Τα άρθρα Μελών και Φίλων της Παρέμβασης, όπως δημοσιεύτηκαν στον ελληνικό και διεθνή τύπο.
Για να δείτε τα άρθρα ανά συγγραφέα, πατήστε εδώ .
Κεντρική ειρωνεία της εποχής είναι η εξής: ΗΠΑ και Βρετανία, τις προηγούμενες δεκαετίες κατηγορήθηκαν ότι έφτιαξαν μια διεθνή τάξη στα μέτρα τους. Το μεταπολεμικό δυτικό σύστημα κυβερνήθηκε από τους διεθνείς θεσμούς και οργανισμούς που δημιούργησαν (από το Μπρέτον Γουντς μέχρι το ΝΑΤΟ). Οι ηττημένοι του πολέμου, Γερμανία και Ιαπωνία, ανασυγκροτήθηκαν υπό την αμερικανική κηδεμονία. Η κατάρρευση του κομμουνιστικού μπλοκ επισφράγισε την επικράτηση του φιλελεύθερου καπιταλισμού, τόσο που κάποιοι βιάστηκαν αφρόνως να προεξοφλήσουν το «τέλος της ιστορίας». Η απελευθέρωση του παγκόσμιου εμπορίου και των αγορών χρήματος και κεφαλαίου ήταν κατεξοχήν αγγλοαμερικανικό εγχείρημα. Επιπλέον, κομβικές επιλογές της Ευρώπης (ενιαία αγορά, ανατολική διεύρυνση, ατζέντα Λισσαβώνας) συνιστούσαν κατεξοχήν προϊόν βρετανικής επιρροής, η οποία άλλωστε είχε εξαιρεθεί από κάθε πτυχή της ευρωπαϊκής ενοποίησης που την ενοχλούσε, από το ευρώ μέχρι το Σένγκεν.
Μέχρι την κρίση του 2008, οι ειδικοί μιλούσαν για θρίαμβο του «αγγλοαμερικανικού καπιταλισμού». Στην είσοδο του 21ου αιώνα είχε ήδη απαντηθεί και το ερώτημα «πώς θα συνεννοείται ο κόσμος»: στα αγγλικά! Γλώσσα, αξίες, «κουλτούρα» που συναρτώνται με την παγκόσμια lingua franca συνιστούν «ήπια ισχύ» (soft power), την οποία οι διεθνολόγοι αναγνωρίζουν ως πολύτιμο όπλο διεθνούς υπεροχής.
Η κεντρική ειρωνεία λοιπόν είναι ότι, ενώ οι στρατηγικές επιλογές των ΗΠΑ και της Βρετανίας ιστορικά επικράτησαν, οι σημερινές κυβερνήσεις τους (αντανακλώντας εσωτερικούς πολιτικούς και ιδεολογικούς συσχετισμούς) αναθεωρούν τώρα θεμελιώδεις σταθερές του διεθνούς συστήματος που οι χώρες τους καθοριστικά και επ' ωφελεία τους διαμόρφωσαν.
Η πολύτιμη ευρωατλαντική συμμαχία υπονομεύεται με αλλοπρόσαλλα tweets. Το ΝΑΤΟ αμφισβητείται. Διεθνείς πολυμερείς συνθήκες (από το παγκόσμιο κλίμα μέχρι τη Συνθήκη INF για τα πυρηνικά) εγκαταλείπονται μονομερώς. Και η Βρετανία του Brexit αποχωρεί από την Ε.Ε., μέσα από την οποία (εκμεταλλευόμενη και την ειδική σχέση με τις ΗΠΑ) μπορούσε να ευημερεί εσωτερικά και να ακτινοβολεί στον κόσμο.
Σε μια κορύφωση ιστορικής ειρωνείας, η ανάκτηση εθνικής κυριαρχίας μέσω του Brexit απειλεί το Ηνωμένο Βασίλειο με εσωτερική διάλυση, ενώ η επιδίωξη εμπορικής αυτονομίας συμπίπτει ακριβώς με την περίοδο κατά την οποία το δικαστήριο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου έχει παραλύσει, με ευθύνη του Τραμπ. Η αδυναμία εκδίκασης εμπορικών διαφορών ανάμεσα στα 165 μέλη του ΠΟΕ αφήνει τους αδύναμους έρμαιο των ισχυρών και πάντως καταλύει τη λειτουργία ενός παγκόσμιου συστήματος εμπορίου βασισμένου σε πολυμερείς θεσμούς και κανόνες. Ελλείψει εμπορικών συμφωνιών μετά το Brexit, η Βρετανία θα βρίσκεται σε δεινή διαπραγματευτική θέση.
Στην ακαδημαϊκή βιβλιογραφία είναι γνωστή η «κατάρα του νικητή» (winner's curse). Κερδίζει η δική του προσφορά, το δικό του σχέδιο, το δικό του πρόγραμμα, αλλά αμέσως μετά ανακαλύπτει ότι οι υπολογισμοί του δεν ήταν ακριβείς, αυτό που αγόρασε έχει τελικά μικρότερη αξία ή το σχέδιό του που επικράτησε θα του στοιχίσει τελικά περισσότερο. Ή απλώς έτσι νομίζει.
Ο Αγγλος ιστορικός Γκίμπον είχε μιλήσει για τον παραλογισμό (follies) ως συστατικό της ανθρώπινης ιστορίας. Μια εκδοχή του είναι η ευκολία με την οποία μια ιστορική αποτυχία μπορεί να πακετάρεται ως πολιτική επιτυχία. Δεν αναφέρομαι μόνο στο προφανές ενός προέδρου που έχει ζημιώσει όσο κανείς τη χώρα του, αλλά εμφανίζει σημαντικές πιθανότητες να βγει ενισχυμένος από τη διαδικασία καθαίρεσής του και να επανεκλεγεί. Αναφέρομαι και στο αμοιβαία ζημιογόνο Brexit. Είναι βέβαιο ότι κάποια στιγμή η βρετανική οικονομία (έπειτα από συμπίεση ετών) θα τρέχει και θα έχει καλύτερες χρονιές από την Ε.Ε. Ορισμένοι τότε θα σπεύσουν να μιλήσουν για δικαίωση του Brexit. Ενα εθνικό φιάσκο όχι μόνο θα αναβαπτιστεί σε επιτυχία, αλλά θα εμπνεύσει και επίδοξους μιμητές στις εθνικολαϊκιστικές δυνάμεις της Ευρώπης που προσώρας έχουν καταπιεί τη γλώσσα τους.
Πρώτα έρχονται οι παρενέργειες της λειτουργίας ενός συστήματος που (με εγχώρια πολιτική ευθύνη) αποτυγχάνει να αποζημιώσει τους χαμένους. Επειτα οι λαϊκιστές πολιτικοί αποδίδουν τις δικές τους αποτυχίες στο «σύστημα» και στους «κανόνες που είναι στημένοι» (the game is rigged). Ετσι υπονομεύεται το κύρος των διεθνών κανόνων, θεσμών και οργανισμών, που σιγά σιγά υποχωρούν. Οι ισχυροί μένουν με την ψευδαίσθηση της ισχύος, αλλά κρατική ισχύς χωρίς συλλογικό σύστημα καταλήγει στην αταξία, που στοιχίζει πολύ περισσότερο. Ο χομπσιανός κόσμος είναι ιστορικός αναχρονισμός σε ευημερούσες κοινωνίες αντιμέτωπες με οικουμενικές προκλήσεις (κλίμα, ασφάλεια, οικονομικές κρίσεις). Ο ορθολογισμός επιτάσσει αμοιβαία ωφέλεια, αμοιβαίους συμβιβασμούς, συνεργασία. Η λογική του μηδενικού αθροίσματος (το κέρδος σου, ζημιά μου) είναι να καταλήγει σε αρνητικό άθροισμα: όλοι χάνουν – αν και ομολογουμένως όχι στον ίδιο βαθμό.
*Δημοσιεύτηκε στην "Καθημερινή" στις 22/12/2019.
Μερικές σύντομες παρατηρήσεις σχετικά με την κριτική του πρόσφατου άρθρου του Κώστα Σημίτη στα Νέα. Άρθρο που σχετίζεται με την Συμφωνία του Ελσίνκι. Ως γνωστόν, μεταξύ των άλλων επιτυχιών της συμφωνίας (όπως η είσοδος της Κύπρου στην ΕΕ) υπήρξε σημαντική πρόοδος στα θέματα της υφαλοκρηπίδας και άλλων σχετικών προβλημάτων. Ο πρώην πρωθυπουργός ήταν θετικός στην προσφυγή στο Δικαστήριο της Χάγης που θα μπορούσε να οδηγήσει σε θετικά αποτελέσματα. Πιο συγκεκριμένα, κατά τον Τάσο Γιαννίτση «μια απόφαση με βάση το διεθνές δίκαιο, ακόμα και αν δεν ικανοποιούσε το σύνολο των θέσεων της Ελλάδας, θα ήταν ένα προτιμότερο αποτέλεσμα από ό,τι να παραμένουν οι εξελίξεις ανοιχτές» (Καθημερινή, 18/12/2019).
