Κυριακή, 28 Απρίλιος 2024

2017: Η ΕΥΡΩΠΗ ΣΕ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΞΕΛΙΞΕΩΝ. ΟΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΓΑΛΛΙΚΩΝ ΕΚΛΟΓΩΝ

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

Η Fondation Gabriel Péri (Ίδρυμα Gabriel Péri ) και ο Όμιλος «Δημοκρατία, Ελευθερία, Δικαιοσύνη» (εν Ελλάδι φίλοι της Fondation Gabriel Péri ), σας προσκαλούν σε εκδήλωση-συζήτηση την Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2017 με θέμα:

2017: Η ΕΥΡΩΠΗ ΣΕ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΞΕΛΙΞΕΩΝ. ΟΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΓΑΛΛΙΚΩΝ ΕΚΛΟΓΩΝ

Η εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί την Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου στις 17.30 μ.μ στη μεγάλη αίθουσα της ΕΣΗΕΑ (1ος όροφος) , Ακαδημίας 20

Ομιλητές της εκδήλωσης είναι :

Michel Maso, Διευθυντής Fondation Gabriel Péri

Μιχάλης Βακαλούλης , Καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Paris VIII

Κώστας Μελάς, Οικονομολόγος , Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

Παρέμβαση: Κώστας Βεργόπουλος : Πρόεδρος του προσωρινού Επιστημονικού Συμβουλίου του Ομίλου «Δημοκρατία, Ελευθερία, Δικαιοσύνη», Καθηγητής στο 8Ο Πανεπιστήμιο Παρισιού .

Την εκδήλωση παρουσιάζει ο Κωστής Μελαχρoινός

Συντονιστής της συζήτησης: Αλφόνσος Βιτάλης , Δημοσιογράφος/ Πολιτικός Επιστήμων

Η εκδήλωση πραγματοποιείται με την υποστήριξη του Ελληνικού Ινστιτούτου Επιχειρηματικότητας και Αειφόρου Ανάπτυξης

Η ειδησεογραφία της φτώχειας, φτωχή πολιτική

Τι εννοούσε ο Γερμανός κοινωνιολόγος Ούλριχ Μπεκ όταν μιλούσε για κοινωνία της διακινδύνευσης, για κοινωνία του ρίσκου; Εβλεπε ότι τα κοινωνικά περιβάλλοντα φαντάζουν ρευστά, εύθραυστα∙ μιλούσε για κοινωνικές μεταβλητές που –όταν δεν τις βλέπουμε, όταν και τις βγάζουμε έξω από τα κοινωνικά μοντέλα μας– μπορούν να προκαλέσουν κακά, απρόβλεπτα αποτελέσματα.

Εννοούσε ότι έχει γίνει εξαιρετικά σημαντικός ο ρόλος των ΜΜΕ στην κατασκευή της φτώχειας ή ακόμα και στη δυνητική δημιουργία της.

Μερικοί με γεμάτα στομάχια και πορτοφόλια, αίφνης, ανακάλυψαν με αταραξία το εξής: ότι η φτώχεια της Nέας Πολιτικής Οικονομίας θα πρέπει να φαντάζει εύλογη, επιστημονική, εξιλαστήρια ή και επιθυμητή. Κάτι σαν αναγκαιότητα για εθνικούς, κοινοτικούς ή παγκόσμιους σκοπούς.

Η ελληνική εμπειρία τα τελευταία χρόνια έδειξε αυτό που αρνήθηκε να δει το μιντιακό σύστημα: την ειδησεογραφία της φτώχειας ως δίκαιης, μονόδρομης, επιβεβλημένης. Επίσης, η πρόσφατη ευρωπαϊκή ιστορία έδειξε τα πλέον αντιφατικά: ηγέτες, κόμματα, πολιτικές ομάδες και τεχνοκράτες να είναι τόσο απασχολημένοι με τη δημοσιονομική προσαρμογή και τιμωρία των αμαρτωλών, με αποτέλεσμα να αμελούν να σώσουν τους λαούς τους, το σπίτι τους.

Το online αποτέλεσμα; Η ανακύκλωση της αύξουσας φτώχειας από μια φάμπρικα αυτοεκπληρούμενων προφητειών – ακόμα και στην περίπτωση που η ζωή συνεχίζεται και δεν υφίστανται παγκόσμιες συνθήκες για κάτι τέτοιο.

Και όλα αυτά, σαν να μη βιώθηκε ποτέ η ευημερία, τα αγαθά της δημοκρατίας και της ειρήνης∙ και την έλευση μεγαλύτερης φτώχειας να αποτελεί ένα κυριολεκτικό, αναπόδραστο γεγονός. Η εμμονική λατρεία του σκανδάλου, της αποκλειστικής είδησης, η πυκνή κυκλοφορία ψεύδους (fake news) έδωσαν ώς εδώ ένα ταμείο που γέμιζε με την παράταση των δεινών, της αβεβαιότητας, της απελπισίας.

Στην όψιμη φάση της κρίσης, εκτός από τη δική τους ένδεια –αυτό που ονομάζουμε «κρίση του Τύπου»– τα ΜΜΕ διαπραγματεύτηκαν και δικαιολόγησαν τη φτώχεια, ωσάν η μόνη προοπτική να ήταν ο πηχτός ζόφος, ωσάν οι σχολιαστές του (τηλεπερσόνες, αναλυτές, τεχνοκράτες και πολιτικοί συνδαιτυμόνες) να είναι οι κομιστές της μόνης αλήθειας∙ ωσάν «αυτή η πραγματικότητα» να είναι λογική.

Αυτό που λέω, εδώ, είναι ότι η υπόθεση της κουλτούρας της πραγματικής φτώχειας, εν μέρει, πολλαπλασιάστηκε μιντιακά∙ και ως προς το περιεχόμενό της και ως προς την επίδρασή της στο συλλογικό φαντασιακό που, τέλος, πήρε τη μορφή μιας «νέας κανονικότητας», μιας ειμαρμένης στις αποκρυσταλλώσεις της κοινής γνώμης.

Λειτούργησε, δηλαδή, σαν μια θεοδικία που «απέδειξε» ότι στις κοινωνικές διεργασίες, στο σπίτι, στο σχολείο, στην εργασία, στην αγορά, στη χώρα, στην Ε.Ε., στην παγκόσμια τάξη δεν υπάρχει κάτι στραβό ή κάποια αδικία∙ ή ότι τα πάθη των φτωχών και των ανοικοκύρευτων οφείλονται στην εμπλοκή του αίματός τους στο προπατορικό αμάρτημα. Αυτή η κυρίαρχη ιδέα συσκοτίζει μερικά σημαντικά.

Πρώτον, συσκοτίζει το γεγονός της τεράστιας οικονομικής ανισότητας του 21ου αιώνα (ξαναδιαβάστε τον Τομάς Πικετί), την οποία καλείται να χειριστεί ένα οικονομικοπολιτικό σύστημα που δεν έχει εξελιχθεί από τον 18ο και τον 19ο αιώνα.

Δεύτερον, συσκοτίζει το αίτημα της καλής διακυβέρνησης. Πολιτική που δεν κάνει τη δουλειά, που δεν είναι πειστική, ανθρώπινη, δίκαιη, εκτός από την επιδείνωση της δικής της εικόνας, προκαλεί επιδείνωση της κοινωνίας μετατρέποντας την ανημπόρια και την ανισότητα σε κοινωνική παγίδα.

Τρίτον, στην Ελλάδα και την Ευρώπη, παραγκώνισε το ζήτημα της δημοκρατίας. Κανείς δεν θέλει μια δημοκρατία εξαρτημένη, ακρωτηριασμένη. Αν και αυτό είναι μια μεγαλύτερη κουβέντα που θα έπρεπε να βρίσκεται ψηλά στην ατζέντα της Κεντροαριστεράς ή της σοσιαλδημοκρατίας, η εξουσία των πολιτών περιορίστηκε στη δυνατότητα να διώχνουν μια κυβέρνηση που δεν αρέσει και να την αντικαθιστούν με μιαν άλλη που ίσως να αρέσει καλύτερα.

Και αυτό με τη σειρά του, συσκοτίζει το ότι οι μεγάλες αποφάσεις λαμβάνονται σε άλλες σφαίρες που όλοι γνωρίζουν: ισχυρές ομάδες (G-8, G-20 κ.λπ.), διεθνείς οργανισμοί, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Παγκόσμια Τράπεζα, Παγκόσμια Οργάνωση Εμπορίου, ΟΟΣΑ, διευθυντήριο Βρυξελλών, μεγάλες τράπεζες, λόμπι μεγάλων εταιρειών κ.ά.

Κανείς από αυτούς τους οργανισμούς δεν είναι δημοκρατικός. Ομως, η συζήτηση γίνεται για το αν οι παρεμβάσεις τους ή οι προβλέψεις τους είναι σωστές ή εσφαλμένες.

Το επιμύθιο. Η καλύτερη μιντιακή στήριξη δεν μπορεί να υποκαταστήσει ελλείπουσες πολιτικές ούτε να παίξει ρόλο πολιτικής, παρά το γεγονός ότι οι πολιτικές της φτώχειας πέτυχαν χάρη στις επικοινωνιακές τεχνικές και στη διαπλοκή μιντιακού και πολιτικού συστήματος – που απ' όλους πρώτα σπεύδουν να αποκαθάρουν τον εαυτό τους και να διασωθούν.

Η κατάσταση αυτή γίνεται διπλά επικίνδυνη γιατί ξεχνά ότι η είδηση δεν είναι λυσάριο που υπαγορεύει επιλογές, ερμηνείες του βίου και τη μοίρα του κάθε λαού.

Στο μέτρο, μάλιστα, που η ειδησεογραφία της φτώχειας ηθικοποίησε το «δίκαιο του πιστωτή» –που ιστορικά απεργαζόταν την αδυναμία πληρωμής του «δεμένου» οφειλέτη– δείχνει να λατρεύει την απελπισία και να την προκαλεί, βάζοντας ομάδες και λαούς τον έναν απέναντι στον άλλο.

Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 17/2/2017.

Ποσοστά πτωχείας, δυσαρέσκειας, φόβου

Τα τετελεσμένα της εκλογής Τραμπ, το Brexit, το δημοψήφισμα στην Ιταλία και η ενίσχυση των ευρωσκεπτικιστών των Πέντε Αστέρων, ο διχασμός της Αυστρίας με την Ακροδεξιά ante portas, οι επικείμενες εκλογές στη Γαλλία (Μάιος), στη Γερμανία (Σεπτέμβριος) έχουν ανοίξει την ατζέντα και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.

Το θέμα είναι η ποιότητα και το σθένος της δημοκρατίας, η αναβίωση του ακροδεξιού εξτρεμισμού και του εθνικισμού∙ η ανάκαμψη των ιδεών του αποκλεισμού και του ρατσιστικού μίσους.

Οι περισσότεροι αναλυτές, ήδη κεχηνότες από το Brexit και τα πρώτα δείγματα της προεδρικής (υπο)γραφής στις ΗΠΑ, μάλλον αυτοπαρηγορούνται. Εκφράζουν αμφιβολίες για το εάν και κατά πόσο θα μπορούσαν να αγγίξουν την εξουσία, λ.χ., το Εθνικό Μέτωπο της Μαρίν Λεπέν ή το εθνικιστικό λαϊκιστικό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD). Παραβλέπουν ότι ιδέες και συναισθήματα που τροφοδότησαν το φαινόμενο Τραμπ ή το Brexit είναι παρόντα στη Γαλλία και τη Γερμανία - στον ίδιο ή και σε μεγαλύτερο βαθμό.

Η παγκόσμια έρευνα που πραγματοποιήθηκε μεταξύ Οκτωβρίου και Νοεμβρίου του 2016 σε 23 χώρες και δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 2017 δείχνει ότι έξι στους δέκα ερωτηθέντες υποστηρίζουν πως η κοινωνία τους είναι κατακερματισμένη∙ ότι οκτώ στους δέκα, κατά μέσο όρο, έχουν ελάχιστη εμπιστοσύνη στα πολιτικά κόμματα (Γερμανία 80%, Γαλλία 83%)∙ ότι ένας στους τρεις υποστηρίζει πως η χώρα του θα ήταν ισχυρότερη εάν σταματούσε η μετανάστευση (https://www.ipsos-mori.com/Assets/Docs/Polls/ipsos-global-advisor-power-...).

Για τoν πυρήνα της Ευρώπης, η ίδια έρευνα δείχνει ότι η δυσαρέσκεια στην πολιτική είναι στενά συσχετισμένη με αισθήματα νατιβισμού. Τι είναι ο νατιβισμός; Θα μπορούσαμε να τον πούμε και «αυτοχθονισμό» ή «εθνοκεντρισμό».

Ομως, ο Κας Μούντε, ένας βαθύς μελετητής του πολιτικού εξτρεμισμού στις δυτικές δημοκρατίες, τον ορίζει σαφέστερα: «ιδεολογία που υποστηρίζει ότι τα κράτη θα έπρεπε να κατοικούνται αποκλειστικά από μέλη της αυτόχθονης ομάδας (του "έθνους") και ότι τα μη αυτόχθονα στοιχεία (άτομα και ιδέες) απειλούν θεμελιωδώς την ομοιογένεια του έθνους-κράτους».

Στην έρευνα, εκτός από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Βρετανία, από την πλευρά της ηπειρωτικής Ευρώπης, μετείχαν Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία, Σουηδία, Βέλγιο, Ουγγαρία, Σερβία (λείπει η Ελλάδα). Στις 23 χώρες κατά μέσο όρο, οκτώ στους δέκα (81%) δεν έχουν εμπιστοσύνη στα πολιτικά κόμματα (η πλειοψηφία σε κάθε χώρα) και το 71% δεν έχουν εμπιστοσύνη στην κυβέρνησή τους - με την Ευρώπη πάνω από τον μέσο όρο (στη Γερμανία 70%, στη Γαλλία 77%, στην Ιταλία 80% και στην Ισπανία 89%).

