Παρασκευή, 20 Ιούνιος 2025

Υποψηφιότητα Γιάννη Νικολαΐδη στις εκλογές Δ.Σ.Α

Αποφοίτησε το 1974 από την Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και από το 1977 είναι μέλος του ΔΣΑ. Το 1986 έγινε Δικηγόρος Παρ' Αρείω Πάγω. Το ακαδημαϊκό έτος 1978- 1979 έκανε μεταπτυχιακό στο Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, με ειδίκευση στο Δίκαιο Ανταγωνισμού, στο Στρασβούργο. Ασκεί ενεργή μαχόμενη δικηγορία ως Νομικός Σύμβουλος Ελληνικών και αλλοδαπών Εταιρειών, με ειδίκευση στο Εμπορικό και Φορολογικό Δίκαιο, μαζί με την συνάδελφο και σύζυγό του Μαρία Παπαδοπούλου –Νικολαίδη. Το 2005 ίδρυσαν την Εταιρεία Δικηγόρων «ΝΟΜΙΚΗ ΟΜΑΔΑ ΑΘΗΝΩΝ-ΝΟΑ Γιάννης και Μαρία Νικολαίδη και Συνεργάτες» πιστεύοντας πάντοτε στην αξία της συλλογικής εργασίας. Έχουν δύο παιδιά τον συνάδελφο Νικόλα Ι. Νικολαίδη και τον Χαρίλαο Ι. Νικολαίδη (PhD in Law) επίσης ασκ. Δικηγόρο ΔΣΑ Πιστεύει ότι ο Σύλλογος χωρίς κομματικές σκοπιμότητες μπορεί να δραστηριοποιηθεί στα πλαίσια του νέου οικονομικού-κοινωνικού περιβάλλοντος για μιαν νέα, αξιοπρεπή δικηγορία, ώστε το επάγγελμα να ανακτήσει το κύρος που του αρμόζει. Υποστηρίζει το νέο δυναμικό του Συλλόγου, το οποίο μπορεί να δώσει νέα πνοή , ήθος και δυναμική στο επάγγελμα μας. Και φυσικά υποστηρίζει ανενδοίαστα τον εξαίρετου ήθους συνάδελφο Βασίλη Αλεξανδρή για την θέση του Προέδρου.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ
Δικηγόρος παρ' Αρείω Πάγω
Αλεξάνδρου Σούτσου 24, 10671 Αθήνα Τηλ.: 210 36.05.506 - 36.42.871

noalaw.gr

 

Το ζητούμενο στη δημόσια ραδιοτηλεόραση: βιωσιμότητα και ανεξαρτησία

Αφορμή για τις σκέψεις που ακολουθούν έδωσαν ένα άρθρο της κριτικού Π. Διαμαντάκου (Καθημερινή, 12.1.2014) και ένα Ψήφισμα του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη Διατήρηση του ουσιώδους ρόλου των Μέσων στην Ψηφιακή Εποχή (Βελιγράδι, 7-8.11.2013). Με το βλέμμα στα ζητήματα και τις προκλήσεις της ψηφιακής σύγκλισης, το Ψήφισμα αναγνωρίζει την ανάγκη στήριξης «υγιώς χρηματοδοτούμενων, βιώσιμων και ανεξάρτητων δημόσιων Μέσων που διακρίνονται από υψηλή ποιότητα και ήθος». Σε μία μόνο πρόταση (πράγμα σπάνιο για επίσημο κείμενο) δίνεται το πλαίσιο λειτουργίας της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης του μέλλοντος, αλλά και προσδιορίζεται το μοντέλο της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης που πολλοί από εμάς θα επιθυμούσαμε για τη χώρα.

Η περίπτωση της πρώην ΕΡΤ σηματοδοτήθηκε από δύο αρνητικά φορτισμένες διαδικασίες. Η εν θερμώ διακοπή λειτουργίας του οργανισμού προκάλεσε πολλές αντιδράσεις στο εσωτερικό της χώρας, παρά τη μακρόχρονη απαξίωση του φορέα από μερίδα των πολιτών. Ομοίως, στο εξωτερικό αντιμετωπίστηκε με επικριτικά σχόλια. Η κίνηση αυτή, που μπορεί να νοηθεί ως η πρώτη μορφή άρνησης έναντι του πάσχοντος δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού φορέα, κορυφώθηκε συμβολικά με την αιφνιδιαστική εκκένωση του κτιρίου λίγους μήνες αργότερα. Εάν αυτή η πράξη νοηθεί ως η δεύτερη μορφή άρνησης, προκύπτει το ερώτημα κατά πόσον δύο διαδοχικές αρνήσεις δημιουργούν αναγκαστικά μια κατάφαση. Με άλλα λόγια, στην περίπτωση της πρώην ΕΡΤ, δύο αρνητικά φορτισμένες πολιτικές επιλογές μπορούν να λειτουργήσουν ως ικανή και αναγκαία συνθήκη για τη δημιουργία των απαραίτητων δομών που θα θεμελιώσουν την κατάφαση της νέας δημόσιας ραδιοτηλεόρασης στη χώρα;

