Πέμπτη, 03 Οκτώβριος 2024

Το μοτίβο της αναξιοκρατίας στα νοσοκομεία

Καταλαβαίνουμε καλύτερα κάτι όταν δούμε τη μεγάλη εικόνα στην οποία εντάσσεται. Στην κοινωνική ζωή, τουλάχιστον, μια συμπεριφορά αποκτά νόημα αν ιδωθεί ως κίνηση σε ένα ευρύτερο «παιχνίδι». Ο καβγάς σε ένα ζευγάρι λ.χ. γίνεται περισσότερο κατανοητός αν τεθεί στο διαχρονικό πλαίσιο επικοινωνίας του ζευγαριού (π.χ. συστηματικοί καβγάδες), όπως ένα περιστατικό πανεπιστημιακής κατάληψης κατανοείται καλύτερα αν το αντιληφθούμε στο αντίστοιχο πλαίσιό του (π.χ. συστηματικές καταλήψεις). Η θέαση της μεγάλης εικόνας αποφέρει γνώση που δεν είναι προσιτή στο επίπεδο της μεμονωμένης συμπεριφοράς.

Αν, λοιπόν, δούμε τους πρόσφατους διορισμούς νέων διοικήσεων στα νοσοκομεία από τον υπουργό Υγείας κ. Κικίλια, τι παρατηρούμε; Σε πρώτο επίπεδο, μια προσχηματική διαδικασία αξιολόγησης, η οποία απέφερε αναξιοκρατικούς διορισμούς. Ο υπουργός Γεωργίας κ. Βορίδης ήταν ωμός: «Και ποιους να βάζαμε; Τους ξένους;». Σε ένα δεύτερο επίπεδο, διαπιστώνουμε τη διαιώνιση ενός διαχρονικού μοτίβου – του κομματισμού. Είναι θλιβερά διαφωτιστικό να συγκρίνει κανείς την κριτική που ασκήθηκε σε παρόμοιες επιλογές στο παρελθόν με αυτή που ασκείται σήμερα. Η φρασεολογία είναι πανομοιότυπη.

Οπως και σήμερα, ειδήμονες επέκριναν την κυβέρνηση Παπανδρέου, το 2010, για τον διορισμό «κτηνίατρων, ηθοποιών, γεωλόγων, εκπαιδευτικών κ.λπ.», μέσω της διαδικασίας (δήθεν) open gov, στη διοίκηση νοσοκομείων. Οπως και σήμερα, μετά την ανάληψη της κυβέρνησης Μητσοτάκη, αρθρογράφοι είχαν προτρέψει, το 2012, τη νέα τότε κυβέρνηση Σαμαρά να αποφύγει τους «κομματικούς στρατούς» στη διοίκηση νοσοκομείων. Αγνοήθηκαν. Η απεξάρτηση από το όπιο του κομματισμού είναι δύσκολη.

«Ακρασία»

Το διαχρονικό μοτίβο δεν αποπνέει μόνο παλαιοκομματική δυσοσμία. Ο προσεκτικός παρατηρητής βλέπει και κάτι άλλο: τη χρόνια αμφιθυμία του πολιτικού συστήματος έναντι της επαγγελματικής διοίκησης νοσοκομείων. Δεν είναι ότι οι περισσότεροι πολιτικοί μας πιστεύουν ότι η διοίκηση νοσοκομείων είναι αμιγώς πολιτική υπόθεση. Οχι, ως «μοντέρνοι» που λένε ότι είναι, διακηρύσσουν συνήθως την ανάγκη της επαγγελματικής διοίκησης, αλλά δρουν με γνώμονα τις κομματοκρατικές αξίες που έχουν εμπεδώσει. Υποφέρουν από «ακρασία»: γνωρίζουν το σωστό αλλά αδυνατούν να το υλοποιήσουν.

Δείτε τη μεγάλη εικόνα από το 1983, έτος ιδρύσεως του ΕΣΥ, όπως την περιγράφει εμπεριστατωμένα η μελέτη της κ. Γεωργίας Οικονομοπούλου «Η διακυβέρνηση των ελληνικών νοσοκομείων» (Ελληνική Εταιρία Management Υπηρεσιών Υγείας - ΕΕΜΥΥ, Αθήνα, 2016).

Αν και στον αστερισμό του «εκδημοκρατισμού» της εποχής, ο νομοθέτης το 1983 αντιλαμβανόταν ότι η διοίκηση νοσοκομείων απαιτούσε τεχνοκρατική επάρκεια. Εδωσε, λοιπόν, τη δυνατότητα σύστασης θέσης συντονιστή, ο οποίος θα ήταν διοικητικός προϊστάμενος όλων των υπηρεσιών του νοσοκομείου. Το συναφές Προεδρικό Διάταγμα, φευ, δεν συμπεριέλαβε τη θέση αυτή. Αν και συστάθηκαν 57 θέσεις συντονιστή, προκηρύχθηκαν οι 8, αλλά οι θέσεις έμειναν κενές. Το 1992, η θέση του συντονιστή μεταλλάχθηκε σε θέση γενικού διευθυντή. Ορίσθηκαν οι αρμοδιότητες και προκηρύχθηκαν 29 θέσεις. Ο διορισμός τους δεν έγινε ποτέ. Το 1997, διευρύνονται οι αρμοδιότητες των γενικών διευθυντών, προβλέπεται εμπλοκή του ΑΣΕΠ στη διαδικασία επιλογής, προκηρύσσονται 30 θέσεις, γίνεται η επιλογή, ουδείς διορίζεται. Το 1999, τον γενικό διευθυντή διαδέχεται ο πρόεδρος, τον οποίο θα επέλεγε ειδικό υπηρεσιακό συμβούλιο. Προκηρύχθηκαν 13 θέσεις. Ουδεμία πληρώθηκε.

Το 2001 έγινε η πρώτη σοβαρή προσπάθεια διοικητικού εκσυγχρονισμού των νοσοκομείων επί υπουργίας Α. Παπαδόπουλου. Διορίστηκαν διοικητές, έπειτα από επιλογή ειδικής επιτροπής αξιολόγησης. «Αν και το κομματικό κριτήριο δεν εξέλιπε, πάντως ούτε κυριάρχησε πλήρως», σημειώνει η κ. Οικονομοπούλου. Για πρώτη φορά εμφανίστηκαν τα «συμβόλαια αποδοτικότητας», «επιχειρησιακά σχέδια», και το συναφές διοικητικό λεξιλόγιο. Από μόνη της, όμως, η αλλαγή ήταν ανεπαρκής – έλειπαν τα κατάλληλα διοικητικά εργαλεία (λογιστικά συστήματα, κίνητρα, κ.λπ.). Ακόμα και η λειψή αυτή μεταρρύθμιση υπονομεύθηκε. Δεδομένου ότι επετράπη η απόσπαση των διοικητών οπουδήποτε στην επικράτεια, αν και τα στελέχη αυτά είχαν θέσει υποψηφιότητα σε συγκεκριμένη υγειονομική περιφέρεια, αρκετοί ωθήθηκαν σε παραίτηση.

Το 2004, η κυβέρνηση Καραμανλή τερμάτισε τη θητεία των υπηρετούντων διοικητών και νομοθέτησε τον απ' ευθείας διορισμό νέων με υπουργική απόφαση. Επί υπουργίας Ν. Κακλαμάνη, η θητεία τους έγινε διετής και μπορούσε να λήξει οποτεδήποτε (χωρίς αποζημίωση) με σατραπική απόφαση του υπουργού, τα συμβόλαια αποδοτικότητας αγνοήθηκαν και, γενικότερα, «υπήρξε πλήρης επαναφορά της απροσχημάτιστης κομματικής διακυβέρνησης των νοσοκομείων», όπως παρατηρεί η κ. Οικονομοπούλου.

Το 2012, επί κυβερνήσεως Σαμαρά, επανήλθε σε ισχύ η διαδικασία επιλογής διοικητών από ειδική επιτροπή. Ο υπουργός Υγείας κ. Λυκουρέντζος, αντί να υλοποιήσει εμπρόθεσμα τις ισχύουσες διατάξεις, συνέχισε την πρακτική διορισμών κατά την κρίση του. Κατέθεσε, μάλιστα, τροπολογία προκειμένου να μπορεί να διορίζει ο ίδιος διοικητές ακόμα και άτομα χωρίς πανεπιστημιακό τίτλο! Ο διορισμός διοικητών, αργότερα, κατόπιν δήθεν αξιοκρατικής διαδικασίας, επικρίθηκε ευρύτατα. Ο πρόεδρος της ΕΕΜΥΥ κ. Στάθης στηλίτευσε τότε τον εμπαιγμό ειδικών που διαθέτουν προσόντα, ενώ «παραδίδονται οι νοσοκομειακοί προϋπολογισμοί σε κομματικούς παράγοντες με πτυχία θεολογίας, δασοπονίας και σωματικής αγωγής [...]».

Ιδεολογικά κριτήρια

Το 2015, επί ΣΥΡΙΖΑ, επαναλήφθηκε το ίδιο σενάριο: οι πλείστοι υπηρετούντες διοικητές απολύθηκαν, η διαδικασία επιλογής καινούργιων επικρίθηκε ως προσχηματική, ενώ ο τότε υπουργός Υγείας κ. Ξανθός ιδεολογικοποίησε τις επιλογές, δηλώνοντας ότι «είναι δικαίωμα και υποχρέωση της κυβέρνησης να επιλέξει ανθρώπους που μπορούν να στηρίξουν το πολιτικό της σχέδιο στην υγεία».

Εδώ είμαστε σήμερα, στο ίδιο έργο θεατές. Η χώρα χρεοκόπησε, προσπαθεί να ορθοποδήσει, αλλά η βαθιά δομή λειτουργίας του ελληνικού κράτους παραμένει ανέπαφη. Η κυβερνητική αμφιθυμία έναντι της επαγγελματικής διοίκησης των νοσοκομείων διατηρείται. Η μετατροπή των νοσοκομείων σε μη κερδοσκοπικά ΝΠΙΔ, όπως έχει προταθεί από όλους τους ειδικούς, εγχώριους και ξένους, δεν προωθείται. Σύγχρονα επιχειρησιακά εργαλεία (π.χ. λογιστικά, πληροφοριακά) δεν χρησιμοποιούνται, ισολογισμοί δημοσιεύονται κατά το δοκούν, η σπατάλη συνεχίζεται (τα νοσοκομεία απορροφούν το 42% των δαπανών υγείας, όταν ο μέσος όρος στην Ε.Ε. είναι 30%), ασθενείς και επαγγελματίες υγείας είναι δυσαρεστημένοι. Υπουργός Υγείας είναι, όπως τόσες φορές στο παρελθόν, μια πολιτικάντικη φιγούρα. Διπροσωπία, στασιμότητα, απελπισία.

