Κυριακή, 28 Απρίλιος 2024

Συμφωνία για την ίδρυση ερευνητικού κέντρου, για την έρευνα του συστήματος υγείας της Κίνας.

Παρουσία των υπουργών Υγείας της Μεγάλης Βρετανίας και της Κίνας υπογράφουμε εδώ τη συμφωνία για την ίδρυση ερευνητικού κέντρου, για την έρευνα του συστήματος υγείας της Κίνας. Το κέντρο θα έχει παραρτήματα στο Λονδίνο και στο Πεκίνο και θα αποτελεί μια συνεργασία του LSE και των Tsinghua (το καλύτερο κινέζικο πανεπιστήμιο) και Peking Union Medical College που είναι η ιατρική σχολή του Tsinghua. To PUMC φιλοξενεί την China Biobank, που είναι η μεγαλύτερη του κόσμου με δείγματα από 5 εκατομμύρια Κινέζους –η αντίστοιχη βρετανική έχει μόλις 500.000 δείγματα. Από τη συνεργασία των δύο πλευρών θα εγκαινιαστεί εντός του 2017 η μεγαλύτερη προοπτική μελέτη στον κόσμο με συμμετοχή 4 εκατομμυρίων Κινέζων και σύνδεση των αποτελεσμάτων της με τα δεδομένα της Biobank. Θα είναι με διαφορά η μεγαλύτερη μελέτη στον κόσμο ως τώρα. Η συνεργασία θα εστιάσει σε αρκετές νόσους, αλλά με ιδιαίτερη έμφαση στα καρδιαγγειακά, τον καρκίνο, τον διαβήτη, την νεφρική ανεπάρκεια και την ψυχική υγεία. Το ερευνητικό κέντρο θα στηριχθεί τόσο από την Κίνα όσο και από τη Βρετανία. Το κέντρο θα συμβουλεύει την κινεζική κυβέρνηση σε θέματα προγραμματισμού, έρευνας και ανάπτυξης στον τομέα της υγείας.moss

Συμφωνία για την ίδρυση ερευνητικού κέντρου, για την έρευνα του συστήματος υγείας της Κίνας.

moss

Ανάγκη προστασίας της πρώτης κατοικίας για όλους

Στο πλέον φλέγον ζήτημα της ελληνικής κοινωνίας αναμένεται να αναδειχθεί το ζήτημα των πλειστηριασμών το επόμενο χρονικό διάστημα. Είναι, δε, πασιφανές ότι αν δεν μπει άμεσα νομοθετικός φραγμός στους πλειστηριασμούς και δη τους πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας, θα ζήσουμε όλοι μας μία πρωτοφανή κοινωνική εξέγερση.

Παρά την ύπαρξη ιδιωτικού πιστωτικού δικαίου με αρκετές προστατευτικές διατάξεις για την πρώτη κατοικία των οφειλετών μέσω του Ν. 3869/2010 όπως αυτός ισχύει μετά τις τροποποιήσεις του 2011, του 2013 και του 2015, υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις οφειλετών που δεν δύνανται να υπαχθούν στο ρυθμιστικό πλαίσιο του εν λόγω νόμου.

Ειδικότερα και εφόσον κάποιος οφειλέτης προϋπήρξε έμπορος και όχι φυσικό πρόσωπο και η αδυναμία πληρωμής των οφειλών του ξεκινάει από την περίοδο της εμπορικής ιδιότητάς του, δεν μπορεί να υπαγάγει τις οφειλές του στον νόμο Κατσέλη, ακόμη και εάν έχει παύσει να είναι έμπορος. Παρά το γεγονός ότι αυτός ο οφειλέτης μπορεί να είναι σήμερα άνεργος ή ιδιωτικός υπάλληλος, δεν μπορεί με βάση την πάγια νομολογία των δικαστηρίων να υπαχθεί στον εν λόγω νόμο, ο οποίος θα προστάτευε την πρώτη κατοικία του έως την έκδοση της αποφάσεως και θα την εξαιρούσε από την εκποίηση κατά μέγιστη πιθανότητα.

Στερείται με άλλα λόγια ένας άνθρωπος που προσπάθησε σε κάποιο χρονικό σημείο της ζωής του να ασχοληθεί με το εμπόριο και δεν τελεσφόρησαν οι προσπάθειές του, την προστασία της κύριας κατοικίας του, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει να βρεθεί στον δρόμο. Με δεδομένο ότι μετά την αναθεώρηση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας συντμήθηκε η διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως εις βάρος κυρίως της άμυνας των οφειλετών, είναι πασίδηλο ότι ο προαναφερθείς κίνδυνος μόνο θεωρητικός δεν είναι.

Επιπροσθέτως και ανεξαρτήτως κατηγορίας οφειλετών (φυσικά πρόσωπα ή έμποροι) είναι πρόδηλη η ανάγκη για αναθεώρηση συγκεκριμένων διατάξεων του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων, στην κατεύθυνση της αλλαγής του πλαισίου εκκίνησης της διαδικασίας αναγκαστικής είσπραξης κατά των οφειλετών. Δεν είναι μόνο κοινωνικά και ηθικά άδικο να βγαίνει σε πλειστηριασμό η πρώτη κατοικία ενός οφειλέτη για 500 ευρώ(!), είναι και προδήλως αντισυνταγματικό καθότι προσκρούει στη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, αλλά και στο πνεύμα του Συντάγματος όσον αφορά το πλαίσιο προστασίας των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων.

Ως εκ τούτου και με δεδομένη την κατ' αρχήν συμφωνία κυβέρνησης – κουαρτέτου στη νομοθέτηση ενός μηχανισμού εξωδικαστικής αναδιάρθρωσης για τα χρέη επιχειρήσεων και ελευθέρων επαγγελματιών η οποία κινείται στη σωστή κατεύθυνση, είναι κρίσιμη η παράλληλη νομοθέτηση ενός πλαισίου προστασίας της πρώτης κατοικίας από τους πλειστηριασμούς για όσους είναι εκτός πλαισίου του νόμου Κατσέλη αλλά και μία επί τα βελτίω αναθεώρηση του ΚΕΔΕ. Η επαναφορά του γενικού πλαισίου οριζόντιας προστασίας της πρώτης κατοικίας θα μπορούσε να επανανομοθετηθεί με συγκεκριμένη χρονική ισχύ και έως ότου ξεκαθαρίσει το νομοθετικό πλαίσιο προστασίας της πρώτης κατοικίας από τους πλειστηριασμούς.

Υπό αυτές τις συνθήκες και σε ένα πλαίσιο προστασίας των πιο αδύναμων στρωμάτων της κοινωνίας μας, είναι αναγκαία μία νέα άτυπη «συμφωνία» κράτους – πολιτών ερειδόμενη στο Σύνταγμα, στη μετριοπάθεια και στην κοινωνική ασφάλεια.

Δημοσιεύτηκε στην "Καθημερινή" στις 19/11/2016.

Είμαστε η πληγή και το μαχαίρι

Η Αθήνα το βράδυ της 17ης Νοεμβρίου 2016 ήταν έρημη πόλη. Το ιστορικό κέντρο δίχως ίχνος ζωής, με έναν κόσμο φοβισμένο, ταπεινωμένο, έτοιμο να αναγνωρίσει στους 50-100 μόνιμους «γνωστούς άγνωστους» τους προαιώνιους εχθρούς.

Τα μπαχαλάκια έπαιζαν on camera την εθιμοτυπική δραματουργία τους και οι συνήθεις τηλε-εισαγγελείς -στα δελτία ειδήσεων- απαιτούσαν από τους πρυτάνεις άδεια για είσοδο της αστυνομίας στο κέλυφος, στο μνημειακό-συμβολικό Πολυτεχνείο.

Η ρηχότητα ανάλυσης και -τόσα χρόνια μετά- η αδυναμία διαχείρισης της μνήμης και του εξεγερσιακού των νέων παιζόταν μπροστά στα μάτια μας.

