Ο ΟΗΕ ενδιαφέρεται κατά βάση για τα likes και τα shares των social media, αλλά δεν προσβλέπει σε μια πιο ουσιαστική ανάμειξη των πολιτών με τα ζητήματα αλληλεγγύης που θέτει, ούτε ενδιαφέρεται για τη διατύπωση μιας πρότασης για πιο ριζική κοινωνική αλλαγή.
Θυμάστε τον τραγουδιστή του πανκ-ροκ Μπομπ Γκέλντοφ, εμπνευστή του Live Aid το 1985; Ηταν η μαραθώνια συναυλία για την ανακούφιση του λιμού στην Αιθιοπία, που γύρισε την πλάτη στις κούφιες υποσχέσεις των πολιτικών και συγκέντρωσε 30 εκατ. δολάρια σε δωρεές και 120 εκατ. στερλίνες από πωλήσεις αναμνηστικών.
Ποια είναι η διαφορά εκείνης της ανθρωπιστικής πρωτοβουλίας από αυτήν της Αντζελίνα Τζολί για τους πρόσφυγες ή του Χαβιέ Μπαρδέμ που συμμετείχε στην καμπάνια «Ούρλιαξε Τώρα» των Γιατρών Χωρίς Σύνορα;
Η Λίλυ Χουλιαράκη, στο συναρπαστικό δοκίμιό της «Ο ειρωνικός θεατής. Η αλληλεγγύη χτες και σήμερα» (μτφρ. Γιώργος Καράμπελας, εκδ. Νήσος), παρακολουθεί τη σχέση ανάμεσα στο «Πώς νιώθω» και στο «Τι μπορώ να κάνω» για να εκφράσω την αλληλεγγύη μου στους ευάλωτους «άλλους».
Διερευνά πώς έχουν αλλάξει κατά τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες οι επικοινωνιακές πρακτικές του ανθρωπισμού (ειδικότερα οι εκκλήσεις, οι διασημότητες, οι συναυλίες, οι ειδήσεις) και επισημαίνει ότι έχει αναδυθεί μια ατομικιστική ηθική ως κίνητρο του πράττειν.
Σήμερα που η άνιση διανομή των πόρων και οι σχέσεις εξουσίας Δύσης-Νότου αναπαράγουν την ευημερία της πρώτης και διαιωνίζουν τη φτώχεια του δεύτερου, η Δύση, σημειώνει η συγγραφέας, μετατρέπεται σε ειρωνικό θεατή της οδύνης όσων υποφέρουν. Ο αναπτυγμένος κόσμος μας, με άλλα λόγια, μετατρέπεται σε έναν δημόσιο δρώντα που στέκει με σκεπτικισμό (και όχι πια με οίκτο) απέναντι σε κάθε έκκληση για αλληλέγγυα δράση, ενώ την ίδια στιγμή παραμένει ανοιχτός σε έναν λαϊφστάιλ αλτρουισμό.
Καθηγήτρια ΜΜΕ και Επικοινωνίας στο London School of Economics (LSE), με πολλές έρευνες πεδίου στο ενεργητικό της, η Χουλιαράκη ασκεί δριμύτατη κριτική στις δημόσιες εκφάνσεις της «ειρωνικής αλληλεγγύης» που δεν αποβλέπει σε καμία παρέμβαση στις πολιτικές συνθήκες της ανθρώπινης τρωτότητας. Παράλληλα, όμως, εκθέτει και την αμφισημία που χαρακτηρίζει τη νεοφιλελεύθερη ηγεμονία στην ηθική του ανθρωπισμού. Ζούμε, εξηγεί, στην εποχή μιας νέας φιλανθρωπίας, η όποια έχει επαναπροσδιορίσει τη σχέση ανάμεσα στην αλληλεγγύη και την αγορά.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο «Ειρωνικός θεατής» («The ironic spectator» - η μελέτη γράφηκε στα αγγλικά) έχει βραβευθεί το 2015 από τη Διεθνή Ενωση Επικοινωνίας ICA. Αυτό το καίριο βιβλίο προχωρά ένα βήμα πέρα από την εμβριθή ανάλυση. Υπερασπίζεται σθεναρά μια επιστροφή στο θέατρο ως καταλληλότερη επικοινωνιακή δομή του ανθρωπισμού και θέτει ευθέως ένα κρίσιμο ερώτημα: Μήπως τελικά, αντί να συνεχίσουμε να αποφεύγουμε τη σχέση του ανθρωπισμού με την πολιτική, είναι καλύτερο να αναγνωρίσουμε αυτή τη σχέση πλήρως;
Μήπως, λέει η Χουλιαράκη, «αντί να καταφεύγουμε στην αγορά και τις λογικές της, ήρθε η ώρα να συζητήσουμε ανοιχτά τα πολιτικά προβλήματα της αλληλεγγύης –δηλαδή τα δύσκολα προβλήματα της αιτιότητας (τι ή ποιος φταίει;), της δικαιοσύνης (ποιο είναι το δίκαιο;) και της ετερότητας (ποιοι είναι οι "άλλοι";)– ως κοινωνία των πολιτών και όχι ως καταναλωτές ή χρήστες του twitter;».
Σε οικονομικό επίπεδο, οι οργανώσεις αρωγής κυρίως, αλλά και δικαιωμάτων, αποφεύγουν την πολιτική και καταφεύγουν σε εταιρικές μορφές διαχείρισης του ανθρώπινου πόνου και σε σύγχρονες στρατηγικές επικοινωνίας-μάρκετινγκ του ανθρωπιστικού τους έργου (δεν είναι τυχαία η συνεργασία της Διεθνούς Αμνηστίας με τα μεγάλα διαφημιστικά γραφεία υπεύθυνα για «responsible advertising»). Πουλάνε δηλαδή το brand τους ως ένα προϊόν που δεν έχει σχέση με την πολιτική, αλλά που μπορεί να παρέμβει επιχειρησιακά ώστε να επιτύχει «αποτελέσματα»
Ο Μπομπ Ντίλαν όταν τραγουδά το «Hurricane» το 1975 ενάντια στον ρατσισμό της αμερικανικής Δικαιοσύνης δεν είναι «ειρωνικός θεατής», ούτε ο Πίτερ Γκάμπριελ όταν τραγουδά το 1980 το «Biko», ενάντια στο απαρτχάιντ. Τι τους διαφοροποιεί από την Αντζελίνα Τζολί;
Σωστά. Ούτε ο Μπομπ Ντίλαν ούτε ο Πίτερ Γκάμπριελ ήταν τότε «ειρωνικοί θεατές». Δεν είναι ίδιες όλες οι μορφές αλληλεγγύης των διασημοτήτων, και είναι σημαντικό να τις διαφοροποιήσουμε με βάση δύο χαρακτηριστικά: Το πρώτο είναι το ευρύτερο μήνυμα στο οποίο είναι ενταγμένη η αλληλεγγύη των διασημοτήτων και το δεύτερο είναι η σχέση των διασημοτήτων με την κοινωνία των πολιτών. Ο Ντίλαν και ο Γκάμπριελ, λ.χ., υπήρξαν, κατά κάποιο τρόπο, ακτιβιστές της εποχής τους. Είχαν, δηλαδή, ένα πολιτικό αφήγημα κοινωνικής κριτικής και μιλούσαν ως καλλιτέχνες σ' ένα επίπεδο κινηματικό.
