Παρασκευή, 08 Νοέμβριος 2024

Από τον χώρο των ακινήτων/κατασκευών

Δύο είναι τα βασικά μέτωπα στην πρώτη γραμμή της συζήτησης για τις δυνατότητες μιας σοβαρότερης επανεκκίνησης της Ελληνικής οικονομίας στην μεταΜνημονιακή εποχή. Το ένα μέτωπο είναι εκείνο των επενδύσεων, της αντιστροφής της επικίνδυνης φάσης αποεπένδυσης που έφερε η κρίση. Η οικονομία μπορεί μεν να καταγράφει 9 διαδοχικά τρίμηνα με θετικό πρόσημο. πλην όμως... με 10 χαμένα χρόνια, ρυθμοί 1-2% είναι σούρσιμο. Το δεύτερο μέτωπο είναι εκείνο των κόκκινων δανείων, που τους τελευταίους μήνες – προεκλογικούς μήνες, όπως και να το κάνουμε! – έμενε ευγενικά παγωμένο, με τις προτάσεις ΤΧΣ και Στουρνάρα να έχουν μεν λάβει ένα χαλαρό ΟΚ από Βρυξέλλες αλλά να αναμένουν ουσιαστική επίσπευση/υλοποίηση.
Υπάρχει όμως ένα σημείο, ένας κοινός γεωμετρικός τόπος όπου οι δυο αυτές σημαντικές συζητήσεις – οι οποίες, αναμενόμενο, βρέθηκαν ως κεντρικό/προβεβλημένο πεδίο στα προγράμματα των δυο βασικών διεκδικητών της εξουσίας – έρχονται και συναντιώνται. Πρόκειται για τα ακίνητα/για τον τομέα των κατασκευών.
Όπου, για να δώσουμε δυο «εύκολα» όσο και δυσάρεστα στοιχεία (που όμως, αντιστρεφόμενα, μπορούν να αναδειχθούν σε ελπιδοφόρα) οι επενδύσεις σε κατασκευαστικά έργα είχαν υποχωρήσει το 2017 στο ¼ του επιπέδου που βρίσκονταν το 2007 (στα 9,6 δις ευρώ έναντι 34,1 δις: ζαλιστικό). και αντιπροσωπεύουν μόλις 5,3% του ΑΕΠ έναντι 10% μέσου όρου ΕΕ, 8% στην Ιταλία και Πορτογαλία, 8,9% στην Βουλγαρία, 9,3% στην Κύπρο. Την ίδια στιγμή, η οικοδομική δραστηριότητα στην Ελλάδα συμβάδισε την τελευταία 15ετία στενά με το ύψος και την διαθεσιμότητα της τραπεζικής χρηματοδότησης (μέσω στεγαστικών αλλά και επισκευαστικών δανείων) και τούτο τόσο στην εκρηκτική άνοδο του 2003-2007, όσο και στην καταβύθιση από το 2008 κι ακόμη περισσότερο από το 2012 και μετά. Το μερίδιο μη-εξυπηρετούμενων στεγαστικών δανείων από κάπου 8% του συνόλου το 2009 εκτοξεύθηκε στο 26% το 2013, για να βρεθεί στο 44,3% το 2018. Τα τελευταία 3-4 χρόνια, το απόθεμα μη-εξυπηρετούμενων δανείων (προ προβλέψεων) κινείται γύρω στα 27,5 δις ευρώ: βαρίδι, όπως και να το δει κανείς!
Ενδιάμεσο συμπέρασμα: με δεδομένο και τον υψηλό πολλαπλασιαστή των κατασκευών – για κάθε ευρώ στις κατασκευές, κερδίζεται 1,8 ευρώ σε πρόσθετο ΑΕΠ (ενώ ο Προϋπολογισμός ενθυλακώνει 0,4 ευρώ – όσο κι αν, ιδίως στις επισκευές, πολύ μεγάλο ποσοστό του τζίρου γίνεται «γκρίζο», όμως και πάλι δεν λείπει από τον πολλαπλασιαστή στο επόμενο βήμα), μια ανάκαμψη στην κατασκευαστική δραστηριότητα θα μπορούσε /θάπρεπε να ξαναδιεκδικήσει ρόλο «οδηγού». Ενώ ένα εκτεταμένο ξεκοκκίνισμα στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών, από μια άνοδο των αξιών των ακινήτων – που ήδη δείχνει και καταγράφεται, έστω και αργά-αργά – , θα μπορούσε να αλλάξει άρδην το τραπεζικό σκηνικό.
Δανειστήκαμε τα στοιχεία αυτά από την πρόσφατη μελέτη του ΙΟΒΕ «Αναπτυξιακές προοπτικές των κατασκευών στην Ελλάδα», η οποία λειτουργεί ως θησαυρός όχι μόνο στοιχείων και επεξεργασιών αλλά και ως πηγή προτάσεων για το πού θα μπορούσε να πάει, τώρα, μια συγκροτημένη προσπάθεια αναθέρμανσης της κατασκευαστικής δραστηριότητας. Η αλήθεια είναι πως ορισμένα από τα στοιχεία αυτών των προτάσεων, τα βρήκαμε και στα προγράμματα/στις προθέσεις των κομμάτων. Τους λείπει το στοιχείο του συγκροτημένου: ένας τομέας που έχασε 61% της προστιθέμενης αξίας που συνεισέφερε στην οικονομία μέσα σε μια 10ετία, πέφτοντας από το 10% του ΑΕΠ σε περίπου 5%, χρειάζεται πολύ περισσότερο από αποσπασματικές προθέσεις.
Άμα δει κανείς τις προτεινόμενες παρεμβάσεις ΙΟΒΕ, θα καταγράψει ασφαλώς το αίτημα για ολοκλήρωση των εκκρεμών δημοσίων έργων. για επαναφορά του ΠΔΕ. για νέες διαδικασίες προκήρυξης και ανάθεσης έργων. για δοκιμή των unsolicited/αυτόκλητων προτάσεων για έργα. για ειλικρινή στροφή στα ΣΔΙΤ. Προτάσσουμε ωστόσο τις δυνατότητες του ιδιωτικού τομέα. Πολύτιμη θα ήταν η ενίσχυση, κυρίως με την άρση των διάχυτων αντικινήτρων παρά μέσω επιδοτήσεων, της ήδη εκφρασμένης ροπής προς ανακαίνιση και ενεργειακή αναβάθμιση κατοικιών και κτιρίων γραφείων. Με περισσότερο από 50% του κτιριακού αποθέματος να έχει χτιστεί πριν το 1980, ενώ μόλις το 16% μετά το 2000, πεδίον δόξης λαμπρόν εδώ! Πέραν τούτου, στο ναρκοπέδιο της φορολογίας η μείωση του ΦΠΑ στις νέες οικοδομές που σήμερα αποδίδει μόλις 13 εκατ. ευρώ/έτος, κυρίως όμως η κατάργηση του «συμπληρωματικού φόρου» (γνωστού και ως double-jeopardy ΕΝΦΙΑ) θα μπορούσε να λειτουργήσουν άμεσα. Θετικά. Η εκτίμηση Νίκου Βέττα για το δεύτερο αυτό μέτωπο, είναι ότι το κόστος του που φθάνει τα 350 εκατ. ευρώ, σύντομα θα αντισταθμιζόταν από την πρόσθετη δραστηριότητα και από την αύξηση τιμών των ακινήτων («θα πληρώσει τον εαυτό του»).

*Δημοσιεύτηκε στην "Ναυτεμπορική" στις 28/6/2019. 

Προσθήκη νέου σχολίου


Κωδικός ασφαλείας
Ανανέωση