Διαβάζοντας τα ρεπορτάζ στον Τύπο και τις σχετικές συζητήσεις μελαγχολεί κανείς, ύστερα από τόσα που πάθαμε και μάθαμε, να χρησιμοποιούνται κατά κόρον ο όρος «Σκοπιανός», «Σκόπια, «κράτος των Σκοπίων» και να εννοούν την FYROM κ.τ.λ. Συνεχίζεται δηλαδή, το καθεστώς της επιβολής «μιας απαξιωτικής και υποτιμητικής πολιτογράφησης» όπως την ονόμαζε ο Ελεφάντης. Μήπως πρέπει να ξαναμιλήσουμε για το πώς τίθενται αυτά τα ζητήματα, πως κρίνεται –αρνητικά– η στάση μας ως χώρας διεθνώς; Υπάρχει, εξάλλου, η καταδίκη της χώρας από το Δικαστήριο της Χάγης.
Ποιες είναι οι συντεταγμένες του προβλήματος; Πρώτο, το δικαίωμα του εθνικού αυτοπροσδιορισμού και αυτοκαθορισμού είναι μια από τις θεμελιώδεις αρχές της πολιτικής νεωτερικότητας, και πριν 200 χρόνια η ελληνική επανάσταση υπήρξε σταθμός σε αυτή την πορεία. Θεωρείται αδιανόητο, διεθνώς, ότι μια χώρα εγείρει αξιώσεις για το πώς θα ονομάζεται μια άλλη, και μάλιστα όταν ήδη ονομάζεται επί 70 χρόνια (ως ομόσπονδο και στη συνέχεια ως ανεξάρτητο κράτος) της ζητά να αλλάξει το όνομά της. Δεύτερο, 130 χώρες και ανάμεσά τους οι ΗΠΑ, η Κίνα και η Ρωσία, αποκαλούν τη χώρα με το συνταγματικό της όνομα. Τρίτο, το θέμα ήλθε τώρα, ως προς το ΝΑΤΟ. Ζητούν από την Ελλάδα να άρει τις αντιρρήσεις που σχετίζονται με το όνομα. Πρόκειται για μια εκκρεμότητα που πρέπει να λήξει.
Δεν υπάρχουν όμως και ευαισθησίες από την πλευρά των Ελλήνων διαμορφωμένες επίσης δεκαετίες;
Ναι, πολλοί φοβούνται ότι το σκέτο Μακεδονία, ενδέχεται να υποθηκεύσει την ελληνική Μακεδονία. Ωστόσο, υπάρχουν πάρα πολλά παραδείγματα γειτονικών περιοχών που μοιράζονται με παραλλαγές το ίδιο όνομα, π.χ. Μεξικό – Νέο Μεξικό, Ιρλανδία –Βόρεια Ιρλανδία, Βρετανία-Βρετάνη κλπ. χωρίς η μία να απειλείται από την άλλη. Ούτε είναι οι «σφετερισμοί» ονομάτων που οδηγούν σε «αλυτρωτικές» βλέψεις. Άλλωστε, οι σφετερισμοί ονομάτων είναι συνηθισμένοι στην ιστορία. Και ο όρος Ρωμιοσύνη-Ρωμιοί, Ρουμανία, Ρούμελη, Λατινική Αμερική, σφετερισμοί από τους Ρωμαίους είναι και παράγωγα του ονόματός τους. Το ζήτημα θα μπορούσε να μείνει εκεί αν δεν είχε υπάρξει η κληρονομιά των συλλαλητηρίων και η έκρηξης του εθνικισμού από τις αρχές του 1990, και μην ξεχνάτε ότι σ' αυτό το πλαίσιο αναπτύχθηκε η ακροδεξιά στην Ελλάδα. Στα συλλαλητήρια για το Μακεδονικό πρωτοεμφανίστηκε δημόσια και σε μαζικές συγκεντρώσεις η Χρυσή Αυγή. Όλα αυτά άφησαν ιδεολογικά καθιζήματα στο μυαλό πολλών. Τώρα δεν συζητάμε όπως τότε, συζητάμε κάτω από τη βαριά σκιά του τότε.