Η Αντζελίνα Τζολί είναι μέρος μιας μεγάλης καμπάνιας «mutual branding» για τον ΟΗΕ. Προσδίδει, δηλαδή, στον Οργανισμό το «συμβολικό» κεφάλαιο του παγκοσμίως γνωστού ονόματός της και κερδίζει η ίδια «ηθικό» κεφάλαιο από τον ΟΗΕ, φτιάχνοντας ένα ισχυρό ανθρωπιστικό προφίλ.
Το μήνυμά της όμως δεν απευθύνεται σε εμάς ως πολίτες του κόσμου αλλά ως καταναλωτές της εμπορικής κουλτούρας των διασημοτήτων. Ο ΟΗΕ ενδιαφέρεται κατά βάση για τα likes και τα shares των social media, αλλά δεν προσβλέπει σε μια πιο ουσιαστική ανάμειξη των πολιτών με τα ζητήματα αλληλεγγύης που θέτει, ούτε ενδιαφέρεται για τη διατύπωση μιας πρότασης για πιο ριζική κοινωνική αλλαγή. Πώς θα μπορούσε άλλωστε, όταν και ο ίδιος ο Οργανισμός και οι διασημότητες που τον στηρίζουν είναι μέρος του υπάρχοντος συστήματος διακυβέρνησης...
Ηταν δηλαδή... λιγότερο αλληλέγγυα η Αντζελίνα Τζολί προς το δράμα των προσφύγων, όταν προσγειώθηκε στη Μυτιλήνη;
Η προσφορά της Τζολί είναι σημαντική. Η ίδια (όπως και άλλοι) έχει κάνει τη διαφορά και έχει βελτιώσει τη ζωή πληθυσμών με μεγάλες και επείγουσες ανάγκες. Ομως υπάρχει άλλη μία διάσταση σε αυτή την υπόθεση: η νέα αλληλεγγύη της Τζολί, του Κλούνεϊ και άλλων σύγχρονων διασημοτήτων αποτελεί μέρος μιας νέας, πραγματιστικής «κουλτούρας της αλληλεγγύης», η οποία έχει συμβιβαστεί με την εργαλειακή διαχείριση της παγκόσμιας φτώχειας και προκρίνει τον ακτιβισμό του twitter, χωρίς όραμα δίκαιης ανακατανομής του παγκόσμιου πλούτου και κοινωνικής αλλαγής.
Αυτή είναι η αλληλεγγύη που στον «Ειρωνικό θεατή» αποκαλώ «αλληλεγγύη του μετα-ανθρωπισμού».
Η Δύση αμφιταλαντεύεται λοιπόν απέναντι στους ευάλωτους άλλους (είτε είναι εντός είτε εκτός δυτικού κόσμου). Παρ' όλα αυτά, πλήθος διεθνείς οργανισμοί, σταρ, καλλιτεχνικά γεγονότα, δημοσιογραφικές παρεμβάσεις πριμοδοτούν ανθρωπιστικές πρακτικές στο όνομά τους. Ολα αυτά δεν ανοίγουν άραγε τον δρόμο για πολιτικές και θεσμικές αλλαγές;
Το ερώτημα αυτό δεν επιδέχεται μια απλή απάντηση του «ναι» ή «όχι». Το ανθρωπιστικό κίνημα, δηλαδή οι οργανώσεις αρωγής και ανάπτυξης (aid and development) και προοδευτικά οι οργανώσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων (human rights), σίγουρα αποτελεί αυτή τη στιγμή τον κύριο υπερ-εθνικό μηχανισμό διαφύλαξης των βασικών αναγκών και δικαιωμάτων των ευάλωτων πληθυσμών ανά τον κόσμο.
Το υπερ-πολιτικό θεσμικό αυτό πλαίσιο έχει εν πολλοίς «εξανθρωπίσει» ένα σύστημα παγκόσμιας διακυβέρνησης που στηριζόταν αποκλειστικά στην ωμή εξουσία των ισχυρών. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι θεσμοί αυτοί του ανθρωπισμού βρίσκονται έξω από το πλέγμα εξουσίας που κατά κάποιο τρόπο εξανθρωπίζουν. Τουναντίον, βρίσκονται στο κέντρο του συστήματος αυτού, ενισχύοντας τη σχέση τους μαζί του σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο.
Σε πολιτικό επίπεδο, οι παρεμβάσεις των οργανώσεων αυτών, από την αλληλεγγύη σε σεισμόπληκτους ώς τα δικαιώματα των προσφυγικών πληθυσμών, είναι ζωτικές και απαραίτητες. Ταυτόχρονα, όμως, βλέπουμε και φαινόμενα γραφειοκρατικοποίησης, αδυναμίας παρέμβασης, έλλειψης πολιτικής βούλησης ή και ακόμη συνεργασίας με διεφθαρμένα καθεστώτα που σήμερα έχουν εν πολλοίς υπονομεύσει τον χαρακτήρα αυτών των οργανώσεων ως «υπερ-πολιτικών» δομών που δρουν για το καλό της ανθρωπότητας.
Αυτές οι πρακτικές έχουν αναδείξει την αναπόφευκτη (και συχνά ύποπτη) σχέση του ανθρωπισμού, ως θεσμού και ιδεολογίας, με την πολιτική και αυτό ακριβώς αντιμετωπίζουν ως πρόβλημα οι οργανώσεις αυτές σήμερα.
Σε οικονομικό επίπεδο, λοιπόν, οι οργανώσεις αρωγής κυρίως, αλλά και δικαιωμάτων, αποφεύγουν την πολιτική και καταφεύγουν σε εταιρικές μορφές διαχείρισης του ανθρώπινου πόνου και σε σύγχρονες στρατηγικές επικοινωνίας-μάρκετινγκ του ανθρωπιστικού τους έργου (δεν είναι τυχαία η συνεργασία της Διεθνούς Αμνηστίας με τα μεγάλα διαφημιστικά γραφεία υπεύθυνα για «responsible advertising»).
Πουλάνε δηλαδή το brand τους ως ένα προϊόν που δεν έχει σχέση με την πολιτική, αλλά που μπορεί να παρέμβει επιχειρησιακά ώστε να επιτύχει «αποτελέσματα». Αυτός ο απο-πολιτικοποιημένος πραγματισμός της αλληλεγγύης είναι το αντικείμενο κριτικής του «Ειρωνικού θεατή».
Στην Ελλάδα της κρίσης (...και της παράδοσης των θεσμικά ευνοημένων ευεργετών) πολλοί εξακολουθούν να περιμένουν τη λύση από τον φιλάνθρωπο καπιταλισμό. Πού χωλαίνει αυτή η υπόθεση;
Το κρίσιμο ερώτημα που πρέπει να θέσουμε είναι: Ποια είναι τα όρια και το κόστος αυτής της μορφής φιλανθρωπίας που οι Bishop and Green (2010) αποκαλούν «φιλάνθρωπο καπιταλισμό»; Το βασικό κόστος είναι ακριβώς αυτό που χαρακτηρίζεται όφελος της φιλανθρωπίας: ότι δηλαδή οι παρεμβάσεις που κάνει είναι διορθωτικές αλλά όχι θεσμικές.