*Δημοσιεύτηκε στην "Καθημερινή" στις 19/1/2020. 

Το μνημόνιο Τουρκίας - Λιβύης και τα ελληνικά νησιά

Η νέα ενέργεια της Τουρκίας να υπογράψει μνημόνιο με τη Λιβύη έρχεται να προστεθεί στις συνεχείς και επαναλαμβανόμενες προκλήσεις της του τελευταίου καιρού, που ως αποτέλεσμα έχουν φέρει την Ελλάδα στη δύσκολη θέση να προσπαθεί να επιχειρηματολογήσει για τα αυτονόητα. Σε αυτή την πρόσφατη κίνηση έρχεται να προστεθεί και ο χάρτης που παρουσίασε ο πρέσβης κ. Τσαγατάι Ερτζίγες, φυσικά με την πλήρη συναίνεση της πολιτικής ηγεσίας, και ο οποίος επεκτείνει τα όρια της τουρκικής υφαλοκρηπίδας στο ήμισυ της Ανατολικής Μεσογείου, που σημαίνει ότι ούτε η Ελλάδα ούτε η Κύπρος δικαιούνται αντίστοιχο μερίδιο αυτής της θαλάσσιας ζώνης. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι η μεν Ελλάδα έχει νησιά στην περιοχή, η δε Κύπρος, ως νησιωτικό κράτος, έχει αυξημένη επιρροή στο θέμα της υφαλοκρηπίδας.

Oλα αυτά παραβιάζουν κατάφωρα το Διεθνές Δίκαιο. Σύμφωνα με τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας, στο άρθρο 121, όλα τα νησιά, με εξαίρεση ορισμένης κατηγορίας βράχων, δικαιούνται αιγιαλίτιδας ζώνης, συνορεύουσας ζώνης, αποκλειστικής οικονομικής ζώνης (ΑΟΖ), και υφαλοκρηπίδας. Ως γνωστόν, η Σύμβαση δεσμεύει τους πάντες, μέρη και μη μέρη. Και τα μεν μέρη τα δεσμεύει λόγω της συναίνεσής τους να την επικυρώσουν και προσχωρήσουν σε αυτήν, τα δε τρίτα κράτη, όσα δεν την έχουν επικυρώσει, διά μέσου του αντίστοιχου εθιμικού δικαίου, που είτε προϋπήρχε, είτε η ευρεία συμμετοχή κρατών σε αυτήν κινητοποίησε τη μεταβολή τους από συμβατική δέσμευση σε εθιμική δέσμευση.

Το ζήτημα δεν είναι συνεπώς κατά πόσον η Τουρκία δεσμεύεται από το άρθρο 121 (παρά το γεγονός ότι αρνείται κατηγορηματικά να επικυρώσει τη Σύμβαση), αλλά κατά πόσον τα νησιά έχουν υφαλοκρηπίδα ή ΑΟΖ. Και στο σημείο αυτό η διεθνής νομολογία έχει εξειδικεύσει το άρθρο 121, με το να κάνει μερικές προσαρμογές στον γενικό κανόνα του. Πράγματι, με γνώμονα ορισμένα κριτήρια (μέγεθος του νησιού, τοποθεσία στην οποία βρίσκεται στον χώρο της οριοθέτησης), η νομολογία αποδίδει στα νησιά μια απόλυτη ή σχετική επήρεια, η οποία και προσδιορίζει το ποσοστό που το νησί δικαιούται ή δεν δικαιούται υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ. Το ζητούμενο είναι κατά πόσον η υφαλοκρηπίδα ενός νησιού μπορεί να ταυτιστεί με αυτήν του ηπειρωτικού εδάφους. Δηλαδή να απολαμβάνει πλήρους επήρειας, όπως συμβαίνει με τις ηπειρωτικές ακτές.

Το Διεθνές Δικαστήριο προσφέρει μια ποικιλία από λύσεις, που εξαρτώνται από τα κριτήρια που προαναφέραμε. Στην υπόθεση, λ.χ., Τυνησίας κατά Λιβύης, αφομοίωσε τα τηνυσιακά νησιά Κερκενά με το ηπειρωτικό έδαφος, χωρίς να τους δώσει ξεχωριστή επήρεια, επειδή αυτά βρίσκονταν πολύ κοντά στο έδαφος της Τυνησίας. Στην περίπτωση της Λιβύης κατά Μάλτας το Δικαστήριο έσυρε μια οριοθετική γραμμή βορειότερα της μέσης γραμμής, δίνοντας μεγαλύτερο τμήμα υφαλοκρηπίδας στη Λιβύη, επειδή έκρινε ότι οι λιβυκές ακτές ήταν πολύ πιο εκτεταμένες από αυτές της Μάλτας, και κατά συνέπεια, η Λιβύη έπρεπε να απολαύσει μεγαλύτερο τμήμα υφαλοκρηπίδας.

Για την περίπτωση των ελληνικών νησιών που έχουν τις ανατολικές ακτές μέτωπο στην Ανατολική Μεσόγειο, τι θα έλεγε το Δικαστήριο; Νομίζω ότι οι ακτές της Ρόδου, της Καρπάθου, της Κάσου και της Κρήτης δικαιολογούν, λόγω της έκτασής τους, μια προβολή στην Ανατολική Μεσόγειο που να αποδίδει στην Ελλάδα υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ. Δεν πρόκειται εδώ για πολύ μικρά νησιά, με περιορισμένες ακτές, κοντά στο ηπειρωτικό έδαφος της μιας ή της άλλης χώρας, που θα δικαιολογούσαν αγνόησή τους, κατά την οριοθέτηση, και συνεπώς απολαμβάνουν όλων των δικαιωμάτων που αποδίδονται από το άρθρο 121 της Σύμβασης. Επιφυλάσσομαι στο να διατυπώσω την άποψη μιας πλήρους επήρειας, γιατί αυτό είναι και συνάρτηση των αντίστοιχων παρακείμενων ακτών της γείτονος. Αλλά αυτό έχει μικρή σημασία, αν λάβουμε υπόψη ότι η Τουρκία με το πρόσφατο μνημόνιο και τον δημοσιοποιημένο χάρτη δεν αφήνει κανένα περιθώριο στην Ελλάδα για διεκδίκηση υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ περιορίζοντάς την στη στενή ζώνη της αιγιαλίτιδας των 6 ν. μιλίων.

Απέναντι σε αυτήν την ακραία συμπεριφορά τι όπλα έχει η Ελλάδα για να την αντιμετωπίσει; Οπως έχει τονιστεί επανειλημμένως, το μόνο οριστικό και αδιαμφισβήτητο όπλο είναι η προσφυγή στη διεθνή Δικαιοσύνη. Χρήσιμο είναι, προτού προσφύγουμε σε αυτήν, να επιχειρήσουμε επανέναρξη των διερευνητικών συνομιλιών, ούτως ώστε να πετύχουμε, όσο αυτό είναι δυνατόν, ορισμένα θετικά αποτελέσματα από αυτές, και να διασκεδάσουμε τους φόβους της Τουρκίας ως προς την αναγκαιότητα προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο. Ακολούθως, θα πρέπει να ξεκινήσουμε διμερείς διαπραγματεύσεις για τη σύναψη συνυποσχετικού, και κατάθεση, από κοινού, της προσφυγής.

Πάντως, αυτό το οποίο δεν μπορεί να συνεχιστεί είναι η τρέχουσα κατάσταση του ψυχρού πολέμου, γιατί εγκυμονεί κινδύνους απρόβλεπτης ανάφλεξης, ενός θερμού επεισοδίου τις φλόγες του οποίου δεν πρόκειται να κατασβέσουν, όπως έκαναν στο παρελθόν, οι φίλιες δυνάμεις.

*Δημοσιεύτηκε στην "Καθημερινή" στις 9/12/2019. 

Η κλίμακα ανασυγκρότησης της δημοκρατικής παράταξης

Η δημιουργία κοινής κυβέρνησης Σοσιαλιστών-Ποδέμος στην Ισπανία επιβεβαιώνει μια διαφοροποίηση τριών χωρών της Νότιας Ευρώπης που τείνει να γίνει ιστορική. Ενώ δηλαδή η κρίση και οι κοινωνικές διαφοροποιήσεις που επέφερε η παγκοσμιοποίηση τείνουν να προκαλέσουν μια στροφή προς τα δεξιά, στην Ελλάδα (2015-2019), την Πορτογαλία και την Ισπανία (έως σήμερα) η κρίση προκάλεσε μια στροφή προς την Αριστερά.

Αυτή η αξιοσημείωτη στροφή δεν σημαίνει ότι και η Δεξιά δεν εισπράττει δυσαρέσκεια. Αλλά σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη, και κυρίως με τη Γαλλία που πάντοτε ήταν ο πολιτικός οδηγός της Νότιας Ευρώπης, δείχνει μια διαφοροποίηση, που θα μπορούσε κανείς να την αποδώσει και στο γεγονός ότι στις τρεις αυτές χώρες η απέχθεια στις δικτατορίες κρατάει ακόμη γερά, καθώς και τα αντισώματα των δημοκρατικών μεταπολιτεύσεων της δεκαετίας του 1970. Αυτή η δημοκρατική παράδοση (με ονόματα όπως «ηγεμονία της Αριστεράς» ή «κουλτούρα της Μεταπολίτευσης») βρέθηκε στο στόχαστρο της ευρύτερης Δεξιάς και του ακραίου Κέντρου εδώ και δύο δεκαετίες. Αυτή όμως η παράδοση είναι και το μεγάλο πολιτισμικό κεφάλαιο της Αριστεράς, το οποίο οφείλει να διαφυλάξει.