Δύο στους τρεις (68%) δεν έχουν εμπιστοσύνη στα μέσα μαζικής ενημέρωσης (στη Γερμανία το ποσοστό είναι 70%, στη Γαλλία 68%, στην Ιταλία 73%, στην Ισπανία 78%). Το 61%, κατά μέσο όρο, δεν έχουν εμπιστοσύνη στις μεγάλες εταιρείες και το 59% δεν έχουν εμπιστοσύνη στις τράπεζες. Κατά μέσο όρο, έξι στους δέκα (59%) δεν έχουν εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη. Περίπου το 52% δεν εμπιστεύονται τους διεθνείς οργανισμούς - με την Ευρώπη να ξεπερνά τον μέσο όρο (Γερμανία 59%, Γαλλία 65%, Ιταλία 64%, Ισπανία 77%, Βέλγιο 63%).

Η έρευνα -μεταξύ άλλων- δείχνει πόσο ελκυστική είναι η ρητορική τύπου Τραμπ στους παραμελημένους λαούς. Συγκεκριμένα, κατά μέσο όρο, το 63% θα ήθελαν να ψηφίσουν κάποιο κόμμα ή έναν ηγέτη που «να είναι ενάντια στις ελίτ και να νοιάζεται για τους απλούς ανθρώπους», ή κάποιον που να θέλει να ανατρέψει ριζικά το σύστημα.

Ωστόσο, πολλές λεγόμενες «πλουραλιστικές» θέσεις είναι εξίσου δημοφιλείς. Το 67% λένε ότι θα ήταν πιθανό να ψηφίσουν κόμμα ή ηγέτη που να ακούει τις εναλλακτικές απόψεις, το 56% κάποιον που να είναι διατεθειμένος να κάνει συμβιβασμούς και το 52% κάποιον που να στηρίξει τα δικαιώματα των μειονοτήτων.

Σίγουρα θα είχε ενδιαφέρον να βλέπαμε τις αντίστοιχες στάσεις στην Ελλάδα που, ως υπόδειγμα γονατισμένης χώρας, δονείται στον ίδιο παγκόσμιο ρυθμό. Πάντως, εξαιρώντας το -μάλλον κενόδοξο- ευρωπαϊκό άβαταρ περί «πλουραλισμού», τα ευρήματα αποκαλύπτουν την ανησυχητική έλλειψη εμπιστοσύνης στο παραδοσιακό πολιτικό σύστημα, αλλά και σε βασικούς θεσμούς, όπως κόμματα, μέσα ενημέρωσης, τράπεζες, διεθνείς οργανισμοί, πολυεθνικές κ.ά.

Ορθώνονται αναχώματα στην γκρίζα, δυσοίωνη πλευρά του κόσμου; Σίγουρα όχι από τον στενό χώρο της οικονομικής θεώρησης και της τεχνοκρατίας τύπου ΔΝΤ. Μάλλον, αν εντάξουμε στα επιχειρήματά μας τα ελλείποντα: δημοκρατία, εντιμότητα, ανθρωπιά. Και το άλλο:

Μπορεί η Ευρώπη να αλλάξει το υπόδειγμα; Μπορεί να αναθεωρήσει ρουτίνες και αποκρυσταλλώσεις για την παγκοσμιοποίηση, την οικονομία, την πολιτική ή και τη βία; Εάν ναι, θα εννοούσαμε πως ο κόσμος ανήκει σε όλους∙ ότι «του ανθρώπου ήτο η γη και το πλήρωμα αυτής». Αλλά ποιος ωφελείται από το διεθνές blame game;

Ποιοι αντιστέκονται στο όραμα ενός κόσμου ειρήνης, ασφάλειας, δικαιοσύνης και ευημερίας; Οσοι κερδίζουν από τον κόσμο της αδικίας, της βίας, των συγκρούσεων και της καχυποψίας. Σκεφτείτε το ξανά: οι Τραμπ στα τιμόνια των κρατών.

Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 10/2/2017. 

Μέρες που μας τρομάζουν - Οικονομία ή πολιτική;

Τις τελευταίες μέρες το πολιτικό κλίμα μόνον απαντήσεις δεν δίνει στην υπαρξιακή κρίση που βιώνουν η κοινωνία, η οικονομία αλλά και η ίδια η πολιτική.

Και ενώ τα πράγματα κινούνται μεταξύ αισιοδοξίας και απαισιοδοξίας ως προς την έκβαση της αξιολόγησης, στο εσωτερικό επιχειρείται ξανά όξυνση του δημόσιου διαλόγου – αν υποθέσουμε ότι γίνεται διάλογος.

Ομως, τα θέματα που συζητούνται –κυρίως όσα δεν συζητούνται– προμηνύουν διεθνοεγχώριες ταλαιπωρίες.

Θα μπορέσει η Ελλάδα; Εχει αποτραπεί οριστικά ο κίνδυνος κατάρρευσης της χώρας;

Η απάντηση στο πρώτο είναι, ναι, αλλά με προϋποθέσεις.

Η απάντηση στο δεύτερο είναι, όχι. Ομως, σε κάθε περίπτωση, αυτό που θα πρέπει να έχει κάποιος κατά νου είναι η διαφορετική ερμηνεία της επιτυχίας ή της αποτυχίας του προγράμματος της Ελλάδας στον εσωτερικό διάλογο, και η διαφορετική ερμηνεία, και για άλλους λόγους, μιας πιθανολογούμενης ανάκαμψης ή ενός Grexit στην ευρωπαϊκή και διεθνή σκηνή.

Η Ελλάδα δεν είναι μόνη, δεν είναι απομονωμένη και δεν είναι νησί.

Το Brexit, λόγου χάρη, δυσκολεύει την πρώην αυτοκρατορία να αποδείξει πως είναι νησί.

Ποια είναι τα πολιτικά πράγματα που τρομάζουν;

Πρώτον, ότι η Ελλάδα κινείται στο πλαίσιο μιας Ευρώπης που δεν αντιδρά άμεσα και αποφασιστικά στα ζητήματα που άπτονται των δυνατοτήτων της – ας πούμε, στα δημόσια οικονομικά των χωρών-μελών της.

Εδώ, η οικονομία υποτάσσεται στην κοντόφθαλμη πολιτική.

Δεύτερον, ότι η Ευρώπη αδιαφορεί για τα κύματα του πολιτικού εθνικισμού, επειδή έχει υποτάξει την πολιτική στην οικονομία.

Ετσι, από την ακροδεξιά Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία μέχρι το λαϊκιστικό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), ο εθνικισμός, η μισαλλοδοξία και οι πολιτικές των ταυτοτήτων δρέπουν καρπούς με μεταλλάξεις της ακροδεξιάς και αντιευρωπαϊκής ρητορικής, άλλοτε κατά της πολυφωνίας και της Ε.Ε., άλλοτε κατά του πολιτικού φιλελευθερισμού, κατά της παγκοσμιοποίησης και –κυρίως– κατά των «άλλων» αδύναμων μεταναστών και προσφύγων.

Η Ευρώπη υπέστη πλήγμα από το Brexit και η εκλογή του Τραμπ στο τιμόνι των ΗΠΑ προκαλεί ήδη πολιτικοοικονομικούς παγκόσμιους τριγμούς και αβεβαιότητες.

Κι όμως, η ερμηνεία όλων αυτών των μεταβολών διατυπώθηκε, ξανά, στη γλώσσα της οικονομίας από τη mainstream πολιτική.

Οτι, δηλαδή, η παγκοσμιοποίηση άφησε τους περισσότερους εκτός, στη φτώχεια∙ ότι η υποτονική ανάκαμψη από το 2008 έχει κάνει τους ανθρώπους να πιστεύουν ότι η ζωή για τα παιδιά και τα εγγόνια τους θα είναι, για πρώτη φορά μεταξύ των γενεών, ουσιαστικά χειρότερη από ό,τι είναι σήμερα∙ ότι ο πλούτος συγκεντρώνεται στο κορυφαίο 1% της κοινωνίας και ότι οι μεσαίες τάξεις φτωχοποιούνται κ.λπ. κ.λπ.

Ομως τι γινόταν το 2010; Οι πολιτικοί της Ευρώπης έδειξαν προς στιγμήν τρομαγμένοι από την υποταγή της πολιτικής στα στενά οικονομικά συμφέροντα.

Πανικοβλήθηκαν από τη διάχυση των αμερικανικών τοξικών ομολόγων στο ευρωπαϊκό σύστημα.

Πρώτη απ' όλους η καγκελάριος Μέρκελ και, από κοντά, η τότε ομάδα που συγκροτούσε τον πυρήνα της Ευρώπης, ο Νικολά Σαρκοζί, ο Χέρμαν βαν Ρομπάι, ο αμίμητος Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο (νυν υπάλληλος της αμερικανικής τράπεζας επενδύσεων Goldman Sachs), από κοντά και ο πρωθυπουργός «των διεφθαρμένων» Γιώργος Παπανδρέου κ.ά., κατηγορούσαν τις αγορές, τα hedge funds, τους κερδοσκόπους, τους «άρπαγες και τους τιμωρούς των κρατικών ομολόγων».

Ο Αντερς Μποργκ (υπουργός Οικονομικών της Σουηδίας) ήθελε να οδηγηθεί στην πυρά ο «αγγλοσαξονικός καπιταλισμός των αγορών» και ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ μιλούσε «για οργανωμένη παγκόσμια επίθεση κατά του ευρώ».

Κανείς τους τότε δεν είχε παραδεχθεί ότι το ευρώ –για να χρησιμοποιήσω μόνο μια φράση του Κρούγκμαν– ήταν ένας ζουρλομανδύας.

Αλλά το χειρότερο ήταν ότι δεν το παραδέχθηκαν ποτέ.

Αντιμετώπισαν με μονομέρεια την κρίση οικονομικά, ενώ η αρχιτεκτονική της Ενωσης αλλά και οι αδυναμίες του ευρώ ήταν πολιτικές.

Γιατί φτάσαμε σε μέρες που τρομάζουν; Γιατί οι ελληνικές κυβερνήσεις επιδόθηκαν σε σενάρια «success story» και σε λατρείες κενών κρανίων –όπου οι μυημένοι μαζεύονταν και καταριούνταν τα μνημόνια που οι ίδιοι ψήφισαν– πράττοντας, πέραν τούτου, ουδέν.

Γιατί η ευρωπαϊκή αμφιθυμία μεταξύ πολιτικής και οικονομίας εδραίωσε την πεποίθηση ότι οι ελίτ αποκρύπτουν την πραγματικότητα στους ψηφοφόρους τους.

Για την Ελλάδα, ιδιοτελώς πώς, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί διά των εκπροσώπων των κρατών-μελών, ασπάστηκαν τον ντετερμινισμό της προτεσταντικής ηθικής, ότι οι Ελληνες δεν διαθέτουν το είδος των πόρων, τα στοιχεία της κουλτούρας ή τα εργαλεία που θα τους οδηγήσουν στην ευημερία.

Σύμφωνα με το «δόγμα Σόιμπλε», οι Ελληνες ακολούθησαν εσφαλμένες πολιτικές και στρατηγικές και, άρα, τιμωρούνται.

Ωστόσο, μελετώντας την πολιτική της Ευρώπης από το 2010 έως τις σημερινές εξελίξεις –που κανείς δεν προέβλεψε, κυρίως η Αριστερά–, μπορεί να συμπεράνει το εξής: δεν ήταν η διάσταση μεταξύ πολιτικής και οικονομίας αλλά ένα ολόκληρο σύμπλοκο μετανεωτερικής πολιτικής οικονομίας που, πέραν της ρητορικής καταδίκης των ανεξέλεγκτων αγορών, όχι μόνο δεν έκανε κάτι, αλλά επέλεξε την τιμωρία των «Συβαριτών του ένοχου και εθελόδουλου Νότου», αποδιαρθρώνοντας οικονομίες, δημιουργώντας κοινωνικά ερείπια, απολιτική οργή, ενισχύοντας ευρωσκεπτικισμούς, καχυποψίες, εθνικισμούς αλλά και τον φασισμό – δηλαδή, ό,τι είχε συμβεί στον Μεσοπόλεμο που οδήγησε στον Β' Παγκόσμιο.

Και όλα αυτά, σε μια ενεργό παγκόσμια καμπή, όπου –ιστορικά, πολιτισμικά, γεωπολιτικά– η Ευρώπη θα όφειλε να επιλέξει τα εντελώς αντίθετα, για πάνω από επτά δισεκατομμύρια λόγους.

Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 3/2/2017.

Οι άνθρωποι που έβλεπαν τα τρένα να περνούν

Στα πρώτα χρόνια της Επανάστασης των Μπολσεβίκων στη Ρωσία, καταργήθηκαν οι διαφορές πρώτης, δεύτερης και τρίτης θέσης στα τρένα, χωρίς όμως να αλλάξουν τα τρένα. Το αποτέλεσμα ήταν κάποια στιγμή να αρχίσουν να δρομολογούνται για τις νέες ηγετικές ομάδες διαφορετικές αμαξοστοιχίες, γρήγορες και άνετες. Τα παλιά, εξισωτικά και εξισωμένα, αργά τρένα έμειναν για όλους τους υπόλοιπους. Συμπέρασμα; Ο εξισωτισμός είναι διαφορετική πολιτική από τη μείωση των ανισοτήτων, η οποία δεν μπορεί να γίνει χωρίς μια πολιτική εκσυγχρονισμού και ανάπτυξης.

Η πρόταση του ΙΕΠ για τις αλλαγές στο Λύκειο και την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, θα έλεγε κανείς ότι κινείται στο πνεύμα των προτάσεων του Εθνικού και Κοινωνικού Διαλόγου για την Παιδεία (https://chronos.fairead.net/liakos-porismata-2). Ωστόσο, τα επί μέρους ανατρέπουν αυτή τη διαπίστωση και, δυστυχώς, καθιστούν την πρόταση προβληματική. Οι συμβιβασμοί που επιχειρεί το Υπουργείο δεν βελτιώνουν τις μεταρρυθμίσεις. Μειώνουν τη δυναμική τους και αποδιαρθρώνουν τη λογική τους. Ιδιαίτερα οι πιέσεις των συνδικαλιστών και ορισμένων κομματικών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, όσες καλές προθέσεις και να τους αποδώσει κανείς, οδηγούν στις ράγες των παλιών τρένων.