Αρκείται δηλαδή η φιλανθρωπία στην ευεργεσία, που συνήθως πρόκειται για ένα συγκείμενο έργο σε πεπερασμένο χρονικό διάστημα, και παραβλέπει τα μεγάλα δομικά ζητήματά του γιατί δεν υπάρχουν (και πώς θα μπορέσουν να διαμορφωθούν) οι προϋποθέσεις για μια πιο ισότιμη κατανομή και διαχείριση του πλούτου και για μια πραγματική αναγκο-κεντρική ρύθμιση του πλούτου για όλους τους πολίτες (όπως παρατηρεί ο Πικετί το 2014 στη μελέτη του για τις δυναμικές συσσώρευσης του παγκόσμιου πλούτου).
Και πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς άλλωστε, αφού ο εταιρικός και προσωπικός πλούτος της φιλανθρωπίας συσσωρεύεται υπό συνθήκες που κάνουν την ατομική ευημερία των πολλών δύσκολη έως αδύνατη υπόθεση.
Η φιλανθρωπία, από αυτή την άποψη, μπορεί να θεωρηθεί η καλοκάγαθη όψη του μετα-ανθρωπιστικού καπιταλισμού, ο όποιος κερδίζει έπαινο και προβολή στη δημόσια σφαίρα επειδή στρατεύεται στην υπόθεση της ανθρώπινης τρωτότητας και των αναγκών της, αλλά δεν ενδιαφέρεται να αλλάξει τις συνθήκες παραγωγής ανισοτήτων και τρωτότητας στην κοινωνία. Θέλει μόνο να την ανακουφίσει περιστασιακά.
Ποιες ζωές μετράνε περισσότερο στις οθόνες μας;
Η επικοινωνία της τρωτότητας είναι ένα πρόβλημα που παραμένει ανοικτό. Η Λίλυ Χουλιαράκη ήδη από το 2013 κατέδειξε στο «Θέαμα της οδύνης» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης) ότι το πρόβλημα του ευρωκεντρισμού είναι βασικό σε όλες τις εθνικές τηλεοράσεις. Πρόσφατα διηύθυνε μαζί με τη Μύριαμ Γεωργίου μια μελέτη του LSE για τον τρόπο με τον οποίο ο ευρωπαϊκός Τύπος σε οκτώ χώρες της Ε.Ε. κάλυψε την προσφυγική κρίση του 2015 (http://www.lse.ac.uk/media-and-communications/research/research-projects...). Και το νέο της βιβλίο επικεντρώνεται στις ψηφιακές μορφές μαρτυρίας από τις πολεμικές ζώνες της Μέσης Ανατολής. Σχολιάζει λοιπόν:
«Η θεσμική δημοσιογραφία διέπεται από δύο αντιφατικές "οικονομίες". Την οικονομία της "ενημέρωσης" και την οικονομία της "προστασίας" (της αισθητικής και της αξιοπρέπειας) των θεατών. Οταν πρόκειται για "δικούς μας", δηλαδή Ευρωπαίους ή γενικότερα Δυτικούς, τότε έχουμε πλήρη κάλυψη, ή ακόμη και συνεχή ροή, αποφεύγουμε να δείχνουμε σκληρές εικόνες και φροντίζουμε να μνημονεύσουμε ή ακόμη και να τιμήσουμε τα θύματα.
»Οταν όμως πρόκειται για κρίσεις εκτός της Δύσης, τότε μετά βίας έχουμε είδηση, σχεδόν ποτέ δεν έχουμε συνεχή ροή, έχουμε ελάχιστη και αποσπασματική πληροφόρηση και ποτέ δεν έχουμε "προσωποποίηση" των νεκρών, δηλαδή ποτέ δεν μαθαίνουμε κάτι γι' αυτούς. Αντιθέτως, η είδηση συχνά επικεντρώνεται σε μια "πορνογραφία" του ανθρώπινου πόνου, όπου σκληρές εικόνες γίνονται μέρος του συγκινησιακού φορτίου των ειδήσεων με σκοπό την τηλεθέαση αλλά όχι τη βαθύτερη κατανόηση ή τη συναίσθηση της οδύνης αυτών των ανθρώπων.
»Ετσι η διακίνηση της είδησης υπόκειται σε διαστρωματώσεις "προστασίας" του θεατή που διαμορφώνουν μια ιεραρχία της ανθρώπινης τρωτότητας και εν τέλει "κλειδώνουν" έξω από τον δικό μας κόσμο όλους όσοι δεν ανήκουν γεωγραφικά και πολιτισμικά στην Ευρώπη, στη Δύση. Αυτό το συμβολικό σύνορο είναι αποτέλεσμα του τρόπου με τον όποιο οι δύο ειδησεογραφικές οικονομίες οργανώνουν την αφήγηση της είδησης με βάση εγωκεντρικές, και συχνά ξενοφοβικές, πολιτικές και πολιτισμικές προτεραιότητες που αναπαράγουν στερεότυπα για "εμάς" και τους "άλλους".
»Τα social media απ' την πλευρά τους έχουν βοηθήσει πολύ στην πιο ελεύθερη διακίνηση των ειδήσεων από χώρες εκτός Δύσης. Από την "αραβική άνοιξη" ώς τον πόλεμο της Σύριας, οι ειδήσεις κινημάτων διαμαρτυρίας, κρίσεων και πολεμικών συγκρούσεων γίνονται πιο πολυφωνικές και πολύπλοκες.
»Παρ' όλα αυτά, οι αφηγηματικές οικονομίες (π.χ. τα μεγάλα ειδησεογραφικά δίκτυα) που επιλέγουν ποιες ζωές μετράνε περισσότερο στις οθόνες μας, αξιοποιούν τις νέες πηγές πληροφορίας και εικόνας προς το συμφέρον τους, ενώ παράλληλα τις καθυποτάσσουν στις δικές τους προτεραιότητες. Ετσι οι ειδήσεις συνεχίζουν να διαχωρίζουν τον κόσμο βάσει των γνωστών κατηγοριών ανάμεσα σε "εμάς" και στους "άλλους"».
*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 28/12/2017.
Στην εκπληκτική μυθιστορία «Μέλμοθ ο Περιπλανώμενος» του Ιρλανδού ρομαντικού Τσαρλς Μάτσουριν (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg), στη σελίδα 80 υπάρχει ένα σπαρταριστό σχέδιο σωτηρίας των χριστιανών μέσω του εκχριστιανισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας διά της μεθόδου της πυραμίδας. Η έκθεση υποτίθεται ότι ανασύρθηκε από μια μουχλιασμένη λονδρέζικη βιβλιοθήκη με τίτλο «Μια σεμνή πρόταση για τη διάδοση του χριστιανισμού σε ξένες χώρες, με σκοπό να εξαπλωθεί σε όλο τον κόσμο».
Αυτή η σεμνή πρόταση είχε ως κύρια ιδέα τον προσηλυτισμό των Τούρκων πρέσβεων (που βρίσκονταν στο Λονδίνο) με την επιλογή να τους στραγγαλίσουν επιτόπου ή να γίνουν χριστιανοί. Φυσικά ο συγγραφέας της έκθεσης έκρινε ότι θα επέλεγαν τον εύκολο δρόμο και έτσι φρόντισε να προσθέσει ακόμα έναν σκληρό όρο.
Οι πρέσβεις έπρεπε να πάρουν όρκο μπροστά σε δικαστή ότι θα προσηλύτιζαν είκοσι μουσουλμάνους την ημέρα όταν θα επέστρεφαν στην Τουρκία. Στην υπόλοιπη φυλλάδα ο συγγραφέας επιχειρηματολογούσε λέγοντας ότι αυτοί οι είκοσι θα προσηλύτιζαν άλλους είκοσι ο καθένας και ότι οι τετρακόσιοι νεοφώτιστοι θα προσηλύτιζαν τον αντίστοιχο αριθμό μέχρι που όλη η Τουρκία θα προσηλυτιζόταν προτού το πάρει είδηση ο σουλτάνος κ.λπ., κ.λπ. Υποτίθεται ότι το σχέδιο ήταν η σωτηρία του κόσμου από τον «δικό μας θεό».
