Στις περσινές γαλλικές εκλογές, οι Γάλλοι και οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι βλέπαμε με ανακούφιση να απωθείται ο ακροδεξιός κίνδυνος και ταυτόχρονα να αναδύεται ένα πολιτικό φαινόμενο: ο νεαρός, τηλεγενής και καλλιεργημένος Εμανουέλ Μακρόν ενσάρκωνε ένα σύγχρονο και νικηφόρο Κέντρο, πέραν της Αριστεράς και της Δεξιάς, έννοιες παρωχημένες, με τα λόγια του ίδιου, που καταπνίγουν την ατομική πρωτοβουλία.
Ανέτρεπε, έτσι, την παραδεδεγμένη σοφία ότι η διακυβέρνηση είναι πάντοτε «κεντρώα» αλλά το Κέντρο από μόνο του σπανίως γίνεται πλειοψηφικό (Ζακ Ζιλιάρ, Οι Αριστερές της Γαλλίας, Πόλις, 2015). Κλειδί της εντυπωσιακής του εκτόξευσης ανάμεσα στη λαϊκιστική ριζοσπαστική Αριστερά του Μελανσόν και την άκρα Δεξιά της Λεπέν ήταν ότι στον άξονα Αριστερά-Δεξιά (0-10) οι Γάλλοι τού αναγνώριζαν την απολύτως κεντρώα θέση (5,2). Σήμερα, τον τοποθετούν σαφώς δεξιότερα, στη θέση 6,7, σύμφωνα με έρευνα του ινστιτούτου Cevipof. Ο μακρονισμός στη διακυβέρνηση αποδεικνύεται λιγότερο κεντρώος.
Είναι θέμα ετικέτας ή πολιτικής; Ο Μακρόν εξ αρχής υιοθέτησε το σλόγκαν «Απελευθέρωση και προστασία» (Libérer et protéger)· μια συνεκτική υπόσχεση ότι η Γαλλία θα ανακτήσει το χαμένο μεγαλείο και τον δυναμισμό της δίνοντας μεγαλύτερη ελευθερία στις επιχειρήσεις να προσαρμοστούν στις αλλαγές της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, με αντιστάθμισμα μεγαλύτερη μέριμνα για τους εργαζομένους.
Ωστόσο, ο μεταρρυθμιστικός οίστρος έγειρε ανισομερώς στο πρώτο σκέλος, με εμβληματική πρωτοβουλία το νέο εργατικό δίκαιο, μια σαρωτική απορρύθμιση της «ανελαστικής» γαλλικής αγοράς εργασίας. Ταυτόχρονα, στο πεδίο της αναδιανομής, πάνω από το 70% των Γάλλων κρίνουν αρνητικά τον Μακρόν ως προς τη μείωση των ανισοτήτων, την αύξηση της αγοραστικής δύναμης ή τη βελτίωση του κράτους πρόνοιας, αποδίδοντάς του το προσωνύμιο «ο πρόεδρος των πλουσίων» – όχι εντελώς άδικα, καθώς όπως εκτιμά το Παρατηρητήριο Οικονομικής Συγκυρίας (OFCE), η κυβερνητική πολιτική ευνοεί το πλουσιότερο 5% των πολιτών.
Η σημαντική μείωση του φόρου περιουσίας, η εισαγωγή ενός flat tax για τα εισοδήματα από ακίνητη περιουσία, μετοχές και μερίσματα, η μείωση της φορολογίας επιχειρήσεων από 33,3% σε 25% μέχρι το 2022 και προσφάτως η κατάργηση του λεγόμενου «exit tax» που εμπόδιζε τη φοροαποφυγή στο εξωτερικό, είναι παρεμβάσεις που εν μέρει μόνο αντισταθμίζονται από τη μείωση των εισφορών των εργαζομένων, τη σταδιακή κατάργηση του φόρου κατοικίας (που όμως ευνοεί το ευπορότερο 20%) και την αύξηση ορισμένων επιδομάτων για ευάλωτες ομάδες.
Από την άλλη, μεταρρυθμίσεις με περισσότερο προοδευτικό πρόσημο, όπως η ενίσχυση των σχολικών τάξεων στις πιο υποβαθμισμένες περιοχές, η αναδιοργάνωση της επαγγελματικής κατάρτισης και η αναδιαμόρφωση του κατώτατου μισθού, αναπτύσσονται σε δεύτερη ταχύτητα.