Ο Εθνικός και Κοινωνικός Διάλογος ανέδειξε σε μείζον πρόβλημα την εδώ και δεκαετίες ακύρωση του Λυκείου, την τυχαία και με έλλειψη κάθε λογικής εισαγωγή στο πανεπιστήμιο και τις δραματικές συνέπειες της υποβάθμισης της επαγγελματικής και τεχνολογικής εκπαίδευσης. Συνέπειες που μοιράζονται και στους δύο τύπους Λυκείου. Έστρεψε επομένως την προσοχή του αφενός στον μετασχηματισμό και στην άνοδο του επιπέδου του Λυκείου και αφετέρου στη σύνδεση της εισαγωγής στο πανεπιστήμιο με μια λογική κατανομή των φοιτητών σε ΑΕΙ και ΤΕΙ, αναλόγως των ικανοτήτων και των ενδιαφερόντων τους. Αποτέλεσμα των συζητήσεων ήταν η πρόταση για την αναδιοργάνωση της δομής της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην κατεύθυνση του «4+2», δηλαδή σε ένα τετραετές Γυμνάσιο, όπου θα ολοκληρωνόταν η εγκύκλιος παιδεία, και σε ένα διετές Λύκειο, τόσο Γενικό, όσο και Επαγγελματικό-Τεχνολογικό.

Η παρούσα πρόταση του ΙΕΠ πράγματι επικεντρώνεται στις δύο τελευταίες τάξεις, πράγματι μειώνει ριζικά τον αριθμό των μαθημάτων και τα συγκεντρώνει σε λίγες μαθησιακές ενότητες, πράγματι εισάγει τη δοκιμιακή εργασία και τις δημιουργικές δραστηριότητες, πράγματι καθιερώνει το εθνικό απολυτήριο, από το οποίο εξαρτά την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο. Ωστόσο, μέσα σε μια λογική συμβιβασμών, αποδυναμώνει την πρόταση, την καθιστά προβληματική στην εφαρμογή της, δημιουργεί ανασφάλεια ως προς την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο, κινδυνεύει ακόμη να αποδυναμώσει και τη μορφωτική και εκπαιδευτική αποστολή του Λυκείου – συνεχίζοντας ακριβώς, με άλλη μορφή, τη σημερινή διάλυση.

Πριν προχωρήσω στην ανάλυση να επισημάνω ότι υπάρχουν δυο σχέδια του ΙΕΠ. Το ένα δημοσιεύτηκε στην Αυγή (17.1.17) και το άλλο στάλθηκε στα μέλη της Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής. Παραδόξως, το δεύτερο είναι περισσότερο φειδωλό στις πληροφορίες που δίνει για τις προθέσεις του Υπουργείου, από ότι εκείνο της Αυγής (που υπαγορεύτηκε επίσης από το Υπουργείο). Το αντίθετο θα ανέμενε κανείς. Φαίνεται ότι ακόμη τα πράγματα είναι ρευστά, μετά τις πληροφορίες για πιέσεις ακόμα μεγαλύτερης ρευστοποίησης της πρότασης (Εφ. Συν., 20.1.17).

1. Η κατανομή των σχολικών τάξεων σε βαθμίδες της εκπαίδευσης υπηρετεί μια λογική, μια φιλοσοφία για τον χαρακτήρα της εκπαίδευσης σε κάθε ηλικιακή βαθμίδα. Η πρώτη τάξη Λυκείου στην πρόταση του Διαλόγου γινόταν η τέταρτη του Γυμνασίου, προκειμένου να ξεδιπλωθεί ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα εγκύκλιας παιδείας, διευρύνοντας την υποχρεωτική εκπαίδευση. Στη νέα πρόταση μένει εντελώς ξεκρέμαστη (και είναι παράδοξο να ολοκληρώνεται η υποχρεωτική εκπαίδευση στο μέσο μιας εκπαιδευτικής βαθμίδας). Η εκπεφρασμένη «διακομματική» αντίθεση των συνδικαλιστών στο διετές Λύκειο, κρατάει όμηρο μια ολόκληρη σχολική χρονιά και δεν της επιτρέπει να ενταχθεί στον οργανικό σχεδιασμό του Γυμνασίου.

Το παράξενο είναι ότι η τάξη αυτή εντάσσεται, θεωρητικά, στην εντεκαετή υποχρεωτική εκπαίδευση, αλλά εγκλωβίζεται στον προθάλαμο του διετούς Λυκείου, αντί να συνδεθεί λειτουργικά με το τριετές Γυμνάσιο. (Η πρόταση του Διαλόγου ήταν δωδεκαετής υποχρεωτική εκπαίδευση: 2 χρόνια Νηπιαγωγείο + 6 Δημοτικό + 4 Γυμνάσιο.)

Με την πρόταση που είχε διαμορφωθεί στο πλαίσιο του Εθνικού Διαλόγου προβλεπόταν, παράλληλα με τη διεύρυνση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, και η ριζική αναμόρφωση του προγράμματος του Γυμνασίου, ώστε να ενταχθούν σε αυτό ο τεχνολογικός αλφαβητισμός, η οπτικοακουστική εκπαίδευση, η επιχειρηματικότητα και η πολιτειότητα, να αντιμετωπιστεί ο κατακερματισμός των γνωστικών αντικειμένων, να επιτευχθεί η εξοικείωση με τις τέχνες.

Μέσα από τον δρόμο αυτό θα υποστηρίζονταν οι έφηβοι απόφοιτοι του τετραετούς γυμνασίου, ώστε να γνωρίσουν τις κλίσεις και τις δεξιότητές τους, να αντιληφθούν καλύτερα τις επιθυμίες τους και, σε συνδυασμό με αληθινή υποστήριξη σε θέματα προσανατολισμού και αυτογνωσίας, να μπορέσουν να αποφασίσουν κατά πόσον θα ακολουθήσουν το Γενικό ή το Τεχνολογικό-Επαγγελματικό Λύκειο ή αν θα επιλέξουν κάποια τεχνική σχολή.

Θα μπορούσε μάλιστα να εξετάσει κανείς, εξαιτίας της ταχύτερης πλέον πολιτισμικής ωρίμανσης των παιδιών, να ενταχθεί και η τελευταία τάξη του δημοτικού σε ένα πενταετές γυμνάσιο που θα αποτελούσε έναν γερό κορμό παιδείας.

2. Καταλαβαίνω βέβαια ότι η πρόταση του Διαλόγου για τετραετές Γυμνάσιο και διετές Λύκειο απαιτεί προετοιμασία διοικητικής και κτηριακής αναδιοργάνωσης, επομένως θα χρειαζόταν μια μεταβατική περίοδος προσαρμογής. Αλλά αυτό σημαίνει ότι μεταβατικά η πρώτη λυκείου θα πρέπει να μπει στον εκπαιδευτικό προγραμματισμό του Γυμνασίου. Διαφορετικά λείπει ο προσανατολισμός, πράγμα που σημαίνει ότι η τάξη καθίσταται νεκρός χρόνος. Στην πρόταση του ΙΕΠ εξαφανίστηκε επίσης ο θεσμός του καθηγητή-συμβούλου, που θα συμβούλευε τα παιδιά, αναλόγως των κλίσεων και των ικανοτήτων τους, να κατευθυνθούν στο Γενικό ή στο Επαγγελματικό Λύκειο.

3. Είναι σε βάρος και του Γενικού Λυκείου και του Επαγγελματικού Λυκείου η χαλάρωση του Λυκείου (ακούστηκε το σύνθημα «όχι στο σκληρό και ελιτίστικο Λύκειο»). Η «μπουλουκοποίηση της εκπαίδευσης» είναι κοινωνική αδικία απέναντι στα παιδιά και στους δασκάλους που προσπαθούν, δεν σέβεται ούτε και ενθαρρύνει τη διαφοροποίηση σε πορείες ανάλογα με τα ενδιαφέροντα και τις ικανότητες των παιδιών στους δύο τύπους Λυκείου. Άλλωστε το Λύκειο που πρέπει να τελειώσουν όλοι, θέλουν δεν θέλουν, τους ενδιαφέρει ή όχι, δεν μπορεί παρά να είναι ένα σχολείο υποβαθμισμένο, που ο μόνος λόγος για να το παρακολουθήσεις είναι το απολυτήριο που θα σου δώσει – απόλυτη υποβάθμιση δηλαδή.

4. Στα Πορίσματα του Διαλόγου σχετικά με το διετές Λύκειο, υπήρχε η πρόταση για 2 υποχρεωτικά μαθήματα και 4 επιλεγόμενα, ένα από κάθε κύκλο, πράγμα που με την διαβάθμιση των μαθημάτων εξασφάλιζε μια ισορροπία ανάμεσα στη γενική και την ειδική μόρφωση. Διασφάλιζε ότι θα συνεχιζόταν η γενική καλλιέργεια των παιδιών και ότι αυτά δεν θα εγκλωβίζονταν στη μονομέρεια της μίας ή της άλλης κατεύθυνσης. Λ.χ. εξασφάλιζε ότι ο υποψήφιος γιατρός, στα δύο χρόνια του Λυκείου θα συνέχιζε να μελετάει Ιστορία, ενώ ο αυριανός δικηγόρος ή φιλόλογος θα συνέχιζε επί δύο χρόνια να καλλιεργεί τη μαθηματική του σκέψη. Στην πρόταση του ΙΕΠ, το πρόγραμμα διαφοροποιείται με μια κλιμάκωση από τη δεύτερη στην τρίτη λυκείου, συνεχίζοντας τη λογική του κατακερματισμού και ανοίγοντας παράθυρο στα φροντιστήρια, αφού η τρίτη λυκείου θα αναδειχθεί και πάλι στο πεδίο μάχης της Εισαγωγής, ακυρώνοντας τις προηγούμενες τάξεις.

5. Αν διατηρηθούν οι εισιτήριες εξετάσεις με τη μορφή που έχουν τώρα, δίπλα στη συμμετοχή του εθνικού απολυτηρίου, η μια μορφή αργά ή γρήγορα θα καταβροχθίσει την άλλη. Εκείνο που χρειάζεται και πρέπει να το πούμε δυνατά, καθαρά και κατηγορηματικά είναι η εγκυρότητα των εξετάσεων μέσα στο Λύκειο. Δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτό καμία μεταρρύθμιση.

6. Για την εγκυρότητα των εξετάσεων χρειάζεται ένα κοινό αποθετήριο, μία βιβλιοθήκη θεμάτων πάνω στα οποία θα εξετάζονται οι μαθητές, και όχι στο τι, πόσο και πώς διδάσκει κάθε καθηγητής. Το αποθετήριο αυτό πρέπει να είναι σωστά φτιαγμένο και σταθμισμένο, προσβάσιμο από όλους τους μαθητές, με τη δυνατότητα των καθηγητών και των καθηγητριών να το εμπλουτίζουν με θέματα. Η περιγραφική αξιολόγηση στις δύο τελευταίες τάξεις δεν έχει νόημα χωρίς τη στάθμιση των ικανοτήτων και τη μαθηματική τους απόδοση, ώστε το απολυτήριο να μπορεί να αποτελέσει πράγματι καθοδηγητικό μέσο εισόδου στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Η αρνητική εμπειρία της τράπεζας θεμάτων οφείλεται στον τρόπο κατασκευής και επιβολής της. Αυτός όμως δεν είναι λόγος για να απορριφθεί η ιδέα, αλλά για να κατασκευαστεί σωστά. Χωρίς μια βιβλιοθήκη θεμάτων δεν γίνονται σταθμισμένες εξετάσεις, και χωρίς σταθμισμένες εξετάσεις, αντίο στην εγκυρότητα του απολυτηρίου για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.

7. Είναι αδιανόητο να ισχύσει η σχέση 80/20 μεταξύ προφορικού και γραπτού βαθμού για να διαμορφωθεί ο τελικός βαθμός του εθνικού απολυτηρίου, όπως προβλέπει η πρόταση του ΙΕΠ. Προφανώς και πρέπει να συνυπολογίζεται η προφορική επίδοση, αλλά με τρόπο που δεν θα οδηγήσει τελικά στην πλήρη ακύρωσή της. Γιατί είναι απολύτως βέβαιο ότι με τη σχέση στο 80/20, δεν θα υπάρχει καθηγητής που δεν θα βάλει άριστα στους μαθητές του, ακυρώνοντας έτσι την προφορική αξιολόγηση. Παράλληλα, θα οργιάζουν οι φήμες περί εκμαυλισμού των εκπαιδευτικών και η πίεση που θα τους ασκείται από γονείς και μαθητές θα είναι αφόρητη. Οι απόφοιτοι του Λυκείου δεν μπορούν να μπαίνουν σε πανεπιστημιακές σχολές, αν αυτές δεν φτιαχτούν ορθολογικά. Δεν υπάρχει καμιά ένδειξη ότι οι πανεπιστημιακοί, λόγω και της αυτονομίας, θα συναινέσουν σε αυτό, και η εισαγωγή στις σχολές αντί σε τμήματα θα προκαλέσει περισσότερα προβλήματα από όσα θα λύσει. Αντίθετα, η πρόταση του Εθνικού Διαλόγου είναι κινητικότητα εντός του πανεπιστημίου, πρωτεύουσα και δευτερεύουσα ειδικότητα, κοινά πτυχία ανάμεσα σε ειδικότητες.

Εν κατακλείδι, είναι ευθύνη της Αριστεράς να αναβαθμίσει τη δημόσια εκπαίδευση και να αναδείξει τον κρίσιμο ρόλο του Λυκείου. Αν αυτό δεν γίνει τώρα, θα γίνει με όρους κοινωνικού δαρβινισμού αύριο. Εκείνο που η Αριστερά ωστόσο δεν δικαιούται, είναι να αφήσει τα παιδιά των δημόσιων σχολείων να στερούνται παιδείας, διότι επιλέγει να ικανοποιήσει όσους τρομάζουν στην ιδέα της αλλαγής που θα τους ξεβολέψει. Η «συναίνεση» είναι αναγκαία, αλλά συναίνεση ποιων; Σέβομαι τον συνδικαλισμό, συγκαταλέγομαι άλλωστε ανάμεσα στους μελετητές της ιστορίας του, αλλά σκοπός του συνδικαλισμού είναι να υπερασπίσει την αξιοπρέπεια των μελών του στις υλικές και τις ηθικές της διαστάσεις. Δεν είναι έργο του να χαράζει εκπαιδευτική πολιτική και να υπαγορεύει μεταρρυθμίσεις. Δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι. Προφανώς το έργο της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης είναι δύσκολο, προφανώς χρειάζονται ελιγμοί και δημιουργία ευρύτερων συναινέσεων, αλλά αυτές πρέπει να έχουν άξονα προπαντός την κοινωνία. Όχι τις κλειστές επαγγελματικές ή πολιτικές ομάδες. Η πειστικότητα ενός εγχειρήματος εξαρτάται από τη συνοχή και τη λειτουργικότητά του, και οι συμβιβασμοί δεν πρέπει να καταλήγουν στην αποδιοργάνωσή του.

