Πολλοί από εμάς αισθανόμαστε ότι η κρίση που εξελίσσεται από το 2008 εισέρχεται αυτό το φθινόπωρο σε μία κρίσιμη φάση, καθώς η πολιτική του βραχυπρόθεσμου κατευνασμού των αγορών που εφαρμόστηκε έως τώρα έφτασε πλέον στα όριά της. Εν τω μεταξύ, ενισχύθηκε μεταξύ των πολιτικών η άποψη ότι το κοινό νόμισμα απαιτεί και μια κοινή δημοσιονομική, οικονομική και κοινωνική πολιτική. Αυτό, ωστόσο, οδηγεί προσωρινά μόνο σε μια φιλοευρωπαϊκή ρητορική, κενή περιεχομένου.
Οι κυβερνήσεις εξακολουθούν να ελπίζουν ότι θα μπορέσουν σιωπηλά να θεσπίσουν, σε επίπεδο πολιτικής διακυβέρνησης, τις οικονομικές ρυθμίσεις στις οποίες έχουν δεσμευτεί, χωρίς καμία αλλαγή σε επίπεδο πολιτικών θεσμών. Λαμβάνοντας υπόψη τα ποσοστά οικονομικής συμβολής των μεμονωμένων χωρών στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, διαπιστώνει κάποιος ότι με την ακολουθούμενη πολιτική εξαγοράς υποτιμημένων κρατικών ομολόγων η Τράπεζα έχει από καιρό ανοίξει τον δρόμο προς μια συγκαλυμμένη «Ενωση Χρέους».
Ταυτόχρονα, η ρητορική αυτή χρησιμοποιείται σε εθνικό επίπεδο ως όπλο ενάντια σε κάθε εποικοδομητική πρόταση εμβάθυνσης της Πολιτικής Ενωσης, με απώτερο σκοπό την περιθωριοποίησή της, όπως συνέβη πρόσφατα με την πρόταση του Ζίγκμαρ Γκάμπριελ.
Από την 26η Ιουνίου του 2012, όταν ο Χέρμαν βαν Ρόμπαϊ κατέθεσε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο την πρότασή του υπέρ μιας «πραγματικής» Δημοσιονομικής και Πολιτικής Ενωσης, λαμβάνοντας από τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων την εντολή περαιτέρω ανάπτυξης της πρότασής του αυτής έως τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, οι πρόεδροι του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, της Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας άρχισαν να ασχολούνται με την προετοιμασία μιας «θεσμικής λύσης» για την κρίση.
Ο Ευρωπαίος επίτροπος, αρμόδιος για την Εσωτερική Αγορά, Μισέλ Μπαρνιέ, περιέγραψε τον ήδη από καιρό γνωστό φαύλο κύκλο του εκβιασμού των κρατών της ζώνης του ευρώ από τις αγορές με τον εξής στείρο τρόπο: «πρώτα το κράτος παρέχει ρευστότητα σε τράπεζες που το έχουν ανάγκη, αυξάνοντας με τον τρόπο αυτόν το εθνικό του χρέος, το οποίο κατόπιν εξαγοράζεται από τις τράπεζες, επιδεινώνοντας περαιτέρω τη θέση τους». Βεβαίως, ο επίτροπος αποσιωπά ότι σε όλη αυτή τη δυσάρεστη κατάσταση, οι μοναδικοί κερδισμένοι, στον βαθμό που ο παραπάνω εκβιασμός λειτουργεί, είναι οι ιδιώτες επενδυτές, ενώ η υπαγορευμένη πολιτική λιτότητας επιβαρύνει ανελέητα την πλατιά μάζα των ήδη ζημιωμένων πολιτών, αφήνοντας τους πραγματικούς υπεύθυνους της κρίσης στο απυρόβλητο.
Στο μεταξύ, οι ιδέες μιας κοινής εποπτείας των τραπεζών και μιας τραπεζικής ένωσης, σκοπός της οποίας θα ήταν η διευκόλυνση της πρόσβασης σε δάνεια από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ), λαμβάνουν συγκεκριμένη μορφή. Επιπλέον, είναι σε γνώση όλων των συμμετεχόντων ότι η υφιστάμενη λύση της δημοσιονομικής κρίσης δεν αγγίζει στο παραμικρό τις πραγματικές της αιτίες, δηλαδή τις δομικές εκείνες ανισορροπίες, οι οποίες αναπόφευκτα προκύπτουν σε μια νομισματική ένωση ανεξάρτητων εθνικών οικονομιών, διαφορετικού βαθμού ανταγωνιστικότητας η κάθε μία. Αντίθετα, η τήρηση των ίδιων δημοσιονομικών κανόνων σε βάθος χρόνου δεν προσφέρει τίποτα.
Εάν ισχύει η παραπάνω περιγραφή της κατάστασης, τότε οδηγούμαστε σε ένα δίλημμα. Από τη μία ενισχύεται, υπό το βάρος της πίεσης των αγορών, η τάση εφαρμογής μιας πραγματικής δημοσιονομικής και οικονομικής ένωσης, όπως τη σχεδιάζουν οι οικονομολόγοι.
Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για την εκπλήρωση των οικονομικών εκείνων επιταγών, οι οποίες πίεσαν προς την κατεύθυνση μιας νέας «θεσμικής αρχιτεκτονικής». Από αυτήν την εξέλιξη, όμως, προκύπτει μία συνέπεια που φοβίζει τους ιθύνοντες πολιτικούς. Τα κυριαρχικά δικαιώματα που θα αφαιρεθούν από τα εθνικά Κοινοβούλια στο πλαίσιο αυτής της σχεδιαζόμενης δημοσιονομικής μεταρρύθμισης θα πρέπει θα ανατεθούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο και πάλι σε έναν νομοθέτη με δημοκρατική νομιμοποίηση. Δεν μπορούν δηλαδή απλώς να ασκηθούν από το συμβούλιο των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων, διότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δεν εκλέγεται στο σύνολό του από τους Ευρωπαίους πολίτες.
Ασφαλώς φοβάμαι ότι αυτό ακριβώς θα είναι το τίμημα που θα κληθούμε να πληρώσουμε για μια τεχνοκρατική λύση της κρίσης. Οι κυβερνήσεις θα συγκεντρώσουν τις απαραίτητες αρμοδιότητες σε ευρωπαϊκό επίπεδο για να ικανοποιήσουν «τις αγορές». Ταυτόχρονα, όμως, θα προσπαθήσουν να υποβαθμίσουν στο εκλογικό σώμα της χώρας τους την αληθινή σημασία αυτής της νέας ενοποίησης, διότι φοβούνται ότι αυτή τη φορά η συγκεκριμένη εμβάθυνση της πολιτικής ένωσης δεν θα γίνει αποδεκτή από τους πολίτες των χωρών του πυρήνα της Ευρώπης με τη συνήθη μέχρι τώρα παθητικότητα.
