Σάββατο, 27 Απρίλιος 2024

Μετά τη νίκη Μακρόν, ξανά εθνικισμοί;

Και τώρα τι; Μπορούμε να μιλάμε για νίκη των φιλοευρωπαϊκών, δημοκρατικών δυνάμεων; Για ήττα του εθνικισμού; Αυτό είναι, περίπου, το ερώτημα για αρκετούς στη Γαλλία και την Ευρώπη.

Με βάση τα αποτελέσματα του δεύτερου γύρου των προεδρικών εκλογών, ο Μακρόν έλαβε το 66,1% και η Λεπέν το 33,9%. Η αποχή ξεπέρασε το ένα τέταρτο (25,4%), ενώ τα λευκά έφτασαν στο 11,5%. Ο Μακρόν θα βρίσκεται στην προεδρία για τα επόμενα πέντε χρόνια.

Οι κάλπες επίσης έδειξαν ότι, σε εθνικό επίπεδο, 10,6 εκατομμύρια Γάλλων (το 1/3 των ψηφοφόρων) ήθελαν τη Λεπέν στην προεδρία. Παρότι η Ακροδεξιά προσδοκούσε ένα μεγαλύτερο ποσοστό, κάθε άλλο παρά περιθωριοποιημένη είναι σε εθνικό επίπεδο:

πήρε 4 εκατομμύρια περισσότερες ψήφους σε σχέση με το 2012 και, άρα, η Λεπέν -το αντιδημοκρατικό, ρατσιστικό, αντιευρωπαϊκό κόμμα της- επαίρεται για το ότι θα είναι η βασική αντιπολιτευτική δύναμη απέναντι στον Εμανουέλ Μακρόν την επόμενη πενταετία, δεδομένης της κατάρρευσης των δύο βασικών μεταπολεμικών γαλλικών κομμάτων και του κατακερματισμού της Αριστεράς.

Επιπλέον, σύμφωνα με μετεκλογικές δημοσκοπήσεις, πάνω από το 40% των ψηφοφόρων του Μακρόν δήλωσαν ότι ψήφισαν κατά της εθνικίστριας Λεπέν και όχι υπέρ του Μακρόν. Ετσι, το 66,1% δεν σημαίνει απόλυτη νίκη ούτε γαλλική επιταγή υπέρ του προγράμματός του, εφόσον η εφαρμογή του ή όχι θα καθοριστεί και από το αβέβαιο αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών στις 11 και 18 Ιουνίου.

Επομένως, ο Μακρόν θα πρέπει να κάνει ό,τι απέτυχε να κάνει ο απερχόμενος Ολάντ: πρώτον, να συσπειρώσει γύρω του τους Γάλλους και, δεύτερον, να αλλάξει το τρέχον μοντέλο της Ευρώπης.

Στην Ε.Ε., μετά τη νίκη Μακρόν, την ανησυχία διαδέχθηκε η μακαριότητα. Τα θεσμικά όργανα της Ε.Ε. διαμήνυσαν στη Γαλλία «αποφασιστικότητα και εφαρμογή των αναγκαίων οικονομικών μεταρρυθμίσεων».

Λίγες ώρες μετά την εκλογή Μακρόν, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, επέκρινε τους Γάλλους για δημοσιονομική ανευθυνότητα στο σκέλος των δαπανών: «Πολύ χρήμα σε λάθος πράγματα». Η Γαλλία αναμένεται να έχει δημοσιονομικό έλλειμμα που ξεπερνά το 3% του ΑΕΠ που θέτει η Ε.Ε. για τις χώρες της ευρωζώνης - κανόνας που, στην ουσία, ήταν μια γαλλική επινόηση.

Στην προεκλογική εκστρατεία του, ο Μακρόν υποσχέθηκε εφαρμογή του 3% με περικοπή έως και 120.000 θέσεων εργασίας από τον δημόσιο τομέα, ύψους 60 δισ. ευρώ για την πενταετία, με το επιχείρημα ότι το Βερολίνο θα σεβαστεί το Παρίσι εφόσον η Γαλλία ανακτήσει την πρότερη αξιοπιστία της μέσω των οικονομικών μεταρρυθμίσεων... λιτότητας.

Ομως, ας μην ξεχνάμε ότι σχετικά με την οικονομία, το εμπόριο, τα πιθανά οφέλη που προσδοκά η Γαλλία από μια σκληρή γραμμή στο Brexit, ακόμα και για το ελληνικό χρέος, ο Μακρόν ήδη έχει επικριθεί από τη γερμανική ηγεσία:

«Οι Γάλλοι βάζουν ιδέες, αλλά εμείς βάζουμε το χέρι στην τσέπη». Μόνον ο υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας, Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, είδε τη νίκη Μακρόν ως «πρόκληση για την ηγεσία της Ε.Ε.», υπονοώντας ότι η φιλοευρωπαϊκή στάση και η νίκη του «είναι επίσης μια εντολή για εμάς τους Γερμανούς: θα πρέπει να κάνουμε περισσότερα για την Ευρώπη και όχι να κουνάμε το δάχτυλο».

Ετσι, οι γερμανικές βουλευτικές εκλογές τον Σεπτέμβριο του 2017 θεωρούνται ορόσημο για περαιτέρω εξελίξεις σε όλη την Ευρώπη, δεδομένου του αιτήματος του γαλλικού φιλελεύθερου Κέντρου για αλλαγές στην Ευρώπη. Κατά τον Μακρόν: «Η Ε.Ε. είτε θα αλλάξει είτε θα αντιμετωπίσει ένα πιθανό Frexit».

