Παρασκευή, 08 Νοέμβριος 2024

Η παγκοσμιοποίηση της ανεργίας και τα αίτια της

Σε μία από τις σπάνιες συζητήσεις της με δημοσιογράφους, το 1984, η Μάργκαρετ Θάτσερ είχε παραδεχθεί ότι η ανεργία των νέων ήταν ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα, με απρόβλεπτες κοινωνικές προεκτάσεις. «Οι νέοι δεν πρέπει να μένουν αργόσχολοι. Είναι πολύ κακό γι αυτούς», τόνιζε η τότε πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρεταννίας και, λίγες ημέρες αργότερα, το περιοδικό The Economist έγραφε ότι «λίγα πράγματα είναι τόσο κακά για την κοινωνία όσο να αφήνει τους νέους της μετέωρους». Λίγα χρόνια αργότερα, το ίδιο περιοδικό τόνιζε σε ειδικό αφιέρωμά του: «Όσοι ξεκινούν την διαδρομή τους με επίδομα ανεργίας, είναι πιθανότερο να μεγαλώσουν με μικρότερο εισόδημα και με συχνότερες περιόδους ανεργίας, καθώς στα χρόνια που ο άνθρωπος διαμορφώνεται έχουν λιγότερες ευκαιρίες να αποκτήσουν δεξιότητες και να αναπτύξουν την αυτοπεποίθησή τους».
Σήμερα, η παρατήρηση αυτή είναι επίκαιρη όσο ποτέ άλλοτε για τον απλό λόγο ότι, σε παγκόσμιο επίπεδο, οι νέοι χωρίς δουλειά είναι περισσότεροι παρά ποτέ. Τα στοιχεία του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Αναπτύξεως (ΟΟΣΑ) δείχνουν ότι 26,5 εκατομμύρια νέοι άνθρωποι στις ηλικίες 15-24 ετών, κυρίως στις αναπτυγμένες χώρες, βρίσκονται σήμερα χωρίς εργασία, χωρίς συμμετοχή στο εκπαιδευτικό σύστημα και χωρίς να ακολουθούν κάποια προγράμματα κατάρτισης. Επίσης, πάντα κατά τον ΟΟΣΑ, ο αριθμός των ανέργων νέων, από το 2007 που ξέσπασε η χρηματοοικονομική κρίση στις ΗΠΑ έως και το τέλος του 2012, σημείωσε αύξηση 30%, με τον ανοδικό ρυθμό να συνεχίζεται. Από την πλευρά της, η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας (ΔΟΕ) αναφέρει ότι, ανά τον κόσμο, 75 εκατομμύρια νέοι βρίσκονται σε αναζήτηση εργασίας. Οι μελέτες της Παγκόσμιας Τράπεζας, πάλι, αναφέρουν ότι στις αναδυόμενες χώρες 262 εκατομμύρια νέοι βρίσκονται οικονομικά ανενεργοί. Ανάλογα δε με το πώς μετράει κανείς τα πράγματα, ο αριθμός των νέων που είναι χωρίς δουλειά είναι περίπου όσος ο πληθυσμός των ΗΠΑ (311 εκατομμύρια).
Στην βάση των παραπάνω ποσοτικών δεδομένων –τα οποία, ωστόσο, δεν έχουν κανέναν ποιοτικό χαρακτήρα– επισημαίνεται ότι δύο ζητήματα παίζουν μεγάλο ρόλο. Πρώτον, η επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητος έχει μειώσει την ζήτηση εργασίας, ενώ είναι ευκολότερο να αναβάλει κανείς την πρόσληψη νέων απ' ό,τι να απολύσει εργαζόμενους μεγαλύτερης ηλικίας. Δεύτερον, στις αναπτυσσόμενες οικονομίες η αύξηση του πληθυσμού είναι ταχύτερη σε εκείνες τις χώρες που έχουν δυσλειτουργική αγορά εργασίας, όπως είναι η Ινδία ή η Αίγυπτος.
Αποτέλεσμα: Ένα «τόξο ανεργίας» έχει δημιουργηθεί από την νότια Ευρώπη και την βόρειο Αμερική μέχρι την Μέση Ανατολή και την νότια Ασία. Στο τόξο αυτό, η ύφεση των πλουσίων χωρών έρχεται και συναντάται με τον σεισμό των νεότερων γενεών που παρατηρείται στον φτωχό κόσμο. Στην βάση της λογικής αυτής δίδονται και σχετικές ερμηνείες για τα γεγονότα στον αραβικό κόσμο, όπως και για την άνοδο της εγκληματικότητος στον ευρωπαϊκό νότο.
Ωστόσο, πέρα από τις ερμηνείες, στο ερώτημα με ποιους τρόπους μπορεί να ανατραπεί αυτή η οδυνηρή κατάσταση, οι απαντήσεις δεν ξεφεύγουν από τα ιδεολογικά και οικονομοτεχνικά καλούπια των ετών του περασμένου αιώνα. Δεν είναι λίγοι έτσι αυτοί που ισχυρίζονται ότι ο πλέον πρόσφορος τρόπος αντιμετώπισης αυτού του προβλήματος είναι η επανεκκίνηση της ανάπτυξης. Αυτό είναι ευκολότερο να το λέει κανείς, παρά να το κάνει –και ούτως ή άλλως μια τέτοια απάντηση είναι μερική και μόνον. Χώρες που αντιμετωπίζουν το μεγαλύτερο πρόβλημα (όπως η Ισπανία ή η Αίγυπτος) έπασχαν από ανεργία ακόμη και όταν οι οικονομίες τους αναπτύσσονταν.
Παράλληλα, στα τελευταία χρόνια της ύφεσης και της ανόδου της ανεργίας οι περισσότερες σοβαρές εταιρείες δεν έχουν πάψει να παραπονούνται ότι δεν βρίσκουν νέους εργαζόμενους που να διαθέτουν τις κατάλληλες δεξιότητες. Αυτά υπογραμμίζουν την μεγάλη σημασία δύο άλλων παραγόντων: της μεταρρύθμισης των αγορών εργασίας και της βελτίωσης της εκπαίδευσης. Πρόκειται για γνώριμες συνταγές, οι οποίες όμως θα έπρεπε να εφαρμόζονται και με καινούργιο δυναμισμό, αλλά και με καινούργιες προσεγγίσεις.
Και στο σημείο αυτό υπάρχει τρομερό πρόβλημα, που είναι βεβαίως ιδιαίτερα επίκαιρο και στην Ελλάδα. Όμως μάς τόνιζε πριν δύο μήνες περίπου σε μία ειδική εκδήλωση στις Βρυξέλλες ο κ. Ντόμινικ Μπάρτον, διευθύνων σύμβουλος της γνωστής εταιρείας συμβούλων McKinsey, «το πολύ σοβαρό πρόβλημα της ανεργίας προσλαμβάνει σχεδόν μόνιμο χαρακτήρα εκ του γεγονότος ότι πολλοί νέοι στερούνται δεξιοτήτων που απαιτεί η αγορά εργασίας, σε έναν κόσμο που διαθέτει πολύ λίγους εξειδικευμένους εργάτες».
Πρόκειται ξεκάθαρα για ένα σημαντικό ζήτημα που αφορά τις επιχειρήσεις. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της McKinsey σε περισσότερους από 4.500 νέους, 2.700 εργοδότες και 900 εκπαιδευτικά ιδρύματα σε οκτώ χώρες, περίπου το 40% των εργοδοτών δήλωσε ότι δυσκολεύεται να καλύψει κενές θέσεις εργασίας σε κατώτερα κλιμάκια επειδή οι υποψήφιοι στερούνται επαρκών προσόντων. Περίπου το 45% των νέων δήλωσε ότι η θέση εργασίας όπου απασχολείται δεν έχει σχέση με αυτό που σπούδασε. Από αυτό δε το ποσοστό, περισσότεροι από τους μισούς βλέπουν την δουλειά τους σαν προσωρινή και σκοπεύουν να αποχωρήσουν. «Αν δεν βρεθεί λύση στο φαινόμενο αυτό, προβλέπουμε ότι η αναντιστοιχία προσφοράς και ζήτησης στην αγορά εργασίας μέχρι το 2020 θα προκαλέσει έλλειμμα 85 εκατομμυρίων εργαζομένων σε μέσες και υψηλές δεξιότητες», τονίζει ο κ. Ντόμινικ Μπάρτον.