Σύμφωνα με αυτό το σενάριο, βρισκόμαστε στη μεταδημοκρατική οδό προς μια συμβατή με τις αγορές -που σημαίνει κομμένη και ραμμένη στις επιταγές των αγορών- ομοσπονδιακή εκτελεστική εξουσία. Σε μια τέτοια διαδικασία δεν θα χάναμε μόνο τη δημοκρατία στην πορεία, αλλά και την ευκαιρία ρύθμισης της αγοράς, αρχικά έστω και μόνο εντός του ευρωπαϊκού οικονομικού χώρου.
Μια ευρωπαϊκή εκτελεστική εξουσία ανεξάρτητη από ένα δημοκρατικά καθοδηγούμενο εκλογικό σώμα θα έχανε κάθε κίνητρο, ακόμα και τη δύναμη για αλλαγή πορείας.
Μέχρι τώρα, το ευρωπαϊκό οικοδόμημα προωθήθηκε από τις πολιτικές ελίτ ανεξάρτητα από τη βούληση των λαών, ενώ οι πολίτες έδειχναν ικανοποιημένοι, όσο η Ε.Ε. αποτελούσε μια κοινότητα από την οποία έβγαιναν όλοι κερδισμένοι. Τώρα, όμως, που ενέσκηψε η ευρωκρίση, η οποία επιδρά διαφορετικά στις επιμέρους οικονομίες, δρώντας πολωτικά στην κοινή γνώμη κάθε χώρας, ενισχύεται παντού ο αντιευρωπαϊκός δεξιός λαϊκισμός.
Οι εκλογές και τα δημοψηφίσματα δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζονται σαν ψυχρή έκφραση της λαϊκής βούλησης, διότι εμπεριέχουν συνειδησιακό νόημα. Η κυβέρνηση καλείται μέσω της λήψης αποφάσεων τέτοιου στρατηγικού χαρακτήρα να αντιμετωπίσει επείγοντα προβλήματα. Σε μια δημοκρατία, οι πολιτικές εκλογές δεν εκπληρώνουν τον συστημικό τους ρόλο όταν αντιμετωπίζονται σαν απλή καταγραφή προτιμήσεων και προκαταλήψεων. Αντίθετα, αποκτούν το θεσμικό βάρος πολιτικών αποφάσεων ενός συννομοθέτη από το γεγονός ότι το αποτέλεσμά τους διαμορφώνεται μέσα από πληθώρα διιστάμενων απόψεων στο πλαίσιο ενός δημόσιου διαλόγου.
Στην περίπτωση, ωστόσο, της δικής μας εκτεταμένης κοινής γνώμης, ενός δημιουργήματος πρωτίστως του επικοινωνιακού δικτύου των μέσων μαζικής επικοινωνίας, δεν αρκούν μόνο οι πληροφορίες και τα ερεθίσματα από έναν αυθόρμητο και ανεξάρτητο Τύπο, αλλά απαιτούνται κατά κύριο λόγο οι πρωτοβουλίες, η καθοδήγηση και η οργανωτική δυνατότητα των πολιτικών κομμάτων.
Το πολιτικό μέλλον της Ευρώπης αυτή τη στιγμή εξαρτάται κυρίως από τη διορατικότητα και την ηγετική ικανότητα των πολιτικών κομμάτων.
στη θεωρία όλα αυτά είναι εύκολα. Πρώτον, τα πολιτικά κόμματα υποχρεώνονται από το διακύβευμα της κατάληψης και διατήρησής τους στην εξουσία να προσαρμόζουν τα σχέδια και τις ενέργειές τους στον χρονικό ορίζοντα μιας εκλογικής θητείας. Επιπλέον, λειτουργούν με γνώμονα τις νομιμοποιητικές προσδοκίες εθνικών εκλογικών σωμάτων, χωρίς άμεση επαφή με τα υπόλοιπα εθνικά εκλογικά σώματα. Ετσι, τα πολιτικά κόμματα δεν μπορούν να προσβλέπουν σε απτά πολιτικά οφέλη, όταν σκέφτονται και πράττουν εθνικά και ταυτόχρονα ευρωπαϊκά, χωρίς προηγουμένως καν να υφίσταται ένα ενιαίο, ευρωπαϊκό σύστημα πολιτικών κομμάτων.
Εκείνο που απαιτείται σήμερα από τις πολιτικές ελίτ είναι μια τελείως διαφορετική, εμπεριστατωμένη, ηγετική και πειστική πολιτική πρακτική. Πρόκειται δηλαδή για άσκηση επιρροής, με επίγνωση της πιθανότητας να αποδειχτεί εσφαλμένη η πολιτική πρόταση.
Δεν μπορεί κανείς να κατηγορήσει τα κόμματα ότι βρέθηκαν απροετοίμαστα σε μια τέτοια εξαιρετική κατάσταση. Σε τέτοιες εξαιρετικές καταστάσεις, όμως, η αναγνώριση ενός διλήμματος μπορεί να αποτελέσει το έναυσμα για τη διευθέτησή του.
* Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των συντακτών στις 25-2-2014
Οι ΜΚΟ ή το «σώμα των πολιτών» ή, όπως είναι γνωστότερο, «κοινωνία των πολιτών», συγκροτούν μια αντίληψη για τις συλλογικότητες η οποία αντιδιαστέλλεται με μια παραδοσιακή αντίληψη της αριστεράς περί συλλογικότητας, όσο και με μια της δεξιάς. Στην ουσία, είναι μια αντίληψη που πατά περισσότερο σε μια λογική του πολιτικού φιλελευθερισμού των δικαιωμάτων και λιγότερο στη λογική των "συμφερόντων" που ωθούν τους ανθρώπους να συγκροτούν συλλογικότητες. Όμως, η ίδια η αριστερά, δια των Ν. Πουλαντζά και Κ. Τσουκαλά επιχείρησε να αντιμετωπίσει τον άνθρωπο όχι μονοδιάστατα μέσω της οικονομικής του θέσης στην κοινωνία, αλλά ως "πολυσθενές υποκείμενο", δηλαδή μέσα από μια ποικιλία ενδιαφερόντων, αντιλήψεων, προτιμήσεων, με βάση πολιτιστικά, εκπαιδευτικά ή άλλα διανοητικά χαρακτηριστικά. Ανάμεσα σε αυτά παίζει, ασφαλώς ρόλο και η οικονομική του θέση στην κοινωνία, αλλά αυτή δεν αρκεί να προσδιορίσει κυρίαρχα τον τρόπο που κοινωνικοποιείται και παίρνει μέρος στις δημόσιες κοινωνικές διεργασίες. Αν ισχύει το πρώτο, αυτό δηλαδή, της κυριαρχίας της οικονομικής του θέσης, τότε αυτό οδηγεί στην αντίληψη της συγκρότησης συλλογικοτήτων με βάση αυτά τα "ταξικά" χαρακτηριστικά και ως εκ τούτου, κυρίαρχη μορφή συλλογικοτήτων είναι τα συνδικάτα και όλα τα υπόλοιπα είναι συλλογικότητες - υποκατάστατα ή ευνουχιστικά και αποπροσανατολιστικά -άρα και ύποπτα για υπόγειες χρηματοδοτήσεις, χώροι διαπλοκής κλπ.