Μάλλον όχι. Ούτε η κατάργηση του παλαιού φορέα αρκεί, ούτε η συρρίκνωση προϋπολογισμού και εργαζομένων, ούτε μόνο η τροποποίηση του θεσμικού πλαισίου. Απαιτούνται περαιτέρω συγκεκριμένος στόχος εναρμονισμένος με τα δεδομένα της εποχής και εργαλεία ικανά να συμβάλουν στην πραγματοποίηση του στόχου αυτού. Η Π. Διαμαντάκου σωστά επισημαίνει ότι «η μεγάλη ευκαιρία» εντοπίζεται στους τομείς της ενημέρωσης και της παραγωγής προγραμμάτων μυθοπλασίας. Από την ποιότητα και την πολυμέρεια της ενημέρωσης θα εξαρτηθεί ο όντως δημόσιος (και όχι κρατικός) χαρακτήρας του νέου φορέα και συνακόλουθα η καταξίωσή του στη συνείδηση των πολιτών. Από την ποιότητα και την ποικιλομορφία των προγραμμάτων μυθοπλασίας θα εξαρτηθεί ο όντως ποιοτικά ανταγωνιστικός χαρακτήρας του και συνακόλουθα η εκπλήρωση των καταστατικών του στόχων.

Στον τομέα της ενημέρωσης, η νέα δημόσια ραδιοτηλεόραση χρειάζεται να ανταγωνιστεί όχι μόνο τους ιδιωτικούς φορείς, αλλά γενικότερα το σύγχρονο ψηφιακό διαδικτυακό περιβάλλον. Αυτό χαρακτηρίζεται από πληθώρα ειδήσεων, ποικιλομορφία, ταχύτητα, ανοιχτούς κώδικες επικοινωνίας, ελκυστική παρουσίαση, εύκολη προσβασιμότητα. Πάσχει, όμως, συχνά από μονομέρεια στην επιλογή και θεμελίωση των ειδήσεων, ανάδειξη αυτών με βάση το βαθμό εντυπωσιασμού και όχι το βαθμό σπουδαιότητας, έλλειψη διασταύρωσης στοιχείων και παραβίαση των κανόνων της δημοσιογραφικής δεοντολογίας. Όσο για το σχολιασμό και την ανάλυση των γεγονότων, επικρατεί μάλλον ψηφιακό χάος, εφόσον ελάχιστες ειδήσεις σχολιάζονται επαρκώς και με εμβρίθεια.

Το τοπίο αυτό μπορεί και πρέπει να αναστρέψει η νέα δημόσια ραδιοτηλεόραση προσφέροντας ουσιαστική πολυμέρεια, ερευνητική δημοσιογραφία, πλουραλιστική θεματολογία. Για τη διασφάλιση όμως της «πολυφωνικής ανταλλαγής απόψεων» όπως ο ιδρυτικός νόμος της ΝΕΡΙΤ ορίζει (άρθρο 3 παρ. 1 γ΄ ν. 4173/2013), είναι απαραίτητο ο δημόσιος φορέας να μετασχηματιστεί σε θύλακα ερευνητικής δημοσιογραφίας που να προασπίζει και να προάγει την κριτική ανάλυση των γεγονότων σε συνδυασμό με την τήρηση της δημοσιογραφικής δεοντολογίας. Η πολυφωνική ενημέρωση δεν ικανοποιείται με την παράθεση ειδήσεων, έστω και εάν εκπροσωπείται όλο το πολιτικό φάσμα. Χρειάζεται να ερευνηθούν και τα ακανθώδη θέματα, να παρουσιαστεί η γνώμη του κοινού, να δοθεί χώρος και χρόνος για ανάπτυξη ζητημάτων με ευρωπαϊκό ή διεθνή χαρακτήρα. Πολύ περισσότερο, η ενημέρωση δεν εξαντλείται στην πολιτική. Κοινωνικά προβλήματα, ζητήματα ευπαθών ομάδων του πληθυσμού, κυβερνητικές και μη δράσεις για θέματα σχετικά με τους νέους, την τρίτη ηλικία, το περιβάλλον, το ρατσισμό και την ξενοφοβία μπορούν να αναδειχθούν μέσα από τη δημόσια ραδιοτηλεόραση.

Ο τομέας της ψυχαγωγίας πάσχει επίσης, κυρίως ως προς την παραγωγή προγραμμάτων. Τα εμπορικά χαρακτηριστικά ενός προγράμματος δεν το καθιστούν ύποπτο εκ προοιμίου. Απλώς, δεν μπορούν να αποτελούν το βασικό κριτήριο παραγωγής ή επιλογής τους από το δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό φορέα. Αντιστοίχως, ποιοτικό δεν σημαίνει κατ΄ ανάγκη βαρετό, δύσκολο και ξεπερασμένο. «Πολιτιστική πολυμέρεια» (άρθρο 3 παρ. 1 δ΄ ν. 4173/2013) σημαίνει πρόγραμμα σύγχρονο στη θεματολογία, το σχεδιασμό και την εκτέλεση, συμβατό με το νέο ψηφιακό περιβάλλον, τις προκλήσεις και τους προβληματισμούς της σημερινής κοινωνίας. Σημαίνει, επομένως, τηλεοπτικές σειρές και ψυχαγωγικές εκπομπές με ενδιαφέρουσα και ποικίλη θεματολογία, προσεγμένη παραγωγή και αξιόλογη εκτέλεση. Πρωτίστως απαραίτητη είναι, κατά τη γνώμη μου, η δημιουργία μίας νέας ζώνης παιδικού προγράμματος που θα καλύπτει ευρύ φάσμα ηλικιών και θα προσφέρει εγχώριες παραγωγές, καθώς και ξένο πρόγραμμα απαγκιστρωμένο από τη λογική των κινουμένων σχεδίων. Στο προϋπάρχον πρόγραμμα έλειπε η συνοχή, αλλά και η γέφυρα επικοινωνίας με τη μεταβατική προεφηβική ηλικία. Επίσης απαραίτητη είναι η δημιουργία προγραμμάτων μυθοπλασίας βασισμένων σε ελληνικές παραγωγές, και ψυχαγωγικών προγραμμάτων που θα εκφράζουν τις τάσεις της εποχής χωρίς να υποχωρούν στις πρακτικές του reality ή της μαζικής ψυχαγωγίας.