Και, για να επιστρέψουμε στην ιστορία της αρχής, η εκπαίδευση –και προπαντός η δημόσια–, χρειάζεται καινούρια και γρήγορα τρένα για όλους και όχι τα εξισωμένα αργόσυρτα. Διαφορετικά, άλλοι θα επιβιβάζονται στα μεν και άλλοι στα δε, με αποτέλεσμα να μεγαλώνουν οι αποστάσεις που τους χωρίζουν από τον τελικό προορισμό τους. Όσοι μπορούν να πληρώσουν, θα επιλέγουν την ιδιωτική εκπαίδευση και κάθε χρονιά τα τμήματα του International Baccalaureate θα πολλαπλασιάζονται. Πώς αλλιώς να το πω; Η κοινωνικοποίηση της φτώχειας, με παγιωμένες κοινωνικές ανισότητες, όπως στην Ελλάδα σήμερα, αποβαίνει σε βάρος εκείνων που έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη. Τις αστοχίες της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης δεν θα τις πληρώσουν τα παιδιά του Κολλεγίου και των σχολείων των ελίτ, αλλά τα παιδιά των δημόσιων σχολείων και των λαϊκών τάξεων.

Δημοσιεύτηκε στο διαδικτυακό περιοδικό "Χρόνος" στις 22/1/2017.

Ζητείται Παγκόσμια Ατζέντα 2017 για τα Παιδιά

Από τη δεκαετία του 1990, με ένα σημείωμα ανάμεσα στην ελπίδα και την απόγνωση, θα πάμε στην Εκθεση της UniCef για τα παιδιά, για να δούμε κάτι που δεν θέλουμε να βλέπουμε: ότι η παιδική ηλικία δεν είναι οικουμενική∙ ότι η απώλειά της βρίσκεται κάτω από τη μύτη μας.

Πρώτα το σημείωμα. «Εναποθέτουμε σε εσάς τις ελπίδες μας... γιατί υποφέρουμε πάρα πολύ στην Αφρική και χρειαζόμαστε τη βοήθειά σας για να αντιμετωπίσουμε τη φτώχεια και για να σταματήσουμε τον πόλεμο. Αλλά αυτό που χρειαζόμαστε περισσότερο είναι η μόρφωση. Σας ζητάμε να μας βοηθήσετε να σπουδάσουμε για να γίνουμε και εμείς που ζούμε στην Αφρική σαν κι εσάς...

»Τέλος, σας ικετεύουμε να μας συγχωρήσετε πολύ που τολμήσαμε να γράψουμε αυτό το γράμμα... μην ξεχνάτε ότι σ' εσάς είναι που πρέπει να παραπονεθούμε για τη αδυναμία μας στην Αφρική».

Αυτά τα ορνιθοσκαλίσματα είχαν βρεθεί στο τσεπάκι του Φοντέ Τουρέ Κέιτα, που, μαζί με τον Αλασίν Κέιτα, είχε τρυπώσει από τη Γουινέα στην καταπακτή του συστήματος προσγείωσης του Μπόιγκ 747 της Σαμπένα για να πάει στο Βέλγιο.

Ενας υπάλληλος του αεροδρομίου των Βρυξελλών ανακάλυψε στο σύστημα προσγείωσης τα παγωμένα σώματα των δύο εφήβων, μαύρα και αδύναμα, κουλουριασμένα, άψυχα ... (Την είδηση είχε αποτυπώσει ο Ελβετός κοινωνιολόγος Ζαν Ζιγκλέρ στο βιβλίο του «Η ιδιωτικοποίηση του κόσμου και οι νέοι κοσμοκράτορες»). Τότε, λέγαμε πως ήταν από τα εκ γενετής εσταυρωμένα του κόσμου τούτου. Αλλά, δεν ήταν έτσι. Ηταν αυτό που είχε πει ο ιερός Αυγουστίνος τον 4ο αιώνα μ.Χ.

«Η φιλανθρωπία δεν μπορεί να είναι υποκατάστατο της δικαιοσύνης που ουδέποτε απονεμήθηκε». Το γεγονός, όμως, έδειχνε και κάτι άλλο: την αδύνατη στεγανοποίηση των χωρών που εξάγουν τη φτώχεια και την απελπισία.

Με τις συνεχιζόμενες, σήμερα, συγκρούσεις στο Ιράκ, τη Λιβύη, τη Συρία και την Υεμένη κ.α., ο κόσμος πληρώνει τη μέρα που -κακοξυπνημένος- ο Μπους ο νεότερος είδε σε έναν ζωολογικό κήπο μερικούς πιθήκους να μοιάζουν με τον Σαντάμ Χουσεΐν και σκέφτηκε, μαζί με τον Τόνι Μπλερ, να τους «εκδημοκρατίσει».

Αυτό είναι ένα μερίδιο της δυτικής ευθύνης τόσο για τους ανθρώπους της Μέσης Ανατολής όσο και για τους ανθρώπους της Δύσης. Οι πρώτοι ξεριζώνονται και οι δεύτεροι εισπράττουν την προσφυγιά, τη μετανάστευση και την τρομοκρατία - μαζί με τις διευρυνόμενες πλέον ανισότητες στο εσωτερικό των δυτικών χωρών.

Ναι, αλλά μαζί με τους πρόσφυγες μετακινούνται όλο και περισσότερο τα παιδιά. Ιδού μερικά από τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα, στο τέλος του 2016 ο ΟΗΕ για τα μετακινούμενα παιδιά (https://www.unicef.org/media/media_92725.html.).

Το 2015, πάνω από 100.000 ασυνόδευτα ανήλικα ζήτησαν άσυλο σε 78 χώρες - τριπλάσιος αριθμός σε σχέση με το 2014. Σήμερα, τα παιδιά αποτελούν δυσανάλογο και αυξανόμενο ποσοστό σε σχέση με εκείνους οι οποίοι έχουν αναζητήσει καταφύγιο έξω από τη χώρα γέννησής τους: αγγίζουν περίπου το ήμισυ του συνόλου των προσφύγων.

Το 2015, περίπου το 45% των παιδιών-προσφύγων υπό την προστασία της Υπατης Αρμοστείας προερχόταν από τη Συρία, το Ιράκ και το Αφγανιστάν. Επίσης, υπολογίζεται ότι 17 εκατομμύρια παιδιά βρίσκονται εκτοπισμένα στο εσωτερικό των χωρών τους -παιδιά που έχουν ανάγκη ανθρωπιστικής βοήθειας και πρόσβασης σε κρίσιμες υπηρεσίες σίτισης, υγείας, περίθαλψης, εκπαίδευσης.

Σε ολόκληρο τον κόσμο, σχεδόν 50 εκατομμύρια παιδιά έχουν ξεριζωθεί από τις εστίες τους. Τα 28 εκατομμύρια από αυτά διώχθηκαν αναγκαστικά εξαιτίας των συγκρούσεων - δεν έφυγαν με δική τους επιλογή, όπως έφυγαν το '90 τα δύστυχα αδέρφια Φοντέ Τουρέ και Αλασίν Κέιτα.

Ομως, αυτό που μένει ίδιο για τους Κέιτα του κόσμου τούτου είναι ότι τα περισσότερα παιδιά μεταναστεύουν με την ελπίδα να βρουν μια καλύτερη, μια ασφαλέστερη ζωή. Και τι βρίσκουν; Τραυματισμένα από τις συγκρούσεις και τη βία, αντιμετωπίζουν επιπλέον κινδύνους: υποσιτισμό, αφυδάτωση, εμπορία, απαγωγή, βιασμούς, ακόμη και θάνατο. Κινδυνεύουν να ξεβραστούν άψυχα στις ακτές της Αλικαρνασσού, όπως ο Αλαν Κούρντι, και στα θαλάσσια περάσματα της Μεσόγειου.

Στις χώρες που ταξιδεύουν ή και στον τελικό προορισμό τους, συχνά αντιμετωπίζουν ξενοφοβία, διακρίσεις και αποκλεισμό. Ομως, για τη Δύση, φαίνεται πως ο αποκλεισμός είναι η άλλη όψη της σωτηρίας - από τη σκοπιά ενός ολόκληρου συστήματος αξιών, που, ενώ δεν ήθελε μύγες στην κρεβατοκάμαρά του, ουδέποτε σταμάτησε να σκορπάει ζάχαρη, φιλανθρωπία και νουθεσίες.

Η Εκθεση της UniCef για τα παιδιά είναι όντως αφυπνιστική και λέει κάτι σημαντικό: όταν εξασφαλίζονται ασφαλείς και θεσμικοί δρόμοι, η μετανάστευση των παιδιών μπορεί να προσφέρει ευκαιρίες τόσο για τα παιδιά όσο και για τις χώρες υποδοχής τους. Αυτό, όμως, δεν είναι υπόθεση μόνον της Ελλάδας ούτε ήσυχων και καλών ανθρώπων που μαζεύουν γραμματόσημα, αλλά επιτακτικό αίτημα μιας Παγκόσμιας Ατζέντας του 2017 για τα Παιδιά.

Εως τώρα, ο πλούσιος κόσμος, με απόλυτη υποκρισία, διαλέγει τον πόλεμο και όχι την ειρήνη∙ τη φιλανθρωπία και όχι τη δικαιοσύνη. Και με τη φιλανθρωπία (συν τις ΜΚΟ να υποκαθιστούν ελλείπουσες πολιτικές) πετυχαίνει το απίθανο: με μία μόνο πράξη ταπεινώνει τον άλλο και ταυτόχρονα νιώθει ενάρετος, με καθαρή συνείδηση. Τα παιδιά, όμως, δεν σώζονται από το «αόρατο χέρι» που ποτέ δεν απλώνεται.

Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 27/1/2017.

Ενδογενές και αγρο-κεντρικό το νέο αναπτυξιακό μοντέλο για την Ελλάδα

Εισαγωγή

Εδώ που φτάσαμε και χωρίς βαρύγδουπες αναλύσεις, πρέπει να απαντήσουμε κυρίως στο ερώτημα «τί κάνουμε τώρα». Το τώρα συνδέεται σαφέστατα με το αύριο, με το μέλλον, με την επιβίωση της χώρας. Η κατάσταση της οικονομίας είναι γνωστή, η σύνθεση του ΑΕΠ, έστω όπως αυτό υπολογίζεται, επίσης, ενώ οι νοοτροπίες, οι πρακτικές των πολιτών, αλλά και η λειτουργία του θεσμικού και πολιτικού συστήματος δεν προοιωνίζουν αισιοδοξία. Πάμε στην παραγωγή λοιπόν, αφού εκεί θα κριθεί η μάχη της επιβίωσης. Παραγωγή ελληνικών προϊόντων για κατανάλωση, για εξαγωγές, για μεταποίηση. Πού θα στηριχθούμε; Σε ένα νέο ενδογενές αγροκεντρικό μοντέλο, δηλαδή κυρίως στον πρωτογενή τομέα. Στα βασικά δηλαδή.