Αντιπολιτευτική μικρόνοια
Ήταν αναμενόμενο, νομίζω, το Μακεδονικό ζήτημα, εφόσον επανήλθε στο τραπέζι, να περάσει γρήγορα στην εσωτερική πολιτική. Με τα ως τώρα δεδομένα, πόσο, θεωρείς ότι θα δυσκολέψει αυτό να ωριμάσει και να βρεθεί λύση;
Η σύνδεση των εθνικών προβλημάτων με την εσωτερική πολιτική είναι κανόνας. Να σημειώσουμε όμως δυο πράγματα. Πρώτο, ότι από την Μεταπολίτευση και έπειτα, όλα τα κόμματα που εναλλάσσονται στην εξουσία, αποδέχονται τους βασικούς προσανατολισμούς της εξωτερικής πολιτικής, με μικρές και συγκυριακές διαφορές. Δεν ήταν δηλαδή διαφορές που να εκφράζουν και να προκαλούν την αλληλεξάρτηση εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής. Το δεύτερο είναι ότι το Μακεδονικό ήταν εξαρχής φορτισμένο ζήτημα και στην εσωτερική πολιτική. Λ.χ. στον Μεσοπόλεμο, οι περισσότεροι από όσους Σλαβομακεδόνες δεν είχαν εκδιωχθεί και επεδίωκαν την ένταξή τους στην Ελλάδα, εντάχθηκαν στο αντιβενιζελικό-φιλομοναρχικό στρατόπεδο. Την ίδια εποχή το ΚΚΕ είχε θέσει θέμα αυτονόμησης της Μακεδονίας, πράγμα που είχε προκαλέσει τεράστια αντίδραση. Την εποχή του εμφυλίου πολέμου, οι αριστεροί καταδιώκονταν ως «εαμοσλάβοι». Ταυτόχρονα, δημιουργήθηκε ένα πολιτικό προσωπικό που διεκδικούσε την κληρονομιά των «μακεδονομάχων» σε όλα τα κόμματα. Στη Βόρεια Ελλάδα αυτή ήταν η ραχοκοκαλιά του αστισμού της. Το ΠΑΣΟΚ σήκωσε πολύ ψηλά το θέμα και το έκανε θέμα εσωτερικής πολιτικής, ακολουθώντας μια φιλοσερβική πολιτική και παίζοντας το χαρτί του ονόματος με το εμπάργκο της ΠΓΔΜ το 1994. O Σαμαράς ανέτρεψε την κυβέρνηση Μητσοτάκη καιροσκοπώντας στη δημιουργία ενός ούλτρα εθνικιστικού κόμματος, της Πολιτικής Άνοιξης. Σήμερα εκπλήσσει μεν ότι ο υιός Μητσοτάκης αρνείται την κληρονομιά του πατρός, αλλά στόχος της αντιπολίτευσης είναι να ανατραπεί η κυβέρνηση με κάθε τρόπο. Ακόμη και σε βάρος των μακροπρόθεσμων λύσεων που θα ωφελούσαν την ίδια την αντιπολίτευση όταν θα έρθει η ώρα της να κυβερνήσει, όπως συμβαίνει στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες. Γιατί αν η ΝΔ δεν συναινέσει τώρα στη λύση του προβλήματος θα το βρει μπροστά της όταν θα έρθει η σειρά της να κυβερνήσει. Και με χειρότερους όρους. Είναι δυνατό να επικρατεί τόση μικρόνοια, ώστε το μείζον και διαρκές να θυσιαστεί στο έλασσον άμεσο;
Η ΝΔ δυσκολεύεται να τοποθετηθεί με σαφήνεια, ή με βάση πιο αυστηρούς όρους. Πόσο κατά την γνώμη σου αυτό έχει μικροπολιτική στόχευση και πόσο έχει ιδεολογική βάση;
