Sunday, 19 May 2024

art-2

 

Τα άρθρα Μελών και Φίλων της Παρέμβασης, όπως δημοσιεύτηκαν στον ελληνικό και διεθνή τύπο.

Για να δείτε τα άρθρα ανά συγγραφέα, πατήστε εδώ .

 

 

 

 

 

Το τέλος του ήσυχου κόσμου

Η αδρή περιγραφή του κόσμου ήρθε την εβδομάδα που πέρασε από τον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα. Με μία συγκαλυμμένη επίθεση στον απρόβλεπτο Ντόναλντ Τραμπ, ο Ομπάμα μίλησε για «περίεργες και αβέβαιες εποχές»∙ για «πολιτικές του φόβου και της μνησικακίας». Τέλος, μίλησε για πολιτικούς ηγέτες «που λένε ψέματα χωρίς καμία απολύτως ντροπή και που, απλώς, περιφρονώντας τα γεγονότα, προσπαθούν να λένε και άλλα ψέματα».

Ο τέως πρόεδρος Ομπάμα στην περίοδο της παντοδυναμίας του απέτυχε να δει τον κόσμο του. Δεν είδε πως οι αμερικανικές αξίες δεν αποτελούσαν πανάκεια στο έλλειμμα δημοκρατίας της μεταμοντέρνας διεθνούς διακυβέρνησης. Ετσι, αρκέστηκε να μιλήσει περισσότερο σαν «αντικειμενικός παρατηρητής» ενός ταραγμένου κόσμου και, στην καλύτερη περίπτωση, σαν ένα αξιοσέβαστο μέλος ενός παλιομοδίτικου παγκόσμιου ρυθμιστικού δικτύου το οποίο, κάποια στιγμή, ονειρεύτηκε κάποια «δημοκρατική τάξη πραγμάτων» υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, χωρίς συγκρούσεις, χωρίς αιματοχυσία κ.λπ., κ.λπ.

Αυτή η ιδέα τόσο στο παρελθόν όσο και σήμερα μοιάζει με σενάριο φαντασίας –μάλλον ανιαρό– που στοχεύει στη διάσωση του παλαιού δυτικού διεθνιστικού ονείρου υπό την ομπρέλα των λεγόμενων τεχνοκρατικών «βέλτιστων πρακτικών» αλλά και στη διάσωση των μεταπολεμικών ιδεών ειρήνης στο πλαίσιο ενός πολέμου που ουδέποτε έγινε, αφού δεν ήταν ακριβώς «κάποιος πόλεμος για να κερδηθεί», αλλά κάτι για να ισορροπεί τη διεθνή αταξία. Αντίθετα, ας θυμηθούμε ότι οι πολύ παλαιές γενεές των σημερινών Ευρωπαίων μεγάλωσαν δίχως να γνωρίζουν τίποτα άλλο εκτός από τον πόλεμο.

Στον βαθμό που μετέχουμε και μας ενδιαφέρει, είναι αλήθεια πως στην Ε.Ε. η αισιοδοξία και η αρχική φρεσκάδα της Ενωσης των Λαών έχει μετατραπεί σε αβεβαιότητα, ανησυχία και κούραση. Κατά το σχόλιο του ιστορικού Μαρκ Μαζάουερ, ο ευρωπαϊκός διεθνισμός, έχοντας απολέσει τις ιδρυτικές του καταβολές, δεν αποτελεί πλέον πηγή ούτε πολιτικής ελευθερίας –όπως ήλπιζαν οι φιλελεύθεροι του 19ου αιώνα– ούτε κοινωνικής ευημερίας –που ίσχυσε κατά την περίοδο της «χρυσής τριακονταετίας».

Αυτή καθ' εαυτή η πτώση της ευρωπαϊκής νομιμοποίησης στο εσωτερικό της Ε.Ε., χώρια τα προβλήματα της νομισματικής αρχιτεκτονικής που αναδείχθηκαν μετά την παγκόσμια κρίση του 2008, εξασθενεί περαιτέρω την Ε.Ε. Ταυτόχρονα, ενισχύει την αξίωση που απέκτησαν οι ΗΠΑ μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο να εξαιρούν τον εαυτό τους από διεθνείς δεσμεύσεις και συμφωνίες, να παρεμβαίνουν στις υποθέσεις της «γηραιάς ηπείρου» και να χρησιμοποιούν την υπόθεση των «αποτυχημένων κρατών» ως δικαιολογία διαμελισμών, εισβολών και, τέλος, εκτελεστικής επικυριαρχίας από μια ελεγχόμενη «ευρωπαϊκού τύπου» ή από διεθνείς συμμαχίες καθαρά made in USA.

Το μοντέλο που χρησιμοποιήθηκε σε περιοχές της Αφρικής επαναχρησιμοποιήθηκε και στη Βαλκανική, όπως έγινε στην πρώην Γιουγκοσλαβία, με το Κοσσυφοπέδιο, ή όπως επιχειρείται σήμερα με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας.

Ετσι, ως προς το θέμα της ΠΓΔΜ και τη Συμφωνία των Πρεσπών, καλό θα ήταν να αφήσουμε κατά μέρος τα απόλυτα «υπέρ» και τα απόλυτα «κατά», και να περιμένουμε να δούμε. Υπάρχει δρόμος και γεωπολιτική ουρά.

Και γιατί άλλο; Διότι το ζήτημα σχετικά με τη θέση και τον ρόλο της Ελλάδας στην ανήσυχη περιοχή θα πρέπει πρώτα να σχετιστεί με πραγματικές και λιγότερο με φανταστικές δυνατότητες: η Ελλάδα είναι μικρή για να μπορέσει να παίξει κάποιο σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις. Αυτό δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα παραιτείται από τα πραγματικά της συγκριτικά πλεονεκτήματα, ούτε από την ανάγκη του λαού για αυτεπίγνωση και πίστη στη δυνητική μελλοντική παρουσία του.

Επιπρόσθετα, ανεξάρτητα από την αφήγηση και την εικόνα που δίνουν η εγχώρια πολιτική ελίτ (κυβέρνηση και αντιπολίτευση) και τα παραπολιτικά των Μίντια, η εσωτερική και η εξωτερική πολιτική επικαθορίζεται σήμερα από το ότι το χέρι που παίρνει βρίσκεται πάντοτε κάτω από το χέρι που δίνει. Και η χώρα πήρε δανεικό χρήμα από τους θεσμούς της Ε.Ε., τους οποίους ελέγχει η λεγόμενη Λέσχη του Βερολίνου, και από έναν κατεξοχήν αμερικανικό πυλώνα εξαγωγής νεοφιλελευθερισμού και της Συναίνεσης της Ουάσινγκτον, το ΔΝΤ.

Από την άλλη, ιστορικά μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο η ίδια η Ευρώπη ήταν ένα χέρι που πήρε χρήμα από τους Αμερικανούς, οι οποίοι επέβαλαν στους δυτικούς συμμάχους τους τη γενναία πράξη άφεσης υπέρ του λαού της ηττημένης χιτλερικής Γερμανίας – την οποία οι Γάλλοι και μια ισχυρή πολιτική μερίδα στην Αγγλία σκέφτονταν να εγκαταλείψουν στη μορφή μιας αφοπλισμένης, ερειπωμένης, ταπεινωμένης και υπανάπτυκτης μεταπολεμικής αγροτικής παραγκούπολης.

Αν κάτι θα πρέπει να παρηγορεί και να μας κάνει αισιόδοξους, εκτός από το καλοκαίρι, είναι ότι το «περίεργες και αβέβαιες εποχές» ίσχυε πάντα και ότι ποτέ δεν ησύχασε ο κόσμος. Ενας Ευρωπαίος σοφός, ο Εμίλ Ντιρκέμ, το είχε περιγράψει ως κατάσταση ανομίας, όπου το παλιό δεν έχει φύγει ακόμα εντελώς από το προσκήνιο, και το νέο δεν έχει ακόμα εγκατασταθεί εντελώς στα κοινωνικά πράγματα. Εδώ βρισκόμαστε... και όχι σε κάποιο τέλος του ήσυχου κόσμου.

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 21/7/2018. 

Παρελθόν εναντίον μέλλοντος

Η ΕλληνοΕλληνική αντιπαράθεση που ζήσαμε γύρω από το θέμα της αναβολής ή και άρσης των συμφωνημένων μειώσεων των συντάξεων – και, γενικότερα, γύρω από την δυνατότητα (και, ύστερα, την σκοπιμότητα...) να ξεκινήσει η πορεία της Ελλάδας στην μετά-Μνημονιακή της εποχή με αιτήματα αναθεώρησης/χρήσης των περιθωρίων ελευθερίας της εποχής αυτής - «έδωσε» ήδη τα πρώτα της αποτελέσματα. Δυσάρεστα, θαρρούμε.
Η ίδια η Καγκελάριος Μέρκελ έκρινε επάναγκες να διευκρινίσει ότι ναι μεν λήγουν τα Προγράμματα/Μνημόνια με την ημερολογιακή τους ολοκλήρωση, όμως «η συνέχεια της επίδρασης των Προγραμμάτων δεν τελειώνει την ίδια μέρα». Η Καγκελάριος προχώρησε ψιλο-καίγοντας και τις προσδοκίες για μείωση των (συμφωνημένων) πρωτογενών πλεονασμάτων, με την ταυτολογική παρατήρηση ότι «χωρίς τα πλεονάσματα αυτά, δεν θα μπορούσε να μειώσει η Ελλάδα το επίπεδο του χρέους της», και προσθέτοντας το Πάρθειον βέλος ότι «αυτό είναι το ζητούμενο». Πιο σημαντικό ακόμη: ο οίκος αξιολόγησης S&P που είχε προ ημερών αναβαθμίσει το αξιόχρεο της ελληνικής οικονομίας, έκανε ένα βήμα περαιτέρω – περνώντας το outlook του Β+ που έχει δώσει προ ημερών σε «θετικό» από «σταθερό» – όμως έσπευσε να προσθέσει ότι προσβλέπει «σε πρόσθετες μεταρρυθμίσεις» (και σε μείωση των NPLs των τραπεζών). Ενώ επέσεισε και απειλή υποβάθμισης αν αρχίσουν «να καθυστερούν οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες», ή αν αδυνατίσει η ανάπτυξη. Την στιγμή που διεθνείς συντελεστές όπως το Bloomberg, η BlackRock ή η Greylock CM ενθαρρύνουν ή αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόμενο να επανέλθουμε άμεσα στις αγορές – π.χ. για αντικατάσταση των πολιτικά περιοριστικών δανείων από ΔΝΤ – παρόμοιες τοποθετήσεις ασφαλώς και δεν βοηθούν....
Προσέρχεται λοιπόν στο σκηνικό αυτό το Μηνιαίο Δελτίο του ΣΕΒ Ιουλίου που, ενώ ευόρκως αναδεικνύει τις «επιδόσεις της οικονομίας [που] παραμένουν γενικά θετικές», αναφέρεται σε μικρή πλην υπαρκτή επιδείνωση του οικονομικού κλίματος (όπως μετράται από τις επιχειρηματικά προσδοκίες που υποχώρησαν τον Ιούνιο, σε κατασκευές και σε λιανεμπόριο) μετά από 2μηνη άνοδο, καθώς και στην υποχώρηση του δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης (με κάμψη των προσδοκιών των νοικοκυριών μετά την βελτίωση του τέλους 2017/αρχών 2018).
Δείτε όμως και την άλλη συνεισφορά ΣΕΒ στην δημόσια συζήτηση – εκείνη του Εβδομαδιαίου Δελτίου, που σημειώνει ότι «η παραγωγικότητα συνεχίζει να μειώνεται παρά την ανάκαμψη της οικονομίας» είναι η καταγραφή. «Ακόμη και με την +1,4% αύξηση του ΑΕΠ το 2017, η παραγωγικότητα συνέχισε να υποχωρεί, κατά -0,8%». Αυτή η δυσοίωνη εξέλιξη συνεχίζεται αδιάλειπτα από το 2008 και μετά: «υπεύθυνη γι αυτήν είναι η εκτεταμένη αποεπένδυση». Κοιτάζοντας μάλιστα πιο αναλυτικά τα στοιχεία, ο ΣΕΒ επισημαίνει ότι στους κλάδους όπου έχουμε υποχώρηση της παραγωγικότητας, βλέπουμε και τις ώρες ανά απασχολούμενο να αυξάνονται γρήγορα. Τι σημαίνει αυτό; Ότι εκεί είτε εντατικοποιείται η απασχόληση όσων δουλεύουν (δική μας σημείωση: μην το πολυψάχνετε για την υπερωριακή αμοιβή...), είτε γίνεται εκτεταμένη χρήση μερικής/ευέλικτης απασχόλησης. Γιατί; Επειδή συνεχίζει η ανασφάλεια ως προς το αν η παρατηρούμενη ανάκαμψη θα έχει διάρκεια. Πάτε τώρα το επιχείρημα πίσω στις απαιτούμενες επενδύσεις, που είναι η απόλυτη προϋπόθεση μιας διατηρήσιμης ανάπτυξης...
Ενώ, λοιπόν, κάπως έτσι ανοίγονται τα μέτωπα μέλλοντος, η πολιτική συζήτηση επιλέγει/προτιμάει/το βρίσκει εκλογικά αποδοτικότερο να μείνει αγκαλιασμένη με το παρελθόν. Γιατί, τι το πλέον παρελθοντοστρόφο από την αδιάκοπη ενασχόληση με το συνταξιοδοτικό; Έχουμε ήδη μια υπερπρόθυμη, εσπευσμένη επανεπιβίβαση της Κυβέρνησης στην λογική της μεταΜνημονιακής διαχείρισης με επιστροφή στο «αυτά ξέρουμε, αυτά κάνουμε»: χαρακτηριστικό το παράδειγμα της παράλληλης έμφασης σε επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων (ενώ το θέμα δεν είναι αυτό, το θέμα είναι οι όροι του συστήματος διαπραγματεύσεων π.χ. με την υποχρεωτικότητα της διαιτησίας με μονομερή προσφυγή, ή πάλι την επεκτασιμότητα) ή της συμβολοποίησης της αύξησης του κατώτατου μισθού (όπου και πάλι το ζήτημα είναι περισσότερο η κλιμάκωση στον χρόνο). Τέλος, ας προσεχθεί η ευκολία με την οποία «ανακαλύπτεται» η πολιτική αποδοτικότητα της στροφής εναντίον της απερχόμενης Τρόικας ή της επερχόμενης μεταΜνημονιακής enhanced surveillance.
Λέτε να δούμε τον ΣΥΡΙΖΑ να στρέφεται εναντίον των Βρυξελλών ή/και των «εταίρων» άμα αρνηθούν κάποια χαλάρωση μετά την 20η Απριλίου; Λέτε να δούμε Ν.Δ. ή μετά-ΠΑΣΟΚ να ανακαλύπτουν ότι οι διάφοροι Μοσκοβισί, Γιουνκέρ ή και Μέρκελ δεν είναι μόνον που κηρύσσουν ότι τα Προγράμματα/Μνημόνια μας τελειώνουν, αλλά να αποθαρρύνουν επαναδιαπραγμάτευση πρωτογενών πλεονασμάτων και να διαπιστώνουν ότι δεν υπάρχει δημοσιονομικός χώρος για φοροελαφρύνσεις κοκ.;