Η δημοκρατική παράδοση αφενός δεν είναι παγιωμένος κώδικας, αφετέρου δεν μένει αναλλοίωτη στον χρόνο. Δεν είναι απρόσβλητη από τη μετατροπή της σε κυβερνητική ιδεολογία, αλλά ούτε παραμένει αδιαφοροποίητη. Προφανώς υπάρχουν τάσεις και φάσεις περισσότερο ή λιγότερο ριζοσπαστικές ή επιλεκτικά ριζοσπαστικές. Εχει όμως ορισμένα στοιχεία τα οποία την κάνουν διακριτή. Στοιχεία τα οποία προκύπτουν από τη σύγκρισή της με το αντίπαλον δέος.

Η δημοκρατία είναι σπάνιο λουλούδι. Οι χιλιετίες της ανθρώπινης Ιστορίας χαρακτηρίζονται από ιεραρχικές δομές που αποτυπώνονται στους νευρώνες των ανθρώπων, όθεν και στις νοοτροπίες, αφενός με την επιβολή και την τρομοκράτηση, αφετέρου με την υποταγή και τον φόβο. Είναι σπάνιες οι στιγμές που οι από κάτω αντιμιλούν στους από πάνω και τους αναγκάζουν σε αλληλο-αναγνώριση και συν-κυριαρχία. Μοιάζουν με αστραπές σε έναν απέραντο μουντό ορίζοντα. Και στον 20ό αιώνα είχαμε παρόμοιες εκλάμψεις. Αυτές τις δημοκρατικές εκλάμψεις προσπαθούμε και πρέπει να κρατήσουμε στον 21ο αιώνα.

Βαδίζουμε στην τρίτη δεκαετία αυτού του αιώνα που στέκει άγνωστος μπροστά μας. Εκείνο που ξέρουμε είναι ότι, ως αιώνας της παγκοσμιοποίησης, η κυριαρχία θα ασκείται από δυνάμεις εν πολλοίς ανεξέλεγκτες από τη λαϊκή κυριαρχία και τον έλεγχο των δημοκρατικών διαδικασιών. Οι μηχανισμοί αυτοί δεν είναι απλώς οικονομικοί, έχουν ενίοτε προϋπολογισμούς μεγαλύτερους από κρατικούς, διαθέτουν μέσα καλλιέργειας συναίνεσης και ακόμη μια επεξεργασμένη εννοιολογική εργαλειοθήκη διακυβέρνησης που κάνει την εναλλακτική και αντιρρητική σκέψη σχεδόν αδύνατη.

Αυτός είναι ο ορίζοντας μπροστά μας. Για τον λόγο αυτόν η ανασυγκρότηση της δημοκρατικής παράταξης στην Ελλάδα έχει τόσο μεγάλη σημασία. Αυτό είναι το εύρος και το βάρος του εγχειρήματος. Εθνικό και ευρωπαϊκό. Η συναίσθηση αυτή χρειάζεται να εμπεδωθεί σε όλους και η συναίσθηση αυτή μπορεί, και πρέπει, να δημιουργήσει την ανάλογη σοβαρότητα. Η συζήτηση που επικεντρώνεται σε πρόσωπα και συμμετοχές είναι αβυσσαλέα ασύμμετρη με την κλίμακα των αλλαγών με την οποία χρειάζεται να αναμετρηθούμε. Δυστυχώς όμως στη μικροκλίμακα λειτουργεί αποτρεπτικά. Εκείνο που με έμφαση πρέπει να τονιστεί είναι ότι η ανασυγκρότηση της δημοκρατικής παράταξης δεν μπορεί να γίνει με άξονα τα πρόσωπα, αλλά τις μεγάλες γραμμές της πολιτικής. Χρειάζεται μεγάλες πολιτικές χειρονομίες που να ανταποκρίνονται στις ανάγκες εκατομμυρίων, όχι μικρών ομάδων.

Οι πολιτικές δυνάμεις έχουν ζωή και προοπτική, στον βαθμό που ανανεώνονται. Και μπορούν να ανανεώνονται όταν λαμβάνουν υπόψη τους τα προβλήματα κάθε καινούργιας εποχής. Οχι όταν επαναλαμβάνουν με ευλάβεια μαγικές φράσεις άνευ νοήματος και περιεχομένου. Ο ριζοσπαστισμός είναι σημαντικό στοιχείο όταν πιάνει αυτές τις νέες ανάγκες πριν καλά καλά τις αντιληφθούν οι πολλοί, όταν προτείνει λύσεις και προοπτικές σπάζοντας καταναγκαστικές νοοτροπίες, αλλάζοντας τις συμβάσεις μέσω των οποίων καταλαβαίνουμε τα πράγματα. Αλλά ο ριζοσπαστισμός δεν είναι επάγγελμα. Οταν παγιώνεται σε ιδεολογία, αυτοαναιρείται. Διαρκής ριζοσπαστισμός είναι σχήμα οξύμωρο.

Τα όρια του ριζοσπαστισμού είναι μεταβαλλόμενα. Αυτό που σε μια εποχή ήταν ριζοσπαστικό, σε μια μεταγενέστερη γίνεται κοινοτοπία. Κάποτε ο λόγος των φεμινιστριών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων φαινόταν ξένος στους συνδικαλιστές και στο εργατικό κίνημα που επέμεναν στην ομοιογένεια του λαϊκού υποκειμένου. Ωστόσο πάνω σε αυτόν σχηματίστηκαν μερικά από τα πλέον ριζοσπαστικά μέτωπα τις τελευταίες δεκαετίες. Ο λόγος της κοινωνικής δικαιοσύνης φαινόταν ξένος και παλιομοδίτικος σε όσους επέμεναν στην καλλιέργεια της διαφορετικότητας.

Σήμερα όμως το αίτημα του περιορισμού των ανισοτήτων είναι κλειδί για τον αγώνα εναντίον των διακρίσεων. Επίσης ανοίγονται καινούργια μέτωπα και μια δημοκρατική πολιτική παράταξη πρέπει να είναι σε θέση να τα δεξιωθεί, να τους δώσει χώρο ανάπτυξης, να τα ενσωματώσει στο πρόγραμμά της. Επομένως το δίλημμα ριζοσπαστική Αριστερά ή Κεντροαριστερά είναι ψευδοπρόβλημα. Ενα κόμμα μπορεί να είναι ριζοσπαστικό και ταυτόχρονα μαζικό. Αρκεί να συλλαμβάνει τα μηνύματα των καιρών και να μπορεί να τα μετατρέπει σε ανάγκες των μαζών.

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 7/1/2020. 

Κανονικότητα, πραγματικότητα, αναγκαιότητα

Πολύς λόγος γίνεται για την επιστροφή στην κανονικότητα. Κάθε εποχή έχει βέβαια την δική της αυθύπαρκτη πραγματικότητα, αλλά το κύριο είναι κατά την γνώμη μου η προετοιμασία του μέλλοντος. Το παρόν έχει σχετικό ενδιαφέρον, στην πολιτική έχει σημασία η πρόβλεψη και η προετοιμασία.

Επί της ουσίας τώρα. Η κυβέρνηση δεν έχει αντίπαλο στη Βουλή, δεν έχει συνεπώς εκλογικό άγχος, αλλά θα πρέπει λογικά να γνωρίζει μετά την ευφορία των πρώτων μηνών, ότι το πράγμα δεν βγαίνει από μόνο του. Τα συσσωρευμένα προβλήματα, εσωτερικά και εξωτερικά, είναι τεράστια, εκρηκτικά, το έργο της σισύφειο. Για να μην γίνει πάλι μία από τα ίδια, αφού η φθορά και η απογοήτευση στην πολιτική επέρχονται γρήγορα, καλό είναι να σκέφτονται στο Μέγαρο Μαξίμου κυρίως και τα εναλλακτικά σενάρια. Δεν εννοώ τα της συγκυρίας στη Βουλή, τα της τακτικής και της επικοινωνίας, αλλά τα συστημικά θέματα, αυτά που ανοίγουν νέους δρόμους για τη χώρα και την κοινωνία.

Θεωρώ ότι στις παρούσες συνθήκες και ενόψει των μεγάλων κινδύνων που εμφανίζονται λόγω της εξαφάνισης όλων των σταθερών παραμέτρων που είχε η προηγούμενη ιστορική περίοδος, η μόνη λύση, η μόνη διέξοδος είναι μια κυβέρνηση εθνικήςσυνεργασίας. Δεν θέλω να υποβαθμίσω τις όποιες προσπάθειες και τα σχέδια της κυβερνητικής πλειοψηφίας και του Πρωθυπουργού, αλλά νομίζω ότι η χώρα χρειάζεται μια νέα πνοή, μια νέα μέθοδο διακυβέρνησης και κυρίως χρειάζεται εθνική συνεννόηση στα μεγάλα θέματα, με πρώτο το μεταναστευτικό και κατά συνέπεια τις σχέσεις με την Τουρκία. Δεν είναι υποχρεωτικό να συμμετέχουν όλα τα κόμματα της Βουλής στην προσπάθεια αυτή, το κύριο είναι να γίνει η πρόταση από τον Πρωθυπουργό και να ακολουθήσει ένα συνεκτικό πρόγραμμα εθνικών προτεραιοτήτων και στρατηγικής.

Ας αναλάβουν όλοι τις ευθύνες τους. Αν συνεχίσουμε όμως έτσι για άλλα τέσσερα χρόνια, με διχασμούς, μιζέρια, όλοι εναντίον όλων, ενώ γύρω τα πάντα αλλάζουν δραματικά, δεν θα είναι καλό για κανένα και δεν θα είναι χρήσιμο για τη χώρα. Το αντίθετο ακριβώς θα συμβεί, θα βρεθούμε σε πολύ χειρότερη θέση και μέσα και έξω.