Πέραν μιας αγοραίας εμπλοκής του θέματος αυτού στην τρέχουσα συγκυρία και τις όποιες, εύκολες και γαργαλιστικές, προεκτάσεις σκανδαλοθηρικού τύπου έχει, αυτό είναι το υπόβαθρό της συζήτησης περί ΜΚΟ που κατά καιρούς έρχεται και επανέρχεται στην ελληνική δημόσια ζωή.
Η παραδοσιακή αντίληψη της αριστεράς για τη συλλογικότητα και τον ατομισμό, ισοπέδωσε το άτομο χάριν της συλλογικότητας.
Η αγοραία λογική της "αγοράς" θεοποίησε το «άτομο» και χλεύασε τις συλλογικότητες ή τις μετέτρεψε σε τραστ συμφερόντων.
Το ζητούμενο, όμως, είναι πάντα το «υπαρκτό» άτομο και όχι ο «ανύπαρκτος» μέσος άνθρωπος. Η διαφορά έγκειται στη διεργασία. Το άτομο για το άτομο ή διαμέσου της ομάδας στο άτομο. «Ο θάνατός σου η ζωή μου» ή «η ύπαρξή σου η ζωή μου»;
Η κοινωνία των πολιτών υπονοεί ότι οι συλλογικότητες θα εδράζονται στα ατομικά –και συλλογικά, ασφαλώς- δικαιώματα των πολιτών (που θα φτάνουν μέχρι τα δικαιώματα του «ενός» –του κάθε «ενός») και όχι στην ισοπεδωτική διαμεσολαβητική ασυδοσία των «συλλογικοτήτων» και των «πλειοψηφιών» (θρησκευτικών, φυλετικών, ταξικών ή άλλων).
Μόνον πολίτες με δικαιώματα (δικαιώματα νοούμενα όχι ως θεσμικές εγγυήσεις απλώς κάποιων συμπεριφορών αλλά ως αμοιβαίες ευθύνες ανάμεσα σε πολίτες, συμ-πολίτες και κοινωνία) μπορούν να συγκροτήσουν συλλογικότητες που θα τιμούν αυτήν την αναντικατάστατη μορφή κοινωνικότητας και κοινωνικοποίησης. Και μάλιστα πολλές, πολλές συλλογικότητες, πολλά «σώματα πολιτών» που θα εκφράζουν και θα διαφοροποιούν όλες τις επιλογές των ανθρώπων-πολιτών και όχι μία, «υπερ-συλλογικότητα» η οποία θα συμπυκνώνει –υποτίθεται- το σύνολο των επιλογών και των επιθυμιών των πολιτών.
Στη μία συλλογικότητα να είμαι με τον κ. Χ. για να αναδείξουμε τη σημασία, πχ., των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και από την άλλη να είμαι και σε μία συλλογικότητα η οποία θα αντιπαρατίθεται σε αυτήν του κ. Χ. για την ομοσπονδοποίηση της Ευρώπης, έστω.
Μετέχοντας σε 1, 2, 5 ΜΚΟ και όχι απλώς σε ένα Κόμμα που τα ενοποιεί υποτίθεται όλα –ή τα συνθλίβει;- εκφράζομαι ως πολίτης με δικαιώματα-ευθύνες, πλήρως.
Η προσέγγιση αυτή για την Κοινωνία των πολιτών και τις ΜΚΟ, μέσω των οποίων εκφράζεται, είναι τεράστιας σημασίας για την ανανεωτική αριστερά, γιατί βρίσκεται στον αντίποδα της λογικής του «μαζικού κόμματος», που όλα τα ενοποιεί και όλα τα αφομοιώνει. Ως προέκταση αυτής της λογικής του μαζικού κόμματος, ουσιαστικά η μόνη συλλογικότητα που είναι νοητή, αλλά και μακρύς βραχίονας του κόμματος, είναι το συνδικάτο, δηλαδή η οικονομική και μονοδιάστατη υπόσταση του ανθρώπου. Το «πολυσθενές υποκείμενο», έχει ανάγκη ποικίλων μορφών κοινωνικής έκφρασης που ξεφεύγουν από τα στενά ταξικά και οικονομικά μυωπικά γυαλιά της παραδοσιακής αριστεράς.
Γι' αυτό θεωρώ πολύ εύκολη και απλοϊκή την προσέγγιση του θέματος ΜΚΟ μέσω της οπτικής της χρηματοδότησής τους, μόνο!
Είναι ο προνομιακός χώρος για μια εναλλακτική ανανεωτική αριστερά. Και αυτό, όχι φυσικά γιατί μπορεί, υποτίθεται, καλύτερα να τις «ελέγξει». Οι πολίτες που ολοκληρώνονται κοινωνικά μέσω της ελεύθερης συμμετοχής τους σε οργανώσεις που καλύπτουν ένα τεράστιο φάσμα ενδιαφερόντων, προβλημάτων, εθελοντικής δράσης, κοινωνικής υποστήριξης, αλληλεγγύης, ρευμάτων σκέψης, μελέτης, εκδοτικής προσπάθειας, παρατηρητήρια για δικαιώματα κάθε είδους κλπ, κλπ, αποτελούν τη μεγαλύτερη κοινωνική ομάδα, την προνομιακή ομάδα της κοινωνίας που –θα έπρεπε να- ενδιαφέρεται και να απευθύνεται. Έστω και αν πολλές από αυτές τις ΜΚΟ είναι αντιφατικές, «περίεργες», ελιτίστικες, ολιγομελείς ή μικρομεγαλίζουν.
Έστω κι αν δεν είναι πάντα διαφανείς οι πηγές χρηματοδότησης για κάποιες από αυτές, είναι ισοπεδωτικό, απαξιωτικό και υποτιμητικό για το συνολικό χώρο των ΜΚΟ η διάχυση μιας καχυποψίας που κάθε άλλο παρά αντανακλά μια πραγματικότητα.
Οικολογία και ΜΚΟ
Τα ανθρώπινα συστήματα είναι διαφορετικά από τα "βιολογικά" και κάθε εύκολη μεταφορά ενέχει πολλούς κινδύνους. Όμως, σίγουρα είναι εξίσου και μάλλον περισσότερο πολύπλοκα. Και οποιαδήποτε αναγωγή τους σε σταθερά, αυστηρά και περίπου αμετάβλητα –σε κάθε ιστορική περίοδο- συστήματα, παράγει ψευδή εικόνα. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και αν οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων μετατρέπονται σε ένα πράγμα μόνον. Να αναχθούν, δηλαδή, σε μια «κυρίαρχη» αντίθεση η οποία και θα καθορίζει το χαρακτήρα των πιθανών κοινωνικών συγκρούσεων.
Η οικολογία, χώρος στον οποίο δραστηριοποιούνται πολλές ΜΚΟ, αναδεικνύει μια νέα «γενιά αντιθέσεων», αυτών που κατά κύριο λόγο προέκυψαν με την εμφάνιση της βιομηχανικής κοινωνίας και πιο πολύ στη φάση της ωρίμανσής της. Έρχεται να αναδείξει τη μεγάλη πολλαπλότητα και πολυπλοκότητα των αντιθέσεων και των συγκρούσεων και όχι να τα ανάγει όλα σε μια «κυρίαρχη» αντίθεση. Ή καλύτερα, να τονίσει τη σημασία και τον καθοριστικό ρόλο που ενίοτε παίζουν και οι «δευτερεύουσες» αντιθέσεις.
