Δευτέρα, 06 Μάιος 2024

Χωρίς αξίες δεν πάμε πουθενά

Όλες οι κοινωνίες, και οι μεσαιωνικές, είχαν αρχές και αξίες στο όνομα των οποίων λειτουργούσαν οικονομικότερα. Η αστική κοινωνία, χάρη και στη Γαλλική Επανάσταση, τις διεύρυνε και συγκρότησε ένα πλέγμα χάρη στο οποίο σήμερα συνυπάρχουμε και ζούμε. Από τη διάκριση των εξουσιών και τα ανθρώπινα δικαιώματα έως την απαγόρευση της αυτοδικίας και την αξιοκρατία.

Δεν χρειάζεται να γνωρίζουμε την αγγλική συνταγματική ιστορία ούτε να έχουμε διαβάσει Μοντεσκιέ για να καταλάβουμε ότι η διάκριση των εξουσιών σε πολλές χώρες, αν όχι όλες, καταστρατηγείται από τους έχοντες εξουσία, εκτελεστική, οικονομική ή κάτι άλλο.

Οσο θωρακισμένοι κι αν είναι οι δικαστές αδυνατούν να μείνουν παντελώς ανεξάρτητοι, ιδιαίτερα μάλιστα όταν δεν υπάρχει σχετική παράδοση και ανάλογες προϋποθέσεις. Δεν χρειάζεται να έχουμε μελετήσει Μπουρντιέ για να κατανοήσουμε ότι η αξιοκρατία συμπλέκεται συχνά με την κληρονομιά, τη νομιμοποιεί και συνήθως την αναπαράγει.

Ούτε ακόμη να έχουμε εντρυφήσει στη Σχολή της Φρανκφούρτης για να δούμε πώς διαμορφώνονται προτιμήσεις και επιλογές σε διάφορα πράγματα. Ούτε, βέβαια, ακόμη Μαρξ για να διαπιστώσουμε πώς οι οικονομικές ανισότητες διευρύνονται, λίγοι καρπώνονται τεράστιο μέρος του πλούτου και δύνανται να υπαγορεύουν στις «τρεις εξουσίες» τα δικά τους θέλω.

Tα παραπάνω δεν μπορούν ουδόλως να διαγράψουν τις μνημονευθείσες αρχές και αξίες. Καμία κοινωνία, καμία κυβέρνηση δεν έχει μέλλον αν στη βάση κάποιου υποτιθέμενου ρεαλισμού παραμερίσει αρχές και αξίες και μεριμνήσει να προσεταιριστεί τους ισχυρούς, τους ολιγάρχες στην περίπτωσή μας, για να διατηρηθεί στην εξουσία.

Καμία χώρα δεν έχει ακόμη μέλλον αν επιτρέψει σε αυτόκλητους «σωτήρες», όπως κι αν αυτοπροσδιορίζονται, να ενεργήσουν ως τιμωροί όσων θεωρούν υπαίτιους για κάθε κακό. Ο θυμός και η οργή δεν νομιμοποιούν την αυτοδικία και τους αυτόκλητους μασκοφόρους εκδικητές. Μπορούν, αντίθετα, κάλλιστα να οδηγήσουν σε καθεστώτα ανελεύθερα με λογής στρατόπεδα και χώρους βασανιστηρίων.

Αξίες και αρχές, προφανώς, δεν διασφαλίζουν άτομα και ομάδες από ανισότητες και αδικίες. Η λειτουργία τους είναι διττή. Να συγκροτήσουν ένα ασφαλές πλαίσιο λειτουργίας που θα προστατεύει από την αυθαιρεσία, κρατική και ατομική.

Και να παράσχουν στους πιο αδύναμους μια ομπρέλα που περιλαμβάνει, πέρα από την ατομική ασφάλεια, τη δυνατότητα έκφρασης και διασφάλισης των αναγκαίων όρων επιβίωσης και διεκδίκησης των βασικότερων κοινωνικών αγαθών.

Tο περιεχόμενο, συνεπώς, των αξιών δεν είναι εκ προοιμίου δοσμένο. Ιδιαίτερη σημασία έχει η μάχη των ιδεών, η μάχη για το νόημα των λέξεων. Οποιος θέλει να λέγεται προοδευτικός και να βαραίνει στον δημόσιο χώρο, άτομο, συλλογικότητα, πολιτικό κόμμα, υποχρεούται να δώσει τη μάχη στο πεδίο αυτό αν θέλει ο λόγος του να πιάσει τόπο, να μην το πάρει ο αέρας με το πρώτο φύσημα.

Είναι λάθος να λέμε ότι έχουμε διαφορετική αντίληψη για μια λέξη, την οποιαδήποτε, όπως ας πούμε την αξιοκρατία - ένα από τα ριζοσπαστικά φαντασιακά του ανερχόμενου αστισμού. Διαφορετική αντίληψη σημαίνει ότι όλες οι ιδέες έχουν την ίδια αξία, κάτι που δεν στέκει. Με σεβασμό στον άλλο και το διαφορετικό, οφείλουμε να καταδείξουμε ότι μια ιδέα είναι καλύτερη από μια άλλη, γιατί είναι δικαιότερη και συμβάλλει στο καλό των πολλών.

Για να μείνω στην αξιοκρατία. Αξιοκρατία δεν σημαίνει ότι είναι αυτονόητα καλύτερος όποιος έχει καλύτερο βιογραφικό. Δεν είναι καλύτερος αν είναι κληρονόμος, αν έχει μπάρμπα ή αν κατείχε χάρη στο κόμμα τη μια δημόσια θέση μετά την άλλη. Πολύ καλύτερος είναι εκείνος που χωρίς πλάτες και φανφάρες ακολουθεί μια διαδρομή που προάγει τον ίδιο και τους γύρω του.

Αυτό σημαίνει ότι πέρα από το περιεχόμενο μιας αξίας μετρά εξίσου και η κοινωνική της αξιολόγηση. Με άλλα λόγια το ειδικό βάρος που ως κοινωνία δίνουμε σ' αυτές. Είναι άλλο πράγμα να αξιοδοτούμε πρακτικές όπως η «μαγκιά» και η «καπατσοσύνη» που νομιμοποιούν κάποιους να είναι παντός καιρού, βρέξει-χιονίσει στον αφρό. Και άλλο πρακτικές όπως η κοινωνική προσφορά, η συνέπεια και ο μόχθος του ανθρώπου της δουλειάς, του εκπαιδευτικού στο χωριό και στην πόλη, του νοσοκόμου που τρέχει να σώσει ζωές.

Με την έννοια αυτή έχουμε πολλή δουλειά να κάνουμε ως κοινωνία ώστε έννοιες και αξίες όπως ο εθελοντισμός, η αλληλεγγύη, η κοινωνική προσφορά, η εντιμότητα και η συνέπεια να μπουν στην καθημερινότητά μας, να αποκτήσουν το βάρος που τους πρέπει. Ποιος θα είχε αντίρρηση αν αυτά λαμβάνονται υπόψη στην εισαγωγή στα ΑΕΙ, στις δημόσιες υπηρεσίες, στην επιλογή των στελεχών;

Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 29/5/2017.

Φιλιππάκης, Facebook και Υπεύθυνη Δημοσιογραφία: Ώρα για Reset

Τα αγγλικά, πιο πάνω, δεν «δείχνουν» επαρχιωτισμό. Υπογραμμίζουν κάτι άλλο: Πόσο διεθνή, επίκαιρα και καθημερινά είναι τα παραπάνω θέματα, στις 'δυτικές' κοινωνίες και πόσο στενά συνδέονται (πλέον) με την καθημερινότητά μας.

Πριν μόλις 24 μήνες οι παραπάνω όροι ήταν «άγνωστοι» στο ευρύ κοινό. Ηταν θέμα αναζήτησης των λίγων 'εκλεκτών' της Δημοσιογραφίας των πανεπιστημίων, των υποψιασμένων συνδικαλιστών των ενώσεων, άντε, και των διευθυντών των «έγκυρων» ΜΜΕ. Τώρα, οι παραπάνω λέξεις, διαπερνούν σχεδόν το σύνολο της πολιτικής, της αρθρογραφίας, αλλά ακόμα και των συζητήσεων 'καφενείου'.

