τη συμμαχία με τους ΑΝ.ΕΛΛ.
Παρ' όλο που η συνεργασία Σοσιαλδημοκρατών με σκληρά δεξιά κόμματα δεν είναι άγνωστη στην Ευρώπη. Παρ' όλο που δεν είναι βέβαιο πως ο Καμμένος είναι πιο δεξιός από αρκετούς πολιτικούς που φωλιάζουν σε κόμματα που συγκυβερνούν με Σοσιαλδημοκράτες. Παρ' όλο που όλοι θυμούνται τη συνεργασία Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ-ΛΑΟΣ για την κυβέρνηση Παπαδήμου. Παρ' όλο, τέλος, που το ποιος έχει το πάνω χέρι στα μείζονα φάνηκε με το Μακεδονικό, όπου ο μεν Καμμένος παραμερίστηκε, ενώ οι Σαμαράς/Γεωργιάδης επιβλήθηκαν στη Ν.Δ.
Παρά ταύτα, είναι μάλλον βέβαιο πως οι Ευρωπαίοι Σοσιαλδημοκράτες (όπως και όλοι σχεδόν που στηρίζουμε τον Τσίπρα) θεωρούν τη συμμαχία ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛΛ. «παρά φύσιν». Και, λογικά, θα θέτουν το ερώτημα: γιατί η συνεργασία αυτή, που πνέει εξάλλου τα λοίσθια, να μην αντικατασταθεί από μια συμμαχία Αριστεράς-Κεντροαριστεράς που θα απέτρεπε την επιστροφή της Δεξιάς; Α, όχι, απαντά το ΚΙΝ.ΑΛΛ. Στόχος μας είναι η στρατηγική ήττα (βλέπε η συντριβή) του ΣΥΡΙΖΑ.
Που θα επιτευχθεί βέβαια μόνο μέσω μιας κυβέρνησης με κορμό τη Δεξιά, καταλαβαίνει ο κάθε λογικός άνθρωπος. Δηλαδή με μια κυβέρνηση αυτών που έφεραν την κρίση, απορρίπτουν τη λύση στο Μακεδονικό και που η κύρια συνιστώσα τους, νεοφιλελεύθερη και διολισθαίνουσα συνεχώς προς τα δεξιά, θα ενισχύει το ΕΛΚ και θα συναγελάζεται σ' αυτό με τους Ορμπαν και Γκρούεφσκι. Χίλιες φορές ΣΥΡΙΖΑ, θα σκέφτονται εύλογα οι περισσότεροι Ευρωπαίοι Σοσιαλδημοκράτες,
Πού καταλήγει ο Ιωακειμίδης; Αφού ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ούτε σοσιαλδημοκρατικός ούτε «γνήσια ευρωπαϊκός», οι Σοσιαλδημοκράτες τον εναγκαλίζονται για να προσθέσουν «δύο-τρεις» έδρες στη δύναμή τους στο Ευρωκοινοβούλιο στο πλαίσιο ενός «κυνικού παιχνιδιού εξουσίας», «χωρίς ιδεολογικό υπόβαθρο».
Είναι κατ' αρχάς ενδιαφέρον πως κάποιος τόσο πεπειραμένος στα ευρωπαϊκά ανακαλύπτει σήμερα πως η «Ευρώπη» και οι Σοσιαλδημοκράτες της δεν έχουν πάντα ευγενή κίνητρα ιδεολογίας και αλληλεγγύης, αλλά συχνά καθοδηγούνται από στενά κομματικά και εθνικά συμφέροντα. Οταν αυτό επισημαινόταν προ ετών για τα τερατώδη μνημόνια, οι «εκσυγχρονιστές» κατήγγελλαν κάθε αμφισβήτηση του καλοπροαίρετου των εταίρων μας ως έγκλημα καθοσιώσεως και απόδειξη αντιευρωπαϊσμού.
Να λοιπόν που τώρα προσγειώνονται στην πραγματική ευρωπαϊκή πολιτική. Θα μπορούσε λ.χ. να παρατηρηθεί πως ένας από τους λόγους των εγκωμίων προς τον Τσίπρα είναι πως, με τους πονοκέφαλους που έχουν σήμερα (Ιταλία, Τραμπ, Brexit, Ακροδεξιές), οι Ευρωπαίοι είναι ευτυχείς που η Ελλάδα έφυγε από την ατζέντα των προβλημάτων και μπορούν μάλιστα να τη διαφημίζουν ως success story, χωρίς να τους πολυαπασχολεί τι θα γίνει σε μερικά χρόνια κι αν η πορεία στην οποία μας έβαλαν είναι μακροπρόθεσμα βιώσιμη. Ακριβώς όπως το 2012-15 μπάλωσαν την ευρωζώνη και τις τράπεζές τους με τα μνημόνια, αδιαφορώντας για τις ευρύτερες επιπτώσεις σε Ελλάδα και Ευρώπη.
Ομως όσοι διαγιγνώσκουν πως για τους Σοσιαλδημοκράτες η όλη υπόθεση αφορά μόνο τις (περισσότερες πάντως από «2-3») έδρες του ΣΥΡΙΖΑ στο επόμενο Ευρωκοινοβούλιο κάνουν μεγάλο λάθος. Στην καταρρέουσα ευρωπαϊκή σοΣιαλδημοκρατία διεξάγεται σήμερα μια σύγκρουση, από την οποία θα κριθεί η επιβίωσή της, όπως και αυτή του συνόλου της Αριστεράς, ίσως δε και της Ευρώπης. Από τη μια είναι η πεπατημένη της ομηρίας στον νεοφιλελευθερισμό και τις κυβερνητικές συμπαρατάξεις με μια Δεξιά που μετακινείται ραγδαία προς την Ακροδεξιά.
Από την άλλη μια αριστερή στροφή, με απόρριψη της λιτότητας και των ακραίων ανισοτήτων και με επίκεντρο την αλληλεγγύη. Ο δεύτερος δρόμος απαιτεί τη σύγκλιση όλων των συνιστωσών της φιλοευρωπαϊκής Αριστεράς και των Πρασίνων. Η συνεργασία με τον Τσίπρα, που είναι ο πλέον αξιόπιστος και φιλοευρωπαίος εκπρόσωπος της ριζοσπαστικής Αριστεράς, συμβολίζει αυτόν ακριβώς τον δρόμο. Γι' αυτό και τον κάλεσαν και τον χειροκρότησαν στο SPD.
Το ΠΑΣΟΚ, που οι ιστορικές του καταβολές το τοποθετούν, έστω και ιδιόμορφα, στην Αριστερά της Σοσιαλδημοκρατίας, μεταλλάχθηκε τα τελευταία χρόνια σε ένα από τα πιο δεξιά κόμματα του χώρου. Και το πλήρωσε με τη συρρίκνωση που έγινε γνωστή διεθνώς ως «πασοκοποίηση». Σήμερα οι επίγονοί του καλούνται, μάλλον για τελευταία φορά, να πάρουν θέση στη μεγάλη μάχη που διεξάγεται και να συμπαραταχθούν με τις δυνάμεις που επιζητούν έναν άλλο, αριστερό δρόμο για τη Σοσιαλδημοκρατία.