Είναι και τα δυο. Η ΝΔ προσπαθεί να ζεύξει δυο τάσεις, αφενός τη συντηρητική παραδοσιακή, ένα ακροατήριο άλλωστε που διεκδικούν και τα άλλα δεξιά ή δεξιότερα κόμματα, και ένα νεοφιλελεύθερο με δυσανεξία ως προς τα παραδοσιακά ερείσματα, πέραν όσων μπορεί να χρησιμοποιήσει εργαλειακά: νόμος και τάξη, νεοδαρβινισμός. Η ηγεσία ξέρει και καταλαβαίνει τις διαστάσεις του προβλήματος, αλλά στοιχηματίζει σε πιθανότητες. Βέβαια, το παιχνίδι αυτό δεν είναι αβλαβές, γιατί χρησιμοποιείται η δημαγωγία. Εύκολα βγαίνει από το μπουκάλι, αλλά δύσκολα μαζεύεται. Η πλειοδοσία στα εθνικά είναι η χειρότερη μορφή της. Ενδημική στην Ελλάδα, αλλά με ιδιαίτερη δυναμική σε μια εποχή που ευνοεί τη ροπή προς τον ακροδεξιό εθνικισμό. Και επειδή τα τελευταία χρόνια εκτοξευόταν προς την Αριστερά η κατηγορία του Εθνολαϊκισμού, τώρα καταλαβαίνει κανείς ότι πρόκειται για free floating signifier (ελεύθερα κυμαινόμενο σημαίνον).
Οι μεταβολές της εποχής
Σημειώνεις στο άρθρο σου στην «Εφημερίδα των Συντακτών» ότι όλες τις πολιτικές δυνάμεις τέμνει μια διαχωριστική γραμμή που αφορά τα εθνικά θέματα. Πόσο άλλαξε αυτό σε σχέση με το 1992; Δεν δυσκολεύει αυτό και σήμερα περισσότερο την ΝΔ;
Η διαχωριστική γραμμή γύρω από τα εθνικά θέματα τέμνει οριζοντίως τα κόμματα, αλλά και την ελληνική κοινωνία. Είναι ιστορικά ενδιαφέρον γιατί συμβαίνει αυτή η τομή. Ο Φίλιππος Ηλιού, όταν είχε ξεσπάσει το νέο Μακεδονικό στις αρχές της δεκαετίας του '90 μιλούσε για τις «αρχαϊκότητες» της ελληνικής κοινωνίας. Πράγματι, το εθνικιστικό κύμα της δεκαετίας του 1990 προκάλεσε έκπληξη σε μια Ελλάδα που βρισκόταν ακόμη στο προοδευτικό πνεύμα της μεταπολίτευσης και των αλλαγών που πράγματι είχε προωθήσει το ΠΑΣΟΚ. 'Η που νόμιζε ότι βρισκόταν εκεί. Αλλά στις σχεδόν τρεις δεκαετίες από τότε, είδαμε στην Ευρώπη τον εθνικισμό και την άκρα δεξιά να καλπάζει. Δεν ήταν η αναβίωση των ιδεολογικών αρχαϊκοτήτων, αλλά μια ισχυρή αντίδραση στην παγκοσμιοποίηση και στον χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό που διαλύει τις κανονικότητες του μεταπολεμικού συμβολαίου και τις νοοτροπίες που βασίζονταν σε αυτές. Στο βαθμό που το κράτος πρόνοιας βασιζόταν στο εθνικό κράτος, τα απεικάσματα της εθνικής κυριαρχίας, η αναδίπλωση στην εθνική ιδεολογία λειτούργησε ως μορφή ψυχολογικής υπεραναπλήρωσης. Θα πρέπει να δούμε τις αρχαϊκότητες όχι ως επιβιώσεις, αλλά ως αντιδράσεις στις μεταβολές της