Ωστόσο, ότι η αποστολή του νέου φορέα δεν θα πραγματωθεί πλήρως εάν δεν συμπληρωθεί από δύο άλλες σημαντικές παραμέτρους: την πρωτοπορία σε θέματα κοινωνικών δράσεων και εταιρικής κοινωνικής ευθύνης αφενός και αφετέρου την πρωτοπορία σε ζητήματα δημοσιογραφικής δεοντολογίας. Στην εποχή μας εγείρονται ερωτήματα για την ανάγκη ύπαρξης δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών φορέων με το επιχείρημα ότι η πολυφωνία των μέσων διασφαλίζεται εν πολλοίς με την πληθώρα των ιδιωτικών φορέων. Ως μόνη επαρκή δικαιολογητική βάση υπέρ του θεσμού της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης λειτουργεί ο κοινωνικός της ρόλος. Αρκεί, βεβαίως, να τον εκπληρώνει. Για το λόγο αυτό είναι άκρως απαραίτητο η νέα δημόσια ραδιοτηλεόραση να αναδείξει και να εμπλουτίσει τη συμβολή της σε ζητήματα εταιρικής κοινωνικής ευθύνης. Να την αναδείξει πρώτον, εφόσον ήδη στην παλαιά ΕΡΤ υπήρχε και λειτουργούσε παραγνωρισμένος ένας τέτοιος μηχανισμός με αξιόλογο έργο. Να την εμπλουτίσει δεύτερον, εφόσον στις παρούσες συνθήκες η συμβολή αυτού του μηχανισμού θα είναι πολύτιμη για την προβολή και την αντιμετώπιση σωρείας ζητημάτων (ανεργία, εθελοντισμός, επιχειρηματικότητα, ρατσισμός και ξενοφοβία, προστασία του περιβάλλοντος, ψηφιακή παιδεία). Ο κοινωνικός αυτός ρόλος θα ενισχυθεί ιδιαιτέρως εάν συνοδευτεί από πρωτοπορία στα ζητήματα δημοσιογραφικής δεοντολογίας. Με την ενίσχυση των μηχανισμών αυτοδέσμευσης και την υιοθέτηση συγκεκριμένων πρακτικών για επίκαιρα ζητήματα που όμως δεν ρυθμίζονται νομοθετικά, ο νέος φορέας θα επιτύχει να καταστεί κάτι περισσότερο από μέσο ενημέρωσης και ψυχαγωγίας. Θα λειτουργήσει ως παράγοντας διαμόρφωσης του δημόσιου ηλεκτρονικού διαλόγου στη χώρα, άρα και ως μοχλός των εξελίξεων όπως μπορεί και πρέπει να είναι.

Δημόσιο ή ιδιωτικό σύστημα υγείας;