Στην Ελλάδα αυτό θα σήμαινε να εγκαταλείψουν τον υστερικό αντι-ΣΥΡΙΖΑϊσμό, τις ιδεολογικοπολιτικές ακροβασίες και τα φρούδα όνειρα επιστροφής στα «περασμένα μεγαλεία» και να αναζητήσουν διάλογο και συγκλίσεις με το κόμμα που αποτελεί τον κύριο κορμό της προοδευτικής παράταξης στη χώρα μας. Μόνο έτσι, φοβάμαι, θα αποφύγουν την παραπέρα συρρίκνωση, αλλά, κυρίως, θα συμβάλουν στη συγκρότηση αξιόπιστης εναλλακτικής σε μια επερχόμενη σκληρή Δεξιά, σε Ελλάδα και Ευρώπη.
Εννοείται βέβαια ότι και ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να συμβάλει στη συγκρότηση μιας τέτοιας εναλλακτικής, όχι μόνο συγκλίνοντας με την ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία και ενισχύοντας το κοινωνικό του προφίλ, αλλά και εγκαταλείποντας πολιτικές, όπως η άκρατη σκανδαλολογία, που θυμίζουν περισσότερο δεξιούς λαϊκισμούς.
*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 28/11/2018.
Γράφει ο Γιούργκεν Χάμπερμας: «Δυστυχώς οι Σοσιαλδημοκράτες, ενώ έχουν συνδέσει την ύπαρξή τους με την ιστορική μοίρα της Γερμανίας, δεν μπορούν να ανταποκριθούν στην ιστορική αποστολή τους: να εξημερώσουν τον καπιταλισμό. Αναζητούνται πολιτικά υποκείμενα τα οποία θα επωμιστούν αυτόν τον ρόλο. Οι επικείμενες ευρωεκλογές αποτελούν ένα στοίχημα γι' αυτό το σχέδιο» («Εφ.Συν.» 29-10-2018).
Μέσα σε μία παράγραφο πολλά κρίσιμα ζητήματα. Ας ξεκινήσουμε από τα εύκολα.
Οντως, η Σοσιαλδημοκρατία έχει αποτύχει παταγωδώς να παίξει τον ρόλο στον οποίον αναφέρεται ο Γερμανός φιλόσοφος. Δεν αντιστάθηκε στην επέλαση του νεοφιλελευθερισμού, δεν υπερασπίστηκε τα συμφέροντα των τάξεων που παραδοσιακά ήταν το ακροατήριό της, προσχώρησε αμαχητί στη στρατηγική του αντιπάλου.
Για την ενδοτική στάση της απέναντι στις αχαλίνωτες δυνάμεις της αγοράς πλήρωσε βαρύ τίμημα. Στη Γερμανία υποχωρεί ατάκτως, στη Γαλλία έχει εξαφανιστεί, στην Ολλανδία ψάχνεται, στην Ιταλία είναι σε βαθιά κρίση, στην Ελλάδα βλέπουμε την εξέλιξη του ΠΑΣΟΚ.
Μοναδικές εξαιρέσεις, η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Αγγλία. Γιατί σ' αυτές τις χώρες έσπασε ο κανόνας; Μα, επειδή οι νέες ηγεσίες εξουδετέρωσαν τις βαρονίες που ήλεγχαν τα κόμματα και τα είχαν μετατρέψει σε ουραγούς της Δεξιάς.
Σωστά λέει ο Χάμπερμας ότι ο ιστορικός ρόλος της Σοσιαλδημοκρατίας ήταν η εξημέρωση του καπιταλισμού. Αυτή άλλωστε ήταν η αιτία της πρώτης διάσπασης του σοσιαλιστικού κινήματος. Γύρω από το δίλημμα «μεταρρύθμιση ή επανάσταση;» διεξήχθη η μεγάλη μάχη πριν από εκατό και βάλε χρόνια.
Υπήρξε περίοδος (χρυσή 35ετία) στη μεταπολεμική Ιστορία που πράγματι τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα από θέσεις εξουσίας πέτυχαν τον εξανθρωπισμό του καπιταλισμού. Κατάφεραν να δημιουργήσουν –στη Σκανδιναβία ήταν η πιο προωθημένη εκδοχή– κράτος δικαίου, συμμετοχικούς θεσμούς, εκτεταμένα δίκτυα προστασίας.
Πρόσφεραν υψηλού επιπέδου υπηρεσίες στην Παιδεία και την Υγεία, κράτησαν χαμηλά την ανεργία, οι εργαζόμενοι είχαν ικανοποιητικές αποδοχές, συγκρότησαν μηχανισμούς που εμπόδιζαν την απληστία του μεγάλου κεφαλαίου και περιόρισαν τις ανισότητες με την προοδευτική φορολογία.
Βοήθησε σ' αυτό και η παρουσία του αντίπαλου δέους (τα καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού) το οποίο λειτουργούσε σαν μπαμπούλας για τις αστικές τάξεις των χωρών της Δυτικής Ευρώπης. Το σύστημα δεν ανετράπη, έγινε όμως πιο ανθρώπινο.
Είναι σήμερα αυτό εφικτό; Μπορεί, δηλαδή, να αναπτυχθεί ένα κίνημα το οποίο θα θέσει, όχι πια μόνο σε εθνικό επίπεδο, αλλά σε περιφερειακό (Ευρώπη), ακόμη και σε παγκόσμιο, ως στόχο του την εξημέρωση του καπιταλισμού;
Οι γνώμες διχάζονται. Οι νεοφιλελεύθεροι λένε ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση. Η ριζοσπαστική, κινηματική Αριστερά και οι κομμουνιστές, όπου επιβιώνουν, υποστηρίζουν ότι ο καπιταλισμός στη σημερινή τούρμπο μορφή του δεν παίρνει επιδιόρθωση, δεν συμφωνούν όμως στο διά ταύτα, ενώ δεν λείπουν οι ιδεολογικοί καβγάδες και οι δίκες προθέσεων για παλιές και νέες... αμαρτίες.
Οι Σοσιαλδημοκράτες δεν μπορούν να ξεπεράσουν την προγραμματική αμηχανία τους. Ο Χάμπερμας λέει πως αναζητούνται πολιτικά υποκείμενα προκειμένου να παίξουν αυτόν τον ρόλο και θεωρεί ότι οι επικείμενες ευρωεκλογές αποτελούν ένα στοίχημα γι' αυτό το σχέδιο.
Πολλοί πάντως, παρατηρώντας τις τάσεις στα εκλογικά σώματα, φοβούνται ότι από τις ευρωεκλογές δεν θα προκύψει το σχέδιο για την εξημέρωση του καπιταλισμού, αλλά ένα σχέδιο για την πλήρη αποθηρίωσή του που θα πηγαίνει παρέα με τη συρρίκνωση της δημοκρατίας.
*Δημοσιεύτηκε στο tvxs.gr την 1/11/2018.