Οσο παράλογο κι αν φαίνεται, το κεντρικό ερώτημα ήταν αν θα μπορεί να υπάρξει εξιλέωση για τις καταδικασμένες ψυχές. Αλλά πάντα οι καταδικασμένες ψυχές ήταν εκείνες που ήταν κοινωνικά, πολιτικά και πάντα διά της ισχύος καταδικασμένες – και όχι από κάποιον θεό.
Οπως και οι ιδέες ποιητικών κύκλων γύρω από τον Ερασμο που, μπροστά στην ορμή της στρατιάς του Σουλεϊμάν, είχαν προτείνει στον Κάρολο Κουίντο σχέδιο μετακίνησης όλων των χριστιανών από την Ευρώπη στον Νέο Κόσμο, γιατί πίστευαν ότι εκεί θα έβρισκαν μικρή αντίσταση από τους γηγενείς Ινδιάνους. Αλλωστε, οι Ισπανοί είχαν προσφέρει τη σωτηρία σε πολλές ψυχές «παγανιστών», αφανίζοντας ή καίγοντας το σώμα τους.
Τη μεγαλύτερη σωτηρία την προσέφερε ο ναύαρχος Κολόμβος, που ονόμασε το πρώτο νησί της κατάκτησής του San Salvador – που σημαίνει «ο Σωτήρας μας». Ολοι οι Ινδιάνοι έμαθαν ποιος ήταν «ο Σωτήρας μας». Οσοι σε μερικά χρόνια δεν το είχαν μάθει ήταν ήδη νεκροί ή θα πέθαιναν σύντομα.
Τι δείχνουν οι παραπάνω από τις χιλιάδες παράλογες ιστορίες; Κάτι πολύ γνωστό. Οτι υπήρχε πάντα αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής. Μιας πραγματωμένης επί γης, και όχι ουράνιας μετά θάνατον, κατάστασης που θα μοιάζει με αυτό που θα λέγαμε παράδεισο.
Αυτόν τον παράδεισο, που δεν τον βρήκαν οι σταυροφόροι, μην περιμένετε να τον κατανοήσουν τα ιερατεία των Εκκλησιών και, βέβαια, ο Τραμπ και οι δισεκατομμυριούχοι του Τραμπ. Αυτοί μαζί με το 1% ζουν στον παράδεισο∙ όπως και ο διάδοχος της Σαουδικής Αραβίας, Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, που αγόρασε έναντι 450 εκατομμυρίων δολαρίων το έργο του Λεονάρντο ντα Βίντσι «Salvator Mundi» (Σωτήρας του Κόσμου), το οποίο απεικονίζει τον Χριστό, για να στολίσει το Μουσείο του Λούβρου στο Αμπου Ντάμπι.
Η πόλη –και δεν αναφέρομαι στο Αμπου Ντάμπι, τη Βιέννη, την Κωνσταντινούπολη, τη Ρώμη ή την Ιερουσαλήμ– από την αρχαιότητα αποτελούσε αγαπημένο προορισμό όσων αναζητούσαν μια καλύτερη ζωή, στοιχειώνοντας τα όνειρα και τους εφιάλτες, τις ελπίδες και τους φόβους, τις ουτοπίες και τις δυστοπίες τους.
Οι αρχαίες πόλεις, μάλιστα, ξεκίνησαν ως θρησκευτικά κέντρα, όπου ιερείς και αξιωματούχοι αποσπούσαν τα πλεονάσματα της αγροτικής παραγωγής. Οι ταπεινοί βωμοί αντικαταστάθηκαν σταδιακά από κτίρια μνημειακής αρχιτεκτονικής: ναούς, πυραμίδες, ανάκτορα και δικαστήρια.
Ειδικά στην Ιερουσαλήμ, είναι εμφανής η «ιερή προέλευση». Ο Αγγλος ζωγράφος Εντουαρντ Λιρ έκανε μια υπέροχη ειδυλλιακή απεικόνιση της μεγαλόπρεπης Ιερουσαλήμ τον 19ο αιώνα. Ηταν μια εικόνα γνωστή τότε, όπως τώρα, σε πολλούς εβραίους, χριστιανούς και μουσουλμάνους: η Ιερουσαλήμ, η ουράνια πόλη, η πόλη της ειρήνης, η Αγία Πόλη. Αλλά, ακόμη και ο Λιρ ήξερε μαζί με τους άλλους προσκυνητές πως πρόκειται για μια εξιδανικευμένη Αγία Πόλη.
Η παραμονή στην Ιερουσαλήμ σήμερα είναι ακόμα μια αμφίθυμη εμπειρία. Οι τρεις μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες τη θεωρούν ιερή. Ομως, καμία πόλη δεν έχει παρόμοια ιστορία σφαγής, καταστροφής, πολέμου και... πολιτισμικό «φαντασιακό». Τι έμαθε ο Μπους όταν ρωτούσε «γιατί μας μισούν» μετά την 11η Σεπτεβρίου 2001; Τίποτε.
Γιατί και τότε τα «ιερά», οι Δίδυμοι Πύργοι στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου, είχαν στοχοποιηθεί ένεκα του συμβολικού τους νοήματος – δηλαδή, του πλούτου και της ισχύος της Αμερικής και του δυτικού καπιταλισμού. Τώρα, στην Ιερουσαλήμ όπου όλα διεγείρουν τις φαντασίες ως σύμβολα διχόνοιας; Σε τέτοιες περιπτώσεις, το συμβολικό, το σωτηριολογικό, μετατρέπεται σε εφιάλτη.
«Ου γαρ αργύρω και χρυσώ μακάριον το θείον ουδέ βρονταίς και κεραυνοίς ισχυρόν, αλλ' επιστήμη και φρονήσει» έλεγε ο ιστορικός Πλούταρχος. Αλλά αυτά είναι ψιλά γράμματα για τον Τραμπ, τους στρατηγιστές Ισραηλινούς και τους Σαουδάραβες και... την πληρώνουν οι Παλαιστίνιοι. Ποιος θεός τους σώζει αυτούς;
*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 13/12/2017.
Κοιτάζοντας πίσω, τον 20ό αιώνα, μπορεί κάποιος να αισθανθεί τα συναισθήματα του Τσαρλς Ντίκενς όταν αποτιμούσε το αιματηρό τέλος του 18ου αιώνα στην «Ιστορία δύο πόλεων». Ο Ντίκενς ξεκινούσε με τα ακόλουθα: «Ηταν τα καλύτερα αλλά και τα χειρότερα χρόνια, ήταν η εποχή της σοφίας, ήταν η εποχή της απρονοησίας, ήταν η περίοδος της πίστης, η περίοδος της δυσπιστίας, ήταν η εποχή του Φωτός, ήταν η εποχή του Σκότους, ήταν η άνοιξη της ελπίδας, ήταν ο χειμώνας της απελπισίας...».