Ομως, το 2017, στη σκιά του εορτασμού των 70 χρόνων του Σχεδίου Μάρσαλ, οι τρέχουσες αναλύσεις δεν απαντούν σε κανένα από τα ζωτικά προβλήματα της Ενωσης που έχει χτιστεί από κράτη με ορισμένο αριθμό εργαλείων και πολλές αδυναμίες για τη συνολική ευημερία.

Ακόμα και η καταπολέμηση του λαϊκισμού σημαίνει την αναδημιουργία οράματος και νοήματος, δηλαδή μακροπρόθεσμο κοινωνικοοικονομικό και πολιτικό σχέδιο, όπως αυτό του 1947 - που ακόμα απουσιάζει.

Το 82% των Ευρωπαίων θέλει μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα της Ε.Ε. στον αγώνα κατά της τρομοκρατίας, το 78% για την ευημερία, το 75% στον αγώνα για την καταπολέμηση της φορολογικής απάτης, το 74% όσον αφορά τη μετανάστευση, το 71% όσον αφορά την προστασία των εξωτερικών συνόρων και το 66% στον τομέα της ασφάλειας και της άμυνας.

Η Ε.Ε. έχει δείξει μάλλον αδυναμία να συμβάλει στη σταθεροποίηση των οικονομικών κύκλων, των προϋπολογισμών ή ακόμη στη διατήρηση της ασφάλειας και του κράτους δικαίου. Η ανοικοδόμηση ενός ευρωπαϊκού πολιτικού και κοινωνικού μοντέλου ηπειρωτικής κλίμακας εμποδίζεται από εμμονές, υπαγορευμένες εθνικές λύσεις, την αναζωπύρωση των εθνικισμών∙ από την άρνηση των κρατών για αλληλεγγύη∙ την άρνηση καταπολέμησης των ανισοτήτων.

Αυτό είναι που θέλουν οι πολίτες καθώς ψάχνουν να ξαναβρούν τη μοίρα τους στον μεταβαλλόμενο κόσμο; Αυτό θέλουν οι Γάλλοι, οι 'Αγγλοι, οι Ισπανοί, οι Ιταλοί, οι Έλληνες και οι άλλοι; Σε αυτά απαντήσεις δεν υπάρχουν.

Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 12/5/2017.

Ο λαϊκισμός θα ηττηθεί με επαναπροσέγγιση των αδύναμων

Όταν μετά τα γεγονότα του '89-'90 ο Φουκουγιάμα επανερχόταν στο αξίωμα του "τέλους της Ιστορίας", οι δυτικές μυωπικές ελίτ, που επαφίενται στη φιλελεύθερη πίστη και την προκαθορισμένη αρμονία μεταξύ της δημοκρατίας και της οικονομίας της αγοράς, εκφράστηκαν διθυραμβικά. Δημοκρατία και οικονομία της αγοράς διαμορφώνουν τη δυναμική του κοινωνικού εκσυγχρονισμού, αλλά κάνουν αναφορά σε αξιώματα λειτουργικά που τείνουν να βρίσκονται σε διαρκή αντιπαράθεση. Η επίτευξη μιας ισορροπημένης συμμετοχής του λαού στις οικονομίες με υψηλό δείκτη ανάπτυξης έγινε εφικτή μόνο χάρη στην ύπαρξη ενός δημοκρατικού κράτους.

Σήμερα, προκαλούν ανησυχία η παγκόσμια αταξία και αδυναμία των Ηνωμένων Εθνών και της Ευρώπης απέναντι στην αύξηση των διεθνών συρράξεων. Είναι προφανές ότι Τουρκία και Ρωσία δεν συνιστούσαν πρότυπα δημοκρατίας και πριν από τον Ερντογάν και τον Πούτιν. Εάν η πολιτική στάση της Δύσης ήταν πιο οξυδερκής, ίσως να είχε διαμορφωθεί ένα διαφορετικό πλαίσιο σχέσεων που να στήριζε και τον εκεί φιλελεύθερο πληθυσμό.

Είναι προφανές ότι η Δύση, και εξαιτίας των αποκλινόντων συμφερόντων της, δεν ήταν εύκολο να αναμετρηθεί αποτελεσματικά και έγκαιρα με τις γεωπολιτικές φιλοδοξίες της ρωσικής υπερδύναμης ή με τις ευρωπαϊκές αναμονές της ευερέθιστης τουρκικής κυβέρνησης. Με εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά εμφανίζεται η περίπτωση του εγωκεντρικού Τραμπ. Με την άθλια εκλογική του εκστρατεία, ο Τραμπ διαμόρφωσε συνθήκες ακραίας πόλωσης, μιας πόλωσης που οι Ρεπουμπλικανοί σχεδίαζαν από τη δεκαετία του '90 και που τώρα έχει ξεφύγει από τον έλεγχο του κομματικού κατεστημένου, ενός κόμματος που δεν έπαψε να είναι το κόμμα του Αβραάμ Λίνκολν. Αυτή η ενεργοποίηση της απαρέσκειας εξέφρασε και τις κοινωνικές εντάσεις που έχουν εκδηλωθεί σε αυτή την παρακμάζουσα υπερδύναμη. Εκείνο που με ανησυχεί δεν είναι τόσο η υπό διαμόρφωση αυταρχική διεθνής όσο η πολιτική αποσταθεροποίηση όλων των ευρωπαϊκών χωρών.