Πρόσκληση
Το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ σας προσκαλεί, με αφορμή
την κυκλοφορία του βιβλίου "Ρεαλιστικές Ουτοπίες" του Έρικ Όλιν Ράιτ
στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ασίνη, σε συζήτηση με θέμα
«Αριστερά, Κυβέρνηση και Ρεαλιστικές Ουτοπίες»
στον Πολυχώρο του
Συλλόγου «Οι Φίλοι της Μουσικής» στο Μέγαρο Μουσικής, ώρα: 19.00-21.00, την Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2018.
Τι σημαίνει «αριστερή διακυβέρνηση» σήμερα και με ποιον τρόπο μπορεί η εμπειρία ανάλογων εγχειρημάτων να συμβάλει στην ανανέωση της πολιτικής σκέψης της Αριστεράς; Ποιοι δρόμοι διανοίγονται στις μέρες μας προς την κοινωνική χειραφέτηση και πώς; Ποια η θέση της ριζοσπαστικής θεωρίας και πρακτικής απέναντι στις σύγχρονες προκλήσεις;
Στα ερωτήματα αυτά θα αναζητηθούν απαντήσεις στο πλαίσιο συζήτησης που διοργανώνει το ΕΝΑ με θέμα «Αριστερά, Κυβέρνηση και Ρεαλιστικές Ουτοπίες» με αφορμή την έκδοση του βιβλίου Ρεαλιστικές Ουτοπίες του Έρικ Όλιν Ράιτ, από τις εκδόσεις Ασίνη.
Το έργο του Ράιτ κατέχει κεντρική θέση στην ιστορική και διανοητική πορεία της νεο-μαρξιστικής παράδοσης. Η μετάφραση του βιβλίου του φέρνει το ελληνικό κοινό σε επαφή με ένα πρωτότυπο εγχείρημα ανασυγκρότησης μιας πολυεπίπεδης στρατηγικής με ορίζοντα τον κοινωνικό μετασχηματισμό.
Ομιλητές:
Γιάννης Δραγασάκης, Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης, Υπουργός Οικονομίας & Ανάπτυξης
Ευκλείδης Τσακαλώτος, Υπουργός Οικονομικών, Καθηγητής Τμήματος Οικονομικών Επιστημών ΕΚΠΑ
Στη συζήτηση θα παρέμβουν οι μεταφραστές:
Λουδοβίκος Κωτσονόπουλος, Διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης Παντείου Πανεπιστημίου
Έλενα Παπαδοπούλου, Γενική Γραμματέας Υπουργείου Οικονομικών, Οικονομολόγος
Ιnfo: https://www.enainstitute.org/
ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ
Η Fondation Gabriel Péri (Ίδρυμα Gabriel Péri ) και ο Όμιλος «Δημοκρατία-Πολιτισμός», διοργανώνουν εκδήλωση/συζήτηση με αφορμή την συμπλήρωση ενός έτους από τον θάνατο του σημαντικού Έλληνα ακαδημαϊκού, οικονομολόγου, στοχαστή, διανοούμενου και συγγραφέα Κώστα Βεργόπουλου.
Η εκδήλωση/ συζήτηση θα πραγματοποιηθεί την Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2018 στην αίθουσα εκδηλώσεων του Υπουργείου Ψηφιακής Πολιτικής Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης, oδός Φραγκούλη 11 και Αλεξάνδρου Πάντου (ακριβώς δίπλα στο Πάντειο Πανεπιστήμιο) στις 19.00 μ.μ.
Για το επιστημονικό έργο, την συγγραφική δουλειά, την ακαδημαϊκή διαδρομή και την προσωπικότητα του Κώστα Βεργόπουλου μιλούν οι :
Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Κώστας Ζουράρις, Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Paris VIII, Αντιπρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων.
Μιχάλης Βακαλούλης, Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Paris VIII, Εκπρόσωπος της Fondation Gabriel Peri.
Κώστας Μελάς , Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Πρόεδρος του Ομίλου «Δημοκρατία – Πολιτισμός».
Συντονιστής της συζήτησης ο Κωστής Μελαχρoινός, οικονομολόγος.
Την εκδήλωση παρουσιάζει ο Αλφόνσος Βιτάλης, Δημοσιογράφος/ Πολιτικός Επιστήμων
Θα προβληθεί ντοκιμαντέρ με αναφορά στη ζωή του Κ. Βεργόπουλου, ενώ θα παρέμβει και ο υιός του Βασίλης Βεργόπουλος.
Το ζητούμενο είναι να δοθεί η απαραίτητη υποστήριξη και να ενσωματώσουν οι αγρότες τις νέες μεθόδους καλλιέργειας, λέει στα «ΝΕΑ» ο Διευθυντής του Τομέα Οικονομικής και Κοινωνικής Ανάπτυξης στον Παγκόσμιο Οργανισμό Τροφίμων του ΟΗΕ.
Σήμερα κυριαρχεί η αντίληψη ότι η κρίση επισιτιστικής ασφάλειας επικρέμαται ξανά ως απειλή πάνω από την ανθρωπότητα μέσα στις επόμενες δεκαετίες. Η εκρηκτική αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού σε συνδυασμό με την κλιματική αλλαγή προβλέπεται να ασκήσει σημαντικές πιέσεις στη διαθεσιμότητα και στην εξασφάλιση ποιοτικής και θρεπτικής τροφής για σημαντικά τμήματα του παγκόσμιου πληθυσμού. Ο κ. Κώστας Σταμούλης, Διευθυντής του Τομέα Οικονομικής και Κοινωνικής Ανάπτυξης στον Παγκόσμιο Οργανισμό Τροφίμων του ΟΗΕ (FAO), όμως διαφωνεί με τις πιο απαισιόδοξες φωνές θεωρώντας ότι μια κρίση διατροφικής ασφάλειας, που θα έφερνε πολλές κοινωνίες ειδικά στις φτωχότερες χώρες σε πλήρη ανατροπή, είναι εφικτό να αποτραπεί. Έχοντας κατακτήσει μια πολύ μεγάλη εμπειρία ως υψηλό στέλεχος του FAO όπου εργάζεται εδώ και 28 χρόνια για την προώθηση πολιτικών ανάπτυξης και βελτίωσης της γεωργίας και της επισιτιστικής ασφάλειας στις αναπτυσσόμενες χώρες, ο κ. Σταμούλης μιλώντας για τις προκλήσεις της γεωργίας του μέλλοντος εμφανίζεται συγκρατημένα αισιόδοξος. Όπως εξηγεί, σύμφωνα με πρόσφατες προβλέψεις του FAO χρειάζεται αύξηση της αγροτικής παραγωγής κατά 50% για να καλύψει τις ανάγκες του παγκόσμιου πληθυσμού, ο οποίος αναμένεται να αγγίξει τα 9,8 δισ. ώς το 2050. Ο κ. Σταμούλης σημειώνει ότι «ήδη από το 1960 έχει γίνει τεράστια πρόοδος και έχει τριπλασιαστεί η ποσότητα της παραγόμενης τροφής. Στη βάση της προηγούμενης εμπειρίας μπορούμε επομένως να ελπίζουμε ρεαλιστικά ότι και η νέα πρόκληση θα μπορέσει να αντιμετωπιστεί».
