Sunday, 05 May 2024

art-2

 

Τα άρθρα Μελών και Φίλων της Παρέμβασης, όπως δημοσιεύτηκαν στον ελληνικό και διεθνή τύπο.

Για να δείτε τα άρθρα ανά συγγραφέα, πατήστε εδώ .

 

 

 

 

 

Ελλάδα, πόλεμος, Έπος

Τον Οκτώβριο του 1929 είχε καταρρεύσει το χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης. Ο κόσμος είχε βυθιστεί σε βαθιά οικονομική κρίση, με αποτέλεσμα τον έντονο προστατευτισμό και τον απομονωτισμό. Στην Ευρώπη είχαν κλονιστεί οι φιλελεύθερες οικονομικοπολιτικές και κοινωνικές δομές, μαζί με ό,τι πρέσβευαν οι φιλελεύθερες ελίτ, και είχαν ισχυροποιηθεί συστήματα που αντιστρατεύονταν τον κοινοβουλευτισμό και τη δημοκρατία. Αναδυόταν το πολεμικό κράτος.

Ενώ μαινόταν ο Ισπανικός Εμφύλιος και η Κοινωνία των Εθνών μιλούσε για περιορισμό των πολεμικών εξοπλισμών, στην Ελλάδα ο Ιωάννης Μεταξάς, με τη μετάβαση στο καθεστώς της 4ης Αυγούστου, δήλωνε τον Σεπτέμβριο του 1936 ότι «ένεκα της ανικανότητας της Βουλής και ένεκα του κομμουνιστικού κινδύνου που έφεραν την χώραν εις το χείλος της αβύσσου, δεν θα επανέλθωμεν πλέον εις τον κοινοβουλευτισμόν» (εφημ. «Ακρόπολις», 18 Σεπτεμβρίου 1936).

Λίγο πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, μόνον 10 από τις 27 χώρες της Ευρώπης διατηρούσαν κοινοβουλευτική δημοκρατία. Από τη Γερμανία, οι διώξεις και τα πογκρόμ κατά του αναγκαίου «εχθρού» κυκλοφορούσαν ως «Εξέγερσις των Γερμανών κατά των Εβραίων» (αυτός ήταν ο τίτλος του «Ελεύθερου Βήματος» στις 13 Νοεμβρίου 1938).

Πολλοί διανοούμενοι, ο Χοσέ Ορτέγκα ι Γκασέτ, ο Πολ Βαλερί, ο Τόμας Μαν... έβλεπαν την Ευρώπη να μαστίζεται από πολιτισμική κρίση. Είχαν κατανοήσει, και είχαν δίκαιο, ότι όλα τα επιφαινόμενα της οικονομικής κρίσης (η εξαθλίωση της παιδείας και η απαξίωση της κοινής λογικής), η αύξηση της βίας και του φόβου για την ελευθερία, η απουσία αναστοχασμού για την κοινή ευρωπαϊκή ταυτότητα κ.λπ. ήταν αποτέλεσμα της πολιτισμικής κρίσης αυτής καθεαυτήν. Το κλίμα της Ευρώπης ήταν κλίμα γενικευμένου πολέμου.

Τον Σεπτέμβριο του 1939 πολλοί Ελληνες είχαν σπεύσει να αποσύρουν τις καταθέσεις που είχαν στις τράπεζες και ο Κυριάκος Βαρβαρέσος –διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος– είχε αναγκαστεί να κάνει δηλώσεις εφησυχασμού του κοινού. Τον ίδιο μήνα του 1939, ο υφυπουργός της Δημόσιας Ασφάλειας, Κ. Μανιαδάκης, «διά λόγους προστασίας αυτού τούτου του εθνικού συμφέροντος...», απαγόρευε τις συζητήσεις και τα σχόλια για τον πόλεμο «εις τα καφενεία, τας οδούς, τραμ, λεωφορεία, σιδηροδρόμους και δημοσίους εν γένει χώρους».

Ηθελε η Ελλάδα να εμπλακεί στον πόλεμο; Είναι η μόνη περίπτωση στην οποία ταιριάζει το «Οχι» - η λέξη που ταυτίστηκε με τον Μεταξά, το Επος του '40 και την 28η Οκτωβρίου. Παρά το γεγονός ότι σε όλες τις πληροφορίες που ελάμβανε η ελληνική κυβέρνηση υπήρχε σαφής σύγκλιση για ιταλική επίθεση κατά της Ελλάδας, στις εφημερίδες της εποχής (με βάση σαφείς εντολές που είχαν δοθεί στους εκδότες και τους αρχισυντάκτες) δεν γινόταν καμία αναφορά για τις ιταλικές κινήσεις και τη συγκέντρωση των στρατευμάτων στα ελληνοαλβανικά σύνορα.

Η Ελλάδα δεν ήθελε να εμπλακεί στον πόλεμο και κράτησε στάση ουδετερότητας μέχρι την τελευταία στιγμή. Αυτό φάνηκε τον Αύγουστο του 1940 με τον τορπιλισμό της «Ελλης». Η Ελλάδα δεν αποκάλυψε την προέλευση του υποβρυχίου, παρά μόνον μετά τις 30 Οκτωβρίου 1940, όταν πλέον είχε κηρυχθεί ο πόλεμος.

Και το «Οχι» που γιορτάζουμε την 28η Οκτωβρίου; Εδώ έχουμε πρωτοτυπία. Γιορτάζουμε την είσοδό μας στον πόλεμο, ενώ οι άλλες χώρες γιορτάζουν το τέλος του πολέμου. Είναι γνωστό ότι ο Μεταξάς, γύρω στις 3 τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου του 1940, ξέροντας ότι η Ιταλία είχε ήδη κάνει την επιλογή της μεταξύ συρράξεως και ειρήνης, έκλεισε την κουβέντα με τον κομιστή του ιταλικού τελεσιγράφου, πρέσβη Εμανουέλε Γκράτσι, λέγοντάς του στα γαλλικά: Alors, c'est la guerre! – Λοιπόν, αυτό σημαίνει πόλεμο!

Το «ΟΧΙ!» παρουσιάστηκε για πρώτη φορά ως τίτλος στο κύριο άρθρο της εφημερίδας «Ελληνικό Μέλλον» του Ν. Π. Ευστρατίου στις 30 Οκτωβρίου του 1940, μαζί με άλλους τίτλους όπως «Ναύται! Εκδικήσατε την "Eλλην"» «Ανασύρομεν το προσωπείον σας, δειλοί! Ευρήκαμε τα κομμάτια των τορπιλλών σας, δολοφόνοι» κ.λπ. Αλλά αν κάποιος κάνει τον κόπο να διαβάσει προσεκτικά το άρθρο, θα διαπιστώσει ότι εμπεριέχει ολόκληρη τη ρομαντική ελληνοκεντρική εθνικιστική αφήγηση και τους μεγαλοϊδεατικούς μαξιμαλισμούς της μικρής χώρας που ενώπιον του πολέμου... απλώς «εμειδίασεν αταράχως...».

Η επέτειος του «ΟΧΙ» γιορτάστηκε για πρώτη φορά το 1941 στα χρόνια της Κατοχής, το 1942 γιορτάστηκε στην πλατεία Συντάγματος με πρωτοβουλία των οργανώσεων ΕΠΟΝ και ΠΕΑΝ, με διαδηλώσεις και σε άλλες πόλεις. Κάτι έγινε το 1943 και, για πρώτη φορά, η επέτειος γιορτάστηκε επίσημα το 1944 με παρέλαση ενώπιον του Γεωργίου Παπανδρέου.

Γιορτάζουμε την 28η γιατί δεν μπορούμε να γιορτάσουμε τον Εμφύλιο που ακολούθησε. Ούτε μπορούμε να γιορτάζουμε κάτι από την Ελλάδα των πολεμοκαπήλων που, εκτός τόπου και χρόνου, υπερασπίστηκε -και συνεχίζει στις μέρες μας- την έκφραση ενός μεταφυσικού «λαϊκού πνεύματος», μιας «ψυχής» και μιας «εθνικής ενότητας» που στέλνει την άλλη μισή ψυχή στα αζήτητα και συνεχίζει να δουλεύει «μειδιώσα αταράχως...» πάνω σε ίχνη εκτυφλωτικής ορατότητας για την κατίσχυση της κουλτούρας των άλυτων προβλημάτων και του πολέμου.

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 26/10/2018.