εποχής. Αυτές οι μεταβολές επηρεάζουν κόσμο που ανήκει σε όλα τα μαζικά κόμματα. Η εθνικιστική αναδίπλωση εκφράστηκε και τότε σε όλα τα κόμματα, και συνεχίζει να εκφράζεται σήμερα γιατί έχει πλέον εγκατασταθεί στο κέντρο του ιδεολογικού αστερισμού. Η κρίση άλλωστε βιώθηκε κυρίως ως προσβολή της εθνικής αξιοπρέπειας. Και ήταν προσβολή του αισθήματος αξιοπρέπειας που διεύρυνε το ακροατήριο όσων μιλούσαν για επιβουλή εναντίον της Ελλάδας. Τι είναι π.χ. η λαϊκή δεξιά, ένα μέρος της οποίας ανήκει στη ΝΔ, ένα άλλο στους ΑΝΕΛ; Και στην Αριστερά αναπτύχθηκαν ισχυρές παρόμοιες τάσεις. Από την άλλη πλευρά, έχει αναπτυχθεί το κίνημα των δικαιωμάτων, η υποστήριξη του αυτοπροσδιορισμού, η κριτική στους παραδοσιακούς ρόλους των φύλων, η κριτική στην οικογένεια, στις παραδοσιακές ιεραρχημένες κοινωνικότητες. Και αυτή η τάση είναι διάχυτη στα κόμματα. Σε άλλα κόμματα ως έκφραση του νεοφιλελευθερισμού, σε άλλα, όπως στα κόμματα και στους σχηματισμούς της αριστεράς, συνδεδεμένη με την κριτική στο νεοφιλελευθερισμό. Πολλές φορές οι ιδεολογικές συγγένειες σε ορισμένα ζητήματα είναι περισσότερο στενές σε ομάδες ανάμεσα στα κόμματα, παρά εντός του ίδιου κόμματος. Υπάρχουν, όμως, ζητήματα στα οποία οι ιδεολογικές συγγένειες διασπώνται. Το κοινωνικό ζήτημα, η υποστήριξη των φτωχών τάξεων και των μεταναστών αφενός, τα δικαιώματα αυτοπροσδιορισμού, ο αντι-εθνικισμός, ο φεμινισμός και τα κινήματα που διεκδικούν τον σεξουαλικό αυτοπροσδιορισμό αφετέρου, τέμνονται, δημιουργώντας τουλάχιστον τέσσερις βασικές υποκατηγορίες, και πολλές μικρότερες αποχρώσεις, οι οποίες έχουν διασπαρθεί σε όλες ανεξαιρέτως τις πολιτικές δυνάμεις, και στην Αριστερά.
Και η Αριστερά για το Μακεδονικό, τι ευθύνες έχει;
Η Αριστερά στην Ελλάδα έμαθε το μάθημα από τις προηγούμενες θέσεις της στο Μακεδονικό, που την είχαν απομονώσει ως προδοτική, και στα 1990 ήταν εξαιρετικά επιφυλακτική. Το μεν ΚΚΕ ξέφευγε με γενικότητες, το δε ΚΚΕ εσ. τότε απέφευγε τη διαφοροποίηση από τα άλλα κόμματα. Διαφοροποιήθηκε στη συνέχεια, και νομίζω ότι κομβική στιγμή ήταν η συγκέντρωση που οργάνωσε το περιοδικό Πολίτης στο Πάντειο, 6 Μαίου 1992 (ομιλητές: Φ. Ηλιού, Αγγ. Ελεφάντης, Σπ. Ασδραχάς, Β. Παναγιωτόπουλος, και εγώ) η διακήρυξη των 169 και η αρθρογραφία που ακολούθησε (βλ. και «Ο Ιανός του Εθνικισμού και η ελληνική βαλκανική πολιτική» εκδ. Πολίτης 1993) Στη συνέχεια διαφοροποιήθηκαν και οι κοινοβουλευτικοί εκπρόσωποι της.