Το μέλλον είναι εδώ. Οι τεχνολογίες της γεωργίας του μέλλοντος είναι ήδη γνωστές, υποστηρίζει ο κ. Σταμούλης, υπογραμμίζοντας ότι τα μέσα που χρειάζονται οι χώρες για να ανταποκριθούν στις νέες ανάγκες επισιτισμού είναι εν πολλοίς αυτά που «υπάρχουν στο ράφι» και έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί. «Ακούμε για νανοτεχνολογίες, για ευφυή συστήματα γεωργίας, ηλεκτρονική παρακολούθηση του χωραφιού, δορυφορικές εφαρμογές που καθοδηγούν τους καλλιεργητές στη διαχείριση του αγρού, αλλά στη σημερινή πραγματικότητα και για το κοντινό και μεσοπρόθεσμο μέλλον οι πολύτιμες τεχνολογίες και οι σημαντικές εφαρμογές που μπορούν να δώσουν λύση είναι αυτές που έχουμε στα χέρια μας. Το μεγάλο στοίχημα είναι να γίνουν κτήμα και των αγροτών των αναπτυσσόμενων χωρών, οι οποίοι προς το παρόν δεν μπορούν να τις χρησιμοποιήσουν λόγω ανέχειας. Το ζητούμενο είναι λοιπόν να δοθεί η απαραίτητη υποστήριξη και να ενσωματώσουν τις νέες μεθόδους καλλιέργειας αναθεωρώντας και αναβαθμίζοντας τα συστατικά στοιχεία της γεωργίας, χρησιμοποιώντας βελτιωμένες ποικιλίες φυτών που αποδίδουν πολλαπλάσια, μαζί με καλύτερη λίπανση, προστασία από ασθένειες και χρήση άρδευσης οι αναπτυσσόμενες χώρες όπου ο εκσυγχρονισμός της γεωργίας – με βιώσιμο τρόπο – (sustainable intensification) παραμένει ακόμη το μεγάλο στοίχημα», θα πει ο κ. Σταμούλης.
Χάσμα Βορρά – Νότου. Βέβαια το οικονομικό και τεχνολογικό χάσμα που χωρίζει τις αναπτυσσόμενες χώρες από τις πιο πλούσιες περιοχές του πλανήτη θα παίξει σημαντικό ρόλο στη διαχείριση της ανάγκης για τροφή. Αυτό γιατί οι τεχνολογίες που θα δημιουργήσουν νέα γνώση και καινοτόμες εφαρμογές που υπόσχονται να αλλάξουν τη φυσιογνωμία της γεωργίας του μέλλοντος και τις ζωές των ανθρώπων βρίσκονται κυρίως στα χέρια των αναπτυγμένων χωρών. «Δυστυχώς στη γεωργία όπως και στους υπόλοιπους τομείς εμφανίζεται μεγάλη ανισότητα και τεχνολογικό χάσμα ανάμεσα στις αναπτυσσόμενες και τις αναπτυγμένες οικονομίες και η έρευνα που μπορεί να θέσει τις βάσεις για την ευημερία και την ανάπτυξη παραμένει χαρτί των ισχυρών», θα πει ο κ. Σταμούλης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η έρευνα στη γενετική, όπου ειδικοί διασταυρώνουν ποικιλίες για να δημιουργήσουν νέα βελτιωμένα φυτά με καλύτερα χαρακτηριστικά, όπως μεγαλύτερες αποδόσεις, αλλά και αντοχή στο καλλιεργητικό στρες, όπως είναι η ξηρασία ή η πλημμύρα. Όμως η γενετική βελτίωση γίνεται κυρίως από τον ιδιωτικό τομέα του δυτικού κόσμου με αποτέλεσμα να βελτιώνονται τα φυτά που καλλιεργούνται στις ανεπτυγμένες χώρες και όχι αυτά που αποτελούν βασικά συστατικά της διατροφής των αναπτυσσόμενων χωρών. «Σήμερα πολλά σημαντικά είδη όπως η κάσαβα ή το σόργο που χρησιμοποιούνται κατά κόρον σε αναπτυσσόμενες περιοχές βλέπουμε να μένουν «ορφανά», δηλαδή να μην αποτελούν είδη ενδιαφέροντος κι έρευνας στα επιστημονικά εργαστήρια», σημειώνει ο κ. Σταμούλης.
Για να διορθώσει τις απώλειες στη βιοποικιλότητα και να διαφυλάξει τη γεωργική παραγωγή του μέλλοντος, ο FAO ίδρυσε από το 1970 και σε συνεργασία με χώρες δίκτυο τραπεζών σπόρων. Αλλά και η Ελλάδα έχει τη δική της «Κιβωτό σπόρων» που αποτελεί εγγύηση ζωής για το μέλλον. «Ήδη από το 1970 στην Ελλάδα δημιουργήθηκε με κονδύλια του FAO η Ελληνική Τράπεζα Γενετικού Υλικού που διατηρεί δείγματα από σπάνια φυτά της ελληνικής γης, τα περισσότερα από τα οποία έχουν εξαφανιστεί σήμερα. Η τράπεζα που έχει μια ιδιαίτερα πλούσια συλλογή σε ένα πολύ σημαντικό είδος, το άγριο σιτάρι, μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στη δημιουργία νέων τροφών στο μέλλον», θα πει ο κ. Σταμούλης. Η Ελληνική Τράπεζα Γενετικού Υλικού, με έδρα τη Θέρμη, Θεσσαλονίκης, τελεί πλέον υπό τη διαχείριση του ελληνικού Δημοσίου, ανήκει στον Ελληνικό Γεωργικό Οργανισμό (ΕΛΓΟ Δήμητρα) του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, και αποτελεί μία από τις 1.500 τράπεζες γενετικού υλικού που λειτουργούν παγκοσμίως.
*Δημοσιεύτηκε στα "Νέα" στις 30/10/2018.
Στην Ελλάδα, για κάθε τι υπάρχουν δύο αλήθειες. Η μία είναι η «εθνική αλήθεια». Πρόκειται για υπαινικτική φράση Βρετανού ιστορικού που επαληθεύεται συνεχώς. Ολη την προηγούμενη εβδομάδα, αντί να κουβεντιάζουμε για το γεγονός ότι γλιτώσαμε, περνώντας κυριολεκτικά ξυστά από μια ελληνοαλβανική κρίση, άδηλων διαστάσεων και έκβασης, το μιντιακό και πολιτικό σύμπαν της Ελλάδας παλλόταν σε ρυθμό εθνικής αγανάκτησης και ηρωισμού.