Αυτή η πολύ καλή εξέλιξη σταμάτησε με την κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή που προτίμησε να μη συνεχίσει την πολιτική Σημίτη. Με τη λογική πως η προσφυγή στην Χάγη θα μπορούσε να βλάψει μια σειρά εθνικών συμφερόντων αφού η στασιμότητα και η διατήρηση του status quo ήταν προτιμότερη λύση, εφόσον μια απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου θα υποχρέωνε σίγουρα τις κυβερνήσεις των δύο χωρών να κάνουν πίσω στις εκατέρωθεν διεκδικήσεις τους. Αυτό θα οδηγούσε στην Ελλάδα τους υπερπατριώτες/εθνικιστές εντός και εκτός του κόμματος να κατηγορήσουν την κυβέρνηση για «προδοσία» (όπως έκανε η ΝΔ στην περίπτωση της Συμφωνίας των Πρεσπών - για μικροκομματικούς λόγους).
Το άρθρο του Κώστα Σημίτη θεωρήθηκε κριτική της κυβέρνησης. Σαν ένα άρθρο που υποσκάπτει τις προσπάθειές της να πείσει την ΕΕ και τις ΗΠΑ να στηρίξουν πιο ενεργά τη χώρα κυρίως μετά το μνημόνιο Λιβύης-Τουρκίας. Θα μπορούσε όμως να δει κανείς την επιχειρηματολογία Σημίτη όχι σαν υπόσκαψη της κυβέρνησης και της μέχρι τώρα πολιτικής της σε ό,τι αφορά τη συνεχώς εντεινόμενη επιθετικότητα της Τουρκίας. Ούτε βέβαια ήταν κριτική για τον κυβερνητικό στόχο να ενισχυθούν οι αποτρεπτικές ικανότητες των ενόπλων δυνάμεων.
Εάν ερμηνεύω σωστά το άρθρο, ο πρώην πρωθυπουργός θέλησε να τονίσει πως επιπλέον των δύο παραπάνω κυβερνητικών στόχων, η προσφυγή στην Χάγη θα οδηγούσε σε συμβιβασμούς που θα απέκλειαν όμως την όποια θερμή κρίση. Βέβαια με την προϋπόθεση πως η κυβέρνηση θα αποφάσιζε να συζητήσει και προβλήματα πέρα από τις διαφορές στον χώρο της υφαλοκρηπίδας. Αυτό όμως δεν φαίνεται να είναι στις προθέσεις της κυβέρνησης.
Ο Γιώργος Κουμουτσάκος αναφέρθηκε στην πιθανότητα προσφυγής στο διεθνές δικαστήριο. Αλλά με την προϋπόθεση πως θα τεθεί μόνο το πρόβλημα της υφαλοκρηπίδας και όχι άλλων ελληνοτουρκικών διαφορών. Αφού οι άλλες τουρκικές απαιτήσεις δεν έχουν σοβαρή νομική βάση. Αυτού του είδους η προσφυγή σίγουρα δεν θα γινόταν δεκτή από τη γείτονα χώρα. Με άλλα λόγια, η προσφυγή στην Χάγη δεν αποτελεί μέρος της κυβερνητικής πολιτικής. Αυτό όμως, όπως σωστά υποστήριξε ο Χρήστος Ροζάκης στο κυριακάτικο φύλλο της Καθημερινής (8/12/2019), είναι ο μόνος τρόπος να λυθούν οι διαφορές μεταξύ των δύο χωρών.
Κατά την γνώμη μου, αυτό ακριβώς υποστηρίζει το άρθρο του πρώην πρωθυπουργού. Μπορεί βέβαια κανείς να αμφισβητήσει αυτή τη θέση. Αλλά δεν μπορεί να αμφισβητήσει την απαίτηση να μπει αυτή η πρόταση για συζήτηση στον δημόσιο χώρο. Το αντίθετο θα ήταν μια συσκότιση της σημερινής πραγματικότητας.
Συμπέρασμα
Το Ελσίνκι δεν πέθανε, όπως πολλοί υποστηρίζουν. Είναι χρήσιμο για να καταλάβουμε τι συμβαίνει σήμερα. Αν θέλουμε να καταλάβουμε ποια είναι η πολιτική της τωρινής κυβέρνησης. Μια κυβέρνηση που ακολουθεί πιστά την αναβλητική στάση του Κώστα Καραμανλή. Από αυτή την σκοπιά, το άρθρο Σημίτη είναι απαραίτητο για να αντιληφθούμε τις σημερινές προκλήσεις και την στρατηγική που η χώρα οφείλει να ακολουθήσει.
*Δημοσιεύτηκε στα "Νέα" στις 21/12/2019.
Πολύς λόγος γίνεται για την επιστροφή στην κανονικότητα. Κάθε εποχή έχει βέβαια την δική της αυθύπαρκτη πραγματικότητα, αλλά το κύριο είναι κατά την γνώμη μου η προετοιμασία του μέλλοντος. Το παρόν έχει σχετικό ενδιαφέρον, στην πολιτική έχει σημασία η πρόβλεψη και η προετοιμασία.
Επί της ουσίας τώρα. Η κυβέρνηση δεν έχει αντίπαλο στη Βουλή, δεν έχει συνεπώς εκλογικό άγχος, αλλά θα πρέπει λογικά να γνωρίζει μετά την ευφορία των πρώτων μηνών, ότι το πράγμα δεν βγαίνει από μόνο του. Τα συσσωρευμένα προβλήματα, εσωτερικά και εξωτερικά, είναι τεράστια, εκρηκτικά, το έργο της σισύφειο. Για να μην γίνει πάλι μία από τα ίδια, αφού η φθορά και η απογοήτευση στην πολιτική επέρχονται γρήγορα, καλό είναι να σκέφτονται στο Μέγαρο Μαξίμου κυρίως και τα εναλλακτικά σενάρια. Δεν εννοώ τα της συγκυρίας στη Βουλή, τα της τακτικής και της επικοινωνίας, αλλά τα συστημικά θέματα, αυτά που ανοίγουν νέους δρόμους για τη χώρα και την κοινωνία.
Θεωρώ ότι στις παρούσες συνθήκες και ενόψει των μεγάλων κινδύνων που εμφανίζονται λόγω της εξαφάνισης όλων των σταθερών παραμέτρων που είχε η προηγούμενη ιστορική περίοδος, η μόνη λύση, η μόνη διέξοδος είναι μια κυβέρνηση εθνικήςσυνεργασίας. Δεν θέλω να υποβαθμίσω τις όποιες προσπάθειες και τα σχέδια της κυβερνητικής πλειοψηφίας και του Πρωθυπουργού, αλλά νομίζω ότι η χώρα χρειάζεται μια νέα πνοή, μια νέα μέθοδο διακυβέρνησης και κυρίως χρειάζεται εθνική συνεννόηση στα μεγάλα θέματα, με πρώτο το μεταναστευτικό και κατά συνέπεια τις σχέσεις με την Τουρκία. Δεν είναι υποχρεωτικό να συμμετέχουν όλα τα κόμματα της Βουλής στην προσπάθεια αυτή, το κύριο είναι να γίνει η πρόταση από τον Πρωθυπουργό και να ακολουθήσει ένα συνεκτικό πρόγραμμα εθνικών προτεραιοτήτων και στρατηγικής.
Ας αναλάβουν όλοι τις ευθύνες τους. Αν συνεχίσουμε όμως έτσι για άλλα τέσσερα χρόνια, με διχασμούς, μιζέρια, όλοι εναντίον όλων, ενώ γύρω τα πάντα αλλάζουν δραματικά, δεν θα είναι καλό για κανένα και δεν θα είναι χρήσιμο για τη χώρα. Το αντίθετο ακριβώς θα συμβεί, θα βρεθούμε σε πολύ χειρότερη θέση και μέσα και έξω.
Τώρα που δεν έχει ουσιαστικά αντίπαλο ο Πρωθυπουργός πρέπει να αναλάβει πρωτοβουλίες ολκής και να εστιάσει στα μεγάλα προβλήματα της χώρας. Να εστιάσει στο μέλλον, στη νέα γενιά, στις δυνατότητες της χώρας, στην πραγματική οικονομία. Δεν έχει τόσο ενδιαφέρον αν θα πετύχει το εγχείρημα αυτό, ενδιαφέρον έχει να πεισθεί ο ίδιος ότι η πεπατημένη δεν βγάζει πουθενά, αφού η χώρα βρίσκεται παγιδευμένη λόγω υψηλού χρέους, διοικητικής ανεπάρκειας, χαμηλής παραγωγικότητας και κυρίως λόγω των εξωτερικών κινδύνων που έχουν απρόβλεπτες διαστάσεις. Κυβερνώ σημαίνει προβλέπω, λένε οι Γάλλοι. Τα άλλα είναι τρέχουσα διαχείριση, δεν περιμένεις και πολλά, η εμπειρία της χώρας είναι γνωστή.