«Δεν ξεύρω εάν ανελύσατε το φαινόμενον. Δεν ξεύρω εάν ανεζητήσατε την αιτίαν. Εν πάση περιπτώσει, από οπουδήποτε και εάν εξετάσωμεν τo θέμα, θα αχθώμεν εις το ίδιον συμπέρασμα: Την αιχμήν του δόρατος της αναρχίας σήμερον διά τους αναρχικούς, ως εξεγειρομένης ομάδος της κοινωνίας, την αποτελούν οι επιστήμονες, οι φοιτηταί, με συνεπίκουρους τους εργάτες».

Ο δικτάτορας Γ. Παπαδόπουλος στο «Πιστεύω μας» τα είχε πει όλα σε μία αράδα. Εδειχνε ως εχθρούς της Ελλάδας τους νέους και τα αμφιθέατρα -ούτε καν τις μαρξιστικές, προυντονικές ή, έστω, τις γραφές του Μπακούνιν. Αυτός ο κάματος κατανόησης των εξεγερσιακών-συγκρουσιακών νεολαιίστικων ταυτοτήτων ενσωματώθηκε αυτούσιος, με την ανάδυση του «αναρχικού» των Εξαρχείων, στη μεταπολιτευτική ερμηνευτική που έσπευδε να στιγματίζει ακριβώς ό,τι δεν έλεγχε.

Αυτό που συμβαίνει στην Αθήνα –ένα υπόβαθρο ταξικής, διαγενεακής αδικίας και αποκλεισμού πάνω σε οικονομικά και κοινωνικά συντρίμμια, με ένα συγκρουσιακό νεολαιίστικο υποκείμενο, το οποίο η παρασιτική και αντικομμουνιστική αστική συντήρηση ουδέποτε αναγνώρισε– είναι μια μικρογραφία αυτού που συμβαίνει ιστορικά στον κόσμο.

Οι σύνοδοι του G8, του G20, του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, των πλούσιων και ισχυρών του πλανήτη γίνονται σε βουνά, σε απίθανους περίκλειστους εξωτικούς προορισμούς, γιατί δεν θέλουν να έχουν απέναντι καμία αντίδραση, την παραμικρή διατύπωση εναλλακτικής. Οι νέοι, οι αμφισβητίες, ναι και οι φτωχοδιάβολοι, οι σκεπτόμενοι ασύνταχτοι και οι σαλοί, οι κάθε λογής «αντι-», πάντα ενοχλούσαν∙ ενοχλούσαν τα στέκια, οι εστίες, τα άβαταρ του γονιμοποιού Λόγου.

Από την εποχή του 1830 και του 1848, η ενάντια φωνή των εξαθλιωμένων, των ζητιάνων ήταν ενοχλητική, όσο ενοχλητικό ήταν το λατρεμένο προλεταριάτο∙ η φτώχεια ήταν ντροπή για την αστική κοινωνία, οι αμόρφωτοι, η «κόκκινη απειλή»... οι καταληψίες της Βαστίλης.

Ο Ναπολέων Γ', ο Λουδοβίκος Ναπολέων Βοναπάρτης της «18ης Μπρυμαίρ» του Μαρξ, για να αποφύγει τα οδοφράγματα του 1830 και του 1848 που στήνονταν στις δαιδαλώδεις φτωχογειτονιές του Παρισιού, ανέθεσε στον George-Eugène Haussmann (έμεινε γνωστός στην πολεοδομία ως βαρόνος Οσμάν) την ανάπλασή του.

Αμέσως, στο όνομα της προόδου, εξαφανίστηκε η Βαστίλη, εξαφανίστηκαν οι φτωχογειτονιές, σβήστηκαν όλα τα ριζώματα της πόλης. Ο Haussmann έκανε το Παρίσι μια υπέροχη πόλη με φαρδιές λεωφόρους και βουλεβάρτα, με τους φτωχούς και τους εξεγερμένους να είναι αόρατοι... και πέτυχε απόλυτα.

Στην Αθήνα, εφόσον οι νέοι αποτελούσαν εκ των προτέρων κινδύνους κοινωνικής ανάφλεξης και στο μέτρο που τα πανεπιστημιακά κτίρια αποτελούσαν τις εστίες του κακού, τρόπον τινά, έπρεπε να εξαφανιστούν.

Την αποριζοσπαστικοποίηση του φοιτητικού κινήματος την ανέλαβαν οι πολιτικές-κομματικές οργανώσεις και την αποκέντρωση-εκκένωση των μνημειακών κτιρίων του Πολυτεχνείου, του Χημικού, της Νομικής ανέλαβαν οι κυβερνώσες ελίτ, οι οποίες αναδείχτηκαν πρώτες στις δαπάνες και τελευταίες στον σχεδιασμό και στη διαχείριση του δημόσιου χώρου και της μνήμης, καταλείποντας κελύφη –όπως το πέτυχαν με τα Ολυμπιακά ακίνητα.

Και ξανά στα Εξάρχεια. Ο κ. Μητσοτάκης θέλει να τα καθαρίσει. Από τι ακριβώς; Από τις συμμορίες και τις μαφίες του λαθρεμπορίου, των ναρκωτικών, του trafficking στα στενά γύρω από το Πολυτεχνείο; Μήπως να τα καθαρίσει από το εξεγερσιακό;

Τους καλλιτέχνες, τους δημοσιογράφους, τους συγγραφείς, τους διανοούμενους, τους ποιητές, τους εκδότες, τους νέους, τα βιβλιοπωλεία και τα εναλλακτικά στέκια της νεολαίας, από τα ορφανά του Μαρκούζε και τους λαθραναγνώστες του Γκι Ντεμπόρ; Εννοεί το δεύτερο και, όπως όλοι -μέσα και η παρούσα κυβέρνηση-, εγκαταλείπει την περιοχή στη διαβρωτική δράση των πρώτων, για να τα κατηγορήσει έπειτα ως μήτρα «εγκληματικότητας» μαζί με το Πολυτεχνείο.

Είμαι ο τελευταίος που συμφωνώ με τις καταστροφές του δημοσίου χώρου, του μνημείου και των λεωφορείων. Θλίβομαι με ακέφαλη τη Λέλα Καραγιάννη στην Τοσίτσα και την μπίχλα των Εξαρχείων. Αλλά θα είμαι και ο τελευταίος που θα πει ότι οι νέοι, αυτοί οι θερμοκέφαλοι, αποτελούν εθνικό κίνδυνο. Απεναντίας. Χώρα που σέβεται τον εαυτό της, σήμερα, θα έπρεπε να προστατεύει τα «Εξάρχειά» της∙ όχι να τα αφήνει έρμαιο -επίτηδες- των συμμοριών.

Πράγματι, ιστορικοί του 20ού αιώνα, όπως ο Λιούις Μάμφορντ στο «The City in History: Its Origins, Its Transformations, It's Prospects» (1961), υποστήριξαν ότι ο πραγματικός σκοπός των λεωφόρων του βαρόνου Οσμάν ήταν να καταστεί ευκολότερο για τον στρατό να συντρίψει την Κομμούνα του Παρισιού το 1871.

Ομως, η μαρτυρία ανήκει στον αντιρρησία Σαρλ Μποντλέρ: «... Το παλιό Παρίσι δεν υπάρχει πια... Το Παρίσι άλλαξε... Αλλοτε εδώ απλωνόταν ένα θηριοτροφείο... Παλιά προάστια, όλα μια αλληγορία, κι οι μνήμες μου, πιο βαριές κι από τις πέτρες...». Με τα λόγια του Μποντλέρ, «Είμαστε η πληγή και το μαχαίρι...». Ούτε ανθοί, ούτε ανθόκηποι και τέτοια στα Εξάρχεια...

Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 25/11/2016.