Ο γεωπολιτικός παράγοντας είναι παρών
Έχεις υποστηρίξει ότι το ζήτημα της επιδίωξης λύσης στο Μακεδονικό συνδέεται με την στρατηγική που πρέπει να έχει η Ελλάδα στην παγκόσμια σκακιέρα μετά την κρίση. Το ίδιο ισχύει, όπως εδώ, και για τα Βαλκάνια. Πώς μεταφράζεται αυτό σε πρωτοβουλίες από την πλευρά της Ελλάδας;
Κοιτάξτε τον σημερινό χάρτη της περιοχής: Κατακερματισμός μικρών κρατών της πρώην Γιουγκοσλαβίας: Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Μαυροβούνιο, Κόσσοβο, ΠΓΔΜ με προβληματική οικονομική βιωσιμότητα, αλλά μεγάλες μειονότητες και σχεδόν αγεφύρωτες εθνοτικές διαφορές με προϊστορία εχθροτήτων. Τι πρέπει όμως να κάνει μια χώρα σαν την Ελλάδα; Η ύπαρξη ενός σταθερού γεωγραφικού περιβάλλοντος, η οικονομική αναβάθμιση της περιοχής, η ενίσχυση έργων στην περιοχή που να συνδέουν την Ελλάδα με την κεντρική και ανατολική Ευρώπη, συνεπάγονται μια πολιτική φιλική προς τους γείτονες, μια πολιτική σταθεροποίησης και δημιουργίας αισθήματος ασφάλειας. Μικροπροβλήματα πάντοτε υπάρχουν μεταξύ γειτόνων, το ζήτημα είναι οι μείζονες επιδιώξεις. Γι αυτό μιλάμε για στρατηγική.
Μπορούμε να πούμε, ότι όταν άρχισε το ζήτημα, το 1992, υπήρχε η «εθνική αφύπνιση» στην Ευρώπη, ενώ τώρα έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα τα γεωπολιτικά, οικονομικά;
Και τότε και τώρα ο γεωπολιτικός παράγοντας είναι παρών. Βέβαια τότε το επίδικο ήταν το κενό που άφησε η ενωμένη Γιουγκοσλαβία. Σήμερα, τα διακυβεύματα έχουν μετατοπιστεί, στα σύνορα Ουκρανίας-Ρωσίας, στη Συρία και στην κοιλάδα του Ευφράτη. Υπάρχουν επίσης καινούργια, όπως το μεταναστευτικό ρεύμα. Ειδικότερα ως προς τα Βαλκάνια από όπου διέρχεται αυτό το ρεύμα, υπάρχουν δύο επιλογές: Πλησιέστερα προς τις χώρες του Βίσεγκραντ ( Τσεχία, Ουγγαρία, Πολωνία , Σλοβακία), ή προς την Ευρώπη του Νότου (Ελλάδα-Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Κύπρος και Μάλτα); Εδώ η Ελλάδα έχει να παίξει ένα μείζονα ρόλο.
Υπάρχει το έδαφος σήμερα για μεγάλα συλλαλητήρια ή για συγκρότηση ενός τόξου εθνο-πατριωτικού; Άρχισε να κινείται και η Εκκλησία. Η ΝΔ θα μπορέσει να «παίξει» με ένα τέτοιο ρεύμα χωρίς να χάσει τα πιο μετριοπαθή στρώματα;
Η άκρα δεξιά έπαιξε με τρία κόμματα που εμφανίστηκαν διαδοχικά: την Πολιτική Άνοιξη, το ΛΑΟΣ και τη Χρυσή Αυγή. Δεν είναι μικρό το ποσοστό της τελευταίας. Νέο κόμμα, τύπου «Λίγκα του Βορρά», δεν βλέπω. Φυσικά παραμένει το άγχος της ΝΔ πώς δεν θα χάσει στο ζήτημα αυτό τα στρώματα που γαλουχήθηκαν με τις ιδέες του Μακεδονικού. Όσο για την ελλαδική εκκλησία υιοθετεί τη θέση της σερβικής εκκλησίας. Ενδοεκκλησιατικές έριδες ορίων και δικαιοδοσίας που επενδύονται με εθνική ρητορική. Ξένα προς το γράμμα και το πνεύμα του χριστιανισμού.