Το μακρινό 1918 η Ευρώπη μετρούσε πληγές του Α' Παγκοσμίου. Τα θύματα έφταναν περί τα 9 εκατομμύρια στρατιώτες∙ μαζί με τους άμαχους ξεπερνούσαν τα 20 εκατομμύρια. Αρκετά από όλα όσα συνέβησαν στο χάραμα του 20ού είχαν ήδη εκδηλωθεί στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Η κυριαρχία του καπιταλισμού laissez-faire, η Β' βιομηχανική επανάσταση, η Μπελ Επόκ, αλλά και οι περιφερειακές εξεγέρσεις, οι εθνικιστικές και κοινωνικές συγκρούσεις, ο εξτρεμισμός, ο πρωτο-φασισμός, η κομμουνιστική ιδεολογία γεννήθηκαν σ' εκείνη τη φάση.
Πάντως, το 1918, η πανίσχυρη Ευρώπη έβγαινε καταχρεωμένη, με τη συνολική παραγωγή της στο μισό (σε σχέση με τα προπολεμικά επίπεδα), με κλονισμένη τη δημοσιονομική κατάσταση των κρατών της, ανοίγοντας τον δρόμο, κυρίως, στις ΗΠΑ ή στη νεοανερχόμενη τότε Ιαπωνία.
Το 1914, κανείς δεν προέβλεπε ότι θα κατέρρεαν τέσσερις ισχυρές αυτοκρατορίες∙ ότι θ' άλλαζε ο χάρτης της Ευρώπης. Οπως σημείωνε ο Xομπσμπάουμ, ακόμα και τον Ιούλιο του 1914, όταν η Αυστρία ήταν σε πόλεμο με τη Σερβία, οι σοσιαλιστές ηγέτες νόμιζαν ότι δεν θα γινόταν πόλεμος και ότι σίγουρα θα βρισκόταν κάποια ειρηνική λύση στην κρίση. «Εγώ προσωπικά», δήλωνε στις 29 Ιουλίου ο Bίκτορ Αντλερ, ο σημαντικότερος Αυστριακός μαρξιστής, «δεν πιστεύω ότι θα γίνει ένας γενικευμένος πόλεμος». Λίγες μέρες μετά, οι Μεγάλες Δυνάμεις έριχναν στον πόλεμο 19 εκατομμύρια στρατιώτες.
Ποιες θα είναι οι ημέρες για το 2018; Ο,τι μας κληροδότησε το τέλος του 20ού αιώνα. Η παγκοσμιοποίηση, η απορρύθμιση, ο καπιταλισμός-καζίνο και η τραπεζική κερδοσκοπία προκάλεσαν οδυνηρές αντιδράσεις το 2007-08, με τη σοβαρότερη Μεγάλη Υφεση να συνεχίζεται σήμερα στην κουρασμένη Ευρώπη.
Θα θυμόμαστε το 2017 ως χαμένη χρονιά με αντιφάσεις, με επιτάχυνση της άνεργης ανάπτυξης, πολιτικό κατακερματισμό, πόλωση και ένταση, τόσο σε εγχώριο όσο και σε διεθνές επίπεδο. Οι προκλήσεις για τον ευρωπαϊκό Νότο και ειδικότερα οι κίνδυνοι για την Ελλάδα θα συνεχιστούν. Μακροπρόθεσμα, οι οικονομικές θα επηρεαστούν από τις φυγόκεντρες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που οι αγορές θέλουν να αγνοούν.
Τι βλέπουν οι αγορές; Το βουνό του παγκόσμιου χρέους (περί τα 215 τρισεκατομμύρια δολάρια) που αυξάνει τους κινδύνους αποσταθεροποίησης του συστήματος. Το Ηνωμένο Βασίλειο αντιμετωπίζει το Brexit που επηρεάζει την Ευρώπη. Η Καταλονία επηρεάζει την Ιβηρική και την Ευρώπη. Η κλονισμένη καγκελάριος Μέρκελ αγωνίζεται να σφυρηλατήσει μια κυβέρνηση συνασπισμού με τους επίσης σοβαρά ασθενείς σοσιαλδημοκράτες.
Ο Μακρόν, αμφισβητούμενος στο εσωτερικό, περιμένει τη Γερμανία για μια επείγουσα μεταρρύθμιση της Ευρώπης που, όπως μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, έχει ανάγκη τον γαλλογερμανικό άξονα.
Η απομάκρυνση του Τραμπ από τα ευρωπαϊκά και η επαναδιαπραγμάτευση, υποτίθεται, ευνοϊκότερων όρων για το «Πρώτα η Αμερική» έχουν ήδη βγάλει τις ΗΠΑ από τον ρόλο ρυθμιστή των κανόνων για τη «δίκαιη διαχείριση» της παγκόσμιας αλληλεξάρτησης και προοικονομούν την εποχή της Κίνας και τη μετατόπιση της διεθνούς επιρροής από τη Δύση προς την Ανατολή.
Με ασθενή Ευρώπη, χωρίς αιφνίδιες αλλαγές στο πρότυπο απασχόλησης, εισοδήματος, πολιτικής και κοινωνικής πόλωσης, κυρίως στις αναπτυγμένες χώρες, χωρίς ευδιάκριτες αλλαγές στον ορίζοντα.
Ο οικονομολόγος Νουριέλ Ρουμπινί, σε πρόσφατο άρθρο με τίτλο «Three Scenarios for the Global Economy», δίνει ένα αισιόδοξο και ένα απαισιόδοξο σενάριο για τις τέσσερις μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου (Κίνα, ευρωζώνη, Ιαπωνία, ΗΠΑ). Εάν εφαρμόσουν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, θα ενισχυθεί η δυνητική ανάπτυξη.
Εάν όχι, η ευρωζώνη λ.χ. θα αποτύχει στην ολοκλήρωσή της και οι πολιτικές λιτότητας θα εμποδίσουν τις εθνικές πολιτικές να εφαρμόσουν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα ενισχύουν την ανάπτυξη.
Το τρίτο, πιθανότερο σενάριο, προβλέπει «μια ασταθή ανισορροπία, ευάλωτη στις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές διαταραχές. Οταν προκύψουν τέτοιες διαταραχές, η οικονομία θα επιβραδυνθεί ή, εάν ο κλονισμός είναι μεγάλος, προβλέπεται ακόμη και ύφεση και οικονομική κρίση».
Βέβαια, όλα είναι εικασίες. Η κουβέντα θα πρέπει να γίνει πάνω στη διεθνή ασυναρτησία. Είτε θα επινοηθούν καλύτερες μεσοπρόθεσμες προοπτικές είτε θα προκύψουν μακροπρόθεσμα κίνδυνοι στο παγκόσμιο χωριό.
Λοιπόν, ας ετοιμαζόμαστε να υποδεχτούμε το 2018 ως κανονική, αισιόδοξη χρονιά – με όλες τις ανισορροπίες που περιέγραψε ο Ντίκενς πριν από ενάμιση αιώνα ή ο Ρουμπινί πριν από μερικές μέρες. Ή, όπως έγραφε ο Ρεμάρκ στο «Ουδέν νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο»: «...Τώρα είμαστε σχεδόν ικανοποιημένοι. Όλα είναι μια συνήθεια. Ακόμα και τα χαρακώματα». Αλλά αυτό απέχει πολύ από το να είναι χαρμόσυνο.
*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" την 1/12/2017.
Στα τέλη του 20ού αιώνα υπήρξε η άποψη ότι η Δύση βρισκόταν ενώπιον μιας νέας χρυσής εποχής και ότι η «Ενωμένη Ευρώπη» της δεκαετίας του 1990 θα γινόταν η «παγκόσμια υπερδύναμη» του 21ου αιώνα.