*Δημοσιεύτηκε στην "Ναυτεμπορική" στις 23/7/2018. 

Να καταργηθούν ή όχι οι Πανελλαδικές Εξετάσεις;

Καλύτερο εξεταστικό μοντέλο

Τ​​ο ζητούμενο είναι ποιος είναι ο κατάλληλος ψυχοπνευματικός χρόνος και τρόπος επιλογής. Σχεδόν όλα τα εκπαιδευτικά συστήματα εξετάζουν και επιλέγουν. Οι αναφορές σε πρόσβαση στα ΑΕΙ «χωρίς εξετάσεις» είναι παραπλανητικές. Στοχεύουν στο κοινωνικό θυμικό. Πρόσβαση στα ΑΕΙ σημαίνει πρόσβαση στο σχεδιασμένο γνωστικό αποτέλεσμα της επίπονης και μακρόχρονης διαδικασίας φοίτησης. Οχι πρόσβαση στο πρώτο εισαγωγικό έτος. Η πρόσβαση στην εκπαίδευση είναι υψηλό αγαθό και κατακτημένο δικαίωμα. Η προηγούμενη φράση, έτσι γενικευτική, διατηρεί την αξία της, αλλά ενίοτε γίνεται παραπειστική. Είναι εφικτό η θέση στην εκπαίδευση να προσδιορίζεται κατά τη θέληση εκείνου που θα εκπαιδευθεί; Με τρόπο ελεύθερο και προσωπικά επιλεγμένο, ασφαλώς. Η γνώση μπορεί να κατακτηθεί με ποικίλους τρόπους. Με τις εξετάσεις, σε όποιο σημείο της εκπαιδευτικής πορείας κι αν τίθενται, επιτυγχάνονται τρεις στόχοι: η προσαρμογή των σπουδαστικών προθέσεων στις θεσμικές δυνατότητες, ο έλεγχος της ποιότητας των προαπαιτούμενων γνώσεων και η παιδαγωγική προτροπή που υποδεικνύει ότι μία διάκριση απαιτεί μόχθο και άμιλλα.

Οι εισαγωγικές εξετάσεις καθιερώθηκαν στην Ελλάδα στη δεκαετία του 1920, εξαιτίας της αδυναμίας της ανώτατης εκπαίδευσης της εποχής να απορροφήσει τη ζήτηση. Επομένως, κάποτε η διάβαση στο πανεπιστήμιο γινόταν ανεμπόδιστα, μόνον με φίλτρο τη γυμνασιακή αποφοίτηση. Είχε σωρεύσει σοβαρά προβλήματα η πρακτική αυτή. Κυρίως, μετέθετε το βάρος της αξιολόγησης στα ΑΕΙ. Ηδη υδροκέφαλο θεσμό, που δεν μπορεί με τις σταθερές του δυνάμεις να φέρει σε πέρας και την πρόσθετη αυτή αποστολή. Το αντεπιχείρημα ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει αληθεύει. Αλλά έχουν γίνει συνθετότερα.

Είναι κρατούσα μία αντίληψη που μιλάει για τις δυνατότητες που διανοίγονται για τη νεολαία να αποφύγει την εξεταστική καταπίεση και να ζήσει την πραγματική ζωή. Υπάρχει υπερ-αισιοδοξία. Μάλλον παρατεταμένη αμηχανία θα κυριαρχήσει. Διεθνώς, σύγχρονα μεταπτυχιακά προγράμματα «συμφιλιώνουν» τα ειδικά ενδιαφέροντα μέσα σε διεπιστημονικό πλαίσιο. Βοηθούν την επιστήμη και τον επαναπροσδιορισμό των νέων, ταυτοχρόνως. Καλύτερα εξεταστικά μοντέλα, επίσης υπάρχουν.

Οφείλουμε να εξηγούμε εύστοχα και διαρκώς στα παιδιά μας την έννοια της εκπαίδευσης. Δεν το κάνουμε. Το πληρώνουμε: κυριολεκτικώς και μεταφορικώς.

* Ο κ. Παναγιώτης Γ. Κιμουρτζής είναι Kαθηγητής Παιδαγωγικών στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.

Δεύτερες και τρίτες ευκαιρίες

Σ​​χολείο χωρίς κάποια μορφή εξέτασης δεν υπήρξε, δεν θα υπάρξει. Ακόμη και τα πιο φιλελεύθερα ή αντιαυταρχικά παιδαγωγικά συστήματα δεν είναι απαλλαγμένα από μορφές εξετάσεων και ελέγχου. Το ερώτημα είναι τι σημαίνει εξέταση: οι μορφές της, η συχνότητα και το βάρος της στην παιδαγωγική διαδικασία. Στην παραδοσιακή παιδαγωγική η εξέταση είναι το παν: μέσο ελέγχου, αξιολόγησης, πιστοποίησης της γνώσης. Η μάθηση εδράζεται σε μία διπολική ιεραρχική σχέση. Τον δάσκαλο, απόλυτο φορέα της γνώσης και της μετάδοσής της, και τον μαθητή, παθητικό αποδέκτη. Στο πλαίσιο αυτό, η περιοδική εξέταση είναι ο αποτελεσματικότερος τρόπος μάθησης. Οσο συχνότερη και αυστηρότερη, τόσο ακριβέστερος είναι ο έλεγχος της γνώσης.

Στις σύγχρονες παιδαγωγικές, η παιδαγωγική σχέση είναι σύνθετη, πολυπολική με την εμπλοκή παραγόντων όπως η οικογένεια. Το παιδί δεν είναι παθητικός δέκτης αλλά σκεπτόμενο ον που αλληλεπιδρά, μαθαίνει από όλους τους φορείς παιδαγωγικής διαδικασίας και έχει λόγο. Ο δάσκαλος δεν είναι αυθεντία, οι εξετάσεις αποδυναμώνονται υπέρ συνθετότερων ενεργητικών μορφών μάθησης και αξιολόγησης όπως η συνολική παρουσία εντός και εκτός τάξης. Ερευνες, κυρίως στις ΗΠΑ, έδειξαν ότι η πρώτη προσέγγιση είναι βραχυπρόθεσμα αποτελεσματικότερη. Τα παιδιά «μαθαίνουν» περισσότερα, καλύτερα συγκρατούν περισσότερα. Αντίθετα, η δεύτερη προσέγγιση, που συμπυκνώνεται στη χουμπολτιανή ρήση «να μαθαίνουμε πώς να μαθαίνουμε», αποδεικνύεται μακροπρόθεσμα πολύ πιο αποτελεσματική. Τα παιδιά μαθαίνουν ενεργητικά διά βίου.

Παρά τις αλλαγές, κυρίως στη δεκαετία του 1980, το ελληνικό σχολείο διατηρεί χαρακτηριστικά της πρώτης προσέγγισης. Πολλές εξετάσεις με αποκορύφωμα το κατεξοχήν πρόβλημα, τις εισαγωγικές για τα ΑΕΙ. Από δω και η χρόνια παρεξήγηση με τους διεθνείς οργανισμούς ότι οι Ελληνες εκπαιδευτικοί διδάσκουν πολύ λιγότερο από τους συναδέλφους τους στις χώρες του ΟΟΣΑ. Γι' αυτό θεωρώ θετική τη συντελούμενη μείωση των εξετάσεων σε Γυμνάσιο και Λύκειο. Μένει το ζήτημα των Πανελλαδικών. Μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν. Ξέρουμε ότι πρέπει να αποδυναμωθούν δραστικά, να μην εξαρτώνται όλα από τις τέσσερις - πέντε μέρες των εξετάσεων.

Προϋπόθεση για αυτό είναι η ύπαρξη «θέσεων» στα ΑΕΙ για όλους τους νέους, ένα σύστημα εισαγωγής που δίνει δεύτερες και τρίτες ευκαιρίες, και ΑΕΙ υψηλού επιπέδου.

* Ο κ. Παντελής Κυπριανός είναι Kαθηγητής Παιδαγωγικών στο Πανεπιστήμιο Πατρών.

**Δημοσιεύτηκε στην "Καθημερινή" στις 8/7/2018. 

Στρατηγικά διλήμματα της Αριστεράς

Στη συζήτηση για τις αιτίες της κρίσης της σοσιαλδημοκρατικής Αριστεράς και για τις διαθέσιμες στρατηγικές επιλογές της παρεμβαίνει με το ακόλουθο κείμενό του ο Βρετανός κοινωνιολόγος Κόλιν Κράουτς.

Η επιστροφή στον οικονομικό εθνικισμό και τον προστατευτισμό -την οποία επικαλούνται μερικές φορές και αριστερές δυνάμεις- είναι εντελώς εσφαλμένη και αναποτελεσματική. Το να αντιμετωπίσουμε τα παγκόσμιου χαρακτήρα προβλήματα με μια επιστροφή στις εθνικές πολιτικές θα ήταν ένα δονκιχωτικό σχέδιο και μια επιστροφή σε ένα παρελθόν που δεν μπορεί να αναβιώσει.
Ενα από τα προβλήματα του καιρού μας είναι ότι έχουμε παγκόσμιες οικονομικές δυνάμεις και εθνικές δημοκρατίες. Με αυτούς τους όρους πρόκειται για έναν αδύνατο αγώνα.

Σε ένα παγκόσμιο πλαίσιο, τα επιμέρους ευρωπαϊκά κράτη -ακόμα και η Γερμανία- είναι πιο αδύναμα υποκείμενα σε σχέση με τους μεγάλους πρωταγωνιστές του μέλλοντος: τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Κίνα, τη Ρωσία, τις άλλες χώρες των BRICS. Καμία από αυτές τις χώρες δεν εφαρμόζει κοινωνικές πολιτικές σαν αυτές που εφαρμόζουν οι ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες, αν και απειλούμενες, συνεχίζουν να παρέχουν συστήματα αναπτυγμένων κρατών πρόνοιας και έχουν συνδικάτα που πρωταγωνιστούν ακόμα στη δημόσια ζωή.

Χωρίς ισχυρούς και δημοκρατικούς ευρωπαϊκούς θεσμούς όλα αυτά θα χαθούν.

Γνωρίζω καλά ότι η τωρινή Ευρωπαϊκή Ενωση είναι εχθρική προς τις δικές μας κοινωνικές και πολιτικές αξίες, οφείλουμε όμως να προσπαθήσουμε να την αλλάξουμε. Δεν βλέπω εναλλακτικές λύσεις.

Σίγουρα δεν αντιπροσωπεύουν μια αποτελεσματική επιλογή ούτε ο οικονομικός εθνικισμός ούτε ο προστατευτισμός, ο οποίος παραμένει μια δεξιά, αν όχι φασιστική, πολιτική. Διόλου τυχαία, η Δεξιά κερδίζει συναινέσεις.