Η λογική του αγρο-κεντρικού μοντέλου

Να δούμε καθαρά το πρόβλημα. Δεν παράγουμε αρκετά, εισάγουμε πολλά αγαθά, τα ελλείμματα, οι ανισορροπίες στην οικονομία είναι διαχρονικές. Οι δυσκολίες της ανάγνωσης των αριθμών και των στοιχείων, λόγω της εκτεταμένης παραοικονομίας και της μικρής ελληνικής οικογενειακής επιχείρησης, δεν πρέπει να οδηγήσουν στην υποτίμηση του προβλήματος. Για την δημιουργία των απαραίτητων νέων θέσεων εργασίας δεν περιμένουμε θαύματα: το δημόσιο αδυνατεί, οι επιχειρήσεις κλείνουν, το εμπόριο έχει δυσκολίες, ο τουρισμός λειτουργεί ανάλογα με τη συγκυρία. Πώς θα δημιουργηθούν λοιπόν νέες θέσεις εργασίας; Η απάντηση βρίσκεται στην αυτο-απασχόληση και συγκεκριμένα στον αγροτικό τομέα. Από τη μια άκρη της χώρας μέχρι την άλλη οι νέοι και οι άνεργοι επιστρέφουν στο χωριό, πολλοί διστάζουν αφού δεν υπάρχει βοήθεια και βρίσκονται χωρίς στήριξη, συχνά χωρίς γνώση. Η κρίση οδηγεί τους ανθρώπους στον αγώνα για επιβίωση, στην αυτο-κατανάλωση, μέσα από την αγροτική παραγωγή. Κυριαρχεί όμως η γραφειοκρατία, η έλλειψη φαντασίας, στην ουσία η άρνηση της πραγματικότητας. Κι όμως η χώρα έχει σημαντικά πλεονεκτήματα (κλίμα, γεωγραφία, διατροφικό πολιτισμό, βιοποικιλότητα, ιστορική παράδοση), μπορεί να πρωτοστατήσει, να κάνει τη στροφή στην παραγωγή, στην ποιότητα, στην ανάδειξη του τοπικού προϊόντος, του τοπικού πολιτισμού, όπως γίνεται σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Έχουμε επιπλέον την παράδοση, τα βιώματα των κοινοτήτων, τις παρακαταθήκες του κοινοτισμού που προσαρμοσμένες στα σημερινά δεδομένα μπορούν να αποτελέσουν ένα νέο πεδίο δράσης, συνεργασίας, κοινωνικής ένταξης, αναγνώρισης ενός νέου ρόλου: αυτού του παραγωγού, του δραστήριου και ενεργού του οικονομικού συντελεστή. Με ή χωρίς επιδοτήσεις, με μικρή ή μεσαία περιουσία, με μικρό θερμοκήπιο ή διαφοροποιούμενες παραγωγές λαχανικών ένα νέο ζευγάρι θα προσπαθήσει κάτι νέο, διαφορετικό, δημιουργικό. Με σκληρή εργασία, με αγάπη για τα δέντρα, τα ζωντανά ή τα λαχανικά, με αγάπη και φροντίδα με ό,τι καταπιάνεται καθημερινά. Όλα τα άλλα θα έρθουν.
Ποιότητα ζωής, οικονομικό ενδιαφέρον, αυτο-απασχόληση και αυτό-κατανάλωση, συνεργασία και λειτουργική σχέση με την κοινότητα, τοπικές συνέργειες, αυτά είναι τα νέα στοιχεία, μακριά από την κρίση της πόλης. Δεν γίναμε ποτέ βιομηχανική χώρα, η φούσκα των υπηρεσιών έσκασε, τα δανεικά τέλειωσαν, τί απομένει; Να οργανώσουμε την επιστροφή στην ύπαιθρο, την παραγωγή αγαθών, την ένταξη των νέων στο χωριό, στη μικρή κοινότητα. Χωρίς να υποτιμούμε τα προβλήματα, ας δούμε ρεαλιστικά το μέλλον. Μόνο ο αγροτικός τομέας μπορεί σήμερα να δώσει πλούτο, πρώτη ύλη για τη βιοτεχνία, τη βιομηχανία, το εμπόριο, την αγορά, τις εξαγωγές. Η λύση είναι η αγροτική επιχειρηματικότητα, η απάντηση στην κρίση είναι η αγροτική παραγωγή. Από το «φύγε από το χωριό» του '60 φτάσαμε στο «πίσω στο χωριό» του 2016. Ήρθε η ώρα για τα ξεχασμένα χωριά να πάρουν την εκδίκησή τους, η πόλη δεν δίνει πλέον καμία ελπίδα. Κι η ελπίδα είναι η παραγωγή, η σκληρή καθημερινή εργασία, η συνεργασία με τους συντοπίτες, η συνέργεια με τους άλλους παραγωγούς, με τη βιοτεχνία και το εμπόριο. Εν ολίγοις, η κρίση οδηγεί τη χώρα σε ένα άλλο οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο, ενδογενές, βιώσιμο, παραγωγικό, και ταυτόχρονα εξωστρεφές και δημιουργικό.
Οταν μιλάμε για θέματα βιώσιμης ανάπτυξης το στοιχείο της τοπικότητας πρέπει βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Το ενδιαφέρον για το τοπικό δεν είναι απλά μια πρόχειρη, απλοϊκή, αυθόρμητη απάντηση στην ισοπεδωτική παγκοσμιοποίηση, στην απρόσωπη αγορά. Είναι η καρδιά του προβλήματος που ζούμε σήμερα. Ολα ανάγονται πλέον σε ζήτημα ανταγωνισμού κι έτσι τόσο οι μετεγκαταστάσεις επιχειρήσεων σε απόμακρες χώρες, όσο και οι εισαγωγές φθηνών προϊόντων προκύπτουν σαν κάτι το λογικό. Κι όμως το τοπικό έχει ασύγκριτα πλεονεκτήματα γιατί είναι χειροπιαστό, δίπλα σου, συνδέεται με την εγχώρια ιστορία, με την κοινωνική τεχνογνωσία, με την διατήρηση των θέσεων εργασίας, με την ζωή σου, την αγάπη για τον τόπο και τους ανθρώπους του.
Στο βιβλίο του «Sans plus attendre! » (KER éditions, 2014) o τεχνοκράτης και ακτιβιστής της βιώσιμης ανάπτυξης Guibert del Marmol, αναδεικνύει την οικονομική δραστηριότητα με βάση την τοπικότητα, σαν μια ξεχωριστή διάσταση. Τονίζει με έμφαση τα ειδικά χαρακτηριστικά της, όπως είναι η σχέση της με το υπάρχον οικοσύστημα, η αυτοκατανάλωση αγαθών, οι τοπικές συνέργειες μεταξύ των διαφόρων επαγγελματικών ομάδων, η δημιουργία δικτύων συνεργασίας μεταξύ παραγωγών, δικτύων χρηματοδότησης επιχειρήσεων και προώθησης προϊόντων, κοκ.
Αν αναλύσουμε ένα-ένα όλα αυτά τα χαρακτηριστικά θα δούμε ότι οι τοπικές συνέργειες αφορούν την γεωργία, δηλαδή τη βάση της παραγωγής των αγαθών, τη βιοτεχνία και την μεταποίηση, τις υπηρεσίες όπως είναι ο τουρισμός και η εστίαση, κοκ. Ολα αυτά δείχνουν ότι, χωρίς να είναι κανείς αφελής ή εξωπραγματικός, είναι δυνατή μια άλλη θεώρηση της ανάπτυξης, όχι απλά στη βάση των δεικτών μεγέθυνσης του ΑΕΠ, αλλά στη βάση της βιωσιμότητας των δράσεων. Κι αυτό σημαίνει πολλά θετικά για τον άνθρωπο, για το περιβάλλον, την εργασία, την ποιότητα ζωής και για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των μελλοντικών γενεών.
Η τοπικότητα αποτελεί λοιπόν μια καίρια διάσταση, όχι με την έννοια του κλειστού τοπικισμού, αλλά με την έννοια της ανάπτυξης συνεργασιών πρώτα μέσα στην τοπική κοινότητα παραγωγών, αλλά και με άλλες όμορες κοινότητες ή και με μακρινές περιοχές που ασπάζονται τα ίδια κίνητρα και αρχές. Υπάρχουν πολλά τέτοια δίκτυα και συνεργασίες που αφορούν την κατανάλωση (έντιμο εμπόριο), τον εναλλακτικό τουρισμό, τις επενδύσεις (ηθικές τράπεζες), τον πολιτισμό. Τοπικότητα σημαίνει ανάδειξη των χαρακτηριστικών της κάθε περιοχής με πνεύμα ανοιχτό, με ικανότητα σύνθεσης ανάμεσα στο παλιό και το νέο, με ευρηματικότητα και με διάθεση συνεργασίας, με χρήση σύγχρονων τεχνολογιών, με νέους τρόπους δράσης.
Η γοητεία του τοπικού και η αυθεντικότητά του, η αξιοποίηση και η ενασχόληση με τις γνώσεις και τα βιώματα των προηγούμενων γενεών, η προστασία του περιβάλλοντος, η ανάδειξη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του τοπίου, η παραγωγή και προώθηση τοπικών προϊόντων, όλα αυτά μπορούν να συνθέσουν το νέο μοντέλο ενδογενούς και βιώσιμης ανάπτυξης που τόσο έχουμε ανάγκη. Το παλιό μοντέλο μας οδήγησε σε αδιέξοδο, ήρθε η ώρα να δράσουμε δημιουργικά και πρωτίστως τοπικά. Να επωφεληθούμε από τις νέες τεχνολογίες που μας δίνουν τη δυνατότητα να γνωρίζουμε τί γίνεται αλλού, αλλά να μην υποβαθμίσουμε - λόγω μιμητισμού ή αδράνειας – τις τοπικές, ενδογενείς δυνατότητες.
Η Ελλάδα έχει, χάρη στη γεωγραφία και την ιστορία της, μοναδικά πλεονεκτήματα. Μάλιστα οι τοπικές ιδιαιτερότητες, το περιορισμένο και το μικρό, το πεδινό, το ορεινό, το νησιώτικο, το μικρο-κλίμα και τα ποικίλα όρια που θέτουν οι ορεινοί όγκοι της πατρίδας μας, θεωρούνται ως βασικός λόγος ανάπτυξης της ελληνικού πολιτισμού. Από τις νησιά-πόλεις-κράτη της αρχαιότητας μέχρι τις κοινότητες της σύγχρονης περιόδου, οι ανάγκες επιβίωσης και επικοινωνίας διαμόρφωσαν πρακτικές, αρχές, συμπεριφορές, βιώματα που έδωσαν την δυνατότητα στον έλληνα να αξιοποιήσει με μέτρο τα πάντα. Την ομορφιά του τοπίου, τα ντόπια υλικά, τις τέχνες, τις γεύσεις, τις γραμμές και τις αρετές που πρέπει να διέπουν τον ανθρώπινο βίο.
Η σύγχρονη θεώρηση, εμπλουτισμένη με τις τεχνολογικές ανακαλύψεις, μπορεί να αναδείξει την τοπικότητα ως κεντρική συνισταμένη της πραγματικής οικονομίας, αξιοποιώντας αυτό ακριβώς το στοιχείο της άμεσης σχέσης της με την παραγωγή και τις επιχειρήσεις. Πόσο μακριά μπορεί να πάει εξάλλου η αβυσσαλέα απόσταση που χωρίζει σήμερα την παραγωγή αγαθών με τις διεθνείς υπηρεσίες, ιδιαίτερα αυτές των τραπεζών και του χρηματοπιστωτικού τομέα; Το νήμα έχει ορισμένα φυσικά όρια, κάποτε σπάει. Κι έσπασε....