Η προσπάθεια να αναχθεί η πολυπλοκότητα των κοινωνικών σχέσεων, οι μεταβαλλόμενες μορφές κοινωνικής σύγκρουσης σε ένα προκατασκευασμένο καλούπι ταξικής πάλης, οδηγεί σε μια επικίνδυνη απλοποίηση, σε μια χοντροκομμένη γενίκευση που αλλοιώνει πλήρως τα στοιχεία της αντίθεσης και το αντικείμενο της σύγκρουσης, κάθε φορά.
Η ποικιλία των αντιθέσεων οδηγεί και σε μια ποικιλία ανταγωνισμών, συγκρούσεων και αντιστάσεων. Ο περιορισμός τους σε μια εύκολη, εμπειρική αναγωγή στη σύγκρουση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, πάντα, αποτελεί μια πολιτικά ασυγχώρητη σχηματοποίηση και απλούστευση.
Ένας περίπλοκος κόσμος ανταγωνισμών χρειάζεται μια πολιτικά ισοδύναμη προσέγγιση για να εκφραστεί. Δηλαδή, ο ένας –κυρίαρχος- ανταγωνισμός, μπορεί να είναι μια «πολλαπλότητα ανταγωνισμών». Να μην τοποθετούμε, έτσι απλά, δύο ομάδες ανθρώπων τη μία απέναντι από την άλλη με σκοπό την «ταξική πάλη», για να υποδηλώσουμε τον κοινωνικό ανταγωνισμό.
Η μεγάλη ποικιλία των κοινωνικών πρακτικών και του τρόπου που αυτές οι πρακτικές μετατρέπονται σε μορφές οργάνωσης, είναι αυτά που επηρεάζουν τους εκάστοτε ανταγωνισμούς και τα εκατέρωθεν «μέτωπα».
Τα οικολογικά και περιβαλλοντικά προβλήματα δεν φωτίζουν πάντα μια νέα πλευρά της «ταξικής πάλης», καμιά φορά μπορεί να την εμπλουτίζουν, κυρίως φέρνουν στο φως νέες αντιθέσεις, σύνθετες, παράλληλες ή συμπληρωματικές στις «γνωστές», οι οποίες συχνά ξεφεύγουν από τα στενά καλούπια της ταξικής οπτικής.
Τα πραγματικά επίδικα με τις ΜΚΟ, στο πρακτικό επίπεδο
Έχει γραφτεί ότι "ΜΚΟ στα τελευταία 20 τουλάχιστον χρόνια σημαίνει επάγγελμα". Διαφωνώ απολύτως με τη ισοπεδωτική αυτή διατύπωση.
Αυτή η γενικευμένη δυσφήμηση των ΜΚΟ (πιστεύω ότι είναι «δυσφήμηση», δηλαδή εντελώς λαθεμένη και άδικη), έχει κάποιους παραδοσιακούς εχθρούς.
Ένας τέτοιος «εχθρός», όπως προανέφερα, είναι η κομματοκρατία και ειδικά της αριστεράς.
Το ΚΚΕ, ένα μεγάλο μέρος του ΣΥΡΙΖΑ και σύμπας ο χώρος των αριστεριστών, μπερδεύονται, αποδιοργανώνονται από σχήματα έξω από το παραδοσιακό δίπολο κόμμα – συνδικάτο και τις πολεμούν χρησιμοποιώντας απαράδεκτους υπαινιγμούς και εύκολες κατηγορίες.
Ένας δεύτερος εχθρός, ειδικά στην Ελλάδα, είναι η καπατσοσύνη του Έλληνα αετονύχη που είδε φως και μπήκε. Το γεγονός ότι παρείχε κάποια πλεονεκτήματα στο άνοιγμα πορτών ο χαρακτήρας του «μη κερδοσκοπικού» και «μη κυβερνητικού», βάφτισε πολλές κερδοσκοπικές δραστηριότητες σε "μη" τέτοιες. Γι' αυτό, όμως, καμία απολύτως ευθύνη δεν φέρουν, ούτε θα μπορούσαν να το αποτρέψουν οι ...κανονικές ΜΚΟ και ΜΗ κερδοσκοπικές οργανώσεις, παρά μόνον ζητώντας να μπουν κανόνες από την πολιτεία, αλλά και μέσα από το ίδιο το έργο τους
Σε όλα αυτά, τα αναμενόμενα, έρχεται να προστεθεί μια δυσεξήγητη, για μένα, προκατάληψη και από όσους, λογικά, κινούνται στη λογική της «κοινωνίας των πολιτών». Όλα τα στραβά και στρεβλά χρεώνονται στις «αυθεντικές» ΜΚΟ και τις τσουβαλιάζονται με τις άλλες, επειδή δεν κατάφεραν, αυτές(!!!) να βάλουν τάξη σε ένα πεδίο που ο ίδιος ο χαρακτήρας τους τις καθιστά αδύναμες να οριοθετήσουν. Θαρρείς και οι ΜΚΟ έχουν τη δυνατότητα να βάλουν τους κανόνες χρηματοδότησης, αυτές και μόνον αυτές, και δεν το κάνουν!
Αλλά ας έρθουμε στην ίδια την πηγή αυτής της αμφισβήτησής τους, στη χρηματοδότηση.
Αν θεωρούμε ότι ΜΚΟ και κρατική χρηματοδότηση είναι ασύμβατες, τότε η κουβέντα σταματά εδώ ή μετατίθεται σε ένα άλλο πεδίο συζήτησης, πιο θεωρητικό.
Όμως, από πουθενά δεν προκύπτει ότι διεθνώς αντιμετωπίζονται ως ασύμβατες, εξ ορισμού. Όλοι οι μεγάλοι διεθνείς οργανισμοί και οικονομικές ενώσεις (ΟΗΕ, ΟΟΣΑ, Συμβούλιο της Ευρώπης, ΕΕ κλπ) έχουν θεσπίσει είτε πεδία, είτε μηχανισμούς, είτε υποχρεώνουν τα κράτη μέλη τους να χρηματοδοτούν συγκεκριμένες δράσεις μέσω ΜΚΟ, αποκλειστικά. Πολλά εκπαιδευτικά, ανθρωπιστικά, αναπτυξιακής βοήθειας και άλλα προγράμματα πραγματοποιούνται μέσω ΜΚΟ.
Αν αυτό, στην κουβέντα μας, το θεωρούμε θεμιτό, ας πάμε και στο επόμενο βήμα. Πώς ορίζεται η ΜΚΟ και πώς χρηματοδοτείται! Ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν για όσους θέλουν να προσεγγίσουν και να ορίσουν, απολύτως συγκεκριμένα, τις έννοιες και τις διαδικασίες αυτές και ιδίως την πρώτη, δηλαδή ποιοι δικαιούνται να αυτοπροσδιορίζονται ως ΜΚΟ.