Ενίσχυση της συνεργασίας της Ο.Κ.Ε. και της Βουλής

Αθήνα, 17 Οκτωβρίου 2018

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Ενίσχυση της συνεργασίας της Ο.Κ.Ε. και της Βουλής
αποφάσισε η Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής
Σημαντικό βήμα για την επαναφορά του κοινωνικού διαλόγου

Σε συνέχεια της συνεδρίασης της Ολομέλειας της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής της Ελλάδος (Ο.Κ.Ε.) για την ανασύνταξη του θεσμοθετημένου κοινωνικού διαλόγου στη χώρα, την Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2018, ο Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων, κ. Νίκος Βούτσης, ο οποίος συμμετείχε με χαιρετισμό του, ενημέρωσε τα Μέλη της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής για την ανάγκη μιας στενότερης συνεργασίας της Βουλής και της Ο.Κ.Ε.
Η Διάσκεψη αποφάσισε την προώθηση του ρόλου της Ο.Κ.Ε., όπως αυτός προβλέπεται από το Σύνταγμα και από τον Κανονισμό της Βουλής, με την ενίσχυση του θεσμοθετημένου διαλόγου στο στάδιο της επεξεργασίας των νομοσχεδίων στις Διαρκείς Επιτροπές της Βουλής, καθώς και με την ανάπτυξη μιας στενότερης συνεργασίας με την Ο.Κ.Ε.
Η Ο.Κ.Ε. θεωρεί θετικό βήμα την απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων και επισημαίνει ότι είναι απαραίτητο αυτή να τηρείται. Επίσης, ο Γενικός Γραμματέας της Κυβέρνησης πρέπει να ενημερώσει τους Υπουργούς για την απόφαση της Διάσκεψης, ώστε να αποστέλλονται έγκαιρα στην Ο.Κ.Ε. τα νομοσχέδια οικονομικού και κοινωνικού χαρακτήρα των Υπουργείων τους, για την έκφραση της Γνώμης της Ο.Κ.Ε. στο προβλεπόμενο από τη νομοθεσία χρονικό διάστημα.
Η Ο.Κ.Ε. επίσης τονίζει ότι ο ειλικρινής και υπεύθυνος θεσμοθετημένος διάλογος, ιδίως με τη Βουλή των Ελλήνων, ενδυναμώνει τις δημοκρατικές διαδικασίες, διασφαλίζει την κοινωνική συνοχή και ενισχύει την ανταγωνιστικότητα της χώρας και τη βιώσιμη ανάπτυξη.

Φαντασιακή «κανονικότητα»

Η έννοια της «κανονικότητας» και δη της «ευρωπαϊκής κανονικότητας» έχει μεγάλη πέραση τον τελευταίο καιρό. Την επικαλούνται όσοι κατηγορούν τον ΣΥΡΙΖΑ πως έβγαλε τη χώρα από την ευρωπαϊκή πεπατημένη. Την επικαλείται τελευταία και η κυβέρνηση ως μέρος του αφηγήματος της καθαρής εξόδου από την κρίση, σύμφωνα με το οποίο η χώρα –με το τέλος των μνημονίων– ξαναγίνεται «κανονική».

Η χώρα (και πάντως οι ηγέτες της) φαίνεται να ζει με τη φαντασίωση της επιστροφής, μετά την οκταετή μας περιπέτεια, σε έναν χαμένο παράδεισο που βρίσκεται εκεί και μας περιμένει. Και οι μεν μας λένε ότι το όνειρο μένει ανεκπλήρωτο λόγω των «ΣΥΡΙΖΑΝΕΛΛ» και προσδοκούν ανάσταση νεκρών (ως φορέων «κανονικότητας»), οι δε όλο και περισσότερο επαίρονται ότι τα κατάφεραν να γίνουν «κανονικοί» και μαζί τους και η χώρα, οπότε τι χρείαν έχομεν του Μητσοτάκη;

Η κανονικότητα δεν είναι βέβαια πάντα φαντασιακή. Υπάρχει λ.χ. μια κοινοβουλευτική κανονικότητα, όπου τα δημοκρατικά κόμματα διαλέγονται πολιτισμένα, αυτό ακριβώς που αρνούνται στον ΣΥΡΙΖΑ οι φανατικοί αντίπαλοί του, όταν τον τοποθετούν εκτός «δημοκρατικού τόξου». Ενδεχομένως θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «κανονικότητα» το να ξεφύγει μια χώρα από την ανωμαλία της αποικιακού τύπου διαχείρισης της οικονομίας και της δημοκρατίας της από ξένους δανειστές, όπως συμβαίνει με τα μνημόνια.

Εδώ, όμως, γίνεται λόγος για μια «ευρωπαϊκή κανονικότητα» ως ιδεώδες, φορτισμένη με φιλελεύθερες και σοσιαλδημοκρατικές αξίες και θεσμούς, αυτό που ονομάζουμε συχνά «ευρωπαϊκό μοντέλο». Ας είμαστε σαφείς: το «ευρωπαϊκό μοντέλο», αν και ποτέ δεν υπήρξε ο παράδεισος που παρουσιάζουν οι άκριτοι διαφημιστές του, υπήρξε -και σε μεγάλο βαθμό εξακολουθεί να είναι- μια αξιοζήλευτη μορφή οργάνωσης των κοινωνιών, ασφαλώς ανώτερη από όσες άλλες προσφέρονται σήμερα ή προσφέρθηκαν πρόσφατα παγκοσμίως. Γι' αυτό και αξίζει να το υπερασπιζόμαστε, γι' αυτό υποστηρίζουμε και την κύρια θεσμική του έκφραση, την Ευρωπαϊκή Ενωση.

Αυτό όμως που φαίνεται να διαφεύγει από πολλούς που επικαλούνται το ευρωπαϊκό μοντέλο είναι πως αυτό βρίσκεται σε υπαρξιακή κρίση και πως σήμερα κινδυνεύει κυριολεκτικά να καταρρεύσει, τόσο στην οικονομική όσο και στη δημοκρατική του διάσταση. Πρόκειται για μια κατάρρευση ίσως λιγότερο θεαματική απ' αυτή του «υπαρκτού σοσιαλισμού» προ τριακονταετίας, αλλά πιθανόν εξίσου ριζική και χωρίς την ελπίδα που συνόδευσε την πτώση του Τείχους.

Ποια είναι σήμερα η «ευρωπαϊκή κανονικότητα» προς την οποία θα πρέπει να προσβλέπουμε; Το πολιτικό τοπίο της Ιταλίας ή της Αυστρίας; Η Ακροδεξιά να βρίσκεται ante portas, αλλού κυβερνώσα ή συγκυβερνώσα (Ιταλία, Αυστρία, Νορβηγία, Ελβετία, Φινλανδία), αλλού αξιωματική αντιπολίτευση ή δεύτερο σε ψήφους κόμμα (Γερμανία, Γαλλία, Ολλανδία), αλλού ανερχόμενη δύναμη (Σουηδία); Το Brexit και το πολιτικό κλίμα που δημιούργησε; Τα αποσχιστικά κινήματα; Για δε τις πρώην κομμουνιστικές χώρες, ας μη γίνει λόγος.

Το ευρωπαϊκό μοντέλο χτίστηκε γύρω από δύο πολιτικές οικογένειες, που διαγωνίζονταν περί το κέντρο, με ελάχιστο κοινό παρονομαστή κάποιες κοινωνικές ευαισθησίες και ένα ευρωπαϊκό όραμα. Βλέπουμε πουθενά αυτό να ισχύει σήμερα; Είναι «κανονική» η κατάρρευση της Κεντροαριστεράς περίπου παντού και η μετατόπιση της Δεξιάς όλο και περισσότερο προς την ατζέντα –συχνά δε και προς συνεργασία– με την Ακροδεξιά και τον εθνικισμό; Εξάλλου, η «ευρωπαϊκή κανονικότητα» στηριζόταν και σε μια ισχυρή σχέση και κοινές αξίες με τις ΗΠΑ. Αναγνωρίζουμε τους δεσμούς αυτούς σήμερα με την Αμερική του Τραμπ;

Συμβιβάζεται μήπως με το ευρωπαϊκό μοντέλο το ξήλωμα του κράτους πρόνοιας, η υψηλή ανεργία, οι αυξανόμενες ανισότητες και η οικονομική ανασφάλεια που παράγει τις τελευταίες δεκαετίες ο κυρίαρχος νεοφιλελευθερισμός; Μα και όσοι μετατρέπουν την αναγκαστική υποταγή μας στις περίφημες «αγορές» σε πράξη προσέγγισης προς ένα ιδεώδες, προσβλέπουν άραγε σε μια «κανονικότητα» όπου το διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο θα αποφασίζει προς όφελός του μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια της εθνικής ή και ευρωπαϊκής μας πολιτικής;

Η κανονικότητα που φαντασιώνονται μερικοί, διεθνής ή ευρωπαϊκή, δεν υπάρχει πια. Εχει καταστεί δυσλειτουργική και παράγει πλέον τέρατα. Καταρρέει δε κυρίως από τα μέσα, όχι από εξωτερικούς εχθρούς της. Οσοι την προβάλλουν άκριτα ως ιδεώδες, αντιπαραθέτοντάς τη μάλιστα σε μια «ελληνική ιδιαιτερότητα» που καταδικάζουν, λησμονούν πως η «ελληνική ιδιαιτερότητα» είναι συστατικό μέρος και προϊόν της κανονικότητας που θεραπεύουν. Βυθίζονται δε σε έναν βαθύτατο συντηρητισμό, καθώς υπερασπίζονται καταστάσεις που όλο και λιγότερο έλκουν τους πολίτες.