Κυβέρνηση εθνικής συνεργασίας τώρα, χωρίς χρονοτριβές. Η πολιτική πρέπει να ξεπεράσει τον εαυτό της. Η λύση αυτή δεν είναι πανάκεια, αλλά είναι προϋπόθεση για να βρούμε την κανονικότητα, να αναγνωρίσουμε την πραγματικότητα και να καταλάβουμε την αναγκαιότητα.
*Δημοσιεύτηκε στο metarithmisi.liberal.gr στις 5/12/2019.
Φίλοι της στήλης, που κατά καιρούς μας τιμούν – ειλικρινά το λέμε – με παρατηρήσεις και αντιρρήσεις τους (οι τελευταίες μας κινητοποιούν περισσότερο: φυσικό δεν είναι;) έχουν επισημάνει ότι στα τελευταία μας σημειώματα, που κάλυψαν την συζήτηση για τον Προϋπολογισμό 2020 και την συνολική οικονομική πολιτική για την χρονιά που έρχεται, μας εγκάλεσαν για υπερβολική επιφυλακτικότητα. Μας παρατήρησαν ότι αναγνωρίζουμε την βελτίωση του οικονομικού κλίματος. ότι καταγράφουμε την πορεία της σημερινής Κυβέρνησης σε Eurogroup/μεταΜνημονιακή παρακολούθηση με εφόδιο την επίτευξη των πρωτογενών πλεονασμάτων. ότι ενσωματώνουμε στο επιχείρημά μας τα βήματα που γίνεται για να προχωρήσουν τα πράγματα στις τράπεζες. ότι βλέπουμε πως και οι Βρυξέλλες και οι λοιποί διεθνείς δίνουν χώρο κινήσεων, όσο κι αν αμφισβητούν την προοπτική ρυθμών ανάπτυξης στο 2,8% που επικαλείται ο Προϋπολογισμός – όμως, μολαταύτα, μένουμε στην επιφυλακτικότητα.
Πάμε λοιπόν ένα βήμα πίσω, να ξαναδούμε κάποια πράγματα. Κι ας ξεκινήσουμε από τα πρωτογενή πλεονάσματα – που όλοι (;) πλέον παραδέχονται ότι κρατούν κάτω την οικονομία, πλην όλοι (;;) αναγνωρίζουν ότι η εξασφάλισή τους και για το 2020 είναι διαπραγματευτική προϋπόθεση για να χαλαρώσει ο καταναγκασμός του 3,5% του ΑΕΠ για το 2021-22. Αν η σημερινή Κυβέρνηση θυμηθεί τις ηρωικές ημέρες που ήταν διεκδικητική Αντιπολίτευση – ας πούμε το 2017-18 - , σίγουρα θα ανασύρει ότι επιχειρηματολογούσε πως και τα τότε επιδιωκόμενα πλεονάσματα και υπερπλεονάσματα, πέραν του ότι ήταν αποτέλεσμα υπερφορολόγησης κοκ, προέκυπταν εν πολλοίς από την καθυστέρηση πληρωμής ληξιπρόθεσμων του Δημοσίου προς ιδιώτες/arrears και κυρίως από την καθυστέρηση στην απονομή συντάξεων. Σήμερα, που είμαστε παραμονές τέλους του έτους, πόσο χαμηλότερα από 1% του ΑΕΠ θα καταγραφούν τα ληξιπρόθεσμα; Και πόσο κοντά τις 300.000 θα είναι οι εκκρεμείς συντάξεις, που μαζί με τον Γολγοθά των επανυπολογισμών και των άλλων συνταξιοδοτικών εκκρεμοτήτων έχουν ακουστεί από επίσημα χείλη ότι αγγίζουν το 1.000.000 υποθέσεων; Σε μια ψαλίδα 1-1,5% του ΑΕΠ κινούμαστε κι εδώ.
Φυσικά λίγο παραπέρα βρίσκεται η κυλιόμενη υπόθεση των αναδρομικών –παλιότερων «γενεών» και από νεότερες δικαστικές αποφάσεις, αλλά και από τις αιτήσεις την ηλεκτρονική πλατφόρμα του ΕΦΚΑ που ακριβώς δημιουργήθηκε για να μην πνιγούν ολότελα από προσφυγές τα Δικαστήρια: πάνω από 1,5 εκατομμύρια αιτήσεις έχουν καταγραφεί με το καλό – που ο καθένας «που ξέρει» εκτιμά σε διαφορετικό ύψος δισεκατομμυρίων. Να μείνουμε συντηρητικά σε 2-3% του ΑΕΠ; Βεβαίως υπάρχει εδώ η Μεγάλη Λευκή Ελπίδα (για τον Προϋπολογισμό ελπίδα, για τους άνω των 2.200.000 συνταξιούχους και τους πολιτικούς και δημοσιογραφικούς προστάτες τους κατάρα!) της πιλοτικής δίκης στο ΣτΕ με την οποία θα υποδεχθούμε το 2020 και που θα κρίνει συνολικά. Ενώ υπάρχει και η πάγια πολιτική απόφαση – με επίνευση της Τρόικας – για σταδιακή αποπληρωμή, εις βάθος χρόνου, όσων τελικά (;) κριθούν.
Σταματούμε εδώ, αυτήν την καταγραφή που έχουμε την συναίσθηση ότι θυμίζει μπακάλικο τεφτέρι. Όμως όλη η συζήτηση για τα πρωτογενή πλεονάσματα καθώς πάντοτε γνωστά ήταν και τώρα γνωστά παραμένουν τα παραπάνω, ουδέποτε είχε σοβαρότερο περιεχόμενο. Κυρίως: ό,τι ίσχυε πέρσι και πρόπερσι και πίσω-πίσω στην δυσάρεστη αυτή 10ετία, αυτό ισχύει και τώρα με τα πλεονάσματα. Ανάλογος λογαριασμός – εδώ και αισθανόμαστε την υποχρέωση να είμαστε πιο σεβαστικοί, γιατί αφορά ανθρώπους με γνήσια οικονομική ανάγκη.... – ισχύει με το κοινωνικό μέρισμα (των 700 ευρώ σε κάπου 250.000 δικαιούχους) για φέτος/τέλος έτους. Η σύγκριση με την παροχή 100 – 1200 ευρώ σε ευρύτατο φάσμα δικαιούχων, κάπου 1.600.000 αποδέκτες την αντίστοιχη περίοδο του 2018 (και στις δυο περιπτώσεις, η αναφορά σε δικαιούχους, όχι σε τελικά ωφελούμενους/οικογένειες) δίνει κάτι ενδιαφέρον –σε επίπεδο προσδοκώμενης επίπτωσης στην κατανάλωση, και δι' αυτής στο ΑΕΠ.
Η χρονιά που τελειώνει, ενσωμάτωσε την «επίπτωση εκείνου που είτε το ονομάσει κανείς «13η σύνταξη», είτε «προεκλογικό επίδομα» δόθηκε και καταναλώθηκε (και μπήκε στον πολλαπλασιαστή) στα μέσα του 2019. Ήταν αυτό κάτι σαν 0,5% του ΑΕΠ. Το ίδιο 2019 που τώρα μας τελειώνει, είχε ενσωματώσει το carry-over από περυσινό – πολύ μεγαλύτερο του φετινού – κοινωνικό μέρισμα, που σήμερα είναι στο 0,15% του ΑΕΠ.
Η χρονιά που τελειώνει μόλις που (ελπίζουμε ότι) κατορθώνει να πιάσει αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,9%. Πόσο λοιπόν, η προσδοκία για 2,8% ανάπτυξη το 2020 – ώστε να είμαστε εντός στόχων πλεονασμάτων, να μην πέσουμε στην παγίδα ανάγκης νέων μέτρων κοκ – είναι πειστική;
Η «απάντηση» από πλευράς Κυβέρνησης παραπέμπει στις φορολογικές ελαφρύνσεις. Θα αρκέσουν;
*Δημοσιεύτηκε στην "Ναυτεμπορική" στις 13/12/2019.
Μια ακόμη κολοβή και εν πολλοίς ανούσια αναθεώρηση είναι πλέον επί θύραις, για να επιβεβαιώσει, με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο, ότι τα δύο μεγάλα κόμματα ήταν τελικά όχι μόνον ανέτοιμα αλλά και απρόθυμα για έναν ώριμο, απροκατάληπτο και εποικοδομητικό συνταγματικό αναστοχασμό. Αντί να ξεκινήσουν από τις θεσμικές δυσλειτουργίες που ανέδειξε ή μεγέθυνε η κρίση –παρά την αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα του ισχύοντος Συντάγματος– και να επεκταθούν και σε κάποια άλλα χρονίζοντα προβλήματα της σύγχρονης Δημοκρατίας μας, αρχικά μεν επιδόθηκαν σε άγονους μαξιμαλισμούς και στη συνέχεια περιχαρακώθηκαν πεισματικά στις θέσεις τους, τόσο στην πρώτη όσο και στην δεύτερη Βουλή. Το αποτέλεσμα ήταν να απορριφθούν όλες σχεδόν οι ενδιαφέρουσες προτάσεις, ένθεν κακείθεν, και να καταλήξουμε, εν τέλει, σε έναν ελάχιστο κοινό παρονομαστή.