Υγεία: Έξι συγκεκριμένα πεδία για βελτιώσεις

Τα τελευταία χρόνια, ταυτόχρονα με τις γνωστές παθογένειες του Συστήματος Υγείας, ζούμε κάποιες προσπάθειες βελτίωσης. Νομίζω ότι οι είναι αποσπασματικές και όχι ενταγμένες σε συνολικό σχεδιασμό. Έχω τη γνώμη ότι οι αναγκαίες αλλαγές αφορούν έξι πεδία:
Πρώτο, άρση του πελατειακού - κομματικού χαρακτήρα του συστήματος. Είναι απόλυτη ανάγκη να επιβληθεί «πολιτική αχρωματοψία». Οι διοικητές των νοσοκομείων και των μεγάλων οργανισμών να επιλέγονται με αξιοκρατικά κριτήρια. Τα εποπτικά όργανα του υπουργείου Υγείας να γίνουν ανεξάρτητα από την κυβέρνηση και τα κόμματα. Ειδικά το Κεντρικό Συμβούλιο Υγείας θα μπορέσει να παίξει πλήρως το θεσμικό του ρόλο (σύμβουλος της πολιτείας και, έμμμεσα, των πολιτών, αδέκαστος αξιολογητής των υπηρεσιών υγείας, των νοσοκομείων), μόνο αν ξεφύγει από τις πολιτικές, αλλά και τις συνδικαλιστικές επεμβάσεις. Το ίδιο ισχύει για τις προσλήψεις γιατρών στο ΕΣΥ.
Δεύτερο, άμεση συγχώνευση των νοσοκομειακών μονάδων. Είναι παράλογο να έχουμε χιλιάδες κλινικές σε σχεδόν 120 νοσοκομεία. Εξίσου παράλογο είναι να υπάρχουν 3 και 4 μικρά νοσοκομεία σ΄ ένα νομό, αλλά το 80% των περιστατικών να φεύγει και να πηγαίνει σε πανεπιστημιακά νοσοκομεία άλλων περιοχών. Δε βρισκόμαστε στη δεκαετία του ΄50, τότε που δεν υπήρχαν δρόμοι και οι αποστάσεις ήτα τεράστιες. Η συγχώνευση των νοσοκομειακών μονάδων είναι απαραίτητη όχι τόσο για δημοσιονομικούς, όσο για ιατρικούς λόγους. Θα εξασφαλίσει καλύτερη παροχή θεραπευτικού έργου, αποτελεσματικότερη εκπαίδευση γιατρών - νοσηλευτών και πολύ πιο ορθολογικές εφημερίες. Για το τελευταίο, ας τονιστεί ότι -με εξαίρεση δυσπρόσιτες και απομονωμένες περιοχές- πρέπει να πάψουν άμεσα οι εφημερίες στα Κέντρα Υγείας. Ας καθοριστεί επιτέλους ποια είναι η «ασφαλής εφημερία» (δηλαδή ποιες ειδικότητες είναι ανάγκη να εφημερεύουν) και ας πάψει η πολυδιάσπαση των Μονάδων Υγείας και των εφημεριών. Τα Κέντρα Υγείας και τα νοσοκομεία θα πρέπει να στηρίζονται στην ποιότητα, ενώ τώρα το σύστημα λειτουργεί σαν τροχονόμος της ποσότητας και της πολλαπλής διασποράς. Γενικότερα, θα έλεγα ότι πρέπει, το γρηγορότερο, να σχεδιαστεί ο «νοσοκομειακός χάρτης της χώρας» για τα ερχόμενα 20 χρόνια.
Τρίτο, συνολικότερη αλλαγή στο φάρμακο. Δεν αρκεί η παρέμβαση στις τιμές, αν δεν ελέγχεται η κατανάλωση. Η ηλεκτρονική συνταγογράφηση είναι σημαντική πρόοδος, όμως απουσιάζει ένα Κέντρο Ελέγχου, που θα δίνει οδηγίες στους γιατρούς και θα ομαδοποιεί τις συνταγές ανά φάρμακο, ασθένεια και γιατρό. Όσο αυτό δε γίνεται, τόσο συχνότερα ο εκάστοτε υπουργός Υγείας θα περιορίζεται να «τσιμπάει» κάθε εξάμηνο ένα γιατρό που εκτελεί υπερσυνταγογράφηση, και θα τον δίνει βορά στα πρωτοσέλιδα. Εξάλλου, η τιμολόγηση του φαρμάκου είναι σήμερα ασαφής στην πιστοποίησή της. Για τον καθορισμό της τιμής ενός φαρμάκου, θα μπορούσαν να ισχύσουν ως κριτήρια οι τιμές σε δύο βόρειες και δύο νότιες χώρες, συν στάθμιση οικονομικών δεικτών στη Ελλάδα.
Τέταρτο, Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας. Εδώ, από τη πλήρη πολυδιάσπαση περάσαμε στον απόλυτο συγκεντρωτισμό: με τη μεταφαρά του συνόλου των γιατρών του ΙΚΑ στο νέο οργανισμό (στις αρχές του 2011), ο ΕΟΠΥΥ έγινε ταυτόχρονα και χρηματοδότης και πάροχος υπηρεσιών. H Πρωτοβάθμια Υγεία καλείται ν΄ αντιμετωπίσει ένα πολύ σημαντικό νέο δεδομένο: ότι σήμερα υπάρχουν πολύ περισσότεροι πολλοί ηλικιωμένοι ασθενείς, με πολλαπλά νοσήματα, σε σύγκριση με 30 χρόνια πριν. Επειδή λοιπόν πάρα πολλοί ασθενείς είναι δύσκολο να μετακινούνται, απαιτούνται πολλές μικρές ιατρικές «επιχειρήσεις» πολλαπλών ειδικοτήτων. Έτσι ο κάθε ηλικιωμένος ασθενής θα βρίσκει συγκεντρωμένες τις ειδικότητες που χρειάζεται, δε θα μετακινείται αενάως από τον Άνα στον Καϊάφα.
Πέμπτο, ανθρώπινο δυναμικό. Είναι ανάγκη ν΄ ανακοπεί ο υπερπληθωρισμός στις Σχολές Υγείας με μείωση των εισακτέων. Στη συνέχεια, μπορούν να θεσπιστούν εξετάσεις για τους πτυχιούχους γιατρούς, ώστε οι καλύτεροι να ξεκινάνε πρώτοι ειδικότητα. Οι γιατροί του ΕΣΥ θα μπορούν ν΄ ασκούν ιδιωτική ιατρική μόνο εφόσον δίνουν εγγυημένα προτεραιότητα στο ΕΣΥ. Πχ. ένας χειρουργός θα χειρουργήσει ιδιωτικά έναν ασθενή του, μόνο αν έχει πρώτα χειρουργήσει ορισμένο αριθμό ασθενών στο ΕΣΥ.
Έκτο, σχέση δημόσιου - ιδιωτικού τομέα. Στο λεπτό αυτό ζήτημα, ούτε ο δημόσιος τομέας είναι λογικό να προγραμματίζει ανεξάρτητα από τη δυνατότητα του ιδιωτικού τομέα, ούτε όμως και ο ιδιωτικός να προκαλεί τεχνητή ζήτηση στο δημόσιο, ώστε ν΄ αμείβεται κερδοσκοπικά απ΄ αυτόν (παράδειγμα: οι τομογραφίες, όπου ξεπερνάμε κατά πολύ τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ). Από την άλλη, όλα ανεξαιρέτως τα νοσοκομεία, δημόσια και ιδιωτικά, πρέπει ν΄ αξιολογούνται με τα ίδια κριτήρια. Έχοντας τις ίδιες τιμές και παρέχοντας τις ίδιες υπηρεσίες. Τέλος, στην περίπτωση οποιασδήποτε σύμβασης μεταξύ των δύο τομέων πρέπει να επικρατεί η διαφάνεια.
Τα παραπάνω αφορούν το οργανωτικό - κλινικό κομμάτι. Προφανώς μπορούν να υπάρξουν κι άλλες προτάσεις, που μπορεί να είναι καλύτερες ή από καλύτερους, στα ίδια ή και σε άλλα πεδία. Προϋποθέσεις: τεκμηρίωση, ανάλυση των αναγκών του ελληνικού λαού και, συνεργασία με όσους εργαζόμενους πονάνε το σύστημα και είναι άμεμπτοι. Το βέβαιο είναι ότι θέλουμε σχέδιο αναδιάρθωσης του ΕΣΥ, όχι μόνο δημοσιονομικό, αλλά διαρθρωτικό. Διαφορετικά, τα ίδια αίτια θα επισωρεύσουν, μελλοντικά, τα ίδια αρνητικά αποτελέσματα.