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, βιώνουμε μια ακραία «εσωτερική» Δημοσιογραφική υπόθεση, που όμως ανοίγει μια βεντάλια θεμάτων που σχετίζονται τόσο με το απλό ποινικό δίκαιο, όσο και την ίδια την Δημοκρατία.
Που τελειώνει η "ελευθερία" στα Social Media ;
Πόσο 'προσωπικές' μπορεί να είναι οι «ακραίες» φρονήσεις οποιουδήποτε δημόσιου προσώπου ;
Η ιδιότητα του μέλους του ΔΣ της ΕΣΗΕΑ (άρα και προβεβλημένου εκπροσώπου μεγάλης ομάδας δημοσιογράφων) μπορεί να λειτουργεί 'περιοριστικά' (άρα και με διαφορετικές «ευθύνες») για τον φέροντα ;
Σε ανθρώπινο, ηθικό επίπεδο: Μπορεί κανείς να εύχεται το 'κακό' στον συνάνθρωπό του ; (..να πεθάνει, να ακρωτηριασθεί, κλπ..)
Υπάρχει 'πολλαπλασιαστικό΄ αποτέλεσμα ; Δηλαδή , υπάρχει πιθανότητα η 'φρόνηση' ενός δημόσιου προσώπου, να αντηχήσει, ως πράξη, από ένα άλλο μέλος της ίδιας κοινωνίας ;
Αν είχε όντως συλληφθεί ο αυτουργός (κ.ΓΦ), όπως προς στιγμήν κοινωνήθηκε, θα είχε κέρδος το ποινικό μας σύστημα; Το δικαιϊκό ; Η δημοσιογραφία; Η κοινωνία ;
Είναι 'τιμωρήσιμη' η πράξη του ; Και αν ναι, σε ποιο επίπεδο ; Το ποινικό; Του 'συναφιού' ; Της κοινωνίας ; Άλλο ;
..Οσο και αν σε φιλοσοφικό επίπεδο τα παραπάνω ερωτήματα δεν είναι καινούργια, έρχονται με επίταση να μας απασχολήσουν λόγω του 'περιστατικού Φιλιππάκη'. (Για τους μην γνωρίζοντες: Ο κ. Γ. Φιλιππάκης, δημοσιογράφος και μέλος της ΕΣΗΕΑ, διατύπωσε 'υποστηρικτική' άποψη για την τρομοκρατική επίθεση κατά του κ. Παπαδήμου, θεωρώντας άξιο μιας αντίστοιχης, τον κ. Στουρνάρα).
..Πάμε λοιπόν να ξαναδούμε τα θέματα που ανοίγονται: Αν η κοινωνία έχει κάτι να κερδίσει από αυτό το περιστατικό, θα είναι απότοκο μιας ψύχραιμης και αποστασιοποιημένης θεώρησης όλων των ερωτημάτων που εγείρονται, και όχι μόνον όσων προκύπτουν από την (δικαιλογημένη) φόρτιση των ημερών.
Θεώρηση πρώτη: Είναι υποκρισία και στρουθοκαμηλισμός να παραβλέπουμε πως υπάρχει ενα μεγάλο κομάτι της κοινωνίας που διαβάζει με ικανοποίηση τέτοιου τύπου στάσεις. Εχει καταγραφεί πως ακόμα και οι δολοφονίες της 17Ν είχαν συγκρίσημη αποδοχή. Το διαδίκτυο , με μία απλή ανάλυση περιεχομένου, επιβεβαιώνει αυτούς τους φόβους. Το τρέχον «καθεστώς πραγμάτων» (οικονομική ανέχεια, εξαθλίωση μεγάλων ομάδων, παρατεταμένη κοινωνική ανασφάλεια κ.α.) επιτείνει τέτοιες συμπεριφορές. Δυστυχώς είναι μέρος της ανθρώπινης φύσης. Αν ένας απλός πολίτης διατυπώσει (όπως πολλοί έκαναν) παρόμοια άποψη, κανένας εισαγγελέας δεν θα ασχοληθεί. Το όφελος της ελευθεροτυπίας και των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, 'έρχεται' μαζί με το κόστος της ασύδοτης, μη-υπεύθυνης ελευθεριότητας λόγου. Οπως και άλλα πράγματα , η υπεύθυνη πολιτειότητα επαφίεται στην συνείδηση του καθενός μας και δεν είναι (ούτε πρέπει να γίνει) ποτέ κανονιστικά ρυθμιζόμενη.
Θεώρηση δεύτερη: Ο κ. ΓΦ δεν είναι οποιοσδήποτε. Οπως κάθε παλιός 'καταξιωμένος' δημοσιογράφος, επηρεάζει πολλούς, έχει προνομιακό άμβωνα, η άποψη του πολλαπλασιάζεται ex officio, και επιπλέον... Εκπροσωπεί, με το όνομά του, την εικόνα του, κύρος, δημόσιο λόγο και πολιτεία (και όχι μόνον στα γραφεία της οδού Ακαδημίας..), μια μεγάλη ομάδα Επικοινωνητών.
Θεώρηση τρίτη: Οι ψυχολόγοι με εξειδίκευση στα ΜΜΕ, γνωρίζουν (και διδάσκουν) πως υπάρχει (και μάλιστα επιτείνεται διαχρονικά) κάτι που λέγεται μιμητική εγκληματική συμπεριφορά. Δηλαδή ένα προβεβλημένο έγκλημα, μπορεί να προκαλέσει 'αντίγραφα' που σε άλλη περίπτωση δεν θα εκδηλωνόντουσαν. Στο περιστατικό που εξετάζουμε, και με δεδομένες τις γνωστές κοινωνικές συνθήκες, θα ήταν εθελοτυφλία (..ως άνω..) να παραβλέψουμε πως μία τέτοια ακραία , προβεβλημένη, έστω και προσωπική στάση, ΔΕΝ θα έχει συνέπειες σε ομάδες πληθυσμού που είναι ευεπίφορες σε βίαιες αντιδράσεις.
Θεώρηση τέταρτη: Αφορά την καθαρά ηθική διάσταση του θέματος: Όποιος και αν είμαι, όποιος και αν είναι απέναντί μου: «Δικαιούμαι» να χαίρομαι με τον πόνο του άλλου ; Πόσο μάλλον, να εύχομαι να πάθει το ίδιο ένας τρίτος, όσο αμφίσημη και αν θεωρείται η δημόσια θητεία του. Ποσο μάλλον που η Ιστορία είναι εν εξελίξει, και κανείς δεν γνωρίζει με σιγουριά ποιοι είναι οι θύτες και ποια τα θύματα. (..Και μια αυτοαναφορική σκέψη: Το τελευταίο ισχύει για ολους μας ανεξαιρέτως, από τον κ. Γιώργο Παπανδρέου, μέχρι την θεία μου την Γιαννούλα. Επίσης κρατάμε κατα νου πως ο 'Κυρίαρχος Λαός' ΔΕΝ είναι μια υπερβατική ηθική αξία που είναι εντελώς ανεύθυνη της Πολιτικής και των Πολιτικών. Σαρξ εκ Σαρκός).
Θεώρηση πέμπτη : Ευτυχώς ο κ. ΓΦ δεν συνελήφθη. Οπως και σε άλλες περιπτώσεις σύλληψης εκφραστών ακραίων θέσεων το αποτέλεσμα δεν θα είχε σχέση με την επιδίωξη. Θα αποπροσανατόλιζε και θα ακύρωνε κάθε τρέχον δυνητικό όφελος (για την κοινωνία) από αυτή την 'περιπέτεια' που μοιάζει να είναι 'δημοσιογραφική', αλλά δεν είναι (μόνον).
Θεώρηση έκτη : Ποιο είναι το Έγκλημα και ποια η Τιμωρία ; Για το πρώτο υπάρχουν μερικές χρήσιμες σκέψεις πιο πάνω. Για το δεύτερο, σε μια Δημοκρατία, υπάρχει η Εκκλησία του Δήμου (..ναι, λειτουργεί. ..Και τα συχνά αφοριζόμενα κοινωνικά ΜΜΕ, την υποβοηθούν, μαζί με κάθε καλών προθέσεων ΜΜΕ, διαδραστικό ή γραμμικό), οι θεσμοί (π.χ. η ΕΣΗΕΑ και όχι μόνον..), αλλά και η στάση που τηρούμε κάθε ένας από εμάς που διατυπώνει δημόσιο λόγο.
..Και είμαστε εμείς, οι τελευταίοι, δημοσιογράφοι, συνδικαλιστές, δάσκαλοι και ενεργοί πολίτες που πρέπει ψύχραιμα να ξανα-δούμε το φαινόμενο, να θεωρήσουμε εαυτούς ως μέρος του προβλήματος (προηγείται και είναι θεμέλιο μιας εικαζόμενης λύσης..) και έτσι να συμβάλλουμε, με λίγες κραυγές και περισσή περίσκεψη, στην συγγραφή του επίλογου.

Δημοσιεύτηκε στο news247.gr στις 29/5/2017.

Οι δικαιούχοι της Ευρώπης

Η μεγάλη εικόνα περιέχει παλινδρομήσεις και αντινομίες που λίγο-πολύ θυμίζουν τις ιδρυτικές θεμελιώσεις των αγορών σε αντιδιαστολή με όλες τις προηγούμενες οικονομικο-κοινωνικές διευθετήσεις. Λόγου χάρη, πριν από τη Βιομηχανική Επανάσταση οι οικονομικές ήταν εμπεδωμένες στις κοινωνικές σχέσεις∙ οι κανόνες της αμοιβαιότητας, της αναδιανομής του εισοδήματος και των κοινωνικών καθηκόντων είχαν μεγαλύτερο βάρος από τα μέτρα των αγορών.

Σήμερα, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: οι κοινωνικές, εταιρικές σχέσεις ορίζονται από τις οικονομικές. Ακριβώς αυτό το σχήμα είχε περιγράψει ο Καρλ Πολάνυι στον «Μεγάλο Μετασχηματισμό» για το μεγάλο διάστημα 1830-1940 - ένα έργο για την άνοδο και την πτώση της φιλελεύθερης αγοράς που αντέχει στις μέρες μας.

Ο Τραμπ, το Brexit, η επάνοδος με αξιώσεις κυβέρνησης των εθνικιστικών, αυταρχικών, ρατσιστικών και αντιευρωπαϊκών κομμάτων, ο απομονωτισμός, οι φράχτες στα σύνορα, οι προστατευτισμοί, οι αντιμεταναστευτικές πολιτικές δεν είναι παρά απότοκα της σύγκρουσης των επιταγών της παγκοσμιοποίησης από τη μία, και της αναζήτησης της κοινωνικής ευημερίας στο εσωτερικό των εθνικών κρατών από την άλλη.

Αν επεξεργαστούμε καλύτερα αυτή τη σύγκρουση θα δούμε τις επενέργειες της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας να αντιφάσκουν με τις επιτεύξεις της δημοκρατικής πολιτικής ζωής στο εσωτερικό των εθνικών κρατών.

Ετσι, στην Ευρώπη, οι συζητήσεις για «το μέλλον της Ευρώπης» συνεχίζονται -και έτσι θα 'πρεπε-, με μια διαφορά: γίνονται εν κενώ, σαν να μην υπάρχει παρόν και σαν να μην υπάρχει η πύκνωση των εμπειριών του πρόσφατου παρελθόντος· σαν να υπάρχει έλλειψη ιστορίας και ερειπίων.

Η κανονική θέση θα έπρεπε να ήταν: Για να υπάρξει μέλλον, θα πρέπει να στηθεί το σκηνικό του παρόντος. Ο άνεργος θα πρέπει να ζήσει τώρα. Το αγέννητο για να γεννηθεί θα πρέπει οι μέλλοντες γονείς του να βρίσκονται στη σανίδα σωτηρίας τώρα.

Τελικά, δεν είναι και τόσο παράδοξο ότι ο φιλοευρωπαϊσμός και ο αντιευρωπαϊσμός δεν παίζονται μέσα από δράσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά στα εθνικά ακροατήρια, με εθνικά υλικά και αφηγήσεις που ικανοποιούν αιτήματα εκλογικών ή δημοψηφισματικών αναγκών, τα οποία, αμέσως μετά, ξεχνιούνται ή τουλάχιστον δεν παράγουν χειροπιαστά κοινωνικοπολιτικά αποτελέσματα.

Ο Εμανουέλ Μακρόν, λέει, είναι ο νεότερος ηγέτης της Γαλλίας από την εποχή του Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Και ο Ματέο Ρέντσι της Ιταλίας ήταν 39 ετών όταν ανέλαβε την πρωθυπουργία και ο Τσίπρας ήταν 40-41 χρόνων. Αλλά αυτά δεν παράγουν κάτι.

Αυτό που μπορεί να λέει κάτι είναι η λαϊκή ρήση: «Με καμία κυβέρνηση» όσον αφορά τους πολιτικούς εκλογικούς κύκλους, η κατάρρευση, όχι μόνο στη Γαλλία, των παλαιών κομματικών σχηματισμών εξουσίας, η παραγωγή αντιευρωπαϊσμού και οι κυβερνητικές ικανότητες -του φιλοευρωπαϊκού πλαισίου- να δίνουν ώθηση στο ευρωπαϊκό σχέδιο και, ταυτόχρονα, να διασώζουν ό,τι έχει απομείνει από το κράτος πρόνοιας∙ να δημιουργούν θέσεις εργασίας στις χώρες τους.

Αλλά το ευρωπαϊκό σχέδιο, αν υπάρχει τέτοιο, υπάρχει με τους συστατικούς του όρους: δηλαδή, προς όφελος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, οι πρώην εχθροί παραγκώνισαν την έχθρα και οι Γερμανοί ηγέτες ενεργώντας προσεκτικά ως «καλοί Ευρωπαίοι» άρχισαν να αποκαθιστούν βήμα βήμα μια εντελώς κατεστραμμένη εθνική φήμη.

Εξαιτίας της στήριξης της Ε.Ε. και χάρη στον γαλλογερμανικό άξονα προχώρησε η επανένωση των δύο Γερμανιών, με τη Γερμανία σήμερα να είναι ο μεγάλος δικαιούχος της Ευρωπαϊκής Ενωσης - και πριν και κατά τη διάρκεια της κρίσης του ευρώ.