Ακριβώς τις μέρες που η παγκόσμια προσοχή στρεφόταν στη σφαγή της συναγωγής στο Πίτσμπουργκ από έναν αντισημίτη Αμερικανό οπλοφόρο, ένας άλλος οπλοφόρος με βαρύ οπλισμό και πυρομαχικά εμφανίστηκε εκεί όπου συνέρρεαν εκατοντάδες επισκέπτες, σχολεία και εκπρόσωποι των κυβερνήσεων Ελλάδας και Αλβανίας για την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου και την ανακομιδή των λειψάνων των πεσόντων του πολέμου. Ποιες ήταν οι προθέσεις του;
Τα περί υπεράσπισης της σημαίας αποδείχτηκαν ανακριβή γιατί όλο το χωριό ήταν σημαιοστολισμένο. Τι γύρευε εκείνη την ημέρα, σε αυτό το σημείο, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις; Ομηρία προσώπων, επίθεση εναντίον Αλβανών επισήμων, εναντίον της αστυνομίας που περιφρουρούσε την εκδήλωση, επίδειξη ηρωισμού; Δεν χρειάζεται πολλή σκέψη για να καταλάβει κανείς την αιματοχυσία που θα ακολουθούσε. Ηταν ατομική πρωτοβουλία εξημμένου νέου, αλλά ποιοι προμήθευσαν τον βαρύ οπλισμό; Με ποιους μίλησε εκείνο το πρωί ή τις προηγούμενες μέρες; Γνώριζαν τις προθέσεις του, προσπάθησαν να τον αποτρέψουν ή μήπως τον ενθάρρυναν; Είχε συνεργούς που ενδεχομένως, όταν αποκαλύφτηκε, κρύφτηκαν στο πλήθος και δεν εκδηλώθηκαν; Δεν ήταν λίγοι ακροδεξιοί που είχαν συρρεύσει εκεί.
Η Ελλάδα θα βρισκόταν σήμερα στον τυφώνα μιας τρομερής κρίσης. Μην ξεχνούμε ότι οι δολοφονίες, οι ένοπλες πρωτοβουλίες και η κατ' ευφημισμόν ιδιωτική διπλωματία στα Βαλκάνια έχουν μακρά ιστορία καταστροφικών συνεπειών. Κορυφαίο επεισόδιο, η δολοφονία στο Σαράγεβο το 1914 που εγκαινίασε τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αλλά και το 1897, εισβολή ενόπλων από την ελληνική επικράτεια στην τότε Οθωμανική Μακεδονία προκάλεσε την κατά κράτος ήττα της Ελλάδας.
Η «εθνική αλήθεια» δεν θέλει να τα ξέρει αυτά. Κατασκευάζει ήρωες και μάρτυρες. Το ζήτημα όμως δεν είναι απλώς η «εθνική αλήθεια», αλλά το «καθεστώς εθνικής αλήθειας». Ο τρόπος να βλέπεις τον κόσμο και να καθορίζεις τη δράση σου, ως όμηρος αυτού του καθεστώτος. Πρόκειται για ένα αναγκαστικό καθεστώς, το οποίο στη συγκεκριμένη περίσταση το είδαμε να καταλαμβάνει αστραπιαία όλο το φάσμα της δημόσιας σφαίρας και το οποίο διευκόλυνε την ανάδυση του πιο ακραίου και δημαγωγικού λόγου που εγκαθιδρύθηκε ως ο mainstream λόγος. Κάθε διαφοροποίηση στιγματίστηκε ως πρόκληση στο «κοινό αίσθημα», προδοσία, εθνομηδενισμός. Ακόμη και οι προσεκτικές ανακοινώσεις έτειναν να μην υπερβούν τα όρια που έθετε αυτό το «καθεστώς αλήθειας».
Πρόκειται για ένα γενικότερο ζήτημα. Είναι το βασικό εμπόδιο για να εξομαλυνθούν οι σχέσεις της Ελλάδας με τους γείτονές της. Παράδειγμα, οι αντιδράσεις στη Συμφωνία των Πρεσπών. Αλλά και οι λεονταρισμοί με την επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης. Σε οποιαδήποτε διεθνή διαφορά ανακύψει στην περιοχή μας, χωρίς εξαίρεση, το «καθεστώς εθνικής αλήθειας» αναδύεται μεταφράζοντας τους όρους του προβλήματος στο ιδιόλεκτό του και επιβάλλοντας όρια και περιορισμούς στη σκέψη, καθορίζοντας τι πρέπει να ειπωθεί και τι όχι. Είμαστε όμηροι αυτού του καθεστώτος.
Αλλά το θέμα μας είναι η πολιτική της μνήμης. Η μνήμη δεν είναι μόνο άυλη, αλλά και απτή. Οι «τόποι μνήμης» μαζί με τις επετείους υποστηρίζουν, οργανώνουν και διατυπώνουν το περιεχόμενο της μνήμης, δηλαδή τι και πώς θυμόμαστε. Οι γεωγραφικοί τόποι παίζουν ολοένα και περισσότερο ρόλο σήμερα στην οργάνωση της μνήμης.
Οχι μόνο συμβολισμός και μνημεία, αλλά το συγκεκριμένο και απτό, εκεί όπου συνέβη. Με αυτή την έννοια για το έπος του 1940, τα στρατιωτικά νεκροταφεία στην Κλεισούρα και στους Βουλιαράτες, η επίσκεψη των πεδίων των μαχών, η γνώση των μικρών ανθρώπινων πλευρών της ζωής και του θανάτου στο μέτωπο είναι πυλώνες μνήμης. Αυτούς τους μνημονικούς τόπους, όπως και την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου, πρέπει να τους διαφυλάξουμε. Κάθε γεγονός έχει το μνημονικό αποτύπωμά του. Και ο εθνικιστικός εξτρεμισμός και η Ακροδεξιά επιδιώκουν να αφήσουν το δικό τους αποτύπωμα πάνω στους εθνικούς μνημονικούς τόπους και τις επετείους. Σαν τον κούκο που βάζει τα αυγά του στις ξένες φωλιές.
Η αδιαφορία για την πολιτική της μνήμης έχει συνέπειες. Υπάρχουν πολλοί τρόποι να τιμήσει κανείς τους νεκρούς του πολέμου, εκτός από φιλοπόλεμο πνεύμα και επιδείξεις εθνικισμού. Οι γιορτές της απελευθέρωσης της Αθήνας που γίνονται εδώ και μερικά χρόνια, δείχνουν έναν καινούργιο τρόπο εορτασμού, μια πολυδιάστατη δημόσια ιστορία με οικείο πρόσωπο. Όχι παγωμένη εξιδανίκευση.
Αν πολιτική είναι η διαχείριση των συμβόλων, η διαχείριση των εθνικών συμβόλων έχει πολύ μεγαλύτερη και διαρκέστερη σημασία. Είναι ολέθριο η διαχείριση των εθνικών επετείων, των τόπων μνήμης και των συμβόλων να αφεθεί στην Ακροδεξιά. Γιατί η πολιτική της μνήμης δημιουργεί ταυτότητες και στάσεις με διάρκεια στον χρόνο.
*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 5/11/2018.
Έχει έρθει η στιγμή να σταθούμε σε δύο άνισες μάχες που έδωσε τόσο το φιλοευρωπαϊκό όσο και το ελληνικό πολιτικό σύστημα κατά τη διάρκεια των προηγούμενων χρόνων της κρίσης, αλλά και στα αποτελέσματα που προκάλεσαν στο ίδιο το πολιτικό σύστημα. Και οι δύο, παρότι σε κάποια φάση έδειξαν να κερδίζονται, προς στιγμήν έχουν χαθεί αφήνοντας πολλά ερωτηματικά που καλό θα ήταν να συζητηθούν σύντομα και να απαντηθούν.