Θα μπορούσε βέβαια να πει κανείς ότι έστω και έτσι θα αναθεωρηθούν κάποιες σημαντικές διατάξεις. Αυτό όμως, δυστυχώς, είναι μόνον η μισή αλήθεια, διότι ακόμη και οι συγκεκριμένες διατάξεις αναθεωρούνται εν πολλοίς με λάθος τρόπο. Ειδικότερα:
Α. Το να γίνεται η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας χωρίς την μεσολάβηση εκλογών είναι κατ'αρχήν ορθό. Αρκεί όμως να διασφαλισθεί με άλλους τρόπους –που έχουν προταθεί– η ευρεία δημοκρατική του νομιμοποίηση, ως απαρέγκλιτη προϋπόθεση για την άσκηση του ρυθμιστικού του ρόλου. Ωστόσο, η λύση που επελέγη, δηλαδή να μπορεί ο Πρόεδρος να εκλέγεται ακόμη και με σχετική πλειοψηφία, κινείται προδήλως στην αντίθετη κατεύθυνση. Μήπως λοιπόν θα ήταν τελικά προτιμότερο η διάταξη να παραμείνει ως έχει και να προβούν απλώς τα τρία μεγαλύτερα κόμματα σε μια επίσημη πολιτική δέσμευση ότι δεν θα ξαναπαρεκτραπούν (διότι και τα τρία έχουν παρεκτραπεί από μία φορά...) χρησιμοποιώντας προσχηματικά την εκλογή του προέδρου για να προκαλέσουν εκλογές;
Β. Η αναθεώρηση του άρθρου 86, περί ευθύνης υπουργών, ασφαλώς και ήταν επιβεβλημένη. Ωστόσο, τα όσα συμβαίνουν στην «προανακριτική» για την υπόθεση Παπαγγελόπουλου αποδεικνύουν περίτρανα ότι ο περιορισμός της τροποποίησης μόνο στην –ορθή– κατάργηση της αποσβεστικής προθεσμίας είναι τεράστιο λάθος. Η Βουλή έπρεπε να απεμπλακεί συνολικά από την άσκηση ποινικής δίωξης κατά υπουργών, για τον απλούστατο λόγο ότι είναι πολιτικό και άρα εξ ορισμού μεροληπτικό σώμα. Παρότι λοιπόν δεν έχω ιδιαίτερη εμπιστοσύνη –και από προσωπική πείρα– στην πολιτική δικαιοσύνη, θεωρώ ότι ένα πολυπληθές δικαστικό όργανο (πχ η Ολομέλεια Εφετών της Αθήνας) θα ήταν απείρως προτιμότερο... Όσο δε για τη Βουλή, θα έπρεπε να περιορισθεί μόνο στον κοινοβουλευτικό έλεγχο, μέσω των εξεταστικών επιτροπών. Αυτό άλλωστε έπρεπε να κάνει και στην υπόθεση Novartis, ώστε να έχουν ήδη διερευνηθεί οι πολιτικές ευθύνες πριν οδηγηθεί σε αναζήτηση οποιωνδήποτε ποινικών ευθυνών...
Γ. Μιας δε και αναφερθήκαμε στις εξεταστικές επιτροπές, πρέπει να επισημανθεί ότι ναι μεν η τροποποίηση της σχετικής διάταξης (άρθρο 68 παρ. 2), είναι θετική, καθώς επιτρέπει την σύστασή τους ακόμη και με απόφαση 120 βουλευτών, πλην όμως είναι επίσης ελλιπής. Το κρισιμότερο πρόβλημα με αυτές τις Επιτροπές δεν είναι η απαιτούμενη πλειοψηφία αλλά το ότι στο τέλος κατατίθενται τόσα πορίσματα όσες και οι κοινοβουλευτικές ομάδες που συμμετέχουν –αναλογικά– σε αυτές. Θέτω λοιπόν ξανά το ερώτημα: γιατί να μην προβλεφθεί ότι το πόρισμα θα το συντάσσουν προσωπικότητες υπεράνω πάσης πολιτικής υποψίας, που θα εκλέγονται από τα 3/5 της Εξεταστικής Επιτροπής; Το παράδειγμα της Ισλανδίας, όπου ο πρωθυπουργός της χώρας παραπέμφθηκε σε δίκη με βάση ένα τέτοιο πόρισμα, είναι εξόχως διδακτικό...
Δ. Αξιοπρόσεκτος είναι και ο περιορισμός της πλειοψηφίας που απαιτείται στην Διάσκεψη των Προέδρων (από 4/5 σε 3/5) για την επιλογή των μελών των Ανεξάρτητων Διοικητικών Αρχών (άρθρο 101). Τα 4/5 ήταν όντως μια υπερβολική πλειοψηφία, που είχε βραχυκυκλώσει αρκετές φορές την λειτουργία τους. Ωστόσο, είναι νομίζω απαραίτητη και μια πρόσθετη ασφαλιστική δικλείδα: η σύμπραξη, για την επίτευξη αυτής της πλειοψηφίας, τουλάχιστον τριών κοινοβουλευτικών ομάδων. Επιπλέον, βέβαια, θέτω και εδώ ξανά το ερώτημα: γιατί να μην εκλέγεται με την ίδια πλειοψηφία και η ηγεσία της ΕΡΤ;
Ε. Στα συν αυτής της αναθεώρησης θα μπορούσε να είναι και η απόφαση της πλειοψηφίας για συνταγματική κατοχύρωση του εγγυημένου επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίβασης. Ωστόσο, παρότι είμαι ο πρώτος που το πρότεινα (βλ. Σύνταγμα και Δημοκρατία στην εποχή της Παγκοσμιοποίησης, Αθήνα 2000), θεωρώ ατυχή και «ευνουχισμένη» την σχετική διατύπωση, διότι αντί να κατοχυρώνει ένα συνολικότερο κοινωνικό δίκτυ προστασίας, που θα καθιστά δεσμευτική την πραγμάτωση των κοινωνικών δικαιωμάτων, περιορίζεται αποκλειστικά στο –νεοφιλελεύθερης έμπνευσης– «ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα»...
ΣΤ. Και καταλήγουμε στην πλέον προβληματική τροποποίηση, που ανέκυψε πρόσφατα και αφορά την ψήφο των εκτός επικρατείας πολιτών (οι οποίοι δυστυχώς αντιμετωπίσθηκαν –με επιμερισμό βέβαια ευθυνών– κατά τρόπο μικροπολιτικό, μικρόψυχο και ενίοτε προσβλητικό...). Υπό την πίεση κομμάτων της αντιπολίτευσης, η κυβέρνηση πείσθηκε τελικά όχι μόνον να εγκαταλείψει την επιστολική ψήφο, στην οποία αναφέρεται ρητά το ισχύον Σύνταγμα, αλλά και να προχωρήσει σε μια συνταγματικά ανεπίτρεπτη αναθεωρητική πρωτοβουλία: να επιβάλει πρόσθετες προϋποθέσεις (ΑΦΜ και χρόνος παραμονής), ως προς την άσκηση του δικαιώματος του εκλέγειν, που οδηγεί σε πολίτες δύο ταχυτήτων.
Τις προϋποθέσεις όμως ως προς το δικαίωμα του εκλέγειν τις ρυθμίζει αποκλειστικά η παρ. 3 του άρθρου 51, που κατοχυρώνει την αρχή της καθολικής ψηφοφορίας και ως εκ τούτου αποκλείει κάθε άλλο προσόν, πλην της ηλικιακής ωριμότητας. Επειδή λοιπόν η διάταξη αυτή ούτε περιλήφθηκε στις αναθεωρητέες αλλά ούτε και μπορεί να τροποποιηθεί, διότι εξειδικεύει την –μη αναθεωρήσιμη– λαϊκή κυριαρχία του άρθρου 1 του Συντάγματος, επελέγη ένα άλλο άρθρο, το 54, που είχε κριθεί αναθεωρητέο για διαφορετικούς λόγους (εκλογικό σύστημα και εκλογικές περιφέρειες), για να επιχειρηθεί μέσω αυτού ένα πρωτοφανές αναθεωρητικό bypass. Και αυτό βέβαια θα ελεγχθεί από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (ως Εκλογοδικείο), παρότι «προειδοποιήθηκε», από επίσημα και αρμόδια φευ χείλη, ότι δεν μπορεί να διανοηθεί καν έναν τέτοιο «δικαστικό ακτιβισμό», αν η διάταξη ψηφισθεί από την συντριπτική πλειοψηφία της Βουλής...
Αυτές λοιπόν οι έξι προβληματικές τροποποιήσεις –συν την απρόθυμη υιοθέτηση, τελευταία στιγμή, της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας– αποτελούν όλη κι όλη την «προίκα» της εν εξελίξει αναθεώρησης. Και εύλογα αναρωτιέται κανείς: άξιζε όντως να σπαταληθεί και αυτή η ευκαιρία, όπως το 2008, για ένα πουκάμισο σχεδόν αδειανό;
*Δημοσιεύτηκε στα "ΝΕΑ" στις 23/11/2019.