Σχολιάζοντάς μας τις απόψεις αυτές, ο Βρεταννός καθηγητής και σύμβουλος επιχειρήσεων κ. Ίαν Σίνιορ μάς είπε ότι η ανεργία των νέων βρίσκεται συχνά στο χειρότερό της επίπεδο στις χώρες που διαθέτουν άκαμπτη αγορά εργασίας. Τα καρτέλ που υπάρχουν σε ορισμένους κλάδους, η υψηλή φορολογική επιβάρυνση επί των προσλήψεων, οι άκαμπτοι κανόνες σε επίπεδο απολύσεων, οι υψηλοί κατώτατοι μισθοί –όλα αυτά καταδικάζουν τους νέους να μένουν χωρίς απασχόληση. Η Νότιος Αφρική εμφανίζει από τα χειρότερα δεδομένα ανεργίας στα νότια της Σαχάρας, εν μέρει λόγω των ισχυρών συνδικάτων και των άκαμπτων νόμων της σε θέματα πρόσληψης και απόλυσης. Πολλές από τις χώρες του τόξου νεανικής ανεργίας θεσπίζουν υψηλούς κατώτατους μισθούς και υψηλούς φόρους στην απασχόληση. Η Ινδία διαθέτει κάπου 200 νόμους για την απασχόληση και την αμοιβή εργασίας.
Προκειμένου να υπάρξει αντιμετώπιση της ανεργίας των νέων, κρίσιμη σημασία έχει η αποικοδόμηση των ρυθμίσεων της αγοράς εργασίας. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν θα αρκέσει από μόνο του. Η Μεγάλη Βρεταννία διαθέτει ελαστική αγορά εργασίας, αλλά εμφανίζει και υψηλή ανεργία των νέων. Σε χώρες που έχουν καλύτερες επιδόσεις σε αυτό το μέτωπο, οι κυβερνήσεις αναλαμβάνουν ενεργότερο ρόλο στην ανεύρεση εργασίας σε όσους παλεύουν να τα βγάλουν πέρα. Η Γερμανία, όπου παρατηρείται το δεύτερο χαμηλότερο ποσοστό ανεργίας των νέων του πλούσιου κόσμου, πληρώνει από δημόσιους πόρους ένα ποσοστό της αμοιβής των μακροχρόνια ανέργων επί δύο χρόνια μετά την πρόσληψή τους. Στις βόρειες χώρες οι νέοι έχουν στην διάθεσή τους «εξατομικευμένα σχέδια» προκειμένου να βρίσκουν θέση εργασίας ή ευκαιρία κατάρτισης.
Αυτές οι παρατηρήσεις, όμως, φαίνεται δεν έχουν μοναδικό χαρακτήρα. κατά την McKinsey, η έρευνά της αποδεικνύει ότι το 70% των εργοδοτών απέδωσε την έλλειψη εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού στην ανεπαρκή κατάρτιση. Από την άλλη πλευρά, το 70% των εκπαιδευτικών φορέων θεωρεί ότι προετοιμάζει επαρκώς τους σπουδαστές για να βγουν στην αγορά εργασίας. Επιπροσθέτως, οι εργοδότες διαμαρτύρονται ότι λιγότεροι από το 50% των νέων που έχουν προσλάβει διαθέτουν δεξιότητες επίλυσης προβλημάτων, όμως τα δύο τρίτα των νέων πιστεύουν ότι διαθέτουν τις συγκεκριμένες δεξιότητες. Οι συνθήκες είναι τέτοιες που περίπου το 60% των νέων δηλώνει ότι θα πλήρωνε περισσότερα για την εκπαίδευσή του προκειμένου να αυξήσει τις πιθανότητες να εξασφαλίσει μία ελκυστική θέση εργασίας. Από την πλευρά του, το 70% των εργοδοτών υποστηρίζει ότι θα πλήρωνε περισσότερα για να προσελκύσει τα κατάλληλα ταλέντα, αν μπορούσε να τα βρει.
Είναι όμως αυτό το πρόβλημα; Και ναι, και όχι. Οι ειδικοί του ΟΟΣΑ ανεπισήμως τονίζουν ότι, με βάση τις εμπειρίες τους, εκείνο που μετράει στην εκπαίδευση δεν είναι τόσο ο αριθμός των ετών σπουδών που συμπληρώνει κάποιος, όσο το περιεχόμενό τους. Αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται να επεκταθούν οι σπουδές θετικών επιστημών και τεχνολογίας, αλλά και να γεφυρωθεί το χάσμα ανάμεσα στον κόσμο της εκπαίδευσης και τον κόσμο της εργασίας –για παράδειγμα, με την αναβάθμιση της επαγγελματικής και τεχνικής εκπαίδευσης και με την δημιουργία στενότερων δεσμών μεταξύ σχολείων και επιχειρήσεων. Αυτό ακριβώς έχει πετύχει το, μακράς παράδοσης, γερμανικό σύστημα επαγγελματικής εκπαίδευσης και μαθητείας. Και άλλες χώρες, ωστόσο, ακολουθούν αυτό το πρότυπο: η Νότιος Κορέα εγκαθίδρυσε σχολές «μαστόρων», η Σιγκαπούρη έδωσε ώθηση στις τεχνολογικές σχολές, ενώ και η Μεγάλη Βρεταννία επεκτείνει τα προγράμματα μαθητείας και προσπαθεί να βελτιώσει την τεχνική εκπαίδευση.
Η γεφύρωση του χάσματος, πάντως, θα χρειαστεί και αλλαγή στάσης από μέρους των επιχειρήσεων. Ορισμένες εταιρείες (από την Rolls Royce και την IBM μέχρι την McDonald's και την Premier Inn) αναθεωρούν τα προγράμματα κατάρτισής τους –όμως, ο φόβος ότι τους καταρτισμένους υπαλλήλους θα τους αρπάξουν οι ανταγωνιστές αποθαρρύνει συχνά τις εταιρείες να επενδύσουν στους νέους. Υπάρχουν, βέβαια, τρόποι για να ξεπεραστεί το πρόβλημα: λόγου χάρη, μπορεί να υπάρξει συνεργασία ομάδων επιχειρήσεων με πανεπιστήμια για τον σχεδιασμό των προγραμμάτων κατάρτισης.
Ας σημειωθεί ότι το κόστος της κατάρτισης τα τελευταία χρόνια έχει περιοριστεί χάρη στην τεχνολογία, με αποτέλεσμα προγράμματα βασισμένα σε παιχνίδια με κομπιούτερ να παρέχουν εικονική εμπειρία στους νέους, ενώ διαδικτυακά μαθήματα μπορούν να βοηθήσουν τους μαθητευόμενους να συνδυάζουν την κατάρτιση στον χώρο δουλειάς με την ακαδημαϊκή γνώση.
Τέτοιες θεραπείες, παρά την παγκοσμιοποίηση της ανεργίας, εμπνέουν μια κάποια αισιοδοξία. Σε πολλές αναπτυγμένες και αναδυόμενες χώρες, υπάρχουν κυβερνήσεις που προσπαθούν να αντιμετωπίσουν την ασυμβατότητα που παρατηρείται μεταξύ εκπαίδευσης και αγοράς εργασίας. Οι επιχειρήσεις αρχίζουν να αναλαμβάνουν περισσότερες ευθύνες όσον αφορά στην επένδυση στους νέους. Παράλληλα, η τεχνολογία βοηθά στον εκδημοκρατισμό τόσο της εκπαίδευσης όσο και της κατάρτισης. Ο κόσμος έχει τώρα την ευκαιρία να ανοίξει τον δρόμο σε μία επανάσταση της εκπαίδευσης και της κατάρτισης, που να ανταποκρίνεται στο μέγεθος του προβλήματος.
Και ενώ όλα αυτά συμβαίνουν σε οικουμενικό επίπεδο, στην χώρα μας –που είναι ουραγός σε έρευνα και ανάπτυξη– η παιδεία ακόμη διώκεται και επιπλέον τής απαγορεύεται να πάρει μέρος και στα αναπτυξιακά προγράμματα του ΕΣΠΑ!!!