Ομως, η ιστορία αποδείχθηκε διαφορετική – πάντως, όχι απρόβλεπτη. Η άποψη ήταν αρκετά αισιόδοξη... όπως και το μύθευμα της ισχυρής Ελλάδας της δεκαετίας του 2000. Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι η οικονομική ευημερία δεν σημαίνει κοινωνική ευημερία, ούτε παγκόσμια ισχύ με αποτέλεσμα, μετά το 2008, η Ευρώπη, η Δύση και η Ελλάδα, να βρίσκονται σε φάσεις εντεινόμενων μετεωρισμών.
Το πολιτικό συμπέρασμα αυτή τη στιγμή είναι κοινότοπο, αλλά αξίζει να επαναληφθεί. Η ελίτ των Βρυξελλών φαντάζεται ότι ενσαρκώνει την ομοιόμορφη βούληση ενός μυθικού όλου «λαών» μέσω των ευρωπαϊκών θεσμών. Χορηγεί πιστωτικές βοήθειες ως τρόπο εξουσίας δίχως να βλέπει τη δημοκρατία ως επιθυμητό τέλος.
Ανεξάρτητα από την εκλογή του κεντροαριστερού υπουργού Οικονομικών της Πορτογαλίας Μάριο Σεντένο στην προεδρία του Εurogroup (με αδιαμφισβήτητη σύμπνοια του Νότου της ευρωζώνης), η Ευρώπη συνεχίζει να εκφράζει τον τύπο του καπιταλισμού που θέλει να είναι ελεύθερος από όλους τους πιθανούς κοινωνικοπολιτικούς περιορισμούς, αυτονομημένος και αδιάφορος ως προς τη δημοκρατία, την ευημερία και την κοινωνική σταθερότητα.
Τα παραπάνω –δημοκρατία, ευημερία και συνοχή– εκφράστηκαν κατά τη μεταπολεμική περίοδο στην Ευρώπη από το δημοκρατικό κοινωνικό κράτος στο εσωτερικό της κάθε χώρας, από την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση στο περιφερειακό επίπεδο και από μια ισορροπία –έστω ψυχροπολεμική– στο διεθνές επίπεδο. Σήμερα όλα αυτά έχουν καταρρεύσει.
Αντίθετα, αυτό που αποκαλύφθηκε μετά το 2008 ήταν η μεταδημοκρατία, ο τεχνοκρατικός χαρακτήρας της Ε.Ε., το δημοκρατικό έλλειμμα και η αδυναμία της να αντιμετωπίσει τις πολλαπλές κρίσεις. Από το Λονδίνο μέχρι τη Βαρσοβία, από το Παρίσι μέχρι τη Βιέννη, από το Βερολίνο μέχρι την Αθήνα ή τη Ρώμη, ανέκυψαν περιφερειακές διαφορές και διαφορετικής ποιότητας φυγόκεντρες εντάσεις.
Είναι διαφορετικά τα πολιτικά και κοινωνικά αίτια που οδήγησαν στο Brexit και διαφορετικές οι συνέπειες της κρίσης χρέους στην Αθήνα και τη Ρώμη. Αλλά η απώλεια της εθνικής κυριαρχίας –αισθητή στην Αθήνα, τη Ρώμη, τη Λισαβόνα ή τη Μαδρίτη– όταν συμβαδίζει με την αδυναμία της Ε.Ε. να ελέγξει τον πολιτικό αυταρχισμό της Πολωνίας ή της Ουγγαρίας, εγείρει ερωτήματα ως προς την εκπλήρωση των πρωταρχικών και βασικότερων λειτουργιών της: ευημερία, συνοχή, ελευθερία, δημοκρατία.
Η απεικόνιση της μεγάλης κοινωνίας ως «κατακερματισμένης ηπείρου» όπου το ζήτημα έχει να κάνει όχι με την ένωση και τα πλεονεκτήματά της, αλλά με τον διαχωρισμό μεταναστών και ντόπιων, νικητών και χαμένων της παγκοσμιοποίησης, νέων και ηλικιωμένων, πλούσιων και φτωχών, Βορρά και Νότου, τροφοδοτεί αντιπαλότητες, καχυποψίες, εθνικισμούς. Φέρνει την άνοδο ακροδεξιών και νεοφασιστικών μορφωμάτων σε κλίμακα ανάλογη με αυτή του Μεσοπολέμου – για πρώτη φορά μετά τον πόλεμο και στη Γερμανία.
Τι πήγε στραβά; Οταν η οικονομική κρίση του 2008 έπληξε την Ευρώπη, πολλοί αναλυτές είδαν την Ε.Ε. ως υπερεθνικό θεσμό σε διαρκή κρίση. Βέβαια, οι διαρθρωτικές αδυναμίες της Ε.Ε. δεν δημιουργήθηκαν το 2008. Απλώς, η οικονομική κρίση τις κατέστησε κατάφωρα προφανείς.
Σε αντίθεση με άλλες οικονομίες (π.χ. ΗΠΑ), που επίσης επλήγησαν από την ύφεση, οι χώρες της ευρωζώνης βρέθηκαν παγιδευμένες σε μια νομισματική ένωση που δεν ήταν σε θέση να αντιδράσει σε εξωτερικούς κραδασμούς, ούτε να λύσει εσωτερικά προβλήματα στο μέτρο που απουσίαζε μια κοινή δημοσιονομική πολιτική.
Αυτό το προφανές έλλειμμα στον σχεδιασμό του ευρώ δεν έχει αντιμετωπιστεί και –για τους περισσότερους– είναι απίστευτο που ακόμα και σήμερα δεν έχει αντιμετωπιστεί και διορθωθεί. Μέχρι τώρα, κάθε ανάλογη σκέψη εμποδιζόταν από τη φρίκη που εκφράζει η γερμανική πλευρά σε κάθε ενδεχόμενο μεταφοράς πόρων που θα χρηματοδοτείται από τον Γερμανό φορολογούμενο ή μιας πιθανής ένωσης «μεταβίβασης πόρων» – πράγμα απολύτως ψευδές.
Πριν από τις εκλογικές αναμετρήσεις του 2016 και του 2017, εντός και εκτός Γερμανίας, έχουν γίνει συζητήσεις για τη διευθέτηση μιας κρισιακής εστίας: του ελληνικού χρέους, ώστε να δοθεί στην ελληνική οικονομία η δυνατότητα να αναπνεύσει και να τερματιστεί μια λάθος πλευρά της Ευρώπης.
Η ευρωπαϊκή λιτότητα σε κατάσταση ύφεσης δοκίμασε μαζί με την πολιτική οικονομία, τη δημοκρατία, το ευρωπαϊκό κεκτημένο αλλά και την ανεκτικότητα των λαών σε ιδεοληπτικές μεταρρυθμίσεις και προσαρμογές πέρα από τα όριά τους.
Στη σημερινή ατζέντα, υπάρχει ένας αισιόδοξος μετεωρισμός. Το ελληνικό πρόβλημα βγαίνει σταδιακά από το κάδρο της Ε.Ε. Αισιοδοξία ναι. Ομως, με προϋποθέσεις. Αν κάτι πάει στραβά στην Ελλάδα ή στις διεθνείς αγορές, η χώρα ίσως να χρειαστεί ένα ακόμα πακέτο οικονομικής βοήθειας ή ένα επιπλέον πρόγραμμα προσαρμογής.