Η παγκοσμιοποίηση είχε αποτέλεσμα την παρακμή της Ευρώπης σε σχέση με την Κίνα και τις ανερχόμενες χώρες της BRICS. Οι κοινωνίες μας πρέπει να εξοικειωθούν με την πορεία παρακμής και ταυτόχρονα με την εκρηκτική συνθετότητα της καθημερινότητάς μας εξαιτίας της τεχνολογικής ανάπτυξης. Οι εθνικιστικές αντιδράσεις ενισχύονται στα κοινωνικά στρώματα που δεν επωφελούνται από την κοινωνική ευμάρεια ή επωφελούνται ελάχιστα.

Πριν από κάθε αντίδραση τακτικισμού, πρέπει να δώσουμε απάντηση στο ερώτημα: Πώς συνέβη ο λαϊκισμός της Δεξιάς να αποστερεί την Αριστερά από τα θέματα τα οποία την καθόριζαν; Πρέπει να αναρωτηθούμε γιατί τα κόμματα της Αριστεράς δεν θέλουν να ηγηθούν μιας αποφασιστικής πάλης ενάντια στην κοινωνική ανισότητα. Κατά την άποψή μου, η μοναδική εναλλακτική τόσο στο υφιστάμενο καθεστώς του άγριου χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού όσο και της υποτιθέμενης ανάκαμψης του εθνικού κράτους, που στην πραγματικότητα είναι διάτρητη από καιρό, είναι μια υπερεθνική συνεργασία η οποία θα είναι ικανή να δώσει μια διαφορετική πολιτική απάντηση, κοινωνικά αποδεκτή, στην παγκοσμιοποίηση της οικονομίας. Καταρχάς, αυτό ήταν όραμα και στόχος της Ευρωπαϊκής Ένωσης· η ευρωπαϊκή πολιτική ένωση μπορεί ακόμα να είναι η πρόταση.

Το λάθος των παραδοσιακών κομμάτων συνίσταται στην αποδοχή του μετώπου μέσω του οποίου το δεξιό λαϊκίστικο μέτωπο προσδιορίζεται ως μέτωπο κατά του συστήματος. Το έδαφος κάτω από τα πόδια του δεξιού λαϊκισμού μπορεί να χαθεί μόνο μέσα από την απόρριψη της θεματικής του. Θα έπρεπε εκ νέου να καταστούν σαφείς οι πολιτικές αντιθέσεις, καθώς επίσης και η διαφορά ανάμεσα στον αριστερό κοσμοπολιτισμό και στην εθνικιστική δυσοσμία της δεξιάς κριτικής στην παγκοσμιοποίηση.

Εν κατακλείδι, η πολιτική πόλωση μεταξύ των παραδοσιακών κομμάτων θα πρέπει ξανά να εστιάσει στις πραγματικές διαφορές. Τα κόμματα τα οποία εντρυφούν περί τον δεξιό λαϊκισμό, αντί να τον απαξιώνουν, δεν πρέπει να θεωρούν πως η κοινωνία των πολιτών από μόνη της θα απορρίψει τη δεξιά βία και θεματολογία.

Δημοσιεύτηκε στην "Αυγή" στις 3/5/2017.

ΟΚΕ: «Εχουμε ευθύνη όλοι να μάθουμε να ακούμε»

Η συμπλήρωση 60 χρόνων από τη Συνθήκη της Ρώμης αποτελεί και συμβολικά καμπή για την πορεία της Ευρώπης των «27». Η ΟΚΕ θεωρεί εξαιρετικά σημαντική την υπογραφή της διακήρυξης της Ρώμης από τους Ευρωπαίους ηγέτες σε μια περίοδο μεγάλων δυσκολιών και έντονων αμφισβητήσεων της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Μια υπογραφή που επιβεβαίωσε τη βούληση των λαών για βελτίωση της Ε.Ε., η οποία αποτελεί τολμηρό και μακρόπνοο σχέδιο, μοναδικό στην Ιστορία. Η ΟΚΕ χαιρετίζει και τη ρητή δέσμευση ότι σε αυτήν την πορεία θα ακούγονται περισσότερο και αποτελεσματικότερα οι ανησυχίες που εκφράζουν οι πολίτες και τα θεσμικά όργανα. Σκοπεύει δε να συμμετάσχει με την ευρωπαϊκή ΟΚΕ και τις εθνικές ΟΚΕ σε κάθε συζήτηση που αφορά την κοινωνική διάσταση της Ευρώπης, την εμβάθυνση της οικονομικής και νομισματικής ένωσης, το μέλλον της ευρωπαϊκής άμυνας και ασφάλειας. Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια η Ε.Ε., αλλά και τα κράτη-μέλη χωριστά, ειδικά του Νότου, βιώνουν έντονη κρίση η οποία έχει οδηγήσει τα πράγματα σε σημείο στρατηγικής ακινησίας. Κακά τα ψέματα: Υπάρχει αδυσώπητος ανταγωνισμός των εθνικών παραγωγικών συστημάτων και σειρά βαθέων διαρθρωτικών προβλημάτων που ταλανίζουν το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Και δυστυχώς, σ' ένα τέτοιο περιβάλλον ο κοινωνικός διάλογος ακούγεται συχνά σαν είδος ξεπερασμένο, είδος πολυτελείας.

Τώρα είναι, όμως, που ο επαναπροσδιορισμός του ρόλου και της δράσης της οργανωμένης κοινωνίας των πολιτών καθίσταται περισσότερο αναγκαίος από ποτέ, ώστε ν' αντιμετωπισθούν οι νέες προκλήσεις στο κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό γίγνεσθαι, και να οικοδομηθούν πολιτικές με βάση τη βιώσιμη ανάπτυξη και την αμοιβαία αλληλεγγύη παντού στην Ευρώπη. Τώρα είναι που οι ανάγκες, ιδίως των νέων ανθρώπων, για επικοινωνία, συμμετοχή, ελπίδα, εργασία, για δικαιότερη διανομή του οικονομικού αποτελέσματος και έναν καλύτερο κόσμο γίνονται ολοένα και πιο επιτακτικές. Εχουμε ευθύνη όλοι να μάθουμε ν' ακούμε και να συνθέτουμε, και όχι μόνο να μιλάμε.