"Αυτή είναι η καλύτερη λύση για το ελληνικό χρέος”

Συνέντευξη του Barry Eichengreen

Η απόφαση των Ευρωπαίων να μεταθέσουν τις τελικές αποφάσεις για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους για μετά το καλοκαίρι, θέλοντας να αποφύγουν τις "τριβές" με τους ψηφοφόρους ενόψει των ευρωεκλογών, είναι λυπηρή, καθώς το μόνο που καταφέρνει είναι να αναβάλλει το αναπόφευκτο και να αναγκάζει την Τρόικα να καλύψει με κάποιο... μαγικό τρόπο το χρηματοδοτικό κενό της ελληνικής κυβέρνησης.
Αυτό αναφέρουν σε άρθρο τους στην ιστοσελίδα VOX, οι οικονομολόγοι Barry Eichengreen, Peter Allen και Gary Evan. Το Capital.gr επικοινώνησε με τον καθηγητή του Berkeley και διάσημο οικονομολόγο Barry Eichengreen, ο οποίος έδωσε απαντήσεις σε σημαντικά ζητήματα.
Σύμφωνα με τους τρεις οικονομολόγους, η πρόταση που βρίσκεται στο τραπέζι και προβλέπει την επιμήκυνση των δανείων και τη μείωση των επιτοκίων δεν θα έχει σημαντικό αντίκτυπο στο δημόσιο χρέος. Γιατί μία τέτοια λύση δεν επιταχύνει τις ιδιωτικοποιήσεις, δεν δίνει κίνητρα για άμεσες ξένες επενδύσεις αλλά ούτε δίνει ώθηση στην ανάπτυξη.
Το πρόβλημα είναι ότι οι Έλληνες πολιτικοί πρέπει να βασιστούν στον αποπληθωρισμό και όχι στην υποτίμηση του νομίσματος για την αναπροσαρμογή μισθών και τιμών, η οποία δεν αποτελεί επιλογή για τη χώρα. Όμως ο πληθωρισμός αποτελεί "ανάθεμα" για την εμπιστοσύνη των μακροπρόθεσμων επενδυτών...
Η πρόταση των Barry Eichengreen, Peter Allen και Gary Evan αφορά στην υιοθέτηση μίας λύσης που θα περιλαμβάνει την ανταλλαγή ελληνικού χρέους με μερίδια σε αποκρατικοποιήσεις (debt-for-equity swaps). Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM) και η Ε.Ε. θα πρέπει να διαθέσουν ένα μέρος των δανείων και των ελληνικών κρατικών ομολόγων που έχουν στην κατοχή τους σε ένα μηχανισμό ανταλλαγής.
Στη συνέχεια, οι ιδιώτες επενδυτές που ενδιαφέρονται να αγοράσουν τους κρατικούς τίτλους της Ελλάδας θα έχουν τη δυνατότητα να το πράξουν σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο από την ονομαστική τους αξία., π.χ. στο 50%. Από την πλευρά του, το ελληνικό δημόσιο θα μπορούσε να δεχθεί τους εν λόγω τίτλους ως μέσο πληρωμής, κατά την πώληση ενός περιουσιακού του στοιχείου. Η αξία στην οποία θα δεχθεί τους τίλους θα είναι μικρότερη από την ονομαστική αλλά μεγαλύτερη από αυτήν που πουλήθηκαν στους ιδιώτες, π.χ. στο 75%.
Οι εμπνευστές της πρότασης εκτιμούν ότι σε ένα τέτοιο σενάριο, το ελληνικό δημόσιο ωφελείται γιατί σβήνει στην ουσία χρέος με discount το οποίο εξαρτάται από την τιμή στην οποία δέχτηκε τους τίτλους κατά την αγοραπωλησία. Οι ιδιώτες επενδυτές θα πρέπει να είναι και αυτοί ευχαριστημένοι γιατί στην ουσία πληρώνουν λιγότερα για τα ελληνικά assets που αγοράζουν. Όμως και η ΕΚΤ θα είναι ικανοποιημένη αφού έχει αγοράσει τα ελληνικά ομόλογα με πολύ μεγάλο discount και κατά συνέπεια περιορίζει σημαντικά τις απώλειες από μία τέτοια συναλλαγή, ενώ μπορεί πλέον να πραγματοποιήσει πρόωρη έξοδο από το ελληνικό χρέος.
Ο παγκοσμίου φήμης καθηγητής Barry Eichengreen εξηγεί γιατί η συγκεκριμένη επιλογή μπορεί να αμβλύνει τις υφιστάμενες αντιδράσεις και να γίνει αποδεκτή από τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης.
"Μία λύση που θα περιλαμβάνει τη χρήση debt-for-equity swaps είναι καλύτερη από οποιαδήποτε άλλη. Προσφέρει στους επενδυτές της Βόρειας Ευρώπης μία ελκυστική ευκαιρία καταγραφής κέρδους", σημειώνει ο Αμερικανός οικονομολόγος. Παράλληλα, προσθέτει ο ίδιος, δίνει κίνητρα στην Ελλάδα να προχωρήσει σε αποκρατικοποιήσεις, φέρνει τις απαραίτητες για τη χώρα ξένες επενδύσεις, οδηγεί σε μείωση του χρέους και προσφέρει μία "αναίμακτη" στρατηγική εξόδου για τον επίσημο τομέα.
Ο κ. Eichengreen εκτιμά ότι το μεγάλο βάρος του ελληνικού χρέους, το οποίο κατέχει κατά κύριο λόγο ο επίσημος τομέας, συνεχίζει να αποτελεί "τροχοπέδη" για τις επενδύσεις και κατά συνέπεια την ανάπτυξη. "Η ανάγκη για επενδύσεις και ανάπτυξη είναι επιτακτική. Το ίδιο επιτακτική είναι η ανάγκη αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους", υπογραμμίζει.
Τέλος, ο ίδιος σχολιάζει τις προθέσεις των Ευρωπαίων να προχωρήσουν σε μείωση των επιτοκίων και επιμήκυνση των δανείων. "Με αυτή την κίνηση δείχνουν ότι δεν αποκλείεται εντελώς η συμμετοχή του επίσημου τομέα στη μείωση του χρέους. Όμως ο επίσημος τομέας θα πρέπει να σκεφτεί κάτι πιο δημιουργικό".
Η πρακτική "debt-for-equity-swaps" έχει χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν στις περιπτώσεις της Χιλής, των Φιλιππίνων και του Εκουαδόρ. Το 1987 η Χιλή χρηματοδότησε επενδύσεις στη δασοκομία μέσω των συγκεκριμένων εργαλείων. Το 1988 η WWF αγόρασε χρέος των Φιλιππίνων αξίας 400 χιλ. δολαρίων στα 51 σεντς στο δολάριο με αντάλλαγμα την πραγματοποίηση έργων αποκατάστασης της βιοποικιλότητας, αντίστοιχης αξίας, από την κυβέρνηση. Το 1992 η κυβέρνηση του Εκουαδόρ αντάλλαξε μέρος του χρέους της προς τον τραπεζικό τομέα με το Χάρβαρντ για χρήση σε μελέτες χρηματοδότησης στη χώρα από φοιτητές του πανεπιστημίου.
Ακολουθεί η συνέντευξη του Barry Eichengreen στο Capital.gr:
Κύριε Eichengreen, γιατί πιστεύετε ότι η πρόταση της υιοθέτησης του μοντέλου "debt-for-equity" θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες της Ευρωζώνης; (υπενθυμίζεται ότι το Νοέμβριο του 2012 είχαν συμφωνήσει να επιστρέψουν στην Ελλάδα μέρος των κερδών τους από τα ελληνικά κρατικά ομόλογα όμως σήμερα αρνούνται να το συζητήσουν).
Μία λύση με βάση την εφαρμογή συμφωνιών ανταλλαγής χρέους με μερίδια σε ιδιωτικοποιήσεις είναι καλύτερη για όλους, όπως εξηγούμε αναλυτικά στο άρθρο μας στην ιστοσελίδα VOX. Προσφέρει στους επενδυτές της Βόρειας Ευρώπης μία ελκυστική ευκαιρία κέρδους. Προσφέρει επίσης στην Ελλάδα περαιτέρω κίνητρα για αποκρατικοποιήσεις, ενώ παράλληλα φέρνει και τις εισροές ξένων επενδύσεων που χρειάζεται η χώρα, καθώς και τη μείωση του χρέους της. Τέλος, προσφέρει στον "επίσημο τομέα" τη δυνατότητα μίας ομαλής εξόδου από την Ελλάδα.
Πόσο πιθανό είναι να έχουμε πρόοδο αναφορικά με την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους σε μία περίοδο έντονης αντιπαράθεσης στην Ευρωζώνη ενόψει της τραπεζικής ενοποίησης και των ευρωεκλογών;
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες έχουν αφήσει να εννοηθεί ότι δεν επιθυμούν να "ερεθίσουν" τους ψηφοφόρους της Βόρειας Ευρώπης λίγο καιρό πριν τις ευρωεκλογές και γι΄ αυτό το λόγο το θέμα της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους θα πρέπει να μετατεθεί για μετά τη διεξαγωγή των εκλογών.
Πόσο επείγει, κατά τη γνώμη σας, η ανάγκη αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους; Πιστεύετε ότι η συμμετοχή του επίσημου τομέα έχει αποκλειστεί;
Το μεγάλο βάρος του χρέους, το οποίο βρίσκεται κυρίως στον επίσημο τομέα, συνεχίζει να αποτελεί τροχοπέδη για τις επενδύσεις και την ανάπτυξη. Η ανάγκη για επενδύσεις και ανάπτυξη είναι επιτακτική, συνεπώς και η ανάγκη για αναδιάρθρωση του χρέους είναι επιτακτική. Όμως αυτό δεν είναι κάτι καινούριο, αφού η ανάγκη είναι επιτακτική εδώ και αρκετό καιρό. Οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι έχουν αφήσει να εννοηθεί ότι θα γίνουν περαιτέρω μειώσεις επιτοκίων και επιμήκυνση του χρέους. Αυτό δεν μου φαίνεται σαν να έχει αποκλειστεί εντελώς η συμμετοχή του επίσημου τομέα στην αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Όμως ο επίσημος τομέας πρέπει να σκεφτεί πιο δημιουργικές λύσεις για το συγκεκριμένο πρόβλημα.
Πως μπορεί η ελληνική οικονομία να ξεφύγει από την παρατεταμένη λιτότητα που την κρατάει παγιδευμένη στο θανάσιμο σπιράλ της ύφεσης; Πιστεύετε ότι οι Ευρωπαίοι είναι έτοιμοι να δώσουν ξεκάθαρη λύση;
Συνεχίζω να ελπίζω – και εγώ και οι άλλοι συγγραφείς του άρθρου – ότι η Ελλάδα χρειάζεται μία στρατηγική με πολλαπλά στοιχεία. Για να ενισχυθεί η ζήτηση και να γίνει αναδιάρθρωση χρέους που θα επιτρέψει στις δημόσιες δαπάνες να κατευθυνθούν προς ελληνικά προϊόντα. Για να ενισχυθεί η προσφορά, σε συνέχεια της ατζέντας που περιλαμβάνει διαρθρωτικές αλλαγές και ιδιωτικοποιήσεις. Αυτές δεν είναι εναλλακτικές αλλά συμπληρωματικές πολιτικές.
Το Νοέμβριο του 2012, σε συνέντευξή σας στο Κεφάλαιο είχατε επισημάνει ότι η ΕΚΤ θα πρέπει να αυξήσει προσωρινά το στόχο του πληθωρισμού και να προχωρήσει με έναν συνδυασμό "forward guidance" και ποσοτικής χαλάρωσης.
Οι προσπάθειες για την αντιμετώπιση του προβλήματος του αποπληθωρισμού έχουν καθυστερήσει. Η μείωση των επιτοκίων αναφοράς και οι αγορές τιτλοποιημένων "πακέτων" τραπεζικών δανείων είναι τα προφανή βήματα που πρέπει να γίνουν σε πρώτη φάση.