Είχα εμπλακεί σε μια προσπάθεια που είχε ξεκινήσει παλιότερα με πρωτοβουλία του αλησμόνητου Νικήτα Λιοναράκη, να καθοριστεί –μέσω των ίδιων των ΜΚΟ- κάτι σαν ISO για την έννοια της ΜΚΟ, αλλά δεν ολοκληρώθηκε ποτέ (ο Ν. Λιοναράκης είχε καταγράψει 31.500 ΜΚΟ στην Ελλάδα!).
Φυσικά, για το δεύτερο θέμα, αυτό που συνδέεται με τη χρηματοδότηση δράσεων μέσω ΜΚΟ, οι διαδικασίες δηλαδή, τα πράγματα είναι πιο σαφή -όχι εύκολα!- να τεθούν κανόνες, παρόλο που δεν υπόκειται στην ευθύνη των ΜΚΟ να τους θέσουν και να τους τηρήσουν, αλλά στην πολιτεία, κυρίως. Μια πρώτη διασαφήνιση πρέπει να γίνει εδώ. Ως ΜΚΟ θα μπορούσε να αυτό-αποκαλείται οποιαδήποτε οργάνωση το επιθυμεί και να αξιολογείται από τη δράση της και από την κοινωνία. Το πρόβλημα του προσδιορισμού προκύπτει όταν από αυτόν απορρέει συμμετοχή σε χρηματοδοτήσεις που απευθύνονται σε ΜΚΟ. Κι εδώ χρειάζονται οι κανόνες.
Μικρή παρένθεση. Η ΜΚΟ που έχει λάβει τα περισσότερα χρήματα είναι η "Αλληλεγγύη" η ΜΚΟ της Εκκλησίας (έχει λάβει 60 εκατομμύρια ευρώ σε διάστημα 6 χρόνων!). Εδώ η μεγάλη μου ένσταση δεν είναι τόσο στις διαδικασίες μέσω των οποίων χρηματοδοτήθηκε (φυσικά, δεν υπονοώ ότι συμφωνώ), αλλά αν μπορεί μια κρατική οντότητα, η Εκκλησία της Ελλάδος, να δημιουργεί μια ΜΚΟ, δηλαδή, μια ΜΗ κυβερνητική οργάνωση. Αυτό είναι μεγάλο θέμα για την οριοθέτηση των ΜΚΟ.
Συναφές με αυτό είναι και το θέμα των «επαγγελματιών» στο χώρο των ΜΚΟ. Αν, λέγοντας ΜΚΟ, εννοούμε «πρωτοβουλίες κατοίκων» ή «πολιτιστικούς συλλόγους» μόνον, τότε πράγματι φαντάζει αντιφατικό νε έχουν ανθρώπους που αμείβονται για την εμπλοκή τους στη δράση μιας ΜΚΟ. Όμως, εκτός από αυτούς τους φορείς, υπάρχουν και πιο ...μεγάλες οργανώσεις που οι δράσεις τους απαιτούν ένα επίπεδο οργάνωσης που δεν νοείται χωρίς επαγγελματίες. Κι εδώ χωρούν, φυσικά, κανόνες, πλαφόν, δεοντολογία. Αν πάλι, οριοθετούμε τον χώρο των ΜΚΟ, σε αυτές, τις μικρές μόνον, ενώσεις προσώπων –θεμιτό βέβαια, να το πιστεύει κανείς αυτό- τότε η συζήτηση μετατίθεται πάλι αλλού, αλλά είναι εντελώς άδικο να ενοχοποιούνται, συλλήβδην, όσοι «δουλεύουν» σε ΜΚΟ.
Υπάρχουν ΜΚΟ που μονομερώς έχουν θέσει όρια στις πηγές χρηματοδότησής τους, κανόνες που συνδέονται με τις αντιλήψεις των μελών τους, αλλά και με το χαρακτήρα των δραστηριοτήτων τους (για κάποιες δραστηριότητες μπορεί να πιθανολογηθεί επηρεασμός από τον όποιο χρηματοδότη, για κάποιες άλλες ο παράγοντας αυτός μπορεί να είναι και ουδέτερος). Άλλες έχουν αποκλείσει την κρατική χρηματοδότηση, άλλες την ιδιωτική, άλλες και τις δύο και επιδιώκουν να βγάλουν τα έξοδά τους μόνο μέσα από τις συνδρομές μελών ή υποστηρικτών τους. Λογικά, θεμιτά και υπαρκτά όλα αυτά. Ο καθένας επιλέγει πού και με ποιους όρους θα εμπλακεί.
Επί αυτών χρειάζεται, νομίζω, μια κουβέντα -και αντιπαράθεση- για να πάμε ένα βήμα πιο μπροστά την συζήτηση και να μην μείνουμε σε μια γενική και, εύκολη πιστεύω, καχυποψία για έναν χώρο που είναι παρών, με δυναμική και έχει και πολλούς –...παραδοσιακούς- εχθρούς να αντιμετωπίσει ώστε να λειτουργήσει τιμώντας πλήρως το χαρακτήρα του.
"Είναι λάθος να σκεφτόμαστε την εξουσία υπό τους όρους ενός δυαδικού ανταγωνισμού, πρέπει μάλλον να τη σκεφτόμαστε υπό τους όρους μιας «πολλαπλότητας σχέσεων εξουσίας» (Φουκό).
Αφορμή για τις σκέψεις που ακολουθούν έδωσαν ένα άρθρο της κριτικού Π. Διαμαντάκου (Καθημερινή, 12.1.2014) και ένα Ψήφισμα του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη Διατήρηση του ουσιώδους ρόλου των Μέσων στην Ψηφιακή Εποχή (Βελιγράδι, 7-8.11.2013). Με το βλέμμα στα ζητήματα και τις προκλήσεις της ψηφιακής σύγκλισης, το Ψήφισμα αναγνωρίζει την ανάγκη στήριξης «υγιώς χρηματοδοτούμενων, βιώσιμων και ανεξάρτητων δημόσιων Μέσων που διακρίνονται από υψηλή ποιότητα και ήθος». Σε μία μόνο πρόταση (πράγμα σπάνιο για επίσημο κείμενο) δίνεται το πλαίσιο λειτουργίας της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης του μέλλοντος, αλλά και προσδιορίζεται το μοντέλο της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης που πολλοί από εμάς θα επιθυμούσαμε για τη χώρα.