Σε κάθε περίπτωση, η ΟΚΕ θα είναι εδώ και θα αποτελεί σταθερό σημείο πρωτοβουλιών διαλόγου, σύνθεσης ιδεών και απόψεων για κάθε ζήτημα μείζονος κοινωνικού και οικονομικού ενδιαφέροντος. Θα είναι σύμμαχος σε κάθε προσπάθεια μετάβασης από την Ελλάδα με τις παθογένειες του χθες, σε μια σύγχρονη αναγεννημένη Ελλάδα που θα κρατάει τα παιδιά της. Θα είναι αρωγός σε κάθε προσπάθεια αντιμετώπισης των αλλαγών που προκύπτουν σ' έναν ταχέως μεταβαλλόμενο κόσμο, για μια Ευρώπη ανταγωνιστική, ασφαλή και δίκαιη. Μια Ευρώπη «μεγάλη στα μεγάλα ζητήματα και μικρή στα μικρά». Η Επιτροπή μας εργάζεται μεθοδικά ώστε να πετύχει ευρείες συναινέσεις σε ζητήματα αιχμής και θέματα καίρια για την οικονομία μας, όπως το μέλλον της εργασίας, οι προκλήσεις για τη δημιουργία και τη διατήρηση ποιοτικής απασχόλησης και ένα εθνικό σχέδιο βιώσιμης ανάπτυξης, ενώ καλεί τους κοινωνικούς εταίρους και την κοινωνία των πολιτών να καταθέσουν τις προτάσεις τους με υπευθυνότητα και ειλικρίνεια. Γιατί μόνο μέσα από την καθαρή ματιά, τη διάθεση συνεργασίας και την κοινωνική συναίνεση μπορούμε να μιλάμε για δημοκρατία και να ελπίζουμε σε καλύτερες ημέρες.

Δημοσιεύτηκε στην "Καθημερινή" την 1/5/2017.

Η ελευθερία των ΜΜΕ είναι το βαρόμετρο της δημοκρατίας και της ευημερίας

Με ευκαιρία τον εορτασμό της Παγκόσμιας Ημέρας Ελευθερίας του Τύπου (3 Μαϊου), ο Στέλιος Κούλογλου συμμετείχε ως κεντρικός ομιλητής σε ανοιχτή συζήτηση στην έδρα των Ηνωμένων Εθνών στη Γενεύη, την οποία διοργάνωσαν ο ΟΗΕ και η UNESCO με πρωτοβουλία της Μόνιμης Αντιπροσώπου της Ελλάδας στον ΟΗΕ, κυρίας Κόρκα.

Με τίτλο, «Ο ρόλος των ΜΜΕ στην προώθηση ειρηνικών και δίκαιων κοινωνιών χωρίς αποκλεισμούς», η συζήτηση πραγματοποιήθηκε με τη συμμετοχή διπλωματών, στελεχών διεθνών οργανισμών, δημοσιογράφων και επαγγελματιών των μέσων ενημέρωσης.

Στο πλαίσιο της ομιλίας του, ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ μίλησε για την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης η οποία στις μέρες μας απειλείται εξαιτίας μιας σειράς λόγων, όπως η συγκέντρωση της ιδιοκτησίας των μέσων ενημέρωσης σε όλο και λιγότερα χέρια, η διάβρωση της δημοκρατίας, η νομιμοποιημένη πλέον παρακολούθηση των δημοσιογράφων, ο εκφοβισμός τους και οι φυσικές επιθέσεις εναντίον τους, η στοχοποίηση των πληροφοριοδοτών δημοσίου συμφέροντος και η άνοδος της ρομποτικής δημοσιογραφίας και των ψευδών ειδήσεων.

Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της ομιλίας:

«Η συζήτηση για την ελευθερία του Τύπου θέτει από μόνη της ένα παράδοξο. Ποτέ στην ιστορία της ανθρωπότητας δεν έχει υπάρξει τόση αφθονία πληροφοριών και μέσων μαζικής ενημέρωσης όση σήμερα, αν ληφθούν υπόψη οι ιστοσελίδες ειδήσεων και τα κοινωνικά μέσα ενημέρωσης.

Όχι για όλους και όχι για κάθε χώρα φυσικά. Περίπου το ένα τρίτο του παγκόσμιου πληθυσμού - 2,3 δισεκατομμύρια - δεν έχει πρόσβαση στο Διαδίκτυο. Και δεν μπορούμε να τους ξεχνούμε.

Παρόλα αυτά, η γενική τάση είναι πως σήμερα έχουμε περισσότερες ειδήσεις απ' ό, τι παλιότερα. Και όμως, σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της ΜΚΟ Δημοσιογράφοι χωρίς Σύνορα για το 2016, η ελευθερία των μέσων ενημέρωσης απειλείται πλέον, περισσότερο από ποτέ. «Έχουμε φθάσει στην εποχή της μετα-αλήθειας, της προπαγάνδας και της καταπίεσης των ελευθεριών σε έναν κόσμο στον οποίο οι επιθέσεις στα μέσα ενημέρωσης αποτελούν πια κοινοτοπία», καταλήγει η έκθεση.