Η αβεβαιότητα παραλύει χέρια και νου

Στα τέλη του 19ου αιώνα ο Γκ. Ζίμελ έκανε λόγο για «τραγωδία του ανθρώπου». Σημείωνε ότι η γνώση και τα πολιτισμικά αγαθά σωρεύονται, αλλά οι άνθρωποι μπορούν να οικειοποιηθούν μόνο μέρος τους.

Παράγωγα της εξέλιξης αυτής θεωρούσε την αβεβαιότητα και την προσωπική ανασφάλεια. Τα στοιχεία αυτά είναι εντονότερα στις σημερινές πολύπλοκες, πολυπολιτισμικές κοινωνίες. Η αβεβαιότητα μέχρι ενός σημείου είναι υποφερτή, αν όμως γίνει ανεξέλεγκτη μπορεί να παραλύσει χέρια και νου.

Οι λόγοι που τρέφουν και συντηρούν την αβεβαιότητα ποικίλλουν: πολιτική αστάθεια, οικονομική ανασφάλεια, παρουσία «ξένων» που χαλάνε τη ρουτίνα μας. Πολλά από τα στοιχεία αυτά υπήρχαν τις τελευταίες δεκαετίες στο διεθνές περιβάλλον. Η ευρωπαϊκή ενοποίηση και η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας πρόσθεσαν περισσότερη αβεβαιότητα. Από διαφορετικούς δρόμους, αποδυνάμωσαν τα έθνη-κράτη, ανέτρεψαν πολιτικές, κατέστησαν τη λήψη αποφάσεων σε εθνική κλίμακα πολύ πιο σύνθετη και πιο ετερόνομη.

Η κρίση, ιδιαίτερα όταν είναι τόσο οξεία όσο η δική μας σήμερα, συγκεντρώνει παραδειγματικά όλα τα στοιχεία αβεβαιότητας. Οι άνθρωποι αισθάνονται ανίσχυροι γιατί οι πολιτικές αποφάσεις παίρνονται ερήμην τους, η καθημερινότητα είναι δυσβάσταχτη, το αύριο αβέβαιο εφόσον εξαρτάται από παραμέτρους μη ελέγξιμες. Αυτά μεγεθύνονται όταν συνοδεύονται, όπως συμβαίνει εδώ, με διευρυνόμενες ανισότητες κάθε είδους, την απουσία συχνά πρόνοιας από τις δημόσιες αρχές και ένα κράτος που έχει ακόμη αργά ανακλαστικά.

Λέγεται συχνά, και σωστά, ότι το επιχειρείν σε ένα τέτοιο περιβάλλον είναι δυσχερές, ενίοτε αδύνατο. Το ρίσκο είναι υψηλό, ο προγραμματισμός δυσχερής. Γι' αυτό και συχνά επιχειρήσεις και επιχειρηματίες ενεργούν αργά, περιμένοντας. Το ίδιο ισχύει και για τα άτομα. Κανένας και καμία δεν μπορεί να ζει συνέχεια στην αβεβαιότητα.

Ούτε να προγραμματίσει μπορεί, ούτε να δημιουργήσει, ενίοτε να υπάρξει. Αυτό ισχύει περισσότερο όταν λείπουν δομές και συλλογικότητες που αντιστρατεύονται το κλείσιμο στον εαυτό μας, επιτρέπουν τη συνύπαρξη, τη συζήτηση και τις συνέργειες, πράγματα που μετριάζουν την αβεβαιότητα, την καθιστούν περισσότερο υποφερτή και επιτρέψουν την ανάληψη συλλογικών σχεδίων και δράσης.

Τα προαναφερθέντα είναι λίγο-πολύ γνωστά. Γι' αυτό και πολιτικά κόμματα και οι ηγέτες τους επενδύουν στην αβεβαιότητα και όλη τους η ρητορική εστιάζεται, συχνά εξαντλείται, στην υπόσχεση εξάλειψής της. Στη στρατηγική αυτή εντάσσεται ο στιγματισμός όλων των αιτιών, πραγματικών και φαντασιακών, που την εκτρέφουν.

Ετσι, έχουμε τη ρητορική πολιτικών και κομμάτων, κατά τεκμήριο ακροδεξιών, που βάζουν στο στόχαστρο τον «κοσμοπολιτισμό» που από τη μία αποδυναμώνει τα εθνικά κράτη και από την άλλη, ως παράγωγο του «κατεστημένου», στρέφεται ενάντια στο Εθνος, -ενίοτε- τον Λαό και τη Δημοκρατία.

Ετσι έχουμε σειρά από παράδοξα: Ο Ντ. Τραμπ, κατεξοχήν άνθρωπος του κατεστημένου, στράφηκε ενάντια στο κατεστημένο (establishment)· η Μαρίν Λεπέν, που κληρονόμησε το κόμμα από τον πατέρα της, αναγορεύεται σε φωνή των καταπιεσμένων· διάφορα νεοναζιστικά μορφώματα, σε φωνή της Δημοκρατίας.

Ηπιότερες παραλλαγές της τακτικής αυτής μπορούμε να βρούμε πολλές. Ανάμεσά τους το «success story» του Αντ. Σαμαρά το οποίο, πέρα από μέσο νομιμοποίησης μιας πολιτικής, ήταν και μέσο καθησυχασμού των ψηφοφόρων σε μία ζοφερή πραγματικότητα.

Λέμε ότι η αβεβαιότητα μπορεί να γίνει πηγή δημιουργίας, η κρίση να γίνει ευκαιρία. Βεβαίως. Κάθε κατάσταση δύσκολη μπορεί να γίνει αφετηρία να ξανασκεφτούμε το χθες, να δούμε πώς να μην κάνουμε τα ίδια λάθη, να ενεργήσουμε αλλιώτικα.

Αυτό όμως υπό προϋποθέσεις. Οχι όταν η αβεβαιότητα χτυπάει κόκκινο και δεν υπάρχουν δομές που να επιτρέπουν τον στοχασμό και τη δράση, ατομική και συλλογική. Κάτι ανάλογο ισχύει και για τα πυροτεχνήματα άρσης της αβεβαιότητας. Παράγουν, στην καλύτερη περίπτωση, προσωρινά αποτελέσματα και συχνά μετατρέπονται σε ωρολογιακές βόμβες εναντίον των εμπνευστών τους.

Με δύο λόγια, τα διάφορα «success story» δεν μπορούν να αποτελέσουν σοβαρά αντίδοτα στην αβεβαιότητα που εκπηγάζει από τα μεγάλα και μικρά δομικά και καθημερινά προβλήματα.

Μόνο ο σοβαρός διάλογος και η προοδευτική μείωση εστιών αβεβαιότητας, μέσω στοχευμένων πολιτικών, από δημόσιους αλλά και ιδιωτικούς φορείς, μπορεί να έχουν αντίκρισμα, να δώσουν την αίσθηση στους πολίτες ότι κάποια στιγμή τα πράγματα θα γίνουν καλύτερα.

Ούτε ο μεσσιανισμός, ως μέσο ελέγχου της αβεβαιότητας, ούτε η διαρκής επένδυση στην αβεβαιότητα, μέσω της καταστροφολογίας, μπορούν να αναγορευτούν σε κατεξοχήν εργαλεία άσκησης αντιπολιτευτικής πολιτικής. Εκτός από αναποτελεσματικά, κάποια στιγμή θα γυρίσουν ενάντια στους διακινητές τους.

Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 24/11/2016.

«Μια πολιτική-φρούριο δεν θα λύσει κανένα πρόβλημα»

Ο Γιώργος Βερνίκος, πρόεδρος της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, μιλά για την Ευρώπη-Φρούριο, για τις πολιτικές ένταξης, για τη σημασία του τρίπτυχου «ειρήνη, σταθερότητα και ανάπτυξη» και καλεί τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. να τηρήσουν τις δεσμεύσεις τους και να ανοίξουν τα σύνορά τους.