Η περίπτωση της πρώην ΕΡΤ σηματοδοτήθηκε από δύο αρνητικά φορτισμένες διαδικασίες. Η εν θερμώ διακοπή λειτουργίας του οργανισμού προκάλεσε πολλές αντιδράσεις στο εσωτερικό της χώρας, παρά τη μακρόχρονη απαξίωση του φορέα από μερίδα των πολιτών. Ομοίως, στο εξωτερικό αντιμετωπίστηκε με επικριτικά σχόλια. Η κίνηση αυτή, που μπορεί να νοηθεί ως η πρώτη μορφή άρνησης έναντι του πάσχοντος δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού φορέα, κορυφώθηκε συμβολικά με την αιφνιδιαστική εκκένωση του κτιρίου λίγους μήνες αργότερα. Εάν αυτή η πράξη νοηθεί ως η δεύτερη μορφή άρνησης, προκύπτει το ερώτημα κατά πόσον δύο διαδοχικές αρνήσεις δημιουργούν αναγκαστικά μια κατάφαση. Με άλλα λόγια, στην περίπτωση της πρώην ΕΡΤ, δύο αρνητικά φορτισμένες πολιτικές επιλογές μπορούν να λειτουργήσουν ως ικανή και αναγκαία συνθήκη για τη δημιουργία των απαραίτητων δομών που θα θεμελιώσουν την κατάφαση της νέας δημόσιας ραδιοτηλεόρασης στη χώρα;
Μάλλον όχι. Ούτε η κατάργηση του παλαιού φορέα αρκεί, ούτε η συρρίκνωση προϋπολογισμού και εργαζομένων, ούτε μόνο η τροποποίηση του θεσμικού πλαισίου. Απαιτούνται περαιτέρω συγκεκριμένος στόχος εναρμονισμένος με τα δεδομένα της εποχής και εργαλεία ικανά να συμβάλουν στην πραγματοποίηση του στόχου αυτού. Η Π. Διαμαντάκου σωστά επισημαίνει ότι «η μεγάλη ευκαιρία» εντοπίζεται στους τομείς της ενημέρωσης και της παραγωγής προγραμμάτων μυθοπλασίας. Από την ποιότητα και την πολυμέρεια της ενημέρωσης θα εξαρτηθεί ο όντως δημόσιος (και όχι κρατικός) χαρακτήρας του νέου φορέα και συνακόλουθα η καταξίωσή του στη συνείδηση των πολιτών. Από την ποιότητα και την ποικιλομορφία των προγραμμάτων μυθοπλασίας θα εξαρτηθεί ο όντως ποιοτικά ανταγωνιστικός χαρακτήρας του και συνακόλουθα η εκπλήρωση των καταστατικών του στόχων.
Στον τομέα της ενημέρωσης, η νέα δημόσια ραδιοτηλεόραση χρειάζεται να ανταγωνιστεί όχι μόνο τους ιδιωτικούς φορείς, αλλά γενικότερα το σύγχρονο ψηφιακό διαδικτυακό περιβάλλον. Αυτό χαρακτηρίζεται από πληθώρα ειδήσεων, ποικιλομορφία, ταχύτητα, ανοιχτούς κώδικες επικοινωνίας, ελκυστική παρουσίαση, εύκολη προσβασιμότητα. Πάσχει, όμως, συχνά από μονομέρεια στην επιλογή και θεμελίωση των ειδήσεων, ανάδειξη αυτών με βάση το βαθμό εντυπωσιασμού και όχι το βαθμό σπουδαιότητας, έλλειψη διασταύρωσης στοιχείων και παραβίαση των κανόνων της δημοσιογραφικής δεοντολογίας. Όσο για το σχολιασμό και την ανάλυση των γεγονότων, επικρατεί μάλλον ψηφιακό χάος, εφόσον ελάχιστες ειδήσεις σχολιάζονται επαρκώς και με εμβρίθεια.
Το τοπίο αυτό μπορεί και πρέπει να αναστρέψει η νέα δημόσια ραδιοτηλεόραση προσφέροντας ουσιαστική πολυμέρεια, ερευνητική δημοσιογραφία, πλουραλιστική θεματολογία. Για τη διασφάλιση όμως της «πολυφωνικής ανταλλαγής απόψεων» όπως ο ιδρυτικός νόμος της ΝΕΡΙΤ ορίζει (άρθρο 3 παρ. 1 γ΄ ν. 4173/2013), είναι απαραίτητο ο δημόσιος φορέας να μετασχηματιστεί σε θύλακα ερευνητικής δημοσιογραφίας που να προασπίζει και να προάγει την κριτική ανάλυση των γεγονότων σε συνδυασμό με την τήρηση της δημοσιογραφικής δεοντολογίας. Η πολυφωνική ενημέρωση δεν ικανοποιείται με την παράθεση ειδήσεων, έστω και εάν εκπροσωπείται όλο το πολιτικό φάσμα. Χρειάζεται να ερευνηθούν και τα ακανθώδη θέματα, να παρουσιαστεί η γνώμη του κοινού, να δοθεί χώρος και χρόνος για ανάπτυξη ζητημάτων με ευρωπαϊκό ή διεθνή χαρακτήρα. Πολύ περισσότερο, η ενημέρωση δεν εξαντλείται στην πολιτική. Κοινωνικά προβλήματα, ζητήματα ευπαθών ομάδων του πληθυσμού, κυβερνητικές και μη δράσεις για θέματα σχετικά με τους νέους, την τρίτη ηλικία, το περιβάλλον, το ρατσισμό και την ξενοφοβία μπορούν να αναδειχθούν μέσα από τη δημόσια ραδιοτηλεόραση.
Ο τομέας της ψυχαγωγίας πάσχει επίσης, κυρίως ως προς την παραγωγή προγραμμάτων. Τα εμπορικά χαρακτηριστικά ενός προγράμματος δεν το καθιστούν ύποπτο εκ προοιμίου. Απλώς, δεν μπορούν να αποτελούν το βασικό κριτήριο παραγωγής ή επιλογής τους από το δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό φορέα. Αντιστοίχως, ποιοτικό δεν σημαίνει κατ΄ ανάγκη βαρετό, δύσκολο και ξεπερασμένο. «Πολιτιστική πολυμέρεια» (άρθρο 3 παρ. 1 δ΄ ν. 4173/2013) σημαίνει πρόγραμμα σύγχρονο στη θεματολογία, το σχεδιασμό και την εκτέλεση, συμβατό με το νέο ψηφιακό περιβάλλον, τις προκλήσεις και τους προβληματισμούς της σημερινής κοινωνίας. Σημαίνει, επομένως, τηλεοπτικές σειρές και ψυχαγωγικές εκπομπές με ενδιαφέρουσα και ποικίλη θεματολογία, προσεγμένη παραγωγή και αξιόλογη εκτέλεση. Πρωτίστως απαραίτητη είναι, κατά τη γνώμη μου, η δημιουργία μίας νέας ζώνης παιδικού προγράμματος που θα καλύπτει ευρύ φάσμα ηλικιών και θα προσφέρει εγχώριες παραγωγές, καθώς και ξένο πρόγραμμα απαγκιστρωμένο από τη λογική των κινουμένων σχεδίων. Στο προϋπάρχον πρόγραμμα έλειπε η συνοχή, αλλά και η γέφυρα επικοινωνίας με τη μεταβατική προεφηβική ηλικία. Επίσης απαραίτητη είναι η δημιουργία προγραμμάτων μυθοπλασίας βασισμένων σε ελληνικές παραγωγές, και ψυχαγωγικών προγραμμάτων που θα εκφράζουν τις τάσεις της εποχής χωρίς να υποχωρούν στις πρακτικές του reality ή της μαζικής ψυχαγωγίας.