Το ερώτημα είναι ερεθιστικό και το συζητάμε συχνά στις παρέες - μάλιστα πολλές φορές φορτισμένο και ιδεολογικά -, δεν είμαι όμως βέβαιος ότι νοηματοδοτούμε πάντοτε με τον ίδιο τρόπο τις λέξεις.
Ας αρχίσω από δύο επιμέρους ερωτήματα. Πρώτο, ποιος πληρώνει για το σύστημα υγείας. Και δεύτερο, ποιος και πώς παρέχει τις υπηρεσίες του.
Αξιόπιστες έρευνες δείχνουν ότι το 1% των ασθενών αντιστοιχεί στο 30% του κόστους (το 10% αντιστοιχεί με τη σειρά του στο 70% του κόστους) ενώ για το υπόλοιπο 90% ξοδεύεται μόνο το 30%. Κι αυτό γιατί οι «ακριβοί» ασθενείς είναι συνήθως μεγάλης ηλικίας και με πολλαπλά νοσήματα (διαβήτης, καρδιοπάθεια, νεφρική ανεπάρκεια), ενώ το κόστος τους προσαυξάνεται από την έλλειψη συντονισμού, που τους στέλνει συνεχώς από τον Αννα στον Καϊάφα.
Ως προς τη χρηματοδότηση, ένα σύστημα που θα απέκλειε το «ακριβό» 10% θα ήταν φαινομενικά αποτελεσματικό. Αλλά τι θα γινόταν αυτό το 10%; Το ιδιωτικό σύστημα θα τους άφηνε στην τύχη τους, αυτό όμως θα ήταν αδιανόητο στο Δημόσιο.
Τα συστήματα ιδιωτικής ασφάλισης συνδέουν το ύψος των εισφορών με την πιθανότητα της αρρώστιας. Οι ιδιωτικές εταιρείες ή δεν ασφαλίζουν καθόλου τους «επικίνδυνους» πελάτες (π.χ. διαβητικούς) ή τους ζητούν πολύ ψηλά ασφάλιστρα. Για τον λόγο αυτό στη Γερμανία, για παράδειγμα, ένας στους πέντε ασφαλισμένους έχει τη δυνατότητα να μεταπηδήσει σε ιδιωτική ασφάλιση, παίρνοντας μαζί και τις εισφορές του, αλλά μόνο το 40% απ' αυτούς το κάνουν.
Η χρηματοδότηση του δημόσιου συστήματος εκτελείται είτε μέσω του προϋπολογισμού είτε μέσω ασφαλιστικών ταμείων. Ετσι, το επίπεδο υγείας και το είδος των νοσημάτων αποσυνδέονται από την πληρωμή, η οποία αντιστοιχεί στο εισόδημα και μόνο. Τα συστήματα αυτά αναδιανέμουν χρηματοδοτικές εισφορές και φόρους: από υγιείς σε ασθενείς, από νέους σε ηλικιωμένους, από πλουσιότερους σε φτωχότερους. Και βεβαίως, δεν αποκλείουν «επικίνδυνους» ασθενείς. Από κοινωνική άποψη, υπερέχουν ως προς τα ιδιωτικά.
Άλλη παράμετρος είναι η αντιστοίχιση επαγγέλματος - Ταμείου, που μπορεί να δημιουργήσει σοβαρές ανισότητες λόγω διαφορετικών πακέτων παροχών. Γι' αυτόν τον λόγο οι χώρες της Δυτ. Ευρώπης κατήργησαν τα Ταμεία αυτά και δημιούργησαν δημόσια ανταγωνιστικά μεταξύ τους ώστε ο κάθε ασφαλιζόμενος να επιλέγει το επιθυμητό Ταμείο ανεξάρτητα από το επάγγελμά του. Η επιλογή εξασφαλίζει μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα.
Στην Ελλάδα η χρηματοδότηση είναι μεικτή: τα 2/3 των πόρων προέρχονται από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές (με σχέση 2 προς 1) και το 1/3 από άμεσες πληρωμές των ασθενών, ιδίως για πρωτοβάθμιες υπηρεσίες υγείας ή οδοντιατρική φροντίδα και δευτερευόντως για φάρμακα ή νοσοκομειακή περίθαλψη.
Εδώ όμως δεν υφίσταται ανταγωνισμός μεταξύ των Ταμείων. Από τα πάμπολλα επαγγελματικά Ταμεία περάσαμε στον υδροκέφαλο ΕΟΠΥΥ, που τον συναποτελούν Ταμεία - συλλέκτες προκαθορισμένων και ανελαστικών εισφορών. Τα Ταμεία και οι εισφορές θα μπορούσαν να καταργηθούν πλήρως εφόσον, πρώτο, τα 4 δισ. ευρώ των ασφαλιστικών εισφορών (περισσότερο από 2% του ΑΕΠ) εξασφαλίζονταν από άλλους πόρους και, δεύτερο, υπήρχε δικαιότερη φορολόγηση (π.χ. ελεύθερων επαγγελματιών ή αγροτών). Αλλά η αλλαγή του Φορολογικού έχει παραπεμφθεί στις ελληνικές καλένδες.