Ομως, εφόσον η Γερμανία, από το 2010, έχει επικρατήσει στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, έχει μετατρέψει την Ενωση σε χώρα του γερμανικού ορντολιμπεραλισμού, της αέναης λιτότητας και της ανεργίας, με απόψεις κατά της Γαλλίας και κατά των χωρών της Νότιας Ευρώπης, με λάφυρο την Ελλάδα. Ετσι, είναι αρκετά εύκολο για την Ανγκελα Μέρκελ και τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε να παίζουν τον ρόλο των πραγματικών υπερασπιστών της ευρωπαϊκής ιδέας εντός και εκτός Γερμανίας, με αντιευρωπαϊκή πολιτική.

Φυσικά, όπως επιμένει ο Γιούργκεν Χάμπερμας, αυτός είναι ένας πολύ εθνικός τρόπος θεώρησης των πραγμάτων. Βέβαια, οι Χριστιανοδημοκράτες δεν φοβούνται ότι ο Τύπος πρόκειται να ενημερώσει τους Γερμανούς ψηφοφόρους σχετικά με τους χίλιους λόγους για τους οποίους οι λοιποί ψεκασμένοι, ο Ελληνας του δημοψηφίσματος, ο Ιταλός, ο Αγγλος, ο Γάλλος, ο Αυστριακός και ο Ολλανδός, μπορεί να βλέπουν να πράγματα τελείως διαφορετικά.

«Με μια στάλα πολιτικής αποφασιστικότητας», είχε πει ο Χάμπερμας, «η κρίση του κοινού νομίσματος θα μπορούσε να προκαλέσει αυτό που κάποιοι κάποτε προσδοκούσαμε από μια κοινή ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική: τη δυνατότητα να μοιράζεσαι ένα κοινό ευρωπαϊκό πεπρωμένο ασφάλειας, ευημερίας για όλους... Μια συνείδηση που, βέβαια, ξεπερνάει τα εθνικά σύνορα...».

Και το είχε πει γιατί, όπως πολλοί άλλοι, πιστεύει ότι όσο δεν πέφτει αυτή η σταγόνα, οι αναγκαίες πολιτικές θα μένουν ανενεργές και θα παγιώνονται τα προβλήματα τα οποία καλούνται να λύσουν ελπιδοφόροι - όπως ήταν ο Ολάντ, ο Ρέντσι, όπως ο Τσίπρας αν θέλετε, ίσως, όπως και ο Μακρόν.

Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 19/5/2017.

Αξιολόγηση και Δημόσια Διοίκηση

Η αξιολόγηση της δημόσιας διοίκησης, δηλαδή των δημοσίων πολιτικών, των δομών και των δημοσίων υπαλλήλων είναι μια από τις πιο παρεξηγημένες διαδικασίες του Ελληνικού πολιτικό-διοικητικού συστήματος. Κατά τη φάση της αξιολόγησης των δημοσίων πολιτικών ελέγχονται τα αποτελέσματα της πολιτικής τόσο από δημόσιους, όσο και από κοινωνικούς δρώντες, με στόχο τον πιθανό επαναπροσδιορισμό των προβλημάτων και των προτεινόμενων λύσεων. Έτσι για παράδειγμα, μια σημαντική αλλαγή στην εκπαιδευτική πολιτική της χώρας, όπως αυτή που προτείνεται σήμερα, εφόσον ψηφισθεί και εφαρμοσθεί θα πρέπει να αξιολογηθεί μετά από ένα εύλογο διάστημα εφαρμογής ανεξαρτήτου κυβέρνησης ή υπουργού. Το βασικό πρόβλημα προκύπτει καθώς το ζητούμενο συνήθως είναι η πολιτική επιτυχία, η οποία είναι σαφώς διαφορετική από την επιτυχία της δημόσιας πολιτικής. Η πολιτική επιτυχία αναφέρεται στην αύξηση της εκλογικής προοπτικής, καθώς ο βασικός στόχων των εκλεγμένων πολιτικών είναι να παραμείνουν στην εξουσία και δεν έχει καμία σχέση με την εκτίμηση των αποτελεσμάτων (τι «δουλεύει» και τι όχι), η οποία θα διευκόλυνε τους διαμορφωτές της πολιτικής να προχωρήσουν σε βελτιώσεις της δημόσιας πολιτικής. Κατά τον τρόπο αυτό, η αξιολόγηση των δημοσίων πολιτικών χάνει την αξία της καθώς περιορίζεται σε μια στείρα αντιπαράθεση μεταξύ των κομμάτων που τις εφαρμόζουν και μεταξύ των ψηφοφόρων τους που τις στηρίζουν στη βάση της κομματικής τους προτίμησης. Τα επιστημονικά εργαλεία για την ίδια την ουσιαστική αξιολόγηση μένουν ανέγγιχτα.

Αντίστοιχα, η συχνή και πολυεπίπεδη αξιολόγηση των δομών της δημόσιας διοίκησης μπορεί να οδηγήσει σε βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών, σε μείωση του κόστους της δημόσιας διοίκησης και σε καλύτερες συνθήκες εργασίας για τους δημόσιους υπαλλήλους. Μπορεί επίσης να βελτιώσει τη σχέση μεταξύ πολιτών και δημόσιας διοίκησης καθώς σημαντική παράμετρος της αξιολόγησης είναι η γνώμη των πολιτών για τις παρεχόμενες υπηρεσίες. Ωστόσο, στην Ελλάδα, η αξιολόγηση των δομών της δημόσιας διοίκησης συνήθως αντιμετωπίζεται με μεγάλη επιφύλαξη, καθώς ταυτίζεται με κλείσιμο ή συγχώνευση οργανισμών και υπηρεσιών και άρα αβέβαιο μέλλον για τους εργαζόμενους, αλλά και για την παροχή των σχετικών υπηρεσιών. Η επιφύλαξη αυτή είναι δικαιολογημένη, καθώς συχνά οι διαδικασίες αξιολόγησης εντείνονται σε περιόδους λιτότητας ακριβώς για αυτό το λόγο. Στην Ελλάδα, δε, πολλοί οργανισμοί και υπηρεσίες αξιολογήθηκαν για πρώτη φορά ακριβώς για αυτό το σκοπό μέσα στα χρόνια της κρίσης. Η χρήση της αξιολόγησης με αποκλειστικό στόχο τη συρρίκνωση του δημοσίου τομέα φυσικά της στερεί την αναπτυξιακή και μεταρρυθμιστική προοπτική της.

Η αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων έρχεται να συμπληρώσει τα δύο άλλα επίπεδα αξιολόγησης που μόλις περιγράφηκαν. Στα επιτυχημένα συστήματα διοίκησης ανθρώπινου δυναμικού, η αξιολόγηση καταρχάς συνδέεται με την προσωπική ανάπτυξη και βελτίωση των υπαλλήλων. Συνδυάζει στοιχεία αυτοαξιολόγησης και αξιολόγησης από πολίτες, συναδέλφους και προϊσταμένους. Σε ένα επόμενο στάδιο η αξιολόγηση μπορεί να συνδεθεί με τη λογική του μισθού με βάση την απόδοση, δηλαδή μια λογική που αποσυνδέει την αμοιβή των δημοσίων υπαλλήλων από την αρχαιότητα και τη συνδέει με κριτήρια όπως η απόδοση, η επιτυχής ολοκλήρωση προγραμμάτων και η επίτευξη στόχων. Για να είναι ένα τέτοιο σύστημα επιτυχημένο πρέπει να ακολουθείται σωστή μεθοδολογία αξιολόγησης της απόδοσης των υπαλλήλων. Η απόλυση ενός υπαλλήλου με βάση την αξιολόγηση του δεν είναι ένα σύστημα που συναντάται ή προτείνεται, εκτός αν η αξιολόγηση οδηγήσει σε αποκαλύψεις πειθαρχικών παραπτωμάτων ή διαφθοράς. Και σε αυτή την περίπτωση πάντως τίθενται σε λειτουργία άλλες πειθαρχικές διαδικασίες που όντως μπορούν να οδηγήσουν και στην απόλυση. Από την άλλη πλευρά, είναι ανεπαρκής όταν λαμβάνει χώρα στο κενό χωρίς να υπάρχει αντίστοιχο κλίμα και διαδικασίες αξιολόγησης στη χώρα. Και σε αυτήν την περίπτωση η εισαγωγή της συνήθως αντιμετωπίζεται με δυσπιστία, καθώς θεωρείται ότι μπορεί να οδηγήσει σε μείωση μισθού, σε μετακίνηση ή και σε απόλυση δημοσίων υπαλλήλων. Η ελληνική περίπτωση ομοιάζει δυστυχώς με την τελευταία περιγραφή.

Παρά τους παραπάνω θεωρητικούς προβληματισμούς για την υλοποίηση της αξιολόγησης δημοσίων υπαλλήλων στην Ελλάδα, η πλειοψηφία της κοινής γνώμης τάσσεται σαφώς υπέρ της απόλυσης δημοσίων υπαλλήλων μετά από αρνητική αξιολόγηση. Η πρόσφατη έρευνα της Prorata αποκάλυψε ότι το 63% των ψηφοφόρων συμφωνεί με τις απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων, ενώ μόνο το 18% διαφωνεί με αυτές. Τα ποσοστά αποδοχής των απολύσεων είναι ακόμα υψηλότερα μεταξύ μελών συγκεκριμένων κατηγοριών απασχόλησης, όπως οι ελεύθεροι επαγγελματίες (68%). Τα υψηλά ποσοστά αυτών που επιθυμούν την απόλυση των δημοσίων υπαλλήλων όταν η επίδοση τους αξιολογείται αρνητικά αποδεικνύουν την αγανάκτηση του κόσμου με τη δημόσια διοίκηση και την έλλειψη θετικού κλίματος για τις διαδικασίες αξιολόγησης. Αν όμως επιθυμούμε την προώθηση των μεταρρυθμίσεων της δημόσιας διοίκησης, η σύνδεση της αξιολόγησης με την απόλυση των δημοσίων υπαλλήλων θα δημιουργήσει ακόμα μεγαλύτερη δυσπιστία και αντιστάσεις ως προς τον θεσμό της αξιολόγησης. Κάτι τέτοιο θα εμποδίσει παρά θα διευκολύνει την εύρεση καλύτερων λύσεων για τα δημόσια προβλήματα ή/και τη λιγότερο κοστοβόρα λειτουργία του δημόσιου τομέα.

Δημοσιεύτηκε στους Θεματικούς Πυρήνες της Prorata στις 13/2/2017.

Συνέντευξη: «Οι λαϊκιστές φτάνουν στην εξουσία με τη συνεργασία των συντηρητικών ελίτ»

Ο Μίλερ αναδεικνύει τα χαρακτηριστικά του λαϊκισμού, αναλύει τη λειτουργία του στο πολιτικό σκηνικό και διευκρινίζει ότι οι λαϊκιστές ηγέτες έχουν έρθει στην εξουσία με τη συνεργασία των συντηρητικών ελίτ. Επίσης, εξηγεί με ποιον τρόπο η έννοια του λαϊκισμού χρησιμοποιείται για τη δυσφήμηση κομμάτων και κινημάτων, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ και το Podemos.