Το μεγάλο παράδοξο του καιρού μας είναι ότι ο νεοφιλελευθερισμός, παρόλο που είναι η πηγή της κρίσης, της κοινωνικής και οικονομικής ανασφάλειας πολλών εργαζομένων, παραμένει η κυρίαρχη πολιτική ιδεολογία, ενώ οι σοσιαλδημοκράτες αμύνονται.

Γιατί όμως η σοσιαλδημοκρατία, που παραδοσιακά ήταν ο κύριος ανταγωνιστής του νεοφιλελευθερισμού, δεν επωφελείται από την κρίση;

Το κύριο πρόβλημα είναι η εξουσία. Μια δύναμη που αντιπροσωπεύει τους απλούς ανθρώπους, χωρίς μεγάλους πόρους και χωρίς μια σαφή ιδέα της δικής της πολιτικής ταυτότητας, πώς μπορεί να αμφισβητήσει μια παρόμοια συγκέντρωση εξουσίας;

Ο άλλος λόγος είναι ότι όλα τα κυριότερα σοσιαλδημοκρατικά κινήματα συμμερίστηκαν τη νεοφιλελεύθερη συναίνεση και δεν εμφανίζονται πλέον ως ανταγωνιστικά κινήματα.

Εξάλλου, με την αριθμητική παρακμή της βιομηχανικής εργατικής τάξης, δεν υπάρχει πλέον μια επιβλητική τάξη ικανή να κινητοποιήσει την αναγκαία πελώρια δύναμη προκειμένου ο «λαός του κράτους» (Staatsvolk) να αμφισβητήσει την αυξανόμενη δύναμη του «λαού της αγοράς» (Marktvolk), για να χρησιμοποιήσουμε τους όρους του Βόλφγκανγκ Στρέεκ.

Υπάρχει όμως και ένας τελευταίος λόγος που αφορά τα κίνητρα της πολιτικής συμμετοχής και αυτό μας οδηγεί στον δεύτερο εχθρό της σοσιαλδημοκρατίας: την ξενοφοβία ή τον ακροδεξιό λαϊκισμό. Γενικά, τα πρόσωπα ενδιαφέρονται σοβαρά για την πολιτική όταν διακυβεύονται κοινωνικές ταυτότητες που αισθάνονται ότι είναι προικισμένες με ισχυρό πολιτικό νόημα και αυτό συμβαίνει συχνά στις συγκρούσεις για τον αποκλεισμό ή την ένταξη.

Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, στη διάρκεια των αγώνων για τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα, η κοινωνική τάξη και η θρησκεία προμήθευαν αυτόν τον τύπο ταυτοτήτων που μπορούσαν να κινητοποιούν τους ανθρώπους.

Τον καιρό που άρχιζε η κρίση, το 2008, φαινόταν ότι δεν υπήρχε κάποια αρκετά ισχυρή κοινωνική ταυτότητα ώστε να παράγει τις μαζικές λαϊκές κινητοποιήσεις που ήταν αναγκαίες για να κλονιστεί η εμπιστοσύνη στη νεοφιλελεύθερη κυριαρχία.

Παρέμενε ωστόσο μια ορισμένη ταυτότητα που μπορούσε να αποκτήσει γρήγορα πολιτικό νόημα, από τη στιγμή που η παγκοσμιοποίηση προσδιοριζόταν ως ο εχθρός: το έθνος.

Το κύριο ρήγμα στη σύγχρονη πολιτική διαπερνά ακριβώς το κέντρο της δεξιάς συμμαχίας, εκείνης μεταξύ νεοφιλελεύθερων και συντηρητικών, και αντιπαραθέτει δύο διαφορετικούς τύπους πολιτικής εξουσίας.

Το ρήγμα είναι μεταξύ της οικονομικής παγκοσμιοποίησης που προωθεί ο νεοφιλελευθερισμός, ο οποίος αντιπροσωπεύει την απίστευτη δύναμη του οικονομικού πλούτου, και μιας ξενοφοβικής μορφής συντηρητισμού που εκπροσωπεί τη δύναμη των φοβισμένων και μνησίκακων μαζών.

Είναι μια σύγκρουση η οποία, παράδοξα, περιθωριοποιεί και αποδυναμώνει την πολιτική Αριστερά. Η λαϊκή εξέγερση, που πυροδοτείται από τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, τροφοδοτείται από την Ακροδεξιά και όχι από την Αριστερά. Με την ειρωνική συνέπεια ότι η εποχή που θα έπρεπε να προσφέρει στους σοσιαλδημοκράτες τη μεγάλη ευκαιρία να σπάσουν αυτή τη δεξιά συμμαχία καταλήγει να έχει το αντίθετο αποτέλεσμα.

Η παγκοσμιοποίηση έθεσε σε δοκιμασία την ικανότητα της σοσιαλδημοκρατίας να υποστηρίζει τα δικαιώματα του κόσμου της εργασίας, την αναδιανεμητική φορολογία και ένα ισχυρό κράτος πρόνοιας.

Δεν μπορεί όμως να υπάρξει καμιά επιστροφή από την παγκοσμιοποίηση σε εκείνη τη συμβίωση ελεύθερης αγοράς και εθνικής κυριαρχίας που χαρακτήριζε τις τρεις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες.

Νομίζω ότι σήμερα, μπροστά σε αυτή την κατάσταση, υπάρχουν τρεις κύριοι δρόμοι. Κανένας από αυτούς δεν μπορεί να αποκαταστήσει τον μεταπολεμικό συμβιβασμό. Και μόνον ένας προσφέρει μια πραγματοποιήσιμη, αν και δύσκολη, στρατηγική για τη σοσιαλδημοκρατία.

Ο πρώτος δρόμος είναι η επιστροφή στον προστατευτισμό. Θα μπορούσε να φανεί ελκυστικός σε πολλούς εκπροσώπους της Αριστεράς, επειδή καλλιεργεί την ιδέα ότι μπορεί να ανασυγκροτηθεί μια βιομηχανική εργατική τάξη, απομονώνοντας ένα έθνος από τις νεοφιλελεύθερες χρηματοπιστωτικές ροές.

Ο προστατευτισμός όμως μπορεί να υποστηριχθεί με εκλογικούς όρους μόνο συνδεόμενος με έναν γενικευμένο εθνικισμό, με την ξενοφοβία.

Οταν οι πολίτες πειστούν ότι το πρωταρχικό είναι η άμυνα, η απομόνωση του έθνους από την εξωτερική μόλυνση, δεν υπάρχει κανένας χώρος για τη σοσιαλδημοκρατία.

Ο δεύτερος δρόμος για να ανακτηθεί η οικονομική κυριαρχία είναι εκείνος που το Ηνωμένο Βασίλειο θα ακολουθήσει έξω από την Ευρωπαϊκή Ενωση, επιδιώκοντας συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου, αυξάνοντας την εξάρτησή του από τον ανταγωνισμό στην παγκόσμια αγορά και ακολουθώντας «την προσέγγιση της Σιγκαπούρης» στα δικαιώματα και στην κοινωνική πολιτική. Οπως και ο προστατευτισμός, που είναι το αντίθετό της, αυτή η στρατηγική μπορεί πιθανόν να λειτουργήσει μόνο σε ένα ξενοφοβικό πλαίσιο που καθιστά τους πολίτες διατεθειμένους για θυσίες.

Η τρίτη στρατηγική είναι η επιδίωξη μιας τάξης του παγκόσμιου εμπορίου, που θα είναι ρυθμισμένη με πιο αποτελεσματικό και δικαιότερο τρόπο.

Ενας από τους λόγους της αδυναμίας της τωρινής σοσιαλδημοκρατίας είναι ότι το κυριότερο σημείο δύναμής της, η εθνική δημοκρατία, δεν μπορεί σήμερα να έχει πρόσβαση στο μη δημοκρατικό και παγκόσμιο επίπεδο στο οποίο ρυθμίζεται (ή απορρυθμίζεται) η οικονομία. Αυτό το παγκόσμιο πεδίο όμως δεν είναι καθαρή αναρχία.

Υπάρχουν διεθνείς οργανισμοί απέναντι στους οποίους σήμερα η πολιτική Αριστερά είναι καχύποπτη, επειδή στις προηγούμενες δεκαετίες έτειναν να είναι νεοφιλελεύθεροι και πιο καταδεκτικοί στα οικονομικά και χρηματοπιστωτικά λόμπι παρά στη δημοκρατική επιρροή ή στα συνδικάτα. Σε κάθε περίπτωση όμως πρόκειται για ρυθμιστικούς οργανισμούς, που περιορίζουν ήδη σημαντικά ορισμένες όψεις του καπιταλισμού.

Η μοναδική μελλοντική στρατηγική που είναι διαθέσιμη στη σοσιαλδημοκρατία είναι, επομένως, να επιδιώξει να ενισχύσει και να εκδημοκρατίσει τους διεθνείς ρυθμιστικούς οργανισμούς, τόσο τους παγκόσμιους όσο και τους περιφερειακούς, μέσω της αναγκαίας συνεργασίας συμμαχικών κρατών. [...]

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 15/7/2018. 

ΕΡΤ: Έτσι επιλέγω γιατί έτσι θέλω

Δουλεύω 21 χρόνια στην ΕΡΤ και χρειάστηκαν ακριβώς 21 ημέρες και η εισαγγελική παραγγελία Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών για να μου δοθούν κάποια – τα ελάχιστα δυνατά – έγγραφα που ζητούσα με την «Αίτηση παροχής τεκμηρίωσης αυτοτελούς και συγκριτικής Αξιολόγησης για τη θέση του Προϊσταμένου του Κ.Ε.Ε.Π. της ΕΡΤ», την οποία κατέθεσα στις 21/6/2018 στο γραφείο του Δ/ντος Συμβούλου της ΕΡΤ κ. Βασίλη Κωστόπουλου, μια ημέρα αφότου έμαθα από την «Διαύγεια» - πάλι καλά που υπάρχει κι αυτή – την καθαίρεσή μου από τη θέση.
Κανονικά τα έγγραφα θα έπρεπε να μου είχαν δοθεί το πολύ εντός διημέρου γιατί υποτίθεται ότι η συγκριτική Αξιολόγηση υποψηφίων Προϊσταμένων προϋπάρχει της απόφασης επιλογής. Θεωρητικά πάντα, όπως πολύ σωστά λέει και ξαναλέει η κ. Όλγα Γεροβασίλη, Υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης, στη διαδικασία επιλογής Προϊσταμένων στον Δημόσιο τομέα που βρίσκεται εν εξελίξει και εφαρμόζεται για πρώτη φορά περιλαμβάνεται «Δομημένη Συνέντευξη Υποψηφίων» με τήρηση πρακτικών, με ερωτήσεις που αφορούν την «στρατηγική» των υποψηφίων για την θέση και λεπτομερή αξιολόγηση του πρότερου έργου τους, ενώ η ισοδυναμία τυπικών (τίτλος σπουδών) και ουσιαστικών προσόντων διασφαλίζεται και από το Μητρώο Στελεχών Δημόσιας Διοίκησης. Βεβαίως, αν και στην ΕΡΤ δεν εφαρμόζονται καθ' ολοκληρίαν οι αυστηρά τυπικές αρχές του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα παρόλα αυτά ως ανώνυμη εταιρεία του ευρύτερου Δημόσιου Τομέα με κύρια αποστολή την επικοινωνιακή Αμεροληψία θα έπρεπε να παρέχει πιο ευέλικτες μεν, αλλά και πιο ισχυρές εγγυήσεις αξιοκρατίας, διαφάνειας και κυρίως, Λογοδοσίας (κρατήστε αυτή τη λέξη γιατί αποτελεί την «καρδιά» του άρθρου). Η λογική είναι απλή. Δεν μπορείς να είσαι έστω και μισο-αμερόληπτος στην ενημέρωση που οφείλεις να παρέχεις στους πολίτες εάν δεν έχεις έστω μια μισο-αξιοκρατία στο εσωτερικό σου. Γράφω τη λέξη «μισό» γιατί με τέτοια βλοσυρή παράδοση κομματικών παρεμβάσεων στην ΕΤΡ από τις κυβερνήσεις ΝΔ και ΠΑΣΟΚ για 30 και πλέον χρόνια οτιδήποτε πάνω από το «μισό» είναι επιτυχία. Η ιστορία όμως που περιγράφεται εδώ, ξεπερνά όλα τα όρια, είναι κάτω και από το «μισό», πρόκειται για απόλυτη αυθαιρεσία.
Από την πρώτη ημέρα μετά την κατάθεση του αιτήματος τεκμηρίωσης άρχισα μέρα παρά μέρα να τηλεφωνώ στις καθόλα ευγενέστατες συνεργάτιδες του Γρ. του Δ/ντος Συμβούλου που μου απαντούσαν με σταδιακά αυξανόμενη αμηχανία το ίδιο μοτίβο «Το αίτημά σας έχει σταλεί προς επεξεργασία στο νομικό τμήμα της εταιρείας». Οι ημέρες περνούσαν και έτσι έστειλα και μια προειδοποιητική Εξώδικο Δήλωση. Ουδέν νεώτερον και πάλι.
Απηύδησα και με βαριά καρδιά πήγα στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών και έστειλα την εισαγγελική παραγγελία παράδοσης εγγράφων με δικαστικό επιμελητή στο Γρ. του Δ/ντος Συμβούλου της ΕΡΤ. Μέσα σε 38 ακριβώς λεπτά δέχτηκα – επιτέλους – το αναμενόμενο για 21 ολόκληρες ημέρες τηλεφώνημα. «Η τεκμηρίωση που ζητήσατε είναι εδώ». Επιτέλους. Κατάλαβα εκείνο το συναίσθημα ανακούφισης του μυλωνά στο Βερολίνο του 1500 κάτι και άλλαξα επίσης άποψη για την λεγόμενη «δικομανία» των Ελλήνων. Γιατί ευτυχώς υπάρχουν κάποιοι δικαστές στην Αθήνα και βάζουν όρια στην αυθαιρεσία.