Ωστόσο, ότι η αποστολή του νέου φορέα δεν θα πραγματωθεί πλήρως εάν δεν συμπληρωθεί από δύο άλλες σημαντικές παραμέτρους: την πρωτοπορία σε θέματα κοινωνικών δράσεων και εταιρικής κοινωνικής ευθύνης αφενός και αφετέρου την πρωτοπορία σε ζητήματα δημοσιογραφικής δεοντολογίας. Στην εποχή μας εγείρονται ερωτήματα για την ανάγκη ύπαρξης δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών φορέων με το επιχείρημα ότι η πολυφωνία των μέσων διασφαλίζεται εν πολλοίς με την πληθώρα των ιδιωτικών φορέων. Ως μόνη επαρκή δικαιολογητική βάση υπέρ του θεσμού της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης λειτουργεί ο κοινωνικός της ρόλος. Αρκεί, βεβαίως, να τον εκπληρώνει. Για το λόγο αυτό είναι άκρως απαραίτητο η νέα δημόσια ραδιοτηλεόραση να αναδείξει και να εμπλουτίσει τη συμβολή της σε ζητήματα εταιρικής κοινωνικής ευθύνης. Να την αναδείξει πρώτον, εφόσον ήδη στην παλαιά ΕΡΤ υπήρχε και λειτουργούσε παραγνωρισμένος ένας τέτοιος μηχανισμός με αξιόλογο έργο. Να την εμπλουτίσει δεύτερον, εφόσον στις παρούσες συνθήκες η συμβολή αυτού του μηχανισμού θα είναι πολύτιμη για την προβολή και την αντιμετώπιση σωρείας ζητημάτων (ανεργία, εθελοντισμός, επιχειρηματικότητα, ρατσισμός και ξενοφοβία, προστασία του περιβάλλοντος, ψηφιακή παιδεία). Ο κοινωνικός αυτός ρόλος θα ενισχυθεί ιδιαιτέρως εάν συνοδευτεί από πρωτοπορία στα ζητήματα δημοσιογραφικής δεοντολογίας. Με την ενίσχυση των μηχανισμών αυτοδέσμευσης και την υιοθέτηση συγκεκριμένων πρακτικών για επίκαιρα ζητήματα που όμως δεν ρυθμίζονται νομοθετικά, ο νέος φορέας θα επιτύχει να καταστεί κάτι περισσότερο από μέσο ενημέρωσης και ψυχαγωγίας. Θα λειτουργήσει ως παράγοντας διαμόρφωσης του δημόσιου ηλεκτρονικού διαλόγου στη χώρα, άρα και ως μοχλός των εξελίξεων όπως μπορεί και πρέπει να είναι.
Αποφοίτησε το 1974 από την Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και από το 1977 είναι μέλος του ΔΣΑ. Το 1986 έγινε Δικηγόρος Παρ' Αρείω Πάγω. Το ακαδημαϊκό έτος 1978- 1979 έκανε μεταπτυχιακό στο Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, με ειδίκευση στο Δίκαιο Ανταγωνισμού, στο Στρασβούργο. Ασκεί ενεργή μαχόμενη δικηγορία ως Νομικός Σύμβουλος Ελληνικών και αλλοδαπών Εταιρειών, με ειδίκευση στο Εμπορικό και Φορολογικό Δίκαιο, μαζί με την συνάδελφο και σύζυγό του Μαρία Παπαδοπούλου –Νικολαίδη. Το 2005 ίδρυσαν την Εταιρεία Δικηγόρων «ΝΟΜΙΚΗ ΟΜΑΔΑ ΑΘΗΝΩΝ-ΝΟΑ Γιάννης και Μαρία Νικολαίδη και Συνεργάτες» πιστεύοντας πάντοτε στην αξία της συλλογικής εργασίας. Έχουν δύο παιδιά τον συνάδελφο Νικόλα Ι. Νικολαίδη και τον Χαρίλαο Ι. Νικολαίδη (PhD in Law) επίσης ασκ. Δικηγόρο ΔΣΑ Πιστεύει ότι ο Σύλλογος χωρίς κομματικές σκοπιμότητες μπορεί να δραστηριοποιηθεί στα πλαίσια του νέου οικονομικού-κοινωνικού περιβάλλοντος για μιαν νέα, αξιοπρεπή δικηγορία, ώστε το επάγγελμα να ανακτήσει το κύρος που του αρμόζει. Υποστηρίζει το νέο δυναμικό του Συλλόγου, το οποίο μπορεί να δώσει νέα πνοή , ήθος και δυναμική στο επάγγελμα μας. Και φυσικά υποστηρίζει ανενδοίαστα τον εξαίρετου ήθους συνάδελφο Βασίλη Αλεξανδρή για την θέση του Προέδρου.
ΙΩΑΝΝΗΣ ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ
Δικηγόρος παρ' Αρείω Πάγω
Αλεξάνδρου Σούτσου 24, 10671 Αθήνα Τηλ.: 210 36.05.506 - 36.42.871
Πέντε χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης, τα δύο μεγαλύτερα κόμματα της χώρας, η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ, φαίνεται να έχουν συνειδητοποιήσει, είτε άμεσα είτε έμμεσα, ότι η μεγάλη προσαρμογή που επιχείρησε η Ελλάδα -το μεγαλύτερο μέρος της οποίας είχε ολοκληρωθεί μέχρι τον Δεκέμβριο του 2011- ήταν απαραίτητη.
Η ΝΔ κατάλαβε ότι χωρίς αληθινή δημοσιονομική προσαρμογή, τα ευχολόγια για άμεση ανάπτυξη δεν θα μπορούσαν να είχαν εφαρμοστεί, ούτε τα περίφημα «ισοδύναμα» να ισχύσουν, και γι΄ αυτό ξέχασε όλα τα «Ζάππεια», Ι, ΙΙ και ΙΙΙ. Από την άλλη, ο ΣΥΡΙΖΑ μιλάει τώρα για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, χωρίς να λέει τι διαφορετικό θα είχε κάνει ή θα έκανε για να τους πετύχει, έχει σαφώς περιορίσει την αντιμνημονιακή του ρητορεία («κατάργηση μ΄ ένα νόμο κι ένα άρθρο») και, επιπλέον, η σοβαρή του πτέρυγα αναγνωρίζει ότι το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του χρέους δεν ήταν «επαχθές».
ωστοσο, και τα δύο κόμματα δεν ολοκληρώνουν τη ρεαλιστική τους στροφή. Η κυβέρνηση επικαλείται συνεχώς ένα «Εθνικό Σχέδιο Ανάπτυξης», που όμως αποτυγχάνει να το παρουσιάσει. Αντίθετα, στην πράξη δρα με τρόπο που πολλές φορές δεν συνάδει με την ανάπτυξη: παράδειγμα, το γεγονός ότι δίνεται έμφαση στην απορρόφηση του ΕΣΠΑ ως ποσοστού και όχι στη σύνδεσή του με πραγματικούς αναπτυξιακούς στόχους.