• Ολο και συχνότερα τα τελευταία χρόνια συναντάμε τον όρο «λαϊκισμός», ο οποίος φαίνεται να αποτελεί το όνομα για διαφορετικά φαινόμενα. Ως αποτέλεσμα υπάρχει μεγάλη σύγχυση γύρω απ' αυτόν. Ποιος είναι ο δικός σας ορισμός;

Ο καθένας που ασκεί κριτική στις ελίτ δεν σημαίνει ότι είναι αυτόματα λαϊκιστής. Βασικά, οι λαϊκιστές ισχυρίζονται πάντα ότι αυτοί και μόνον αυτοί εκπροσωπούν τον λαό ή αυτό που οι λαϊκιστές ονομάζουν συχνά «τον πραγματικό λαό» ή «τη σιωπηλή πλειοψηφία». Αυτή η ρητορική, η οποία πιθανώς αρχικά ακούγεται ακίνδυνη, έχει δύο ολέθριες συνέπειες:

Πρώτον, όλοι οι άλλοι πολιτικοί ανταγωνιστές χαρακτηρίζονται από τους λαϊκιστές ως μέρος της διεφθαρμένης ελίτ.

Δεύτερον, στους πολίτες οι οποίοι δεν υποστηρίζουν τους λαϊκιστές αμφισβητείται η θέση τους ως κατάλληλων μελών του λαού.

Με άλλα λόγια, οι λαϊκιστές δεν είναι απλώς «αντι-συστημικοί» (όταν βρίσκονται στην αντιπολίτευση). Περισσότερο, το πλέον κρίσιμο χαρακτηριστικό τους, είναι ο αντι-πλουραλισμός.

Αυτός μεταφράζεται σε αποκλεισμούς στο κομματικό επίπεδο -όλοι οι υπόλοιποι πολιτικοί είναι «ανέντιμοι»- και, λιγότερο προφανώς, σε αποκλεισμούς στο επίπεδο των πολιτών: οι αντίπαλοι των λαϊκιστών παρομοιάζονται απ' αυτούς με εθνοπροδότες. Να σημειώσω ότι για τους λαϊκιστές όλα τα πολιτικά θέματα ηθικοποιούνται αμέσως. Δεν υπάρχει η έννοια της νόμιμης διαφωνίας σχετικά με πολιτικές (και, στο τέλος, σχετικά με αξίες), μόνο καλοί εναντίον διεφθαρμένων και προδοτών.

• Υπάρχει όντως δεξιός και αριστερός λαϊκισμός και σε τι συνίσταται η διαφορά τους;

Εάν παρακολουθήσετε την προσέγγισή μου, τότε ο αριστερός λαϊκισμός δεν αποτελεί μια αντίφαση εν τοις όροις, αντίθετα απ' αυτό που ισχυρίζονται ορισμένοι φιλελεύθεροι και ορισμένοι στην Αριστερά.

Ο Τσάβες ήταν ξεκάθαρα λαϊκιστής: μετά από ένα σημείο κατέστη αδύνατο να διαφωνήσεις μαζί του χωρίς να σε κηρύξουν εχθρό του λαού ή του σχεδίου για τον σοσιαλισμό του 21ου αιώνα.

Με άλλα λόγια, επρόκειτο για έναν πλήρη αντι-πλουραλισμό στο όνομα του λαού. Ωστόσο, το Podemos και ο ΣΥΡΙΖΑ -παρότι ορισμένοι από τους ηγέτες τους αποκαλούνται λαϊκιστές- δεν ταιριάζουν στο πρότυπό μου.

Βέβαια, πρέπει να έχουμε κατά νου ότι πρόκειται για νεαρά κόμματα που βρίσκονται σε εξέλιξη με πολλά διαφορετικά ρεύματα και έτσι αυτή η κρίση είναι υπό δοκιμή.

• Τα τελευταία χρόνια βλέπουμε στην Ευρώπη σημαντική άνοδο της Ακροδεξιάς: Ορμπαν, Καζίνσκι, Λεπέν, Βίλντερς, AfD. Δεν μπορεί να μην παρατηρήσουμε όχι μόνο έναν εμφανή ανορθολογισμό της ψήφου, αλλά και της ίδιας της εκστρατείας. Πιστεύετε ότι διανύουμε μια περίοδο στην οποία η ανορθολογική πολιτική γίνεται ο κανόνας στη Δύση;

Θα ήμουν πολύ προσεκτικός με την απόρριψη αυτών των πολιτικών, και κυρίως των ψηφοφόρων τους, ως ανορθολογικών. Εάν σκεφτούμε τους πιο επιτυχημένους απ' αυτούς που αναφέρατε, το αξιοπρόσεκτο είναι ακριβώς ότι το κόμμα του Ορμπαν το 2010 και του Καζίνσκι το 2015 έκαναν σχετικά μετριοπαθείς προεκλογικές καμπάνιες: δεν είπαν στον λαό ότι ήθελαν να καταλάβουν το κράτος, επίσημα ή ανεπίσημα να αλλάξουν το Σύνταγμα κ.λπ.

Γενικά, η εικόνα ενός φαινομενικά ακαταμάχητου κύματος λαϊκισμού και ανορθολογισμού -η οποία αναπαρήχθη ατελείωτα σε πολλά ΜΜΕ τους μήνες μετά την εκλογή Τραμπ- είναι βαθύτατα αποπροσανατολιστική. Τελικά, ο Νάιτζελ Φάρατζ δεν κατάφερε τα πάντα για το Brexit από μόνος του.

Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος εξαρτήθηκε σε μεγάλο βαθμό από παραδοσιακούς συντηρητικούς, όπως ο Μπόρις Τζόνσον και ο Μάικλ Γκόουβ. Ο δρόμος για το Brexit προετοιμάστηκε επίσης επί μακρόν από έναν βαθύτατα αντιευρωπαϊκό Τύπο.

• Και στις ΗΠΑ;

Παρομοίως, ο Τραμπ δεν έγινε πρόεδρος ως υποψήφιος ενός καινοτόμου, αμεσοδημοκρατικού κινήματος διαμαρτυρίας κατά του κατεστημένου. Μάλλον εκπροσωπούσε ένα πολύ κατεστημένο κόμμα και χρειάστηκε επίσης τις ευλογίες μεγάλων ονομάτων των Ρεπουμπλικανών, όπως ο Ρούντι Τζουλιάνι, ο Νιουτ Γκρίνγκριτς και o Κρις Κρίστι.

Αυτό που συνέβη στις 8 Νοεμβρίου δεν ήταν ένας ελεύθερος θρίαμβος για τον λαϊκισμό, αλλά μια επιβεβαίωση του πώς έχει εξελιχθεί στην πραγματικότητα η οπαδική πολιτική στις ΗΠΑ: το 90% των αυτοπροσδιοριζόμενων ως Ρεπουμπλικανών ψήφισαν υπέρ του Τραμπ.

Ξεκάθαρα, δεν θα μπορούσαν να φτάσουν να ψηφίσουν Δημοκρατικούς, ακόμα και εάν ορισμένοι Ρεπουμπλικανοί δήλωναν στις δημοσκοπήσεις ότι είναι βαθύτατα προβληματισμένοι με την υποψηφιότητα Τραμπ.

• Αρα λειτουργούν συμπληρωματικά με το κατεστημένο;

Μέχρι σήμερα, κανένας δεξιός λαϊκιστής δεν έχει έρθει στην εξουσία στη Δυτική Ευρώπη ή στη Βόρεια Αμερική χωρίς τη συνεργασία των κατεστημένων συντηρητικών ελίτ.

Η εικόνα από τα μίντια ενός ακαταμάχητου κύματος -ή η θεωρία που πλασάρει η Λεπέν για μια τις ελίτ που πέφτουν σαν ντόμινο η μία μετά την άλλη- υπερεκτιμά σε τεράστιο βαθμό τη δύναμη των λαϊκιστών. Και αποσπά την προσοχή από την ευθύνη των συντηρητικών.

• Πόσο επηρεάζουν οι λαϊκιστές το πολιτικό σύστημα;

Υπάρχει ένας επιπλέον κίνδυνος στην παρανόηση του λαϊκισμού. Μετά τις ολλανδικές εκλογές, πολλά κανάλια -από το ένα άκρο έως το άλλο- έσπευσαν να ανακηρύξουν μια «μετα-λαϊκιστική στιγμή».

Μια τέτοια προοπτική δεν βλέπει τη διάκριση ανάμεσα στον λαϊκισμό ως αίτημα για ένα ηθικό μονοπώλιο στην αντιπροσώπευση και σε ιδιαίτερες πολιτικές ιδέες οι οποίες έχουν μια συγγένεια με τον λαϊκισμό -σκεφτείτε τους περιορισμούς στους πρόσφυγες και τους μετανάστες- αλλά δεν είναι καθαυτό λαϊκιστικές.

Στην Ολλανδία ο Βίλντερς, ο οποίος όντως είναι λαϊκιστής, τα πήγε χειρότερα απ' ό,τι αναμενόταν. Δύσκολα θα μπορούσε κάποιος να πει ότι «έχασε», δεδομένων των κερδών του κόμματός του σε έδρες.

Ομως ο συμβατικός αντίπαλός του, ο φιλελεύθερος πρωθυπουργός Μαρκ Ρούτε, υιοθέτησε πολλά από τη ρητορική του Βίλντερς, λέγοντας ότι οι μετανάστες που δεν θέλουν να συμπεριφέρονται «φυσιολογικά» πρέπει να εγκαταλείψουν τη χώρα.

Ο Ρούτε δεν έγινε λαϊκιστής – δεν ισχυρίζεται ότι είναι ο μοναδικός εκπρόσωπος του αυθεντικού ολλανδικού λαού. Ομως η πολιτική κουλτούρα μετατοπίζεται προς τα δεξιά, χωρίς κανενός είδους κατάλληλη δημοκρατική εξουσιοδότηση από τους πολίτες και οι μειονότητες έχουν αρκετούς λόγους για να ανησυχούν.

Μ' αυτή την έννοια, αντί να βλέπουμε τη μετα-λαϊκιστική στιγμή που ήδη αναγγέλθηκε από τους δημοσιογράφους, ίσως γινόμαστε μάρτυρες της νίκης των λαϊκιστών, παρότι επισήμως δεν έχουν νικήσει.

• Οι διαμαρτυρίες ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό και την παγκοσμιοποίηση χαρακτηρίζονται από τις κυβερνήσεις ως «λαϊκισμός». Αποτελεί αυτό έναν βολικό τρόπο για να υπερβούν κάθε κριτική και να εξουδετερώσουν τα κοινωνικά και πολιτικά κινήματα;

Ναι, πολύ συχνά, όταν οι παρατηρητές -ή οι εκπρόσωποι της Ε.Ε.- αποκαλούν το Podemos και τον ΣΥΡΙΖΑ λαϊκιστές, είναι για να τους δυσφημήσουν και τελικά τους βάζουν στην ίδια κατηγορία με τη Λεπέν. Αλλά, για να υπογραμμίσω για ακόμα μία φορά τη διαφορά, αυτά τα κόμματα δεν είναι από θέση αρχών αντιευρωπαϊκά με τον τρόπο που είναι η Λεπέν. Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι η διαμαρτυρία δεν αποτελεί πρόβλημα για τη δημοκρατία.