Τι θα έπρεπε να περιλαμβάνει μια βάσιμη συγκριτική αξιολόγηση;

Μετά την πρώτη ανακούφιση όμως μπήκα σε σκέψεις. Τί θα έπρεπε να περιλαμβάνει μια βάσιμη συγκριτική αξιολόγηση; Για να καθυστερήσουν 21 ημέρες ποιος ξέρες τι μπορούν να έχουν σκαρφιστεί για την συγκριτική αξιολόγηση που δεν γίνεται, θα ήταν κάποιες λιγοστές σελίδες αντίστοιχες με τη σημασία του θέματος (το Κ.Ε.Ε.Π είναι το μόνο από τα 64 τμήματα και διευθύνσεις της εταιρείας που εφαρμόζει απευθείας διάταξη του Ν. 4324/15 για τη λογοδοσία της ΕΡΤ και γι' αυτό είναι το μόνο που υπάγεται κατευθείαν στον Δ/νοντα Σύμβουλο και το Δ.Σ).Το θέμα είναι ότι δεν έβρισκα κανένα πιθανά βάσιμο αντεπιχείρημα που θα δικαιολογούσε την καθαίρεσή μου. Στον τομέα των συγκριτικών τυπικών προσόντων θα έπρεπε να κατορθώσει το ακατόρθωτο. Στις πανεπιστημιακές σπουδές/ μεταπτυχιακά τα προσόντα είναι υποπολλαπλάσια, στις ξένες γλώσσες πολύ υποπολλαπλάσια. Στην εγγύτητα και συμβατότητα με το αντικείμενο καθηκόντων Προϊσταμένων του Κ.Ε.Ε.Π. η διαφορά είναι χαώδης. Ο επιλεχθείς νέος προϊστάμενος είναι ένας εξαιρετικά συμπαθής ως άνθρωπος συνάδελφος αλλά ως αθλητικός συντάκτης δεν έχει καμμία σχέση με τα καθήκοντα της θέσης. Το Κέντρο Επικοινωνίας Ενημέρωσης Πολιτών (Κ.Ε.Ε.Π.) της ΕΡΤ ιδρύθηκε το 2006 με εισήγησή μου προς το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΡΤ με στόχο να δυναμώσει την αμφίδρομη Λογοδοσία της ΕΡΤ προς την κοινωνία και να προωθήσει συντονισμένες καμπάνιες Κοινωνικής Ευθύνης της ΕΡΤ (κοινωνική συνοχή, Περιβάλλον, Ανθρωπιστική δράση, ΑΜΕΑ) που θα συμπληρώνουν την κύρια ενημερωτική της δράση. Στην πρώτη περίοδο 2006-2013 που ήμουν Προϊστάμενος του Κ.Ε.Ε.Π. ολοκληρώθηκαν 35 δράσεις, εκδόθηκαν για πρώτη φορά Κοινωνικοί Απολογισμοί, ενώ κυκλοφόρησε με μεγάλη επιτυχία το εσωτερικό φυλλάδιο «ertonair».
Το Κ.Ε.Ε.Π. διαλύθηκε τη διετία του ΜΑΥΡΟΥ/ΔΤ-ΝΕΡΙΤ και επανιδρύθηκε τον Αύγουστο 2015 από την νέα ΕΡΤ έχοντας ως κύρια καθήκοντα α) την ίδρυση, οργάνωση και συντονισμό των Συμβουλίων Κοινωνικού Ελέγχου (ΣΚΕ) όπως προβλέπεται από τον νόμο 4324/15 για την ενδυνάμωση της Λογοδοσίας της ΕΡΤ προς την κοινωνία, β) τον συντονισμό της Επιτροπής Κοινωνικής Ευθύνης της ΕΡΤ. Όλα όσα αναφέρονται στο καθηκοντολόγιο της απόφασης διορισμού μου ως προϊσταμένου του Κ.Ε.Ε.Π. Σ' αυτή την δεύτερη περίοδο ως τις 20/6/2018, πραγματοποιήθηκαν με τεκμηριωμένες πρακτικά και οργανωτικά αποδόσεις. Σκεφτόμουν λοιπόν τι θα μπορούσε να γράψει ο κ. Κωστόπουλος στην αναμενόμενη συγκριτική αξιολόγηση; Ότι δεν έγιναν τα ΣΚΕ; Αδύνατον. Μέσα από δεκάδες δυσκολίες τα ΣΚΕ έγιναν και λειτούργησαν δυναμικά ως ένα πρωτοποριακό εθελοντικό εγχείρημα συμμετοχικής Λογοδοσίας της ΕΡΤ και οποιοσδήποτε πολίτης μπορεί να μπει στον ιστοχώρο polites.ert.gr για να δει λεπτομερή βίντεο από τις 30 Ολομέλειες των ΣΚΕ Αττικής, να δει τον εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας, τις Δεσμεύσεις της ΕΡΤ προς το ΣΚΕ, το Forum συζήτησης των μελών αλλά και τα ίδια τα 110 μέλη, 55 κληρωτοί πολίτες και 55 εκπρόσωποι κοινωνικών θεσμών. Η ίδια η EBU (European Broadcasting Union) στο έντυπό της στις 20/6/2018 κατατάσσει την ΕΡΤ στις πέντε πρωτοπόρες δημόσιες τηλεοράσεις στον τομέα του διαλόγου με τους πολίτες. Και καλά η EBU αλλά και ο κ. Χριστόφορος Βερναρδάκης, Υπουργός Επικρατείας που δήλωσε σε εκδήλωση με τον Συνήγορο του Πολίτη για την Ανοικτή Διακυβέρνηση (OGP) ότι θεωρεί τα ΣΚΕ της ΕΡΤ ως πρότυπη ενέργεια που θα πρέπει να γενικευτεί σε όλες τις ΔΕΚΟ; Θέση πολύ λογική για έναν υπουργό κυβέρνησης της Ριζοσπαστικής Αριστεράς που στο πρόγραμμά της μιλάει για προώθηση των συμμετοχικών εγχειρημάτων των πολιτών (άλλωστε πολλά από τα μέλη του ΣΚΕ συμμετείχαν στο αλληλέγγυο κίνημα συμπαράστασης στον αγώνα των εργαζομένων της ΕΡΤ ενάντια στο Μαύρο).
Μήπως ο κ. Κωστόπουλος θα μπορούσε να μου προσάψει ότι οδήγησα τα ΣΚΕ σε λάθος δρόμο; Ένα τέτοιο επιχείρημα θα ήταν έωλο και παράνομο γιατί σύμφωνα με τον Ν.4324/15 και τις αποφάσεις του Δ.Σ. της ΕΡΤ στις 20/1/2016 περί ΣΚΕ αναφέρουν ότι η ΕΡΤ στηρίζει, συντονίζει, οργανώνει αλλά δεν παρεμβαίνει στις αποφάσεις των Συμβουλίων Κοινωνικού Ελέγχου που είναι ανεξάρτητα όργανα με συμβουλευτικό χαρακτήρα προς το Δ.Σ. της ΕΡΤ με σκοπό τη βελτίωση της εταιρείας.
Περισσότερα θα βρείτε σε δύο πρόσφατα άρθρα μου «ΕΡΤ. Η επικείμενη υποβάθμιση των Συμβουλίων Κοινωνικού Ελέγχου» (TVXS.gr, 26/6/2018) και «Απαισιοδοξίας Ανάγνωσμα» (koinoniapoliton.gr).

Τεκμηρίωση Καθαίρεσης: Απολύτως Καμμία

Παρασκευή πρωί, μέσα στο ασανσέρ για τον 4ο όροφο του Ραδιομεγάρου που βρίσκεται το γραφείο του Δ/ντος Συμβούλου η περιέργειά μου για το περιεχόμενο της συγκριτικής αξιολόγησης που χρειάστηκε 21 ημέρες και έναν Εισαγγελέα για να μου δοθεί είχε φτάσει στο αμήν. Καλημερίζω και ζητώ τα έγγραφα τεκμηρίωσης. Και τι βλέπω; Δύο απλά βιογραφικά των συνυποψηφίων μου εκ των οποίων το ένα – το επίμαχο – είναι από καιρό αναρτημένο στον ιστοχώρο τοπικού συλλόγου.
Μα που είναι η συγκριτική αξιολόγηση επιλογής Προϊσταμένου του Κ.Ε.Ε.Π.; Πού είναι τα υλικά της «Δομημένης Συνέντευξης Υποψηφίων» της κας Γεροβασίλη, πού είναι τα πρακτικά ερωτήσεων «στρατηγικής» για τη θέση, πού είναι οι επίσημες βεβαιώσεις Σπουδών από την Γεν. Διεύθυνση Διοικητικών Υπηρεσιών της ΕΡΤ, πού είναι τέλος πάντων το σκεπτικό του Δ/ντος Συμβούλου για την αυτοτελή αξιολόγησή μου ως προϊσταμένου και την συγκριτική αξιολόγηση με τους άλλους δύο υποψηφίους; Πού είναι; Πουθενά. Η απάντηση ήταν σαφής και επιβεβαιωμένη και από το νομικό τμήμα της ΕΡΤ. Ο κ. Κωστόπουλος διάβασε τα βιογραφικά και αποφάσισε. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο να σας δώσουμε. Δηλαδή, ο κ. Κωστόπουλος έτσι θέλει γιατί έτσι επιλέγει. Έτσι επιλέγει, γιατί έτσι θέλει. Επειδή το Κ.Ε.Ε.Π. υπάγεται απευθείας σ' αυτόν, έχει την διακριτική ευχέρεια να επιλέγει όποιον θέλει. Μάλιστα. Τι να πεις, τα λόγια περιττεύουν. Αν νομίζετε ότι αυτή η ιστορία αφορά μόνο τον «μικρόκοσμο» της ΕΡΤ κάνετε λάθος. Αφορά την Λογοδοσία όλου του Δημόσιου Τομέα αν και είναι αλήθεια ότι τόσο ακραία ιστορία «ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού» όπως θα έλεγε και ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος – που είπε τα καλύτερα λόγια για τον κ. Κωστόπουλο στη Βουλή – αληθινά δεν έχω ξανασυναντήσει. Ευρωπαϊκού έγραψα;

Περικλής Βασιλόπουλος
Δημοσιογράφος – Προϊστάμενος Κ.Ε.Ε.Π. της ΕΡΤ (2006-2013 και 2015-Ιούνιος 2018)
16/7/2018

Διάδρομος απογειώσεως ή γυάλα;