Η πρώτη μάχη συνδέεται με τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό. Για πολλά χρόνια υπήρξε συντονισμένη προσπάθεια να πεισθούν οι Έλληνες για μια περισσότερο φιλοευρωπαϊκή στάση – ως προς το φαίνεσθαι και όχι ως προς την ουσία. Στα χρόνια της κρίσης όλοι είδαν να καταρρέει μπρος στα μάτια τους το αφήγημα της μηχανικής ευημερίας και το όνειρο μιας στέρεης δημοκρατίας στην Ελλάδα με κοινωνικό πρόσημο στο πλαίσιο της Ενωμένης Ευρώπης –κάτι για το οποίο υποτίθεται ότι πάλευε η χώρα από τα τέλη της δεκαετίας του 1950.
Μιλάμε για την εποχή που, εκτός από την Ιταλία ‒την προβληματική σήμερα Ιταλία‒, ο φτωχός από οικονομική και αυταρχικός από πολιτική άποψη ευρωπαϊκός Νότος (Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία, μαζί με τα Βαλκάνια) βρισκόταν έξω από τον οικονομικοπολιτικό ορίζοντα της Ενωσης. Σήμερα, ως προς τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό, η Ελλάδα βρίσκεται πίσω, αμφίθυμη, κουρασμένη στην πραγματικότητα, έξω από πολλά ευρωπαϊκά κεκτημένα, με χαμένο χρόνο και σπαταλημένο πολιτικό και οικονομικό κεφάλαιο. Τα μνημόνια δεν βοήθησαν∙ απλώς, μετέθεσαν στις επόμενες γενεές των Ελλήνων το χρέος και την κουβέντα που θα έπρεπε να είχε γίνει χθες.
Η δεύτερη μάχη, που και αυτή χάθηκε, συνδέεται με τη δυνατότητα του ελληνικού πολιτικού συστήματος να πείσει τους Ευρωπαίους ‒και προς όφελος της Ευρώπης‒ για κάποια ευμενέστερη στάση απέναντι στην Ελλάδα και, πάντως, όχι για την τιμωρητική στάση που προέκρινε το Βερολίνο ήδη από το 2010-11.
Βέβαια, το Βερολίνο της Μέρκελ και του Σόιμπλε, των Χριστιανοδημοκρατών του CDU και των Χριστιανοκοινωνιστών (με τη βοήθεια των πάλαι ποτέ ισχυρών Σοσιαλδημοκρατών ‒του ιστορικού για τον 20ό αιώνα SPD‒ που είδαν τις δυνάμεις τους να καταρρέουν στα χρόνια της ευρωπαϊκής κρίσης), είχε ελάχιστη σχέση με τον κοινό ευρωπαϊκό δρόμο που είχε υπηρετήσει, μαζί με τη Γαλλία, η Βόννη της μεταπολεμικής Δυτικής Γερμανίας.
Κάποια ορθολογικότερη ή έστω πραγματιστική διαχείριση του ελληνικού προβλήματος ουδέποτε έγινε από την πλευρά των Βρυξελλών, με απαίτηση της ηγεμονικής Γερμανίας. Οι Βρυξέλλες συμπεριφέρθηκαν σαν λέσχη δανειστών σε μια προσπάθεια να σώσουν το ευρώ και το κοινό ευρωπαϊκό οικοδόμημα, αδιαφορώντας για τις συνέπειες στους λαούς.
Αυτό, με τη σειρά του, είχε ως αποτέλεσμα την άνοδο του ευρωσκεπτικισμού ο οποίος εκφράστηκε από δύο πλευρές: από τις δυνάμεις της Αριστεράς, ως έναν βαθμό, που ήθελαν «μια άλλη Ευρώπη» και, κυρίως, από τις δυνάμεις της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς.
Και βρισκόμαστε ακριβώς εδώ. Στο παράδοξο να εμφανίζεται η ελληνική Δεξιά και το ΚΙΝ.ΑΛΛ ως φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις: στα λόγια. Υιοθετούν, πράγματι, από την Ευρώπη το δόγμα της νεοφιλελεύθερης πολιτικής με λιτότητα, με διατήρηση των ανισοτήτων, όμως, πατώντας πάνω σε μια εθνικιστική και αντιευρωπαϊκή πολιτική, π.χ. για τα Βαλκάνια.
Και ως παλαιό καθεστώς, χρησιμοποιούν την οικονομία και το εθνικό κράτος για κάνουν κάτι χειρότερο: σε πλήρη αντίθεση με τις προϋποθέσεις για ‒μια έστω‒ ανοιχτή κοινωνία και οικονομία υποκινούν την εχθροπάθεια. Προβάλουν την πλάνη της εισαγόμενης εργατικής φτώχειας, υποκινούν μίσος και ενισχύουν τον υπερεθνικισμό στα θύματα του νεοφιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποιημένης Ευρώπης.
Δεν είναι παράδοξο ότι το Brexit που τόσο δυσκολεύει τους Άγγλους, υπαγορεύτηκε μεταξύ των άλλων και ως αντιμεταναστευτική αναγκαιότητα. Δεν είναι παράδοξο ότι η παντοδυναμία της Μέρκελ δεν κλονίστηκε από τη λιτότητα που επέβαλε στους Ευρωπαίους, αλλά από την πολιτική της απέναντι στο προσφυγικό-μεταναστευτικό ‒ παρά το ότι η Willkommenpolitik ήταν μια ατελής πολιτική για την Ε.Ε. και, σε κάθε περίπτωση, προσανατολισμένη στις ανάγκες των γερμανικών βιομηχανικών συμφερόντων.
Από την άλλη πλευρά, η ελληνική φιλοευρωπαϊκή Αριστερά αδυνατεί να πείσει τους Ευρωπαίους πολίτες ‒όπως και τους Έλληνες στον βαθμό που μας αφορά‒πώς νοείται στον κόσμο τούτο η υπεροχή της «ευρωπαϊκής ιδέας», όταν η τελευταία συνοδεύεται από ένα ολόκληρο πλέγμα «ευρωπαϊκού δικαίου και συμφωνιών», εντός ενός αυτονομημένου ευεργετικού ευρωπαϊσμού ο οποίος εντέλει κινείται εις βάρος των άμεσων συμφερόντων τόσο των Ευρωπαίων πολιτών όσο και των κρατών-μελών.
Ας το κατανοήσουμε αλλιώς το θέμα μας. Το πρόβλημα στην Ευρώπη, όπως και το πρόβλημα στην Ελλάδα και την ευρωπαϊκή της μοίρα, τούτη τη στιγμή δεν βρίσκεται στη σταδιακή αποχώρηση της Μέρκελ και στις ανακατατάξεις στη γερμανική πολιτική ή στις καλές ιδέες του Μακρόν. Το πρόβλημα βρίσκεται στις ίδιες τις ευρωπαϊκές ιδέες, στις δικές μας ιδέες για την Ευρώπη και στην καρδιά ενός φθίνοντος συστήματος που πράττει σπασμωδικά πολλά από αυτά που απλώς ενισχύουν την ανημπόρια του.