Εάν ο πολιτικός «κεντρισμός» είναι συνώνυμο μιας ορισμένης μετριοπάθειας και συναινετικής διάθεσης, τότε και εδώ ο μακρονισμός διαψεύδει την κεντρώα υπόσχεση.
Σε αντίθεση με το προφίλ «φυσιολογικού προέδρου» του Ολάντ αλλά και τη μιντιακή υπερέκθεση του Σαρκοζί, ο Μακρόν θέλησε να γίνει η ενσάρκωση μιας κραταιάς εξουσίας που παίρνει απόσταση από την τρέχουσα πολιτική και επικοινωνεί σπανίως αλλά καταλυτικά και αδιαμεσολάβητα με τον λαό.
Ωστόσο, ο αρχικός ενθουσιασμός των Γάλλων για την επιβλητική προεδρική φιγούρα του Διός («Président jupitérien», όπως έχει καθιερωθεί στη δημόσια συζήτηση) φαίνεται να δίνει τη θέση του στην καχυποψία προς ένα κάπως αυταρχικό στιλ διακυβέρνησης – το οποίο ενισχύει και η διαιώνιση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης που πρωτοεφαρμόστηκε μετά τις τζιχαντιστικές επιθέσεις του 2015.
Ενα άλλο προσωνύμιο για τον Γάλλο πρόεδρο, που απέχει πάντως ακόμη από τα 450 που αποδίδονταν στον μυθολογικό Δία, επέλεξε το Forbes: «Ο ηγέτης των ελεύθερων αγορών» (κατά το «Ο ηγέτης του ελεύθερου κόσμου»).
Το περιοδικό καλωσορίζει με θέρμη τον «γαλλικό οικονομικό Διαφωτισμό» που ενσαρκώνει ο Μακρόν: ελεύθερο εμπόριο, χαμηλότερη φορολογία, λιγότερη ρύθμιση – η ολύμπια εξουσία συναντά την προμηθεϊκή φιγούρα του entrepreneur (επιχειρηματία).
Να το βασικό διαπιστευτήριο του Μακρόν στην προσπάθειά του να επαναφέρει τη Γαλλία στο διεθνές επίκεντρο ως ένα μοντέλο που προτάσσει την ελεύθερη αγορά ενάντια στον προστατευτισμό του Τραμπ, αλλά επίσης υπερασπίζεται τη συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα ή προωθεί την πολιτική εμβάθυνση της ευρωζώνης κόντρα στη μονίμως απρόθυμη Γερμανία.
Ο μακρονικός «κεντρισμός» παραμένει ένα εκλεκτικιστικό πολιτικό πρόγραμμα, ωστόσο με εμφανώς δεξιόστροφη δεσπόζουσα.
Στο επίκεντρό του βρίσκεται μια ατομι(στι)κή ουτοπία των απελευθερωμένων από τα ρυθμιστικά δεσμά winners – στρατηγική που από τη μία μοιάζει ριψοκίνδυνη τη στιγμή που η ακροδεξιά ριζοσπαστικοποίηση, και δη στη Γαλλία, βασίζεται στην όξυνση των ανισοτήτων και στο αίσθημα επισφάλειας των outsiders, ενώ από την άλλη μάλλον δεν μπορεί να είναι το οξυγόνο που απεγνωσμένα αναζητά η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, εάν τουλάχιστον θέλει να παραμείνει πιστή στον εαυτό της, δηλαδή σε έναν ταξικό συμβιβασμό αλλά προς όφελος των πιο αδύναμων.
Το «νέο» που επαγγέλθηκε ο χαρισματικός ηγέτης δείχνει τα πρώτα σημάδια φθοράς. Εξάλλου, όπως λέει ο Πολ Ρικέρ συζητώντας με τον Κορνήλιο Καστοριάδη (Διάλογος για την ιστορία και το κοινωνικό φαντασιακό, Ερμα, 2018): «Η ιδέα του απολύτως νέου είναι αδιανόητη... πριν από εμάς υπάρχει κάτι ήδη ρυθμισμένο, το οποίο και απορρυθμίζουμε για να το ρυθμίσουμε διαφορετικά».
*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 16/5/2018.