Ας ρίξουμε μια ματιά στους πέντε βασικούς λόγους αυτής της καταστροφικής εξέλιξης.

1. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες, παρατηρείται μια αυξανόμενη τάση για συγκέντρωση της ιδιοκτησίας των μέσων ενημέρωσης σε όλο και λιγότερα χέρια

Η εξάρτηση των μέσων ενημέρωσης από πολιτικά και οικονομικά κέντρα ισχύος διαρκώς αυξάνεται. Τα οικονομικά προβλήματα του παραδοσιακού Τύπου, τόσο των έντυπων όσο και των ραδιοτηλεοπτικών μέσων, καθιστούν τους δημοσιογράφους πιο ευάλωτους στη λογοκρισία και στην αυτολογοκρισία.

2. Η διάβρωση της δημοκρατίας μέσω των αντιτρομοκρατικών νόμων που θεσπίστηκαν μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου και η άνοδος των δημαγωγών

Από αυτή την άποψη, η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ αποτελεί σημείο καμπής. Ας παρατηρήσουμε μόνο τη σχέση του με την εφημερίδα που θεωρείται η πιο σημαντική στον κόσμο, τους New York Times. Από τότε που ανακοίνωσε την υποψηφιότητά του, το καλοκαίρι του 2015, ο τότε υποψήφιος και σήμερα πρόεδρος Τραμπ έχει αναρτήσει τουλάχιστον 70 tweets αναφερόμενος στην εφημερίδα, αποκαλώντας την «αηδιαστική» και «ανέντιμη», μια «εφημερίδα που πεθαίνει» και «γράφει μυθεύματα». Η εφημερίδα υπέστη απαγόρευση της πρόσβασης στις ενημερώσεις δημοσιογράφων του Λευκού Οίκου. Αποτελεί, εν ολίγοις, "τον εχθρό του Αμερικανικού Λαού", όπως τη χαρακτήρισε ο Τραμπ. Ποτέ στην ιστορία των ΗΠΑ δεν έχουν σημειωθεί παρόμοιες ρητορικές μίσους. Και η άνοδος των δημαγωγών δεν είναι ίδιο μονάχα της Βόρειας Αμερικής. Τη βλέπουμε επίσης στην Ουγγαρία, στη Ρωσία ή στην Τουρκία, η οποία έχει καταστεί η μεγαλύτερη φυλακή δημοσιογράφων.

3. Η παρακολούθηση των δημοσιογράφων, ακόμη και στις πιο προηγμένες δημοκρατίες και η στοχοποίηση των πληροφοριοδοτών δημοσίου συμφέροντος

Πέρυσι, η γερμανική Μπούντεσταγκ ψήφισε νόμο που επεκτείνει τις εξουσίες μαζικής παρακολούθησης της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Πληροφοριών (BND) χωρίς να κάνει καμία εξαίρεση για τους δημοσιογράφους. Οι λόγοι που αναφέρθηκαν για την εφαρμογή του νέου νόμο ήταν κυρίως η ανάγκη καταπολέμησης της τρομοκρατίας. Η BND μπορεί πλέον να κατασκοπεύει βάσει νόμου όλους τους μη Γερμανούς και τους μη υπηκόους της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των δημοσιογράφων και των δικηγόρων. Όπως αποδεικνύεται, παρά τις επικρίσεις που δέχτηκε, ο νόμος αυτός συνέβαλε στη νομιμοποίηση των υφιστάμενων πρακτικών. Σύμφωνα με έγγραφα που δημοσίευσε το περιοδικό Spiegel, ανάμεσα στους στόχους παρακολούθησης συγκαταλέγονταν το βρετανικό BBC στο Αφγανιστάν και στο Λονδίνο, οι New York Times στο Αφγανιστάν, καθώς και τα κινητά και δορυφορικά τηλέφωνα του πρακτορείου ειδήσεων Reuters σε διάφορες χώρες. Μπορείτε να φανταστείτε τι θα συμβεί με τους Βρετανούς δημοσιογράφους μετά το Brexit.

Στα τέλη του 2016, το Ηνωμένο Βασίλειο ενέκρινε νέο νόμο που επεκτείνει τις αρμοδιότητες επιτήρησης των βρετανικών υπηρεσιών πληροφοριών, ο οποίος θεωρήθηκε "το πιο ακραίο νομοθέτημα που σχετίζεται με τις πρακτικές παρακολούθησης στην ιστορία του Ηνωμένου Βασιλείου". Στις αρχές του 2017, ο προτεινόμενος νέος «νόμος περί κατασκοπείας» προέβλεπε να δοθεί το δικαίωμα στα δικαστήρια, να καταδικάζουν σε φυλάκιση έως και 14 ετών δημοσιογράφους που χρησιμοποιούν πληροφορίες οι οποίες έχουν διαρρεύσει.

Τον Νοέμβριο, στον Καναδά, ανακαλύφθηκε ότι τουλάχιστον έξι δημοσιογράφοι είχαν πέσει θύματα υποκλοπής από την επαρχιακή αστυνομία του Κεμπέκ, η οποία, μόλις λίγες εβδομάδες πριν, είχε κατασχέσει τον υπολογιστή ενός δημοσιογράφου στο πλαίσιο επιδρομής που πραγματοποίησε στην εφημερίδα του. Σκοπός αυτής της πράξης ήταν να εντοπιστούν πηγές, τις οποίες οι δημοσιογράφοι έχουν καθήκον να προστατεύουν.