Τώρα, όσον αφορά την παροχή, η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι, όταν υπάρχει ισχυρό ρυθμιστικό πλαίσιο, τότε η συνύπαρξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα μπορεί να λειτουργήσει θετικά για τους ασθενείς. Ο στόχος είναι η εξασφάλιση της καλύτερης δυνατής πρόσβασης σε ποιοτικές υπηρεσίες, ειδικά για τους ευπαθείς και «ακριβούς» ασθενείς, ανεξάρτητα αν αυτές είναι δημόσιες ή ιδιωτικά παρεχόμενες.
Για να γίνει όμως αυτό, το Δημόσιο εκεί παρεμβαίνει στην αγορά των δημόσιων και ιδιωτικών υπηρεσιών υγείας ως ρυθμιστής. Καθορίζει κανόνες επαρκούς λειτουργίας, μετράει την παραγωγικότητα και την αποτελεσματικότητα των υπηρεσιών, καθορίζει ενιαίο τιμολογιακό πλαίσιο και συνδέει την αμοιβή με την ποιότητα. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι δυο γιατροί της ίδιας ειδικότητας που δουλεύουν στο Δημόσιο δεν παίρνουν την ίδια αμοιβή αν έχουν τελείως διαφορετικά αποτελέσματα.
Παράλληλα, εξασφαλίζεται ότι ο ιδιωτικός τομέας δεν μεταφέρει «δύσκολες» περιπτώσεις ασθενών στο Δημόσιο ούτε προκαλεί μεγάλη τεχνητή ζήτηση και ότι συνολικά το σύστημα δεν παρέχει υπηρεσίες που δεν είναι αποτελεσματικές.
Αυτή η έννοια όμως του δημόσιου τομέα δεν ισχύει στην Ελλάδα όπου ο κανόνας είναι η ισοπέδωση στον δημόσιο τομέα και η ανεξέλεγκτη λειτουργία ιδιωτικού και δημόσιου τομέα. Στην παροχή των υπηρεσιών τα δύο συστήματα λειτουργούν παράλληλα, δεν είναι συνδεμένα. Δεν υπάρχει κανένας προγραμματισμός ούτε συντονισμός δραστηριοτήτων στο πλαίσιο ενιαίου στρατηγικού - ρυθμιστικού πλαισίου για την υγεία.
Το αποτέλεσμα του κρατισμού, αλλά και της λειτουργίας ενός ανεξέλεγκτου ιδιωτικού τομέα είναι δραματικό στο ελληνικό σύστημα υγείας, που είναι πανάκριβο και μη αποτελεσματικό. Βρισκόμαστε στην πρώτη δεκάδα του κόστους υγείας παγκοσμίως, πρώτοι στην Ευρώπη σε αναλογία φαρμακείων - πληθυσμού, πάντα στις πρώτες θέσεις σε γιατρούς, οδοντιάτρους, μαγνητικές - αξονικές τομογραφίες, ενώ ταυτόχρονα είμαστε πρώτοι σε καισαρικές τομές, κατανάλωση αντιβιοτικών, σε υπέρβαρα παιδιά, δεύτεροι σε κάπνισμα - τροχαία, πολύ ψηλά σε κατανάλωση ποτών - ναρκωτικών και, παρά την πολύ ψηλή φαρμακευτική δαπάνη, πολύ χαμηλά στην παραγωγή φαρμάκων.
Για να απαντήσω στο ερώτημα του τίτλου, είναι σαφές ότι το δημόσιο σύστημα χρηματοδότησης υπερτερεί των ιδιωτικών συστημάτων ενώ στην παροχή ένα μεικτό σύστημα είναι καλύτερο εφόσον εξασφαλιστεί υγιής ανταγωνισμός προς όφελος των ασθενών. Στη χώρα μας δεν υπάρχει τίποτα από αυτά. Έχουμε από τη μια ισοπεδωτικό κρατισμό κι από την άλλη έναν ανεξέλεγκτο ιδιωτικό τομέα με ευθύνη του Δημοσίου.
Το ζητούμενο είναι ένα αληθινά δημόσιο σύστημα υγείας με εισαγωγή των στοιχείων της διαφάνειας και του ανταγωνισμού, έτσι ώστε να μειωθεί το κόστος του και να γίνει καλύτερο γι' αυτόν που υποτίθεται ότι πρέπει πάντα να υπηρετεί: τον ασθενή.