♦Η Ευρωπαϊκή Ένωση υιοθετεί εξαιρετικά πολυδάπανα και αμφισβητούμενης αποτελεσματικότητας σχέδια αποτροπής των προσφύγων και μεταναστών εκτός των ευρωπαϊκών συνόρων όπως και έντασης των μαζικών απελάσεων των μεταναστών χωρίς χαρτιά που βρίσκονται ήδη στην επικράτεια της. Τι επιπτώσεις μπορεί να έχουν αυτές οι πολιτικές της Ευρώπης-φρούριο στην οικονομία και την ασφάλεια της Ε.Ε. Και ευρύτερα της περιοχής της Μεσογείου;

Η βία και η τρομοκρατία που απείλησαν και απειλούν ακόμη τις ευρωπαϊκές πόλεις, ενέτειναν τα συναισθήματα ξενοφοβίας και ρατσισμού και ανάγκασαν την Ευρώπη να υιοθετήσει ακόμη πιο σκληρή στάση απέναντι στο μεταναστευτικό και προσφυγικό θέμα.

Η αλήθεια είναι ότι εγείρονται σοβαρά ζητήματα ασφάλειας στην επικράτεια της ΕΕ, γεγονός που επηρεάζει όχι μόνο την ψυχολογία των πολιτών, αλλά και την οικονομία σε μια ήδη δύσκολη περίοδο για την Ευρώπη, μιας περίοδο κρίσης.

Παρόλα αυτά, μια πολιτική «φρούριο» όπως την αποκαλέσατε, πράγματι δεν είναι η λύση, χρειαζόμαστε μια ψύχραιμη και ορθολογική διαχείριση του φαινομένου.

Ξέρουμε όλοι καλά ότι οι ανθρώπινες ροές προς την Ευρώπη θα συνεχίζονται το επόμενο διάστημα, καθώς είναι αποτέλεσμα φτώχειας και πολιτικής αστάθειας στο νότιο τμήμα της.

Πρέπει όλοι ανεξαιρέτως να καταδικάσουμε τις παραβιάσεις και την καταπάτηση θεμελιωδών δικαιωμάτων στη Μεσόγειο, να δουλέψουμε εντατικά για πολιτική λύση στην κρίση της Συρίας και να δημιουργήσουμε προϋποθέσεις ασφάλειας και ευημερίας στις εν λόγω περιοχές.

Αυτά είναι βασικά βήματα για να ελέγξουμε τις ροές, αγγίζοντας ταυτόχρονα τον ίδιο τον πυρήνα του προβλήματος.

♦Από ιστορικό σύμβολο της ελευθερίας της μετακίνησης, η Μεσόγειος μετατρέπεται σταθερά σε σύμβολο ανελευθερίας και θανάτου. Το 2016, ο αριθμός των πνιγμένων προσφύγων και μεταναστών στη Μεσόγειο ξεπέρασε κάθε προηγούμενο. Τι χρειάζεται για να αντιστραφεί αυτή η πορεία;

Η Μεσόγειος υπήρξε πάντα γέφυρα μετακίνησης και συνάντησης διαφορετικών πολιτισμών, αλλά και περιοχή πολεμικών συγκρούσεων. Σήμερα η συντριπτική πλειοψηφία των Σύρων προσφύγων φιλοξενούνται στα εδάφη γειτονικών χωρών όπως η Τουρκία, ο Λίβανος και η Ιορδανία.

Στο πλαίσιο αυτό, η πλήρης και συνεχής εφαρμογή του σχετικού Σχεδίου Δράσης ΕΕ-Τουρκίας είναι απαραίτητη προκειμένου να αποφύγουμε περισσότερους θανάτους στη θάλασσα, να πατάξουμε αποτελεσματικά την εγκληματική δράση των λαθρεμπόρων και να διασφαλίσουμε την ομαλή και νόμιμη δίοδο των αιτούντων άσυλο.

Η πρόσφατη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής είναι ένα βήμα για την ενίσχυση του Frontex σε συνδυασμό με την παρουσία του ΝΑΤΟ στη Μεσόγειο, ενώ σημαντικό ρόλο εκτιμώ ότι μπορεί να διαδραματίσει η εκπαίδευση της ακτοφυλακής και του ναυτικού κρατών με μεγάλα ποσοστά trafficking όπως η Λιβύη, ώστε να μπορούν να εξαρθρώνουν δίκτυα διακινητών και να αναλαμβάνουν δράσεις διάσωσης.

Πέρα όμως από οποιαδήποτε συμφωνία ή μέτρα συζητήσουμε, το σημαντικότερο όλων είναι να τελειώσει ο πόλεμος στη Συρία και να ενθαρρυνθεί η ανάπτυξη και η δημοκρατία σε περιοχές που έχουν τέτοιο έλλειμμα. Γιατί τελικά υπάρχει άμεση σχέση ανάμεσα στις ανισότητες, την έλλειψη ευκαιριών και τη φτώχεια με τη μαζική μετανάστευση.

♦Το γνωστό επιχείρημα «δεν χωράμε άλλους πρόσφυγες και μετανάστες» φαίνεται να διαψεύδεται ιστορικά, ενώ το όριο του πόσοι πρόσφυγες και μετανάστες χωρούν σε μια χώρα παραμένει τελείως ασαφές, μετατοπίζεται διαρκώς και αγνοεί τις ανάγκες των μετακινουμένων πληθυσμών όπως και τις ανάγκες τρίτων χωρών, οι οποίες τελικά αναγκάζονται να χωρέσουν οι ίδιες όσους πρόσφυγες και μετανάστες υποτίθεται ότι δεν χωρούνστην Ε.Ε. Έχει πραγματική βάση το επιχείρημα ή αποτελεί ψευδοεπιχείρημα που χρησιμοποιείται για να προωθηθούν ξενοφοβικές πολιτικές;

Οι στατιστικές είναι αποκαλυπτικές: τα επόμενα 30 χρόνια θα χρειαστούν εκατομμύρια εργαζόμενοι στην Ε.Ε. λόγω δημογραφικού προβλήματος. Αυτό σημαίνει ότι, για να το δούμε πρακτικά το θέμα, θα έχουμε μείωση του εργατικού δυναμικού και μεγάλη επιβάρυνση σε ό,τι αφορά το ασφαλιστικό και γενικότερα τους μηχανισμούς του κράτους πρόνοιας.

Συνεπώς, πρέπει να βρούμε τρόπους να υπάρξει αφομοίωση των προσφύγων και μεταναστών μέσα από μηχανισμούς που θα αφορούν όχι μόνο στην ομαλή ενσωμάτωσή τους στις τοπικές κοινωνίες που θα τους υποδεχτούν, αλλά και τη συμβολή τους στην οικονομία, την εργασία και τη βιομηχανική παραγωγή μιας χώρας.

Όπως και να 'χει πάντως, οι όποιες λύσεις προκύψουν, δε μπορεί να είναι αποτέλεσμα φόβου ή ακραίων αντιδράσεων. Ομοίως βέβαια, είναι απαράβατος όρος και οι μετανάστες να σέβονται από τη μεριά τους, όπως άλλωστε όλοι οι πολίτες της Ένωσης, τη νομοθεσία και τις εθνικές αξίες των χωρών υποδοχής.

Σε σχέση δε με τις τρίτες χώρες όπως η Ιορδανία, ο Λίβανος, ή η Ελλάδα που έφτασαν να φιλοξενούν δυσανάλογο αριθμό προσφύγων σε σχέση με τον πληθυσμό τους, τόσο η ΕΕ, όσο και σύσσωμη η διεθνής κοινότητα πρέπει να τους παράσχει αυξημένη συνεργασία, βοήθεια και οικονομική στήριξη.

♦Με ποιες πολικές μπορεί το σημερινό προσφυγικό και μεταναστευτικό κύμα, που έχει τις ρίζες του στους πολέμους και την οικονομική ανισότητα, να αποτελέσει παράγοντα θετική για τις οικονομίες τόσο των χωρών υποδοχής όσο και των χωρών προέλευσης;

Όπως ανέφερα και προηγουμένως, τα επόμενα χρόνια θα υπάρξει μεγάλη αύξηση του ευρωπαϊκού πληθυσμού που θα έχει περάσει στη σύνταξη, δηλαδή μείωση του εργατικού δυναμικού της Ευρώπης.