Σίγουρα, μετά τις αποκαλύψεις του Σνόουντεν σχετικά με το παγκόσμιο σύστημα παρακολούθησης της Εθνικής Υπηρεσίας Ασφαλείας των ΗΠΑ, όλοι γνωρίζουμε ότι αποτελούμε εν δυνάμει στόχους παρακολούθησης. Όμως, ο Σνόουντεν, τα Wikileaks και οι πληροφοριοδότες δημοσίου συμφέροντος καταδιώκονται και απειλούνται. Η τιμωρία των δύο πληροφοριοδοτών του σκανδάλου LuxLeaks, που αποκάλυψαν ότι το Λουξεμβούργο αποτελούσε φορολογικό παράδεισο στην καρδιά της ΕΕ, καθώς και η δίκη του δημοσιογράφου που δημοσίευσε τις διαρροές, ήταν το πράσινο φως για να καταδιώκεται κάθε άτομο το οποίο προσπαθεί να πει την αλήθεια που δε βολεύει τις αρχές.

4. Οι φυσικές επιθέσεις και ο εκφοβισμός των δημοσιογράφων

Το 2016, 74 δημοσιογράφοι σκοτώθηκαν σε συνθήκες που σχετίζονταν με τη δουλειά τους. Κάποιοι σκοτώθηκαν επί τω έργω, ενώ έκαναν ρεπορτάζ. Οι περισσότεροι ήταν, ξεκάθαρα, τα σκοπίμως στοχευμένα θύματα μιας θανατηφόρας βίας.

Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, οι δημοσιογράφοι σε εμπόλεμες ζώνες αποτελούν πλέον στόχο. Το σημείο καμπής υπήρξε ο βομβαρδισμός της Σερβικής Τηλεόρασης το 1999, όταν η διοίκηση του ΝΑΤΟ χαρακτήρισε τις κεντρικές εγκαταστάσεις της, στρατιωτικό στόχο. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, 827 δημοσιογράφοι και εργαζόμενοι στα μέσα ενημέρωσης σκοτώθηκαν.

Σε παγκόσμιο επίπεδο, τα δύο τρίτα των δημοσιογράφων που σκοτώθηκαν το 2016 βρίσκονταν σε εμπόλεμες ζώνες. Αλλά δεν πρόκειται μόνο για τις εμπόλεμες ζώνες -- στις 21 Απριλίου, το Συμβούλιο της Ευρώπης δημοσίευσε τα αποτελέσματα που εξάγονται από την πρώτη μεγάλης κλίμακας έρευνα με αντικείμενο τους δημοσιογράφους σε ολόκληρη την Ευρώπη. Περισσότερα από τα δύο τρίτα των 940 δημοσιογράφων που συμμετείχαν, δήλωσαν ότι αντιμετώπισαν φυσικές επιθέσεις, εκφοβισμό ή παρενόχληση λόγω της εργασίας τους τα τελευταία τρία χρόνια.

Κι αυτό συμβαίνει στην Ευρώπη μας, δεν αναφερόμαστε στον λυπηρό κατάλογο από το Μεξικό ως το Μπαχρέιν.

5. Η άνοδος της ρομποτικής δημοσιογραφίας και των ψευδών ειδήσεων, αλλά και η διαστρέβλωση του προβλήματος

Πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου Reuters έδειξε ότι στη συντριπτική πλειοψηφία των 26 χωρών που αναλύθηκαν, οι περισσότεροι άνθρωποι εμπιστεύονται περισσότερο ως πηγή ειδήσεων τα κοινωνικά μέσα ενημέρωσης απ' ότι τις εφημερίδες. Αλλά οι ειδήσεις στα κοινωνικά μέσα δεν παράγονται από επαγγελματίες. Οι δημοσιογράφοι κάνουν λάθη και μερικές φορές διαδίδουν ψέματα και προπαγάνδα, αλλά υπάρχουν περισσότεροι μηχανισμοί για τον έλεγχό τους από ό, τι για τα «αθώα» κοινωνικά μέσα μαζικής ενημέρωσης.

Η κατανάλωση πληροφοριών στο διαδίκτυο δημιουργεί ένα άλλο πρόβλημα. Τα ρομπότ συχνά υπαγορεύουν ποιες είναι οι κύριες ειδήσεις. Χρησιμοποιούν τον περίφημο αλγόριθμό τους γι' αυτό. Οι άνθρωποι έχουν την τάση να πιστεύουν ότι όσο περισσότεροι άνθρωποι διαβάζουν, κάνουν like ή κοινοποιούν (share) μια είδηση, τόσο πιο αξιόπιστη είναι.

Αλλά μια ανάλυση από την αμερικανική ιστοσελίδα ειδήσεων Buzzfeed, η οποία πραγματοποιήθηκε τον Νοέμβριο του 2016, διαπίστωσε ότι κατά τους τελευταίους μήνες της προεκλογικής περιόδου των προεδρικών στις ΗΠΑ, οι ψευδείς ειδήσεις υπερέβησαν τις πραγματικές στα κοινωνικά μέσα, κατορθώνοντας μάλιστα περισσότερες κοινοποιήσεις (share) και μεγαλύτερη αναγνωσιμότητα απ' ότι το ειδησεογραφικό περιεχόμενο κυρίαρχων μέσων ενημέρωσης. Κατ' αναλογία, μια πρόσφατη έρευνα έδειξε ότι σχεδόν το ένα τέταρτο των Αμερικανών ενηλίκων κοινοποίησαν ψευδείς ειδήσεις, εν γνώσει ή εν αγνοία τους.