Τώρα που δεν έχει ουσιαστικά αντίπαλο ο Πρωθυπουργός πρέπει να αναλάβει πρωτοβουλίες ολκής και να εστιάσει στα μεγάλα προβλήματα της χώρας. Να εστιάσει στο μέλλον, στη νέα γενιά, στις δυνατότητες της χώρας, στην πραγματική οικονομία. Δεν έχει τόσο ενδιαφέρον αν θα πετύχει το εγχείρημα αυτό, ενδιαφέρον έχει να πεισθεί ο ίδιος ότι η πεπατημένη δεν βγάζει πουθενά, αφού η χώρα βρίσκεται παγιδευμένη λόγω υψηλού χρέους, διοικητικής ανεπάρκειας, χαμηλής παραγωγικότητας και κυρίως λόγω των εξωτερικών κινδύνων που έχουν απρόβλεπτες διαστάσεις. Κυβερνώ σημαίνει προβλέπω, λένε οι Γάλλοι. Τα άλλα είναι τρέχουσα διαχείριση, δεν περιμένεις και πολλά, η εμπειρία της χώρας είναι γνωστή.

Κυβέρνηση εθνικής συνεργασίας τώρα, χωρίς χρονοτριβές. Η πολιτική πρέπει να ξεπεράσει τον εαυτό της. Η λύση αυτή δεν είναι πανάκεια, αλλά είναι προϋπόθεση για να βρούμε την κανονικότητα, να αναγνωρίσουμε την πραγματικότητα και να καταλάβουμε την αναγκαιότητα.

*Δημοσιεύτηκε στο metarithmisi.liberal.gr στις 5/12/2019. 

Η άγονη αναθεώρηση

Μια ακόμη κολοβή και εν πολλοίς ανούσια αναθεώρηση είναι πλέον επί θύραις, για να επιβεβαιώσει, με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο, ότι τα δύο μεγάλα κόμματα ήταν τελικά όχι μόνον ανέτοιμα αλλά και απρόθυμα για έναν ώριμο, απροκατάληπτο και εποικοδομητικό συνταγματικό αναστοχασμό. Αντί να ξεκινήσουν από τις θεσμικές δυσλειτουργίες που ανέδειξε ή μεγέθυνε η κρίση –παρά την αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα του ισχύοντος Συντάγματος– και να επεκταθούν και σε κάποια άλλα χρονίζοντα προβλήματα της σύγχρονης Δημοκρατίας μας, αρχικά μεν επιδόθηκαν σε άγονους μαξιμαλισμούς και στη συνέχεια περιχαρακώθηκαν πεισματικά στις θέσεις τους, τόσο στην πρώτη όσο και στην δεύτερη Βουλή. Το αποτέλεσμα ήταν να απορριφθούν όλες σχεδόν οι ενδιαφέρουσες προτάσεις, ένθεν κακείθεν, και να καταλήξουμε, εν τέλει, σε έναν ελάχιστο κοινό παρονομαστή.

Θα μπορούσε βέβαια να πει κανείς ότι έστω και έτσι θα αναθεωρηθούν κάποιες σημαντικές διατάξεις. Αυτό όμως, δυστυχώς, είναι μόνον η μισή αλήθεια, διότι ακόμη και οι συγκεκριμένες διατάξεις αναθεωρούνται εν πολλοίς με λάθος τρόπο. Ειδικότερα:

Α. Το να γίνεται η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας χωρίς την μεσολάβηση εκλογών είναι κατ'αρχήν ορθό. Αρκεί όμως να διασφαλισθεί με άλλους τρόπους –που έχουν προταθεί– η ευρεία δημοκρατική του νομιμοποίηση, ως απαρέγκλιτη προϋπόθεση για την άσκηση του ρυθμιστικού του ρόλου. Ωστόσο, η λύση που επελέγη, δηλαδή να μπορεί ο Πρόεδρος να εκλέγεται ακόμη και με σχετική πλειοψηφία, κινείται προδήλως στην αντίθετη κατεύθυνση. Μήπως λοιπόν θα ήταν τελικά προτιμότερο η διάταξη να παραμείνει ως έχει και να προβούν απλώς τα τρία μεγαλύτερα κόμματα σε μια επίσημη πολιτική δέσμευση ότι δεν θα ξαναπαρεκτραπούν (διότι και τα τρία έχουν παρεκτραπεί από μία φορά...) χρησιμοποιώντας προσχηματικά την εκλογή του προέδρου για να προκαλέσουν εκλογές;

Β. Η αναθεώρηση του άρθρου 86, περί ευθύνης υπουργών, ασφαλώς και ήταν επιβεβλημένη. Ωστόσο, τα όσα συμβαίνουν στην «προανακριτική» για την υπόθεση Παπαγγελόπουλου αποδεικνύουν περίτρανα ότι ο περιορισμός της τροποποίησης μόνο στην –ορθή– κατάργηση της αποσβεστικής προθεσμίας είναι τεράστιο λάθος. Η Βουλή έπρεπε να απεμπλακεί συνολικά από την άσκηση ποινικής δίωξης κατά υπουργών, για τον απλούστατο λόγο ότι είναι πολιτικό και άρα εξ ορισμού μεροληπτικό σώμα. Παρότι λοιπόν δεν έχω ιδιαίτερη εμπιστοσύνη –και από προσωπική πείρα– στην πολιτική δικαιοσύνη, θεωρώ ότι ένα πολυπληθές δικαστικό όργανο (πχ η Ολομέλεια Εφετών της Αθήνας) θα ήταν απείρως προτιμότερο... Όσο δε για τη Βουλή, θα έπρεπε να περιορισθεί μόνο στον κοινοβουλευτικό έλεγχο, μέσω των εξεταστικών επιτροπών. Αυτό άλλωστε έπρεπε να κάνει και στην υπόθεση Novartis, ώστε να έχουν ήδη διερευνηθεί οι πολιτικές ευθύνες πριν οδηγηθεί σε αναζήτηση οποιωνδήποτε ποινικών ευθυνών...

Γ. Μιας δε και αναφερθήκαμε στις εξεταστικές επιτροπές, πρέπει να επισημανθεί ότι ναι μεν η τροποποίηση της σχετικής διάταξης (άρθρο 68 παρ. 2), είναι θετική, καθώς επιτρέπει την σύστασή τους ακόμη και με απόφαση 120 βουλευτών, πλην όμως είναι επίσης ελλιπής. Το κρισιμότερο πρόβλημα με αυτές τις Επιτροπές δεν είναι η απαιτούμενη πλειοψηφία αλλά το ότι στο τέλος κατατίθενται τόσα πορίσματα όσες και οι κοινοβουλευτικές ομάδες που συμμετέχουν –αναλογικά– σε αυτές. Θέτω λοιπόν ξανά το ερώτημα: γιατί να μην προβλεφθεί ότι το πόρισμα θα το συντάσσουν προσωπικότητες υπεράνω πάσης πολιτικής υποψίας, που θα εκλέγονται από τα 3/5 της Εξεταστικής Επιτροπής; Το παράδειγμα της Ισλανδίας, όπου ο πρωθυπουργός της χώρας παραπέμφθηκε σε δίκη με βάση ένα τέτοιο πόρισμα, είναι εξόχως διδακτικό...

Δ. Αξιοπρόσεκτος είναι και ο περιορισμός της πλειοψηφίας που απαιτείται στην Διάσκεψη των Προέδρων (από 4/5 σε 3/5) για την επιλογή των μελών των Ανεξάρτητων Διοικητικών Αρχών (άρθρο 101). Τα 4/5 ήταν όντως μια υπερβολική πλειοψηφία, που είχε βραχυκυκλώσει αρκετές φορές την λειτουργία τους. Ωστόσο, είναι νομίζω απαραίτητη και μια πρόσθετη ασφαλιστική δικλείδα: η σύμπραξη, για την επίτευξη αυτής της πλειοψηφίας, τουλάχιστον τριών κοινοβουλευτικών ομάδων. Επιπλέον, βέβαια, θέτω και εδώ ξανά το ερώτημα: γιατί να μην εκλέγεται με την ίδια πλειοψηφία και η ηγεσία της ΕΡΤ;

Ε. Στα συν αυτής της αναθεώρησης θα μπορούσε να είναι και η απόφαση της πλειοψηφίας για συνταγματική κατοχύρωση του εγγυημένου επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίβασης. Ωστόσο, παρότι είμαι ο πρώτος που το πρότεινα (βλ. Σύνταγμα και Δημοκρατία στην εποχή της Παγκοσμιοποίησης, Αθήνα 2000), θεωρώ ατυχή και «ευνουχισμένη» την σχετική διατύπωση, διότι αντί να κατοχυρώνει ένα συνολικότερο κοινωνικό δίκτυ προστασίας, που θα καθιστά δεσμευτική την πραγμάτωση των κοινωνικών δικαιωμάτων, περιορίζεται αποκλειστικά στο –νεοφιλελεύθερης έμπνευσης– «ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα»...

ΣΤ. Και καταλήγουμε στην πλέον προβληματική τροποποίηση, που ανέκυψε πρόσφατα και αφορά την ψήφο των εκτός επικρατείας πολιτών (οι οποίοι δυστυχώς αντιμετωπίσθηκαν –με επιμερισμό βέβαια ευθυνών– κατά τρόπο μικροπολιτικό, μικρόψυχο και ενίοτε προσβλητικό...). Υπό την πίεση κομμάτων της αντιπολίτευσης, η κυβέρνηση πείσθηκε τελικά όχι μόνον να εγκαταλείψει την επιστολική ψήφο, στην οποία αναφέρεται ρητά το ισχύον Σύνταγμα, αλλά και να προχωρήσει σε μια συνταγματικά ανεπίτρεπτη αναθεωρητική πρωτοβουλία: να επιβάλει πρόσθετες προϋποθέσεις (ΑΦΜ και χρόνος παραμονής), ως προς την άσκηση του δικαιώματος του εκλέγειν, που οδηγεί σε πολίτες δύο ταχυτήτων.
Τις προϋποθέσεις όμως ως προς το δικαίωμα του εκλέγειν τις ρυθμίζει αποκλειστικά η παρ. 3 του άρθρου 51, που κατοχυρώνει την αρχή της καθολικής ψηφοφορίας και ως εκ τούτου αποκλείει κάθε άλλο προσόν, πλην της ηλικιακής ωριμότητας. Επειδή λοιπόν η διάταξη αυτή ούτε περιλήφθηκε στις αναθεωρητέες αλλά ούτε και μπορεί να τροποποιηθεί, διότι εξειδικεύει την –μη αναθεωρήσιμη– λαϊκή κυριαρχία του άρθρου 1 του Συντάγματος, επελέγη ένα άλλο άρθρο, το 54, που είχε κριθεί αναθεωρητέο για διαφορετικούς λόγους (εκλογικό σύστημα και εκλογικές περιφέρειες), για να επιχειρηθεί μέσω αυτού ένα πρωτοφανές αναθεωρητικό bypass. Και αυτό βέβαια θα ελεγχθεί από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (ως Εκλογοδικείο), παρότι «προειδοποιήθηκε», από επίσημα και αρμόδια φευ χείλη, ότι δεν μπορεί να διανοηθεί καν έναν τέτοιο «δικαστικό ακτιβισμό», αν η διάταξη ψηφισθεί από την συντριπτική πλειοψηφία της Βουλής...