Την συλλέξαμε την διατύπωση περί «επιστροφής στο μέλλον» από κυβερνητική αναφορά στην οικονομική πολιτική, μετά την κατάθεση του Προϋπολογισμού 2020 και την προώθηση ρυθμίσεων στα πλαίσια της ενισχυμένης μεταΜνημονιακής παρακολούθησης υπό το βλέμμα του Eurogroup.
Αν καλά το καταλάβαμε, πρόθεση υπήρξε να φανεί ότι λογική της Κυβέρνησης ήταν – αφού ολοκληρώνει στην ουσία μια διαχείριση εκκρεμοτήτων παρελθόντος, καθώς με την εξαίρεση π.χ. της μείωσης ΕΝΦΙΑ 2019 που προέταξε ευθύς με την ανάληψη της εξουσίας βασικά έμεινε σε εξαγγελίες τομών όπως π.χ. στο Ασφαλιστικό ή τα φορολογικά που ενσωματώνει τώρα ο Προϋπολογισμός, πλην διαχειριζόμενη μακροοικονομικά όποια ισορροπία παρέλαβε και προσθέτοντας την διεκδίκηση βελτίωσης «του κλίματος»/των προσδοκιών – να στρέψει την έμφαση, τώρα, στο αύριο. Και τούτο ενώ πολλά, και βασικά, μέτωπα της πολιτικής αντιπαράθεσης ουσιαστικά έχουν μείνει στην επίσκεψη και «εκκαθάριση» του παρελθόντος: Προσφυγικό/Μεταναστευτικό, θέματα ασφάλειας...
Συζητώντας όμως το θέμα, εισπράξαμε και μιαν άλλη ερμηνεία του «επιστροφή στο μέλλον» όσον αφορά ειδικά την διαχείριση της οικονομίας. Πρόκειται για μιαν αντίληψη που θέλει τα χρόνια τα οποία προηγήθηκαν – πάντως από το 2017 και μετά, τότε που ουσιαστικά εξασφαλίσθηκε η ισορροπία και δρομολογήθηκε η οικονομία προς έξοδο από τα Μνημόνια στα μέσα του 2018 – να υπήρξαν χρόνια πεισματικά προσδεδεμένα σε λογικές παρελθόντος: τόσο η διάσταση της εφεξής φορολογίας, όσο και εκείνη τους συνολικού υποστρώματος για επενδύσεις, εκεί δηλαδή όπου η Κυβέρνηση Μητσοτάκη επιχειρεί να οικοδομήσει το δικό της αφήγημα, θεωρείται ότι στρέφει ξανά προς το μέλλον. Όχι μόνον πολιτικά/προγραμματικά, όμως, αλλά και με την επιδίωξη θεμελίωσης μιας οικονομικής πολιτικής με αποτέλεσμα (η διαφορά politics με policy).
Λέει, δηλαδή, αυτή η προσέγγιση ότι με την έμφαση στην φορολόγηση για την επίτευξη υπερπλεονασμάτων – ώστε να επιτευχθεί η «ειρήνευση» με τους δανειστές, όπως όντως την είδαμε με το κλίμα του 2018-19, αλλά και να προχωρήσουν κινήσεις αναδιανομής, που κι αυτές τις είδαμε από την προηγούμενη Κυβέρνηση... - κρατήθηκε η οικονομία πίσω ως προς τις επιδόσεις της. «Στερήθηκε το μέλλον της» είναι η κωδική ονομασία. Αυτό/κάτι τέτοιο εξέφρασε, «ερμηνευτικά», και δη σε κομματικό περιβάλλον – στο Συνέδριο της Ν.Δ. – ο Κυριάκος Μητσοτάκης το περασμένο Σάββατο με το «μας κράτησαν πολύ πίσω, για να μην κινηθούμε γρήγορα προς τα εμπρός». Ενώ τώρα, με την επιδίωξη «μεταρρυθμιστικής απελευθέρωσης» (αυτή η κωδική ονομασία είναι εν μέρει εισαγόμενη ...) και με την υποχώρηση της φορολογικής πίεσης, το στοίχημα είναι ότι θα ανακτηθεί η στροφή προς το μέλλον. Άρα επενδύσεις, άρα ρυθμός ανάπτυξης, ο γνώριμος ενάρετος κύκλος – στην πράξη, όχι πλέον στον πολιτικό λόγο μόνο.
Διόλου περίεργο, λοιπόν, που ως βασικό θετικό στοιχείο του Προϋπολογισμού προβάλλεται ότι «δεν εισάγεται, για πρώτη φορά, κανένας νέος φόρος». Και αυτό ενώ υπάρχει με το νέο, νομοθετημένο φορολογικό πλαίσιο σειρά ελαφρύνσεων και στα φυσικά πρόσωπα – στον εισαγωγικό συντελεστή από 22% , σε 9% (κάτω των 10.000 ευρώ) συν 1% μείωση στα ανώτερα κλιμάκια – με κόστος 250 εκατ. ευρώ. αλλά και στην φορολόγηση των επιχειρήσεων (με την μείωση του φόρου των εταιρειών από 28%, στο 24% και μερισμάτων από 10% στο 5% , συν την μείωση στην προκαταβολή φόρου, με κόστος σχεδόν 500 εκατ. ευρώ). κι ακόμη περισσότερο στην φορολογική μεταχείριση του ακινήτου (εδώ «γράφει» το μέλλον του ΕΝΦΙΑ, η αναστολή ΦΠΑ στα νεόδμητα και του φόρου υπεραξίας αλλά και στο κίνητρο φορολογικής έκπτωσης 40% για επισκευές και ενεργειακή αναβάθμιση). Αν προσθέσει κανείς, εδώ, τις παρεμβάσεις στο Ασφαλιστικό σε επίπεδο μείωσης εισφορών – και με την διαρρύθμιση του τρίτου πυλώνα και, αντίστοιχα, της επικουρικής ασφάλισης – βλέπει όντως μια διαφορετική προσέγγιση.
Εδώ, όμως, η «επιστροφή στο μέλλον» κάνει ένα μικρό στοπ! ακριβώς για να μην ταράξει πολύ την ισορροπία – και να μην βρεθεί με προβλήματα στην μεταΜνημονισακή παρακολούθηση και εν τέλει στο Eurogroup... - ναι μεν οι ελαφρύνσεις των εταιρειών αφορούν φετινά εισοδήματα (άρα αισθητές το 2020), όμως εκείνες των ιδιωτών τα εισοδήματα 2020 (άρα αισθητές το 2021). Συν, η ήδη ταλαιπωρημένη υπόθεση της διεύρυνσης της φορολογικής βάσης με τις ψηφιακές πληρωμές για να αναγνωρίζεται η μείωση φόρου, όπου πολλά μπρος-πίσω. Συν, η ένταξη νέων περιοχών – εκατοντάδων – στον αντικειμενικό προσδιορισμό αξιών ακινήτων για ΕΝΦΙΑ. ίσως και με... ΕΝΦΙΑ στον μη εξαντλημένο οικοδομικό συντελεστή, πράγμα που θα σημάνει ηλεκτροσόκ σε μονοκατοικίες και μεσοαστικά διώροφα, αν – ΑΝ – προχωρήσει όντως.
Δεν διαταράσσει κανείς εύκολα μιαν ισορροπία για να φανεί διαφορετικός.
*Δημοσιεύτηκε στην "Ναυτεμπορική" στις 7/12/2019.
Μια ιδιότυπη – για τα Ελληνικά μας δημόσια πράγματα, τουλάχιστον – επιφυλακτικότητα, που θα την ονομάσουμε σωφροσύνη, χαρακτηρίζει την σημερινή ηγεσία του ΥΠΟΙΚ και πάντως τον Χρήστο Σταϊκούρα ως υπουργό, στην τελική ευθεία πριν την οριστικοποίηση του Προϋπολογισμού 2020, αλλά και προς το Eurogroup της 4ης Δεκεμβρίου.
Έτσι όπως μάθαμε τα τελευταία χρόνια να ινδαλματοποιούμε την επίτευξη των στόχων πρωτογενούς πλεονάσματος, και μάλιστα τα υπερπλεονάσματα (που οδηγούσαν στην παροχή κοινωνικών επιδομάτων «τέλους του έτους», όπως εκείνα που και φέτος τροφοδότησαν την δημόσια συζήτηση) τα οποία το 2017 είχαν προκύψει υπερδιπλάσια κι από τα συμφωνημένα με τους «εταίρους» (θυμηθείτε: για το 2017 είχε τεθεί στόχος 1,75% του ΑΕΠ σε πρωτογενές πλεόνασμα, ως προεισαγωγικό βήμα στο 3,5% του 2018-22, ενώ τελικά ξεπεράστηκε και το 4%!...), έτσι και στην φετεινή μηντιακή συζήτηση πολύς χώρος διατέθηκε στο αν φέτος θα πιάσουμε το 3,7% ή «μόνο» 3,6% - κι αν διαθέσιμα για κοινωνικό μέρισμα θα είναι 435 εκατομμύρια ευρώ ή 415. συν πώς/πού θα κατανεμηθούν.