Αν θέλουμε να αντικρούσουμε έναν επερχόμενο νέο μεσαίωνα, αν θέλουμε να διαφυλάξουμε τις αξίες της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της αλληλεγγύης, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ειρηνικής συμβίωσης, πρέπει να αγωνιστούμε για να αλλάξουμε ριζικά τη σημερινή απειλητική για τη δημοκρατία και την Ευρώπη «κανονικότητα», όχι απλά να ενταχθούμε σ' αυτήν.

Οι αντιστάσεις σ' αυτή την καταστροφική «κανονικότητα», από θέσεις αριστερές και φιλοευρωπαϊκές, παρά τη συχνά αναπόφευκτη «ατζαμοσύνη» τους, συμβάλλουν περισσότερο στην αντιμετώπιση των τεράτων που μας απειλούν, από τις κατάρες κατά της «ελληνικής ιδιαιτερότητας» και την άκριτη υποταγή σε ένα ολοένα πιο προβληματικό και μη βιώσιμο σύστημα.

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 15/10/2018. 

Ο κοινός τόπος για μια προοδευτική σύγκλιση

Η μεταμνημονιακή εποχή συνιστά μια νέα περίοδο για τη χώρα. Εχουμε ήδη εισέλθει σε μια μεταβατική φάση «ανάρρωσης», που απαιτεί υπεύθυνη στάση. Δηλαδή, ορθολογικότερη και ουσιαστικότερη πολιτική αντιπαράθεση στη βάση των νέων δεδομένων. Δεν μπορούμε να προχωρήσουμε με το «κεφάλι στραμμένο πίσω», στο παρελθόν. Ούτε η αντι-ΣΥΡΙΖΑ υστερία εξυπηρετεί τη χώρα. Η ευρωπαϊκή αναγνώριση για τη θετική συμβολή της κυβέρνησης στην έξοδο από τα μνημόνια, αλλά και τη γενικότερη στάση της στα ευρωπαϊκά ζητήματα, δεν τη δικαιολογεί.

Η θεωρία ότι αυτό οφείλεται στο ότι ο Τσίπρας έγινε «delivery boy της Μέρκελ» θυμίζει πολύ τους «γερμανοτσολιάδες» του 2012... Η μεταμνημονιακή ατζέντα θέτει νέα διακυβεύματα και πολιτικά διλήμματα. Ας τη συνοψίσουμε σε τέσσερις διαχωριστικές πολιτικές γραμμές.

Η πρώτη αφορά την πολιτική κατεύθυνση ενός νέου παραγωγικού μοντέλου ανάπτυξης. Ο κεντροδεξιός πόλος υιοθετεί μια κλασική νεοφιλελεύθερη συνταγή. Αυτορρύθμιση των αγορών. Εκτεταμένη ιδιωτικοποίηση του κοινωνικού κράτους (υγεία, παιδεία, κοινωνική ασφάλιση). Απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και αποφορολόγηση του μεγάλου πλούτου. Με δυο λόγια, περαιτέρω διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων.

Αντίθετα, ο κεντροαριστερός πόλος επιδιώκει ένα παραγωγικό μοντέλο ανάπτυξης με τις αναγκαίες ρυθμίσεις στην αγορά και με δίκαιους αναδιανεμητικούς μηχανισμούς. Στόχος, η άμβλυνση των ανισοτήτων. Η ανασυγκρότηση του κοινωνικού κράτους δεν είναι «παροχολογία» αλλά δημοκρατική υποχρέωση.

Η δεύτερη διαχωριστική πολιτική γραμμή προέκυψε με αφορμή την επίλυση του «μακεδονικού προβλήματος». Δυστυχώς, ένα πολύ μεγάλο τμήμα της αντιπολίτευσης, και κυρίως η Ν.Δ. του κ. Μητσοτάκη, θυσίασε την κοινή εθνική γραμμή στις μικροκομματικές εκλογικές σκοπιμότητες της συγκυρίας. Με δύο σοβαρές συνέπειες: αφενός να λειτουργεί υπονομευτικά ως προς τις ευρύτερες γεωπολιτικές ανάγκες της χώρας και αφετέρου να ενισχύει επικίνδυνα μια εθνικιστική «ταυτοτική» Δεξιά και μέσα στο κόμμα του και ευρύτερα στην κοινωνία, επωάζοντας στον βραχύ χρόνο έναν «Ελληνα Σαλβίνι».

Είναι ένα «κλίμα» που πιθανότατα θα σταθεί εμπόδιο στη διευθέτηση διαφορών με την Αλβανία και ακόμα περισσότερο στην προώθηση μιας δίκαιης λύσης του Κυπριακού.

Η τρίτη διαχωριστική πολιτική γραμμή αφορά την ενίσχυση και ουσιαστική εμβάθυνση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, με παράλληλους θεσμούς μεγαλύτερης συμμετοχής κοινωνικών φορέων και πολιτών. Ενίσχυση των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Προώθηση ανεξάρτητων αρχών ελέγχου, διαφάνειας και λογοδοσίας και κυρίως ενίσχυση της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης σε όλα τα επίπεδα και ιδίως στον τρόπο επιλογής της ηγεσίας της.

Μια «αφυδατωμένη» δημοκρατία, χωρίς ουσιαστική συμμετοχή των πολιτών της και χωρίς διασταυρούμενους μηχανισμούς ελέγχου, γίνεται εύκολο θύμα της διαπλοκής, των άνομων συμφερόντων και της λαϊκίστικης προπαγάνδας.

Η τέταρτη διαχωριστική πολιτική γραμμή συνδέεται με την άνοδο της λαϊκιστικής Ακροδεξιάς που αφορά και τέμνει σχεδόν συνολικά την Ευρώπη. Εχει αποχρώσεις από χώρα σε χώρα και οφείλεται σε πολλούς παράγοντες εναλλασσόμενης βαρύτητας: Στις πολιτικές της λιτότητας που οξύνουν και διευρύνουν την ανεργία και τις κοινωνικές ανισότητες. Στις αρνητικές εμπειρίες του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Στο έλλειμμα δημοκρατίας. Στον φόβο και την ανασφάλεια των μεσαίων τάξεων και των παραδοσιακών λαϊκών στρωμάτων που δημιουργούν (εκτός από την κοινωνικο-οικονομική κατάσταση) το μεταναστευτικό-προσφυγικό κύμα, η πολυπολιτισμικότητα κτλ.

Δεν πρέπει βέβαια να υποτιμήσουμε τις υπαρξιακές και πολιτισμικές ανασφάλειες των πολιτών, αλλά και δεν πρέπει να παραδοθούμε και να συνταχθούμε, εξ αυτού του λόγου, στη λογική του φόβου, που υπονομεύει την Ευρώπη και τις αξίες μας.

Αυτό το σύνθετο πολιτικο-πολιτισμικό «μείγμα» τροφοδοτεί την ακροδεξιά εθνικιστική (ταυτοτική) αναδίπλωση, με «αντισυστημικά» ανακλαστικά που στηρίζονται πάνω σ' έναν υφέρποντα ρατσισμό-φασισμό. Αντιμετωπίζεται μόνο εάν επέμβουμε δραστικά πολιτικά και πολιτιστικά στις «πηγές» της κρίσης.

Υπάρχει, αναμφισβήτητα, μια πολιτική και πολιτισμική προοδευτική γραμμή, που τέμνει και την Ευρώπη και την Ελλάδα. Δεν χρειάζεται να την επανα-«επινοήσουμε». Υπάρχει. Δεν μπορεί να διαγραφεί, παρά τις προσπάθειες που μερικοί καταβάλλουν. Οφείλουμε να προωθήσουμε με ρεαλισμό, με διάλογο και ευρυχωρία, χωρίς ταμπού και παρελθοντολογίες, τη σύγκλιση των προοδευτικών δυνάμεων και τις προγραμματικές συμφωνίες. Τα διακυβεύματα είναι πολλά και μεγάλα! Ουδείς προοδευτικός πολίτης δικαιούται να υποκρίνεται τον «Πόντιο Πιλάτο».