Η προϋπόθεση της λύσης
Ο Ελεφάντης σε ένα του άρθρο στον «Πολίτη» (τεύχος 120) ανησυχούσε για το «εθνικό άγχος» που τότε είχε διαμορφωθεί, τον υπορρέοντα ή και δηλωμένο εθνικισμό λόγω του Μακεδονικού με κίνδυνο να οδηγήσει και στην εθνική ταπείνωση. Αυτό πόσο έχει ξεπεραστεί τώρα;
Έχουμε διέλθει από την εθνική ταπείνωση στη διάρκεια της κρίσης, χωρίς να απαλλαγούμε από το «εθνικό άγχος». Η προϋπόθεση της λύσης είναι η διασφάλιση της αμοιβαιότητας και του αισθήματος αξιοπρέπειας. Αλλά προϋπόθεση της προϋπόθεσης είναι να αναγνωρίσουμε πώς έχουν τα πράγματα. Το όνομα Νέα Μακεδονία, αν υποθέσουμε ότι έχει γίνει αποδεκτό και από τις δυο πλευρές, φαίνεται πως θα μπορούσε να εξασφαλίσει αυτή την αμοιβαιότητα.
Η ελληνική Μακεδονία έγινε ελληνική
Μία ιστορική αναδρομή
Ο Φίλιππος Ηλιού σε μια συνέντευξή του, στον Νίκο Φίλη, στην «Εποχή» (21/2/1993) –όπου, θυμίζω, διατύπωσε τη γνωστή του θέση ότι η ελληνική Μακεδονία έγινε ελληνική τον διανυόμενο αιώνα– διατύπωσε την ιδέα ότι η χώρα μας, στην κρίση τότε, «θα μπορούσε να έχει, όχι έναν ανώτερο ρόλο, αλλά έναν πρόσκαιρο οδηγητικό, υπό τον όρο ότι θα έπαιζε το παιχνίδι της σύγκλισης και του σεβασμού των ιδιαιτεροτήτων και όχι το παιχνίδι της αντιπαλότητας». Αυτή η ιδέα δεν μας χρειάζεται ως οδηγός και σήμερα; Υπάρχουν διατυπώσεις ανώτατων εκπροσώπων της κυβέρνησης που εκφράζουν αυτό το πνεύμα, αλλά και άλλες που απομακρύνονται από αυτό όπως ότι δημιουργείται «νέα δυναμική για την χώρα μας στην ευρύτερη περιοχή».
Τι σημαίνει «η ελληνική Μακεδονία έγινε ελληνική»; Ιστορικά, η Μακεδονία ήταν μια γεωγραφική περιοχή στην καρδιά των Βαλκανίων με ασαφή όρια στην οποία, στη διάρκεια της ιστορίας, συνεμείχθησαν πολλοί λαοί. Οι υπήκοοι του Φίλιππου και του Αλεξάνδρου με τις φυλές που κατέκτησαν, οι έποικοι από άλλες ελληνικές πόλεις και οι Ρωμαίοι, οι Σλάβοι, οι Βούλγαροι, οι Αλβανοί, οι Οθωμανοί ,οι Βλάχοι, οι Εβραίοι και πολλοί άλλοι. Στις πόλεις ακούγονταν κυρίως ελληνικά, τούρκικα, λαντίνο. Στα χωριά κυρίως σλάβικα, αλβανικά και βλάχικα. Υπήρχαν χωριά χριστιανικά, χωριά μουσουλμανικά και μεικτά. Οι ελληνικοί πληθυσμοί ήταν πυκνότεροι προς το νότο και τα παράλια του Αιγαίου, σπάνιζαν στο Βορρά. Στην ίδια τη Θεσσαλονίκη οι Έλληνες ήταν το ένα τρίτο του πληθυσμού. Ακόμη λιγότεροι οι σλαβόφωνοι. Καθώς αναπτύχθηκαν εθνικά κράτη γύρω από τη