Εκείνο που καταγράψαμε ως επιφυλακτικότητα του Χρ. Σταϊκούρα – και που χαρακτηρίσαμε σωφροσύνη – έγκειται στο ότι όσο κι αν ερωτάται και πιέζεται μηντιακά για δεσμεύσεις στο «πού θα πάνε τα λεφτά», αλλά και για τροφοδότηση της συζήτησης γύρω από την τακτική στο Eurogroup «για την δυναμική διεκδίκηση μείωσης των πρωτογενών πλεονασμάτων», παραμένει για την ώρα στην στάση: πρώτα να διαβάζουμε τα νούμερα που όντως επιτυγχάνονται, κι ύστερα να μιλάμε για κατανομές κονδυλίων και για κινήσεις τακτικής.
Στο εσωτερικό, αυτό αφήνει χώρο στον Κυριάκο Μητσοτάκη να μιλάει ο ίδιος για προθέσεις τέλους του έτους (και για αναζήτηση του πώς η κοινωνική συνείδηση ΝΔ θα διαφοροποιηθεί απ' εκείνην ΣΥΡΙΖΑ στην ίδια επιδοματική κατεύθυνση...). στο εξωτερικό/στο Eurogroup επιτρέπει να χτιστεί μέχρι την τελευταία στιγμή εικόνα επιχειρηματολόγησης με βάση στοιχεία (πού θα διαμορφωθεί το κόστος χρήματος για την Ελλάδα, για το οποίο ήδη ο Πρόεδρος του Eurogroup Μάριο Σεντένο σημείωσε – απαντώντας στον Γιώργο Κύρτσο, στο Ευρωκοινοβούλιο – ότι κινείται πλέον χαμηλότερα από τον επιτυγχανόμενο ρυθμό ανάπτυξης/το «ενάρετο crossover») και επιτεύξεις στόχων. Όχι απλώς προσδοκίες.
Υπ' αυτήν την έννοια, ο Χρ. Σταϊκούρας αρχίζει να λειτουργεί σαν συνεχιστής κατ' ουσίαν του Ευκλείδη Τσακαλώτου, χωρίς την ροπή προς το βρετανικό χιούμορ ειν' αλήθεια. δηλαδή επιχειρεί να συγκρατεί την συζήτηση στο εσωτερικό, μαζεύοντας έρμα για την πορεία του καραβιού στην Ευρωθάλασσα. Όπου όχι μόνον οι συζητήσεις για το πρωτογενές πλεόνασμα υπόσχονται/απειλούν να κινούνται με τους ληθαργικούς ρυθμούς που γνωρίσαμε και στο παρελθόν, αλλά και η μεταβατική «ελευθέρωση» της χρήσης των κονδυλίων από επιστροφές ANFAs/SMPs ώστε να φέρουν έμμεση δημοσιονομική χαλάρωση μέσω ΠΔΕ δεν είναι όσο εύκολη αφέθηκε να πιστεύεται.
Όμως αν μείνουμε λίγο περισσότερο στον Προϋπολογισμό 2020 που, αυτός, δεν χαρακτηρίζεται από περισσή επιφυλακτικότητα! Για μας, το λιγότερο πειστικό στοιχείο του είναι η παραδοχή ότι η ιδιωτική κατανάλωση θα τρέξει το 2020 με ανοδικό ρυθμό 1,8% - έναντι αντίστοιχης αύξησης της δημόσιας με 0,6% . Τι στηρίζει αυτήν την πρόβλεψη (διότι δικαίως η ιδιωτική κατανάλωση δεν παύει να θεωρείται βασικός πυλώνας της κατά την Ελληνική εκδοχή ανάπτυξης/μεγέθυνσης...), όταν το 2019 δεν πιάνουμε παρά 0,6% αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, και τούτο παρά την χορήγηση της «13ης σύνταξης» την άνοιξη, παρά και την πιο πρόσφατη μείωση του ΕΝΦΙΑ; Άλλωστε η υστέρηση του ρυθμού της ιδιωτικής κατανάλωσης , σε επίπεδο σχεδόν στο μισό της αύξησης της αμέσως προηγούμενης χρονιάς (1,1% η αύξηση του 2018...) είναι που προσγείωσε συνολικά τον φετινό ρυθμό ανάπτυξης.
Η αισιοδοξία για τον ρυθμό αύξησης των επενδύσεων (από 8,8% φέτος σε 13,4% ελπιζόμενο για το 2020) είναι μια παραδοσιακή αισιοδοξία Προϋπολογισμού. Αρχίζει να προβληματίζεται λίγο κανείς, άμα θυμηθεί ότι η αμέσως προηγούμενη χρονιά – το 2018 – είχε πάει πίσω, σε αρνητικό πρόσημο -12,2%, οπότε η φετινή άνοδος ξεκινούσε από σχετικά χαμηλή βάση. (Βέβαια γενικώς αυτή η καταγραφή είναι περιορισμένης χρησιμότητας όταν προσβλέπει κανείς σε ανάπτυξη, καθώς συμπεριλαμβάνει «μέσα μεταφοράς»=πλοία, που μπαίνουν διαφορετικά στην εξίσωση...). Πάντως η πρόβλεψη για εξέλιξη των εξαγωγών είναι μετριοπαθής – στα επίπεδα της φετινής χρονιάς (5,1% έναντι 4,9%) . Συνεπώς προσπαθεί να προεξοφλήσει το ενδεχόμενο σοκ από την διεθνή εμπορική αναταραχή, με Brexit και ΗΠΑ-Κίνα, αλλά και από την αποεπιτάχυνση Γερμανίας-Ιταλίας (κι ας γλύτωσε η πρώτη την τεχνική ύφεση).
Αυτές οι επιφυλάξεις, και λιγότερο η συζήτηση για το αν θα πιάσουμε συνολικά ανάπτυξη/μεγέθυνση 2,8% (Προϋπολογισμός) ή 2,4-2,5% (ΤτΕ) ή 2,3% (ΔΝΤ,ΕΕ) θα μας συνοδεύουν.
*Δημοσιεύτηκε στην "Ναυτεμπορική" στις 29/11/2019.
Σημαντικό πρόβλημα δημόσιας υγείας αποτελεί ο επαγγελματικός καρκίνος, που σύμφωνα με τον πρόεδρο της Ελληνικής Αντικαρκινικής Εταιρείας Ευάγγελο Φιλόπουλο, αγγίζει το 4- 7% όλων των καρκίνων, και στο 54% των περιπτώσεων αφορά κακοήθεια του πνεύμονα. Όπως δηλώνει ο χειρουργός μαστού στο Πρακτορείο Fm και στην εκπομπή της Τάνιας Η. Μαντουβάλου «104,9 ΜΥΣΤΙΚΑ ΥΓΕΙΑΣ» που θα μεταδοθεί το Σάββατο 23/11, στον επαγγελματικό καρκίνο εμπίπτουν επίσης αιματολογικές κακοήθειες, κακοήθειες που αφορούν στο ανώτερο αναπνευστικό, το κατώτερο πεπτικό, καθώς επίσης κακοήθειες των νεφρών, του προστάτη και της ουροδόχου κύστης.
Ο κ. Φιλόπουλος δίνει συνέντευξη στο Πρακτορείο Fm, με αφορμή την ομιλία του με τίτλο «Επαγγελματικός καρκίνος, μια αποτρέψιμη νόσος» στο 2ο Πανελλήνιο Συνέδριο για την Υγεία και την Ασφάλεια στην Εργασία, που διοργάνωσε το Ελληνικό Ινστιτούτο Υγιεινής και Ασφάλειας της Εργασίας στο Μέγαρο Μουσικής 18-19 Νοεμβρίου.
Σύμφωνα με στοιχεία του ΠΟΥ τα καινούργια περιστατικά κάθε χρόνο που οφείλονται σε επαγγελματικό καρκίνο ανέρχονται διεθνώς σε 660.000 και οι θάνατοι σε 215.000, ενώ στην ΕΕ τα αντίστοιχα περιστατικά ανέρχονται σε 120.000 ετησίως και οι θάνατοι σε 80.000. Όπως αναφέρει ο πρόεδρος της ΕΑΕ, είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι υπάρχει η δυνατότητα ο επαγγελματικός καρκίνος να αποτραπεί, «εάν εξαλείψουμε τους καρκινογόνους παράγοντες από το εργασιακό περιβάλλον και λάβουμε τα κατάλληλα μέτρα ασφαλείας για να μειώσουμε τις επιπτώσεις από τη νόσο».