Αυτή όμως, είναι η μία πλευρά του νομίσματος. Από την άλλη, μια μελέτη που δημοσιεύτηκε από την επιθεώρηση Columbia Journalism Review το 2017, διαπίστωσε ότι το αναγνωστικό κοινό των ιστοχώρων ψευδών ειδήσεων είναι περίπου 10 φορές μικρότερο από αυτό των ιστοχώρων αληθών ειδήσεων. Ακόμη ένα πρόβλημα που τίθεται για την αντιμετώπιση των ψευδών ειδήσεων είναι ότι ο όρος συχνά χρησιμοποιείται από τους άμεσα εμπλεκόμενους για να καταγγείλουν μη κολακευτικές ή «άβολες» αναφορές στο πρόσωπό τους, όπως για παράδειγμα, ο Αμερικανός Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, που συχνά κατηγορεί έγκριτα ΜΜΕ ως φορείς ψευδών ειδήσεων. Στην Αίγυπτο, για παράδειγμα, ένας δημοσιογράφος του Al Jazeera που συνελήφθη τον Δεκέμβριο του 2016 εξακολουθεί να βρίσκεται στη φυλακή με την κατηγορία ότι μετέδιδε ψευδείς ειδήσεις.

Ελλοχεύει λοιπόν ο κίνδυνος της υπερβολής.

Ποια είναι η απάντηση σε όλα αυτά;

- Προώθηση και προστασία της επαγγελματικής δημοσιογραφίας.

- Χρειαζόμαστε μια διεθνή συμφωνία που θα ορίζει ότι οι δημοσιογράφοι πρέπει να προστατεύονται από όλες τις πλευρές σε έναν πόλεμο.

- Οι δημοκρατίες πρέπει να βρουν τρόπους για να βοηθούν τα μέσα ενημέρωσης που βρίσκονται σε κίνδυνο, είτε γιατί δραστηριοποιούνται σε χώρες με απολυταρχικά καθεστώτα είτε λόγω οικονομικών προβλημάτων. Η ερευνητική δημοσιογραφία διαδραματίζει καίριο ρόλο, αποκαλύπτοντας πολιτικές και οικονομικές παρατυπίες.

- Εκπαίδευση: Τα σχολεία πρέπει να διδάσκουν στους νέους πώς να διακρίνουν τις πραγματικές από τις ψευδείς ειδήσεις. Στη σημερινή εποχή της πληροφορίας, είναι τόσο σημαντικό όσο ήταν στους προηγούμενους αιώνες το να μάθει κανείς το αλφάβητο.

- Δεν πρέπει να ξεχνάμε τα 2,3 δισεκατομμύρια που δεν έχουν πρόσβαση στο διαδίκτυο. Τις γυναίκες και τις μειονότητες που υπο-εκπροσωπούνται στον τομέα των μέσων ενημέρωσης.

- Όταν τα μέσα είναι ελεύθερα και ανεξάρτητα, μπορούν να διασφαλίσουν ότι το κράτος δικαίου εφαρμόζεται και γίνεται απολύτως σεβαστό. Δεν αφορά μόνον την ελευθερία της έκφρασης. Αφορά επίσης την καταπολέμηση της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής και την προώθηση της κοινωνικής δικαιοσύνης.

Η ελευθερία των μέσων ενημέρωσης είναι το βαρόμετρο της δημοκρατίας και της ευημερίας».

Δημοσιεύτηκε στο tvxs στις 3/5/2017.

Το υπόδειγμα καταπίνει την οικονομία

Αμνησία για το παρελθόν, δυστοκία για το παρόν, δυστοπία για το μέλλον. Το υπόδειγμα της «ενάρετης οικονομίας», με τις ενδογενείς αντιφάσεις του και με αντιστροφές της αιτιότητας (τι έφταιξε, τι φταίει, πώς φτάσαμε ώς εδώ;), καταλήγει πάντοτε μοιραία στην αυτοϋπονόμευσή του∙ στον κοινωνικό κατακερματισμό.

Και, φυσικά, δεν είναι η πρώτη φορά που εμφανίζεται παρόμοιος κάματος υποβάθμισης της πραγματικότητας στο όνομα κάποιας άλλης που δεν υπάρχει παρά μόνο στη φαντασία των εμπνευστών της. Αυτά για το ΔΝΤ, για τον Σόιμπλε, αυτά για τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, αυτά για τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τα επιτελεία.

Διαβάζοντας το τελευταίο βιβλίο του Κώστα Βεργόπουλου «Η νέα παγκόσμια αναταραχή» (Gutenberg, 2017), καταλαβαίνει κάποιος πως ό,τι μας συμβαίνει έχει μια ιστορία που -αν ιδωθεί στις πολλές διαστάσεις της (εθνικές, ευρωπαϊκές, παγκόσμιες)- υπάρχει μια πιθανότητα να ερμηνευτεί η εξάντληση της εποχής.

Αλλά κι αν η μετάβαση στη νέα εποχή δεν έχει πάρει συγκεκριμένη μορφή, «αν η σύγχυση των από πάνω τροφοδοτεί τη σύγχυση των από κάτω... γιατί είναι υποχρεωτικό να συνοδεύεται από όλεθρο και εκατόμβες για τους "αμάχους", τους πιο αδύναμους της αλυσίδας;» Κι όμως, γίνεται ακριβώς αυτό: η εποχή γεννάει τέρατα.

Ο Βεργόπουλος μιλά για τις εμμονές της Ευρώπης, για την κρατούσα γερμανική αντίληψη που αποδίδει τις απειλές και τους κινδύνους όχι στις «μεταρρυθμίσεις» που περιθωριοποιούν εκατομμύρια πληθυσμών, αλλά αντιθέτως στην καθυστέρηση της εφαρμογής τους.