Αντίθετα, το γεγονός ότι οι πολίτες ψηφίζουν ή διαμαρτύρονται ειρηνικά δείχνει ότι έχουν την ελπίδα ότι θα ακουστούν. Τα τελευταία χρόνια, η ενέργεια των «κινημάτων των πλατειών» στην Αθήνα και τη Μαδρίτη διοχετεύτηκε σε σχηματισμούς όπως ο ΣΥΡΙΖΑ και το Podemos. Οι τελευταίοι κατάφεραν να φέρουν στις κάλπες εκείνους που παλιότερα απείχαν.

Σε ένα διαφορετικό πολιτικό σύμπαν, η διαμαρτυρία θα μπορούσε να διαχωριστεί πλήρως από την κοινοβουλευτική πολιτική: ίσως κάποιοι πολίτες να είχαν καταλήξει στη βία. Αντίθετα, τα κομματικά συστήματα στη Νότια Ευρώπη έδειξαν μια εκπληκτική ικανότητα να εκφράσουν τις νέες ανησυχίες και τις συγκρούσεις (κυρίως γύρω από την ευρωκρίση και τη διαφθορά).

Μ' αυτή την έννοια, δεν αντανακλούν τόσο μια κρίση εκπροσώπησης, όπως λέγεται συχνά, αλλά το γεγονός ότι ίσως τα πολιτικά συστήματα μπορούν να ανανεωθούν.

Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 13/5/2017.

Μετά τη νίκη Μακρόν, ξανά εθνικισμοί;

Και τώρα τι; Μπορούμε να μιλάμε για νίκη των φιλοευρωπαϊκών, δημοκρατικών δυνάμεων; Για ήττα του εθνικισμού; Αυτό είναι, περίπου, το ερώτημα για αρκετούς στη Γαλλία και την Ευρώπη.

Με βάση τα αποτελέσματα του δεύτερου γύρου των προεδρικών εκλογών, ο Μακρόν έλαβε το 66,1% και η Λεπέν το 33,9%. Η αποχή ξεπέρασε το ένα τέταρτο (25,4%), ενώ τα λευκά έφτασαν στο 11,5%. Ο Μακρόν θα βρίσκεται στην προεδρία για τα επόμενα πέντε χρόνια.

Οι κάλπες επίσης έδειξαν ότι, σε εθνικό επίπεδο, 10,6 εκατομμύρια Γάλλων (το 1/3 των ψηφοφόρων) ήθελαν τη Λεπέν στην προεδρία. Παρότι η Ακροδεξιά προσδοκούσε ένα μεγαλύτερο ποσοστό, κάθε άλλο παρά περιθωριοποιημένη είναι σε εθνικό επίπεδο:

πήρε 4 εκατομμύρια περισσότερες ψήφους σε σχέση με το 2012 και, άρα, η Λεπέν -το αντιδημοκρατικό, ρατσιστικό, αντιευρωπαϊκό κόμμα της- επαίρεται για το ότι θα είναι η βασική αντιπολιτευτική δύναμη απέναντι στον Εμανουέλ Μακρόν την επόμενη πενταετία, δεδομένης της κατάρρευσης των δύο βασικών μεταπολεμικών γαλλικών κομμάτων και του κατακερματισμού της Αριστεράς.

Επιπλέον, σύμφωνα με μετεκλογικές δημοσκοπήσεις, πάνω από το 40% των ψηφοφόρων του Μακρόν δήλωσαν ότι ψήφισαν κατά της εθνικίστριας Λεπέν και όχι υπέρ του Μακρόν. Ετσι, το 66,1% δεν σημαίνει απόλυτη νίκη ούτε γαλλική επιταγή υπέρ του προγράμματός του, εφόσον η εφαρμογή του ή όχι θα καθοριστεί και από το αβέβαιο αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών στις 11 και 18 Ιουνίου.

Επομένως, ο Μακρόν θα πρέπει να κάνει ό,τι απέτυχε να κάνει ο απερχόμενος Ολάντ: πρώτον, να συσπειρώσει γύρω του τους Γάλλους και, δεύτερον, να αλλάξει το τρέχον μοντέλο της Ευρώπης.

Στην Ε.Ε., μετά τη νίκη Μακρόν, την ανησυχία διαδέχθηκε η μακαριότητα. Τα θεσμικά όργανα της Ε.Ε. διαμήνυσαν στη Γαλλία «αποφασιστικότητα και εφαρμογή των αναγκαίων οικονομικών μεταρρυθμίσεων».

Λίγες ώρες μετά την εκλογή Μακρόν, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, επέκρινε τους Γάλλους για δημοσιονομική ανευθυνότητα στο σκέλος των δαπανών: «Πολύ χρήμα σε λάθος πράγματα». Η Γαλλία αναμένεται να έχει δημοσιονομικό έλλειμμα που ξεπερνά το 3% του ΑΕΠ που θέτει η Ε.Ε. για τις χώρες της ευρωζώνης - κανόνας που, στην ουσία, ήταν μια γαλλική επινόηση.

Στην προεκλογική εκστρατεία του, ο Μακρόν υποσχέθηκε εφαρμογή του 3% με περικοπή έως και 120.000 θέσεων εργασίας από τον δημόσιο τομέα, ύψους 60 δισ. ευρώ για την πενταετία, με το επιχείρημα ότι το Βερολίνο θα σεβαστεί το Παρίσι εφόσον η Γαλλία ανακτήσει την πρότερη αξιοπιστία της μέσω των οικονομικών μεταρρυθμίσεων... λιτότητας.

Ομως, ας μην ξεχνάμε ότι σχετικά με την οικονομία, το εμπόριο, τα πιθανά οφέλη που προσδοκά η Γαλλία από μια σκληρή γραμμή στο Brexit, ακόμα και για το ελληνικό χρέος, ο Μακρόν ήδη έχει επικριθεί από τη γερμανική ηγεσία:

«Οι Γάλλοι βάζουν ιδέες, αλλά εμείς βάζουμε το χέρι στην τσέπη». Μόνον ο υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας, Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, είδε τη νίκη Μακρόν ως «πρόκληση για την ηγεσία της Ε.Ε.», υπονοώντας ότι η φιλοευρωπαϊκή στάση και η νίκη του «είναι επίσης μια εντολή για εμάς τους Γερμανούς: θα πρέπει να κάνουμε περισσότερα για την Ευρώπη και όχι να κουνάμε το δάχτυλο».

Ετσι, οι γερμανικές βουλευτικές εκλογές τον Σεπτέμβριο του 2017 θεωρούνται ορόσημο για περαιτέρω εξελίξεις σε όλη την Ευρώπη, δεδομένου του αιτήματος του γαλλικού φιλελεύθερου Κέντρου για αλλαγές στην Ευρώπη. Κατά τον Μακρόν: «Η Ε.Ε. είτε θα αλλάξει είτε θα αντιμετωπίσει ένα πιθανό Frexit».

Ομως, το 2017, στη σκιά του εορτασμού των 70 χρόνων του Σχεδίου Μάρσαλ, οι τρέχουσες αναλύσεις δεν απαντούν σε κανένα από τα ζωτικά προβλήματα της Ενωσης που έχει χτιστεί από κράτη με ορισμένο αριθμό εργαλείων και πολλές αδυναμίες για τη συνολική ευημερία.

Ακόμα και η καταπολέμηση του λαϊκισμού σημαίνει την αναδημιουργία οράματος και νοήματος, δηλαδή μακροπρόθεσμο κοινωνικοοικονομικό και πολιτικό σχέδιο, όπως αυτό του 1947 - που ακόμα απουσιάζει.

Το 82% των Ευρωπαίων θέλει μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα της Ε.Ε. στον αγώνα κατά της τρομοκρατίας, το 78% για την ευημερία, το 75% στον αγώνα για την καταπολέμηση της φορολογικής απάτης, το 74% όσον αφορά τη μετανάστευση, το 71% όσον αφορά την προστασία των εξωτερικών συνόρων και το 66% στον τομέα της ασφάλειας και της άμυνας.

Η Ε.Ε. έχει δείξει μάλλον αδυναμία να συμβάλει στη σταθεροποίηση των οικονομικών κύκλων, των προϋπολογισμών ή ακόμη στη διατήρηση της ασφάλειας και του κράτους δικαίου. Η ανοικοδόμηση ενός ευρωπαϊκού πολιτικού και κοινωνικού μοντέλου ηπειρωτικής κλίμακας εμποδίζεται από εμμονές, υπαγορευμένες εθνικές λύσεις, την αναζωπύρωση των εθνικισμών∙ από την άρνηση των κρατών για αλληλεγγύη∙ την άρνηση καταπολέμησης των ανισοτήτων.

Αυτό είναι που θέλουν οι πολίτες καθώς ψάχνουν να ξαναβρούν τη μοίρα τους στον μεταβαλλόμενο κόσμο; Αυτό θέλουν οι Γάλλοι, οι 'Αγγλοι, οι Ισπανοί, οι Ιταλοί, οι Έλληνες και οι άλλοι; Σε αυτά απαντήσεις δεν υπάρχουν.

Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 12/5/2017.

Ο λαϊκισμός θα ηττηθεί με επαναπροσέγγιση των αδύναμων

Όταν μετά τα γεγονότα του '89-'90 ο Φουκουγιάμα επανερχόταν στο αξίωμα του "τέλους της Ιστορίας", οι δυτικές μυωπικές ελίτ, που επαφίενται στη φιλελεύθερη πίστη και την προκαθορισμένη αρμονία μεταξύ της δημοκρατίας και της οικονομίας της αγοράς, εκφράστηκαν διθυραμβικά. Δημοκρατία και οικονομία της αγοράς διαμορφώνουν τη δυναμική του κοινωνικού εκσυγχρονισμού, αλλά κάνουν αναφορά σε αξιώματα λειτουργικά που τείνουν να βρίσκονται σε διαρκή αντιπαράθεση. Η επίτευξη μιας ισορροπημένης συμμετοχής του λαού στις οικονομίες με υψηλό δείκτη ανάπτυξης έγινε εφικτή μόνο χάρη στην ύπαρξη ενός δημοκρατικού κράτους.

Σήμερα, προκαλούν ανησυχία η παγκόσμια αταξία και αδυναμία των Ηνωμένων Εθνών και της Ευρώπης απέναντι στην αύξηση των διεθνών συρράξεων. Είναι προφανές ότι Τουρκία και Ρωσία δεν συνιστούσαν πρότυπα δημοκρατίας και πριν από τον Ερντογάν και τον Πούτιν. Εάν η πολιτική στάση της Δύσης ήταν πιο οξυδερκής, ίσως να είχε διαμορφωθεί ένα διαφορετικό πλαίσιο σχέσεων που να στήριζε και τον εκεί φιλελεύθερο πληθυσμό.

Είναι προφανές ότι η Δύση, και εξαιτίας των αποκλινόντων συμφερόντων της, δεν ήταν εύκολο να αναμετρηθεί αποτελεσματικά και έγκαιρα με τις γεωπολιτικές φιλοδοξίες της ρωσικής υπερδύναμης ή με τις ευρωπαϊκές αναμονές της ευερέθιστης τουρκικής κυβέρνησης. Με εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά εμφανίζεται η περίπτωση του εγωκεντρικού Τραμπ. Με την άθλια εκλογική του εκστρατεία, ο Τραμπ διαμόρφωσε συνθήκες ακραίας πόλωσης, μιας πόλωσης που οι Ρεπουμπλικανοί σχεδίαζαν από τη δεκαετία του '90 και που τώρα έχει ξεφύγει από τον έλεγχο του κομματικού κατεστημένου, ενός κόμματος που δεν έπαψε να είναι το κόμμα του Αβραάμ Λίνκολν. Αυτή η ενεργοποίηση της απαρέσκειας εξέφρασε και τις κοινωνικές εντάσεις που έχουν εκδηλωθεί σε αυτή την παρακμάζουσα υπερδύναμη. Εκείνο που με ανησυχεί δεν είναι τόσο η υπό διαμόρφωση αυταρχική διεθνής όσο η πολιτική αποσταθεροποίηση όλων των ευρωπαϊκών χωρών.