Ο απαγορευμένος αμίαντος που είναι ακόμη εδώ, απόλυτη αιτία για μεσοθηλίωμα
Ιδιαίτερη ανησυχία δημιουργεί το γεγονός ότι ενώ ξέρουμε πως ο πιο επικίνδυνος από όλους τους παράγοντες είναι ο αμίαντος και έχει απαγορευθεί η χρήση του, δυστυχώς αυτή τη στιγμή υπάρχουν εκατομμύρια τόνοι αμίαντου στη χώρα μας, που δεν έχουν καταστραφεί και αποτελούν σκεπές από ελενίτ, μονώσεις, ψευδοροφές κλπ, αναφέρει ο κ. Φιλόπουλος. «Η ίνα του αμίαντου ξεφεύγει, αιωρείται στην ατμόσφαιρα και εισπνέεται. Είναι η απόλυτη αιτία για μεσοθηλίωμα (σσ. δυσίατη μορφή καρκίνου της εσωτερικής επένδυσης του θώρακα ή του κοιλιακού τοιχώματος) που είναι σπάνιο, καθώς επίσης αποτελεί μία σημαντική αιτία για τον καρκίνο του πνεύμονα. Ακόμα και η απομάκρυνση των ήδη υπαρχόντων τμημάτων, θέλει πολύ προσοχή και ειδική φροντίδα. Και εδώ υπάρχει ένα μεγάλο κενό που η Πολιτεία επειγόντως πρέπει να καλύψει: Δηλαδή πρέπει κάποια αρμόδια αρχή να οργανώσει το πώς θα φύγει ο αμίαντος από τα σπίτια, και θα μεταφερθεί, ενταφιαστεί, αποθηκευθεί με τρόπο, ώστε να γίνει ακίνδυνος».
Να απαγορευθεί η κίνηση πετρελαιοφόρων οχημάτων στο Λεκανοπέδιο
Ο επαγγελματικός καρκίνος σκοτώνει 20 φορές περισσότερους ανθρώπους από τα εργατικά ατυχήματα, τονίζει ο πρόεδρος της ΕΑΕ, χαρακτηρίζοντας παράλληλα έγκλημα τα καυσαέρια ντίζελ. «Δεν θα έπρεπε να επιτρέπεται η κίνηση πετρελαιοφόρων οχημάτων στο Λεκανοπέδιο Αττικής. Οι άνθρωποι δηλητηριάζουν και τον εαυτό τους και την ατμόσφαιρα δίνοντας παράταση ζωής σε παλαιούς ντιζελοκινητήρες, όπως συμβαίνει σε ταξί και λεωφορεία. Το κράτος θα πρέπει να δώσει κίνητρα να αλλαχθούν. Να γίνουν πχ υβριδικά ή με μπαταρία. Αυτά είναι πολιτικές αποφάσεις».
Καρκινογόνα η σκόνη από το κόψιμο ξύλων και το άναμμα του τζακιού
Καρκινογόνος είναι ο καπνός από τα τζάκια και από το ψήσιμο στα κάρβουνα, αλλά όσο και αν φαίνεται περίεργο ακόμα και η σκόνη από το κόψιμο των ξύλων, λέει ο κ. Φιλόπουλος. Και το ερώτημα εύλογο. Να σταματήσουμε να κόβουμε ξύλα ή να κάνουμε τα τζάκια διακοσμητικά; « Όχι. Να μην σταματήσουμε να κόβουμε ξύλα. Αλλά χρειάζεται πολύ καλή προστασία, μάσκες για τους εργαζόμενους και ειδικοί αποροφητήρες εκεί που κόβονται τα ξύλα και γίνεται η επεξεργασία τους. Όσον αφορά τα τζάκια δεν πρέπει ο κόσμος να τα ανάβει στις πόλεις που έχουν πρόβλημα με την ατμοσφαιρική ρύπανση, γιατί προκαλούνται αναπνευστικά προβλήματα, αλλά και καρκίνος πνεύμονα, όχι μόνο σε όσους τα έχουν σπίτι τους, αλλά και στους γύρω τους, αφού ο καπνός βγαίνει από την καμινάδα».
Περισσότερες από 60 οι καρκινογόνες ουσίες για τον άνθρωπο
Περισσότερες από εξήντα είναι οι αποδεδειγμένα καρκινογόνες ουσίες για τον άνθρωπο, προσθέτει ο κ. Φιλόπουλος και επισημαίνει ότι ιδιαίτερα προσεχτικοί θα πρέπει να είναι όσοι εργάζονται στο δρόμο και στρώνουν την άσφαλτο, αυτοί που δουλεύουν σε συνεργεία, σε βιομηχανίες καουτσούκ και γενικά όσοι έχουν να κάνουν με άνθρακα, πρέπει να είναι προστατευμένοι με ειδικές μάσκες, γιατί ελλοχεύει ο κίνδυνος καρκίνου πνεύμονα ή δέρματος. Επικίνδυνες είναι και οι αναθυμιάσεις από τη συγκόλληση.
Οι προτάσεις της ΕΑΕ για να αποτραπεί ο επαγγελματικός καρκίνος
Σε ερώτηση για το ποιες είναι οι προτάσεις της Ελληνικής Αντικαρκινικής Εταιρείας για να αποτραπεί ο επαγγελματικός καρκίνος ο κ. Φιλόπουλος απαντά:
«Προτείνουμε να υπάρξει ένα αρχείο και μελέτη του επαγγελματικού καρκίνου, -κάτι που προϋποθέτει και σωστή λειτουργία ενός αρχείου νεοπλασιών. Να υπάρξει συνεργασία με την ΕΕ και προώθηση των οδηγιών της. Να θέσουν οι εργοδότες μέτρα προστασίας στους εργαζόμενους, καθώς επίσης να χρησιμοποιήσουν εναλλακτικά υλικά στην παραγωγική διαδικασία ή μεθόδους που μειώνουν την επίδραση του τοξικού παράγοντα. Από την άλλη πλευρά να λάβουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι μέτρα και συλλογικά να διεκδικήσουν την προστασία και την ασφάλεια στην εργασία τους. Οι ελεγκτικοί μηχανισμοί να λειτουργούν αξιόπιστα και να μην υπεισέρχονται ελληνικές ιδιαιτερότητες».
*Δημοσιεύτηκε στο "Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων" στις 22/11/2019.
«Κοινωνικοί εταίροι, Πολιτεία, ακαδημαϊκή κοινότητα να συνεργαστούμε εποικοδομητικά με αμοιβαία εμπιστοσύνη και σεβασμό και να δημιουργήσουμε από κοινού τις απαραίτητες συνέργειες για ένα ασφαλές και υγιές μέλλον για όλους»
Ξεκίνησε το 2ο Συνέδριο στο Μέγαρο Μουσικής με τη συμμετοχή περισσότερων από 100 Ομιλητών και παρουσία περισσοτέρων των 600 Συνέδρων.
«Στόχος του συνεδρίου, είπε η κ Μπαρδάνη, είναι να ενεργοποιήσει και να φέρει κοντά όλες αυτές τις δυνάμεις της εργασίας και της κοινωνίας που πιστεύουν και εργάζονται ώστε να βελτιώνονται συνεχώς οι συνθήκες εργασίας και διαβίωσης, όλες αυτές τις δυνάμεις που δημιουργούν το μέλλον με γνώση, εμπειρία και αξίες.
Οι αλλαγές τις οποίες θα συζητήσουν εξαιρετικοί εισηγητές από διάφορους επιστημονικούς και επιχειρηματικούς χώρους και θα αναλύσουν, είναι ποικίλες, συνεχείς και έρχονται με μεγάλη ταχύτητα.
Οι αλλαγές όμως είναι απόδειξη ζωής και πρέπει να αποτελέσουν πηγή δημιουργίας.
Οι αλλαγές δεν αντιμετωπίζονται μέσα στα λιγότερο ή περισσότερο στενά πλαίσια του καθενός ή της κάθε ομάδας. Οι αλλαγές απαιτούν συνεργασίες, συνέργειες και συντονισμένες δράσεις. Απαιτούν δυναμικές πρωτοβουλίες που στηρίζονται στη συμπληρωματικότητα μέσα σε ένα πλαίσιο ανταλλαγής, προσφοράς και ανοιχτών διαύλων επικοινωνίας.
Στην συνέχεια η Πρόεδρος του ΕΛΙΝΥΑΕ επισήμανε με έμφαση ότι συντεχνιακές αντιλήψεις, μικροπολιτικές συμπεριφορές, ξεπερασμένες από την πραγματικότητα αντιλήψεις δεν έχουν θέση στο μέλλον που οφείλουμε να δημιουργήσουμε. Διλήμματα και διχαστικές νοοτροπίες είναι έξω από τις προσπάθειες αυτές.
Το όραμα μας είναι η προαγωγή της ασφάλειας και της υγείας στην εργασία και η εμπέδωση της νοοτροπίας πρόληψης με την συνέργεια και προς όφελος επιχειρήσεων, εργαζομένων και της κοινωνίας».
Απευθυνόμενη στον Υπουργό Εργασίας τόνισε ότι «στο νέο εργασιακό τοπίο που διαμορφώνεται μπροστά μας, και στο οποίο όλοι συμμετέχουμε, οι προκλήσεις για την Υγεία και την Ασφάλεια είναι μεγάλες.
Το ΕΛΙΝΥΑΕ τα τελευταία χρόνια εντατικοποίησε τις προσπάθειες για ταχύτερη και ποιοτική ανταπόκριση στις σύγχρονες προκλήσεις, με ανάπτυξη καινοτόμων εργαλείων, βελτίωση εσωτερικής οργάνωσης, ενίσχυση εξωστρέφειας και προγραμματισμό νέων δράσεων και συνεργασιών. Είμαστε έτοιμοι να συμβάλλουμε στη προσπάθεια της Πολιτείας ώστε η κινητοποίηση που άρχισε μερικές δεκαετίες πριν, με την υποστήριξη σύγχρονου κανονιστικού πλαισίου, να ριζώσει και να αποδώσει καρπούς.