Αγρο-συνέργειες

Επιχειρώ μια νέα προσέγγιση της τοπικής ανάπτυξης που βασίζεται σε τρεις παραμέτρους:
-Πρώτη είναι η παράμετρος της κρίσης. Η κρίση είναι βαθιά, συστημική, και για την Ελλάδα τίθεται πλέον άμεσα το θέμα της επιβίωσης μεγάλου μέρους του πληθυσμού. Δεν πρέπει συνεπώς να μείνουμε στα καθιερωμένα και στο πολιτικώς ορθό, αλλά ως επιστήμονες, πρέπει να έχουμε την παρρησία να προειδοποιήσουμε την Πολιτεία και την κοινωνία και να αναδείξουμε τις εφικτές λύσεις. Έρχονται χρόνια δύσκολα, σκληρά και πρέπει να ετοιμασθούμε κατάλληλα. Η διεθνής κρίση εντείνει εξάλλου σε πολλές περιοχές του πλανήτη την επισιτιστική κρίση κι αυτό δίνει μια ιδιαίτερη διάσταση στο θέμα που μας απασχολεί.
-Δεύτερη παράμετρος είναι η αγροτική παραγωγή, ως συνιστώσα μιας ανάπτυξης νέου τύπου: τοπικής, εθνικής, παραγωγικής, δυναμικής με βάση κυρίως το παραδοσιακό μας οπλοστάσιο και την βαθιά ιστορική εμπειρία, με παράλληλη βέβαια χρήση των νέων μεθόδων και με σεβασμό στο οικοσύστημα. Μας ενδιαφέρει μια γεωργία πολυσχιδής, που παράγει πολλά προϊόντα και όχι μόνο αυτά που επιδοτούνται, μια γεωργία που συνδυάζει την εκλογικευμένη παραγωγή, την παραδοσιακές μεθόδους του τόπου και τις σύγχρονες πρακτικές που είναι φιλικές προς το περιβάλλον. Στόχος η παραγωγή προϊόντων ποιότητας, η μεταποίησή τους κοντά στους χώρους παραγωγής, η προώθηση των αγαθών στην αγορά με αποτελεσματικούς τρόπους και η νέα σχέση του παραγωγού τόσο με τον συνάδελφο παραγωγό (ομάδες παραγωγών, τοπικές δράσεις) όσο και με τον έμπορο και τον καταναλωτή, μέσα από τον αλληλοσεβασμό και τον αντίστοιχο επιμερισμό των ωφελημάτων σε ισότιμη βάση.
-Ο συνδυασμός των δύο πρώτων παραμέτρων μας οδηγεί στο κύριο θέμα της ταραγμένης εποχής μας, στο κοινωνικό ζήτημα, στο πώς θα «κάνουμε χωριό», δηλαδή πώς θα ξαναφτιάξουμε την κοινωνία μας. Το παλιό μοντέλο της ξέφρενης κατανάλωσης και του ατομικισμού απέτυχε, πρέπει τώρα να προτάξουμε το νέο. Στο νέο μοντέλο κοινωνικής συμβίωσης θα κυριαρχεί το μέτρο, η εργασία, η υπομονή, η συνεργασία, η δικαιοσύνη, η ανθρώπινη σχέση, η συμμετοχή στην κοινότητα. Στο νέο σύστημα θα κυριαρχεί η πραγματική οικονομία, όχι η φούσκα, όχι το αλόγιστο δάνειο, το δεύτερο εξοχικό, η τρίτη τηλεόραση, το τέταρτο αυτοκίνητο, κοκ. Το νέο οικονομικό αλλά και κοινωνικό αίτημα είναι αυτό του μέτρου, της κοινότητας, της ανθρωπιάς.
Γι αυτό το «πίσω στο χωριό», έχει νόημα σήμερα. Ο άνθρωπος ιστορικά εξελίχθηκε κι έφτιαξε το χωριό, την μικρή τοπική κοινότητα όπου δημιουργήθηκε η ανθρώπινη, βιοτική σχέση. Ο μοντερνισμός σε όλες του τις εκδοχές υποβάθμισε το χωριό και τους ανθρώπους του και ο καπιταλισμός έκανε τελικά την πόλη προωθώντας τη βιομηχανία και τις υπηρεσίες. Ηρθε η ώρα φαίνεται όπου το χωριό θα πάρει την εκδίκησή του, αφού ο αχαλίνωτος χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός καταστρέφει την οικονομία, την κοινωνία, το περιβάλλον, την επιχείρηση. Ο πολίτης αναζητεί διέξοδο, ο άνθρωπος θέλει πειστικές λύσεις.
Η γεωργία δεν είναι απλά ένας ακόμα οικονομικός συντελεστής, εμπεριέχει όλα τα στοιχεία που οριοθετούν έναν τρόπος ζωής. Εργασία, συμμετοχή, ταύτιση με τη φύση, άμεση σχέση με τους ανθρώπους, παράδοση, οικογένεια, κοινότητα. Η γεωργία είναι μια πειστική απάντηση στο σημερινό αδιέξοδο και μια απάντηση στην κρίση, αφού ο αγροτικός τομέας από τη φύση του και την εκτεταμένη παρουσία του στην ενδοχώρα παρουσιάζει πολλά πλεονεκτήματα προσωπικού ή κοινωνικού χαρακτήρα. Πέρα από τα εμφανή πλεονεκτήματα που συνδέονται με τον τρόπο ζωής κοντά στη φύση, ο αγροτικός τομέας παρουσιάζει υψηλό δείκτη συνέργειας με άλλους κλάδους και τομείς της πραγματικής οικονομίας : μεταποίηση, εξαγωγές, υποδομές, τουρισμός, πολιτισμός, εστίαση, κατανάλωση, κοκ, Όλοι αυτοί οι τομείς συνδέονται με τον αγροτικό χώρο, επηρεάζονται από τις δραστηριότητές του, εξαρτώνται από τις πρώτες ύλες του (δημητριακά, φρούτα, λαχανικά, μέλι, κρέας, γάλα, τυροκομικά, ξυλεία, αλιεύματα, κοκ) και αποτελούν τη βάση για την ανάπτυξη συναφών υπηρεσιών μέσα στην οικονομική ζωή. Οι τομείς αυτοί συνολικά συνθέτουν έναν ευρύτερο κύκλο που αποκαλώ «σύστημα αγρο-συνεργειών». Το σύνολο των θέσεων εργασίας αφορά στην ουσία την πραγματική μας οικονομία, ενδιαφέρει όλες σχεδόν τις οικογένειες και είναι διάσπαρτο σε ολόκληρη την επικράτεια.
Η μεγέθυνση, αλλά και η νέα σύνθεση του ΑΕΠ θα προέλθει μόνο μέσα από την αύξηση της παραγωγής στους κλάδους της πραγματικής οικονομίας. Γι αυτό είναι απαραίτητο να εμπεδωθεί μια διαφορετική αντίληψη σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη: μια ανάπτυξη βιώσιμη και ποιοτική, με αναζωογόννηση της υπαίθρου, με ενίσχυση της κοινωνικής και οικονομικής συνοχής, με εθνική αλληλεγγύη, με μέτρα ουσιαστικής στήριξης των αγροτών και κίνητρα για κάθε νέο παραγωγό προϊόντων και υπηρεσιών σε τοπικό επίπεδο. Χρειαζόμαστε ένα παραγωγικο-κεντρικό μοντέλο, αντί της σημερινής καταναλωτικής φούσκας των εισαγωμένων προϊόντων. Δηλαδή στροφή στην πραγματική οικονομία, στον άνθρωπο και στο προϊόν του κόπου του, με έμφαση στην ποιοτική παραγωγή. Και βεβαίως χρειαζόμαστε μια άλλη σχέση ανάμεσα στον παραγωγό και στον καταναλωτή, με πλήρη αξιοποίηση των σύγχρονων συστημάτων προώθησης προϊόντων και κατάλληλων συνεργασιών. Η έκφραση «Πίσω στο χωριό» εκφράζει όντως μια ανάγκη, αλλά και δεν πρέπει να γίνει μια παγίδα για αφελείς ή ευκαιρία κερδοσκοπίας από επιτήδειους. Η εποχή των πανάκριβων μελετών και της υιοθέτησης εκ μέρους των αγροτών ακατάλληλων μοντέλων καλλιέργειας και εκτροφής ζώων πέρασε και την πληρώσαμε ακριβά. Ξέρουμε πλέον πώς να φυλαχθούμε, ξέρουμε πώς να στηριχθούμε στις τοπικές δυνατότητες.
Η γενικευμένη οικονομική κρίση και η σκληρή πολιτική της λιτότητας προκαλούν στη χώρα μας πρωτοφανή οικονομική ύφεση, δραματική αύξηση της ανεργίας και κυρίως ανεργία των νέων. Η μετεγκατάσταση εκατοντάδων χιλιάδων ανέργων στο χωριό, στην επαρχία και η ένταξή τους στην αγροτική παραγωγή και στο ευρύτερο σύστημα των «αγρο-συνεργειών» με οργανωμένο τρόπο, με τεχνικο-επιστημονική υποστήριξη, διοικητική υποβοήθηση και κίνητρα θα δώσει διέξοδο και εργασία σε όσους το επιθυμούν και παράλληλα θα αυξήσει την εθνική παραγωγή, μειώνοντας τις εισαγωγές και αυξάνοντας τις εξαγωγές. Αλλά αυτό πρέπει να γίνει με σχέδιο, με στόχους και με συμμετοχή των ίδιων των παραγωγών: μόνο η συνειδητή συμμετοχή τους, ατομική και συλλογική, θα διασφαλίσει τη νέα προοπτική. Το κράτος δεν μπορεί και δεν πρέπει να καλύπτει τα χρέη των συνεταιρισμών, δεν χρειάζονται οι συνεταιρισμοί παλιού τύπου και οι παραγωγοί πρέπει να μετέχουν υπεύθυνα, με περηφάνεια, με δικαιώματα και υποχρεώσεις, στο εθνικό παραγωγικό και φορολογικό σύστημα.
Επιστροφή στο χωριό λοπόν. Ενα χωριό σύγχρονο, όπου η πρόσβαση και η επικοινωνία είναι πλέον εύκολη, ειδικά με τη χρήση των νέων τεχνολογιών, οι υποδομές λειτουργικές, η ποιότητα ζωής καλύτερη σε σχέση με το δράμα των πόλεων, η καθημερινότητα ανθρώπινη. Ενα χωριό όμως που παράγει, που αποτελεί οργανωμένη κοινωνία αλληλεγγύης, ενεργό τοπική κοινότητα, που ζει μέσα από την ουσιαστική συνεργασία των ανθρώπων, των παραγωγών, των βιοτεχνών, του εμπορίου, των τουριστικών επιχειρήσεων και των καταναλωτών. Ένα χωριό, που στηρίζει συνειδητά και συστηματικά τα τοπικά μας προϊόντα, που εκπέμπει ποιότητα σχέσεων, κοινωνική ανταπόκριση και ενισχύει την ευημερία του ατόμου μέσα από την ασφάλεια της συμμετοχής του στην κοινότητα.
Για την προώθηση του νέου συστήματος των «αγρο-συνεργειών» απαιτείται ριζικός επανασχεδιασμός των δημοσίων πολιτικών, επανεξέταση των κοινοτικών και εθνικών επιδοτήσεων, αναθεώρηση της τεχνικής εκπαίδευσης, σύνδεση της παραγωγής με την εγχώρια και τη διεθνή αγορά, εθνική πολιτική γης. Το νέο παραγωγικό μοντέλο θα είναι αγρο-κεντρικό, δυναμικό, ποιοτικό, εξωστρεφές. Κι αυτό σημαίνει εργασία, επενδύσεις, συνέργειες, ώστε να υπάρξει ισχυρή οικονομική ανάκαμψη, αμοιβαίο όφελος και ανάδειξη του εθνικού δυναμικού μέσα από μια πραγματικά βιώσιμη ανάπτυξη. Η προώθηση του οικονομικού μοντέλου των αγρο-συνεργειών συνεπάγεται ανατροπή του σημερινού υπερ-συγκεντρωτικού κράτους αφού η υιοθέτησή του θα επιφέρει ουσιαστική αποκέντρωση των οικονομικών δραστηριοτήτων, αναδιοργάνωση της διοίκησης με επίκεντρο την περιφέρεια, αναθεώρηση των δημοσίων πολιτικών ώστε να λάβουν επιτέλους υπόψη τους την βαθιά κρίση, μεγάλης κλίμακας μετεγκατάσταση των ενδιαφερομένων ανέργων από την πρωτεύουσα και τις άλλες μεγάλες πόλεις στην ύπαιθρο, ενίσχυση της μικρής αγροτικής επιχειρηματικότητας και γενικότερα συνεκτικές προσπάθειες για διασφάλιση της επιβίωσης του πληθυσμού σε εποχή κρίσης και αυξανόμενης φτώχειας. Οι νέοι παραγωγικοί και επαγγελματικοί Συνεταιρισμοί, οι ομάδες παραγωγών, οι Δήμοι, οι Περιφέρειες έχουν ένα λαμπρό πεδίο μπροστά τους και η συνεργασία αγροτικών και αστικών Δήμων μπορεί να δημιουργήσει νέα πρότυπα οικονομικής συνεργασίας για κοινό όφελος.
Ο κόσμος που ζούμε είναι ασταθής, οι ισορροπίες που γνωρίζαμε έχουν αλλάξει, τα μέλλον θα εξαρτηθεί εν πολλοίς από τις δικές μας ενέργειες. Να δούμε άμεσα πού μπορούμε καλύτερα, ποιά είναι τα εθνικά συγκριτικά μας πλεονεκτήματα, πώς θα δράσουμε έξυπνα για να βελτιώσουμε διεθνώς τη θέση μας. Αν διαβάσει κανείς τις πρόσφατες μελέτες σχετικά με τις δυνατότητες ανάπτυξης της χώρας και αντιμετώπισης της κρίσης, παρατηρεί δύο κυρίως πράγματα: μια συχνή αναφορά στον αγροτικό τομέα και ταυτόχρονα, μια έλλειψη εξειδίκευσης των προτάσεων. Αναγνωρίζονται, συχνά, οι μεγάλες δυνατότητες του τομέα, αλλά όταν πάμε στο πώς και με ποιό τρόπο, η αμηχανία είναι εμφανής. Το μεγάλο άλμα και στοίχημα της ελληνικής οικονομίας σημαίνει κυρίως στροφή στην παραγωγή, συνειδητή επιλογή κατανάλωσης ντόπιων προϊόντων, συστηματική προβολή του made in Greece. Γι αυτό πρέπει επειγόντως να συζητήσουμε για κίνητρα, μηχανισμούς στήριξης των νέων, μικρο-δάνεια με χαμηλό επιτόκιο, με δυό λόγια για ένα αποτελεσματικό σύστημα υποστήριξης των παραγωγών, έξω από την απογοητευτική σημερινή γραφειοκρατία. Πρέπει να δούμε το όλο θέμα υπό το πρίσμα της νέας, μικρής αγροτικής επιχειρηματικότητας.
Θεωρώ ότι πρέπει να δράσουμε τώρα υπεύθυνα και με εθνικό σχέδιο. Η κρίση είναι βαθιά, δεν είναι μόνο κρίση αριθμών, τίθενται θέματα αξιών, επιλογών, κατεύθυνσης. Εχουμε ως χώρα μια μοναδική μακραίωνη ιστορική εμπειρία, ξέρουμε τί είναι χωριό, δηλαδή κοινότητα ανθρώπων, έχουμε τον απαράμιλλο διατροφικό μας πολιτισμό, το εκπληκτικό μας περιβάλλον και την πλούσια βιοποικιλότητα. Δεν μπορούμε συνεπώς να συνεχίσουμε έτσι, δηλαδή να εισάγουμε τα πάντα, να χρεώνουμε για τις αλόγιστες ενέργειές μας τις επόμενες γενιές, να υποθηκεύουμε το μέλλον της πατρίδας μας. Η ενασχόληση με τη γεωργία απαιτεί κυρίως ισορροπημένη προσέγγιση, προσωπική διάθεση. Ενα νέο ζευγάρι, γιατί γι αυτό τελικά μιλούμε, αντί να κάθεται άνεργο στην Αθήνα, μπορεί, με σχετικά μικρό κεφάλαιο και κυρίως με διάθεση εργασίας, να κερδίσει επάξια τη ζωή του, να δημιουργήσει τις βάσεις για ένα αξιοπρεπές μέλλον στην επαρχία. Στην επαρχία που σνομπάρεται σήμερα από τα ίδια τα παιδιά μας. Πεποίθησή μου είναι ότι έχουμε σαν κοινωνία όλα αυτά που χρειάζονται για να ξεκινήσουμε μια νέα πορεία, με ένα ενδογενές παραγωγικό μοντέλο, όπου ο πρωτογενής τομέας θα έχει καθοριστικό ρόλο. Δεν πιστεύω ότι το μοντέλο της οικονομίας των υπηρεσιών αποτελεί λύση, αφού οι υπηρεσίες πρέπει να στηρίζονται στην παραγωγή και στη μεταποίηση. Αν όλα είναι εισαγόμενα δεν υπάρχει διέξοδος. Θέλουμε ένα μοντέλο παραγωγικό, αγρο-κεντρικό, δηλαδή στην ουσία ένα ανθρωπο-κεντρικό, αφού χωρίς τον παραγωγό, τον άνθρωπο, δεν έχει ενδιαφέρον καμμία δραστηριότητα. Υπό την έννοια αυτή η επιλογή του χωριού, της γεωργίας ως τρόπου ζωής είναι σημαντική προσωπική αλλά και πολιτική επιλογή, είναι επιλογή ανθρωπίνων σχέσεων, διαφορετικής οργάνωσης του κοινωνικού βίου. Η ευημερία δεν ταυτίζεται με την κατοχή υλικών αγαθών. Ο αγρότης, ο παραγωγός μπορεί, χάρη στην επαφή του με τη φύση να αναδείξει τη νέα ισορροπία, δηλαδή την ηθική διάσταση της ανάπτυξης και την κοινωνική χρησιμότητα των παραγομένων προϊόντων. « Ο αληθινός πολιτισμός προέρχεται μέσα από τη φύση και είναι αγνός, λιτός και απλός » (Masanobu Fukuoka) Το μέλλον μας θα διαμορφωθεί με βάση αυτές τις αρχές καθώς και από την συμμετοχή μας στην κοινότητα, το τέλος του υπερβολικού καταναλωτισμού και του ατομικισμού είναι πλέον ορατό. Ετσι όλα μπορούν να αλλάξουν. Σε αυτό το πλαίσιο ο γεωργός, ο παραγωγός, το χωριό με τα αυθεντικά του έθιμά του και τον ιδιαίτερο τρόπο ζωής, έχουν ένα νέο κοινωνικό και οικονομικό ρόλο.