Περίσσεψαν οι χαρακτηρισμοί και οι παρομοιώσεις για την πορεία που ανοίγονται μπροστά στην Ελληνική οικονομία τώρα – μετά και το Eurogroup της 12ης Ιουλίου που «άγιασε» τις αποφάσεις της 21ης/22ης Ιουνίου, όπως κωδικοποιήθηκαν στο πλαίσιο μεταΜνημονιακής εποπτείας (την έπλασε με τα χεράκια της η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αυτήν την εκδοχή της enhanced surveillance) καθώς και την διαχειριστική παρουσία του ESM. Τις αγίασε μεν, με μια αξιόλογη τρικλοποδιά δε!
«Καθαρή έξοδος», «καθαρός διάδρομος», «αυτοδύναμη έξοδος», «τέταρτο Μνημόνιο», «Μνημόνιο χωρίς καν χρηματοδότηση», ο καθείς διαλέγει ανάλογα με τις προτιμήσεις του στην Ελλάδα των μέσων του 2018. Σε συζήτηση με τον Νίκο Βέττα, του ΙΟΒΕ, ακούστηκε ένα άλλο ενδιαφέρον δίπολο: «διάδρομος απογειώσεως» ή «γυάλα»; Ας τα πάμε όμως με την σειρά:
Βέβαια, ήδη στις όχι-και-τόσο ξεκάθαρες ισορροπίες και προοπτικές ήρθε να προστεθεί ένα ατύχημα διαδρομής – εκείνο του Γερμανικής εμπνεύσεως παγώματος της εκταμίευσης των αποφασισμένων 15 δις (από τα οποία τα 9 για ενίσχυση του cash buffer/μαξιλαριού, από τα υπόλοιπα τα περισσότερα για εξαγορά προηγούμενων ακριβών δανείων όπως του ΔΝΤ, συν για περαιτέρω απορρόφηση των arrears) με αφορμή/πρόσχημα την μονομερή αναστολή από την Ελλάδα της – αποφασισμένης – αύξησης του ΦΠΑ στα νησιά εκείνα, που δέχονται το μεγαλύτερο βάρος των προσφυγικών ροών. Η έκφραση «πάγωμα» δεν είναι σωστή, καθώς ο ESM (στο Δ.Σ. του οποίου ασφαλώς και μετέχει, με αποφασιστικό ρόλο, η Γερμανία...) έχει προχωρήσει στην κατ' αρχήν έγκριση της εκταμίευσης. Όμως...
...Όμως το σήμα δόθηκε όσο δυσάρεστα γινόταν: τίποτε δεν θα είναι απλό, τίποτε δεν θα είναι ευθύγραμμο υπό το καθεστώς μετά-τα-Μνημόνια! Το μικρό ΕλληνοΕλληνικό παιχνιδάκι που παίχτηκε μεταξύ Τσακαλώτου και Καμμένου με τα ισοδύναμα (από περικοπή δαπανών των στρατιωτικών, ή από κλείσιμο στρατοπέδων;) έχει ίσως γραφικότητα, αλλά μηδενική ουσία. Αντιθέτως, μεγάλη ουσία θα είχε εκείνο που προς στιγμήν ακούστηκε ως εισήγηση αλλ' (ευτυχώς θα λέγαμε) αποκρούσθηκε στο Μαξίμου. Δηλαδή; Δηλαδή όσο θα διαρκεί η Γερμανική εμμονή στην λεπτομερειακή τήρηση των συμφωνημένων , τόσο να φρενάρουν οι συζητήσεις για διμερή συμφωνία Ελλάδας/Γερμανίας για το Προσφυγικό (συμφωνία πολιτικής διευκόλυνσης της Καγκελαρίου Μέρκελ, μην το παραβλέπουμε). Για μας, όσο λιγότερες τέτοιες ευθείες διασυνδέσεις, τόσο ασφαλέστερη η πορεία.
Εκείνο που δεν μπορεί παρά να μείνει πίσω από την περιπέτεια του Eurogroup είναι η τάξη μεγέθους: αν ο ΦΠΑ στα νησιά χρειάζεται 28 εκατομμύρια «ισοδύναμα» για ένα εξάμηνο, η μη-περικοπή των συντάξεων για το 2019 θα είχε δημοσιονομικό αποτύπωμα 1,8-2,4 δις ευρώ. Δηλαδή 68-90 φορές μεγαλύτερο: ασφαλώς δεν πάει έτσι μπακάλικα ο λογαριασμός, όμως η ευκολία του Γερμανικού μπλοκαρίσματος, δεν είναι μεγαλομπακάλικη; Προσθέστε, εδώ, την διάσταση της εύκολης χρονοτριβής. Προσθέστε το - αντίστοιχα εύκολο – τρικλοπόδιασμα μιας εξόδου της Ελλάδας στις αγορές, άμα ανοίγει όντως παράθυρο ευκαιρίας. Και βλέπετε πώς μπορεί να λειτουργήσει η μετα-Μνημονιακή πραγματικότητα...
Πάμε όμως τώρα στην προκλητική επιλογή Βέττα, για το τι έχει πλέον μπροστά της η Ελλάδα: διάδρομο απογείωσης ή γυάλα στην οποία θα λειτουργήσει; Παρουσιάζοντας τα στοιχεία ανάπτυξης για το ξεκίνημα του 2018 το ΙΟΒΕ έδωσε έναν ρυθμό ανάπτυξης 2,3% - δηλαδή 0,3% μεγαλύτερο απ' ό,τι το δ' τρίμηνο της περασμένης χρονιάς, κυρίως όμως 2 ολόκληρες ποσοστιαίες μονάδες ανώτερο απ' ό,τι ήταν η αντίστοιχη 3μηνιαία περίοδος του 2017.
Αυτή η επίδοση επιτρέπει στο ΙΟΒΕ να μιλήσει για προοπτική επιτάχυνσης της ανάπτυξης «στην περιοχή του 2%». (Σε ερώτηση προς τον Νίκο Βέττα του ΙΟΒΕ μήπως το +2,3% για α' 3μηνο, όταν είναι γνωστό ότι στην Ελλάδα τα δυο επόμενα 3μηνα είναι εκείνα που – λόγω τουρισμού – «κρατούν» την χρονιά, θα επέτρεπε μια πιο αισιόδοξη πρόβλεψη για το σύνολο του 2018, η απάντηση υπήρξε ένα διστακτικό «μακάρι»).
Δεν απέχουν ιδιαίτερα και Ενδιάμεσες Προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σ' αυτά. Από που προκύπτει όμως αυτή η ανάπτυξη; Το ΙΟΒΕ δίνει κύριο ρόλο/ «ατμομηχανής» στις εξαγωγές, που με +7,6% πήγαν αισθητά καλύτερα απ' ό,τι το 2017 (+5,2%), κυρίως με την εξαγωγική δραστηριότητα προϊόντων όπου ξεπεράστηκε το +10%. Αντιθέτως βουτιά (-12,1%) σημειώνεται στις επενδύσεις – όμως το ΙΟΒΕ σημειώνει ότι αυτή η εικόνα οφείλεται στο ότι το 2017 είχε καταγραφεί εκρηκτική άνοδος (+213%), οφειλόμενη όμως σε επενδύσεις/παραγγελίες πλοίων. Αν βγάλει κανείς από την μέση αυτή την αιχμή, η πορεία των επενδύσεων παραμένει θετική αλλά άνευρη ακόμη. Εκείνο που πεισματικά παραμένει «σε χαμηλή πτήση» είναι η ιδιωτική κατανάλωση (-0,4%), και τούτο για τρίτο συνεχόμενο 3μηνο.
Διάδρομος απογείωσης ή γυάλα;

*Δημοσιεύτηκε στην "Ναυτεμπορική" στις 16/7/2018. 

Μια ενδιαφέρουσα αντιπαραβολή

Τελικά, δεν ήταν αναγκαία η ύψωση των τόνων από την Κυβέρνηση – και πάντως από τον Νίκο Παππά, ακριβώς μετά την συμφωνία στο Eurogroup της 21/22 Ιουνίου – απέναντι στον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, για το πώς θα ετοποθετείτο ως προς τον «καθαρό διάδρομο για τα επόμενα χρόνια» που θα ανοιγόταν με τις διευθετήσεις για το χρέος. Στην Έκθεση της ΤτΕ για την Νομισματική Πολιτική 2017/18, αλλά και στην δημόσια παρουσίασή της σ΄ ένα χρήσιμο ντουέτο με τον Νίκο Βούτση, ο Γιάννης Στουρνάρας μίλησε με σαφώς θετικά λόγια για την εξασφάλιση βιωσιμότητας του χρέους «τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα». Αλλά και μακροπρόθεσμα, καθώς υπάρχει «δέσμευση του πολιτικού συστήματος της χώρας να συνεχίσει στον δρόμο της δημοσιονομικής σταθερότητας» καθώς και «δέσμευση του Eurogroup για περαιτέρω ελάφρυνση μετά το 2032». Μια τοποθέτηση κοντά σ' εκείνην του ΔΝΤ σημειωτέον: ο Μπενουά Κερέ της ΕΚΤ είχε ούτως ή άλλως προηγηθεί αντιστοίχως.
Ο Διοικητής της ΤτΕ – κι αυτό ήταν σαφώς πιο ουσιαστικό – άφησε να φανεί η δυνατότητα να γίνει δεκτό μ' αυτήν την βάση από την ΕΚΤ (με την οποία δεν είναι δυνατόν να μην είχε συνεννοηθεί : γι αυτό, άλλωστε, και δεν μίλησε αμέσως μετά το Eurogroup κατά την εκτίμησή μας...) ότι τα μέτρα που αποφασίστηκαν επιτρέπουν την διατήρηση του waiver και αποδοχή του Ελληνικού χαρτιού στα πλαίσια της Q.E. . (λόγοι για τους οποίους, βασικά, υπήρχε η εισήγησή του για προληπτική πιστοληπτική γραμμή). Και ασφαλώς η Q.E. πορεύεται προς την δύση της, όμως ρητώς έγινε αναφορά και στην κανονική χρονική περίοδο Q.E. και στην – διετή – περίοδο επανεπένδυσης, όπως είναι ήδη αποφασισμένη. Περισσότερο κι από την ωφέλεια που θα μπορούσε να έχει το Ελληνικό τραπεζικό σύστημα και το κόστος δανεισμού των Ελληνικών επιχειρήσεων από κάτι τέτοιο, το «σήμα εμπιστοσύνης» της ΕΚΤ είναι εκείνο που ενδιαφέρει ενόψει εξόδου της Ελλάδας στις αγορές...
Σχεδόν παράλληλα με την τοποθέτηση Στουρνάρα, η ομιλία το Πρωθυπουργού στο Υπουργικό Συμβούλιο της Δευτέρας – ανεξάρτητα και πέρα από το ανέβασμα των τόνων απέναντι στην Αξιωματική Αντιπολίτευση, αλλά και από την απουσία του αρχηγού των ΑΝΕΛ... - επανέφερε την θέση περί «καθαρής εξόδου από τα Μνημόνια χωρίς πιστωτικές γραμμές, χωρίς πρόσθετα μέτρα και νέα προαπαιτούμενα». Και έκανε αναφορά στην υποδοχή των αγορών, στις οποίες θεώρησε ότι ανακτάται «σταθερή και αυτοδύναμη πρόσβαση», με το 10ετές να έχει ήδη περάσει κάτω του 4% σε βέλτιστα επίπεδα 12ετίας (και το 5ετές κάτω από 3%).
Βέβαια, για τον Αλέξη Τσίπρα η απόφαση του Eurogroup ανοίγει με την έξοδο από την εποπτεία δυνατότητες «λελογισμένης επέκτασης στην βάση των δημοσιονομικών δυνατοτήτων», ενώ για τον Γιάννη Στουρνάρα ακριβώς η «ενισχυμένη εποπτεία με όρους αιρεσιμότητας θα αποτρέψει τον εκτροχιασμό της δημοσιονομικής πολιτικής και την εγκατάλειψη των μεταρρυθμίσεων» (και τούτου υπό την ματιά των αγορών: «αδρός δείκτης της καθυστέρησης ή της προόδου»).
Υπήρξαν και άλλα σημεία σύγκλισης-μέσα-από-αποκλίσεις στις τοποθετήσεις των δυο. Ο Πρωθυπουργός μίλησε για τις ευθύνες, «τα λάθη και τις υπερβολές και τις αστοχίες των μνημονιακών προγραμμάτων». Ευθύνες για τις οποίες έδειξε προς την κατεύθυνση «των Ελληνικών κυβερνήσεων του παρελθόντος», αλλά με έμφαση και στην «ευθύνη που έχουν και οι θεσμοί που τα σχεδίασαν και πολλές φορές επέβαλαν την εφαρμογή τους». Ο Διοικητής της ΤτΕ, με ένα κάποιο σπρώξιμο από τον Πρόεδρο της Βουλής Νίκο Βούτση, σημείωσε ότι «πράγματι έγιναν λάθη στο παρελθόν, από τους εταίρους μας, σημαντικά [...] Τα σημαντικότερα όμως έγιναν από εμάς [...] Να μην ξεχάσουμε γιατί φτάσαμε έως εδώ, αλλά και γιατί δυο γενιές πληρώνουν τόσο μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα». Δεν παρέλειψε, δε, ο Γιάννης Στουρνάρας να ζητήσει «να μην επαναληφθούν τα λάθη πολιτικής που έγιναν, τόσο στο απώτερο όσο και στο εγγύτερο παρελθόν».
Από την τοποθέτηση Στουρνάρα, την προσοχή ευλόγως προσείλκυσε η ατάκα του που αφορούσε τα θηριώδη πρωτογενή πλεονάσματα που υπήρξαν το πιο αδύναμο σημείο της συμφωνίας του Eurogroup. Πλεονάσματα που, σε τέτοιο βάθος χρόνου, σταθερά, «μόνον πετρελαιοπαραγωγικές χώρες» μπορούν να έχουν επιδείξει. Το ζήτημα, εδώ, είναι κατά πόσο θα υπάρξει συστράτευση -σοβαρή, μεθοδική, με βάση την απόδειξη ότι η Ελληνική διαχείριση της Ελληνικής οικονομίας προχωράει σταθερά – ώστε να ξανακοιταχτούν τα πρωτογενή πλεονάσματα. Εκεί, η τοποθέτηση Στουρνάρα είναι σαφώς πλησιέστερη προς την προσέγγιση Κυριάκου Μητσοτάκη: αυτή όμως είναι μια άλλη ιστορία.
Αυτή την στιγμή, θαρρούμε, η αντιπαραβολή θέσεων – και όχι πολιτικών «καρφιών» - Τσίπρα/Στουρνάρα έχει το ενδιαφέρον της.