MKO και «κοινωνία πολιτών»

Η συμβολική απαξίωση του δημόσιου τομέα συμβάλλει αποφασιστικά στην πραγματική του υποβάθμιση και συνεπώς στην «ανάγκη» προσφυγής στον εκ φύσεως αποτελεσματικό ιδιωτικό τομέα. Δικαιούται κανείς να αναρωτιέται μήπως αυτό ακριβώς υπήρξε και το αιτούμενο.
Στις εμπορευματικές κοινωνίες όπου όλα αγοράζονται και όλα πουλιούνται, όταν υπάρχει «ζήτηση» θα εμφανισθεί και κάποια «προσφορά». Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι προσφέρονται κάθε λογής ενδιαφέρουσες και χρήσιμες υπηρεσίες, είτε «πρωτοβάθμιες», όπως π.χ. η εκκαθάριση υπαρκτών ή ανύπαρκτων ναρκοπεδίων, η προστασία των πιγκουίνων της Ανταρκτικής, των σαλίγκαρων της Κεϊλάνης ή των κονδόρων των Ανδεων, η διερεύνηση των πιθανοτήτων καλλιέργειας αβοκάδο στη Λαπωνία ή τομάτας στο κέρας της Αφρικής ή ακόμα η προσπάθεια να πεισθούν αδίστακτοι ένοπλοι μισθοφόροι για τη διιστορική σημασία των δημοκρατικών ιδεωδών ή ίσως ακόμα, γιατί όχι, και η αναζήτηση των ιχνών του μυθικού χιονανθρώπου των Ιμαλαΐων, είτε «δευτεροβάθμιες», όπως ο εντοπισμός και η καταλογογράφηση των επίδοξων παρόχων αυτών των υπηρεσιών.
Αλλα είναι λοιπόν τα πραγματικά ερωτήματα που πρέπει να τεθούν. Ποιος ζητάει να αγοράσει τέτοιες υπηρεσίες, ποιος πληρώνει γι' αυτές, σε τι ιστορικό πλαίσιο διαμορφώνεται αυτή η ζήτηση και τι σκοπιμότητες υπηρετεί. Με αυτή την έννοια, το πρόβλημα που τίθεται σε σχέση με τις ΜΚΟ δεν είναι τι συγκεκριμένο κάνουν, παράγουν, επιδιώκουν και επαγγέλλονται, αλλά γιατί υπάρχουν!
Η απάντηση προκύπτει από το ίδιο το όνομά τους. Αν σκεφτούμε πως ανεξάρτητα από τη νομική τους μορφή, ΜΚΟ δεν χαρακτηρίζονται όλες οι παραδοσιακές ενώσεις προσώπων, όπως τα σωματεία, τα ιδρύματα και οι επιχειρήσεις του εν γένει ιδιωτικού τομέα, θα πρέπει να μας κάνει να αναρωτηθούμε γιατί ορισμένοι οργανισμοί ορίζονται ρητά ως «μη κυβερνητικοί». Και ο λόγος δεν μπορεί να είναι άλλος από το γεγονός ότι σε κάποιο σημείο τουλάχιστον, οι δραστηριότητές τους παραμένουν μεν ιδιωτικές, αλλά εμφανίζονται ως «γενικού», «δημόσιου» ή ακόμα συχνά και οικουμενικού ενδιαφέροντος. Η ιδιαιτερότητα των ΜΚΟ συνίσταται λοιπόν στο ότι, ανεξάρτητα από το τι πραγματικά επιδιώκεται, το αντικείμενο της δράσης τους μοιάζει να αντιστοιχεί σε ευρύτερα κοινωνικά μελήματα. Ανάγκες που αν ήταν απαραίτητες θα μπορούσαν να υπηρετούνται ευθέως από δημόσιους μηχανισμούς, ανατίθενται σε αυτόκλητους «ειδικούς» ιδιώτες. Και έτσι μετατοπίζεται καίρια η εσωτερικευμένη ιδεολογική διάκριση ανάμεσα στη δημόσια και την ιδιωτική σφαίρα. Η μεθόδευση της κοινής ωφέλειας δεν ταυτίζεται πλέον αφετηριακά με τον δημόσιο χώρο. Με άμεσο αποτέλεσμα οι κατά τεκμήριο τουλάχιστον «χρήσιμες» και «επωφελείς» αυτές υπηρεσίες να ορίζονται και να παραγγέλλονται, αλλά και να πληρώνονται από τα οργανωμένα κράτη, δηλαδή από τους φορολογούμενους πολίτες, ανεξάρτητα από το ποιος καλείται να τις παράσχει. Και αυτό φαίνεται πια να αποτελεί συστατικό στοιχείο της «προοδευτικής διακυβέρνησης».
Οι προεκτάσεις της εξέλιξης αυτής είναι απροσμέτρητες. Από τη μια μεριά, φαίνεται να αίρεται το μονοπώλιο της πολιτικής εξουσίας να κρίνει αυτόνομα και υπεύθυνα περί του δέοντος γενέσθαι και να παρεμβαίνει ενεργά όταν χρειάζεται. Ακόμα σημαντικότερο όμως είναι το γεγονός ότι, από την άλλη μεριά, οι ιδιωτικά μεθοδευμένες δράσεις δημόσιου συμφέροντος δεν μπορεί πια να υπόκεινται στους αυστηρούς θεσμικούς και αξιακούς κανόνες που διέπουν της δημόσιες υπηρεσίες. Πράγματι, κανείς δεν μπορεί να εμποδίσει τις ΜΚΟ να κερδοσκοπούν, να διαθέτουν τους πόρους τους κατά το δοκούν και να επιλέγουν αυθαίρετα τους όρους της αμοιβής των εμπλεκόμενων φυσικών προσώπων. Ακόμα και αν ελέγχονται ως προς τη νομιμότητα της δράσης τους, δεν είναι σε καμιά περίπτωση δυνατόν να υπόκεινται σε αυστηρούς περιορισμούς σε ό,τι αφορά τη σκοπιμότητα των επιλογών τους. Δεν είναι π.χ. δυνατόν να υπάρξουν αντικειμενικά κριτήρια βάσει των οποίων μπορεί να ιεραρχείται η σημασία της προστασίας των γερακιών, των κοράκων και των περιστεριών.