Προϋποθέσεις επιτυχίας

Πώς όμως θα γίνει αυτή στροφή; Πώς θα ξεκινήσει μια σοβαρή και αξιόπιστη εθνική προσπάθεια για παραγωγή και προκοπή. Ας δούμε πρώτα τις ρεαλιστικές προϋποθέσεις που σχετίζονται με την συγκυρία. Ποιες είναι οι πτυχές εκείνες που προσδιορίζουν σήμερα την οικονομική και κοινωνική θέση των αγροτών; Προτάσεις υπάρχουν, μελέτες υπάρχουν, εμπειρία υπάρχει.
Στην Ελλάδα ειδικά, λόγω της γήρανσης του πληθυσμού, του δημογραφικού προβλήματος και της επί σειρά δεκαετιών εγκατάλειψης της γεωργίας, πρέπει να γίνει άμεσα η επεξεργασία μιας πολιτικής αγροτικής ανάπτυξης, με διαμόρφωση εθνικών στόχων και εξειδίκευση ανά Περιφέρεια και προϊόν. Με την ευκαιρία της νέας ΚΑΠ πρέπει να θέσουμε ως στόχο την δραστική μείωση του κόστους παραγωγής, την στροφή στην ποιότητα και την εξωστρέφεια και κυρίως την προσέλκυση νέων στον αγροτικό χώρο. Η κρίση είναι ευκαιρία, η αγροτική επιχειρηματικότητα πρέπει να μπει σε νέα βάση, αλλά χωρίς νέους στην παραγωγή αυτό είναι ανέφικτο. Οι παρεμβάσεις όμως πρέπει να είναι μελετημένες και συνολικές, αφού η κοινωνική απαξίωση του αγρότη αποτελεί βασική αιτία αποστροφής της νεολαίας προς το αγροτικό επάγγελμα.
Συμπερασματικά θεωρώ ότι τα φορολογικά και τα ασφαλιστικά μέτρα θα πρέπει να είναι εργαλείο και συνάρτηση μιας συγκροτημένης δημόσιας αγροτικής πολιτικής που σήμερα δυστυχώς δεν υπάρχει. Αυτή η νέα πολιτική θα αποσκοπεί στην ριζική αλλαγή των όρων άσκησης αγροτικής δραστηριότητας, με άμεσο εξορθολογισμό των υφισταμένων ρυθμίσεων, τόνωση της επιχειρηματικότητας και της οικογενειακής εκμετάλλευσης, ώστε η χώρα μας να αξιοποιήσει με επιτυχία τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα. Προτάσεις υπάρχουν, τόσο για τη συμβατική όσο και για τη βιολογική γεωργία, αλλά αυτό που λείπει είναι η βούληση για ορθολογισμό και διαμόρφωση εθνικής πολιτικής αγροτικής ανάπτυξης. Η παραγωγή, η μεταποίηση, η ποιότητα, οι εξαγωγές, η κοινωνική ασφάλιση, οι επενδύσεις, οι επιδοτήσεις, ο ΕΛΓΑ, οι συντάξεις, κοκ, όλα αυτά είναι στοιχεία για μια συνεκτική πολιτική που θα καλύπτει σαφώς και τη φορολογική πτυχή. Το ζητούμενο είναι η νέα αυτή πολιτική, να λειτουργεί με τρόπο δίκαιο, ανταγωνιστικό και αποτελεσματικό, ώστε να επιβιώσει και να προκόψει ο πρωτογενής τομέας για να αντισταθεί η χώρα στην κρίση. Διαφορετικά η φθίνουσα πορεία του χώρου θα συνεχιστεί και οι συνέπειες για την εθνική οικονομία θα είναι δυσβάστακτες.
Η πολιτική πρέπει συνεπώς τώρα να παρέμβει. Προτείνω να συνέλθει άμεσα το Εθνικό Συμβούλιο Αγροτικής Πολιτικής, με συμμετοχή όμως και των εκπροσώπων των παραγωγών, για να συντάξει πόρισμα και να προτείνει νέες κατευθύνσεις. Το πόρισμά του να σταλεί στη νέα Βουλή, όπου θα πρέπει να συσταθεί άμεσα μια διακομματική επιτροπή για σύνταξη έκθεσης και διατύπωση προτάσεων σχετικά με το μέλλον της εθνικής αγροτικής παραγωγής. Ολα τα άλλα θα ακολουθήσουν. Τα λόγια τέλειωσαν, ήρθε η ώρα της πράξης. Η νέα ΚΑΠ αφήνει πολλά περιθώρια σε κάθε κράτος μέλος στην εφαρμογή της πολιτικής και καθορισμό των προτεραιοτήτων.

Αντί επιλόγου

Το συμπέρασμα είναι απλό. Ερχονται σκληρά χρόνια για όλους και περισσότερο για τους παραγωγούς. Στην εποχή της σύγχυσης και της ανασφάλειας, πρέπει να δούμε πώς θα διασφαλίσουμε το μέλλον τους. Που συνδέεται με το μέλλον της χώρας. Ένα μέλλον βιώσιμο, με αξιοπρέπεια, με ρεαλισμό και σχέδιο. Ο σύγχρονος κόσμος υπολογίζει τις χώρες που παράγουν, που δημιουργούν, που εξάγουν. Η Ελλάδα πρέπει να δημιουργήσει ένα νέο, ενδογενές, ανθρωπο-κεντρικό μοντέλο. Κι αυτό σημαίνει ένα μοντέλο αγρο-κεντρικό, όπου θα συνυπάρχουν οι διαστάσεις της παραγωγής, της συνεργασίας, της δημιουργίας. Με τη νεολαία στην παραγωγή, με την επαρχία αναζωογοννημένη, την κοινωνία αισιόδοξη. Μπορούμε, αν το θελήσουμε.

Η δημοκρατία, ασπίδα και τρόπος ζωής

Η δημοκρατία είναι σε κάποια πράγματα όπως η Ιστορία. Δεν είναι εξελικτική ή κυκλική. Δεν πάει κατ' ανάγκην από το καλό στο καλύτερο. Κι αν ακυρωθεί, δεν είναι καθόλου αυτονόητο ότι θα επανέλθει στην πρότερή της μορφή. Μπορεί κάλλιστα να μη λειτουργήσει, σε έσχατες περιπτώσεις να καταλυθεί.

Η δυσλειτουργία ή το πισωγύρισμα μπορεί να επέλθει εμπρόθετα, μπορεί όμως να προκύψει από αντιδράσεις, κακοπροαίρετες αλλά και καλοπροαίρετες. Αυτό είναι φυσιολογικό, καθώς δημοκρατία δεν είναι μόνο η έκφραση, περιοδικά, γνώμης και ψήφου.

Προϋποθέτει έναν συνδυασμό αρχών και αξιών που διασφαλίζουν δύο πράγματα: κοινές αξίες, αρχές και κανόνες αφενός, δικαιώματα, αφετέρου, στο διαφορετικό. Στον συνδυασμό των δύο αυτών στοιχείων, στη δοσολογία τους, κρίνεται και η ποιότητα της δημοκρατίας.

Χωρίς κοινές αξίες μια δημοκρατία αδυνατεί να λειτουργήσει, να υπάρξει. Οι αξίες κυμαίνονται από τις πιο στοιχειώδεις, όπως οι θεμελιώδεις ελευθερίες και τα θεμελιώδη δικαιώματα, έως συγκεκριμένα κοινωνικά δικαιώματα, όπως η καθολική πρόσβαση στην εκπαίδευση όλων των βαθμίδων και στην υγεία.

Οι κοινές αξίες δεν ταυτίζονται με τις κοινές αναφορές που χρειάζονται τα έθνη για να υπάρξουν. Οι δεύτερες είναι απότοκα περισσότερο της ανάγκης συνύπαρξης, οι πρώτες είναι λελογισμένες. Οι δεύτερες εστιάζουν στην ομοιομορφία, οι πρώτες αφήνουν χώρο στη διαφορά.

Από την άλλη, δημοκρατία σημαίνει αποδοχή της ετερότητας, της διαφοράς. Αλλιώς, επιτρέπει, αν δεν ενθαρρύνει, σε ομάδες και άτομα να εκφράσουν την ιδιαιτερότητά τους, τις ανησυχίες τους, τις παραδόσεις τους. Σε αντίθεση με εθνικά κράτη που έβλεπαν και ακόμη βλέπουν τη διαφορά, ιδεολογική και πολιτισμική, ως απειλή για τη συνοχή τους, η δημοκρατία την προασπίζει θεωρώντας την πνοή δημιουργίας.

Ασφαλώς, τα παραπάνω δεν είναι ομόφωνα δεκτά. Εδώ υπεισέρχονται οι ιδεολογικές διαφορές, τα κοσμοείδωλα. Ανάλογα με την οπτική τους κάποιοι, ιδιαίτερα οι συντηρητικοί, δίνουν περισσότερο βάρος στα κοινά, άλλοι, οι φιλελεύθεροι κυρίως, αλλά και οι ριζοσπάστες της Αριστεράς, στις διαφορές.

Το διακύβευμα έγκειται στη σύνθεση των δύο πτυχών. Παρότι η σύνθεση είναι ζητούμενο και πυροδοτεί συγκρούσεις, ήπιες ή εντονότερες, υπάρχουν τρία κομβικά σημεία η καταπάτηση των οποίων απονευρώνει τη δημοκρατία, την καθιστά μη περιεκτική.

Η δημοκρατία έχει αρχές και κανόνες που ισχύουν ανεξάρτητα από το ποιος κυβερνά. Εδώ δεν ισχύει η ερμηνεία τους α λα καρτ, κατά το δοκούν. Το ίδιο ισχύει και για το περίφημο «κρατικό συμφέρον» (raison d' etat) το οποίο προβάλλει όλο και πιο συχνά, ιδιαίτερα σε κρίσεις και σε κρίσιμες καταστάσεις, ως ο υπέρτατος νόμος, με το επιχείρημα ότι διακυβεύονται εθνικά ή κρατικά συμφέροντα.

Αρχές και κανόνες είναι καθολικοί, ισχύουν για όλους, χωρίς εξαίρεση. Ισχύουν για τις αρχές και για τους πολίτες. Δεν μπορεί, ενδεικτικά, κάποιοι έγκλειστοι να έχουν πρόσβαση στη μάθηση και άλλοι όχι. Επιπλέον, η τήρηση των αρχών από τους πολίτες δεν μπορεί να επαφίεται στην ευχέρειά τους.

Ο νόμος δεν «είναι το δίκιο του εργάτη» ούτε οι «αγωνιστές» έχουν περισσότερα δικαιώματα από τους μη «αγωνιστές». Ούτε ακόμη κάποιοι, όπως στο παρελθόν η Χρυσή Αυγή, μπορούν να φτιάχνουν παράλληλα «σχολεία» για τα παιδιά τους γιατί τα δημόσια δεν πλάθουν «σωστούς» Ελληνες. Τα παιδιά δεν είναι κτήματα των γονέων, προστατεύονται και αυτά από διεθνείς συμβάσεις και νόμους.

Οσον αφορά, τέλος, το πεδίο του σεβασμού της ετερότητας και της διαφοράς, αυτό είναι εξίσου σημαντικό με εκείνο των κοινών κανόνων. Η αρχή δοκιμάζεται διαρκώς σήμερα: από τον σεβασμό ατόμων με αναπηρίες μέχρι τον σεβασμό των κάθε λογής μειονοτήτων, των δικαιωμάτων των μεταναστών και των προσφύγων.

Οπως η προηγούμενη έτσι κι αυτή η αρχή δεν μπορεί να ακρωτηριαστεί ή να ακυρωθεί στο όνομα κάποιου υπέρτατου συμφέροντος, της κατάταξης των ανθρώπων σύμφωνα με εθνικότητα ή θρησκεία, ή ακόμη με αυτό που η πλειοψηφία θεωρεί ορθό.

Αναντίρρητα, καμία αρχή και αξία, κανένας νόμος δεν είναι υπεράνω κριτικής. Συχνά και αυτά είναι διαπερατά σε ανισότητες και αδικίες. Από την άλλη, ακούγεται παράταιρη σήμερα, σε καιρούς όξυνσης των κάθε λογής ανισοτήτων και κυριαρχίας της μεταπολιτικής, η συνηγορία για αρχές, κανόνες και αξίες.

Αυτές ακριβώς οι εξελίξεις θαρρώ αναδεικνύουν τη σημασία τους, καθώς περισσότερο από ποτέ μπορούν να λειτουργήσουν ως ελάχιστη ασπίδα στη βαρβαρότητα της ωμής ισχύος.

Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 18/1/2017.

Διαφορές δημοκρατίας και αναρχίας

Σε κάποιους αναρχικούς και αντιεξουσιαστικούς χώρους υπάρχει μεγάλη σύγχυση γύρω από τα ζητήματα της δημοκρατίας και της εξουσίας. Μάλιστα κάποιοι χρησιμοποιούν τον όρο «άμεση δημοκρατία» είτε ως σχετιζόμενο με την αναρχία είτε ως μέσον ή διαδικασία προς αυτήν. Χρειάζονται λοιπόν κάποιες διευκρινίσεις.

Η δημοκρατία είναι η πραγματική λαϊκή κυριαρχία: όταν ο λαός ο ίδιος μπορεί να αλλάζει τον νόμο και να λαμβάνει τις κύριες αποφάσεις. Οταν ασκεί άμεσα την εξουσία υπό όλες τις μορφές της, κυβερνητική, νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική.

Η δημοκρατία δεν μπορεί παρά να είναι άμεση, πράγμα που συνεπάγεται ότι είναι αδιανόητη με αντιπροσώπους, κόμματα και αναθέσεις. Γι' αυτό τα σημερινά αντιπροσωπευτικά πολιτεύματα δεν είναι πραγματικές δημοκρατίες, είναι φιλελεύθερες ολιγαρχίες.

Η δημοκρατική κοινωνία διέπεται από νέες σημασίες και αξίες, απαιτεί νέους θεσμούς και νόμους που δεν υπάρχουν σήμερα εντός της καπιταλιστικής και κοινοβουλευτικής θέσμισης. Τίθεται έτσι το ζήτημα της νέας οργάνωσης με την οποία θα πορευτεί η δημοκρατική κοινωνία, άρα το ζήτημα των θεσμών, του πολιτεύματος και της εξουσίας.

Η άμεση δημοκρατία δεν είναι μια ακαθόριστη έννοια ή μόνο διαδικασία, είναι και νόμοι και καθεστώς, έχει συγκεκριμένους θεσμούς, δικαιώματα, habeas corpus, άμεση παιδευτική συμμετοχή, αρχή της πλειοψηφίας κ.λπ.

Αντιθέτως, η αναρχική ιδεολογία είναι αόριστη έως αντιφατική όσον αφορά τους θεσμούς και την εξουσία. Διαβάζουμε λ.χ. στο κείμενο ενός ηλικιωμένου αναρχικού: «Αναρχία σημαίνει ένα κοινωνικό καθεστώς...από το οποίο είναι εξοβελισμένη κάθε θεσμοθετημένη μορφή καταναγκασμού και, κατά συνέπεια, κάθε θεσμισμένη μορφή πολιτικής εξουσίας».