*Δημοσιεύτηκε στην "Ναυτεμπορική" στις 6/7/2018. 

«Η επιστροφή στα εθνικά σύνορα δεν μπορεί να είναι η σωστή απάντηση»

Ο Γιούργκεν Χάμπερμας, ο μεγάλος φιλόσοφος της εποχής μας, τιμάται με μια μεγάλη διάκριση σήμερα στο Βερολίνο, την οποία απονέμει η Ενωση των γαλλο-γερμανικών δημοσιογραφικών ενώσεων του ομόσπονδου κρατιδίου του Ζάαρλαντ. Στο κείμενο-απάντησή του αναφέρεται στις ιδέες και τις απόψεις του, τις οποίες έχει ήδη διατυπώσει στο βιβλίο του με τον τίτλο «Ach Europa» (Αχ Ευρώπη) το 2008 (Eκδόσεις Suhrkamp).

Εκτοτε έχει μεσολαβήσει μια δραματική δεκαετία ριζικών αλλαγών σχετικά με την Ευρώπη, την Ευρωπαϊκή Ενωση, την ευρωζώνη κ.λπ. Στο συνοπτικό αυτό κείμενό του θέτει τις ηγετικές ομάδες της Ευρώπης μπροστά στις πολιτικές ευθύνες τους. Δεν μπορούν οι Βρυξέλλες να εθελοτυφλούν! Το πολιτικό πρόταγμα της αλληλεγγύης είναι η «κατηγορική προσταγή» της συνύπαρξης των ευρωπαϊκών λαών.

Το κείμενο του Γιούργκεν Χάμπερμας συνιστά το θεμέλιο της «νέας Ευρώπης» και ως μεταφραστής του καλώ τους Ελληνες επιστήμονες στη φιλοσοφική κοινότητά μας να συμμετάσχουν στον σχετικό διάλογο με θέμα: «Τι σημαίνει Ευρώπη και ποια είναι η συμβολή της Ελλάδας στη δημιουργία της Ευρώπης εκτός των ορίων του εθνικισμού

Θεόδωρος Γεωργίου,
Καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης

Το κείμενο του Γιούργκεν Χάμπερμας

Επειδή ο χορηγός του βραβείου και ο ομιλητής εκφράζονται επαινετικά για τις απόψεις μου, οι οποίες χαρακτηρίζονται ρομαντικές για τα ευρωπαϊκά θέματα, δεν θα θεωρήσετε παραβίαση των χρηστών ηθών εάν σήμερα που η ήπειρός μας θρυμματίζεται, επαναλάβω με άλλα λόγια αυτά που μέχρι σήμερα έχω πει συχνά για το συγκεκριμένο ζήτημα.

Δεν θα ασχοληθώ με τις ανορθολογικές ιδέες που ενισχύθηκαν από την ηχώ της Βαυαρίας, της Αυστρίας και της Βόρειας Ιταλίας από μια διαπεραστική κακοφωνία. Σήμερα δεν ομιλώ γι' αυτούς που εγκατέλειψαν την Ευρώπη, αλλά για τους φίλους της Ευρώπης.

Ο Ζαν-Πολ Σαρτρ περιέγραψε με τον όρο του «mauvaise foi» την αντίθετη εικόνα του «bonne foi». Ποιος από εμάς δεν γνωρίζει αυτή τη χαμηλόφωνη ισχυρή ανησυχία: όποιος πράττει καλή τη πίστει, αλλά σε ήρεμες συνθήκες νιώθει τον ερεθισμό μιας δυνατής αμφιβολίας ως προς τη σταθερότητα των προς τα έξω άκαμπτων πεποιθήσεων που εκπροσωπούμε: υπάρχει μια λάθος θέση, μέσω της οποίας η ροή των επιχειρημάτων μας περνά απαρατήρητη. Κατά την άποψή μου, η εμφάνιση του Εμανουέλ Μακρόν αποκαλύπτει στην ευρωπαϊκή σκηνή μια τέτοια αβέβαιη θέση στην αυτοσυνείδηση κάθε Γερμανού που κατά τη διάρκεια της ευρωπαϊκής κρίσης χτυπούσε στον ώμο με σταθερή πίστη ότι αυτός είναι ο καλύτερος Ευρωπαίος που ξελασπώνει κάθε φορά όλους τους άλλους.

Εννοείται πως πολλοί επικριτές θεώρησαν τη γερμανικής εμπνεύσεως οικονομική λιτότητα όχι μόνον αναποτελεσματική, αλλά και τεκμήριο μιας αποτυχημένης αλληλεγγύης. Ωστόσο τον τόνο στον επίσημο ευρωπαϊκό Τύπο έδωσαν εκείνοι οι οποίοι τόνισαν τον ρόλο της αλληλεγγύης των Γερμανών στα χρόνια της κρίσης.

Γενικά ο ανιδιοτελής ρόλος της ομοσπονδιακής κυβέρνησης θεωρήθηκε αξιόπιστα αυτός του προσεκτικού διαχειριστή της κρίσης και του γενναιόδωρου πιστωτή: Δεν είχε στόχο πάντα –συμπεριλαμβανομένης και της ανεπιτυχούς απόπειρας να δείξουν στους Ελληνες την πόρτα– την ευημερία όλων των κρατών-μελών;

Εν όψει των εντελώς απρόβλεπτων απαιτήσεων μιας ριζικής αλλαγής της παγκόσμιας κατάστασης, σημειώθηκαν σε αυτό το ωραίο οικοδόμημα ρωγμές. Ως απόδειξη αναφέρω ένα πρόσφατα δημοσιευθέν κεντρικό άρθρο για τη διαβόητη νύχτα κατά την οποία ο Γάλλος πρόεδρος απέσπασε από τη Γερμανίδα καγκελάριο στις πρωινές ώρες την παραχώρηση να μη διώξει τους Ελληνες από την Ευρωπαϊκή Νομισματική Κοινότητα.

Μόλις σήμερα, τρία χρόνια μετά, παραπέμπω στην πάντα προσεκτική δημοσιογράφο Cerstin Gammelin με τα ειλικρινή λόγια της και σε αυτό το σοβαρό σημείο του εθνικού μας οικονομικού εγωισμού (εφημερίδα Ζιντόιτσε Τσάιτουνγκ, της 21ης Ιουνίου 2018, σελίδα 4). Για την εικόνα των Γερμανών με την ιδιότητα του καλού Ευρωπαίου στην παλαιά Ομοσπονδιακή Γερμανία και μέχρι την περίοδο του Koλ υπήρχαν πραγματικά κάποιοι λόγοι γι' αυτό. Αυτοί οι λόγοι αναφέρονταν στην κατάσταση ενός όχι μόνο από στρατιωτική άποψη ηττημένου έθνους – και παρ' όλα αυτά δεν ήταν εντελώς αυτονόητοι.

Κατά τη δική μου παρατήρηση, αυτή η αλλαγή της νοοτροπίας που έχει την αφετηρία της από την εποχή του Koλ επιβεβαίωσε την αυτοσυνείδηση ενός τελικά ξανά ενωμένου εθνικού κράτους με άλλους τόνους. Τελικά αυτή η εικόνα στο πλαίσιο των τραπεζών –και των κρίσεων των δημόσιων χρεών και του συγκρουόμενου εθνικού αφηγήματος της κρίσης– έγινε πιο σκληρή και κατέληξε σε κακή πίστη.

Η εσφαλμένη θέση σε αυτή την καλόπιστη αυταπάτη προδίδει σε αυτή την παράφωνη στιγμή τη δυσπιστία μας έναντι της προθυμίας συνεργασίας των άλλων κρατών, ιδιαίτερα έναντι του ευρωπαϊκού Νότου.

Οποιος ακούει με προσοχή την καγκελάριο παρατηρεί ότι κάνει περίεργη χρήση των όρων «εντιμότητα» και «αλληλεγγύη». Σε συζήτηση πριν από λίγο καιρό με την Anne Will, ζητούσε για την πολιτική του ασύλου και την τελωνειακή διαμάχη με τις ΗΠΑ από τους Ευρωπαίους εταίρους κοινές πολιτικές ενέργειες και επιχειρηματολογούσε σε αυτόν τον συσχετισμό για την εντιμότητα.

Συνήθως είναι η διευθύντρια που αναμένει από τους συνεργάτες της εντιμότητα, ενώ η κοινή πολιτική γραμμή απαιτεί κυρίως αλληλεγγύη, παρά εντιμότητα. Θεωρώντας τις διαφορετικές θέσεις συμφερόντων ο κάθε ένας ή ο άλλος πρέπει να υποτάξει τα δικά του συμφέροντα στα κοινά συμφέροντα. Κι αυτό επειδή η πολιτική του ασύλου δεν θίγεται το ίδιο από τη μετανάστευση σε όλες τις χώρες, για παράδειγμα λόγω της γεωγραφικής τους θέσης.

Δεν έχουν μάλιστα όλες την ίδια δυνατότητα φιλοξενίας των μεταναστών. Ή από την άλλη πλευρά, οι αναγγελθέντες δασμοί των ΗΠΑ για τις εισαγωγές αυτοκινήτων θίγουν τον έναν, στην περίπτωση αυτή τη Γερμανία, περισσότερο από τους άλλους. Σε τέτοιες περιπτώσεις η κοινή πολιτική σημαίνει ότι ο ένας λαμβάνει υπόψη τα συμφέροντα του άλλου και ευθύνεται μαζί του για τις συνέπειες της κοινής πολιτικής απόφασης που ελήφθη. Τα κυρίως γερμανικά συμφέροντα είναι δεδομένα στις δύο προαναφερόμενες περιπτώσεις, το ίδιο όπως και η παρότρυνση για μια κοινή ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική.

Το ότι η καγκελάριος σε τέτοιες περιπτώσεις μιλά για «εντιμότητα» εξηγείται από το ότι εδώ και χρόνια κάνει χρήση του όρου «αλληλεγγύη» σε ένα άλλο, οικονομικό στενό πνεύμα. «Αλληλεγγύη κατά της προσωπικής ευθύνης» είναι η δικαιολογητική μορφή που επικράτησε εντός της πολιτικής κρίσης των τελευταίων ετών για την εκπλήρωση των όρων που επιβλήθηκαν από τους πιστωτές στους δανειολήπτες.

Εκεί που θέλω να καταλήξω είναι η ανανοηματοδότηση του όρου αλληλεγγύη. Αυτή είναι το σημασιολογικό σημείο πάνω στο οποίο η βεβαιότητα ότι εμείς οι Γερμανοί είμαστε οι καλύτεροι Ευρωπαίοι αρχίζει να θρυμματίζεται. Ενάντια σε αυτές τις κραυγές για επιδόσεις μεταφοράς, που δεν υπήρξαν ποτέ, διαρρέουν σταδιακά η ελλιπής νομιμότητα και η αμφίβολη επιτυχία των όρων του δημόσιου προϋπολογισμού με παρακωλύσεις στις επενδύσεις και των τύπων της αγοράς εργασίας, που για ολόκληρες γενιές είχαν αποτέλεσμα την ανεργία.

«Αλληλεγγύη» είναι ένας όρος για την αμοιβαία σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ δρώντων που συνδέονται ελεύθερα σε μια κοινή πολιτική γραμμή. Η αλληλεγγύη δεν είναι αγάπη προς τον πλησίον, αλλά ούτε και επιβολή όρων προς όφελος της μιας πλευράς.

Οποιος συμπεριφέρεται αλληλέγγυα, είναι πρόθυμος τόσο για τα μακροπρόθεσμα δικά του συμφέροντα όσο και για το ότι έχει την εμπιστοσύνη ότι και ο άλλος σε μια παρόμοια κατάσταση θα συμπεριφερθεί ακριβώς το ίδιο, ήτοι να αποδέχεται βραχυπρόθεσμα και κάποιες απώλειες. Αμοιβαία εμπιστοσύνη στη δική μας περίπτωση σημαίνει: Εμπιστοσύνη πέραν των εθνικών συνόρων είναι μια επίσης σημαντική εκδοχή όπως το μακροπρόθεσμο ίδιο συμφέρον. Η εμπιστοσύνη γεφυρώνει την προθεσμία μέχρι την πιθανή δοκιμή για μια αναμενόμενη επί της αρχής αντιπαροχή, για την οποία όμως δεν είναι βέβαιο εάν και πότε και πώς θα καταστεί απαιτητή.