*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 2/11/2018.
Το θέμα του συνεδρίου μας είναι «Οι νέες προοπτικές για την Ευρώπη». Ωστόσο δεν θα εξετάσω αυτό το θέμα, αλλά θα αναφερθώ στους λόγους για τους οποίους οι «παλιές» προοπτικές υπονομεύτηκαν.
Είναι γνωστό ότι οι κίνδυνοι της νέας παγκόσμιας κατάστασης έχουν γίνει αντιληπτοί από τη δημόσια συνείδηση, όπως επίσης και το ότι η ματιά μας για την Ευρώπη έχει αλλάξει.
Οι φιλελεύθερες πολιτικές ηγετικές ομάδες (ελίτ) στις μέρες μας κάνουν βήματα προόδου εντός του πλαισίου της ευρωπαϊκής συνεργασίας σε τρεις τομείς: στον τομέα της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής ενισχύεται η στρατιωτική ικανότητα της Ευρώπης να απαλλαγεί η ίδια η Ευρώπη από τη «σκιά των ΗΠΑ».
Στον τομέα της κοινής πολιτικής του ασύλου φρουρούνται με αυστηρότητα τα εξωτερικά σύνορα, αλλά ταυτόχρονα δημιουργούνται και αμφιλεγόμενα κέντρα υποδοχής στη Βόρεια Αφρική. Και στον τομέα του «ελεύθερου εμπορίου» ακολουθείται κοινή πολιτική και όσον αφορά τις διαπραγματεύσεις για το Brexit και σχετικά με τις διαπραγματεύσεις με τον Τραμπ.
Οι διαπραγματεύσεις για την κοινή ευρωπαϊκή αμυντική πολιτική όπως και για την πολιτική του ασύλου επιτρέπουν στις κυβερνήσεις να παραμερίσουν τα βραχυχρόνια εθνικά συμφέροντά τους, χωρίς όμως να μπορούν να απαλλαγούν από τον στρόβιλο του δεξιού λαϊκισμού. Σε μερικές χώρες, όπως είναι η Ουγγαρία, η Πολωνία, η Τσεχία αλλά και η Ιταλία, πρόσφατα αναπτύσσεται μια ένταση ανάμεσα σε ευρωπαϊκές αντιλήψεις από τη μία και σ' ένα αντι-συνεργατικό πνεύμα από την άλλη. Η σύγκρουση αυτή καταλήγει σ' έναν εθνικισμό, ο οποίος τελικά είναι εχθρικός προς την Ευρώπη.
Οπότε και τίθενται δύο ερωτήματα: πρώτον, πώς μπορούμε πολιτικά να επεξεργαστούμε αυτή την αντίφαση ανάμεσα στις παρωχημένες αντιευρωπαϊκές αντιλήψεις και στα αναγκαία βήματα της ενσωμάτωσης; Και δεύτερον, πώς εξηγείται στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής νομισματικής κοινότητας και μάλιστα σ' ένα από τα έξι ιδρυτικά μέλη (την Ιταλία) να ενισχύεται η λαϊκιστική αντίσταση «κατά των Βρυξελλών» και τελικά να συγκροτούνται συμμαχίες μεταξύ δεξιών και αριστερών λαϊκιστών;
Το περίπλοκο αυτό ζήτημα, το οποίο για την κοινή γνώμη έχει καταστεί πρώτο θέμα (ειδικά στη Γερμανία οι συζητήσεις είναι ατέρμονες), μπορεί να εξεταστεί σε αναφορά με τις προσπάθειες αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης του 2008, η οποία στη συνέχεια εξελίχθηκε σε κρίση χρέους το 2010. Για τη γέννησή της Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD) η αντιμετώπιση του φόβου μπροστά στην κρίση χρέους αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Ο καθηγητής Οικονομικών Μπερντ Λούκε (στέλεχος του AfD) πήρε πρωτοβουλίες για να προωθήσει την ιδέα του φόβου μπροστά στην εξάπλωση της κρίσης χρέους.
Σε διεθνές οικονομικό επίπεδο επικρατούν οι κριτικές φωνές κατά της λιτότητας, την οποία προωθούν οι Μέρκελ και Σόιμπλε. Από πολιτικής απόψεως αγνοούνται οι επιπτώσεις της κρίσης χρέους στην κοινωνική και την ανθρωπιστική σφαίρα. Σε περιοχές της Ελλάδας και της Πορτογαλίας ο δείκτης ανεργίας είναι υψηλός σε σχέση προς τον μέσο όρο στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Επιπλέον η σταθερότητα της δημοκρατίας τίθεται σε κίνδυνο. Πολιτικές και κοινωνικές επιπτώσεις της κρίσης χρέους αλληλοσυνδέονται. Σε επίπεδο αφήγησης το πρόβλημα διατυπώνεται ως αντιπαράθεση ανάμεσα στο «δικό μου» (εθνικό, οικονομικό κ.ά.) συμφέρον και την κοινή ευρωπαϊκή προοπτική. Το πρόβλημα αυτό είναι συγκροτησιακό της Ευρώπης στις μέρες μας και εξειδικεύεται σε επιμέρους πολιτικές και των εθνικών κρατών και της ευρωπαϊκής κοινότητας.
Για παράδειγμα ας αναφέρουμε ότι η οικονομικά ισχυρή Γερμανία δεν θέλει να συμβιβαστεί με την πολιτική λειτουργία του ευρώ, το οποίο θεσμοθετήθηκε ως κοινό νόμισμα με την προσδοκία να επιτευχθούν συνθήκες ομοιογένειας στις σχέσεις ζωής όλων των κρατών-μελών της ευρωζώνης. Αντί να συμβεί κάτι τέτοιο, ενισχύθηκαν οι οικονομικοί ανταγωνισμοί εντός της ευρωζώνης. Το πολιτικό αποτέλεσμα αυτών των εξελίξεων αποτυπώνεται στα δεξιά και αριστερά λαϊκιστικά κινήματα, τα οποία φέρνουν στο προσκήνιο απηρχαιωμένες αντιλήψεις περί εθνικισμού.
Με άλλα λόγια διαμορφώθηκε ένα σύστημα κανόνων, το οποίο απέτρεψε τη δημιουργία συνθηκών εξισορρόπησης δυνατοτήτων και ικανοτήτων και ταυτόχρονα εμπόδισε την εμφάνιση χωρών για μια κοινή δράση των κρατών-μελών. Η νομισματική ένωση διαμόρφωσε τις συνθήκες αφενός μεν για την ανάπτυξη του οικονομικού ανταγωνισμού σε όλα τα επίπεδα συγκρότησής της, αφετέρου δε για την αποδυνάμωση της προοπτικής της πολιτικής ένωσης. Στα μεταρρυθμιστικά σχέδια του Εμανουέλ Μακρόν περιλαμβάνονται δύο στόχοι: να απελευθερωθεί το ευρώ από τα χρηματοπιστωτικά δεσμά με τη δημιουργία της δημοσιονομικής και της τραπεζικής ένωσης. Αυτό σημαίνει πως τίθενται κανόνες δημοκρατικού ελέγχου της λειτουργίας του ευρώ. Ο δεύτερος στόχος είναι η μακροπρόθεσμη προοπτική της πολιτικής ένωσης.