Αυτές λοιπόν οι έξι προβληματικές τροποποιήσεις –συν την απρόθυμη υιοθέτηση, τελευταία στιγμή, της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας– αποτελούν όλη κι όλη την «προίκα» της εν εξελίξει αναθεώρησης. Και εύλογα αναρωτιέται κανείς: άξιζε όντως να σπαταληθεί και αυτή η ευκαιρία, όπως το 2008, για ένα πουκάμισο σχεδόν αδειανό;

*Δημοσιεύτηκε στα "ΝΕΑ" στις 23/11/2019. 

E. Φιλόπουλος: Ο επαγγελματικός καρκίνος 20 φορές πιο θανατηφόρος από τα εργατικά ατυχήματα

Σημαντικό πρόβλημα δημόσιας υγείας αποτελεί ο επαγγελματικός καρκίνος, που σύμφωνα με τον πρόεδρο της Ελληνικής Αντικαρκινικής Εταιρείας Ευάγγελο Φιλόπουλο, αγγίζει το 4- 7% όλων των καρκίνων, και στο 54% των περιπτώσεων αφορά κακοήθεια του πνεύμονα. Όπως δηλώνει ο χειρουργός μαστού στο Πρακτορείο Fm και στην εκπομπή της Τάνιας Η. Μαντουβάλου «104,9 ΜΥΣΤΙΚΑ ΥΓΕΙΑΣ» που θα μεταδοθεί το Σάββατο 23/11, στον επαγγελματικό καρκίνο εμπίπτουν επίσης αιματολογικές κακοήθειες, κακοήθειες που αφορούν στο ανώτερο αναπνευστικό, το κατώτερο πεπτικό, καθώς επίσης κακοήθειες των νεφρών, του προστάτη και της ουροδόχου κύστης.

Ο κ. Φιλόπουλος δίνει συνέντευξη στο Πρακτορείο Fm, με αφορμή την ομιλία του με τίτλο «Επαγγελματικός καρκίνος, μια αποτρέψιμη νόσος» στο 2ο Πανελλήνιο Συνέδριο για την Υγεία και την Ασφάλεια στην Εργασία, που διοργάνωσε το Ελληνικό Ινστιτούτο Υγιεινής και Ασφάλειας της Εργασίας στο Μέγαρο Μουσικής 18-19 Νοεμβρίου.

Σύμφωνα με στοιχεία του ΠΟΥ τα καινούργια περιστατικά κάθε χρόνο που οφείλονται σε επαγγελματικό καρκίνο ανέρχονται διεθνώς σε 660.000 και οι θάνατοι σε 215.000, ενώ στην ΕΕ τα αντίστοιχα περιστατικά ανέρχονται σε 120.000 ετησίως και οι θάνατοι σε 80.000. Όπως αναφέρει ο πρόεδρος της ΕΑΕ, είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι υπάρχει η δυνατότητα ο επαγγελματικός καρκίνος να αποτραπεί, «εάν εξαλείψουμε τους καρκινογόνους παράγοντες από το εργασιακό περιβάλλον και λάβουμε τα κατάλληλα μέτρα ασφαλείας για να μειώσουμε τις επιπτώσεις από τη νόσο».

Ο απαγορευμένος αμίαντος που είναι ακόμη εδώ, απόλυτη αιτία για μεσοθηλίωμα

Ιδιαίτερη ανησυχία δημιουργεί το γεγονός ότι ενώ ξέρουμε πως ο πιο επικίνδυνος από όλους τους παράγοντες είναι ο αμίαντος και έχει απαγορευθεί η χρήση του, δυστυχώς αυτή τη στιγμή υπάρχουν εκατομμύρια τόνοι αμίαντου στη χώρα μας, που δεν έχουν καταστραφεί και αποτελούν σκεπές από ελενίτ, μονώσεις, ψευδοροφές κλπ, αναφέρει ο κ. Φιλόπουλος. «Η ίνα του αμίαντου ξεφεύγει, αιωρείται στην ατμόσφαιρα και εισπνέεται. Είναι η απόλυτη αιτία για μεσοθηλίωμα (σσ. δυσίατη μορφή καρκίνου της εσωτερικής επένδυσης του θώρακα ή του κοιλιακού τοιχώματος) που είναι σπάνιο, καθώς επίσης αποτελεί μία σημαντική αιτία για τον καρκίνο του πνεύμονα. Ακόμα και η απομάκρυνση των ήδη υπαρχόντων τμημάτων, θέλει πολύ προσοχή και ειδική φροντίδα. Και εδώ υπάρχει ένα μεγάλο κενό που η Πολιτεία επειγόντως πρέπει να καλύψει: Δηλαδή πρέπει κάποια αρμόδια αρχή να οργανώσει το πώς θα φύγει ο αμίαντος από τα σπίτια, και θα μεταφερθεί, ενταφιαστεί, αποθηκευθεί με τρόπο, ώστε να γίνει ακίνδυνος».

Να απαγορευθεί η κίνηση πετρελαιοφόρων οχημάτων στο Λεκανοπέδιο

Ο επαγγελματικός καρκίνος σκοτώνει 20 φορές περισσότερους ανθρώπους από τα εργατικά ατυχήματα, τονίζει ο πρόεδρος της ΕΑΕ, χαρακτηρίζοντας παράλληλα έγκλημα τα καυσαέρια ντίζελ. «Δεν θα έπρεπε να επιτρέπεται η κίνηση πετρελαιοφόρων οχημάτων στο Λεκανοπέδιο Αττικής. Οι άνθρωποι δηλητηριάζουν και τον εαυτό τους και την ατμόσφαιρα δίνοντας παράταση ζωής σε παλαιούς ντιζελοκινητήρες, όπως συμβαίνει σε ταξί και λεωφορεία. Το κράτος θα πρέπει να δώσει κίνητρα να αλλαχθούν. Να γίνουν πχ υβριδικά ή με μπαταρία. Αυτά είναι πολιτικές αποφάσεις».

Καρκινογόνα η σκόνη από το κόψιμο ξύλων και το άναμμα του τζακιού

Καρκινογόνος είναι ο καπνός από τα τζάκια και από το ψήσιμο στα κάρβουνα, αλλά όσο και αν φαίνεται περίεργο ακόμα και η σκόνη από το κόψιμο των ξύλων, λέει ο κ. Φιλόπουλος. Και το ερώτημα εύλογο. Να σταματήσουμε να κόβουμε ξύλα ή να κάνουμε τα τζάκια διακοσμητικά; « Όχι. Να μην σταματήσουμε να κόβουμε ξύλα. Αλλά χρειάζεται πολύ καλή προστασία, μάσκες για τους εργαζόμενους και ειδικοί αποροφητήρες εκεί που κόβονται τα ξύλα και γίνεται η επεξεργασία τους. Όσον αφορά τα τζάκια δεν πρέπει ο κόσμος να τα ανάβει στις πόλεις που έχουν πρόβλημα με την ατμοσφαιρική ρύπανση, γιατί προκαλούνται αναπνευστικά προβλήματα, αλλά και καρκίνος πνεύμονα, όχι μόνο σε όσους τα έχουν σπίτι τους, αλλά και στους γύρω τους, αφού ο καπνός βγαίνει από την καμινάδα».

Περισσότερες από 60 οι καρκινογόνες ουσίες για τον άνθρωπο

Περισσότερες από εξήντα είναι οι αποδεδειγμένα καρκινογόνες ουσίες για τον άνθρωπο, προσθέτει ο κ. Φιλόπουλος και επισημαίνει ότι ιδιαίτερα προσεχτικοί θα πρέπει να είναι όσοι εργάζονται στο δρόμο και στρώνουν την άσφαλτο, αυτοί που δουλεύουν σε συνεργεία, σε βιομηχανίες καουτσούκ και γενικά όσοι έχουν να κάνουν με άνθρακα, πρέπει να είναι προστατευμένοι με ειδικές μάσκες, γιατί ελλοχεύει ο κίνδυνος καρκίνου πνεύμονα ή δέρματος. Επικίνδυνες είναι και οι αναθυμιάσεις από τη συγκόλληση.

Οι προτάσεις της ΕΑΕ για να αποτραπεί ο επαγγελματικός καρκίνος

Σε ερώτηση για το ποιες είναι οι προτάσεις της Ελληνικής Αντικαρκινικής Εταιρείας για να αποτραπεί ο επαγγελματικός καρκίνος ο κ. Φιλόπουλος απαντά:

«Προτείνουμε να υπάρξει ένα αρχείο και μελέτη του επαγγελματικού καρκίνου, -κάτι που προϋποθέτει και σωστή λειτουργία ενός αρχείου νεοπλασιών. Να υπάρξει συνεργασία με την ΕΕ και προώθηση των οδηγιών της. Να θέσουν οι εργοδότες μέτρα προστασίας στους εργαζόμενους, καθώς επίσης να χρησιμοποιήσουν εναλλακτικά υλικά στην παραγωγική διαδικασία ή μεθόδους που μειώνουν την επίδραση του τοξικού παράγοντα. Από την άλλη πλευρά να λάβουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι μέτρα και συλλογικά να διεκδικήσουν την προστασία και την ασφάλεια στην εργασία τους. Οι ελεγκτικοί μηχανισμοί να λειτουργούν αξιόπιστα και να μην υπεισέρχονται ελληνικές ιδιαιτερότητες».