Παραφράζοντας τη γνωστή φράση του Χόκινς «Δεν φοβόμαστε την αλλαγή, αλλά την αξιοποιούμε προς όφελός μας» ανταποκρινόμαστε στην αλλαγή, ενεργούμε προ-δραστικά, με διορατικότητα, επιδιώκουμε την δραστηριοποίηση όλων των επιχειρήσεων: μικρών, μεσαίων και μεγάλων, όλων των εργαζομένων: νέων και ατόμων με μεγαλύτερη εμπειρία.
«Είναι λοιπόν σημαντικό όλοι εμείς, κοινωνικοί εταίροι, Πολιτεία, ακαδημαϊκή κοινότητα να συνεργαστούμε εποικοδομητικά με αμοιβαία εμπιστοσύνη και σεβασμό και να δημιουργήσουμε από κοινού τις απαραίτητες συνέργειες για ένα ασφαλές και υγιές μέλλον για όλους».
Δύσκολα θα θεωρούσε κανείς ότι ένα βιβλίο που επιλέγει ως υπότιτλο (είναι γνωστό ότι συνήθως στους υποτίτλους βρίσκει κανείς την πρόθεση των συγγραφέων) να μιλήσει για την «Ελληνική οικονομική κατάθλιψη» μπορεί να περικλείει τελικώς αισιόδοξο μήνυμα. Και όμως: το βιβλίο που παρουσίασαν προχθές Γιάννης Στουρνάρας και Στέλιος Πέτσας, το «Οικονομικός Πόλεμος και Νομισματική Ειρήνη» του Κωνσταντίνου Γκράβα, ακόμη κι αν την Great Depression των ΗΠΑ του Μεσοπολέμου την μεταφέρει ως Ελληνική κατάθλιψη, καθώς σ' εμάς η κρίση της δεκαετίας που πέρασε «είναι πολυδιάστατη και υπερβαίνει την οικονομική σφαίρα», ενώ σε βάθος και διάρκεια/η επαναφορά υπήρξε χειρότερη κι από την Great Depression, κατορθώνει να έχει κατάληξη εποικοδομητική – αν όχι αισιόδοξη.
Για τον Γιάννη Στουρνάρα, η πρωτοτυπία του βιβλίου Γκράβα βρίσκεται στο ότι προσεγγίζει την κρίση μέσα (και) από τα μάτια των Κεντρικών Τραπεζών, εγγυητριών της οικονομικής ειρήνης, χωρίς όμως να ξεφεύγει από την γλώσσα που μπορεί να κατανοήσει ο μέσος άνθρωπος. Ο μέσος ενδιαφερόμενος, ο μέσος μη-προκατειλημμένος άνθρωπος εννοείται. Και μάλιστα με προσφυγή όχι μόνο στους οικονομολόγους και τους ιστορικούς της οικονομίας, αλλά και οι εκφραστές άλλων χωρών της σκέψης: άλλωστε, μην ξεχνούμε ότι τα Οικονομικά στο ξεκίνημά τους ήταν Πολιτική Οικονομία. Έτσι μόνον με μια ευρύτερη κοινωνική προσέγγιση «οι κόποι των Ελλήνων πολιτών μέσα στην κρίση θα βρουν ανταμοιβή» με την έξοδο απ 'αυτήν - υπό συνθήκες όμως συνεχιζόμενης σταθερότητας. Και, σ' αυτήν την βάση, θα ξεκινήσει η διεκδίκηση της μείωσης των πρωτογενών πλεονασμάτων.
Για τον Στέλιο Πέτσα, το ζητούμενο σήμερα είναι να λειτουργήσει η συνειδητοποίηση του τι συνέβη, του πώς φθάσαμε στην κρίση ως εγγενής άμυνα στο να μην ξαναβρεθούμε στα λάθη, την επανάπαυση, τους εγκλωβισμούς του παρελθόντος. Η αμφιθυμία γύρω από την ανάλυση της Ελληνικής κρίσης - πρόβλημα δημοσιονομικό η ανταγωνιστικότητας; - δεν έπαψε να τραυματίζει σ' όλη την διάρκειά της.
Μιλήσαμε προηγουμένως για το πόσο πολυδιάστατη, πέραν και του οικονομικού, υπήρξε η Ελληνική κρίση. Το έβλεπε αυτό ήδη, με την ματιά του ιστορικού, ο Κώστας Κωστής όταν κατέγραφε το πώς «στην διαμόρφωση των συνθηκών που οδήγησαν στην κρίση, σημαντικό ρόλο έπαιξαν πολλοί παράγοντες , που μόνον στον συνδυασμό τους μπορούν να μας επιτρέψουν να την κατανοήσουμε σ' όλη τους την πολυπλοκότητα». Μικρό δείγμα αυτής της πολυπλοκότητας – ιδιαίτερα πικρό για όσους θυμούνται την πορεία προς και μέσα στην ΟΝΕ – η παρατήρηση του Τάσου Γιαννίτση, ότι «το Ασφαλιστικό υπήρξε σημαντικός γενεσιουργός παράγοντας της κρίσης [...] τα αθροιστικά ελλείμματα και οι συνολικές δαπάνες για το Ασφαλιστικό αντιπροσώπευαν το 83% των αθροιστικών δημοσιονομικών ελλειμμάτων της περιόδου 2006-2009».
Κανείς δεν θα κατηγορούσε τον Κ. Γκράβα για αντιμνημονιακότητα, πολύ λιγότερο για αντιΕυρωπαϊσμό/αντιΔυτικισμό. Όμως δεν διστάζει να κάνει λόγο για «ανήθικη» διαπραγμάτευση, για υπογραφή του πρώτου (τουλάχιστον) Μνημονίου με την πλάτη στον τοίχο, καθώς «στην ουσία είναι μάλλον αμφίβολο αν υπήρξαν διαπραγματεύσεις, ή αν [η τότε Κυβέρνηση] κλήθηκε να υπογράψει συμφωνία που δεν ήταν σε θέση να διαπραγματευθεί»
Δεν στέκεται ο Κ. Γκράβας – ούτε άλλωστε ο Γ. Στουρνάρας – στην επισήμανση της προαναγγελθείσας αστοχίας του δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή που αναγνώρισε άλλωστε ο Ολιβιέ Μπλανσάρ, αλλά αρκετά εκ των υστέρων... στην «συνταγή» ΔΝΤ. Δίνει το ιδιότυπο ελαφρυντικό του Λούντβιχ ντε Μίζες, ότι «τα πειράματα που πραγματοποιούνται σε εργαστήριο, δεν μπορούν να εκτελεσθούν και να εφαρμοσθούν στην οικονομία». (Μόνο που, εδώ, στην ελληνική περίπτωση πειράματα εκτελέσθηκαν. Με μόνον βαθμιαία φθίνουσα αυταρέσκεια – και των πειραματιστών και, συχνά, του πειραματόζωου, που θεώρησε ότι το ύφος ευπειθούς συμμόρφωσης θα βοηθούσε στην αποτελεσματικότητας της θεραπείας!).
Πάντως στο ιδιότυπο αυτό βιβλίο ο συγγραφέας ενσωματώνει ανάγνωση των πολιτικών συσχετισμών, διδάγματα της οικονομικής ιστορίας, ακόμη-ακόμη και ζεύγματα όπως Θουκυδίδη/Hobbes ή και Αριστοτέλη/Κομφουκιανού Μάο Τσε-Τουνγκ. Υπ' αυτήν την έννοια ακολούθησε την Κεϋνσιανή σύσταση, να προσλαμβάνει ο οικονομολόγος «το παρόν υπό το φως του παρελθόντος για τους σκοπούς του μέλλοντος [όντας] μαθηματικός, ιστορικός, πολιτικός, φιλόσοφος».
Δεν είναι εύκολο να συμμερισθεί κανείς την αισιοδοξία του συγγραφέα ότι ο ρόλος των Κεντρικών Τραπεζών (η «νομισματική ειρήνη») θα αρκέσει για να φέρει το τέλος εκείνου που εύστοχα διαγιγνώσκει ως «οικονομικό πόλεμο». Και ότι, κάπως σαν συνέπεια αυτής της θεσμικής αισιοδοξίας , ότι η Ελλάδα-«ειδική περίπτωση» θα συνεχίσει να πλέει προς μια Καντιανή διηνεκή ειρήνη. Όμως υποχρεώνει τον αναγνώστη να δει τις ίδιες του τις προκαταλήψεις, να ξαναδεί την πολυπλοκότητα – και, ίσως-ίσως, να καταπολεμήσει την αντίληψη αδιεξόδου που άφησε πίσω η «οικονομική κατάθλιψη».
*Δημοσιεύτηκε στην "Ναυτεμπορική" στις 23/11/2019.