Αλλά για πολλοστή φορά, η λάθος πλευρά θα αναγνωρίσει το σφάλμα κατόπιν εορτής, δίχως πολιτικό χρόνο. «To μέλλον θα έχει πολλή ακαταστασία», έλεγε ένας στίχος της Φρίντας Λιάππα. Θα πρέπει να το δει σοβαρά η ελληνική πλευρά...
*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 10/12/2017.
Χρειάζεται τριπλάσια μείωση των εκπομπών απ' αυτή που έχουν συμφωνήσει να πραγματοποιήσουν οι χώρες μέλη της Συμφωνίας για το Κλίμα για να μην περάσει το ανεκτό κατώφλι των 2 °C η άνοδος της θερμοκρασίας του πλανήτη σύμφωνα με μελέτη που δημοσίευσε το Πρόγραμμα Περιβάλλοντος των Ηνωμένων Εθνών στη φετινή Συνόδου για το Κλίμα που έγινε στη Βόννη της Γερμανίας 6-17 Νοεμβρίου.
'Τα δύο βασικά αποτελέσματα της Συνάντησης ήταν μια δέσμη οδηγιών για την υλοποίηση της Συμφωνίας του Παρισιού, καθώς και ο διάλογος για τον τρόπο καταμέτρησης και καθορισμού των σημερινών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Είναι και τα δύο κρίσιμα διότι η Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα αποφάσισε μεν πολλά πράγματα αλλά δεν ανέλυσε ποιος θα κάνει τί, πότε και πως', λέει ο κ Ψύχας, Τμηματάρχης στο Τμήμα Κλιματικής Αλλαγής του ΥΠΕΚΑ και μέλος της Ελληνικής αντιπροσωπείας στη Βόννη. 'Όπως επισημαίνει βέβαια ο κ Ψύχας 'δεν έχουν παρθεί τελικές αποφάσεις στη Συνάντηση και η συζήτηση θα ολοκληρωθεί στις επόμενες δύο ετήσιες Συναντήσεις για το Κλίμα πριν δηλαδή τεθεί σε εφαρμογή η Συμφωνία του Παρισιού το 2020'.
Υπενθυμίζεται ότι στη Σύνοδο του Παρισιού που υπέγραψαν 200 χώρες το 2015 καθορίστηκε το ανεκτό κατώφλι της ανόδου της θερμοκρασίας στους 2 °C και κατά το δυνατόν χαμηλότερα στους 1,5 °C. 'Αυτό δεν σημαίνει ότι ακόμη κι αν παραμείνουμε στο κατώφλι των 2 °C ή 1,5 °C δεν θα καταγραφούν μεγάλες καταστροφές. Ο καταστροφές που θα σημειωθούν όμως με αύξηση της θερμοκρασίας πάνω από 2 θα είναι πολύ σημαντικότερες' διευκρινίζει ο κ Ψύχας.
Πολλές από τις ισχυρές οικονομίες του πλανήτη έχουν εντωμεταξύ εντατικοποιήσει τις προσπάθειές τους για το μετριασμό της κλιματικής αλλαγής, όμως η καλύτερη γνώση του θέματος έχει ανεβάσει τις εκτιμήσεις για την μείωση των εκπομπών. 'Η σταθεροποίηση των επιπέδων των αερίων του θερμοκηπίου που παρατηρείται την περασμένη τριετία είναι θετική αλλά φαίνεται πως δεν αρκεί για να αποφύγουμε μια άνοδο της θερμοκρασίας κατά 3. Επιπλέον αυτή η επιτυχία είναι πιθανό να ανατραπεί από την επιτάχυνση της παγκόσμιας οικονομίας', επισημαίνει ο ίδιος.
Για την Ελλάδα ειδικότερα οι εκτιμήσεις των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής στην οικονομία ανέρχονται σε δεκάδες εκατομμύρια. Σύμφωνα με μελέτη που εκπόνησε η Τράπεζα της Ελλάδας (ΤτΕ) τα μέτρα προσαρμογής στην άνοδο της θερμοκρασίας κατά την περίοδο 2025-2050 μπορεί να αντιστοιχούν στο 1,5% του ΑΕΠ, την περίοδο 2051-2070, σε 0,9% του ΑΕΠ και μετά το 2070 σε 0,1% του ΑΕΠ. Σωρευτικά, η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή μπορεί να στοιχίσει στην ελληνική οικονομία (μέχρι το 2100) €123 δισεκ. (τιμές 2008). 'Πρόκειται για μια χώρα με εξαιρετικά μεγάλο μήκος ακτογραμμής, περίπου 16.300 χλμ. εκ των οποίων περίπου τα 1.000 χλμ. αποτελούν περιοχές υψηλής ευπάθειας στην κλιματική αλλαγή. Η ευπάθεια των Ελληνικών ακτών έγκειται στον κίνδυνο ανόδου της μέσης στάθμης της θάλασσας στη χώρα μας, η οποία εκτιμάται ότι θα κυμανθεί μέχρι το 2100 μεταξύ 0,2 και 2 μέτρων' επισημαίνει ο κ Ψύχας. Περίπου το 20% της ακτογραμμής αποτελείται από ακτές με μέτρια έως υψηλή ευπάθεια στις εκτιμώμενες εξελίξεις σύμφωνα με τις αναλύσεις της Τράπεζας.
Πόσο μεγάλη είναι λοιπόν η ψαλίδα ανάμεσα στις σημερινές δεσμεύσεις και στις απαιτούμενες μειώσεις εκπομπών για να αποτραπεί ο κίνδυνος θέρμανσης του πλανήτη πάνω από 2 °C ή 1,5 °C; Για να μείνουμε στο όριο των 2 °C βαθμών σύμφωνα με τις αναλύσεις των επιστημόνων της μελέτης του ΟΗΕ η μείωση των εκπομπών πρέπει να προσεγγίσει τους 11-13 Gt δηλαδή ενώ αντίστοιχα για τον στόχο των 1,5 °C βαθμών η μείωση πρέπει να στα 16-19 Gt αναφορικά με τους σημερινούς στόχους, δηλαδή 27% και 38% επί των συνολικών εκπομπών αντίστοιχα.
Όσον αφορά στην Ελλάδα, η χώρα 'θα πετύχει και μάλιστα θα υπερκαλύψει τους στόχους της μείωσης των εκπομπών που έχουν τεθεί ως το 2020. Στις μειώσεις των εκπομπών ρόλο έχει παίξει βέβαια και η κρίση που έχει οδηγήσει σε ελάττωση των βιομηχανικών ρύπων και των εκπομπών από μετακινήσεις', αναφέρει ο κ Ψύχας.
Το οικονομικό ζήτημα 'αγκάθι' της Συνόδου
Αντίθετα με τη γενική εντύπωση αισιοδοξίας που χαρακτήρισε τις διαπραγματεύσεις διαφωνίες σημειώθηκαν για άλλη μια φορά στις συζητήσεις γύρω από το οικονομικό ζήτημα που είναι και το πλέον ακανθώδες. Αναγνωρίζοντας ότι αν υπάρχει ελπίδα να αντιμετωπιστεί η πρόκληση της κλιματικής αλλαγής αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με οικονομική στήριξη των αναπτυσσόμενων κρατών, οι αναπτυγμένες χώρες έχουν συμφωνήσει να προσφέρουν το ποσό των 100 δις δολαρίων ετήσια σε αναπτυξιακή βοήθεια από το 2020. Το ποσό αυτό που ξεπερνά συνολικά σε μέγεθος το 55% του Ελληνικού ΑΕΠ θα διατεθεί για δράσεις μετριασμού της κλιματικής αλλαγής δηλαδή δράσεις ελάττωσης των εκπομπών αλλά και για την προσαρμογή στην αύξηση της στάθμης της θάλασσας, σε ακραία καιρικά φαινόμενα κι άλλες απειλητικές επιδράσεις της κλιματικής αλλαγής.