*Δημοσιεύτηκε στο "Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων" στις 22/11/2019. 

2ο Πανελλήνιο Συνέδριο για την Υγεία και την Ασφάλεια στην Εργασία (ΕΛ.ΙΝ.Υ.Α.Ε.)

«Κοινωνικοί εταίροι, Πολιτεία, ακαδημαϊκή κοινότητα να συνεργαστούμε εποικοδομητικά με αμοιβαία εμπιστοσύνη και σεβασμό και να δημιουργήσουμε από κοινού τις απαραίτητες συνέργειες για ένα ασφαλές και υγιές μέλλον για όλους»
Ξεκίνησε το 2ο Συνέδριο στο Μέγαρο Μουσικής με τη συμμετοχή περισσότερων από 100 Ομιλητών και παρουσία περισσοτέρων των 600 Συνέδρων.
«Στόχος του συνεδρίου, είπε η κ Μπαρδάνη, είναι να ενεργοποιήσει και να φέρει κοντά όλες αυτές τις δυνάμεις της εργασίας και της κοινωνίας που πιστεύουν και εργάζονται ώστε να βελτιώνονται συνεχώς οι συνθήκες εργασίας και διαβίωσης, όλες αυτές τις δυνάμεις που δημιουργούν το μέλλον με γνώση, εμπειρία και αξίες.
Οι αλλαγές τις οποίες θα συζητήσουν εξαιρετικοί εισηγητές από διάφορους επιστημονικούς και επιχειρηματικούς χώρους και θα αναλύσουν, είναι ποικίλες, συνεχείς και έρχονται με μεγάλη ταχύτητα.
Οι αλλαγές όμως είναι απόδειξη ζωής και πρέπει να αποτελέσουν πηγή δημιουργίας.
Οι αλλαγές δεν αντιμετωπίζονται μέσα στα λιγότερο ή περισσότερο στενά πλαίσια του καθενός ή της κάθε ομάδας. Οι αλλαγές απαιτούν συνεργασίες, συνέργειες και συντονισμένες δράσεις. Απαιτούν δυναμικές πρωτοβουλίες που στηρίζονται στη συμπληρωματικότητα μέσα σε ένα πλαίσιο ανταλλαγής, προσφοράς και ανοιχτών διαύλων επικοινωνίας.
Στην συνέχεια η Πρόεδρος του ΕΛΙΝΥΑΕ επισήμανε με έμφαση ότι συντεχνιακές αντιλήψεις, μικροπολιτικές συμπεριφορές, ξεπερασμένες από την πραγματικότητα αντιλήψεις δεν έχουν θέση στο μέλλον που οφείλουμε να δημιουργήσουμε. Διλήμματα και διχαστικές νοοτροπίες είναι έξω από τις προσπάθειες αυτές.
Το όραμα μας είναι η προαγωγή της ασφάλειας και της υγείας στην εργασία και η εμπέδωση της νοοτροπίας πρόληψης με την συνέργεια και προς όφελος επιχειρήσεων, εργαζομένων και της κοινωνίας».
Απευθυνόμενη στον Υπουργό Εργασίας τόνισε ότι «στο νέο εργασιακό τοπίο που διαμορφώνεται μπροστά μας, και στο οποίο όλοι συμμετέχουμε, οι προκλήσεις για την Υγεία και την Ασφάλεια είναι μεγάλες.
Το ΕΛΙΝΥΑΕ τα τελευταία χρόνια εντατικοποίησε τις προσπάθειες για ταχύτερη και ποιοτική ανταπόκριση στις σύγχρονες προκλήσεις, με ανάπτυξη καινοτόμων εργαλείων, βελτίωση εσωτερικής οργάνωσης, ενίσχυση εξωστρέφειας και προγραμματισμό νέων δράσεων και συνεργασιών. Είμαστε έτοιμοι να συμβάλλουμε στη προσπάθεια της Πολιτείας ώστε η κινητοποίηση που άρχισε μερικές δεκαετίες πριν, με την υποστήριξη σύγχρονου κανονιστικού πλαισίου, να ριζώσει και να αποδώσει καρπούς.
Παραφράζοντας τη γνωστή φράση του Χόκινς «Δεν φοβόμαστε την αλλαγή, αλλά την αξιοποιούμε προς όφελός μας» ανταποκρινόμαστε στην αλλαγή, ενεργούμε προ-δραστικά, με διορατικότητα, επιδιώκουμε την δραστηριοποίηση όλων των επιχειρήσεων: μικρών, μεσαίων και μεγάλων, όλων των εργαζομένων: νέων και ατόμων με μεγαλύτερη εμπειρία.
«Είναι λοιπόν σημαντικό όλοι εμείς, κοινωνικοί εταίροι, Πολιτεία, ακαδημαϊκή κοινότητα να συνεργαστούμε εποικοδομητικά με αμοιβαία εμπιστοσύνη και σεβασμό και να δημιουργήσουμε από κοινού τις απαραίτητες συνέργειες για ένα ασφαλές και υγιές μέλλον για όλους».

Επιστημονικό Συμβουλιο για την Κοινωνία της Πληροφορίας

Το 8ο Διεθνές Συνέδριο 'Ηλεκτρονική Δημοκρατία: Διασφαλίζοντας την Δημοκρατία και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα στην Ψηφιακή Εποχή" λαμβάνει χώρα στις 12-13 Δεκεμβρίου 2019, στην Αθήνα (www.edemocracy2019.eu). Επικεντρώνει τη θεματολογία του στην προάσπιση της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην ψηφιακή εποχή, από διεπιστημονική σκοπιά. Θα μιλήσουν διακεκριμένες προσωπικότητες, όπως ο Καθηγητής Γεώργιος Μητακίδης (τίτλος ομιλίας: "Reinventimng Democracy in the Digital Era"), καθώς και εκπρόσωποι της ακαδημαϊκής κοινότητας.
Θα παρουσιαστούν 15 ερευνητικές εργασίες, όπου Έλληνες και ξένοι ειδικοί πληροφορικής, νομικής και άλλων επιστημονικών πεδίων που ασχολούνται με σχετικά θέματα στον ακαδημαϊκό χώρο, τις επιχειρήσεις και τον δημόσιο τομέα, θα παρουσιάσουν το ερευνητικό έργο τους, θα συζητήσουν ενδιαφέροντα θέματα και θα ενημερώσουν για σημαντικές εξελίξεις στα σχετικά ζητήματα. Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται σε θέματα δημοκρατίας, προστασίας δεδομένων, ασφάλειας πληροφοριών και ηθικής σε σχέση με τις σημαντικές για τον ψηφιακό μετασχηματισμό τεχνολογίες, όπως την τεχνητή νοημοσύνη, το μελλοντικό διαδίκτυο και τις τεχνολογίες 'blockchain'.
Επίσης, θα λάβουν χώρα και 2 παράλληλες εκδηλώσεις. Η πρώτη θα παρουσιάσει αποτελέσματα από ερευνητικά έργα που χρηματοδοτούνται από την Ε. Ένωση σχετικά με την υποστήριξη της συμμόρφωσης με τον Γενικό Κανονισμό Προστασίας Δεδομένων (ΓΚΠΔ). Η δεύτερη εκδήλωση, στα ελληνικά, αφορά στην 3η Ημερίδα για τον ΓΚΠΔ, όπου θα παρουσιαστούν θέματα διακυβέρνησης της εποπτείας συνεκτικής εφαρμογής του ΓΚΠΔ, τεχνολογικών μέσων ενίσχυσης της προστασίας δεδομένων (ψευδωνυμοποίηση, ανωνυμοποίηση, κρυπτογράφηση), αυτοματοποιημένης λήψης αποφάσεων και δημιουργίας προφίλ, διαχείρισης περιστατικών παραβίασης δεδομένων, κ.ά.

*To 8o Διεθνές Συνέδριο "Ηλεκτρονική Δημοκρατία" θα γίνει στις 12-13 Δεκεμβρίου 2019 στο Divani Caravel Hotel, Λεωφ. Βασ. Αλεξάνδρου 2, Αθήνα. 

Με ποιες χώρες μοιάζει η Ελλάδα;

Τα έθνη είναι σαν τους ενήλικους ανθρώπους. Ο λόγος δε που μερικοί ενήλικοι μοιάζουν περισσότερο μεταξύ τους δεν είναι επειδή ζουν στην ίδια γειτονιά ή εργάζονται στο ίδιο επαγγελματικό περιβάλλον. Είναι διότι οι συνθήκες μέσα στις οποίες γεννήθηκαν και μεγάλωσαν υπήρξαν σχετικά κοινές με αποτέλεσμα να διαμορφώσουν παρόμοιους ατομικούς χαρακτήρες.

Με τον ίδιο τρόπο, εξαιτίας της διαφορετικής ιστορικής πορείας που ακολούθησε η Ελλάδα από τα όμορά της βαλκανικά έθνη και την Τουρκία κατά τους δύο τελευταίους αιώνες, οι μεταξύ τους διαφορές είναι συχνά εντονότερες από τις επιμέρους ομοιότητες. Σημαντικές ανομοιότητες επίσης υπήρξαν ανέκαθεν, και συνεχίζουν να υπάρχουν, ανάμεσα στην Ελλάδα και στις δυτικές ευρωπαϊκές χώρες – και τούτο παρά την κοινή τους συμμετοχή σε διάφορους υπερεθνικούς οργανισμούς, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Ενωση και το ΝΑΤΟ. Ακόμη και με τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου (Πορτογαλία, Ισπανία, Ιταλία), με τις οποίες η Ελλάδα παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες, οι διαφορές φαίνεται να υπερισχύουν, πράγμα που άλλωστε φάνηκε καθαρά από τον ιδιόμορφο τρόπο με τον οποίο η Ελλάδα στάθηκε απέναντι στην οικονομική κρίση της τελευταίας δεκαετίας.

Ωστόσο η σύγχρονη Ελλάδα κάθε άλλο παρά αποτελεί ιστορική ιδιαιτερότητα, όπως συχνά μας αρέσει να πιστεύουμε. Η διαδρομή που ακολούθησε η χώρα κατά τους δύο τελευταίους αιώνες παρουσιάζει μεγάλη συγχρονία και εντυπωσιακή ομοιότητα με τις διαδρομές που ακολούθησαν οι χώρες της Λατινικής Αμερικής.