Ο Ηλίας Μόσιαλος είναι καθηγητής των Οικονομικών της Υγείας στη London School of Economics, πρώην υπουργός

Τι μάθαμε στα πέντε χρόνια της κρίσης

Πέντε χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης, τα δύο μεγαλύτερα κόμματα της χώρας, η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ, φαίνεται να έχουν συνειδητοποιήσει, είτε άμεσα είτε έμμεσα, ότι η μεγάλη προσαρμογή που επιχείρησε η Ελλάδα -το μεγαλύτερο μέρος της οποίας είχε ολοκληρωθεί μέχρι τον Δεκέμβριο του 2011- ήταν απαραίτητη.
Η ΝΔ κατάλαβε ότι χωρίς αληθινή δημοσιονομική προσαρμογή, τα ευχολόγια για άμεση ανάπτυξη δεν θα μπορούσαν να είχαν εφαρμοστεί, ούτε τα περίφημα «ισοδύναμα» να ισχύσουν, και γι΄ αυτό ξέχασε όλα τα «Ζάππεια», Ι, ΙΙ και ΙΙΙ. Από την άλλη, ο ΣΥΡΙΖΑ μιλάει τώρα για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, χωρίς να λέει τι διαφορετικό θα είχε κάνει ή θα έκανε για να τους πετύχει, έχει σαφώς περιορίσει την αντιμνημονιακή του ρητορεία («κατάργηση μ΄ ένα νόμο κι ένα άρθρο») και, επιπλέον, η σοβαρή του πτέρυγα αναγνωρίζει ότι το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του χρέους δεν ήταν «επαχθές».
ωστοσο, και τα δύο κόμματα δεν ολοκληρώνουν τη ρεαλιστική τους στροφή. Η κυβέρνηση επικαλείται συνεχώς ένα «Εθνικό Σχέδιο Ανάπτυξης», που όμως αποτυγχάνει να το παρουσιάσει. Αντίθετα, στην πράξη δρα με τρόπο που πολλές φορές δεν συνάδει με την ανάπτυξη: παράδειγμα, το γεγονός ότι δίνεται έμφαση στην απορρόφηση του ΕΣΠΑ ως ποσοστού και όχι στη σύνδεσή του με πραγματικούς αναπτυξιακούς στόχους.
Εξάλλου ο ΣΥΡΙΖΑ, ενώ ορθά μιλά για «μεγάλη διευθέτηση» κατά τη διαχείριση του ελληνικού χρέους - με την οποία δεν νομίζω να διαφωνεί ούτε η κυβέρνηση, διαφοροποιούμενη μόνο σε λεπτούς χειρισμούς και προσεκτικότερη ρητορική- βλέπει στελέχη του να μιλούν για «ρήτρα ευρωπαϊκής ανάπτυξης», συνδεμένη με τη μείωση του χρέους και με νέο παραγωγικό υπόδειγμα. Αλλά ρήτρα σημαίνει συναρτημένη υποχρέωση και συγκεκριμένες αναπτυξιακές προτάσεις. Ε, εκεί κάπου σταματά το πλαίσιο της σκέψης του ελληνικού πολιτικού συστήματος.
Πέντε χρόνια λοιπόν μετά το ξέσπασμα της κρίσης, και ενώ υπάρχουν οι γενικότερες συνειδητοποιήσεις, είναι παράδοξο ότι δεν έχει ζητηθεί από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους ή από Ανεξάρτητη Επιτροπή να διερευνήσει τα πώς και γιατί το 2009 ξοδεύαμε 24 δισ. παραπάνω απ΄ όσα εισπράτταμε ως κράτος, και να κατονομάσει από ποια υπουργεία και ποιους υπουργούς ξέφυγε ο λογαριασμός κατά τη δεκαετία που προηγήθηκε πριν από το σκάσιμο της «φούσκας».
Το πόρισμα μιας τέτοιας έρευνας όχι μόνο θα έβαζε τα πράγματα στη θέση τους, αλλά θα είχε και «παιδαγωγικό» χαρακτήρα, ώστε να μην επαναληφθεί στο μέλλον παρόμοια πορεία. Περιορίζομαι σ΄ ένα μόνο παράδειγμα: το διάστημα 2000-2009 στον τομέα του φαρμάκου πληρώσαμε 18 δισ. ευρώ παραπάνω απ' όσο θα έπρεπε.
Η δημοσιονομική προσαρμογή πράγματι προχωρεί με τις τεράστιες θυσίες του ελληνικού λαού. Παραμένουν όμως απείραχτες πολλές από τις αιτίες που γέννησαν την κρίση και διατηρούνται πολλά προβλήματα άλυτα. Δεν είναι σαφές τι θα γίνει με το τραπεζικό σύστημα και την έλλειψη ρευστότητας στην αγορά, την ασφυκτική πίεση σε χιλιάδες ελληνικές επιχειρήσεις από την απουσία χρηματοδότησης, την ανάγκη δημιουργίας ενός τραπεζικού συστήματος αποτελεσματικού και ταυτόχρονα διαφανούς. Το φορολογικό μας σύστημα εξακολουθεί να στηρίζεται στην υπερφορολόγηση και όχι στην πλάτυνση της βάσης του, ενώ γίνεται όλο και πιο πολύπλοκο. Η περίφημη επιτροπή Μαυραγάνη δεν έχει αποδώσει πορίσματα ακόμα. Η Δικαιοσύνη, αν και σαφώς χτυπάει πλέον ένα μέρος της διαφθοράς, κινείται ως ένας δυσκίνητος γραφειοκρατικός τομέας που καθυστερεί τόσο, ώστε να καταλήγει πολλές φορές σε αρνησιδικία.
Στο πεδίο του κοινωνικού κράτους, ενώ εξακολουθούμε να πληρώνουμε πολλά, οι αλλαγές είναι βραδείες, ενώ τα προνοιακά επιδόματα, για παράδειγμα, δεν έχουν εξυγιανθεί. Στην Υγεία οι προσαρμογές είναι ιδίως δημοσιονομικές κι όχι διαρθρωτικές. Στην Παιδεία υπάρχει σαφής οπισθοχώρηση, ως προς την πανεπιστημιακή μεταρρύθμιση. Στη Δημόσια Διοίκηση, παρόλο που η κυβέρνηση διανύει τον 20ό της μήνα στην εξουσία, και με συμπυκνωμένο μάλιστα πολιτικό χρόνο, η έμφαση δίνεται στην κινητικότητα και απουσιάζει οποιοδήποτε Συνολικό Σχέδιο Αναδιάρθρωσης: ποια κρατική δομή προκρίνουμε, ποια υπουργεία και ποιους οργανισμούς θέλουμε, πώς τα στελεχώνουμε, τι κίνητρα δίνουμε, τι στόχους έχουμε. Στην Αγροτική Οικονομία οι μεγάλες τομές, όπως η σύνδεση της φορολόγησης με την παραγωγή ? παραγωγικότητα κι όχι με το? στρέμμα, καθυστερούν. Στον Τουρισμό, αν και έχουμε το γεωγραφικό πλεονέκτημα, έχουμε μείνει πίσω σε υποδομές και σε νευραλγικούς τομείς. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι 100 μεγαλύτερες τουριστικές μας επιχειρήσεις έχουν λιγότερο από 10% του τζίρου στον κλάδο, πράγμα που δείχνει τον κατακερματισμό. Αλλά τουρισμό δεν κάνεις χωρίς σοβαρές τουριστικές επιχειρήσεις. Τελευταία ανακαλύφτηκε ο ιατρικός τουρισμός ως καινούργιο μεγάλο εθνικό σχέδιο, τη στιγμή που τα νοσοκομεία και τα Κέντρα Υγείας δεν έχουν βρει τρόπο να χρεώνουν τις υπηρεσίες που παρέχουν το καλοκαίρι σε τουρίστες.
Η βασική αιτία είναι, φυσικά, το ίδιο το πολιτικό σύστημα. Δεν αλλάζουν τίποτα (εκλογικός νόμος, λειτουργία του κοινοβουλίου, διορισμοί ημετέρων στους οργανισμούς του Δημοσίου), δίνοντας την εντύπωση ότι περιμένουν «να περάσει η μπόρα» για να ξαναρχίσουν τα ίδια.
Η Ελλάδα έχει τεράστιες δυνατότητες: γεωγραφική θέση, μορφωμένο ανθρώπινο δυναμικό (επειδή οι ελληνικές οικογένειες έχουν επενδύσει στα παιδιά τους), υπέδαφος, συμμετοχή στις βασικές δομές του δυτικού κόσμου. Δεν έχει όμως το πολιτικό σύστημα που της αξίζει, ώστε να είναι ένα σύγχρονο κράτος που κρατάει τον κόσμο του και ιδίως τους νέους. Κι αν δεν θέλει να γίνει Βουλγαρία (που από το 1990 έχασε 1,5 εκατομμύριο πληθυσμού, πέφτοντας από τα 8,8 εκατ. στα 7,3, και προβλέπεται ότι θα χάσει άλλο 1εκατομμύριο και θα πέσει στα 6,5 μέχρι το 2030, λόγω μαζικής εξόδου), πρέπει να το αλλάξει. Και μάλιστα πολύ γρήγορα.