Η παγκοσμιοποίηση είχε αποτέλεσμα την παρακμή της Ευρώπης σε σχέση με την Κίνα και τις ανερχόμενες χώρες της BRICS. Οι κοινωνίες μας πρέπει να εξοικειωθούν με την πορεία παρακμής και ταυτόχρονα με την εκρηκτική συνθετότητα της καθημερινότητάς μας εξαιτίας της τεχνολογικής ανάπτυξης. Οι εθνικιστικές αντιδράσεις ενισχύονται στα κοινωνικά στρώματα που δεν επωφελούνται από την κοινωνική ευμάρεια ή επωφελούνται ελάχιστα.

Πριν από κάθε αντίδραση τακτικισμού, πρέπει να δώσουμε απάντηση στο ερώτημα: Πώς συνέβη ο λαϊκισμός της Δεξιάς να αποστερεί την Αριστερά από τα θέματα τα οποία την καθόριζαν; Πρέπει να αναρωτηθούμε γιατί τα κόμματα της Αριστεράς δεν θέλουν να ηγηθούν μιας αποφασιστικής πάλης ενάντια στην κοινωνική ανισότητα. Κατά την άποψή μου, η μοναδική εναλλακτική τόσο στο υφιστάμενο καθεστώς του άγριου χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού όσο και της υποτιθέμενης ανάκαμψης του εθνικού κράτους, που στην πραγματικότητα είναι διάτρητη από καιρό, είναι μια υπερεθνική συνεργασία η οποία θα είναι ικανή να δώσει μια διαφορετική πολιτική απάντηση, κοινωνικά αποδεκτή, στην παγκοσμιοποίηση της οικονομίας. Καταρχάς, αυτό ήταν όραμα και στόχος της Ευρωπαϊκής Ένωσης· η ευρωπαϊκή πολιτική ένωση μπορεί ακόμα να είναι η πρόταση.

Το λάθος των παραδοσιακών κομμάτων συνίσταται στην αποδοχή του μετώπου μέσω του οποίου το δεξιό λαϊκίστικο μέτωπο προσδιορίζεται ως μέτωπο κατά του συστήματος. Το έδαφος κάτω από τα πόδια του δεξιού λαϊκισμού μπορεί να χαθεί μόνο μέσα από την απόρριψη της θεματικής του. Θα έπρεπε εκ νέου να καταστούν σαφείς οι πολιτικές αντιθέσεις, καθώς επίσης και η διαφορά ανάμεσα στον αριστερό κοσμοπολιτισμό και στην εθνικιστική δυσοσμία της δεξιάς κριτικής στην παγκοσμιοποίηση.

Εν κατακλείδι, η πολιτική πόλωση μεταξύ των παραδοσιακών κομμάτων θα πρέπει ξανά να εστιάσει στις πραγματικές διαφορές. Τα κόμματα τα οποία εντρυφούν περί τον δεξιό λαϊκισμό, αντί να τον απαξιώνουν, δεν πρέπει να θεωρούν πως η κοινωνία των πολιτών από μόνη της θα απορρίψει τη δεξιά βία και θεματολογία.

Δημοσιεύτηκε στην "Αυγή" στις 3/5/2017.

Η ελευθερία των ΜΜΕ είναι το βαρόμετρο της δημοκρατίας και της ευημερίας

Με ευκαιρία τον εορτασμό της Παγκόσμιας Ημέρας Ελευθερίας του Τύπου (3 Μαϊου), ο Στέλιος Κούλογλου συμμετείχε ως κεντρικός ομιλητής σε ανοιχτή συζήτηση στην έδρα των Ηνωμένων Εθνών στη Γενεύη, την οποία διοργάνωσαν ο ΟΗΕ και η UNESCO με πρωτοβουλία της Μόνιμης Αντιπροσώπου της Ελλάδας στον ΟΗΕ, κυρίας Κόρκα.

Με τίτλο, «Ο ρόλος των ΜΜΕ στην προώθηση ειρηνικών και δίκαιων κοινωνιών χωρίς αποκλεισμούς», η συζήτηση πραγματοποιήθηκε με τη συμμετοχή διπλωματών, στελεχών διεθνών οργανισμών, δημοσιογράφων και επαγγελματιών των μέσων ενημέρωσης.

Στο πλαίσιο της ομιλίας του, ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ μίλησε για την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης η οποία στις μέρες μας απειλείται εξαιτίας μιας σειράς λόγων, όπως η συγκέντρωση της ιδιοκτησίας των μέσων ενημέρωσης σε όλο και λιγότερα χέρια, η διάβρωση της δημοκρατίας, η νομιμοποιημένη πλέον παρακολούθηση των δημοσιογράφων, ο εκφοβισμός τους και οι φυσικές επιθέσεις εναντίον τους, η στοχοποίηση των πληροφοριοδοτών δημοσίου συμφέροντος και η άνοδος της ρομποτικής δημοσιογραφίας και των ψευδών ειδήσεων.

Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της ομιλίας:

«Η συζήτηση για την ελευθερία του Τύπου θέτει από μόνη της ένα παράδοξο. Ποτέ στην ιστορία της ανθρωπότητας δεν έχει υπάρξει τόση αφθονία πληροφοριών και μέσων μαζικής ενημέρωσης όση σήμερα, αν ληφθούν υπόψη οι ιστοσελίδες ειδήσεων και τα κοινωνικά μέσα ενημέρωσης.

Όχι για όλους και όχι για κάθε χώρα φυσικά. Περίπου το ένα τρίτο του παγκόσμιου πληθυσμού - 2,3 δισεκατομμύρια - δεν έχει πρόσβαση στο Διαδίκτυο. Και δεν μπορούμε να τους ξεχνούμε.

Παρόλα αυτά, η γενική τάση είναι πως σήμερα έχουμε περισσότερες ειδήσεις απ' ό, τι παλιότερα. Και όμως, σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της ΜΚΟ Δημοσιογράφοι χωρίς Σύνορα για το 2016, η ελευθερία των μέσων ενημέρωσης απειλείται πλέον, περισσότερο από ποτέ. «Έχουμε φθάσει στην εποχή της μετα-αλήθειας, της προπαγάνδας και της καταπίεσης των ελευθεριών σε έναν κόσμο στον οποίο οι επιθέσεις στα μέσα ενημέρωσης αποτελούν πια κοινοτοπία», καταλήγει η έκθεση.

Ας ρίξουμε μια ματιά στους πέντε βασικούς λόγους αυτής της καταστροφικής εξέλιξης.

1. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες, παρατηρείται μια αυξανόμενη τάση για συγκέντρωση της ιδιοκτησίας των μέσων ενημέρωσης σε όλο και λιγότερα χέρια

Η εξάρτηση των μέσων ενημέρωσης από πολιτικά και οικονομικά κέντρα ισχύος διαρκώς αυξάνεται. Τα οικονομικά προβλήματα του παραδοσιακού Τύπου, τόσο των έντυπων όσο και των ραδιοτηλεοπτικών μέσων, καθιστούν τους δημοσιογράφους πιο ευάλωτους στη λογοκρισία και στην αυτολογοκρισία.

2. Η διάβρωση της δημοκρατίας μέσω των αντιτρομοκρατικών νόμων που θεσπίστηκαν μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου και η άνοδος των δημαγωγών

Από αυτή την άποψη, η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ αποτελεί σημείο καμπής. Ας παρατηρήσουμε μόνο τη σχέση του με την εφημερίδα που θεωρείται η πιο σημαντική στον κόσμο, τους New York Times. Από τότε που ανακοίνωσε την υποψηφιότητά του, το καλοκαίρι του 2015, ο τότε υποψήφιος και σήμερα πρόεδρος Τραμπ έχει αναρτήσει τουλάχιστον 70 tweets αναφερόμενος στην εφημερίδα, αποκαλώντας την «αηδιαστική» και «ανέντιμη», μια «εφημερίδα που πεθαίνει» και «γράφει μυθεύματα». Η εφημερίδα υπέστη απαγόρευση της πρόσβασης στις ενημερώσεις δημοσιογράφων του Λευκού Οίκου. Αποτελεί, εν ολίγοις, "τον εχθρό του Αμερικανικού Λαού", όπως τη χαρακτήρισε ο Τραμπ. Ποτέ στην ιστορία των ΗΠΑ δεν έχουν σημειωθεί παρόμοιες ρητορικές μίσους. Και η άνοδος των δημαγωγών δεν είναι ίδιο μονάχα της Βόρειας Αμερικής. Τη βλέπουμε επίσης στην Ουγγαρία, στη Ρωσία ή στην Τουρκία, η οποία έχει καταστεί η μεγαλύτερη φυλακή δημοσιογράφων.

3. Η παρακολούθηση των δημοσιογράφων, ακόμη και στις πιο προηγμένες δημοκρατίες και η στοχοποίηση των πληροφοριοδοτών δημοσίου συμφέροντος

Πέρυσι, η γερμανική Μπούντεσταγκ ψήφισε νόμο που επεκτείνει τις εξουσίες μαζικής παρακολούθησης της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Πληροφοριών (BND) χωρίς να κάνει καμία εξαίρεση για τους δημοσιογράφους. Οι λόγοι που αναφέρθηκαν για την εφαρμογή του νέου νόμο ήταν κυρίως η ανάγκη καταπολέμησης της τρομοκρατίας. Η BND μπορεί πλέον να κατασκοπεύει βάσει νόμου όλους τους μη Γερμανούς και τους μη υπηκόους της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των δημοσιογράφων και των δικηγόρων. Όπως αποδεικνύεται, παρά τις επικρίσεις που δέχτηκε, ο νόμος αυτός συνέβαλε στη νομιμοποίηση των υφιστάμενων πρακτικών. Σύμφωνα με έγγραφα που δημοσίευσε το περιοδικό Spiegel, ανάμεσα στους στόχους παρακολούθησης συγκαταλέγονταν το βρετανικό BBC στο Αφγανιστάν και στο Λονδίνο, οι New York Times στο Αφγανιστάν, καθώς και τα κινητά και δορυφορικά τηλέφωνα του πρακτορείου ειδήσεων Reuters σε διάφορες χώρες. Μπορείτε να φανταστείτε τι θα συμβεί με τους Βρετανούς δημοσιογράφους μετά το Brexit.

Στα τέλη του 2016, το Ηνωμένο Βασίλειο ενέκρινε νέο νόμο που επεκτείνει τις αρμοδιότητες επιτήρησης των βρετανικών υπηρεσιών πληροφοριών, ο οποίος θεωρήθηκε "το πιο ακραίο νομοθέτημα που σχετίζεται με τις πρακτικές παρακολούθησης στην ιστορία του Ηνωμένου Βασιλείου". Στις αρχές του 2017, ο προτεινόμενος νέος «νόμος περί κατασκοπείας» προέβλεπε να δοθεί το δικαίωμα στα δικαστήρια, να καταδικάζουν σε φυλάκιση έως και 14 ετών δημοσιογράφους που χρησιμοποιούν πληροφορίες οι οποίες έχουν διαρρεύσει.