Άρα μια κοινή πολιτική μετανάστευσης, η οποία θα βασίζεται στις μελλοντικές ανάγκες σε ανθρώπινο δυναμικό των ευρωπαϊκών κρατών και στη δίκαιη κατανομή των βαρών ανάμεσα τους, όσο και να φοβίζει τώρα, μπορεί να αποβεί επωφελής.

Μιλάω πάντα για μια λελογισμένη ενσωμάτωση των οικονομικών μεταναστών, με σαφώς προκαθορισμένα κριτήρια επιλογής, ενώ ο αριθμός τους θα βασίζεται στις ποσοστώσεις απορρόφησης που νομικά δεσμεύουν κάθε κράτος μέλος.

Προκειμένου να επιτύχουμε μάλιστα την επιτυχή πολιτιστική και οικονομική ένταξη τους, θα πρέπει να εκμεταλλευτούμε τυχόν προσόντα και γνώσεις τους, να βοηθήσουμε για τη συνεχή εκπαίδευση και κατάρτισή τους και να ανταλλάσσουμε βέλτιστες πρακτικές με χώρες υποδοχής που έχουν τέτοιες εμπειρίες.

Σε ότι δε αφορά στις χώρες προέλευσης, θέλω να τονίσω ότι η ειρήνη, η σταθερότητα και η ανάπτυξη, υπήρξε πάντα ο ακρογωνιαίος λίθος για τον έλεγχο των ροών.

Όταν αυτό το τρίπτυχο δεν υπάρχει, πολύ απλά εντείνονται οι ροές. Άρα, πρέπει να εργαστούμε έτσι ώστε οι περιοχές που «γεννούν» μεταναστευτικά ρεύματα να λάβουν τεχνογνωσία, να στηριχτεί το εμπόριο, η κατάρτιση, η καινοτομία και το επιχειρείν τους, να υπάρξει δηλαδή επενδυτικό σχέδιο που θα τις αναβαθμίζει και θα τις θωρακίζει κατά κάποιο τρόπο.

Έτσι μόνο θα μπορέσουν να δώσουν ευημερία και προοπτική στην περιφέρεια τους, τους λαούς τους και τις επόμενες γενιές.

♦Πως βλέπετε την σημερινή κατάσταση στην Ελλάδα ως προς της πολιτικές ένταξης των προσφύγων και μεταναστών, τι χρειάζεται να γίνει για να εξασφαλιστεί η κοινωνική συνοχή όπως και η μεγαλύτερη δυνατή οικονομική ωφέλεια, με όρους ισότιμης συμμετοχής στην αγορά εργασίας;

Η χώρα μας, ιδιαίτερα η Τοπική Αυτοδιοίκηση, κλήθηκε να σηκώσει ένα βαρύτατο ζυγό χιλιάδων προσφύγων, χωρίς καμιά προετοιμασία.

Έτσι, ο αιφνιδιασμός και η έλλειψη οικονομικών, τεχνικών μέσων και κατάλληλου προσωπικού, ήταν και είναι ακόμη σε μεγάλο βαθμό μεγάλο πρόβλημα.

Δυστυχώς, βρεθήκαμε να αντιμετωπίζουμε σχεδόν μόνοι ένα μεγάλο ανθρωπιστικό χρέος που όμως ανήκει σε όλη την Ευρώπη και πέρα από το δημοσιονομικό κόστος, δημιουργείται και ένα κόστος ανισότητας, καθώς έχουμε υψηλή φτώχια και ανεργία, ενώ οι αντοχές και οι ανοχές του ελληνικού λαού ολοένα στενεύουν.

Είναι επείγον και αναγκαίο να υπάρξει μια ισομερής γεωγραφική κατανομή των προσφύγων και μεταναστών σε όλη την επικράτεια, αλλά και η Ευρώπη να τηρήσει τις υποχρεώσεις της, να ανοίξει τα σύνορά της και να αποφορτίσει την κατάσταση στο έδαφος μας.

Ως προς την οικονομική ωφέλεια και τη συνοχή που αναφέρετε, πρέπει να χτίσουμε ένα συμπαγές θεσμικό πλαίσιο σχετικών πολιτικών και να οργανώσουμε σε μόνιμη βάση υπηρεσίες που θα επεξεργάζονται και θα υλοποιούν τέτοια σχέδια, όπως δημιουργικά προγράμματα πρώιμης παρέμβασης, αναγνώριση δεξιοτήτων, υποτροφίες και μαθητείες για όσους κάνουν αίτηση ασύλου.

Όμως μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για μια χώρα που μαστίζεται, που αιμορραγεί από την κρίση και τις συνέπειες της. Όσο λοιπόν και αν ο ελληνικός λαός έδειξε ως τώρα φιλότιμο, αυτό από μόνο του δεν αρκεί.

Τα κράτη-μέλη της ΕΕ επαναλαμβάνω, ότι πρέπει να τιμήσουν τις δεσμεύσεις τους και να δώσουν τις απαραίτητες θέσεις μετεγκαταστάσεων ως οφείλουν, μη επιτρέποντας τη δημιουργία μεγαλύτερης ανθρωπιστικής κρίσης και πίεσης στη χώρα μας, πίεση η οποία μπορεί να αποβεί επικίνδυνη και εξαιρετικά εκρηκτική για όλους.

Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 16/11/2016.

"Πού βρισκόμαστε"