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 18/10/2018.

Δημιουργική ασάφεια επί το έργον - πάλι

Αφήνει μια παράξενη επίγευση, η επ' εσχάτων προσέλευση όλο και περισσότερων από τους αυστηρούς παρατηρητές των Ελληνικών πραγμάτων σε συνηγορία της όσο το δυνατόν πιο εύκαμπτης στάσης στο ζήτημα που - μοναχικό! - έχει μείνει να πολώνει το ενδιαφέρον για το «αύριο» στην Ελλάδα του τέλους 2018. Εννοούμε, φυσικά, το θέμα των συντάξεων.
Είχαμε το ΔΝΤ, τον βασικό εισηγητή του μέτρου περικοπής των συντάξεων - το οποίο Ταμείο μέχρι προ ημερών επέμενε (δια του εκπροσώπου Τύπου του Τζέφρι Ράις) ότι πρόκειται για διαρθρωτικό μέτρο... - να δηλώνει ότι «άκουσε με ενδιαφέρον τα επιχειρήματα της Ελληνικής πλευράς» (δια των Τόμσεν/Λαγκάρντ) και ως προς το ότι το μέτρο δεν είναι διαρθρωτικό και ως προς το ότι υπάρχει πλέον δημοσιονομικός χώρος ώστε να φιλοξενηθεί «και η μη-περικοπή συντάξεων και η πλειονότητα των αντιμέτρων» (σε βάθος 4ετίας, βέβαια): το τελευταίο σκέλος φράσης μας έφθασε από το Ελληνικό ΥΠΟΙΚ, το αρχικό μέρος απευθείας από Ουάσιγκτον.
Επειδή όμως για την συνέχεια - και πάντως για την ύπαρξη δημοσιονομικού χώρου - οι του Ταμείου παρέπεμψαν στους Ευρωπαίους θεσμούς, ας θυμηθούμε την προ δυο εβδομάδων απόφανση του Προέδρου του Eurogroup Μάριο Σεντένο (ποιος θεσμικότερος;) ότι πρόκειται για «δημοσιονομικού χαρακτήρα μέτρο και όχι διαρθρωτικού, δεδομένης της αναμόρφωσης του συνταξιοδοτικού έως τώρα»• όσον αφορά δε την δημοσιονομική διάσταση, «όλοι γνωρίζουμε πώς έχει βελτιωθεί η κατάσταση στην Ελλάδα». Βέβαια τα λουριά είχε σφίξει ο Κλάους Ρέγκλινγκ του ESM με το «οι Θεσμοί θα αποφασίσουν», ενώ και ο παγίως διαλλακτικός Πιερ Μοσκοβισί - η Ευρωπαϊκή Επιτροπή του οποίου και παρέλαβε τον διφυή Προϋπολογισμό 2019 και θα αποφανθεί επ' αυτού - εξάρτησε από την μελέτη του Προϋπολογισμού την δυνατότητα «να ανασταλεί ή όχι η περικοπή των συντάξεων».
Εν τω μεταξύ, ακριβώς την παραμονή της καταθέσεως του Προϋπολογισμού 2019 στις Βρυξέλλες, στο προσωπικό του blog ο προκάτοχος του Σεντένο στην Προεδρία του Eurogroup Γερούν Ντάισσελμπλουμ - ο οποίος την Τρίτη που μας έρχεται παρουσιάζει στην Αθήνα το βιβλίο του «De Eurocrisis» στα Ελληνικά/ Η κρίση της Ευρωζώνης, με πολλή διάθεση αφηγηματικότητας και με αρκετή τήρηση ισορροπιών - επεσήμανε ότι «οι Έλληνες έχουν κάποιο δίκιο όταν επισημαίνουν ότι αυτό το μέτρο [της περικοπής των παλιών συντάξεων] δεν έχει διαρθρωτικές επιπτώσεις στο συνταξιοδοτικό σύστημα». Δέχεται βέβαια ο Γερούν ότι βραχυπρόθεσμα μια περικοπή των συντάξεων θα δημιουργούσε δημοσιονομικό χώρο «ο οποίος - κάτι πολύ ευπρόσδεκτο - θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για άλλες κοινωνικές δαπάνες ή για φοροελαφρύνσεις».
Όμως... δημοσιονομικός χώρος είναι (κατά Γερούν, πάντα) ήδη διαθέσιμος για το 2018-19 καθώς ο στόχος πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ έχει ήδη υπερκαλυφθεί. (Εδώ μάλιστα, μπαίνει στην μέση και μπηχτή ότι το ΔΝΤ «που έλεγε ότι αυτό είναι αδύνατον, αναπροσάρμοσε την περασμένη εβδομάδα την πρόβλεψή του, ακριβώς στο 3,5%»).
Καθώς κανείς απ' όλους αυτούς τους καλούς ανθρώπους δεν είναι πιθανόν να εμπνέεται πολιτικά από το Μαοϊκό «Μεγάλη αναταραχή, υπέροχη κατάσταση!» (ακόμη και ο Πιερ Μοσκοβισί, γιός του μεγάλου κοινωνιολόγου Σέρζ Μοσκοβισί και της ψυχαναλύτριας Μαρία Μπρόμπεργκ, μάλλον προς Τροτσκιστής/της LCR της Τετάρτης Διεθνούς έφερνε...) δύσκολα θα πιστεύαμε ότι συνειδητά επιχειρούν μ' αυτήν την υπερπαραγωγή απόψεων να αποπροσανατολίσουν την δημόσια συζήτηση. Στην μικρή Ελλάδα, διότι στην Ευρώπη η Ελληνική υπόθεση μάλλον έχει αφεθεί στην γωνία - όταν άλλωστε υπάρχει Ιταλία, ποιος κοιτάζει ανατολικότερα; Ταυτόχρονα, καθώς όλοι οι παραπάνω είχαν την εμπειρία της Βαρουφάκειας λογικής «δημιουργικής ασάφειας» κατά την διαχείριση της Ελληνικής υπόθεσης, ούτε κι εκεί πιστεύουμε ότι βρίσκεται η ρίζα όσων ζούμε.
Άλλωστε «οι αγορές», που τις ανακαλύψαμε όλοι εν τω άμα ως υπέρτατο κριτή στην τελευταία στροφή των πραγμάτων, δείχνουν προς στιγμήν να ηρεμούν απέναντι στα Ελληνικά ομόλογα - που από την απογείωση στο 4,65% πάλι βρίσκονται στο 4,3% (με τα ιταλικά σε απόδοση 3,56% εν τω μεταξύ). Δεν φαίνεται να είναι «εκτός κλίματος» ο υποδιοικητής της ΤτΕ Γ. Μουρμούρας, που ανέφερε στο Λονδίνο/στο City ότι κάποια στιγμή θα ξαναγίνει εφικτή η έκδοση Ελληνικού χαρτιού με λογικό επιτόκιο... Ας μην ξεχνούμε ότι και ο Μάριο Ντράγκι, στο περιθώριο της Συνόδου ΔΝΤ/Παγκόσμιας Τράπεζας στο Μπαλί είχε δειχθεί καθησυχαστικός για τα Ελληνικά ομόλογα, επισημαίνοντας πώς τα δικά τους spreads ως προς τα Ιταλικά βρέθηκαν να μειώνονται.
Να δούμε τι θα μας βγάλει αυτού του είδους η ασάφεια, με το ραντάρ της Τρόικας/Κουαρτέτου πάλιν στην Αθήνα.

*Δημοσιεύτηκε στην "Ναυτεμπορική" στις 18/10/2018.