Μιλά για τον αντι-ελιτισμό και τον λαϊκισμό, για την Αργεντινή, τη Βραζιλία, για τα κινήματα της Αριστεράς, αλλά και για τη χρηματιστικοποίηση των τροφίμων και την πλανητική κρίση διατροφής.

Ομως, εδώ, η ελληνική κρίση γίνεται ένα αναλυτικό παράδειγμα που δείχνει πώς συνδέονται οι οικονομικές, οι ιδεολογικές και οι πολιτισμικές αλλαγές με τα πολιτικά γεγονότα και πώς ένα κατ' εξοχήν εθνικό ζήτημα εμπλέκεται με τις ετερογονίες των διεθνών εξελίξεων.

Και τα ενδιαφέροντα: Κατά την επίμαχη τελευταία επταετία, σύμφωνα με τα στοιχεία του Βεργόπουλου, η Ελλάδα κατέγραψε σωρευτική απώλεια εθνικού εισοδήματος 31%, ενώ αντιθέτως η Ιρλανδία αύξησε το εθνικό της εισόδημα κατά 31%, η Ισπανία κατά 3,8%, η Πορτογαλία κατά 3,4% και η Κύπρος έχει ήδη σταθεροποιήσει το δικό της.

Κι ακόμη, κατά την τελευταία τριετία, 2014-2016, ενώ η Ελλάδα καταγράφει συρρίκνωση του εθνικού της εισοδήματος κατά 2,4%, η Ισπανία σημειώνει συνολική αύξηση κατά 8,3%, η Πορτογαλία κατά 10,6%, η Ιρλανδία κατά 25,6%, η Κύπρος έχει ήδη εισέλθει σε θετικούς ρυθμούς, ενώ η Ιταλία κινείται στο όριο της στασιμότητας.

Γιατί άραγε η χώρα μας παραμένει σε κατάσταση σοκ, ενώ οι άλλες ομόλογες χώρες φαίνεται να το έχουν ξεπεράσει; Γιατί στην Ελλάδα, κατά την επίμαχη επταετία, οι μισθοί και συντάξεις περικόπηκαν κατά 50%, ενώ αυτό δεν συνέβη σε καμιά από τις ομοιοπαθείς χώρες;

Οι βίαιες περικοπές εισοδημάτων και η υπερφορολόγηση στάθηκαν οι κύριες αιτίες για την κατάρρευση όχι μόνον της εσωτερικής αγοράς, αλλά και των τραπεζικών καταθέσεων, εφόσον οι φορολογούμενοι αναπληρώνουν τις απώλειες εισοδήματος αντλώντας αποταμιεύσεις.

Για τη σύγχρονη ελληνική τραγωδία η ευθύνη προσάπτεται στους αρχιτέκτονες της ελληνικής συνταγής και, όχι λιγότερο, στις ελληνικές κυβερνήσεις της επταετίας, που όχι μόνο δεν ανέδειξαν επαρκώς τις καταστροφικές συνέπειές της, αλλά και σπεύδουν μέχρι σήμερα να διαβεβαιώνουν ότι με την υποδειγματική και σχολαστική τήρησή της, με ακόμη περισσότερο πλεόνασμα, ανοίγει ο δρόμος προς τις αγορές, τις επενδύσεις, την ανάπτυξη. Μακάρι.

Ομως, στις μέρες μας θυσιάζεται το μείζον. Κάποτε η ατομική αποτυχία θεωρούνταν απώλεια για το σύνολο. Σήμερα θεωρείται κέρδος, αφού έτσι υποτίθεται ότι το σύνολο απαλλάσσεται από τα παράσιτά του για να βαδίσει, οψέποτε, προς υψηλότερες επιδόσεις. Το παράδοξο είναι ότι οι «χαμένοι» και «ξοφλημένοι» επανέρχονται σήμερα στο προσκήνιο διεκδικώντας με οργή το δικαίωμα στην ύπαρξη.

Οι πρώτες δεκαετίες του 21ου θυμίζουν τις τελευταίες του 19ου αιώνα, όπως αποτυπώθηκαν στους νεκροζώντανους «Βρυκόλακες» και στον «Εχθρό του Λαού» από τον Ιψεν, στους «Δανειστές» και στη «Σονάτα των φαντασμάτων» από τον Στρίντμπεργκ, στο «Χρήμα» από τον Εμίλ Ζολά ή στο «Μπελ-Αμί» (Φιλαράκος) του Γκι ντε Μοπασάν. Τότε, η υπερχρέωση και η αρπακτικότητα των πιστωτών προοικονομούσαν την ποιότητα των κοινωνιών και ό,τι ακολούθησε το 1914-1918 και μετά.

Τελικά, υπάρχει «ενάρετη οικονομία» χωρίς κυβερνητικές αρετές και δίχως δίκαιη κατανομή εισοδημάτων; Αυτά ρωτάει, αυτά υπερασπίζεται ο Κώστας Βεργόπουλος για το σήμερα και το αύριο.

Και επειδή ο λόγος για τον Βεργόπουλο, εκτός από τις όποιες επισημάνσεις σχετικά με το θέμα του, οφείλω και μία τελευταία: δεν είναι το θέμα που δίνει αξία στη σκέψη και στο επιχείρημα, αλλά η ειλικρίνεια, η καθαρότητα και η αλήθεια που κομίζει στα δημόσια.

«Σε όλες τις ιστορικές περιπτώσεις, η εμμονή στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα έναντι οποιουδήποτε τιμήματος κατέληξε στην αποσάθρωση των ελάχιστων αναγκαίων προϋποθέσεων για την εσωτερική οικονομική και κοινωνική σταθερότητα».

Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 27/4/2017.