Υπό τις συνθήκες αυτές λοιπόν είναι προφανές ότι τόσο η χρήση όσο και η διαχείριση του δημόσιου χρήματος δεν είναι δυνατόν να υπόκεινται στον ουσιαστικούς ελέγχους. Ακόμα και όταν δεν προέρχονται από «μυστικά κονδύλια», οι χρηματοδοτήσεις των ΜΚΟ είναι δομικά συνυφασμένες με την εγγενώς ανεξέλεγκτη και αυθαίρετη ιδιωτική κερδοσκοπία.
Παρ' όλο που η γενίκευση τέτοιων πρακτικών είναι σχετικά πρόσφατη, μοιάζει να αντιστοιχεί στις νέες οικουμενικές αντιλήψεις για το «πολιτικά ορθό». Δεν είναι τυχαίο ότι ακολουθώντας πια παγκοσμίως εμπεδωμένα έθιμα, οι ευρωπαϊκές «οδηγίες» ευνοούν ή και απαιτούν ρητά τη συμμετοχή ιδιωτών σε κοινά χρηματοδοτούμενες «δράσεις» και προγράμματα και δράσεις. Ανεξάρτητα από το περιεχόμενό τους και τα κριτήρια με τα οποία ιεραρχούνται, επιλέγονται και ανατίθενται οι ιδιωτικές αυτές συμμετοχές στο κοινωνικό γίγνεσθαι, θεωρείται πια δεδομένο πως κάθε ευνομούμενη χώρα οφείλει να διαθέτει σημαντικούς πόρους για το «καλό», ρίχνοντάς τους στον γιαλό ενός οργανωμένου και εκ προοιμίου ανεξέλεγκτου εσμού επίδοξων συμφεροντούχων. Η ελεύθερη «κοινωνία των πολιτών», μας λένε, οφείλει να αναλάβει τον αυτόνομα δημιουργικό ρόλο που της αρμόζει.
Θα πρέπει λοιπόν να αναρωτηθούμε για τα αίτια αυτής της θεαματικής ιδεολογικής μεταλλαγής και μαζί με αυτήν των τρεχουσών πολιτικών πρακτικών. Το γεγονός ότι η παλιά αυτή εγελιανή ιδέα ανασύρθηκε από την ιστορική ναφθαλίνη για να εγκατασταθεί στο επίκεντρο του προβληματισμού δεν μπορεί βέβαια να είναι τυχαίο. Ούτε φυσικά είναι τυχαίο ότι από ένα σημείο και πέρα η «κοινωνία των πολιτών» άρχισε να εμφανίζεται ως αναγκαίο συμπλήρωμα της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Εφεξής, σε ρητή αντιδιαστολή με ό,τι το κρατικό και «επισήμως κρατικοδίαιτο» που αντιμετωπίζεται με ολοένα μεγαλύτερη δυσπιστία, ό,τι μπορεί να εμφανίζεται ως «ανεπισήμως κρατικοδίαιτο» προϊόν ελεύθερων ατομικών πρωτοβουλιών φαίνεται να καθαγιάζεται απερίφραστα.
Το ακατάσχετο κύμα των ιδιωτικοποιήσεων, η αποψίλωση του κοινωνικού κράτους, η απαξίωση του δημόσιου τομέα, η αύξουσα διείσδυση ιδιωτικοοικονομικών μεθόδων στη δημόσια διοίκηση, η άρση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων και η διάχυτη καταγγελία όλων των δημόσιων μηχανισμών ως εγγενώς αναποτελεσματικών και εν δυνάμει διεφθαρμένων δεν είναι άλλωστε παρά μερικά από τα συμπτώματα του αδιαμεσολάβητα πλέον κυρίαρχου νεοφιλελεύθερου αντικρατισμού. Και προφανώς, μια τέτοια «προφητεία» δεν μπορεί παρά να είναι αυτοεκπληρούμενη: η συμβολική απαξίωση του δημόσιου τομέα συμβάλλει αποφασιστικά στην πραγματική του υποβάθμιση και συνεπώς στην «ανάγκη» προσφυγής στον εκ φύσεως αποτελεσματικό ιδιωτικό τομέα. Δικαιούται κανείς να αναρωτιέται μήπως αυτό ακριβώς υπήρξε και το αιτούμενο.
Στο πλαίσιο αυτό λοιπόν, η συνεχής διεύρυνση των ορίων λειτουργίας των ΜΚΟ μοιάζει αναγκαίο στοιχείο της πολιτικοϊδεολογικής συγκυρίας της εποχής μας. Από τη μια μεριά, επεκτείνοντας το πεδίο της ελεύθερης αγοράς προς νέες κατευθύνσεις δημιουργεί τις προϋποθέσεις για πρόσθετες οργανωμένες ιδιωτικοποιήσεις, άρα και για αυξημένα κέρδη των απανταχού επιτηδείων. Από την άλλη, συμβάλλοντας στην αποδυνάμωση της διάκρισης ανάμεσα στο δημόσιο συμφέρον και στις ιδιωτικές δράσεις συμβάλλει στην περαιτέρω αποδυνάμωση της δημόσιας συμβολικής πρωτοκαθεδρίας. Τέλος, εθίζει την κοινή γνώμη στην ιδέα ότι όλες σχεδόν οι δημόσιες αρμοδιότητες είναι δυνατόν και πρέπει να μεθοδεύονται μέσα από αυτοσχέδιες «συνέργειες» ανάμεσα στις συλλογικές σκοπιμότητες και στην προώθηση ιδιωτικών συμφερόντων.
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο εις πείσμα των σκανδάλων και της ανορθολογικής σπατάλης του δημόσιου χρήματος, τίποτε δεν φαίνεται να μπορεί να ανακόπτει την επέλαση των νέων μορφών. Εάν δεν επανιδρυθεί η δημόσια σφαίρα και δεν ανασταθεί η αυτονομία της πολιτικής, τα ιδιωτικά συμφέροντα θα επιβληθούν σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνίας. Η εξουσία θα πρέπει λοιπόν κάποτε να επιστρέψει στον δήμο. Τελικώς, αυτό και μόνον είναι το ουσιώδες διακύβευμα.

Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών στις 4/3/2014

Πώς τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά θα κερδίσουν από τα δικαστήρια με τον διαμεσολαβητή

1. Τι είναι η διαμεσολάβηση;
Πρόκειται για μία ελαστική διαδικασία στην οποία δύο ή περισσότερα μέρη μιας διαφοράς επιχειρούν εκουσίως να επιλύσουν με συμφωνία τη διαφορά αυτή με τη βοήθεια ενός τρίτου προσώπου, του διαμεσολαβητή.
Πρέπει εδώ να τονίσω ότι με τον όρο ελαστική, εννοούμε μία διαδικασία που δεν υποβάλλεται σε τύπο, όπως οι δικαστικές αποφάσεις. Ο νόμος προσδιορίζει τα γενικά πλαίσιά της, χωρίς όμως να εξειδικεύει και τις λεπτομέρειες. Η ελαστικότητα συνεπώς την κάνει προσιτή για τον καθένα. Επιπλέον πρέπει να υπογραμμισθεί εντόνως ότι χαρακτηριστικό της διαδικασίας αυτής είναι η ουδετερότητα και η αμεροληψία του διαμεσολαβητή. Έτσι αποκλείονται από τον ρόλο αυτό πρόσωπα που έχουν ασχοληθεί, για παράδειγμα, ως δικηγόροι με τη συγκεκριμένη διαφορά.
2. Ποια είναι τα προτερήματά της σε σχέση με τη δικαστική διαδικασία;
Η διαμεσολάβηση είναι μία μη χρονοβόρα διαδικασία. Έτσι σε αντίθεση με τη διαδικασία, για παράδειγμα, ενώπιον του Ειρηνοδικείου που διέπει σήμερα τις υποθέσεις των λεγόμενων υπερχρεωμένων νοικοκυριών, όταν τα μέρη της διαφοράς συμφωνήσουν να αποταθούν σε διαπιστευμένο διαμεσολαβητή, ο νόμος προσδιορίζει ότι πρέπει να οδηγηθούν στην εξεύρεση λύσης κατά ανώτατο όριο μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες. Εξάλλου σε αντίθεση πάλι με τη δικαιοδοτική διαδικασία, η διαμεσολάβηση σχεδόν εκμηδενίζει το κόστος.
Τόσο η προσφυγή στο δικαστήριο, όσο και η διαιτησία έχουν αυξημένο κόστος. Αν πάρουμε πάλι το παράδειγμα του δανειολήπτη, ο μέσος άνθρωπος που υπάγεται στο λεγόμενο νόμο Κατσέλη πρέπει να υπολογίσει, εκτός από την αμοιβή του δικηγόρου για την ανάληψη της υπόθεσης, τα δικαστικά έξοδα, δηλαδή έξοδα γραμματίου προείσπραξης και παράστασης του δικηγόρου και την αμοιβή του δικαστικού επιμελητή για τα έξοδα επίδοσης στο ή στα εναγόμενα πιστωτικά ιδρύματα.
Αντίθετα στη διαμεσολάβηση πρέπει να υπολογίσει μόνο την αμοιβή του δικηγόρου του (χωρίς «δικαστικά έξοδα») και θα επιβαρυνθεί κατά ανώτατο όριο με τη μισή αμοιβή του διαμεσολαβητή. Το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο προσδιορίζει ως κατώτατη αμοιβή του διαμεσολαβητή το ποσό των εκατό (100) ευρώ την ώρα.
3. Ποια είναι η θέση των μερών στη διαμεσολάβηση;
Τα μέρη στη διαμεσολάβηση προσέρχονται εκουσίως και δεν είναι απλοί παρατηρητές. Εκδήλωση της ελαστικότητας που υπογραμμίσαμε παραπάνω είναι το γεγονός ότι τα ειδικότερα πλαίσια της διαδικασίας καθορίζονται από τα μέρη σε συνεργασία με το διαμεσολαβητή και ανάλογα με την εκτίμηση των ιδιαίτερων στοιχείων κάθε περίπτωσης, αφού τηρηθούν οι θεμελιώδεις δικονομικές αρχές της ισότητας των μερών, της ανεξαρτησίας, της ουδετερότητας και αμεροληψίας του διαμεσολαβητή και της καλής πίστης.
Επίσης είναι χαρακτηριστικό ότι τα μέρη έχουν τα ηνία της διαδικασίας. Έτσι, είναι ο δανειολήπτης και η τράπεζα (τα μέρη) για παράδειγμα που επιλέγουν τον διαμεσολαβητή από τον σχετικό κατάλογο των διαπιστευμένων διαμεσολαβητών, που τηρεί η Γενική Διεύθυνση Διοίκησης Δικαιοσύνης του υπουργείου Δικαιοσύνης και μπορούν να τερματίσουν τη διαδικασία, ακόμα και χωρίς την επίτευξη συμφωνίας. Θα ήθελα εδώ να σημειώσω ότι με τη διαμεσολάβηση τόσο ο δανειολήπτης/υπερχρεωμένος, όσο και το πιστωτικό ίδρυμα/τράπεζα βρίσκονται επί ίσοις όροις, υπό την έννοια ότι ο διαμεσολαβητής δεν θα επηρεαστεί από τις αγορεύσεις των δικηγόρων ή από την εξωτερική ισχύ και τη φήμη των «διαδίκων».
4. Ποια είναι η διαδικασία διαμεσολάβησης και συγκεκριμένα στις υποθέσεις των λεγόμενων υπερχρεωμένων νοικοκυριών; Πώς θα συμβάλλει στην αντιμετώπιση των προβλημάτων καθυστέρησης της απονομής Δικαιοσύνης και απροθυμίας των τραπεζών να συμμορφωθούν πλήρως με τον νόμο Κατσέλη;
Όπως ορίζεται σήμερα νομοθετικά, και συγκεκριμένα σε σχέση με την εφαρμογή του στον νόμο Κατσέλη, η προσφυγή στη διαμεσολάβηση μπορεί να γίνει είτε με πρωτοβουλία των μερών, όταν η διαφορά δεν έχει εισαχθεί στο δικαστήριο, είτε με πρόταση του δικαστηρίου ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η υπόθεση σε κάθε στάση της δίκης, η οποία αν γίνει αποδεκτή από τα μέρη, οδηγεί σε υποχρεωτική αναβολή της συζήτησης και σε δικάσιμο μετά την πάροδο τριμήνου. Και στις δύο περιπτώσεις η συμφωνία για την υπαγωγή στη διαμεσολάβηση πρέπει να γίνει εγγράφως, έτσι ώστε να αποφευχθεί και αυτό ακόμα το ενδεχόμενο της κακοπιστίας ενός από τα δύο μέρη. Οι συζητήσεις και οι επίσημες προτάσεις των αρμόδιων υπουργείων μιλούν σήμερα για την αντικατάσταση του νόμου Κατσέλη με την υποχρεωτική διαμεσολάβηση και μόνο στην περίπτωση αποτυχίας της, να εισαχθεί η διαφορά στο δικαστήριο.
Χρειάζεται εδώ να διευκρινιστεί ότι αυτό που ουσιαστικά θα αντικατασταθεί με τη διαμεσολάβηση είναι το λεγόμενο πρώτο στάδιο (άρθρο 2§1 του νόμου) το οποίο τιτλοφορείται εξωδικαστική επίλυση της διαφοράς. Όπως εφαρμόζεται σήμερα ο νόμος, στην πραγματικότητα αυτό το στάδιο εξαντλείται σε μία απλή αίτηση του δανειολήπτη, με την οποία ενημερώνει την τράπεζα ότι επιθυμεί να υπαχθεί στις ευεργετικές αυτές διατάξεις και δεν υπάρχει καμία διαδικασία διαπραγμάτευσης ανάμεσά τους. Το στάδιο αυτό λήγει με μία βεβαίωση από τον δικηγόρο του αιτούντος ότι απέβη άκαρπη η προσπάθεια εξωδικαστικού συμβιβασμού. Έτσι καταλήγουμε στα ειρηνοδικεία και στην οικονομική επιβάρυνση του ήδη ευρισκόμενου σε ένδεια δανειολήπτη και στον προσδιορισμό δικασίμου μετά πέντε και πλέον έτη από την ημέρα της αίτησης.
5. Ποιες είναι οι φάσεις της διαμεσολάβησης;
Με την κήρυξη της διαμεσολάβησης ως υποχρεωτικής, το στάδιο αυτό ουσιαστικά καταργείται. Έτσι ο δανειολήπτης σε συνεννόηση με τον δικηγόρο του προτείνει στην τράπεζα την προσφυγή στη διαμεσολάβηση. Στη συνέχεια εξευρίσκεται κοινή συναινέσει ο διαμεσολαβητής από τον κατάλογο διαπιστευμένων διαμεσολαβητών του υπουργείου Δικαιοσύνης. Η διαμεσολάβηση ξεκινά από τη λεγόμενη προπαρασκευαστική φάση (intake) στην οποία ο επιλεγμένος διαμεσολαβητής έρχεται σε πρώτη επαφή με τα μέρη και κυρίως με τους δικηγόρους τους, προκειμένου να συμφωνηθούν τα τυπικά. Στη συνέχεια προσδιορίζεται η ημέρα στην οποία θα λάβει χώρα η διαμεσολάβηση, στην οποία συμμετέχουν αυτοπροσώπως τα μέρη με τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους. Κατά τη διάρκειά της προωθείται ο διάλογος ανάμεσα στους συμμετέχοντες, έτσι ώστε να καταφέρουν να ξεπεράσουν τις αμετακίνητες διεκδικήσεις/θέσεις τους και να οδηγηθούν στην εξεύρεση των πραγματικών συμφερόντων τους.
Ο διαμεσολαβητής μπορεί να διενεργήσει και κατ' ιδίαν συναντήσεις (caucus) με καθένα από τους εμπλεκομένους, οι οποίες διέπονται αυστηρά από το απόρρητο και την εμπιστευτικότητα και μεταφέρεται στην άλλη πλευρά, μόνο ό,τι ρητά έχει συναινέσει το μέρος. Ο διαμεσολαβητής είναι στην πραγματικότητα εγγυητής της διαδικασίας, δεν είναι δικαστής, ούτε διαιτητής. Στις περιπτώσεις για παράδειγμα των υπερχρεωμένων, είναι σαφώς πιο συμφέρον τόσο για την τράπεζα να ικανοποιηθεί άμεσα και σίγουρα κατά το ύψος των δυνατοτήτων του οφειλέτη της, όσο και για τον δανειολήπτη, να ρυθμίσει τις οφειλές του σύμφωνα με τις δυνάμεις του. Το σημαντικό εδώ είναι ότι τη ρύθμιση αυτή θα τη βρουν και θα τη συμφωνήσουν τα μέρη μεταξύ τους.
Μετά το πέρας της διαδικασίας διαμεσολάβησης ο διαμεσολαβητής συντάσσει το πρακτικό διαμεσολάβησης, στο οποίο περιλαμβάνεται το αποτέλεσμα της επιτυχούς συμφωνίας ή της αποτυχίας της διαδικασίας, την αιτία της διαφοράς καθώς και τα στοιχεία που εκ του νόμου αποτελούν ελάχιστο περιεχόμενο αυτού. Το πρακτικό υπογράφεται από όλους τους συμμετέχοντες, σε περίπτωση όμως αποτυχίας δύναται να υπογραφεί μόνο από το διαμεσολαβητή. Το πρακτικό της διαμεσολάβησης, που περιέχει τη συμφωνία των μερών, δύναται, κατόπιν αιτήματος ενός τουλάχιστον των μερών, να κατατεθεί στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου της περιφέρειας διεξαγωγής της διαμεσολάβησης κι εφόσον υπάρχει αξίωση που μπορεί να εκτελεστεί αναγκαστικά, αποτελεί εκτελεστό τίτλο (αρθ. 904 παρ. 2 περ. γ ΚΠολΔ).