Η ανάπτυξη της χώρας απαιτεί την άμεση ανασύνταξη του κοινωνικού διαλόγου

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Η ανάπτυξη της χώρας
απαιτεί την άμεση ανασύνταξη του κοινωνικού διαλόγου

Η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή της Ελλάδος (Ο.Κ.Ε.) διοργάνωσε σήμερα, Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2018, στο πλαίσιο της σύγκλησης της Ολομέλειάς της, συζήτηση με τους φορείς-μέλη της για την ανασύνταξη του θεσμοθετημένου κοινωνικού διαλόγου στη χώρα, ο οποίος τα τελευταία χρόνια υποβαθμίστηκε σημαντικά.
Στη συνεδρίαση συμμετείχαν ο Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων, κ. Νίκος Βούτσης, ο Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και Υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης κ. Γιάννης Δραγασάκης, ο πρώην Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και πρώην Υπουργός Οικονομικών κ. Ευάγγελος Βενιζέλος και ο Αντιπρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας και πρώην Υπουργός Ανάπτυξης κ. Κωστής Χατζηδάκης. Επίσης, ο κ. Σωκράτης Φάμελλος, Αν. Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
Στην εναρκτήρια ομιλία του ο Πρόεδρος της Ο.Κ.Ε. κ. Γιώργος Βερνίκος αναφέρθηκε στο έργο της Ο.Κ.Ε. και στις διεθνείς συνεργασίες της για θέματα που αφορούν κρίσιμους τομείς της οικονομίας και της κοινωνίας. Επίσης, τονίζοντας τη σημασία του κοινωνικού διαλόγου για τη διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής, την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της χώρας και τη βιώσιμη ανάπτυξη, επεσήμανε την ανάγκη ανασύνταξης του θεσμοθετημένου κοινωνικού διαλόγου και την τήρηση της υποχρεωτικότητας που προβλέπει το Σύνταγμα και η νομοθεσία για την έκφραση αιτιολογημένη γνώμης της Ο.Κ.Ε. πριν από την ψήφιση των νομοσχεδίων στη Βουλή για θέματα οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής.
Ο κ. Βούτσης υπογράμμισε ότι «σε ό,τι αφορά τον απολογισμό και τη στρατηγική ανασύνταξη του θεσμοθετημένου κοινωνικού διαλόγου στο πλαίσιο της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, σήμερα είναι πιο εύκολο να γίνει, ακριβώς επειδή άρχισε να λειτουργεί η προϋπόθεση του άκρως σημαντικού θεσμού των συλλογικών διαπραγματεύσεων με στόχο την ολοκλήρωσή του. Άρα ο ανταγωνισμός και οι συνθέσεις μπορούν να δώσουν ακόμη μεγαλύτερο νόημα στην ανάγκη του κοινωνικού διαλόγου για την επίτευξη ενός modus vivendi πάνω σε ορισμένα θέματα. Σε σχέση με την πολιτική ατζέντα των κομμάτων και το κατά πόσον έχουν αισθανθεί και ιεραρχήσει την ανάγκη του κοινωνικού διαλόγου, αλλά και του διαλόγου με την κοινωνία των πολιτών, πιστεύω ότι έχουμε μπει πλέον -κι αυτό είναι χαρακτηριστικό της νέας περιόδου- σε μια συστηματική προσπάθεια προγραμματικής ανασυγκρότησης των κομμάτων και εμβάθυνσης πάνω στα νέα δεδομένα, μετά από τη φάση κατά την οποία υπήρξαν κάποιες συγκεκριμένες, κάθε φορά, δεσμεύσεις, που έπρεπε να υλοποιούνται για να προχωράνε οι αξιολογήσεις» πρόσθεσε ο Πρόεδρος της Βουλής.
Ο κ. Δραγασάκης τόνισε, μεταξύ άλλων, ότι χρειάζεται «να υποστηριχθεί ένας κοινωνικός και πολιτικός διάλογος που θα ενισχύσει τις άμυνες της δημοκρατίας απέναντι στις απειλές που αναδύονται. Αυτή η συνθήκη, προτάσσει μια διττή ανάγκη, τόσο εντός χώρας όσο και στο επίπεδο της Ευρώπης. Από τη μία πλευρά είναι ζωτικής σημασίας ένας χώρος εθνικού διαλόγου με στόχο την ευρύτερη συναίνεση γύρω από ζητήματα θεμελιακά για την επιβίωση της δημοκρατίας (πώς, για παράδειγμα, αντιμετωπίζουμε την ακροδεξιά απειλή, που αποτελεί έκφανση της διάρρηξης των κοινωνικών συμβολαίων και της υπονόμευσης της εμπιστοσύνης). Από την άλλη, για να επανασυνδεθεί το κοινωνικό με το πολιτικό είναι κρίσιμο να μορφοποιηθεί ένας χώρος προοδευτικού διαλόγου, χώρος δηλαδή συσπείρωσης των προοδευτικών δυνάμεων με στόχο τη διαμόρφωση μιας βιώσιμης εναλλακτικής απέναντι στην νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία που όπως απέτυχε να αποτρέψει την κρίση, με τις γνωστές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες, απέτυχε και στη διαχείρισή της με τις τάσεις αυταρχικής πολιτικής εκτροπής να πληθαίνουν στην Ευρώπη».
Ο κ. Βενιζέλος αναφέρθηκε στη σημασία της γνώμης της Ο.Κ.Ε. «όταν διατυπώνεται κατά την κατάρτιση του νομοσχεδίου, πριν καν τη θέση ενός προσχεδίου νόμου σε κοινωνική διαβούλευση, όπως γίνεται τώρα». Στη συνέχεια επεσήμανε ότι «συμφωνούμε για τον κοινωνικό διάλογο και για το μέλλον της χώρας, στο επίπεδο των αυτονόητων γενικοτήτων. Όταν διατυπώνουμε, με στερεότυπα, γενικότητες και αυτονόητα, συμφωνούμε όλοι. Είναι πολλά τα πεδία στα οποία υπάρχει σύμπτωση απόψεων όλων των φορέων –κοινωνικών, θεσμικών, ερευνητικών– που έχουν διατυπώσει απόψεις για τη φορολογία, για δημόσια διοίκηση, για την εκπαίδευση και ούτω καθεξής, με διαφωνίες, βεβαίως, στην αγορά εργασίας και στην κοινωνική ασφάλιση, όπου είναι διαφορετικοί οι ταξικοί ρόλοι, οι ρόλοι στην παραγωγή. Αλλά όταν πας να τα εξειδικεύσεις αυτά, καταρρέει το αυτονόητο της γενικότητας. Βεβαίως όλοι θέλουμε ανάπτυξη, όλοι θέλουμε ανταγωνιστικότητα, όλοι θέλουμε την επάνοδο στην κανονικότητα, όλοι θέλουμε την ευρωπαϊκή προοπτική, και τι συμβαίνει; Όταν πας να τα εξειδικεύσεις αυτά βρίσκεσαι μπροστά σε ανυπέρβλητα διλήμματα, σε συγκρούσεις, σε αντιθέσεις. Αυτά όλα –και αυτή είναι η τελευταία μου παρατήρηση – θα μπορούσαμε να τα συζητούμε με άνεση υπό όρους κανονικότητας. Η χώρα δεν βρίσκεται υπό όρους κανονικότητας».
Ο κ. Χατζηδάκης δήλωσε ότι «η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, ως θεσμός που προάγει τον διάλογο, έχει εκ των πραγμάτων ένα σημαντικό ρόλο να παίξει στην προσπάθεια να χτίσουμε τη χώρα που αξίζουν όλες οι Ελληνίδες και όλοι οι Έλληνες. Διότι στην προσπάθεια αυτή είναι δεδομένο πως θα υπάρχουν διαφωνίες. Όμως με σεβασμό στις διαφορετικές απόψεις θα μπορέσουμε να καταλήξουμε στη δημιουργική σύνθεση που απαιτείται για να μην αφήνουμε τις διαφωνίες αυτές να στερούν από την πατρίδα μας ένα καλύτερο μέλλον ... Στην παρούσα φάση είναι μεγαλύτερη ανάγκη από ποτέ η μεγάλη συμμαχία του πολιτικού συστήματος, των εργαζομένων, των εργοδοτών και των κοινωνικών φορέων. Η Ελλάδα ανήκει σε όλους μας. Και αν κάτι πάει στραβά, χάνουμε όλοι μας. Και αυτό όσο νωρίτερα το αντιληφθούμε, τόσο το καλύτερο. Η πατρίδα μας έχει ζημιωθεί διαχρονικά από την έλλειψη κοινωνικού και πολιτικού διαλόγου και συνεννόησης. Και αυτό μας αδικεί, γιατί ακυρώνει πολλά από τα πλεονεκτήματά μας ως χώρα».
Προηγήθηκε συνάντηση του Συμβουλίου των Προέδρων των Μελών της Ο.Κ.Ε., στο οποίο συμμετείχαν οι κ. Ιωάννης Παναγόπουλος, Πρόεδρος Γ.Σ.Ε.Ε., κ. Βασίλειος Κορκίδης, Πρόεδρος Ε.Σ.Ε.Ε., κ. Ιωάννης Ρέτσος, Πρόεδρος Σ.Ε.Τ.Ε., κ. Ιωάννης Παϊδας, Πρόεδρος Α.Δ.Ε.Δ.Υ., κ. Νικόλαος Καραμούζης, Πρόεδρος E.E.T., κ. Γεώργιος Πατούλης, Πρόεδρος Κ.Ε.Δ.Ε., κ. Δημήτριος Βερβεσός, Πρόεδρος Δ.Σ.Α., κ. Γεώργιος Στασινός, Πρόεδρος Τ.Ε.Ε., κ. Κωνσταντίνος Κόλλιας, Πρόεδρος Ο.Ε.Ε., κ. Χάρης Κυριαζής, Εκπρόσωπος ΣΕΒ, κ. Δημήτρης Βαριάμης, Α' Αντιπρόεδρος Γ.Σ.Ε.Β.Ε.Ε, κ. Γεώργιος Βλάχος, Πρόεδρος Σ.Α.Τ.Ε., κ. Νικόλαος Τσεμπερλίδης, Πρόεδρος ΚΕ.Π.ΚΑ., κ. Κωστής Παπαϊωάννου, Πρόεδρος Greenpeace Ελλάδα, κ. Ιωάννης Λυμβαίος, Γενικός Γραμματέας ΕΣΑμεΑ και κ. Βασίλειος Θεοτοκάτος, Πρόεδρος Α.Σ.Π.Ε.
Στη διάρκεια της συνάντησης υιοθετήθηκε Κοινή Δήλωση για τα ζητήματα που ταλανίζουν τη χώρα. Στην Κοινή Δήλωση:
• Τονίζεται η ανάγκη για απολογισμό και στρατηγική ανασύνταξης του θεσμοθετημένου κοινωνικού διαλόγου στο πλαίσιο της Ο.Κ.Ε.
• Επισημαίνεται ότι ο κοινωνικός διάλογος, σήμερα περισσότερο από ποτέ, θα πρέπει να επανέλθει και να βρίσκεται ψηλά στην πολιτική ατζέντα κάθε κυβέρνησης, των πολιτικών κομμάτων και να μην λειτουργεί ανταγωνιστικά, αλλά συμπληρωματικά με τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς, συμπεριλαμβάνοντας όλα τα μεγάλα ζητήματα της κοινωνίας και της οικονομίας.
• Υπογραμμίζεται η βαρύτητα της Συμφωνίας των κοινωνικών εταίρων και της κοινωνίας των πολιτών για το Εθνικό Αναπτυξιακό Σχέδιο, περίγραμμα του οποίου παρουσίασε η Ο.Κ.Ε. στα πολιτικά κόμματα το Φεβρουάριο του 2018.
• Δηλώνεται η ενεργός συμμετοχή των Προέδρων των φορέων της Ολομέλειας της Ο.Κ.Ε. στη διαβούλευση για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την εμβάθυνση, καθώς και ολοκλήρωσή της. Η ενεργός συμμετοχή και η υπευθυνότητα των κοινωνικών εταίρων, των παραγωγικών δυνάμεων και της κοινωνίας των πολιτών είναι βασική προϋπόθεση για τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής.
Ο Πρόεδρος της Βουλής, στο τέλος της συζήτησης, διαπίστωσε ότι υπάρχει ευρεία αποδοχή και συναίνεση στα τέσσερα σημεία της Κοινής Δήλωσης των Προέδρων των φορέων που συμμετέχουν στην Ο.Κ.Ε. Επιπλέον, τόνισε την ανάγκη αναβάθμισης του ρόλου της Ο.Κ.Ε και δεσμεύτηκε ότι στη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής τη Δευτέρα θα θέσει το θέμα της στενής συνεργασίας της Ο.Κ.Ε. με τις Διαρκείς Επιτροπές της Βουλής.