Κατά τις διαπραγματεύσεις των μεταρρυθμιστικών προτάσεων του Mακρόν καθυστερούν η Γερμανία και οι πιστωτές να επεκτείνουν τη λειτουργική νομισματική κοινότητα υπό τους όχι καλύτερους όρους για μια πολιτική Ευρωπαϊκή Ενωση. Εδώ θα έπρεπε μια δημοκρατική ευρωζώνη όχι μόνο να είναι «σταθερή» κατά κερδοσκοπιών – με μια σταθερή τραπεζική ένωση, έναν αντίστοιχο πτωχευτικό κώδικα, μια κοινή ασφάλιση των επενδύσεων για τις καταθέσεις και ένα νομισματικό κεφάλαιο που θα ελέγχεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Αλλά θα έπρεπε κυρίως να είναι ενισχυμένη με αρμοδιότητες και δημόσια μέσα για επεμβάσεις κατά των περαιτέρω οικονομικών και κοινωνικών διαφορετικών κρίσεων των κρατών-μελών. Δεν πρόκειται μόνο για τη δημοσιονομική σταθερότητα, αλλά για τη σύγκλιση, δηλαδή για την αξιόπιστη πολιτική πρόθεση των οικονομικά και πολιτικά ισχυρών μελών να εξαργυρώσουν τη χαμένη εμπιστοσύνη του κοινού νομίσματος σε συγκλίνουσες οικονομικές εξελίξεις.

Ο δεξιός λαϊκισμός μπορεί να θέτει προκαταλήψεις κατά των μεταναστών και να καλύπτει τους σύγχρονους φόβους της ανασφαλούς μεσαίας τάξης. Αλλά τα συμπτώματα δεν είναι η ίδια η ασθένεια. Η βαθιά υφιστάμενη αιτία της πολιτικής οπισθοδρόμησης αποτελεί τη σταθερή απογοήτευση για το ότι στην Ευρωπαϊκή Ενωση δεν λείπει η απαραίτητη πολιτική ικανότητα του πράττειν, για να αντιμετωπίσει την αυξανόμενη κοινωνική ανισότητα των κρατών-μελών.

Ο δεξιός λαϊκισμός βασίζεται κυρίως στη διαδεδομένη αντίληψη των θιγόμενων ότι στην Ευρωπαϊκή Ενωση απουσιάζει η πολιτική βούληση: να γίνει ικανή προς το πράττειν. Ο πυρήνας της Ευρώπης που σήμερα βρίσκεται σε αποσύνθεση, συγκροτεί υπό τη μορφή μιας Ευρωπαϊκής Ενωσης με την ικανότητά της να πράττει, τη μοναδική πιθανή δύναμη κατά μιας περαιτέρω καταστροφής του κοινωνικού μας μοντέλου. Με τη σημερινή μορφή της η Ενωση μπορεί αυτή την επικίνδυνη αστάθεια μόνο να την επιταχύνει.

Η αιτία της επικρατούσας αποσύνθεσης της Ευρώπης είναι η αυξανόμενη ρεαλιστική επίγνωση των ευρωπαϊκών πληθυσμών ότι απουσιάζει η αξιόπιστη πολιτική βούληση για να ξεφύγουμε από αυτόν τον φαύλο κύκλο. Αντ' αυτού συρρικνώνονται οι πολιτικές ελίτ σε μια δειλή δημοσκοπικά κατευθυνόμενη καιροσκοπία για τη βραχυπρόθεσμη διατήρησή τους στην εξουσία. Είμαι της γνώμης ότι οι πολιτικές ελίτ –και πρωτίστως τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα– έχουν κανονιστικά μειωμένες απαιτήσεις από τους ψηφοφόρους τους.

Το ότι αυτή η άποψη δεν είναι μόνο ένας αντικατοπτρισμός φιλοσοφικών ιδεών, δείχνει η νεότερη δημοσίευση της ερευνητικής ομάδας του Jürgen Gerhards, ο οποίος εδώ και πολλά έτη διεξάγει σε μεγάλο επίπεδο έξυπνες συγκριτικές έρευνες για το θέμα της προθυμίας επίδειξης της αλληλεγγύης σε 13 κράτη-μέλη της Ε.Ε.: εν τω μεταξύ όχι μόνο δεν δημιουργήθηκε μια διαφορετική συνείδηση της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, αλλά ακόμη περισσότερο εκδηλώθηκε υψηλό ποσοστό απροθυμίας για τη στήριξη ευρωπαϊκών πολιτικών, που θα πριμοδοτούσε μια ανακατανομή των εθνικών συνόρων.

Η ιταλική κρίση είναι ίσως η τελευταία ευκαιρία για να σκεφτούμε την αισχρότητα, για το ότι επιβάλλεται στην ευρωπαϊκή νομισματική ένωση προς το συμφέρον των οικονομικά ισχυρών μελών ένα άκαμπτο κανονιστικό σύστημα, χωρίς να υπάρχει μια διακριτική ευχέρεια και η δυνατότητα αρμοδιοτήτων για τη συμφωνία μιας κοινής ευέλικτης πολιτικής. Γι' αυτό, το πρώτο μικρό βήμα για τη σύνταξη ενός ευρωπαϊκού προϋπολογισμού, με το οποίο ο Mακρόν εκβίασε τη Mέρκελ, είναι μεγάλης συμβολικής σημασίας.

Το ότι μια ομοσπονδιακή κυβέρνηση που βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο, προβάλλει τη σκληρή αντίστασή της απέναντι σε κάθε μεμονωμένο βήμα ολοκλήρωσης, είναι κωμικό. Δεν μπορώ να εξηγήσω γιατί η γερμανική κυβέρνηση πιστεύει ότι μπορεί να νικήσει τους εταίρους της στο κοινό ζήτημα των σοβαρών θεμάτων, όπως είναι αυτά της πολιτικής για τους πρόσφυγες, της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής του εμπορίου, ενώ ταυτόχρονα χτίζει με το κεντρικό ερώτημα της επιβίωσης την πολιτική αποσύνθεση της ευρωζώνης.

Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση εθελοτυφλεί, ενώ παράλληλα ο Γάλλος πρόεδρος δείχνει σαφώς τη βούλησή του να κάνει την Ευρώπη έναν παγκόσμιο παίκτη στην παλαίστρα για μια φιλελεύθερη και δίκαιη παγκόσμια τάξη. Ακόμη και η ανταπόκριση που βρήκε ο συμβιβασμός του Mέσεμπουργκ στον γερμανικό Τύπο είναι παραπλανητική – σαν να είχε ο Mακρόν με τη συγκατάθεση για τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό μια άμεση απαραίτητη επιτυχία έναντι μιας ανταλλαγής κατά της υποστήριξής του στην πολιτική του ασύλου της Mέρκελ.

Αυτό θολώνει τη διαφορά τού ότι ο Mακρόν επέτυχε τουλάχιστον την έναρξη μιας ατζέντας που βρίσκεται πέρα από τα συμφέροντα μιας μεμονωμένης χώρας, ενώ η Mέρκελ αγωνίζεται για τη δική της πολιτική επιβίωση. Ο Mακρόν δέχεται ορθώς κριτική για την κοινωνική ανισορροπία των μεταρρυθμίσεών του στην ίδια του τη χώρα. Αλλά προεξέχει το θέμα του ευρωπαϊκού εκτελεστικού προσωπικού, επειδή κρίνει κάθε επίκαιρο πρόβλημα από την προσεγγίζουσα προοπτική και γι' αυτό ενεργεί δραστικά.

Τον χαρακτηρίζει το θάρρος για μια πολιτική που τη διαμορφώνει. Και τις επιτυχίες της διαψεύδει η κοινωνική άποψη ότι η πολυπλοκότητα της κοινωνίας επιτρέπει μόνο μια δράση που αποφεύγει τις συγκρούσεις.

Στην παλαιά οπτική θέση για την πάντα ίδια ανέλιξη και πτώση των αυτοκρατοριών διαφεύγει η ιστορικά νέα σημερινή κατάσταση. Η λειτουργική πάντα στενά παγκόσμια κοινωνία που μεγαλώνει, είναι όπως και πριν κατακερματισμένη. Σύμφωνα με μια παλιά θεωρία περί Ιστορίας, σε κάθε ακμή και πτώση των αυτοκρατοριών διαφεύγει την προσοχή η εκάστοτε διαμορφούμενη νέα ιστορική κατάσταση.

Η σημερινή παγκόσμια κοινωνία, λειτουργικώς δομημένη, παραμένει όπως και πριν κατακερματισμένη. Μέσω της πολιτικής, γεννιέται μια κίνηση προς ένα κύμα για υπερεθνικές μορφές πολιτικής ολοκλήρωσης. Οι υποστηρικτές αυτού του πολιτικού ρεαλισμού δεν ξεχνούν ότι κατά την περίοδο του ψυχρού πολέμου, η θεωρία τους ήταν ραμμένη στα μέτρα δύο ορθολογικών παικτών. Πού βρίσκεται η ορθολογικότητα του πολιτικού πράττειν στη σημερινή αρένα;

Εάν θεωρήσουμε το ζήτημα από ιστορική άποψη το απαραίτητο βήμα για μια Ευρωπαϊκή Ενωση ικανή να πράττει πολιτικά, είναι η συνέχιση μιας μαθησιακής διαδικασίας, η οποία ξεκίνησε με τη δημιουργία της εθνικής συνείδησης κατά τον 19ο αιώνα. Τότε η έννοια του χωριού, της πόλης, της περιφέρειας δεν δημιουργήθηκε με τη φυσική εξέλιξη της συνείδησης της εθνικής ένταξης στο κράτος.

Αντιθέτως προσαρμόστηκε αποφασιστικά στους τόνους που έδωσαν οι ηγετικές ομάδες για την υφιστάμενη λειτουργική συνεκτικότητα των σύγχρονων χωρών και των εθνικών οικονομιών τους. Σήμερα οι πληθυσμοί των επιμέρους εθνικών κρατών εντάσσονται σ' έναν παγκόσμιο καπιταλισμό με λειτουργικά προβλήματα και με αγορές οι οποίες χαρακτηρίζονται μη ρυθμιζόμενες. Σε μια τέτοιου τύπου παγκόσμια συνθήκη, η επιστροφή και η παραμονή στα εθνικά σύνορα δεν μπορεί να είναι η σωστή απάντηση.

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 4/7/2018. 

Μετανάστευση και δημοκρατία

Αν είναι πρόβλημα, η μετανάστευση είναι το σοβαρότερο που έχουν να αντιμετωπίσουν οι ευρωπαϊκές κοινωνίες. Γιατί;

Ο πρώτος λόγος είναι η παγκόσμια πληθυσμιακή ασυμμετρία. Από τη μία ο υπερπληθυσμός της Γης, ο οποίος είναι συγκεντρωμένος στην Αφρική και στην Ασία, και από την άλλη η γήρανση και η μείωση του πληθυσμού στην Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική. Ενα παράδειγμα: Οι στατιστικές προβολές για την Ελλάδα μάς δείχνουν ότι ο μαθητικός πληθυσμός θα συρρικνωθεί κατά το ένα τρίτο τα επόμενα χρόνια.

Η μείωση του νεανικού πληθυσμού και η αύξηση των ενηλίκων και των γερόντων δημιουργεί δομικές ανισορροπίες, όπως αυτή που αντιμετωπίζει το ασφαλιστικό σύστημα. Αν στην Ελλάδα υπάρχουν πρόσθετοι οικονομικοί λόγοι της ασφαλιστικής κρίσης, το σύστημα βρίσκεται σε κρίση πανευρωπαϊκά.

Για να εξασφαλιστεί ισορροπία του συστήματος ή για να διατηρήσουν τα σχολεία όσους μαθητές έχουν τώρα, πρέπει να συμπληρωθούν κατά το ένα τρίτο από παιδιά μεταναστών. Φαίνεται αδιανόητο αυτό, ότι στους τρεις μαθητές ο ένας θα προέρχεται από μετανάστες. Πολλά όμως ήταν αδιανόητα πριν από μερικές δεκαετίες.

Ενώ στην Αμερική και στην Αυστραλία ο πληθυσμός αυξήθηκε λόγω των μεταναστεύσεων, στην Ευρώπη ο συνολικός πληθυσμός μειώθηκε γιατί έφτασαν λιγότεροι μετανάστες. Από όλους τους μετανάστες στον κόσμο, το 74%, δηλαδή τα τρία τέταρτα, ανήκουν σε εργάσιμη ηλικία, και το ένα τρίτο είναι παιδιά, σε αντιπαράθεση με το 64% των εργάσιμων ηλικιών των γηγενών πληθυσμών και του μεγάλου αριθμού των ηλικιωμένων. Στην Ευρώπη το ποσοστό αυτό είναι μικρότερο, και στην Ελλάδα ακόμη πιο μικρό. Αρα, η μετανάστευση είναι απαραίτητη για τη βιωσιμότητα των κοινωνιών.

Ο δεύτερος λόγος των πληθυσμιακών μεταναστεύσεων οφείλεται στην κλιματική αλλαγή και στις αλυσιδωτές συνέπειές της. Αν δει κανείς τον χάρτη των περιοχών από όπου προέρχονται οι μετανάστες, θα διαπιστώσει ότι συμπίπτουν με τις περιοχές που πλήττονται από την κλιματική αλλαγή, στην οποία αναπότρεπτα –και απερίσκεπτα– οδηγείται ο πλανήτης. Η κλιματική αλλαγή δεν πλήττει ταυτόχρονα όλες τις περιοχές.