Δημοσιεύτηκε στην Ημερησία στις 8-3-2014

 

Το δίλημμα των πολιτικών κομμάτων στην Ευρώπη

Πολλοί από εμάς αισθανόμαστε ότι η κρίση που εξελίσσεται από το 2008 εισέρχεται αυτό το φθινόπωρο σε μία κρίσιμη φάση, καθώς η πολιτική του βραχυπρόθεσμου κατευνασμού των αγορών που εφαρμόστηκε έως τώρα έφτασε πλέον στα όριά της. Εν τω μεταξύ, ενισχύθηκε μεταξύ των πολιτικών η άποψη ότι το κοινό νόμισμα απαιτεί και μια κοινή δημοσιονομική, οικονομική και κοινωνική πολιτική. Αυτό, ωστόσο, οδηγεί προσωρινά μόνο σε μια φιλοευρωπαϊκή ρητορική, κενή περιεχομένου.
Οι κυβερνήσεις εξακολουθούν να ελπίζουν ότι θα μπορέσουν σιωπηλά να θεσπίσουν, σε επίπεδο πολιτικής διακυβέρνησης, τις οικονομικές ρυθμίσεις στις οποίες έχουν δεσμευτεί, χωρίς καμία αλλαγή σε επίπεδο πολιτικών θεσμών. Λαμβάνοντας υπόψη τα ποσοστά οικονομικής συμβολής των μεμονωμένων χωρών στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, διαπιστώνει κάποιος ότι με την ακολουθούμενη πολιτική εξαγοράς υποτιμημένων κρατικών ομολόγων η Τράπεζα έχει από καιρό ανοίξει τον δρόμο προς μια συγκαλυμμένη «Ενωση Χρέους».
Ταυτόχρονα, η ρητορική αυτή χρησιμοποιείται σε εθνικό επίπεδο ως όπλο ενάντια σε κάθε εποικοδομητική πρόταση εμβάθυνσης της Πολιτικής Ενωσης, με απώτερο σκοπό την περιθωριοποίησή της, όπως συνέβη πρόσφατα με την πρόταση του Ζίγκμαρ Γκάμπριελ.

Από την 26η Ιουνίου του 2012, όταν ο Χέρμαν βαν Ρόμπαϊ κατέθεσε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο την πρότασή του υπέρ μιας «πραγματικής» Δημοσιονομικής και Πολιτικής Ενωσης, λαμβάνοντας από τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων την εντολή περαιτέρω ανάπτυξης της πρότασής του αυτής έως τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, οι πρόεδροι του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, της Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας άρχισαν να ασχολούνται με την προετοιμασία μιας «θεσμικής λύσης» για την κρίση.
Ο Ευρωπαίος επίτροπος, αρμόδιος για την Εσωτερική Αγορά, Μισέλ Μπαρνιέ, περιέγραψε τον ήδη από καιρό γνωστό φαύλο κύκλο του εκβιασμού των κρατών της ζώνης του ευρώ από τις αγορές με τον εξής στείρο τρόπο: «πρώτα το κράτος παρέχει ρευστότητα σε τράπεζες που το έχουν ανάγκη, αυξάνοντας με τον τρόπο αυτόν το εθνικό του χρέος, το οποίο κατόπιν εξαγοράζεται από τις τράπεζες, επιδεινώνοντας περαιτέρω τη θέση τους». Βεβαίως, ο επίτροπος αποσιωπά ότι σε όλη αυτή τη δυσάρεστη κατάσταση, οι μοναδικοί κερδισμένοι, στον βαθμό που ο παραπάνω εκβιασμός λειτουργεί, είναι οι ιδιώτες επενδυτές, ενώ η υπαγορευμένη πολιτική λιτότητας επιβαρύνει ανελέητα την πλατιά μάζα των ήδη ζημιωμένων πολιτών, αφήνοντας τους πραγματικούς υπεύθυνους της κρίσης στο απυρόβλητο.
Στο μεταξύ, οι ιδέες μιας κοινής εποπτείας των τραπεζών και μιας τραπεζικής ένωσης, σκοπός της οποίας θα ήταν η διευκόλυνση της πρόσβασης σε δάνεια από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ), λαμβάνουν συγκεκριμένη μορφή. Επιπλέον, είναι σε γνώση όλων των συμμετεχόντων ότι η υφιστάμενη λύση της δημοσιονομικής κρίσης δεν αγγίζει στο παραμικρό τις πραγματικές της αιτίες, δηλαδή τις δομικές εκείνες ανισορροπίες, οι οποίες αναπόφευκτα προκύπτουν σε μια νομισματική ένωση ανεξάρτητων εθνικών οικονομιών, διαφορετικού βαθμού ανταγωνιστικότητας η κάθε μία. Αντίθετα, η τήρηση των ίδιων δημοσιονομικών κανόνων σε βάθος χρόνου δεν προσφέρει τίποτα.
Εάν ισχύει η παραπάνω περιγραφή της κατάστασης, τότε οδηγούμαστε σε ένα δίλημμα. Από τη μία ενισχύεται, υπό το βάρος της πίεσης των αγορών, η τάση εφαρμογής μιας πραγματικής δημοσιονομικής και οικονομικής ένωσης, όπως τη σχεδιάζουν οι οικονομολόγοι.

Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για την εκπλήρωση των οικονομικών εκείνων επιταγών, οι οποίες πίεσαν προς την κατεύθυνση μιας νέας «θεσμικής αρχιτεκτονικής». Από αυτήν την εξέλιξη, όμως, προκύπτει μία συνέπεια που φοβίζει τους ιθύνοντες πολιτικούς. Τα κυριαρχικά δικαιώματα που θα αφαιρεθούν από τα εθνικά Κοινοβούλια στο πλαίσιο αυτής της σχεδιαζόμενης δημοσιονομικής μεταρρύθμισης θα πρέπει θα ανατεθούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο και πάλι σε έναν νομοθέτη με δημοκρατική νομιμοποίηση. Δεν μπορούν δηλαδή απλώς να ασκηθούν από το συμβούλιο των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων, διότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δεν εκλέγεται στο σύνολό του από τους Ευρωπαίους πολίτες.
Ασφαλώς φοβάμαι ότι αυτό ακριβώς θα είναι το τίμημα που θα κληθούμε να πληρώσουμε για μια τεχνοκρατική λύση της κρίσης. Οι κυβερνήσεις θα συγκεντρώσουν τις απαραίτητες αρμοδιότητες σε ευρωπαϊκό επίπεδο για να ικανοποιήσουν «τις αγορές». Ταυτόχρονα, όμως, θα προσπαθήσουν να υποβαθμίσουν στο εκλογικό σώμα της χώρας τους την αληθινή σημασία αυτής της νέας ενοποίησης, διότι φοβούνται ότι αυτή τη φορά η συγκεκριμένη εμβάθυνση της πολιτικής ένωσης δεν θα γίνει αποδεκτή από τους πολίτες των χωρών του πυρήνα της Ευρώπης με τη συνήθη μέχρι τώρα παθητικότητα.
Σύμφωνα με αυτό το σενάριο, βρισκόμαστε στη μεταδημοκρατική οδό προς μια συμβατή με τις αγορές -που σημαίνει κομμένη και ραμμένη στις επιταγές των αγορών- ομοσπονδιακή εκτελεστική εξουσία. Σε μια τέτοια διαδικασία δεν θα χάναμε μόνο τη δημοκρατία στην πορεία, αλλά και την ευκαιρία ρύθμισης της αγοράς, αρχικά έστω και μόνο εντός του ευρωπαϊκού οικονομικού χώρου.
Μια ευρωπαϊκή εκτελεστική εξουσία ανεξάρτητη από ένα δημοκρατικά καθοδηγούμενο εκλογικό σώμα θα έχανε κάθε κίνητρο, ακόμα και τη δύναμη για αλλαγή πορείας.

Μέχρι τώρα, το ευρωπαϊκό οικοδόμημα προωθήθηκε από τις πολιτικές ελίτ ανεξάρτητα από τη βούληση των λαών, ενώ οι πολίτες έδειχναν ικανοποιημένοι, όσο η Ε.Ε. αποτελούσε μια κοινότητα από την οποία έβγαιναν όλοι κερδισμένοι. Τώρα, όμως, που ενέσκηψε η ευρωκρίση, η οποία επιδρά διαφορετικά στις επιμέρους οικονομίες, δρώντας πολωτικά στην κοινή γνώμη κάθε χώρας, ενισχύεται παντού ο αντιευρωπαϊκός δεξιός λαϊκισμός.
Οι εκλογές και τα δημοψηφίσματα δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζονται σαν ψυχρή έκφραση της λαϊκής βούλησης, διότι εμπεριέχουν συνειδησιακό νόημα. Η κυβέρνηση καλείται μέσω της λήψης αποφάσεων τέτοιου στρατηγικού χαρακτήρα να αντιμετωπίσει επείγοντα προβλήματα. Σε μια δημοκρατία, οι πολιτικές εκλογές δεν εκπληρώνουν τον συστημικό τους ρόλο όταν αντιμετωπίζονται σαν απλή καταγραφή προτιμήσεων και προκαταλήψεων. Αντίθετα, αποκτούν το θεσμικό βάρος πολιτικών αποφάσεων ενός συννομοθέτη από το γεγονός ότι το αποτέλεσμά τους διαμορφώνεται μέσα από πληθώρα διιστάμενων απόψεων στο πλαίσιο ενός δημόσιου διαλόγου.
Στην περίπτωση, ωστόσο, της δικής μας εκτεταμένης κοινής γνώμης, ενός δημιουργήματος πρωτίστως του επικοινωνιακού δικτύου των μέσων μαζικής επικοινωνίας, δεν αρκούν μόνο οι πληροφορίες και τα ερεθίσματα από έναν αυθόρμητο και ανεξάρτητο Τύπο, αλλά απαιτούνται κατά κύριο λόγο οι πρωτοβουλίες, η καθοδήγηση και η οργανωτική δυνατότητα των πολιτικών κομμάτων.
Το πολιτικό μέλλον της Ευρώπης αυτή τη στιγμή εξαρτάται κυρίως από τη διορατικότητα και την ηγετική ικανότητα των πολιτικών κομμάτων.
στη θεωρία όλα αυτά είναι εύκολα. Πρώτον, τα πολιτικά κόμματα υποχρεώνονται από το διακύβευμα της κατάληψης και διατήρησής τους στην εξουσία να προσαρμόζουν τα σχέδια και τις ενέργειές τους στον χρονικό ορίζοντα μιας εκλογικής θητείας. Επιπλέον, λειτουργούν με γνώμονα τις νομιμοποιητικές προσδοκίες εθνικών εκλογικών σωμάτων, χωρίς άμεση επαφή με τα υπόλοιπα εθνικά εκλογικά σώματα. Ετσι, τα πολιτικά κόμματα δεν μπορούν να προσβλέπουν σε απτά πολιτικά οφέλη, όταν σκέφτονται και πράττουν εθνικά και ταυτόχρονα ευρωπαϊκά, χωρίς προηγουμένως καν να υφίσταται ένα ενιαίο, ευρωπαϊκό σύστημα πολιτικών κομμάτων.
Εκείνο που απαιτείται σήμερα από τις πολιτικές ελίτ είναι μια τελείως διαφορετική, εμπεριστατωμένη, ηγετική και πειστική πολιτική πρακτική. Πρόκειται δηλαδή για άσκηση επιρροής, με επίγνωση της πιθανότητας να αποδειχτεί εσφαλμένη η πολιτική πρόταση.
Δεν μπορεί κανείς να κατηγορήσει τα κόμματα ότι βρέθηκαν απροετοίμαστα σε μια τέτοια εξαιρετική κατάσταση. Σε τέτοιες εξαιρετικές καταστάσεις, όμως, η αναγνώριση ενός διλήμματος μπορεί να αποτελέσει το έναυσμα για τη διευθέτησή του.

* Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των συντακτών στις 25-2-2014