Εξάλλου ο ΣΥΡΙΖΑ, ενώ ορθά μιλά για «μεγάλη διευθέτηση» κατά τη διαχείριση του ελληνικού χρέους - με την οποία δεν νομίζω να διαφωνεί ούτε η κυβέρνηση, διαφοροποιούμενη μόνο σε λεπτούς χειρισμούς και προσεκτικότερη ρητορική- βλέπει στελέχη του να μιλούν για «ρήτρα ευρωπαϊκής ανάπτυξης», συνδεμένη με τη μείωση του χρέους και με νέο παραγωγικό υπόδειγμα. Αλλά ρήτρα σημαίνει συναρτημένη υποχρέωση και συγκεκριμένες αναπτυξιακές προτάσεις. Ε, εκεί κάπου σταματά το πλαίσιο της σκέψης του ελληνικού πολιτικού συστήματος.
Πέντε χρόνια λοιπόν μετά το ξέσπασμα της κρίσης, και ενώ υπάρχουν οι γενικότερες συνειδητοποιήσεις, είναι παράδοξο ότι δεν έχει ζητηθεί από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους ή από Ανεξάρτητη Επιτροπή να διερευνήσει τα πώς και γιατί το 2009 ξοδεύαμε 24 δισ. παραπάνω απ΄ όσα εισπράτταμε ως κράτος, και να κατονομάσει από ποια υπουργεία και ποιους υπουργούς ξέφυγε ο λογαριασμός κατά τη δεκαετία που προηγήθηκε πριν από το σκάσιμο της «φούσκας».
Το πόρισμα μιας τέτοιας έρευνας όχι μόνο θα έβαζε τα πράγματα στη θέση τους, αλλά θα είχε και «παιδαγωγικό» χαρακτήρα, ώστε να μην επαναληφθεί στο μέλλον παρόμοια πορεία. Περιορίζομαι σ΄ ένα μόνο παράδειγμα: το διάστημα 2000-2009 στον τομέα του φαρμάκου πληρώσαμε 18 δισ. ευρώ παραπάνω απ' όσο θα έπρεπε.
Η δημοσιονομική προσαρμογή πράγματι προχωρεί με τις τεράστιες θυσίες του ελληνικού λαού. Παραμένουν όμως απείραχτες πολλές από τις αιτίες που γέννησαν την κρίση και διατηρούνται πολλά προβλήματα άλυτα. Δεν είναι σαφές τι θα γίνει με το τραπεζικό σύστημα και την έλλειψη ρευστότητας στην αγορά, την ασφυκτική πίεση σε χιλιάδες ελληνικές επιχειρήσεις από την απουσία χρηματοδότησης, την ανάγκη δημιουργίας ενός τραπεζικού συστήματος αποτελεσματικού και ταυτόχρονα διαφανούς. Το φορολογικό μας σύστημα εξακολουθεί να στηρίζεται στην υπερφορολόγηση και όχι στην πλάτυνση της βάσης του, ενώ γίνεται όλο και πιο πολύπλοκο. Η περίφημη επιτροπή Μαυραγάνη δεν έχει αποδώσει πορίσματα ακόμα. Η Δικαιοσύνη, αν και σαφώς χτυπάει πλέον ένα μέρος της διαφθοράς, κινείται ως ένας δυσκίνητος γραφειοκρατικός τομέας που καθυστερεί τόσο, ώστε να καταλήγει πολλές φορές σε αρνησιδικία.
Στο πεδίο του κοινωνικού κράτους, ενώ εξακολουθούμε να πληρώνουμε πολλά, οι αλλαγές είναι βραδείες, ενώ τα προνοιακά επιδόματα, για παράδειγμα, δεν έχουν εξυγιανθεί. Στην Υγεία οι προσαρμογές είναι ιδίως δημοσιονομικές κι όχι διαρθρωτικές. Στην Παιδεία υπάρχει σαφής οπισθοχώρηση, ως προς την πανεπιστημιακή μεταρρύθμιση. Στη Δημόσια Διοίκηση, παρόλο που η κυβέρνηση διανύει τον 20ό της μήνα στην εξουσία, και με συμπυκνωμένο μάλιστα πολιτικό χρόνο, η έμφαση δίνεται στην κινητικότητα και απουσιάζει οποιοδήποτε Συνολικό Σχέδιο Αναδιάρθρωσης: ποια κρατική δομή προκρίνουμε, ποια υπουργεία και ποιους οργανισμούς θέλουμε, πώς τα στελεχώνουμε, τι κίνητρα δίνουμε, τι στόχους έχουμε. Στην Αγροτική Οικονομία οι μεγάλες τομές, όπως η σύνδεση της φορολόγησης με την παραγωγή ? παραγωγικότητα κι όχι με το? στρέμμα, καθυστερούν. Στον Τουρισμό, αν και έχουμε το γεωγραφικό πλεονέκτημα, έχουμε μείνει πίσω σε υποδομές και σε νευραλγικούς τομείς. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι 100 μεγαλύτερες τουριστικές μας επιχειρήσεις έχουν λιγότερο από 10% του τζίρου στον κλάδο, πράγμα που δείχνει τον κατακερματισμό. Αλλά τουρισμό δεν κάνεις χωρίς σοβαρές τουριστικές επιχειρήσεις. Τελευταία ανακαλύφτηκε ο ιατρικός τουρισμός ως καινούργιο μεγάλο εθνικό σχέδιο, τη στιγμή που τα νοσοκομεία και τα Κέντρα Υγείας δεν έχουν βρει τρόπο να χρεώνουν τις υπηρεσίες που παρέχουν το καλοκαίρι σε τουρίστες.
Η βασική αιτία είναι, φυσικά, το ίδιο το πολιτικό σύστημα. Δεν αλλάζουν τίποτα (εκλογικός νόμος, λειτουργία του κοινοβουλίου, διορισμοί ημετέρων στους οργανισμούς του Δημοσίου), δίνοντας την εντύπωση ότι περιμένουν «να περάσει η μπόρα» για να ξαναρχίσουν τα ίδια.
Η Ελλάδα έχει τεράστιες δυνατότητες: γεωγραφική θέση, μορφωμένο ανθρώπινο δυναμικό (επειδή οι ελληνικές οικογένειες έχουν επενδύσει στα παιδιά τους), υπέδαφος, συμμετοχή στις βασικές δομές του δυτικού κόσμου. Δεν έχει όμως το πολιτικό σύστημα που της αξίζει, ώστε να είναι ένα σύγχρονο κράτος που κρατάει τον κόσμο του και ιδίως τους νέους. Κι αν δεν θέλει να γίνει Βουλγαρία (που από το 1990 έχασε 1,5 εκατομμύριο πληθυσμού, πέφτοντας από τα 8,8 εκατ. στα 7,3, και προβλέπεται ότι θα χάσει άλλο 1εκατομμύριο και θα πέσει στα 6,5 μέχρι το 2030, λόγω μαζικής εξόδου), πρέπει να το αλλάξει. Και μάλιστα πολύ γρήγορα.
*Δημοσιεύτηκε στην Ημερησία στις 8-2-2014