*Δημοσιεύτηκε στην Ημερησία στις 8-2-2014

Πώς μεθοδεύτηκε ο πλήρης έλεγχος της τηλεόρασης

 

Στις 30 Ιανουαρίου έληξε η προθεσμία υποβολής προσφορών στον διαβόητο διαγωνισμό για τη διάθεση του φάσματος συχνοτήτων της ψηφιακής τηλεόρασης και την ανάδειξη του παρόχου δικτύου για τα επόμενα 15 χρόνια. Ο διαγωνισμός ήταν (υποτίθεται) διεθνής πλειοδοτικός (δημοπρασία) και είχε προκηρυχθεί από την Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ), λίγες μόνον ημέρες μετά την αλλαγή της διοίκησής της. Την ίδια ημέρα, η ΕΕΤΤ με μια λιτή ανακοίνωση, ενημέρωνε ότι στη δημοπρασία εμφανίστηκε μόνον μία εταιρεία, η DIGEA, η οποία μετά τον τυπικό έλεγχο της προσφοράς της θα αναδειχθεί ο πάροχος δικτύου ψηφιακής τηλεόρασης για το σύνολο των διαθέσιμων συχνοτήτων (εθνικής και περιφερειακής εμβέλειας) με την τιμή εκκίνησης του διαγωνισμού, δηλαδή έναντι 18.336.000 €, για 15 έτη.
Οι εργαζόμενοι της ΕΡΤ, αλλά και όσοι έχουν παρακολουθήσει το σημαντικό αυτό θέμα, δεν ένοιωσαν καμία έκπληξη. Αντιθέτως, αμέσως μετά το λουκέτο της ΕΡΤ , είχαμε προβλέψει την κατάληξη αυτή. Είχαμε καταγγείλει από τότε ότι το κλείσιμο της ΕΡΤ αποτελούσε μέρος ενός σχεδίου πλήρους ελέγχου του τηλεοπτικού τοπίου από τα δύο γνωστά διαπλεκόμενα μέρη: Την κυβέρνηση και τους ιδιοκτήτες των έξι μεγαλύτερων ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών που έχουν συγκροτήσει ως κοινοπραξία την DIGEA (MEGA, ANT1, STAR, ALPHA, SKAI και ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ TV με βασικούς μετόχους τους Μπόμπολα, Ψυχάρη, Κυριακού, Βαρδινογιάννη, Κοντομηνά και Αλαφούζο).
Την επερχόμενη έλευση της ψηφιακής τηλεόρασης, που πολλαπλασιάζει τα τηλεοπτικά προγράμματα που μπορούν να φιλοξενηθούν στις ίδιες συχνότητες, την είδαν ως απειλή εμφάνισης νέων τηλεοπτικών σταθμών που δεν θα ανήκουν στο διαπλεκόμενο γκρουπ και αποφάσισαν να την κάνουν ευκαιρία εδραίωσης της δεσπόζουσας θέσης που κατείχαν. Έπρεπε λοιπόν αφενός να ελέγξουν την επαπειλούμενη εισβολή νέων ανεπιθύμητων καναλιών και αφετέρου να εξαφανίσουν την ΕΡΤ, που –παρά τον κυβερνητικό έλεγχο- ενίοτε ξέφευγε από την απολύτως κατευθυνόμενη ενημέρωση, ενώ ενοχλούσε αποσπώντας μερίδιο της διαφήμισης ή προπορευόμενη σε τεχνολογικές εξελίξεις (π.χ. High Definition). Το δεύτερο το επεδίωξαν με το πραξικοπηματικό λουκέτο της 11ης Ιουνίου 2013 δημιουργώντας ένα κυβερνητικά ελεγχόμενο μικρομάγαζο, κακέκτυπο της ΥΕΝΕΔ. Το πρώτο μεθοδεύτηκε συστηματικά με μια σειρά ενεργειών που κάποια στιγμή θα απασχολήσουν τη δικαιοσύνη.
Ήταν υποχρεωμένοι να προχωρήσουν σε δημοπρασία για τη 15ετή εκμετάλλευση του σπάνιου και πολύτιμου δημόσιου πόρου των συχνοτήτων, αλλά έπρεπε να φροντίσουν να αποκλείσουν οποιονδήποτε άλλον επενδυτή. Παρακολουθήστε τις μεθοδεύσεις αυτές:
- Βγάζουν τις προδιαγραφές της δημοπρασίας σε διαβούλευση (όπως είχαν υποχρέωση) έως τις 19 Ιουνίου 2013. Από τις 32 συμμετοχές στη διαβούλευση περισσότερες από 20 καταγγέλλουν τις προδιαγραφές ως φωτογραφικές για να δοθεί ο διαγωνισμός στην DIGEA. Η DIGEA καταθέτει απόρρητη πρόταση και η ΕΕΤΤ το αποδέχεται, παρότι υποτίθεται ότι η διαβούλευση είναι δημόσια.
- Πριν τη λήξη της διαβούλευσης κλείνουν την ΕΡΤ (11 Ιουνίου) για να την εμποδίσουν να εκφράσει θέσεις ως ο αρμόδιος δημόσιος φορέας.
- Ετοιμάζουν διαγωνισμό για πάροχο δικτύου, χωρίς να έχουν αδειοδοτήσει τους πελάτες του (τηλεοπτικούς σταθμούς) οι οποίοι λειτουργούν με προσωρινές άδειες. Έτσι, οποιοσδήποτε σοβαρός επενδυτής αποθαρρύνεται να συμμετάσχει αφού δεν έχει νόμιμους πελάτες. Λίγες ημέρες πριν την προκήρυξη, ανανεώνουν τις προσωρινές άδειες με μοναδικό κριτήριο ότι εξέπεμπαν στις 31 Αυγούστου 2013. Στα εθνικής εμβέλειας κανάλια περιλαμβάνονται μόνον δύο επί πλέον εκείνων που είναι μέτοχοι της DIGEA (E TV και ART TV)