Κατά κάποιο τρόπο ο σκοπός της σταθεροποίησης της νομισματικής ένωσης μπορεί να συνδεθεί με τον σκοπό της άμβλυνσης των οικονομικών ανισοτήτων ανάμεσα στα κράτη-μέλη. Και αυτό μπορεί να γίνει με τις πολιτικές πρωτοβουλίες που αναλαμβάνουν οι πολιτικές ηγετικές ομάδες (ελίτ). Δυστυχώς οι σοσιαλδημοκράτες, ενώ έχουν συνδέσει την ύπαρξή τους με την ιστορική μοίρα της Γερμανίας, δεν μπορούν να ανταποκριθούν στην ιστορική αποστολή τους: να εξημερώσουν τον καπιταλισμό. Αναζητούνται πολιτικά υποκείμενα τα οποία θα επωμιστούν αυτό τον ρόλο. Οι επικείμενες ευρωεκλογές αποτελούν ένα στοίχημα γι' αυτό το σχέδιο.
Από την πλευρά του ο Μακρόν, του οποίου η κίνηση μέχρι τώρα δεν εκπροσωπείται στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, επιχειρεί να σχηματίσει ένα καθαρά ευρωπαϊκό κόμμα. Απέναντί του στέκονται αντι-ευρωπαϊκές δυνάμεις. Ο καθαρός ευρωπαϊκός σχηματισμός του Μακρόν διαφοροποιείται από τον αντίστοιχο του Μάνφρεντ Βέμπερ, o οποίος είναι ο υποψήφιος για τη θέση του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από την πλευρά του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος. Οι δεξιοί λαϊκιστές τύπου Ορμπαν συγκροτούν ένα μέτωπο κατά του Μακρόν. Στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο οι πολιτικές συγκρούσεις αποκτούν νέες διατάσεις: αντι-ευρωπαϊστές εναντίον ευρωπαϊστών. Πράγμα που σημαίνει ότι στον βαθμό που το ευρωπαϊκό σχέδιο δεν προωθείται, οι κίνδυνοι για την κατάρρευσή του ενισχύονται.
Εν κατακλείδι εάν με ρωτάτε όχι ως πολίτη, αλλά ως ακαδημαϊκό παρατηρητή, για τις εκτιμήσεις μου, θα πρέπει να παραδεχτώ ότι δεν βλέπω να διαμορφώνονται ενθαρρυντικές τάσεις. Ειδικότερα τα οικονομικά συμφέροντα παρά το Brexit δεν θα οδηγήσουν σε κατάρρευση της ευρωζώνης. Επανέρχομαι όμως στο αρχικό δεύτερο ερώτημά μου: τι είναι αυτό που κρατά ενωμένη την Ευρώπη; Η εκτίμησή μου είναι η εξής: τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης συνυπάρχουν παρά τις οικονομικές ανισότητες μεταξύ τους και τους σχετικούς οικονομικούς ανταγωνισμούς. Από την άλλη η ενίσχυση των δεξιών λαϊκιστικών κινημάτων ανάγεται μάλλον στις δυσκολίες που αντιμετωπίζει το ευρωπαϊκό σχέδιο και όχι στην αναβίωση των εθνικισμών. Εξάλλου η κοινή εμπειρία μάς διδάσκει ότι το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης προχωράει μέσα από ιστορικά αντίξοες συνθήκες. Και, τέλος, ελπίζω ότι η αρνητική στάση της γερμανικής κυβέρνησης στο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα του Μακρόν δεν αποτελεί μια τελευταία χαμένη ευκαιρία.
Ο Χάμπερμας και η Ευρώπη
Η πολιτική αγωνία του Γιούργκεν Χάμπερμας για τις ιστορικές προοπτικές της Ευρώπης έχει αναγνωριστεί σε παγκόσμιο επίπεδο. Και οι πολίτες των επιμέρους ευρωπαϊκών πολιτικών κοινωνιών αλλά και οι πολιτικές ηγεσίες, ανεξαρτήτως των ιδεολογικών προσανατολισμών τους, αναγνωρίζουν στο πρόσωπό του τον πολίτη και τον διανοούμενο που σηκώνει το βάρος του «πολιτικού διαφωτισμού» της Ευρώπης στις μέρες μας.
Ο «διαφωτισμός» (κατά τον Καντ) δεν είναι μια υπόθεση η οποία ολοκληρώθηκε με την ίδρυση της νεότερης και σύγχρονης ανθρωποκεντρικής πολιτικής κοινωνίας. Είναι μια ιστορική υπόθεση για την οποία χρειάζεται να εργαζόμαστε όλοι συστηματικά και μεθοδικά. Η «έξοδος του ανθρώπου από το καθεστώς της ανωριμότητάς του, για το οποίο ο ίδιος είναι υπεύθυνος» (αυτό θα πει Διαφωτισμός), είναι μια διαδικασία διαρκής και επίπονη για τον ίδιο τον άνθρωπο.
Ο Γιούργκεν έστειλε αυτό το κείμενό του να δημοσιευτεί, κατά αποκλειστικότητα στα ελληνικά στην «Εφημερίδα των Συντακτών», με την οποία, όπως μου δήλωσε χαρακτηριστικά, συνεργάζεται από τότε που κυκλοφόρησε (Νοέμβριος 2012). Χωρίς να προκαταλαμβάνω τον ορίζοντα μελέτης και επεξεργασίας των ιδεών του δασκάλου μου Χάμπερμας από την πλευρά των αναγνωστών, τονίζω ότι: Ευρώπη, Ελλάδα, Γερμανία, Γαλλία και όλες οι χώρες που ανήκουμε στο σύστημα πολιτικών ιδεών, μέσω των οποίων διαμορφωθήκαμε ως σύγχρονη πολιτική κοινωνία, δεν μας επιτρέπεται να οπισθοχωρήσουμε στην ιστορική πορεία μας. Στον δρόμο προς την ελευθερία, τη δικαιοσύνη και τη δημιουργία του κοινωνικού κόσμου στα μέτρα του ανθρώπου, δεν υπάρχει επιστροφή!
Θεόδωρος Γεωργίου, Kαθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης
Σημείωση: Το κείμενο αυτό είναι η περίληψη της ανακοίνωσης του Γιούργκεν Χάμπερμας στο συνέδριο που διοργάνωσε το Κολέγιο Ανθρωπιστικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Φρανκφούρτης (στο Bad Homburg) με θέμα «Νέες προοπτικές για την Ευρώπη» (Neue Persektiven für Europa). Η απόδοση του κειμένου στα ελληνικά έγινε από τον Θεόδωρο Γεωργίου.
*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 29/10/2018.