Όπως όμως ισχυρίζονται οι αναπτυσσόμενες χώρες επικρατεί ασάφεια για το πως και με τί όρους θα εκταμιευτούν τα 100 δις δολάρια μες την επόμενη τριετία.. 'Είναι βέβαιο πως οι χώρες που θα υποστούν τις βαρύτερες συνέπειες από την κλιματική αλλαγή, δηλαδή οι αναπτυσσόμενες χώρες είναι και αυτές που φταίνε λιγότερο για τα σημερινά επίπεδα διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα. Η ασάφεια όμως στην επικείμενη χρηματοδότηση είναι υπαρκτή και υπάρχει ανάμεσα σε άλλα κι επειδή οι διαπραγματεύσεις διεξάγονται σε έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο όπου για παράδειγμα δεν είναι ξεκάθαρο ποιες είναι αναπτυσσόμενες και ποιες αναπτυγμένες χώρες. Έτσι λοιπόν με τα σημερινά δεδομένα η Κίνα συγκαταλέγεται ανάμεσα στις αναπτυσσόμενες χώρες που θα λάβει βοήθεια ενώ η Ελλάδα είναι μια χώρα που πρέπει να δώσει βοήθεια. Όπως επίσης η Τουρκία παρότι συγκαταλέγεται στους G20 θεωρείται αναπτυσσόμενη οικονομία', επισημαίνει ο κ Ψύχας.
Η παραφωνία των ΗΠΑ στις διαπραγματεύσεις της Βόννης
Παρά τις ανησυχίες των χωρών ότι λόγω της αμφισβήτησης από τις ΗΠΑ για τη Συμφωνία για το Κλίμα η Αμερικανική αντιπροσωπεία θα έπαιζε διαλυτικό ρόλο στις διαπραγματεύσεις, στην πράξη όπως παραδέχονται κατά κοινή ομολογία συμμετέχοντες στη Σύνοδο η παρουσία των ΗΠΑ ήταν κυρίως χαμηλόφωνη και η στάση που υιοθέτησαν ήταν παθητική.
Αντίθετα αντιδράσεις από ΜΚΟ και ομάδες πολιτών προκάλεσε εκδήλωση που διοργάνωσε η Αμερική στο περιθώριο της Συνόδου. Την αντίδραση πυροδότησε η τοποθέτηση των ΗΠΑ υπέρ της χρήσης κάρβουνου καθώς και της πυρηνικής ενέργειας για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών στο μέλλον. Οι ΗΠΑ ισχυρίζονται ότι η χρήση 'καθαρότερου' κάρβουνου είναι κεντρικής σημασίας και αποτελεί μονόδρομο για τις αναπτυσσόμενες χώρες και τα εκατομμύρια πληθυσμών που αντιμετωπίζουν θεόρατη ενεργειακή φτώχια.
'Συμμεριζόμαστε τη θέση των αναπτυσσόμενων χωρών που ισχυρίζονται ότι η παύση της λειτουργίας για τις υπάρχουσες μονάδες ηλεκτροπαραγωγής από κάρβουνο είναι αντί-οικονομική και γι' αυτό δεν αποτελεί ρεαλιστική λύση. Αυτό που υποστηρίζουμε όμως είναι πως όλες οι κυβερνήσεις ανεξαιρέτως των αναπτυγμένων και αναπτυσσόμενων χωρών οφείλουν να πάρουν στα σοβαρά την ανάγκη τερματισμού χρήσης λιθανθράκων και να επενδύσουν αποτελεσματικά προς αυτή την κατεύθυνση', επισημαίνει ο κ Γουέντελ Τρίο, Διευθυντής του ΜΚΟ Climate Action Network, ένα συνασπισμό πάνω από 100 ΜΚΟ που με έδρα τις Βρυξέλλες εργάζονται για το θέμα της κλιματικής αλλαγής.
'Για την ΕΕ όμως ειδικότερα υποστηρίζουμε ότι πρέπει να τεθούν εκτός λειτουργίας μονάδες κάρβουνου ως το 2020. Ήδη ορισμένες χώρες έθεσαν πρόσφατα συγκεκριμμένα χρονοδιαγράμματα όπως η Ιταλία που δεσμεύτηκε να θέσει εκτός λειτουργίας όλες τις μονάδες κάρβουνου ως το 2025' επισημαίνει ο κ Τρίο. 'Παράλληλα συστάθηκε πρόσφατα μια νέα πρωτοβουλία υπό την καθοδήγηση του Καναδά και του Ηνωμένου Βασιλείου καθώς και άλλων 20 χωρών ανακοίνωσαν την πρόθεση να τερματίσουν την χρήση κάρβουνου για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας' συμπληρώνει ο ίδιος.
Την άποψη ότι οι αναπτυσσόμενες χώρες οφείλουν να τραβήξουν τη μπρίζα σε σχέδια κατασκευής νέων μονάδων κάρβουνου υποστηρίζει και η κα Βιτζέτα Ρατάνι, εκπρόσωπος του Ινδικού ΜΚΟ Centre for Science and Environment που με έδρα το Ν. Δελχί εργάζεται για θέματα προστασίας του περιβάλλοντος. 'Για να αποεπενδύσουν από τις μονάδες κάρβουνου που βρίσκονται σε λειτουργία οι αναπτυσσόμενες χώρες θα χρειαστούν βεβαίως μακρύτερα χρονικά διαστήματα απ' ότι τα αναπτυγμένα κράτη. Όμως οι οικονομικές και τεχνολογικές εξελίξεις έχουν καταστήσει τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας προσιτές. Επιπλέον θα χρειαστεί να δοθεί οικονομική στήριξη και τεχνογνωσία από τις αναπτυγμένες χώρες προκειμένου να διασφαλιστεί η μετάβαση των αναπτυσσόμενων χωρών σε καθαρές πηγές ενέργειας' επισημαίνει η κα Ρατάνι.
Νέο αγκάθι όμως στη συγκέντρωση των 100 δις δολαρίων για τη χρηματοδότηση δράσεων μετριασμού και προσαρμογής στην κλιματική στις αναπτυσσόμενες χώρες αποτελεί η ενδεχόμενη αποχώρηση των ΗΠΑ από τη Συμφωνία για το Κλίμα. 'Αυτή τη στιγμή οι ΗΠΑ έχουν δεσμευτεί να παρέχουν 30 δις επί του συνόλου των 100 δις ετησίως από το 2020, δηλαδή έχουν αναλάβει να συμβάλουν με ένα ποσό ανάλογο με αυτό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αν αποχωρήσουν από τη Συμφωνία θα δημιουργηθεί ένα πολύ μεγάλο χρηματοδοτικό κενό δημιουργώντας νέες αβεβαιότητες για την εφαρμογή της Συμφωνίας για το Κλίμα', καταλήγει ο κ Ψύχας.
*Δημοσιεύτηκε στο tvxs.gr στις 3/12/2017.