Υπάρχει μια ζώνη η οποία ερημοποιείται. Το φαινόμενο αυτό έχει διαδοχικές επιπτώσεις. Οι κάτοικοι των πλέον ερημοποιημένων περιοχών, συνήθως νομάδες, μεταναστεύουν στις περιοχές με νερό, συνήθως αγροτικές κοντά σε λίμνες και ποτάμια.

Η μετανάστευση αυτή δημιουργεί συγκρούσεις. Οι συγκρούσεις αυτές εξελίσσονται σε εμφυλίους εξαιτίας των φυλετικών, θρησκευτικών ή εθνικών διαφορών. Και οι εμφύλιοι δημιουργούν πρόσθετες αιτίες μετακινήσεων πληθυσμών.

Δεν είναι μόνο οι πόλεμοι-επεμβάσεις στη Μέση Ανατολή, αλλά η κατάσταση πολέμου που είναι περίπου ενδημική σε αυτή την εκτεταμένη ζώνη της κλιματικής ερήμωσης. Η παραγωγή, επομένως, αναγκαστικά μετακινούμενων προσώπων αγγίζει τα πολλά εκατομμύρια.

Σήμερα, σύμφωνα με την έκθεση των Ηνωμένων Εθνών, 258 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν εκτός της χώρας όπου γεννήθηκαν, και από το 2000 ο αριθμός τους αυξήθηκε κατά 49%. Πού ζει το μεγαλύτερο μέρος αυτών των μεταναστών; Στην Αφρική και την Ασία.

Ενα πολύ μικρό μέρος κατορθώνει να φτάσει στις ακτές της Μεσογείου, είναι αυτό για το οποίο ανησυχούν οι πολιτικές ηγεσίες και θέλουν να το σταματήσουν. Πόσοι ζουν σε χώρες υψηλού εισοδήματος σε Αμερική, Αυστραλία και Ευρώπη; Περίπου το 9,6% το 2000 και το 14% το 2017. Στην Ευρώπη πολύ λιγότεροι. Κατά μέσον όρο περίπου το 10% του πληθυσμού.

Ισχύει η διάκριση προσφύγων που αναζητούν άσυλο και μεταναστών; Οι πρώτοι που αναζητούν και δικαιούνται άσυλο αποτελούν το 10% του συνόλου, δηλαδή είναι 26 εκατ. σε όλο τον κόσμο. Από αυτούς στις αναπτυγμένες χώρες καταφεύγει το 15%. Πού ζει η πλειοψηφία τους, γύρω στο 84%; Σε χώρες όπως η Ιορδανία, ο Λίβανος, η Τουρκία, σε ό,τι αφορά τους Σύρους πρόσφυγες· στο Μπανγκλαντές, οι πρόσφυγες από τη Μιανμάρ· σε χώρες της Αφρικής, Αφρικανοί πρόσφυγες.

Αλλά η διάκριση αυτή στην πράξη σχετικοποιείται αναλόγως των κριτηρίων που θέτουν οι διεθνείς οργανισμοί. Κοινωνιολογικά και ιστορικά είναι πολύ δύσκολο να γίνει αυτή η διάκριση. Αν λογαριάσει κανείς ότι οι μισοί πρόσφυγες είναι γυναίκες και λάβει υπόψη του τις συνθήκες βίας εναντίον των γυναικών, η διάκριση αυτή γίνεται ακόμα πιο χλομή.

Πού βρίσκεται το μεγάλο εμπόδιο; Στην αντίδραση των τοπικών κοινωνιών στις χώρες υποδοχής. Η αίσθηση απειλής από τους μετανάστες της εθνικής ομοιογένειας και της εθνικής ταυτότητας, ο φόβος ότι θα μοιραστούν τα σχολεία, τα νοσοκομεία και τις δημόσιες συγκοινωνίες με τους μετανάστες, στρέφει, κυρίως τα πιο φτωχά και λαϊκά στρώματα στην ακροδεξιά, η οποία με δημαγωγία επιτείνει αυτές τις φοβίες.

Η διόγκωση της Ακροδεξιάς αναγκάζει την κυβερνώσα Κεντροδεξιά ή Κεντροαριστερά να υιοθετεί την ατζέντα της και όλο το πολιτικό οικοδόμημα να κλίνει προς την ξενοφοβία και την υιοθέτηση πολιτικών (στρατόπεδα συγκέντρωσης, πλατφόρμες στη θάλασσα ή στρατόπεδα εγκλεισμού σε τρίτες χώρες).

Αυτά έρχονται σε ευθεία αντίθεση με την αντιφασιστική κουλτούρα πάνω στην οποία χτίστηκε η μεταπολεμική Ευρώπη, αλλά απειλούν αυτήν καθεαυτή τη δημοκρατική κουλτούρα της Ευρώπης.

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 2/7/2018. 

Υπερπαραγωγή «πολιτικής» σε... κομματικούς βιότοπους

Μερικά συμπτώματα στοιχειώνουν τον ελληνικό τρόπο και, άρα, τη Γ' Ελληνική Δημοκρατία. Καθηλώνουν την κοινωνία. Αφήνουν έμμονα τραύματα που δεν επουλώνονται για όσο χρόνο δεν θεραπεύονται τα αίτια που τα προκαλούν.

Στο μεγάλο θέμα μας. Λόγου χάριν, τα ιερά των κομμάτων είναι θεσμικά προστατευμένες περιοχές –κάτι σαν βιότοποι.

Απ' τις διακυμάνσεις στην εξέλιξή τους, παράλληλα με την εξέλιξη του ελληνικού κράτους από τη νεωτερικότητα στη μετανεωτερικότητα, θεωρητικά, οι επιλογές τους εμπίπτουν στις σφαίρες κοινωνικοπολιτικής βούλησης, θεμελιωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων, εντέλει, στην αποτελεσματική λειτουργία του πολιτεύματος.

Παρόλα αυτά, οι κομματικοί βιότοποι λειτουργούν μάλλον ως οιονεί κρατικοί και λιγότερο ως κοινωνικοί δρώντες∙ σαν νησιά προεμπειρικών βεβαιοτήτων, στα οποία κυριαρχεί η αυθεντία της κλειστής ομάδας συνομιλητών και όπου κατακρημνίζεται το αυτονόητο, ο Λόγος (reasoning), οι επιστήμες και το summum bonum (κοινό καλό).

Οι νεοαφικνούμενοι στα νησιά αυτά καλούνται να μεταμορφωθούν από επίδοξοι πληβείοι (aspiring plebeians) –που θα ήταν για όλη τους τη ζωή αν δεν έκαναν αυτό το ταξίδι– σε επίδοξους πολίτες (citizens).

Τα κόμματα, για τους πιο τυχερούς-κληρονόμους παλιότερων στελεχών ή εθνοπατέρων, λειτουργούν και ως χώροι εντατικής προπόνησης αυριανών στελεχών και ηγετών.

Λειτουργούν και σαν νησιά μέσα στα νησιά, σαν ομάδες μέσα στα κόμματα – μια πρακτική που είναι γνωστή ως ενδοκομματική αντιπολίτευση.

Διατηρούν αρχεία φακέλων για πράξεις και παραλείψεις πολιτικών αντιπάλων και στρατούς εκκαθάρισης. Κι όταν μιλάμε για κόμματα εξουσίας, λειτουργούν ταυτόχρονα ως δεξαμενές αποστατών ή και κυβερνητικών ανασχηματισμών.

Εκτός από τα λίγα παραπάνω, οι κομματικοί βιότοποι λειτουργούν και ως κατασκευαστές και τροφοδότες των ειδήσεων. Κι αν «ό,τι συμβαίνει τώρα» είναι τα τουίτς, το twitter ή το Μέσον καθορίζει την πολιτική ατζέντα.

Πιστεύουν ότι πρόκειται για μια παραγωγή πολιτικής ποιοτικά ανώτερης από τις κουβέντες του καφενείου.

Στη χώρα της λιτότητας και της υπερφορολόγησης, έχουν την αναπτυξιακή πολυτέλεια να σπαταλούν υλικούς πόρους και χρόνο σε φανταστικούς κόσμους στους οποίους τα πράγματα θα έπρεπε να συμβαίνουν ακριβώς όπως συμβαίνουν κι όχι αλλιώς.

Ενα μεγάλο μέρος της πληθωριστικής «πολιτικής» τους είναι προπαγανδιστικό, αυτοαναφορικό αποτύπωμα της εποχής –«μονταζιέρα» λέγεται στην πιάτσα– που ισοδυναμεί με απόλυτη πλαστογραφία της πραγματικότητας.

Τα ουσιαστικά καταστέλλονται, εξαφανίζονται, μεταβάλλονται, αφαιρούνται τα δύσκολα μέρη από το περιεχόμενό τους. Ετσι, αίφνης αλλάζει το νόημα της φτώχειας, της ανισότητας, της ανεργίας, της εκμετάλλευσης, του χρέους, εντέλει, της κοινωνικής και εθνικής ταπείνωσης. Τα γεγονότα τα οποία δεν θα έπρεπε να έχουν συμβεί παραμένουν άγνωστα. Τι γίνεται με όλη αυτή τη χολιγουντιανή υπερπαραγωγή «πολιτικής»;

Στις αρχές του 20ού αιώνα ένας νορβηγικής καταγωγής Αμερικανός οικονομολόγος, καθηγητής στα τριάντα πέντε του στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου, ο Θορστάιν Βέμπλεν, αποτύπωσε στη μνημειώδη μελέτη του με τίτλο «Η θεωρία της αργόσχολης τάξης» την όλη συμπεριφορά και τις τυπικές έξεις και νοοτροπίες των «ληστών-βαρόνων» της ανερχόμενης laissez faire οικονομίας.

Οι εξαιρετικά πλούσιοι, οι κληρονόμοι τους, όλοι μαυραγορίτες, οι πανούργοι, οι εκπαιδευμένοι στον παρασιτισμό, όλοι όσοι δεν συμμετείχαν στην πραγματική παραγωγή αγαθών, είχαν επιδοθεί όχι μόνο στη ληστρική αρπαγή του πλούτου αλλά, εξαιτίας του συστήματος που είχαν επιβάλλει, εμπόδιζαν κάθε προσπάθεια αύξησης της συνολικής ευημερίας. Ο Βέμπλεν ονόμασε αυτή την τάξη «αργόσχολη τάξη», η οποία –παραδόξως πώς– ήταν υπεραπασχολημένη.

Αλλά ήταν υπεραπασχολημένη με όλα τα άλλα, τα επιδεικτικά και παντελώς άσχετα από εκείνα που καθόριζαν την πραγματική οικονομία την οποία, όμως, επηρέαζε με τη συμπεριφορά της.

Με βάση αυτό το υπόδειγμα του παράξενου και αιρετικού Θορστάιν Βέμπλεν, οι Ελληνες βρίσκονται αντιμέτωποι με μια ανάλογη τάξη, μια «πολιτική αργόσχολη τάξη» (απλώς οι εξαιρέσεις βεβαιώνουν τον κανόνα), που είναι υπεραπασχολημένη με την παραγωγή παραπολιτικής.

Τα μέλη-στελέχη, δημοσίως, όχι μόνο δεν διδάσκουν φειδώ, μέτρο, όχι μόνον δεν διορθώνουν τα λάθη τους, αλλά επιδεικνύουν αξιοσημείωτο αυτοθαυμασμό και ικανότητα να μην ακούνε τίποτα και κανέναν.

Ολισθαίνουν σε αφηγήσεις (π.χ., ο πρωθυπουργός στα Ζάππειο με την κατασκευή ενός νέου success story ή ο αρχηγός της Ν.Δ. με το σενάριο μιας βιβλικής καταστροφής), που ελάχιστη σχέση έχουν με τη λογική, την πραγματικότητα, τη καθημερινή ζωή και το κοινό αίσθημα.

Οι βιότοποί τους έχουν μετατραπεί σε εργαστήρια επινόησης συνθημάτων, τακτικών και ταμεία μέτρησης οπαδών και αντιπάλων.

Αναγνωρίζουν τις ευθύνες τους μόνον απέναντι στα κόμματά τους και όχι στην προσπάθεια ικανοποίησης πραγματικών αναγκών και στην προώθηση μιας δίκαιης παραγωγής και ισόρροπης διανομής εισοδήματος.

Προκρίνουν ομάδες συμφερόντων που και αυτές με τη σειρά τους ευεργετούν τα κόμματα, αδιαφορώντας για το σύνολο.

Οι επιλογές θεωρούνται καλές ή κακές, όχι στη βάσει αξιών (αριστερών, σοσιαλιστικών ή φιλελεύθερων), αλλά σύμφωνα με το ποιος τις υλοποιεί.

Κοντολογίς, είναι προφήτες αυτοεκπληρούμενων καλών ή συμφορών που πόρρω απέχουν από την πολιτική.

Για να παραφράσω τον ποιητή, «θεσμικώς κι ανεπαισθήτως κλείνουν την πολιτική έξω απ' τον κόσμο». Και αύριο τι; Οι πίθηκοι;

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 29/6/2018.