Τον Νοέμβριο, στον Καναδά, ανακαλύφθηκε ότι τουλάχιστον έξι δημοσιογράφοι είχαν πέσει θύματα υποκλοπής από την επαρχιακή αστυνομία του Κεμπέκ, η οποία, μόλις λίγες εβδομάδες πριν, είχε κατασχέσει τον υπολογιστή ενός δημοσιογράφου στο πλαίσιο επιδρομής που πραγματοποίησε στην εφημερίδα του. Σκοπός αυτής της πράξης ήταν να εντοπιστούν πηγές, τις οποίες οι δημοσιογράφοι έχουν καθήκον να προστατεύουν.

Σίγουρα, μετά τις αποκαλύψεις του Σνόουντεν σχετικά με το παγκόσμιο σύστημα παρακολούθησης της Εθνικής Υπηρεσίας Ασφαλείας των ΗΠΑ, όλοι γνωρίζουμε ότι αποτελούμε εν δυνάμει στόχους παρακολούθησης. Όμως, ο Σνόουντεν, τα Wikileaks και οι πληροφοριοδότες δημοσίου συμφέροντος καταδιώκονται και απειλούνται. Η τιμωρία των δύο πληροφοριοδοτών του σκανδάλου LuxLeaks, που αποκάλυψαν ότι το Λουξεμβούργο αποτελούσε φορολογικό παράδεισο στην καρδιά της ΕΕ, καθώς και η δίκη του δημοσιογράφου που δημοσίευσε τις διαρροές, ήταν το πράσινο φως για να καταδιώκεται κάθε άτομο το οποίο προσπαθεί να πει την αλήθεια που δε βολεύει τις αρχές.

4. Οι φυσικές επιθέσεις και ο εκφοβισμός των δημοσιογράφων

Το 2016, 74 δημοσιογράφοι σκοτώθηκαν σε συνθήκες που σχετίζονταν με τη δουλειά τους. Κάποιοι σκοτώθηκαν επί τω έργω, ενώ έκαναν ρεπορτάζ. Οι περισσότεροι ήταν, ξεκάθαρα, τα σκοπίμως στοχευμένα θύματα μιας θανατηφόρας βίας.

Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, οι δημοσιογράφοι σε εμπόλεμες ζώνες αποτελούν πλέον στόχο. Το σημείο καμπής υπήρξε ο βομβαρδισμός της Σερβικής Τηλεόρασης το 1999, όταν η διοίκηση του ΝΑΤΟ χαρακτήρισε τις κεντρικές εγκαταστάσεις της, στρατιωτικό στόχο. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, 827 δημοσιογράφοι και εργαζόμενοι στα μέσα ενημέρωσης σκοτώθηκαν.

Σε παγκόσμιο επίπεδο, τα δύο τρίτα των δημοσιογράφων που σκοτώθηκαν το 2016 βρίσκονταν σε εμπόλεμες ζώνες. Αλλά δεν πρόκειται μόνο για τις εμπόλεμες ζώνες -- στις 21 Απριλίου, το Συμβούλιο της Ευρώπης δημοσίευσε τα αποτελέσματα που εξάγονται από την πρώτη μεγάλης κλίμακας έρευνα με αντικείμενο τους δημοσιογράφους σε ολόκληρη την Ευρώπη. Περισσότερα από τα δύο τρίτα των 940 δημοσιογράφων που συμμετείχαν, δήλωσαν ότι αντιμετώπισαν φυσικές επιθέσεις, εκφοβισμό ή παρενόχληση λόγω της εργασίας τους τα τελευταία τρία χρόνια.

Κι αυτό συμβαίνει στην Ευρώπη μας, δεν αναφερόμαστε στον λυπηρό κατάλογο από το Μεξικό ως το Μπαχρέιν.

5. Η άνοδος της ρομποτικής δημοσιογραφίας και των ψευδών ειδήσεων, αλλά και η διαστρέβλωση του προβλήματος

Πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου Reuters έδειξε ότι στη συντριπτική πλειοψηφία των 26 χωρών που αναλύθηκαν, οι περισσότεροι άνθρωποι εμπιστεύονται περισσότερο ως πηγή ειδήσεων τα κοινωνικά μέσα ενημέρωσης απ' ότι τις εφημερίδες. Αλλά οι ειδήσεις στα κοινωνικά μέσα δεν παράγονται από επαγγελματίες. Οι δημοσιογράφοι κάνουν λάθη και μερικές φορές διαδίδουν ψέματα και προπαγάνδα, αλλά υπάρχουν περισσότεροι μηχανισμοί για τον έλεγχό τους από ό, τι για τα «αθώα» κοινωνικά μέσα μαζικής ενημέρωσης.

Η κατανάλωση πληροφοριών στο διαδίκτυο δημιουργεί ένα άλλο πρόβλημα. Τα ρομπότ συχνά υπαγορεύουν ποιες είναι οι κύριες ειδήσεις. Χρησιμοποιούν τον περίφημο αλγόριθμό τους γι' αυτό. Οι άνθρωποι έχουν την τάση να πιστεύουν ότι όσο περισσότεροι άνθρωποι διαβάζουν, κάνουν like ή κοινοποιούν (share) μια είδηση, τόσο πιο αξιόπιστη είναι.

Αλλά μια ανάλυση από την αμερικανική ιστοσελίδα ειδήσεων Buzzfeed, η οποία πραγματοποιήθηκε τον Νοέμβριο του 2016, διαπίστωσε ότι κατά τους τελευταίους μήνες της προεκλογικής περιόδου των προεδρικών στις ΗΠΑ, οι ψευδείς ειδήσεις υπερέβησαν τις πραγματικές στα κοινωνικά μέσα, κατορθώνοντας μάλιστα περισσότερες κοινοποιήσεις (share) και μεγαλύτερη αναγνωσιμότητα απ' ότι το ειδησεογραφικό περιεχόμενο κυρίαρχων μέσων ενημέρωσης. Κατ' αναλογία, μια πρόσφατη έρευνα έδειξε ότι σχεδόν το ένα τέταρτο των Αμερικανών ενηλίκων κοινοποίησαν ψευδείς ειδήσεις, εν γνώσει ή εν αγνοία τους.

Αυτή όμως, είναι η μία πλευρά του νομίσματος. Από την άλλη, μια μελέτη που δημοσιεύτηκε από την επιθεώρηση Columbia Journalism Review το 2017, διαπίστωσε ότι το αναγνωστικό κοινό των ιστοχώρων ψευδών ειδήσεων είναι περίπου 10 φορές μικρότερο από αυτό των ιστοχώρων αληθών ειδήσεων. Ακόμη ένα πρόβλημα που τίθεται για την αντιμετώπιση των ψευδών ειδήσεων είναι ότι ο όρος συχνά χρησιμοποιείται από τους άμεσα εμπλεκόμενους για να καταγγείλουν μη κολακευτικές ή «άβολες» αναφορές στο πρόσωπό τους, όπως για παράδειγμα, ο Αμερικανός Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, που συχνά κατηγορεί έγκριτα ΜΜΕ ως φορείς ψευδών ειδήσεων. Στην Αίγυπτο, για παράδειγμα, ένας δημοσιογράφος του Al Jazeera που συνελήφθη τον Δεκέμβριο του 2016 εξακολουθεί να βρίσκεται στη φυλακή με την κατηγορία ότι μετέδιδε ψευδείς ειδήσεις.

Ελλοχεύει λοιπόν ο κίνδυνος της υπερβολής.

Ποια είναι η απάντηση σε όλα αυτά;

- Προώθηση και προστασία της επαγγελματικής δημοσιογραφίας.

- Χρειαζόμαστε μια διεθνή συμφωνία που θα ορίζει ότι οι δημοσιογράφοι πρέπει να προστατεύονται από όλες τις πλευρές σε έναν πόλεμο.

- Οι δημοκρατίες πρέπει να βρουν τρόπους για να βοηθούν τα μέσα ενημέρωσης που βρίσκονται σε κίνδυνο, είτε γιατί δραστηριοποιούνται σε χώρες με απολυταρχικά καθεστώτα είτε λόγω οικονομικών προβλημάτων. Η ερευνητική δημοσιογραφία διαδραματίζει καίριο ρόλο, αποκαλύπτοντας πολιτικές και οικονομικές παρατυπίες.

- Εκπαίδευση: Τα σχολεία πρέπει να διδάσκουν στους νέους πώς να διακρίνουν τις πραγματικές από τις ψευδείς ειδήσεις. Στη σημερινή εποχή της πληροφορίας, είναι τόσο σημαντικό όσο ήταν στους προηγούμενους αιώνες το να μάθει κανείς το αλφάβητο.

- Δεν πρέπει να ξεχνάμε τα 2,3 δισεκατομμύρια που δεν έχουν πρόσβαση στο διαδίκτυο. Τις γυναίκες και τις μειονότητες που υπο-εκπροσωπούνται στον τομέα των μέσων ενημέρωσης.

- Όταν τα μέσα είναι ελεύθερα και ανεξάρτητα, μπορούν να διασφαλίσουν ότι το κράτος δικαίου εφαρμόζεται και γίνεται απολύτως σεβαστό. Δεν αφορά μόνον την ελευθερία της έκφρασης. Αφορά επίσης την καταπολέμηση της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής και την προώθηση της κοινωνικής δικαιοσύνης.

Η ελευθερία των μέσων ενημέρωσης είναι το βαρόμετρο της δημοκρατίας και της ευημερίας».

Δημοσιεύτηκε στο tvxs στις 3/5/2017.

ΟΚΕ: «Εχουμε ευθύνη όλοι να μάθουμε να ακούμε»

Η συμπλήρωση 60 χρόνων από τη Συνθήκη της Ρώμης αποτελεί και συμβολικά καμπή για την πορεία της Ευρώπης των «27». Η ΟΚΕ θεωρεί εξαιρετικά σημαντική την υπογραφή της διακήρυξης της Ρώμης από τους Ευρωπαίους ηγέτες σε μια περίοδο μεγάλων δυσκολιών και έντονων αμφισβητήσεων της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Μια υπογραφή που επιβεβαίωσε τη βούληση των λαών για βελτίωση της Ε.Ε., η οποία αποτελεί τολμηρό και μακρόπνοο σχέδιο, μοναδικό στην Ιστορία. Η ΟΚΕ χαιρετίζει και τη ρητή δέσμευση ότι σε αυτήν την πορεία θα ακούγονται περισσότερο και αποτελεσματικότερα οι ανησυχίες που εκφράζουν οι πολίτες και τα θεσμικά όργανα. Σκοπεύει δε να συμμετάσχει με την ευρωπαϊκή ΟΚΕ και τις εθνικές ΟΚΕ σε κάθε συζήτηση που αφορά την κοινωνική διάσταση της Ευρώπης, την εμβάθυνση της οικονομικής και νομισματικής ένωσης, το μέλλον της ευρωπαϊκής άμυνας και ασφάλειας. Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια η Ε.Ε., αλλά και τα κράτη-μέλη χωριστά, ειδικά του Νότου, βιώνουν έντονη κρίση η οποία έχει οδηγήσει τα πράγματα σε σημείο στρατηγικής ακινησίας. Κακά τα ψέματα: Υπάρχει αδυσώπητος ανταγωνισμός των εθνικών παραγωγικών συστημάτων και σειρά βαθέων διαρθρωτικών προβλημάτων που ταλανίζουν το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Και δυστυχώς, σ' ένα τέτοιο περιβάλλον ο κοινωνικός διάλογος ακούγεται συχνά σαν είδος ξεπερασμένο, είδος πολυτελείας.