Παρακολουθήστε επί τροχάδην:

Οπως η τουρκοκρατούμενη Ελλάδα επαναστάτησε για την ανεξαρτησία της στις αρχές του 19ου αιώνα, το ίδιο έπραξαν ταυτοχρόνως και οι χώρες της Λατινικής Αμερικής, επίσης επηρεασμένες από τη γαλλική και την αμερικανική επανάσταση. Η αρχή έγινε το 1810 στο Μεξικό και διήρκεσε μέχρι το 1825, όταν η Βολιβία και η Ουρουγουάη απελευθερώθηκαν τελευταίες από την ισπανική αποικιοκρατία. Η πιο σημαντική χρονιά ήταν το 1821. Τότε, επτά χώρες της περιοχής απέκτησαν την εθνική τους ανεξαρτησία: η Κόστα Ρίκα, η Δομινικανή Δημοκρατία, η Γουατεμάλα, η Ονδούρα, η Νικαράγουα, ο Παναμάς και το Περού. Η Βραζιλία, πρώην πορτογαλική αποικία, έγινε ανεξάρτητο κράτος με αναίμακτο τρόπο το 1820.

Όπως το νεοσσό ανεξάρτητο αλλά ανίσχυρο βασίλειο της Ελλάδας βρέθηκε αμέσως σε θέση πλήρους οικονομικής, πολιτικής και στρατιωτικής εξάρτησης από τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής, έτσι και τα νεαρά έθνη της Λατινικής Αμερικής δεν μπόρεσαν να αποφύγουν παρόμοιες σχέσεις εξάρτησης από χώρες με ιμπεριαλιστικές βλέψεις, κυρίως τις Ηνωμένες Πολιτείες. Καθώς η οικοδόμηση εθνικών κρατών απαιτούσε σημαντικούς οικονομικούς πόρους για στρατό, διοίκηση, εκπαίδευση και οικονομική ανάπτυξη, όλες οι χώρες αναγκάστηκαν να καταφύγουν σε εξωτερικό δανεισμό που σύντομα κατέληξε σε σχεδόν πλήρη οικονομική εξάρτηση.

Οπως στην Ελλάδα του 19ου αιώνα αναπτύχθηκε ένα ολιγαρχικό πολιτικό σύστημα, το οποίο όμως διέθετε έναν μικρό πυρήνα αστών με φιλελεύθερες ιδέες φερμένες από τη Γαλλία και άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, έτσι και στις χώρες της Λατινικής Αμερικής ολιγάριθμες αστικές ελίτ μετέφεραν τον ευρωπαϊκό φιλελευθερισμό, με έντονη ωστόσο δόση εθνικισμού, στις δικές τους χώρες. Παντού σχεδόν τα νεαρά έθνη καθιέρωσαν δημοκρατικά συντάγματα εμπνευσμένα από το φιλελεύθερο πνεύμα των συνταγμάτων της Γαλλίας, των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ισπανίας. Παντού, επίσης, ο στρατός επενέβη ενεργά στην πολιτική και συχνά στρατιωτικοί αξιωματούχοι εξελίχθηκαν σε σημαντικούς πολιτικούς ηγέτες.

Οπως στην Ελλάδα, όπου, προς τις αρχές του 20ού αιώνα, το πολιτικό σύστημα είχε ήδη διαιρεθεί ανάμεσα σε δύο αντίπαλα πολιτικά στρατόπεδα, έτσι και στις χώρες της Λατινικής Αμερικής δημιουργήθηκαν οι παρατάξεις των Συντηρητικών, με στόχο τη διατήρηση της παραδοσιακής κοινωνικής ιεραρχίας με την ευλογία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, και των Φιλελευθέρων, που επιδίωκαν προοδευτικές μεταρρυθμίσεις και το άνοιγμα των χωρών τους στην παγκόσμια αγορά. Πολύ συχνά, όμως, όταν καμία παράταξη δεν ήταν σε θέση να ικανοποιήσει τις αγροτικές μάζες, το αποτέλεσμα ήταν ο κοινωνικός ριζοσπαστισμός. Το ελληνικό Κιλελέρ ήταν το αντίστοιχο των επαναστατημένων Πάντσο Βίλα και Εμιλιάνο Ζαπάτα στο Μεξικό.

Οπως η μεταπολεμική Ελλάδα βρέθηκε στο επίκεντρο του Ψυχρού Πολέμου ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Σοβιετική Ενωση, έτσι και η Λατινική Αμερική υποχρεώθηκε να ενταχθεί στο παγκόσμιο αντικομμουνιστικό μπλοκ και μάλιστα για παρόμοιους λόγους: η μεν Ελλάδα αποτελούσε τον προμαχώνα της Δύσης στα Βαλκάνια ενώ η δημιουργία μιας δεύτερης Κούβας στο νότιο ημισφαίριο της αμερικανικής ηπείρου έπρεπε οπωσδήποτε να αποκλειστεί. Σε κάθε άλλη περίπτωση, η επιβολή στρατιωτικής δικτατορίας με την υποστήριξη των ΗΠΑ ήταν η μόνη λύση. Και αυτό ακριβώς συνέβη στις δεκαετίες του '60 και του '70, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Αργεντινή, στη Χιλή, στη Βραζιλία, στη Βολιβία, στον Ισημερινό, στον Παναμά, στο Περού και στην Ουρουγουάη.

Οπως στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης άνθησε ο λαϊκισμός, έτσι και στις περισσότερες χώρες της Λατινικής Αμερικής λαϊκιστές ηγέτες, τόσο στα αριστερά όσο και στα δεξιά του πολιτικού φάσματος, μπόρεσαν να κινητοποιήσουν τους λαούς υποσχόμενοι κοινωνική ισότητα και οικονομική ευημερία μέσω πελατειακών εξυπηρετήσεων και αυθαίρετων παρεμβάσεων στη συνταγματική νομιμότητα. Σε όλες τις περιπτώσεις επικράτησαν χαρισματικοί ηγέτες που, επικεφαλής προσωπικών κομμάτων, έφτασαν στην εξουσία και κατόπιν τη διατήρησαν για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Η περίπτωση του Ανδρέα Παπανδρέου έχει το αντίστοιχό της στις περιπτώσεις των Χουάν Περόν στην Αργεντινή, Αλμπέρτο Φουτζιμόρι στο Περού, Ούγκο Τσάβες στη Βενεζουέλα, Ραφαέλ Κορέα στον Ισημερινό.

Οπως η Ελλάδα, που τους δύο τελευταίους αιώνες ταλαιπωρείται από περιοδικές χρηματοπιστωτικές κρίσεις, οι οποίες, όχι σπάνια, οδηγούν σε κρατική χρεοκοπία, έτσι και οι περισσότερες χώρες της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής κάνουν πρωταθλητισμό σε αθετήσεις πληρωμών χρέους και αναγκαστικής προσφυγής στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Οι χρεοκοπίες της Αργεντινής (2001) και της Ελλάδας (2015) είναι απλώς τα πιο πρόσφατα επεισόδια μιας μακράς αλυσίδας μεγάλων οικονομικών και χρηματοπιστωτικών κρίσεων που ξεκινούν από τη δημιουργία των εθνικών κρατών σε Ελλάδα και Λατινική Αμερική και φτάνουν μέχρι τις ημέρες μας.

Με τόσες ομοιότητες που παρουσιάζει με τα έθνη της Λατινικής Αμερικής, η νεότερη ελληνική ιστορία κάθε άλλο παρά ως ιδιαιτερότητα μπορεί να γίνει αντιληπτή. Το μόνο πραγματικό παράδοξο είναι ότι η Ελλάδα ακολούθησε το ίδιο μονοπάτι ιστορικής εξέλιξης που πήραν οι χώρες μιας μακρινής και άγνωστης ηπείρου, παρά ένα από τα μονοπάτια που ακολούθησαν τα κοντινότερα και περισσότερο γνωστά μας ευρωπαϊκά έθνη.

*Δημοσιεύτηκε στην "Καθημερινή" στις 3/11/2019. 

Η Ελλάδα μετά το 2021

Τον Μάρτιο του 2021 η Ελλάδα θα γιορτάσει τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821. Η επέτειος αυτή αποτελεί μια εξαιρετική ευκαιρία αναστοχασμού: για τη συλλογική ταυτότητα, τον ρόλο, τους στόχους, τη στρατηγική και το μέλλον της χώρας στο πλαίσιο των προκλήσεων και των ευκαιριών του 21ου αιώνα. Μετά από μια μεγάλη, δεκαετή κρίση που δοκίμασε τα όρια του πολιτικού συστήματος, της οικονομίας και του κοινωνικού ιστού, το 2021 μάς δίνει την ευκαιρία να κοντοσταθούμε και να πάρουμε μιαν ανάσα· να κλείσουμε το κεφάλαιο της κρίσης και να ανοίξουμε ένα νέο. Είναι σημαντικό να αποφύγουμε τα λάθη του παρελθόντος· το χρωστάμε αυτό στον εαυτό μας. Είναι σημαντικό η επέτειος αυτή –και η όποια εθνική ανάταση συνδεθεί μαζί της– να βασιστεί σε γερά θεμέλια: να είναι συνειδητοποιημένη, όχι επιπόλαιη· να εκφράζει την εξωστρέφεια, την ήρεμη αυτοπεποίθηση και τον κοσμοπολιτισμό, όχι συμπλέγματα απομόνωσης («έθνος ανάδελφο»), ανωτερότητας (αρχαιοελληνικά μεγαλεία) ή κατωτερότητας (Ψωροκώσταινα)· να τιμά την ιστορία και τον πολιτισμό μας χωρίς να τα χρησιμοποιεί ως δικαιολογία για ταπείνωση των άλλων ή του σύγχρονου εαυτού μας.