- Λίγες ημέρες πριν την προκήρυξη του διαγωνισμού αλλάζουν τον τρόπο διορισμού της διοίκησης της ΕΕΤΤ, υποτιθέμενης ανεξάρτητης αρχής. Ενώ διοριζόταν από την διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής, τώρα διορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο. Η νέα διοίκηση που διορίζεται προκηρύσσει τον διαγωνισμό.
- Αποδέχονται να συμμετάσχει η DIGEA στο διαγωνισμό ως πάροχος δικτύου, ενώ είναι κοινοπραξία παρόχων περιεχομένου (τηλεοπτικών σταθμών). Έτσι, ο προμηθευτής της υπηρεσίας θα είναι και πελάτης. Για τα μέλη της DIGEA τα χρήματα απ' τη μια τσέπη θα βγαίνουν και στην άλλη θα μπαίνουν. Ένας τρίτος επενδυτής, όμως, εμποδίζεται να πάρει μέρος στο διαγωνισμό, αφού κατά την αναγκαία έρευνα αγοράς θα διαπίστωνε ότι η πλειονότητα των πελατών του αποτελούν και ανταγωνιστή του, με δεσπόζουσα θέση στο πελατολόγιο της υπηρεσίας, πράγμα που δημιουργεί αθέμιτο ανταγωνισμό.
- Εξαναγκάζουν από τις προδιαγραφές τον ανάδοχο, αν είναι άλλος από την DIGEA, εντός 91 ημερών από τη χορήγηση των δικαιωμάτων να έχει εγκαταστήσει τους απαραίτητους πομπούς, σε όλα τα σημεία που έχει ήδη εγκαταστάσεις η DIGEA, ως προσωρινός έως τώρα πάροχος δικτύου (Παράρτημα Ε, άρθρο 6, παρ. 4). Θα έπρεπε δηλαδή αυτό που έκανε η Digea σε 4 έτη, να το επιτύχει ο νέος πάροχος σε 91 ημέρες.
Μετά τον αποκλεισμό όμως οποιουδήποτε άλλου ενδιαφερόμενου έπρεπε να εξασφαλίσουν την έναντι πινακίου φακής διάθεση του φάσματος στους υπερχρεωμένους μετόχους της DIGEA, αλλά και τη διασφάλιση ότι δεν θα ακυρωθεί ο διαγωνισμός όπως γίνεται πάντοτε όταν εμφανιστεί ένας μόνον υποψήφιος.
- Ορίζουν μια εξαιρετικά χαμηλή τιμή εκκίνησης (18.336.000 € για 15 έτη, διαθέτοντας φάσμα στο οποίο μπορούν να φιλοξενούνται περισσότερα από 40 τηλεοπτικά προγράμματα), πληρωτέα με το 30% προκαταβολή και το υπόλοιπο 70% σε 7 ετήσιες δόσεις, με την πρώτη καταβλητέα την 1η Μαρτίου 2017!
- Ορίζουν μια αστεία εγγυητική επιστολή καλής εκτέλεσης (100.000 €). Αν δηλαδή ρίξει διαρκές μαύρο η DIGEA σε όλη τη χώρα θα τιμωρηθεί με το αστείο αυτό ποσό.
- Διασφαλίζουν, ανεξάρτητα από το πλήθος των πελατών της, να πληρώνεται όλα τα έξοδά της πλέον ενός σίγουρου κέρδους 15,16% ετησίως, πράγμα που θα εκτοξεύσει στα ύψη το κόστος τρίτων καναλιών που θα θελήσουν να «φιλοξενηθούν».
- Διαθέτουν προς χρήση από την DIGEA όλες τις υποδομές της ΕΡΤ στα Κέντρα Εκπομπής (Κτήρια, ρευματοδότηση, γεννήτριες, ιστούς κεραιών, κεραίες)
- Προέβλεψαν σ τις προδιαγραφές της υποτιθέμενης δημοπρασίας ότι αν εμφανιστεί ένας υποψήφιος δεν ακυρώνεται ο διαγωνισμός αλλά του παραχωρείται το σύνολο των συχνοτήτων με την τιμή εκκίνησης (τεύχος προκήρυξης, παρ. 7.1.1). Κάτι τέτοιο, είναι αντίθετο με κάθε κανονισμό προμηθειών, και δεν μπορεί να τίθεται στις προδιαγραφές. Στους διαγωνισμούς με έναν υποψήφιο, γίνεται επανάληψη με τροποποίηση των προδιαγραφών για να επιτευχθεί ευρύτερη συμμετοχή, για τη διασφάλιση του δημόσιου συμφέροντος.
Ίσως θεωρήσει κανείς ότι πρόκειται για ένα αριστουργηματικά εκτελεσμένο σχέδιο, που θα οδηγήσει σε πλήρη σκοταδισμό την τηλεόραση. Εν τούτοις, οι παραβιάσεις της νομοθεσίας που έχουν γίνει στις μεθοδεύσεις τους είναι τέτοιες που αργά ή γρήγορα θα αποκαλυφθούν και θα ανατραπούν.

Του Νίκου Μιχαλίτση, Μηχανικού – εργαζόμενου στην ΕΡΤ