Τώρα είναι, όμως, που ο επαναπροσδιορισμός του ρόλου και της δράσης της οργανωμένης κοινωνίας των πολιτών καθίσταται περισσότερο αναγκαίος από ποτέ, ώστε ν' αντιμετωπισθούν οι νέες προκλήσεις στο κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό γίγνεσθαι, και να οικοδομηθούν πολιτικές με βάση τη βιώσιμη ανάπτυξη και την αμοιβαία αλληλεγγύη παντού στην Ευρώπη. Τώρα είναι που οι ανάγκες, ιδίως των νέων ανθρώπων, για επικοινωνία, συμμετοχή, ελπίδα, εργασία, για δικαιότερη διανομή του οικονομικού αποτελέσματος και έναν καλύτερο κόσμο γίνονται ολοένα και πιο επιτακτικές. Εχουμε ευθύνη όλοι να μάθουμε ν' ακούμε και να συνθέτουμε, και όχι μόνο να μιλάμε.

Σε κάθε περίπτωση, η ΟΚΕ θα είναι εδώ και θα αποτελεί σταθερό σημείο πρωτοβουλιών διαλόγου, σύνθεσης ιδεών και απόψεων για κάθε ζήτημα μείζονος κοινωνικού και οικονομικού ενδιαφέροντος. Θα είναι σύμμαχος σε κάθε προσπάθεια μετάβασης από την Ελλάδα με τις παθογένειες του χθες, σε μια σύγχρονη αναγεννημένη Ελλάδα που θα κρατάει τα παιδιά της. Θα είναι αρωγός σε κάθε προσπάθεια αντιμετώπισης των αλλαγών που προκύπτουν σ' έναν ταχέως μεταβαλλόμενο κόσμο, για μια Ευρώπη ανταγωνιστική, ασφαλή και δίκαιη. Μια Ευρώπη «μεγάλη στα μεγάλα ζητήματα και μικρή στα μικρά». Η Επιτροπή μας εργάζεται μεθοδικά ώστε να πετύχει ευρείες συναινέσεις σε ζητήματα αιχμής και θέματα καίρια για την οικονομία μας, όπως το μέλλον της εργασίας, οι προκλήσεις για τη δημιουργία και τη διατήρηση ποιοτικής απασχόλησης και ένα εθνικό σχέδιο βιώσιμης ανάπτυξης, ενώ καλεί τους κοινωνικούς εταίρους και την κοινωνία των πολιτών να καταθέσουν τις προτάσεις τους με υπευθυνότητα και ειλικρίνεια. Γιατί μόνο μέσα από την καθαρή ματιά, τη διάθεση συνεργασίας και την κοινωνική συναίνεση μπορούμε να μιλάμε για δημοκρατία και να ελπίζουμε σε καλύτερες ημέρες.

Δημοσιεύτηκε στην "Καθημερινή" την 1/5/2017.

Το υπόδειγμα καταπίνει την οικονομία

Αμνησία για το παρελθόν, δυστοκία για το παρόν, δυστοπία για το μέλλον. Το υπόδειγμα της «ενάρετης οικονομίας», με τις ενδογενείς αντιφάσεις του και με αντιστροφές της αιτιότητας (τι έφταιξε, τι φταίει, πώς φτάσαμε ώς εδώ;), καταλήγει πάντοτε μοιραία στην αυτοϋπονόμευσή του∙ στον κοινωνικό κατακερματισμό.

Και, φυσικά, δεν είναι η πρώτη φορά που εμφανίζεται παρόμοιος κάματος υποβάθμισης της πραγματικότητας στο όνομα κάποιας άλλης που δεν υπάρχει παρά μόνο στη φαντασία των εμπνευστών της. Αυτά για το ΔΝΤ, για τον Σόιμπλε, αυτά για τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, αυτά για τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τα επιτελεία.

Διαβάζοντας το τελευταίο βιβλίο του Κώστα Βεργόπουλου «Η νέα παγκόσμια αναταραχή» (Gutenberg, 2017), καταλαβαίνει κάποιος πως ό,τι μας συμβαίνει έχει μια ιστορία που -αν ιδωθεί στις πολλές διαστάσεις της (εθνικές, ευρωπαϊκές, παγκόσμιες)- υπάρχει μια πιθανότητα να ερμηνευτεί η εξάντληση της εποχής.

Αλλά κι αν η μετάβαση στη νέα εποχή δεν έχει πάρει συγκεκριμένη μορφή, «αν η σύγχυση των από πάνω τροφοδοτεί τη σύγχυση των από κάτω... γιατί είναι υποχρεωτικό να συνοδεύεται από όλεθρο και εκατόμβες για τους "αμάχους", τους πιο αδύναμους της αλυσίδας;» Κι όμως, γίνεται ακριβώς αυτό: η εποχή γεννάει τέρατα.

Ο Βεργόπουλος μιλά για τις εμμονές της Ευρώπης, για την κρατούσα γερμανική αντίληψη που αποδίδει τις απειλές και τους κινδύνους όχι στις «μεταρρυθμίσεις» που περιθωριοποιούν εκατομμύρια πληθυσμών, αλλά αντιθέτως στην καθυστέρηση της εφαρμογής τους.

Μιλά για τον αντι-ελιτισμό και τον λαϊκισμό, για την Αργεντινή, τη Βραζιλία, για τα κινήματα της Αριστεράς, αλλά και για τη χρηματιστικοποίηση των τροφίμων και την πλανητική κρίση διατροφής.

Ομως, εδώ, η ελληνική κρίση γίνεται ένα αναλυτικό παράδειγμα που δείχνει πώς συνδέονται οι οικονομικές, οι ιδεολογικές και οι πολιτισμικές αλλαγές με τα πολιτικά γεγονότα και πώς ένα κατ' εξοχήν εθνικό ζήτημα εμπλέκεται με τις ετερογονίες των διεθνών εξελίξεων.

Και τα ενδιαφέροντα: Κατά την επίμαχη τελευταία επταετία, σύμφωνα με τα στοιχεία του Βεργόπουλου, η Ελλάδα κατέγραψε σωρευτική απώλεια εθνικού εισοδήματος 31%, ενώ αντιθέτως η Ιρλανδία αύξησε το εθνικό της εισόδημα κατά 31%, η Ισπανία κατά 3,8%, η Πορτογαλία κατά 3,4% και η Κύπρος έχει ήδη σταθεροποιήσει το δικό της.

Κι ακόμη, κατά την τελευταία τριετία, 2014-2016, ενώ η Ελλάδα καταγράφει συρρίκνωση του εθνικού της εισοδήματος κατά 2,4%, η Ισπανία σημειώνει συνολική αύξηση κατά 8,3%, η Πορτογαλία κατά 10,6%, η Ιρλανδία κατά 25,6%, η Κύπρος έχει ήδη εισέλθει σε θετικούς ρυθμούς, ενώ η Ιταλία κινείται στο όριο της στασιμότητας.

Γιατί άραγε η χώρα μας παραμένει σε κατάσταση σοκ, ενώ οι άλλες ομόλογες χώρες φαίνεται να το έχουν ξεπεράσει; Γιατί στην Ελλάδα, κατά την επίμαχη επταετία, οι μισθοί και συντάξεις περικόπηκαν κατά 50%, ενώ αυτό δεν συνέβη σε καμιά από τις ομοιοπαθείς χώρες;

Οι βίαιες περικοπές εισοδημάτων και η υπερφορολόγηση στάθηκαν οι κύριες αιτίες για την κατάρρευση όχι μόνον της εσωτερικής αγοράς, αλλά και των τραπεζικών καταθέσεων, εφόσον οι φορολογούμενοι αναπληρώνουν τις απώλειες εισοδήματος αντλώντας αποταμιεύσεις.

Για τη σύγχρονη ελληνική τραγωδία η ευθύνη προσάπτεται στους αρχιτέκτονες της ελληνικής συνταγής και, όχι λιγότερο, στις ελληνικές κυβερνήσεις της επταετίας, που όχι μόνο δεν ανέδειξαν επαρκώς τις καταστροφικές συνέπειές της, αλλά και σπεύδουν μέχρι σήμερα να διαβεβαιώνουν ότι με την υποδειγματική και σχολαστική τήρησή της, με ακόμη περισσότερο πλεόνασμα, ανοίγει ο δρόμος προς τις αγορές, τις επενδύσεις, την ανάπτυξη. Μακάρι.

Ομως, στις μέρες μας θυσιάζεται το μείζον. Κάποτε η ατομική αποτυχία θεωρούνταν απώλεια για το σύνολο. Σήμερα θεωρείται κέρδος, αφού έτσι υποτίθεται ότι το σύνολο απαλλάσσεται από τα παράσιτά του για να βαδίσει, οψέποτε, προς υψηλότερες επιδόσεις. Το παράδοξο είναι ότι οι «χαμένοι» και «ξοφλημένοι» επανέρχονται σήμερα στο προσκήνιο διεκδικώντας με οργή το δικαίωμα στην ύπαρξη.

Οι πρώτες δεκαετίες του 21ου θυμίζουν τις τελευταίες του 19ου αιώνα, όπως αποτυπώθηκαν στους νεκροζώντανους «Βρυκόλακες» και στον «Εχθρό του Λαού» από τον Ιψεν, στους «Δανειστές» και στη «Σονάτα των φαντασμάτων» από τον Στρίντμπεργκ, στο «Χρήμα» από τον Εμίλ Ζολά ή στο «Μπελ-Αμί» (Φιλαράκος) του Γκι ντε Μοπασάν. Τότε, η υπερχρέωση και η αρπακτικότητα των πιστωτών προοικονομούσαν την ποιότητα των κοινωνιών και ό,τι ακολούθησε το 1914-1918 και μετά.

Τελικά, υπάρχει «ενάρετη οικονομία» χωρίς κυβερνητικές αρετές και δίχως δίκαιη κατανομή εισοδημάτων; Αυτά ρωτάει, αυτά υπερασπίζεται ο Κώστας Βεργόπουλος για το σήμερα και το αύριο.

Και επειδή ο λόγος για τον Βεργόπουλο, εκτός από τις όποιες επισημάνσεις σχετικά με το θέμα του, οφείλω και μία τελευταία: δεν είναι το θέμα που δίνει αξία στη σκέψη και στο επιχείρημα, αλλά η ειλικρίνεια, η καθαρότητα και η αλήθεια που κομίζει στα δημόσια.

«Σε όλες τις ιστορικές περιπτώσεις, η εμμονή στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα έναντι οποιουδήποτε τιμήματος κατέληξε στην αποσάθρωση των ελάχιστων αναγκαίων προϋποθέσεων για την εσωτερική οικονομική και κοινωνική σταθερότητα».

Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 27/4/2017.