Τα θεμέλια, το «καύσιμο» αυτού του αναστοχασμού της ταυτότητάς μας και της συλλογικής επανεκκίνησης είναι, ουσιαστικά, οι αξίες μας. Παρατηρώντας κάποιος επιφανειακά τη νεότερη και σύγχρονη ιστορία μας, την πολιτική συζήτηση και τις κοινωνικές νόρμες, μπορεί να μείνει με την εντύπωση ότι οι αξίες αυτές είναι η πατρίδα, η θρησκεία και η οικογένεια· οι κώδικες τιμής και αίματος που κληρονομήσαμε κυρίως από την Ανατολή· η ισχύς της φατρίας· ο ασφυκτικός εναγκαλισμός του ατόμου από την οικογένεια και το κράτος. Όλα αυτά σαφώς υπάρχουν. Ωστόσο η πιο πολύτιμη αξία μας –αυτή που είναι περισσότερο απο οποιαδήποτε άλλη χαραγμένη στο «συλλογικό μας DNA»– ήταν και είναι η ελευθερία.

Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψι
τοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερή,
σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψι,
ποὺ μὲ βιά μετράει τὴν γῆ.

Ἀπ' τὰ κόκκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά!

Η ελευθερία δεν είναι το αίτημα μιας μικρής, πολιτικά περιθωριοποιημένης και ιδεολογικά ομοιογενούς ομάδας θιασωτών του «καθαρού» καπιταλισμού. Η ελευθερία ήταν και είναι η κινητήριος δύναμή μας. Στις 25 Μαρτίου, στις 28 Οκτωβρίου και στις 17 Νοεμβρίου δεν γιορτάζουμε ούτε τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό ή το Βυζάντιο, ούτε την Εκκλησία· δεν γιορτάζουμε ούτε την ισότητα ή την αδελφοσύνη ή τη δικαιοσύνη ή την πρόνοια ή την ενωμένη Ευρώπη∙ ούτε καν τη δημοκρατία· όλα αυτά είναι οχήματα για το ταξίδι προς την πραγματική Ιθάκη, που είναι η ελευθερία. Τα κείμενα-θεμέλια του νέου ελληνικού κράτους ύμνησαν την ελευθερία, πάνω απ' όλα.

Καλλιῶναι μίας ὥρας ἐλεύθερη ζωή,
Παρὰ σαράντα χρόνοι σκλαβιά, καὶ φυλακή.
Τί σ' ὠφελεῖ ἂν ζήσης, καὶ εἶσαι στὴ σκλαβιά,
Στοχάσου πὼς σὲ ψένουν καθ' ὤραν στὴ φωτιά.

Τι σημαίνει όμως ελευθερία τον 21ο αιώνα; Πώς μπορεί να ικανοποιηθεί πρακτικά αυτό το διαχρονικό εθνικό αίτημα σήμερα; Ποια είναι στην πραγματικότητα τα δεσμά που περιορίζουν ή μπορεί να περιορίσουν στο μέλλον την ελευθερία μας;

Μήπως είναι ένας αέναος κύκλος ταπείνωσης, βίας και αναπαραγωγής τραυμάτων του παρελθόντος; Μήπως είναι ο φόβος της ντροπής και της αμαύρωσης της τιμής – επειδή έχουμε μάθει να βασίζουμε την επιβεβαίωση της ύπαρξης και της αξίας μας στην εικόνα που έχουν οι άλλοι (γείτονες, κυριολεκτικοί και μεταφορικοί) για εμάς; Μήπως επειδή φοβόμαστε το ρίσκο και της αποτυχία, επειδή μια ζωή έχουμε μάθει ότι μετρά μόνο η τελική νίκη και όχι η βελτίωση μέσω της προσπάθειας, που άλλωστε είναι μονόδρομος για την όποια «επιτυχία»; Μήπως εμπόδιο στην πραγματική ελευθερία μας είναι η υστέρηση – στην οικονομία, στη δημόσια διοίκηση, στη λειτουργία της δικαιοσύνης, στην πνευματική ανάπτυξη, στην προστασία του περιβάλλοντος, στη συντήρηση και ανάδειξη του δημόσιου χώρου, στις υποδομές και στην παροχή πραγματικά δωρεάν παιδείας και υγείας σε όλους; Μήπως αυτή η υστέρηση οφείλεται εν μέρει στο ότι προτάσσουμε την άμεση, βραχυπρόθεσμη ελευθερία που μας προσφέρει η ελαστική ερμηνεία και εφαρμογή αξιών και νόμων, αντί της συστημικής ελευθερίας που θα μας παρείχε η πειθαρχία σε αυτούς; Η ατομική ελευθερία δεν αποκλείει την ύπαρξη κράτους δικαίου· αντιθέτως, εξαρτάται από αυτήν.

Οἱ νόμοι νά' ν' ὁ πρῶτος, καὶ μόνος ὁδηγός,
Καὶ τῆς πατρίδος ἕνας, νὰ γένη Ἀρχηγός.
Γιατί κ' ἡ ἀναρχία, ὁμοιάζει τὴν σκλαβιά,
Νὰ ζοῦμε σὰ θηρία, εἶν' πλιὸ σκληρὴ φωτιά.

Η ελευθερία επίσης δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τις άλλες αξίες: χωρίς την ισότητα –δηλαδή τη δικαιοσύνη– και την αλληλεγγύη· χωρίς την προστασία που προσφέρει η κοινότητα στο δομικά αδύναμο άτομο. Η ελευθερία δεν μπορεί να αναπτυχθεί σε ένα περιβάλλον που είτε επιβάλλει τη μία θρησκευτική πίστη, είτε την απαγορεύει.

Σ' Ἀνατολὴ καὶ Δύσι, καὶ Νότον καὶ Βοριά,
Γιὰ τὴν Πατρίδα ὅλοι, νάχωμεν μία καρδιά.
Στὴν πίστιν του καθ' ἕνας, ἐλεύθερος νὰ ζῆ,
Στὴν δόξαν τοῦ πολέμου, νὰ τρέξωμεν μαζύ.
Βουλγάροι, κι' Ἀρβανῆτες, Ἀρμένοι καὶ Ρωμιοί,
Ἀράπιδες, καὶ ἄσπροι, μὲ μία κοινὴ ὁρμή.
Γιὰ τὴν ἐλευθερίαν, νὰ ζώσωμεν σπαθί,
Πῶς εἶμασθ' ἀντρειωμένοι, παντοῦ νὰ ξακουσθῇ.

Η ελευθερία συχνά ταυτίζεται με την εθνική ανεξαρτησία. Είναι αλήθεια ότι οι δύο έννοιες είναι αλληλένδετες. Ωστόσο, πλήρης «ανεξαρτησία» με την έννοια της απόλυτης αυτάρκειας δεν υπήρξε και δεν θα υπάρξει ποτέ. Ήμασταν, είμαστε και θα είμαστε ολοένα και περισσότερο κομμάτι ενός περιφερειακού και παγκόσμιου οικοσυστήματος, μιας ολότητας, που πάντα θα μας επηρεάζει και το οποίο, εάν προσπαθήσουμε, έχουμε τη δυνατότητα να επηρεάσουμε κι εμείς. Η ύπαρξη του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους οφείλεται εντέλει στη στήριξη των Μεγάλων Δυνάμεων – που με τη σειρά της ήταν αποτέλεσμα σωστών διπλωματικών χειρισμών του Καποδίστρια. Η απελευθέρωση ελληνικών κοινοτήτων στις αρχές του 20ού αιώνα οφείλεται εντέλει στη συναίνεση των Μεγάλων Δυνάμεων, που με τη σειρά της ήταν αποτέλεσμα σωστών διπλωματικών χειρισμών του Βενιζέλου, και σε σύμπτωση συμφερόντων. Η απελευθέρωση από τους Ναζί οφείλεται εντέλει στην αντίσταση που προέβαλαν οι (άλλες) Μεγάλες Δυνάμεις – αλλά, και σ' αυτή την περίπτωση, η προετοιμασία και η στάση του Μεταξά, η Εθνική Αντίσταση και η συμβολική σημασία της Ελλάδας έπαιξαν τον ρόλο τους.

Τι σημαίνει ελευθερία στο άναρχο περιβάλλον της νέας παγκόσμιας αταξίας; Ελευθερία τον 21ο αιώνα σημαίνει αυτογνωσία, αυτοβουλία, αυτοδιάθεση. Το να μπορείς να επιλέγεις εσύ τις φιλίες σου με βάση το συμφέρον και τις αξίες σου, και όχι να σου επιβάλλονται αυτές μέσα από διαβρωτικές εκστρατείες επηρεασμού της κοινής γνώμης. Το να έχεις στρατηγικές συμμαχίες και στρατηγική αποτροπής ώστε να μη ζεις με τον φόβο του θερμού επεισοδίου. Το να μπορείς να επιλέγεις εσύ το πώς διαθέτεις και εκμεταλλεύεσαι τους πόρους και τον τόπο σου, αντί να τα ξεπουλάς για προστασία ή για ένα κομμάτι ψωμί. Το να έχεις φωνή και να συμμετέχεις στα κέντρα λήψης αποφάσεων, αντί να απομακρύνεσαι από αυτά. Ελευθερία τον 21ο αιώνα είναι η ελευθερία να μπορείς να αναπνέεις καθαρό αέρα, να πίνεις καθαρό νερό και να τρως καθαρό φαγητό· να παράγεις και να καταναλώνεις καθαρότερη ενέργεια ώστε να περιορίσεις εκείνα τα καιρικά, δημογραφικά και γεωπολιτικά φαινόμενα που αύριο θα κάψουν ή θα πλημμυρίσουν το σπίτι σου και θα περιορίσουν την ελευθερία σου. Είναι ίσως παράδοξο, αλλά η ελευθερία –ατομική και συλλογική– απαιτεί εμπλοκή, όχι απομόνωση.

Όλα αυτά απαιτούν πραγματική ελευθερία και στο εσωτερικό: κριτική σκέψη, πνευματική άνθηση, αριστεία, ελευθερία ευκαιριών, ανοιχτό μυαλό, εξωστρέφεια, απελευθέρωση από τα φαντάσματα και τους μύθους του παρελθόντος.

Την ελευθερία να ονειρεύεσαι ένα ριζικά καλύτερο αύριο, ένα νέο αύριο, και την ελευθερία να μπορείς να το χτίσεις.

*Δημοσιεύτηκε στο amagi.gr στις 10/10/2019.