Αναδιάταξη του κομματικού συστήματος;

Αν οι δημοσκοπήσεις δεν πέφτουν έξω κι αν τις διαβάζω σωστά, τα κοινοβουλευτικά κόμματα στην προσεχή Βουλή θα μειωθούν. Από επτά μένουν πέντε, με ενδεχόμενο να γίνουν προσεχώς τέσσερα. Αν συμβεί αυτό, θα έχουμε δύο νέα δεδομένα: Κλείνει ένας κύκλος κομματικού πολυκερματισμού. Το ενδεχόμενο αυτό, κατά δεύτερον, αποκλίνει από τα τρεχούμενα στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες όπου ο πολυκερματισμός παραμένει, αν δεν οξύνεται.

Στην ιστορία των κομμάτων τρεις σταθμοί σφράγισαν τα κομματικά συστήματα. Η βιομηχανική κοινωνία και η ανάπτυξη δύο οικογενειών, ενίοτε ανταγωνιστικών, της σοσιαλιστικής-σοσιαλδημοκρατικής-εργατικής, η μεγαλύτερη, και της κομμουνιστικής.

Από τη δεκαετία του 1970 εμφανίστηκε, κυρίως στις πλουσιότερες χώρες, μία νέα οικογένεια, οι Οικολόγοι-Πράσινοι, απότοκο της μεταβιομηχανικής ή μετανεωτερικής κοινωνίας, των κοινωνιών αλλιώς που μειώνεται το βάρος της εργατικής τάξης και στηρίζονται περισσότερο στον υποκειμενισμό και τις «μεταϋλιστικές» αξίες.

Τέλος, εδώ και κάποια χρόνια εμφανίζονται ξενοφοβικά, ακροδεξιά κόμματα που εστιάζουν σε δύο κυρίως θέματα, την υπεράσπιση του εθνικού κράτους και, κατ' αντιδιαστολή, οτιδήποτε υποτίθεται το απειλεί, από τα ξένα κέντρα και τις υπερεθνικές συσσωματώσεις ώς, συχνά κυρίως, τους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Θα μπορούσε να λεχθεί ότι τα κόμματα αυτά έχουν κοινά με τα φασιστικά και ναζιστικά κόμματα και κινήματα του Μεσοπολέμου και δεν συνιστούν κάτι νέο. Αυτό ισχύει εν μέρει, ιδιαίτερα για ορισμένα από αυτά, αλλά όχι για όλα και μόνο εν μέρει.

Στην Ελλάδα, για λόγους ιστορικούς και οικονομικούς η εξέλιξη είναι κάπως διαφορετική. Σοσιαλιστικό κόμμα με εκλογική απήχηση εμφανίστηκε μόλις το 1974, το ΠΑΣΟΚ, μέχρι τότε κυριαρχούσε το Κομμουνιστικό, πάρα το γεγονός ότι τέθηκε εκτός νόμου από τον Εμφύλιο ώς το 1974. Τα κατά καιρούς οικολογικά κινήματα και κινήσεις δεν ευδοκίμησαν.

Ετσι, μέχρι πρόσφατα είχαμε ένα εκλογικό σύστημα δυόμισι κομμάτων, με τα δύο μεγάλα, ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ., να εναλλάσσονται στην εξουσία και το ΚΚΕ να έχει απήχηση γύρω στο 10% μέχρι το 1990 και έκτοτε λιγότερο χωρίς να επηρεάζει σημαντικά τα πολιτικά δρώμενα.

Παρά τις συνεχείς κρίσεις από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και μετά και των τριών κομμάτων και την εμφάνιση νέων από διασπάσεις τους, η κατάσταση αλλάζει ουσιαστικά μετά την πρόσφατη κρίση, γεγονός που αποτυπώνεται στις πρώτες εκλογές του 2012. Η κρίση και τα μνημόνια δυναμώνουν τις αντικομματικές και κεντρόφυγες τάσεις και εκτρέφουν νέα κόμματα ή δυναμώνουν άλλα με ισχνή εκλογική απήχηση.

Με την εξαίρεση της Χρυσής Αυγής, τα υπόλοιπα, παρά κάποιες άξιες λόγου ιδέες και προτάσεις, δεν εξέφρασαν κάποια κοινωνική δυναμική ή δεν είχαν σαφές ιδεολογικό στίγμα. Ακόμη όμως και η Χρυσή Αυγή έχει λίγα κοινά με τα νέα ακροδεξιά κόμματα που αναδύονται στην Ευρώπη. Πρόκειται για αμιγές ναζιστικό κόμμα, σε αντίθεση με τα νέα ακροδεξιά κόμματα στην Ευρώπη που εμφανίζονται περισσότερο εθνοκεντρικά.

Η έξοδος από τα μνημόνια, ο διαφαινόμενος οξύς ανταγωνισμός ανάμεσα σε ΣΥΡΙΖΑ και Ν.Δ. και η αδυναμία των περισσότερων μικρών εκλογικά κομμάτων φαίνεται να οδηγεί στη μείωση του κατακερματισμού. Οδηγούμαστε σ' ένα πεντακομματικό σύστημα, δύο μεγαλύτερων εκλογικά και τριών μικρότερων, ΚΚΕ, Χρυσή Αυγή και ΚΙΝ.ΑΛΛ. Το τελευταίο υπάρχει χάρη στα τοπικά του στηρίγματα και ενδέχεται να εξαϋλωθεί όσο αυτά μειώνονται λόγω και του θολού του ιδεολογικού στίγματος και των επικείμενων διεργασιών στον χώρο της Κεντροαριστεράς.