Σε μεταγενέστερο όμως κείμενό του αυτή η άποψη αναιρείται, έστω μερικώς και αορίστως, χωρίς ίχνος κάποιας αυτοκριτικής: «Ο αναρχισμός δεν προϋποθέτει καθόλου μια μη θεσμισμένη κοινωνία, το αντίθετο, θεωρητικοποιεί μια μη συνειδητή και αναστοχαστική αυτο-θέσμιση της ανθρώπινης συλλογικότητας».

Είναι εμφανές πως εν προκειμένω υπάρχει σύγχυση και αντιφατικότητα, στοιχεία που χαρακτηρίζουν μεγάλο μέρος των αναρχικών. Ενα κραυγαλέο παράδειγμα σύγχυσης είναι το ότι αποκαλούν τα σημερινά ολιγαρχικά πολιτεύματα «αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες» ή απλώς «δημοκρατίες», ενώ δέχονται πως η αντιπροσώπευση και το κράτος είναι ξένα με τη δημοκρατία και τη λαϊκή κυριαρχία.

Στο ζήτημα της εξουσίας υπάρχει μια μεγάλη διαφορά της δημοκρατίας από την αναρχική ιδεολογία. Η τελευταία στρέφεται κατά της εξουσίας γενικώς, όπως δηλώνουν και οι σχετικές αυτοαναφορές με τους όρους αντιεξουσιαστές, αντιεξουσία κ.ά.

Ομως η εξουσία υπήρχε πάντα και θα υπάρχει, διότι η κοινωνία για να υπάρξει και να λειτουργήσει χρειάζεται λ.χ. νόμους, τους οποίους πρέπει κάποιοι να νομοθετήσουν και όλοι να εφαρμόσουν, και αυτό απαιτεί καθεστώς και θεσμούς, δηλαδή εξουσία. Το ουσιαστικό επομένως είναι ποιος ασκεί την εξουσία και πώς την ασκεί. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα κράτος.

Ενα παράδειγμα είναι η αρχαία δημοκρατία στην οποία δεν υπήρχε κράτος, υπήρχε όμως εξουσία η οποία δεν ήταν αλλοτριωμένη, δεν ήταν κτήμα ενός προσώπου, ενός κόμματος ή μιας τάξης, δεν ανήκε σε κανέναν, αλλά σε όλους τους πολίτες. Δεν υπήρχε διαχωρισμός εξουσίας και κοινωνίας, αλλά ταύτιση του πολιτικού σώματος με το κοινωνικό.

Αμεση συνέπεια είναι και η σύγχυση στο ζήτημα της συλλογικής ελευθερίας, η οποία στη δημοκρατία νοείται ως συμμετοχή όλων των πολιτών στην εξουσία. Ο Αριστοτέλης το εκφράζει ως εξής: Ελευθερίας δε εν μεν το εν μέρει άρχεσθαι και άρχειν. Ετσι, η πολιτική έννοια της συλλογικής ελευθερίας χάνεται από το πεδίο της αναρχικής ιδεολογίας, αφού έχει χαθεί πρώτα η εξουσία.

O αναρχισμός διατείνεται επίσης πως σε μια συνέλευση οι αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται με ομοφωνία, με γενική συναίνεση. Ομως η δημοκρατία βασίζεται στην αρχή της πλειοψηφίας, η οποία έχει νόημα μόνο όταν γίνεται δεκτό ότι κάθε ψήφος είναι ισοδύναμη με οποιαδήποτε άλλη. Αυτό σημαίνει πως όλες οι γνώμες είναι ισοδύναμες και συνεπώς «ο αριθμός των γνωμών υπέρ μιας απόφασης έχει κάποιο βάρος, δημιουργεί ένα τεκμήριο ορθότητας».

Αλλωστε σε ένα δημοκρατικό καθεστώς η πλειοψηφία και η μειοψηφία δεν είναι σταθερές και δεδομένες, αλλάζουν αναλόγως του προς συζήτηση θέματος. Συνεπώς, κάποιος που ανήκει στη μειοψηφία σε κάποια ψηφοφορία μπορεί κάλλιστα σε μια επόμενη ψηφοφορία να ανήκει στην πλειοψηφία.

Φυσικά, θα πρέπει να υπάρχει προστασία των κάθε είδους μειοψηφιών και όχι καταπίεσή τους -να εκφράζουν λ.χ. ελεύθερα τις απόψεις τους-, καθώς επίσης αυξημένη πλειοψηφία για μερικά σοβαρά ζητήματα.

Η αρχή της πλειοψηφίας νοείται εδώ ως εφαρμοζόμενη στις λαϊκές συνελεύσεις ενός δημοκρατικού καθεστώτος, όχι ως εικονική πλειοψηφία των εκλογικών συστημάτων στα κοινοβούλια των αντιπροσωπευτικών πολιτευμάτων. Ούτε επίσης ως αναγκαστική εφαρμογή σε κάποιες ολιγάριθμες πολιτικές ή ιδεολογικές ομάδες, στις οποίες μπορεί να είναι εφικτή η ομοφωνία.

Στην περίπτωση όμως που η αναγκαστική ομοφωνία επιβάλλεται στις πολυπληθείς συνελεύσεις, τότε η πλειοψηφία καταντά εν τέλει δέσμια της μειοψηφίας, ακόμα κι αν αυτή η τελευταία είναι πολύ μικρή. Ειδικότερα για τις σημερινές κοινωνίες που το άτομο έχει πολλαπλές χρονοβόρες ενασχολήσεις, δεν υπάρχει ο άπειρος χρόνος για πολύωρες συνελεύσεις και επαναλήψεις αυτών μέχρι να επιτευχθεί ομοφωνία.

Το αποτέλεσμα από τις λανθασμένες προκείμενες των αναρχικών είναι η ατελέσφορη περιπλάνησή τους σε θεωρητικά ιδεώδη, η οποία περιπλέκεται όταν συμπλέκεται με εσχατολογικά ιδεολογήματα του κομμουνισμού, εμποδίζοντας έτσι τη δημοκρατική πορεία.

Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 19/1/2017.

Οι μύθοι για το πτυχίο

H σχετική με την ελληνική τριτοβάθμια εκπαίδευση βιβλιογραφία της τελευταίας τριακονταετίας ανήκει σε τρεις κατηγορίες.

Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει αρκετές εξαιρετικές μελέτες Ιστορίας της εκπαίδευσης, Ιστορίας της εκπαιδευτικής πολιτικής και ελάχιστες μελέτες που προσεγγίζουν κριτικά τα οικονομικά της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και το νομικό πλαίσιο της θεσμικής της οργάνωσης.

Η δεύτερη κατηγορία αποτελείται από έργα καθαρά θετικιστικής προσέγγισης που εγκλωβίζονται στην παρουσίαση ποσοτικών δεδομένων για το κοινωνιολογικό προφίλ και την απασχόληση των αποφοίτων.

Η τρίτη κατηγορία αφορά ορισμένα έργα πολιτικών προτάσεων περί της αναδιοργάνωσης των πανεπιστημίων και εκ των υστέρων αποτίμησης αυτών των προσπαθειών.

Τα τελευταία συχνά ενίοτε γράφονται με αυτοβιογραφικό τόνο για να δικαιολογήσουν την αποτυχία των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων.

Τα έργα της δεύτερης και τρίτης κατηγορίας συνήθως στερούνται σοβαρού θεωρητικού υπόβαθρου και βασίζονται σε νεο-φιλελεύθερες κοινοτοπίες.

Στην καλύτερη περίπτωση, αναπαράγουν με στρεβλό τρόπο θεωρητικές προσεγγίσεις που έχουν διατυπωθεί στα μέσα της δεκαετίας του 1970.

Σε αυτό το πλαίσιο, το βιβλίο του Παντελή Κυπριανού έρχεται αφενός να καλύψει ένα σημαντικό κενό και αφετέρου να δημιουργήσει προοπτικές για μια ολιστική και συστημική κριτική προσέγγιση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και των κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών διαδικασιών που αυτή κινητοποιεί.
Αντικείμενο της μελέτης του Κυπριανού είναι «η ανάλυση της μαγείας του πτυχίου, των αντιλήψεων και των δοξασιών που αναπτύχθηκαν γύρω από αυτό διαχρονικά και η εκάστοτε εικόνα της κοινωνίας για τους πτυχιούχους».

Αφετηρία της προσέγγισης αποτελεί η πρόσληψη της γνώσης ως διαδικασίας απομάγευσης του κόσμου, ως μιας προσπάθειας του ανθρώπου «να διαχειρίζεται λιγότερο παθητικά, περισσότερο ενεργητικά, τα όσα τελούνται μέσα και γύρω του».

Στην πραγματικότητα, όπως ο Κυπριανός επισημαίνει, στο πλαίσιο του ελληνικού κράτους των τελευταίων δύο αιώνων, η μάθηση, και μαζί της οι θεσμοί καλλιέργειας και διάχυσής της, μετατράπηκαν από μέσο απομάγευσης του κόσμου σε μέσο επίτευξης ενός οποιοδήποτε σκοπού.

Κατά συνέπεια, η γνώση «ταυτίστηκε με το συμβολικό της αποκρυστάλλωμα, το πτυχίο» και απέκτησε τη δική της μαγεία που λειτούργησε «ως μέσο χειραγώγησης και κοινωνικού ελέγχου».

Η πορεία αυτή έχει ιστορικό βάθος: βασίζεται στην αξιοδότηση της γνώσης στο πλαίσιο του ελληνικού Διαφωτισμού, συνδέεται με την ώθηση συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων να επενδύσουν στο πανεπιστήμιο ως μηχανισμό ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας και συνέβαλε στον μύθο «της αγάπης των Ελλήνων για τα γράμματα».

Οπως όμως ο Κυπριανός επισημαίνει, ο μύθος αυτός ενέχει κάποιο βαθμό αλήθειας για την μέχρι το 1880 περίοδο, όταν αυξάνεται συνεχώς ο αριθμός των Ελλήνων φοιτητών της ημεδαπής και αλλοδαπής.

Από το 1880 μέχρι το 1960 ο αριθμός μένει στάσιμος ή αυξάνεται ελάχιστα.

Οπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο συγγραφέας, «από τον Μεσοπόλεμο μέχρι το 1981 ο αριθμός των φοιτητών κυμαίνεται στον μέσο όρο, αν όχι χαμηλότερα, των άλλων δυτικών χωρών».

Η πλέον σημαντική αύξηση στον 20ό αιώνα σημειώνεται στη δεκαετία του 1990. Η μελέτη του Κυπριανού αποδομεί και δύο άλλους μύθους: τον μύθο ότι «τα παιδιά των φτωχών σπουδάζουν στο πανεπιστήμιο» και τον μύθο περί ύπαρξης υπερβολικού αριθμού «αιώνιων φοιτητών».

Αναλύοντας πληθώρα ποσοτικών και ποιοτικών δεδομένων, ο συγγραφέας διαψεύδει εμφατικά την αντίληψη ότι σημαντικό τμήμα των φοιτητών του 19ου και του 20ού αιώνα προέρχεται από λαϊκά στρώματα.

Η μαζικοποίηση του πανεπιστημίου ευνόησε –πέραν των διαχρονικά ευνοημένων κληρονόμων της ανώτερης τάξης- τα μεσαία στρώματα.

Τα παιδιά της αγροτικής και της εργατικής τάξης ωφελήθηκαν ελάχιστα.

Επιπλέον, βάσει συγκεκριμένων πρωτογενών στοιχείων που αφορούν τους δείκτες αποφοίτησης στο 19ο και στον 20ό αιώνα, ο Κυπριανός αποδεικνύει ότι «αντίθετα με τη συντηρητική δοξασία, που εξιδανικεύει το παρελθόν, σήμερα αποφοιτούν περισσότεροι απ' ό,τι στο παρελθόν».

Οπως χαρακτηριστικά επισημαίνει, «μέχρι τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, μόλις ένας στους δύο φοιτητές έπαιρνε πτυχίο, ενώ στη δεκαετία του 1960 αποφοιτούσαν δύο στους τρεις εγγεγραμμένους», ποσοστό παρόμοιο με αυτό που ισχύει και σήμερα.

Το μεγάλο πλεονέκτημα αυτού του βιβλίου είναι ότι εξετάζει όλες τις πτυχές του κοινωνικού κόσμου των πανεπιστημίων και των αποφοίτων: εκκινώντας από την πορεία ανάπτυξης του πανεπιστημιακού θεσμού στην Ευρώπη αναλύει τη συγκρότηση του πανεπιστημιακού τοπίου στην Ελλάδα και του ελληνικού φοιτητικού πληθυσμού στην ημεδαπή και το εξωτερικό.

Προσεγγίζει διεξοδικά τις κοινωνικές πορείες των Ελλήνων αποφοίτων των πανεπιστημίων του εξωτερικού εστιάζοντας στην κοινωνική ανταλλακτική αξία των πτυχίων και τη σχέση του με τις κοινωνικές ανισότητες.

Τέλος, επιχειρεί μια συνθετική ματιά στις τροχιές των αποφοίτων στον δημόσιο και ιδιωτικό χώρο εξηγώντας τις διαφορές και ομοιότητες ανάμεσα στην Ελλάδα και άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Η προσήλωση του συγγραφέα στη συγκριτική ανάλυση της κατάστασης στην Ελλάδα παράλληλα με αυτήν που υφίσταται σε άλλες βιομηχανικές κοινωνίες (κυρίως τη Γαλλία, Γερμανία, Μεγάλη Βρετανία και ΗΠΑ), του επιτρέπει να υπερβεί τις κοινοτοπίες περί «ελληνικής ιδιαιτερότητας».

Ο Κυπριανός αναμετριέται θεωρητικά και με εντυπωσιακή άνεση με μια πληθώρα θεμάτων που ξεπερνούν τη θεματολογία της ιστορίας των εκπαιδευτικών θεσμών.

Η διεισδυτική και κριτική του ματιά, η οικονομία της ανάλυσης και η έμφαση στη μακρά διάρκεια προσφέρει στον αναγνώστη τη δυνατότητα κατανόησης των πολλαπλών σχέσεων ανάμεσα στο πολιτικό συγκείμενο, τις κοινωνικές ανακατατάξεις, την εξέλιξη του πανεπιστημιακού θεσμού και τις πορείες των πτυχιούχων.

Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Σνυτακτών" στις 14/1/2017.