Να ξεκινήσουμε με κάτι που θα ηχήσει ίσως περιθωριακού ενδιαφέροντος σε σχέση με το αντικείμενο αυτού του σημειώματος - που είναι να ιχνηλατήσουμε το "που βρισκόμαστε" στην σχέση της Ελλάδα με τους δανειστές της, ενόψει του καίριου (το λένε όλοι, άρα έτσι θα ΄ναι) Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου, με Eurogroup ήδη στις 28 Νοεμβρίου. Θα υποστηρίξουμε ότι το πιο σημαντικό βήμα του νωπού, ακόμη, ανασχηματισμού (σε Κυβέρνηση και Μαξίμου) υπήρξε η επάνοδος του Θοδωρή Μιχόπουλου στα ηνία του Γραφείου Τύπου του Πρωθυπουργού! Γιατί το λέμε αυτό;
Επειδή ο Μιχόπουλος, τους παρανοϊκούς πρώτους μήνες της διαπραγμάτευσης (του 2015) με τους "εταίρους", είχε πετύχει το ακατόρθωτο. Να δίνει υλικό background και να οδηγεί την σκέψη - υπάρχει! - των δημοσιογράφων, ώστε να προσπαθούν, με την σειρά τους, να βγάζουν κάποιαν άκρια από τις ταρζανιές της εποχής Βαρουφάκη (και από τις υπονομευτικές κινήσεις των "εταίρων" σ' εκείνην την φάση). να καταλαβαίνουν πού πήγαινε το πράγμα. να χτίζουν ένα επιχείρημα διαφωνώντας ή συμπλέοντας, καταδικάζοντας ή χαιρετίζοντας. Ο Μιχόπουλος ανεδείχθη "ο άρχοντας του non-paper" και έδωσε την ευκαιρία για κάποιο νόημα ακόμη και στην πιο ωμή ανοησία χειρισμών.
Βέβαια, ο Μιχόπουλος είχε αποσυρθεί απο το Γραφείο Τύπου τον Ιούλιο του 2015, όταν έκλεισε η διαπραγμάτευση με το θρυλικό εκείνο sms προς τους πολιτικούς συντάκτες: "ευχαριστώ για την στήριξή σας και συγγνώμη για τις αρκετές φορές που δεν σας ενημέρωσα". Τότε είχε αποχωρήσει και ο Γαβριήλ Σακελλαρίδης, θυμίζουμε. Ο Μιχόπουλος - του κλίματος των 53+ - έμεινε πεισματικά σιωπηλός για το τότε παρασκήνιο. επ' εσχάτων πάντως, και ενώ ησχολείτο με τον στρατηγικό σχεδιασμό, συχνά τoν βλέπαμε στην εικόνα δίπλα στον Ευκλείδη Τσακαλώτο, ως διαπραγματευτή με την Τρόικα/ Κουαρτέτο.
Γιατί όμως τα καταθέτουμε όλα αυτά με τέτοια λεπτομέρεια; Επειδή στην τωρινή τελική(;) ευθεία (;;) με τους "εταίρους" όλοι θα πλέουμε στην ομίχλη. Ανάμεσα στην βία των συσχετισμών με Βερολίνο και Βρυξέλλες και Ουάσιγκτων και στην εσωτερική αντιπαραθετικότητα με Αντιπολίτευση και με μήντια, αλλά τις ενδοΚυβερνητικές και τις ενδοΣυριζέϊκες εντάσεις, ακόμη οι τυχόν καλοπροαίρετοι δύσκολα καταλαβαίνουν.
Μια φιλότιμη προσπάθεια να αποκρυπτογραφήσουμε την ισορροπία μετά το Eurogroup της 7ης Νοεμβρίου, που έδωσε - και στην σκιά του ο ανασχηματισμός, με την ομάδα διαπραγματεύσεων που "κούμπωσε" Ευρωπαϊκά - ένα ζαλιστικό, πλην ενδιαφέρον στίγμα. Στην μια άκρια, έχουμε τον Πιερ Μοσκοβισί - "αρμόδιο των Βρυξελλών για το Ελληνικό Πρόγραμμα" - να προσδοκά μέχρι τέλους του χρόνου μια συνολική/comprehensive αντιμετώπιση. δηλαδή και ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του Μνημονίου-3 και άνοιγμα (τουλάχιστον) της συζήτησης για το χρέος (και για το πρωτογενές πλεόνασμα;) και προσέγγιση στην χρηματοδοτική υποβοήθηση με πρόσβαση στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ (καλό). Περιέργως "υποβοηθητικά" λειτούργησε ο, Πρόεδρος του Eurogroup αλλά συνήθως κοντινός στην καθοδήγηση Σώϋμπλε, Γερουν Ντάϊσσελμπλουμ: αυτός άφησε να φανεί πως ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης δεν θα σήμαινε ότι θα κλείσουν όλες οι αναγκαίες 17 δράσεις και 93 υποδράσεις, αλλά ότι θα υπάρξει σοβαρή συμφωνία επί της ουσίας, με "ουρές" να σέρνονται τους πρώτους μήνες του 2017 (καλό κι αυτό).
Φυσικά, στον αντίποδα βρίσκει κανείς τον Βόλφγκανγκ Σώϋμπλε, ο οποίος επιμένει ότι συζήτηση για το χρέος θα ανοίξει μόνον το 2018, μόνον μετά την λήξη του Προγράμματος, μόνον "στο μέτρο που θα χρειαστεί". Έως τότε, υλοποίηση των συμφωνημένων και - κυρίως - διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας (κακό). Στον αντίποδα αυτής της προσέγγισης (αλλ' όχι όπως βολικά εμείς το μεταφράζουμε), προκύπτει η ισορροπία του ΔΝΤ: εκεί, η αλήθεια ότι το χρέος "δεν βγαίνει" έχει ριζώσει. Και η χορήγηση κάποιας ελάφρυνσης/debt relief, με διάφορες πατέντες - πολύτιμες! - επιμήκυνσης, οροφής στα επιτόκια, με swaps και τα συναφή τίθεται ως προϋπόθεση προκειμένου να μετάσχει το ΔΝΤ στο Πρόγραμμα, πράγμα που "απαιτεί" η Γερμανική Βουλή από τον Σώϋμπλε (αμφιλεγόμενο).
Ένα ακόμα βήμα: ο επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ - που προ ημερών είχε ευθυγραμμισθεί με Σώϋμπλε - παραδεχόταν πως έχει συμφωνηθεί και το μεσοπρόθεσμο του χρέους να συζητηθεί τώρα (καλό). Ενώ από την ΕΚΤ αρχίζει να προωθείται ότι, προκειμένου να έχει η Ελλάδα πρόσβαση στα αγαθά της ποσοτικής χαλάρωσης θα πρέπει να δοκιμάσει "κάπως" τις αγορές (κακό).
Οπότε; Οπότε τον Δεκέμβριο στο Eurogroup θα αποφασιστεί "κάτι για την Ελλάδα". Το πώς αυτό θα το εισπράξουμε, είναι δουλειά του Θ. Μιχόπουλου και των non papers του!

Δημοσιεύτηκε στην "Ναυτεμπορική" στις 10/11/2016.

Μάικλ Μουρ: Τα πέντε πράγματα που πρέπει να γίνουν μετά τη νίκη Τραμπ

Με παλαιότερο κείμενό του εξηγούσε τους πέντε λόγους για τους οποίους ο Ντόναλντ Τραμπ θα κερδίσει τις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ, όταν η κυρίαρχη άποψη ήταν πως νέος κάτοικος του Λευκού Οίκου θα ήταν η Χίλαρι Κλίντον.

Ένα 24ωρο μετά την ανακοίνωση του εκλογικού αποτελέσματος που προκάλεσε αμηχανία στο εσωτερικό των ΗΠΑ αλλά και στην παγκόσμια κοινότητα, ο Μάικλ Μουρ με ένα νέο κείμενό του επισημαίνει τα πέντε πράγματα που θα πρέπει να γίνουν ύστερα από τη νίκη του Ντόναλντ Τράμπ.

Στη «λίστα της επόμενης ημέρας», ο Μάικλ Μουρ επισημαίνει:

1. Έλεγχος του Δημοκρατικού Κόμματος και επιστροφή του στο λαό. Η νυν ηγεσία του έχει αποτύχει παταγωδώς.

2. Απορρίψτε όλες αυτές τις «αυθεντίες», τους αναλυτές, τους δημοσκόπους και οποιοδήποτε άλλο στα μέσα ενημέρωσης που επιμένει σε μια θεωρία και αρνείται να δει, να ακούσει και να αναγνωρίσει την πραγματικότητα. Είναι οι ίδιοι φαμφαρολόγοι που σήμερα θα σπεύσουν να μιλήσουν για «επούλωση των πληγών της διαίρεσης» και για «ένωση». Έχουν να πουν πολλές ανοησίες τις ημέρες που έρχονται. Γυρίστε τους την πλάτη.

3. Κάθε βουλευτής ή γερουσιαστής του Δημοκρατικού Κόμματος που δεν ξύπνησε την επόμενη των εκλογών αποφασισμένος να αγωνιστεί, να αντισταθεί και να σταθεί εμπόδιο στους Ρεπουμπλικάνους, όπως εμπόδισαν αυτοί το έργο του Ομπάμα επί οκτώ χρόνια, θα πρέπει να φύγουν από τη μέση και να αφήσουν σε όσους έχουν καρδιά να ηγηθούν του αγώνα για να δοθεί ένα τέλος τον ευτελισμό και την τρέλα που αναμένεται να ξεκινήσει.

4. Ο καθένας πρέπει να σταματήσει να δηλώνει «έκπληκτος» και «σοκαρισμένος». Αυτό που πρέπει να πει είναι πως ζούσε σε μια γυάλα και δεν έδινε προσοχή στους συμπολίτες του και την απελπισία που βίωναν εδώ και χρόνια. Τα χρόνια που παραμελήθηκαν και από τα δύο κόμματα είχαν ως αποτέλεσμα να ενισχυθεί ο θυμός και η ανάγκη τους για εκδίκηση εναντίον του συστήματος. Η νίκη του Τραμπ δεν αποτελεί καμία έκπληξη και ποτέ δεν ήταν αστείο. Η προσπάθεια απαξίωσής του απλώς τον ενίσχυσε. Ο Τραμπ είναι ένα δημιούργημα τον μέσων ενημέρωσης και τα media ποτέ δεν θα αναλάβουν την ευθύνη για αυτό.