Ολα αυτά, όμως, υπό δύο αιρέσεις. Σημαντικό μέρος των πολιτών, κυρίως πρώην ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ, αποφεύγουν να απαντήσουν στις δημοσκοπήσεις ή σκέφτονται να απόσχουν. Η στάση τους θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό και την έκβαση της επόμενης εκλογικής αναμέτρησης και τη δομή του κομματικού συστήματος.

Από την άλλη πλευρά, σημαντική μερίδα παραδοσιακών συντηρητικών ψηφοφόρων θέλγεται από ξενόφοβες εθνικιστικές ιδέες, τροφοδοτούμενες και από το «μακεδονικό». Αυτό αποτελεί μεγάλο πονοκέφαλο για τη Ν.Δ., αφήνει το πεδίο ανοιχτό τόσο για τις πολιτικές της επιλογές όσο και για την ίδρυση νέου κόμματος στις παρυφές της.

Τα δύο αυτά δεδομένα εισάγουν στοιχεία αβεβαιότητας και καθιστούν την επόμενη εκλογική αναμέτρηση ανοιχτή. Στη συνθήκη αυτή θα βαρύνουν ιδιαίτερα η παρουσία των αρχηγών των δύο μεγαλύτερων κομμάτων αλλά και οι τακτικές κινήσεις τους με στόχο τη δική τους συσπείρωση και την αποσυσπείρωση του αντιπάλου. Αυτό όμως σημαίνει ότι τα μεγάλα κόμματα θα καταστούν ακόμη περισσότερο αρχηγικά με παρεπόμενο να γίνουν ακόμη πιο ευάλωτα ιδεολογικά και πολιτικά.

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συτνακτών" στις 11/10/2018. 

Άρθρο του tvxs.gr: ΕΡΤ και κυβέρνηση, στα χνάρια των Σαμαρά - Βενιζέλου;

Σε πεδίο εμφύλιας διαμάχης στους κόλπους της κυβέρνησης έχει εξελιχτεί η κατάσταση στην ΕΡΤ καθώς η κριτική των τελευταίων ημερών, δεν προέρχεται από τους πολέμιους της ΕΡΤ αλλά από όσους πιστεύουν στην αποστολή της.

Οξεία ήταν η κριτική του Νίκου Φίλη και η διαμάχη του με το Νίκο Παππά ενώ και ο εντεταλμένος σύμβουλος Σπύρος Κρίμπαλης επαναλαμβάνει σε επιστολή του τις κατηγορίες για «παραδιοίκηση» στην ΕΡΤ, περιγράφοντας μια θλιβερή - αλλά ρεαλιστική - εικόνα.

Στην περίπτωση του δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού φορέα δεν υπάρχουν οι δικαιολογίες των μνημονίων και της τρόικας. Αποτελούσε μια μοναδική ευκαιρία για να δώσει μια αριστερή κυβέρνηση ένα διαφορετικό δείγμα γραφής. Δυστυχώς, με εξαίρεση την ΕΡΤ3 και κάποιες εκπομπές στο υπόλοιπο δίκτυο, η κατάσταση μοιάζει χειρότερη από την εποχή πριν την κυβέρνηση Σαμαρά- Βενιζέλου και το καταστροφικό "μαύρο" της: Xαμηλής ποιότητας ψυχαγωγικό πρόγραμμα, αναξιοκρατία και παλαιοκομματικού τύπου εναγκαλισμός με την πολιτική εξουσία.

Τα αποτελέσματα φαίνονται στην τηλεθέαση, τη στιγμή που τα ιδιωτικά κανάλια αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα. Για τη κυβέρνηση οι πρόσφατες καταγγελίες προσφέρουν συγχρόνως τη τελευταία ευκαιρία. Οι αρμόδιοι κυβερνητικοί παράγοντες πρέπει να προχωρήσουν σε ριζικές αλλαγές, καθαρίζοντας την κόπρο του Αυγεία που με ευθύνη τους έχει δημιουργηθεί. Το πολιτικό κόστος είναι πολύ μεγάλο και πρέπει επιτέλους να αντιληφθούν ότι μια σοβαρή αιτία για την ήττα της κυβέρνησης Σαμαρά ήταν η πολιτική της στην ΕΡΤ.

*Δημοσιεύτηκε στο tvxs.gr στις 6/10/2018. 

Μετά την «ήπια προσαρμογή» στις τράπεζες

Όταν - ακριβώς πέντε μήνες πριν την κατολίσθηση της «Μαύρης Τετάρτης» 3ης Οκτωβρίου για τις τραπεζικές μετοχές στο (ούτως ή άλλως περιθωριοποιημένο) ΧΑΑ - είχαν ανακοινωθεί τα τελευταία stress tests των Ελληνικών τραπεζών, με όλες τους (υποτίθεται) να περνούν χωρίς πρόβλημα κεφαλαιακής επάρκειας, και με τον δίδυμο επόπτη SSM και Τράπεζα της Ελλάδος καθησυχαστικό, στην στήλη αυτή είχαμε κρατήσει μιαν επιφύλαξη. Που ξεκινούσε από την υπόμνηση ότι η τελευταία ανακεφαλαιοποίηση - η τρίτη κατά σειράν, του Νοεμβρίου 2015, που κυριολεκτικώς εξάχνωσε τους έως τότε μετόχους των τραπεζών συμπεριλαμβανομένων όσων είχαν «τολμήσει» να προσέλθουν το 2014 - καθώς άντλησε κάτω από 5 δις απο τα 25 που είχαν προβλεφθεί για στήριξη από το Eurogroup και, με μόλις άλλα 5 δις σε ιδιωτική διακινδύνευση, άφησε να περάσει ο έλεγχος των 4 συστημικών τραπεζών στα σημερινά σχήματα - δεν ήταν και τόσο βέβαιο ότι θα αποτελούσε το τέλος της περιπέτειας.
Διακριτικά, η στήλη επέμεινε σ' αυτήν την εκτίμηση. Γιατί; Πρώτον διότι η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών στην οποία όλοι όμνυαν, σταθερά, είχε το προβληματάκι να στηρίζεται εν πολλοίς στον αναβαλλόμενο φόρο - κάτι που είχε γίνει δεκτό από SSM/ΕΚΤ αλλά.. δεν είναι κεφάλαιο, είναι προσδοκία κερδοφορίας στο μέλλον. Δεύτερον διότι όλοι, αντιστοίχως, κατέγραφαν την σύμφωνα με τις δεσμεύσεις των διοικήσεων των Τραπεζών ικανοποιητική πρόοδο στις μειώσεις των NPLs/NPEs. Σημειωτέον ότι όλες οι νέες διοικήσεις είναι της εγκρίσεως αν μη της επιβολής του ΤΧΣ, δηλαδή της επινεύσεως του SSM.
Όμως... όπως και να το κάνουμε, άμα η συμπίεση του βουνού των «κόκκινων δανείων» προχωρούσε τώρα ακόμη πιο κοντά στον πυρήνα των προβληματικών δανείων, και τούτο τόσο με το «ξετίναγμα» των διοικήσεων μεγάλων εταιρειών στα επιχειρηματικά δάνεια όσο και με την προώθηση πλειστηριασμών και συμβιβασμών υπό πίεση στα ενυπόθηκα (τόσο στεγαστικά όσο και ως εγγυοδοσία σε εταιρίες), τότε θα προέκυπτε γνήσια πολιτικό πρόβλημα. Η στάση των διοικήσεων των τραπεζών για νέα εποχή «ήπιας προσαρμογής» είχε φθάσει ήδη πριν τα τελευταία stress tests στα όριά της: αν λοιπόν δεν επισπευδόταν τώρα η πώληση χαρτοφυλακίων σε εξειδικευμένες εταιρείες διαχείρισης και/ή διεκδίκησης, θα προέκυπτε αδιέξοδο. Αν όμως αληθινά επισπευδόταν, πλην όμως η πώληση δανείων γινόταν με μεγάλο κούρεμα/discount, τότε το «κάψιμο» των κεφαλαίων των τραπεζών θα επιταχυνόταν. Αποτέλεσμα: παρόλες τις διαψεύσεις και τις καθησυχαστικές δηλώσεις, θα προέκυπτε νέο κεφαλαιακό κενό. Κι αυτό, με γνήσιες αυξήσεις κεφαλαίου, θα ξανατραυμάτιζε τους σημερινούς μετόχους.
Τώρα όμως, οι όποιες εκτιμήσεις και διαβεβαιώσεις ανήκουν στο παρελθόν. Διότι το ταρακούνημα της «Μαύρης Τετάρτης» υποχρέωσε σε... - σε τι, αλήθεια; Πρώτα-πρώτα να επισημανθεί η εκκωφαντική σιωπή (και απουσία από τις διάφορες συσκέψεις των πρώτων ημερών) της Τράπεζας της Ελλάδος αλλά και του Ευρωπαϊκού κυκλώματος ρύθμισης: ο SSM υπήρξε αναμενόμενα σιωπηλός. Όμως βαρύτερη η διάψευση του ESM ότι θα στήριζε (πώς; συμφωνώντας στην αποδέσμευση πόρων από το cash buffer των 25 δις, πόρων που είναι δεσμευμένοι για το χρέος και την εξυπηρέτησή του) «παρέμβαση προς όφελος των Ελληνικών τραπεζών», όταν αναδύθηκαν σενάρια για bad bank (αυτό αποκλείστηκε γρήγορα) ή για APS/σχήμα προστασίας ενεργητικού των τραπεζών με εγγύηση από δημόσιους πόρους αλλά διακινδύνευση ιδιωτικών κεφαλαίων.
Όμως, ο δρόμος των αγορών - που γενικώς δείχνει να έχει επιλέξει η Κυβέρνηση για την διαχείριση του δημόσιου σκέλους/την διαχείριση του χρέους - γράφει ήδη επιπτώσεις στην ιδιωτική πλευρά των πραγμάτων. Εκεί βρίσκονται οι τράπεζες . (Εκεί βρίσκονται, π.χ. και τα μεγάλα εταιρικά σχήματα που ο έλεγχός τους θα αλλάζει χέρια άμα προχωρήσει σοβαρότερα, τώρα, το ξεκοκκίνισμα των τραπεζικών χαρτοφυλακίων. Αυτά, και όχι οι υπερεπιβαρυμένες μαιζονέτες υπεραισιόδοξων/υπερδανεισμένων στελεχών και ελευθεροεπαγγελματιών, ειναι που μετράνε).
Μια πλευρά των επιπτώσεων υπήρξε ή ίδια η επίθεση/σορτάρισμα των τραπεζικών μετοχών. Σχετικά με την οποία είναι αποθαρρυντικό να βλέπει κανείς την επίσημη γραμμή καταδίκης «των κερδοσκόπων» - λες και οι κινήσεις στα Ελληνικά ομόλογα γίνονται ή αναμένεται να γίνουν από συνταξιοδοτικά Ταμεία!
Η άλλη όμως πλευρά είναι η συμπαράταξη με την πραγματική κυβερνητική άμυνα - με την επισήμανση δηλαδή ότι η κατάσταση των συστημικών τραπεζών βελτιώνεται, συν ότι κάποιας μορφής οργανωμένη στήριξη θα υπάρξει - ακόμη και του Bloomberg, από του οποίου δημοσίευμα ξεκίνησε η χιονοστιβάδα. Ή της Moody's, που προσήλθε κάπως ξεκούδουνα με σήμα credit positive για τις τράπεζες.