Μακεδονία, τα τέλη του 19ου αιώνα και κυρίως στους Βαλκανικούς πολέμους, έγινε μια σκληρή και πολύνεκρη διαμάχη για την απόκτηση της Μακεδονίας και για τον προσδιορισμό της ταυτότητας των κατοίκων της. Η Ελλάδα πήρε την νότια Μακεδονία, η Βουλγαρία την ανατολική, η Σερβία την κεντρική και βόρεια. Οι Έλληνες κατέβαλαν σύντονες προσπάθειες να εξελληνίσουν την νότια Μακεδονία, και το κατάφεραν μεταφέροντας εκεί τους πρόσφυγες του Πόντου και της Μικρασίας, και οι Βούλγαροι κατάφεραν αντίστοιχα να εκβουλγαρίσουν το ανατολικό κομμάτι της. Στην Μακεδονία που περιήλθε στην Γιουγκοσλαβία, δημιουργήθηκε ένα εθνικό κίνημα Μακεδόνων το οποίο είχε ρίζες στις αρχές του 20ου αιώνα, μέσα από πολύπλοκες σχέσεις με το βουλγαρικό εθνικό κίνημα. Μέσα από την ομοσπονδιακή διαίρεση του κράτους, στα 1990 προέκυψε η σημερινή Δημοκρατία της Μακεδονίας με δυο συνιστώσες, την σλαβόφωνη-χριστιανική και την αλβανόφωνη-μουσουλμανική. Επομένως, η ελληνική Μακεδονία δεν ήταν, αλλά έγινε ελληνική, όπως η βουλγαρική Μακεδονία έγινε βουλγαρική. Έτσι, και η δημοκρατία της Μακεδονίας έγινε μακεδονική. Αλλά το κυριότερο εθνολογικής φύσεως πρόβλημα της είναι η εθνική ενοποίηση των δύο συνιστωσών, της, δηλαδή της σλαβόφωνης-ορθόδοξης πλειονότητας και της αλβανόφωνης-μουσουλμανικής μειονότητας. Η υιοθέτηση εθνικών ονομάτων οφείλει να υπηρετεί τη σταθερότητα και τη συμφιλίωση, τη δημιουργία ενός, κατά το εφικτόν, «εθνικού εμείς» που να χωράει όλους. Για το λόγο αυτό η έμφαση σε γεωγραφικούς και όχι εθνοτικούς προσδιορισμούς (όπως λ.χ. σλαβομακεδόνες κλπ). Μια παρόμοια αντίληψη φαίνεται να καλλιεργεί και η μνημειακή και μουσειακή πολιτική στην ΠΓΔΜ. Θεωρούμε δικό μας ό,τι άνθισε και πέρασε από τον τόπο αυτό, από την προϊστορία έως σήμερα. Αυτή η θέση κυριαρχεί και στο μεγάλο μουσείο στο κέντρο της πόλης, αλλά και στον μνημειακό της διάκοσμο. Σε αντίθεση λ.χ. με το παλιότερης σύλληψης εθνολογικό μουσείο, ή την παλιά γειτονιά όπου κυριαρχούν οι οθωμανικές –μουσουλμανικές κληρονομιές. Το ζήτημα επομένως δεν είναι αν θα αποκαθηλώσουν τον Αλέξανδρο, άλλωστε πολλές χώρες στην κεντροανατολική Ευρώπη μοιράζονται σύμβολα και προσωπικότητες, αλλά να ενσωματώσουν επίσης οθωμανικές και αλβανικές κληρονομιές. Αυτό κατά τη γνώμη μου είναι το ουσιαστικότερο για τη σταθερότητα της χώρας.
*Δημοσιεύτηκε στην "Εποχή" στις 14/1/2018.