5. Θα πρέπει να επαναλάβω τη φράση που όλοι γνωρίζουμε σήμερα: «Η Χίλαρι Κλίντον κέρδισε τη λαϊκή ψήφο». Η πλειοψηφία των Αμερικανών προτίμησαν τη Χίλαρι Κλίντον έναντι του Ντόναλντ Τραμπ (σημ: διαβάστε τα "παράλογα του αμερικανικού εκλογικού συστήματος"). Τελεία και παύλα. Αυτό είναι γεγονός. Η πλειονότητα των συμπολιτών μας ήθελε Χίλαρι, όχι Τραμπ. Ο μόνος λόγος που ο Τραμπ θα είναι πρόεδρος είναι αυτό το παράλογο εκλογικό σύστημα του 18ου αιώνα με τους εκλέκτορες. Μέχρι αυτό να αλλάξει θα συνεχίσουμε να έχουμε προέδρους που δεν θα τους εκλέγουμε και δεν τους θέλουμε. [...] Τίποτα δεν έχει αλλάξει. Ζούμε σε μια χώρα που η πλειοψηφία του λαού έχουν φιλελεύθερες θέσεις. Απλά δεν έχουμε φιλελεύθερη ηγεσία για να προωθήσει αυτές τις θέσεις.

«Ας προσπαθήσουμε να κάνουμε όλα αυτά από σήμερα», έγραψε με αφορμή τις πρώτες διαδηλώσεις ενάντια στον Ντόναλντ Τραμπ.

Δημοσιεύτηκε στο tvxs.gr στις 11/11/2016.

Το βλέμμα στην κοινωνία

Πέρασε ο καιρός που η πολιτική εξουσία με τους θεσμούς και τα όργανά της ασκούσε, σε μεγάλο βαθμό τουλάχιστον, τη διακυβέρνηση μιας χώρας. Τα σύνορα στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη έχουν αποδυναμωθεί και έχουν αναπτυχθεί ισχυρές πολυεθνικές οι οποίες βαραίνουν εξίσου, αν όχι περισσότερο, αποφασιστικά στη λήψη των αποφάσεων.

Παράλληλα, τα πολιτικά κόμματα απομαζικοποιήθηκαν, έχασαν από το λαϊκό τους έρεισμα και αποδυναμώθηκαν. Ετσι, η πολιτική εξουσία και μαζί της οι πολιτικές ιθύνουσες ομάδες αποδυναμώθηκαν υπέρ κυρίως των οικονομικών.

Αυτά είχαν συνέπειες στη συγκρότηση και λειτουργία του πολιτικού προσωπικού. Τα κομματικά και πολιτικά στελέχη αναδεικνύονται λιγότερο από τους μαζικούς χώρους και τις συλλογικότητες.

Η ισορροπία ανάμεσα σε αυτούς που ο Robert Merton αποκάλεσε τοπικούς (αυτοί που έχουν τοπική επιρροή) και τους κοσμοπολίτες, κοινώς αναγνωρίσιμα πρόσωπα στον δημόσιο χώρο, έχει μεταβληθεί υπέρ των δεύτερων. Αλλά κι αυτό αλλάζει.

Ο αριθμός των δημόσιων προσώπων δυνάμει των ΜΜΕ, ιδιαίτερα της εικόνας, έχει διευρυνθεί. Από την άλλη, πολλοί αναγνωρίσιμοι δεν κατάφεραν και δεν καταφέρνουν να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις του αποτελεσματικού πολιτικού.

Ετσι, η πολιτική επιλογή στενεύει, παραπέμπει στις σχέσεις με τον ηγέτη και την ηγετική ομάδα οι οποίοι έχουν να επιλέξουν από έναν διαρκώς στενότερο κύκλο κομματικών στελεχών και επώνυμων φίλων.

Από την άλλη, οι δυνητικοί πολιτικοί, επώνυμοι και λιγότερο επώνυμοι, στρέφονται προς αυτούς για να δηλώσουν παρουσία, να είναι μεταξύ αυτών που μπορεί να επιλεγούν.

Οι συνέπειες της μεταλλαγής είναι πολλαπλές. Η ματιά των στελεχών στρέφεται στον ηγέτη και την ηγετική ομάδα, όχι στην κοινωνία. Προέχει η κεντρική πολιτική σκηνή ώστε κάποια στιγμή η παρουσία να γίνει αντιληπτή και να αρχίσει να παίζει.

Η εξέλιξη αυτή έχει δύο άλλες, εξίσου αρνητικές, συνέπειες για τους πολιτικούς. Η πρώτη αφορά όλους, η δεύτερη εκείνους που έχουν στενότερη σχέση με τα λαϊκά στρώματα, κυρίως δηλαδή τους σοσιαλδημοκράτες και τους αριστερούς.

Από τη στιγμή που οι πολιτικοί κοιτάνε λιγότερο στην κοινωνία έχουν μικρότερο λαϊκό έρεισμα, μικρότερο αλλιώς κοινωνικό κεφάλαιο. Ετσι, υποσκάπτεται η ισχύς τους εφόσον αποδυναμώνονται σε σχέση με κατόχους άλλων μορφών κεφαλαίου, της τεχνογνώσης (τεχνοκράτες) και του οικονομικού.

Αυτό ισχύει περισσότερο για τα κόμματα εκείνα που η δύναμή τους απορρέει πρώτιστα από τη στήριξη των λαϊκών στρωμάτων. Πέρα από την υποστήριξή τους τα κόμματα αυτά, κυρίως σοσιαλδημοκρατικά και αριστερά, βλέπουν να καταρρέουν συλλογικότητες που πέρα από μια συγκεκριμένη αντίληψη για την κοινωνική οργάνωση αποτελούσαν γι' αυτά χώρους άντλησης στελεχών.

Οι πρώτοι, συνεπώς, που ζημιώνονται από την εξέλιξη αυτή, ιδεολογικά και εκλογικά, είναι τα εν λόγω κόμματα. Η παράμετρος αυτή, θαρρώ, εξηγεί σ' έναν βαθμό την παρατεταμένη κρίση της σοσιαλδημοκρατίας, αλλά και την τεράστια δύναμη που απέκτησαν τις τελευταίες δεκαετίες οι φορείς της αγοράς και του κεφαλαίου.

Δίχως αμφιβολία το κεντρικό διακύβευμα σήμερα στην Ελλάδα είναι η οικονομία, η θρυλούμενη ανάκαμψη που θα δημιουργήσεις δουλειές, θα δώσει ανάσες σε ανθρώπους που υποφέρουν και θα βελτιώσει τα δημόσια οικονομικά. Εδώ κυρίως θα κριθεί η σημερινή κυβέρνηση. Αυτό διόλου δεν αναιρεί την αδήριτη ανάγκη αναστροφής της τάσης που επισήμανα και στροφής στην κοινωνία.

Η αναστροφή είναι επιτακτικότερη στη συνθήκη της σημερινής κρίσης η οποία διαπερνά τον δημόσιο βίο και δίνει την εικόνα μιας κερματισμένης, χωρίς στοχεύσεις, κοινωνίας που διαρκώς μεταθέτει όλα της τα προβλήματα, ακόμη και τα πιο στοιχειώδη, όπως ο διαχωρισμός Εκκλησίας και Κράτους.

Είναι η αναστροφή ευκταία; Προφανώς είναι δυσχερής, δεν λύνεται με ρομαντικές αναπολήσεις και επικλήσεις της πρώτης μας νιότης ή περασμένων ηρωικών στιγμών. Προϋποθέτει μια άλλη αντίληψη για την εξουσία και την κοινωνική αλλαγή που δεν γίνεται με λόγια και πομπώδεις αποφάσεις. Και βέβαια στοιχειώδη αυτογνωσία και εκκίνηση από τα βασικά.

Δεν μπορεί σε κάποιες χώρες η συμμετοχή στα κοινά και ο εθελοντισμός να αποτελούν προϋποθέσεις και κριτήρια για την είσοδο στα Πανεπιστήμια και εδώ να αγνοούνται πλήρως. Είναι αδιανόητο να στοχεύει κάποια ή κάποιος σε δημόσιο ή πολιτικό αξίωμα και να μην έχει προηγούμενη συμμετοχή στα κοινά.

Αυτό είναι εξίσου ουσιώδες με το αν κόλλησε κάποια ένσημα, ιδιαίτερα αν σκεφτούμε ότι, αντίθετα με την εργασία, η συμμετοχή στα κοινά δύσκολα μεταβιβάζεται και κληρονομείται.

Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 10/11/2016.