*Δημοσιεύτηκε στην "Ναυτεμπορική" στις 5/10/2018.

Γιατί η Κοινωνιολογία

Μια διαφορά (όχι η μόνη) μεταξύ κοινωνιολογίας και των άλλων κοινωνικών πειθαρχιών (όπως για παράδειγμα της οικονομικής επιστήμης) είναι ο ολιστικός προσανατολισμός. Η κοινωνιολογία προσπαθεί να εξετάσει πώς συνδέονται μεταξύ τους οι χώροι της οικονομίας, της πολιτικής, της κοινωνικής οργάνωσης και του πολιτισμού. Πώς δηλαδή οι ξέχωρες καταβολές, δυναμικές και αξίες του κάθε χώρου επιδρούν πάνω στους άλλους σχηματίζοντας ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο σύνολο ‒ σύνολο που πρέπει να ερευνηθεί και στο επίπεδο των θεσμών και σε αυτό των φορέων δράσης, αφού θεσμοί και φορείς δράσης αλληλοδιαμορφώνονται κατά διαλεκτικό τρόπο.
Κυρίως στις εξαιρετικά διαφοροποιημένες κοινωνίες της νεωτερικότητας, είναι σημαντικό οι μαθητές να μαθαίνουν πώς ο ρόλος που παίζουν στο σχολείο συνδέεται με αυτούς που παίζουν στον χώρο της οικογένειας, των εξοσχολικών συναναστροφών, της οικονομίας (π.χ. οικονομική κατάσταση των γονιών), της πολιτικής (συμμετοχή ή απάθεια προς τα πολιτικά δρώμενα) και του πολιτισμού. Μια συστηματική, σε βάθος ενασχόληση με τα παραπάνω δίνει στην/ον νέα/ο μια καλύτερη γνώση του εαυτού, του ποια/ποιος είναι, πού βρίσκεται σήμερα και πού μπορεί να πάει. Η κοινωνιολογία ασχολείται συστηματικά με τους ρόλους και σε ατομικό και σε συλλογικό επίπεδο. Εξετάζει πώς τα δρώντα υποκείμενα αντιμετωπίζουν τις αναπόφευκτες δυσκολίες και διλήμματα που δημιουργούν οι συχνά αντικρουόμενες απαιτήσεις διαφορετικών ρόλων.
Περνώντας τώρα στη μαθησιακή διαδικασία, ο ολιστικός και συγχρόνως συγκριτικός χαρακτήρας της κοινωνιολογικής ανάλυσης συμβάλλει σε έναν εναλλακτικό τρόπο μετάδοσης της γνώσης. Η κοινωνιολογική έμφαση στις διασυνδέσεις και στο ότι δεν μπορούμε να καταλάβουμε τις αναφορές σε γεγονότα, πρόσωπα και εξελίξεις (πολιτικές, κοινωνικοοικονομικές κ.λπ.) χωρίς να τις εντάξουμε σε ένα ευρύτερο πλάισιο, βοηθάει τον δάσκαλο και τους μαθητές να αποφεύγουν μια βασική αδυναμία του σχολικού προγράμματος: την αποπλαισιοποίηση.
Για να δώσω μερικά παραδείγματα, στον χώρο της λογοτεχνίας δεν μπορεί κανείς να καταλάβει τον Παπαδιαμάντη έξω από το κοινωνικό πλαίσιο της εποχής του. Όσο για την ιστορία, όταν η έμφαση δίνεται στις χρονολογίες, στα δραματικά γεγονότα και στα σημαίνοντα πρόσωπα χωρίς την ένταξή τους σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, οι γνώσεις είναι βαρετές και ξεχνιούνται γρήγορα. Το ίδιο ισχύει για τη διασύνδεση της γεωγραφίας με την κοινωνία και την ιστορία. Για να μπορέσει αυτό που μαθαίνει ο μαθητής να αποκτήσει νόημα θα πρέπει η κοινωνική διάσταση να είναι πάντα παρούσα. Μόνο έτσι θα μπορεί ο διδασκόμενος να εμβαθύνει, να θυμάται και να κατακτά αυτό που διδάσκεται. Αλλιώς η μάθηση επιδιώκεται μέσα από στείρα απομνημόνευση.
Βέβαια σήμερα, σε ό,τι αφορά την ιστορία και άλλα μαθήματα, τα πράγματα έχουν αλλάξει προς το καλύτερο. Υπάρχει όμως ακόμα πολύς δρόμος για να ξεπεραστεί ο αποσπασματικός, μονοδιάστατος τρόπος διδασκαλίας. Αυτό φαίνεται καθαρά από τον φορμαλιστικό τρόπο που, στις τελευταίες τάξεις, οι μαθητές του λυκείου προετοιμάζονται πυρετωδώς για τις εξετάσεις εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Εδώ, συχνά οι απαντήσεις στις ερωτήσεις βασίζονται λιγότερο στην κριτική σκέψη και περισσότερο στην αποστήθιση. Με δυο λόγια, η κυριαρχία της φόρμας πάνω στην ουσία δεν χαρακτηρίζει μόνο τη δημόσια γραφειοκρατία αλλά, σε μικρότερο βαθμό, χαρακτηρίζει και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ‒ δημόσια και ιδιωτική.
Τελειώνω τονίζοντας πως η εισαγωγή της κοινωνιολογίας χαρακτηρίζεται απο στοιχεία που αποθαρρύνουν τον φορμαλισμό και ενθαρρύνουν την κριτική σκέψη. Σωστά λοιπόν ο υπουργός παιδείας αποφάσισε να την εντάξει στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 6/10/2018.