Wednesday, 19 February 2025

art-2

 

Τα άρθρα Μελών και Φίλων της Παρέμβασης, όπως δημοσιεύτηκαν στον ελληνικό και διεθνή τύπο.

Για να δείτε τα άρθρα ανά συγγραφέα, πατήστε εδώ .

 

 

 

 

 

Μετά 40 έτη Συζήτηση για το ΠΑΣΟΚ και τη Μεταπολίτευση

Ασκώντας κριτική στη θεωρητική προσέγγιση του R.Michels για τα πολιτικά κόμματα, ο A.Gramsi γράφει στις σημειώσεις του για το Μακιαβέλι ότι: «Μόνον από τον περίπλοκο πίνακα ολόκληρου του κοινωνικού και κρατικού συνόλου (και συχνά επίσης με διεθνείς επεμβάσεις) θα βγει η ιστορία ενός κόμματος και γι' αυτό μπορεί να πει κανείς ότι γράφω την ιστορία ενός κόμματος δε σημαίνει τίποτε άλλο παρά ότι γράφω τη γενική ιστορία μιας χώρας από μιαν άποψη μονογραφική, για να προβληθεί μια χαρακτηριστική της πλευρά». Και συνεχίζει: «Ένα κόμμα θα έχει μεγαλύτερη ή μικρότερη σημασία και βάρος, στο μέτρο ακριβώς που η ιδιαίτερη δραστηριότητά του θα έχει βαρύνει περισσότερο ή λιγότερο στον καθορισμό της ιστορίας μιας χώρας" (Α.Γκράμσι, Για τον Μακιαβέλι, για την πολιτική και για το σύγχρονο κράτος, εκδ.Ηριδανός, Αθήνα σ.43-44).

Η προηγούμενη παρατήρηση ισχύει ίσως περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο κόμμα της μεταπολίτευσης για το ΠΑΣΟΚ. Η ιστορία του ΠΑΣΟΚ είναι στην ουσία η ιστορία της ίδιας της μεταπολίτευσης. Δεν πρόκειται μόνον για το γεγονός ότι κέρδισε 6 από τις 15 εκλογικές αναμετρήσεις της περιόδου, συγκέντρωσε 4 φορές, πάνω από 3 εκατομμύρια ψήφους (διάγραμμα 1) ή ότι κυβέρνησε (αυτοδύναμα) τη χώρα το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, συνολικά 20 έτη (239 μήνες). Το ΠΑΣΟΚ συνδέθηκε και εκπροσώπησε διαχρονικά, περισσότερο από κάθε άλλο κόμμα, την ελληνική κοινωνία. Σύμφωνα με μια έρευνα κοινής γνώμης της PublicIssue, στις 13 βουλευτικές εκλογικές αναμετρήσεις που μεσολάβησαν από την ίδρυσή του, το 1974, μέχρι την τελευταία εκλογική του νίκη το 2009, το ΠΑΣΟΚ είχαν ψηφίσει, κάποια φορά, 6 στους 10 ψηφοφόρους (61%), ποσοστό που αντιστοιχεί περίπου συνολικά σε 5,5 εκατομμύρια ψηφοφόρους (διάγραμμα 2Α).

Ο ρόλος του συγκεκριμένου κόμματος υπήρξε παραπάνω από κομβικός. Ηγεμόνευσε στην πολιτική σκηνή της περιόδου αποτελώντας επί μακρόν το επίκεντρο της. Αποτέλεσε το κέντρο βάρους του κομματικού συστήματος που συγκροτήθηκε σταδιακά, τόσο στην περίοδο της ακμής του, κατά τις δεκαετίες '70 και '80, όσο όμως και στην περίοδο της παρακμής του, τις επόμενες δύο δεκαετίες που ακολούθησαν· συνιστώντας, όμως, τώρα χαρακτηριστικό παράδειγμα εκφυλισμού μαζικού αριστερού κόμματος, κοινωνικής αφυδάτωσης, αποϊδεολογικοποίησης, κρατικοποίησης και διαφθοράς.

Μετά το 2012: Το ΠΑΣΟΚ δεν είναι πια εδώ

Με τις διπλές εκλογές του 2012, το ΠΑΣΟΚ τερμάτισε το βιοπολιτικό του κύκλο, που εγκαινιάσθηκε στις 3 Σεπτέμβρη του 1974. Υπό την ηγεσία του τρίτου αρχηγού του, του μοιραίου Γ.Παπανδρέου, τιμωρήθηκε σκληρά -διόλου τυχαία περισσότερο από ό,τι η ΝΔ- για την προσφυγή της Ελλάδας στο ΔΝΤ και την υπογραφή του 1ου Μνημονίου, δύο χρόνια πριν. Το 2010 ήρθε σε ανοικτή και οριστική ρήξη, όχι μόνον με τα κοινωνικά στρώματα τα οποία εξέφραζε επί μακρόν, αλλά και την ιστορικά διαμορφωμένη πολιτική και ιδεολογική του ταυτότητα. Κατάφερε να εξαϋλώσει ολοκληρωτικά την θετική εικόνα που διατηρούσε για το ίδιο, ως κόμματος της διακυβέρνησης, η ελληνική κοινωνία πλειοψηφικά ακόμη και στη δεκαετία του 2000. Το 2000, το 58% των πολιτών αποτιμούσε θετικά τη συνεισφορά του ΠΑΣΟΚ στη διακυβέρνηση της χώρας και μόνον 32% αρνητικά. Μια δεκαετία μετά, η εικόνα αυτή είχε πλήρως αντιστραφεί. Το 2011, τα 2/3 (66%) του εκλογικού σώματος την είχαν πλέον απαξιώσει συνολικά, προαναγγέλλοντας αυτό που θα συμβεί ένα χρόνο μετά (διάγραμμα 2Β, στοιχεία VPRC& PI).

Οι ίδιες οι κοινωνικές δυνάμεις («οι μάζες» για να θυμηθούμε έναν ντεμοντέ όρο), οι οποίες, μετά τη δικτατορία, πίστεψαν σε αυτό, ταυτίστηκαν μαζί του και το στήριξαν πολιτικά-εκλογικά επί 35χρόνια, οι ίδιες το εγκατέλειψαν, διαρρηγνύοντας τη σχέση εμπιστοσύνης που είχε οικοδομηθεί τόσο στην θυελλώδη περίοδο της πρώιμης μεταπολίτευσης, όσο και μετά το 1981, με μοχλό τη διακυβέρνησή του.

Από τις βουλευτικές του Οκτωβρίου του 2009, όταν ο ΓΑΠ επέστρεψε θριαμβευτικά στην εξουσία, με ποσοστό 43,9% και μέσα σε 30 μήνες, απώλεσε 2,2 εκ. ψήφους, αριθμός που αντιστοιχεί στο 31% του εκλογικού σώματος (των ψηφισάντων) του 2009. Ως ποσοστό (13,2%), οι μόλις 756.000 ψήφοι του Ιουνίου (διάγραμμα 1), αποδείχθηκε χαμηλότερο ακόμη και από εκείνο που πήρε όταν πρωτοεμφανίσθηκε το 1974 (13,4%). Πρόκειται για τη μεγαλύτερη εκλογική μετατόπιση που παρατηρήθηκε ποτέ στην μεταπολιτευτική εκλογική ιστορία της χώρας.

Η κοινωνική αποδυνάμωση του συγκεκριμένου κομματικού χώρου δεν τερματίστηκε με τις εκλογές. Αντιθέτως, μετά από αυτές επιταχύνθηκε. Το πολιτικό αποτέλεσμα της ιστορικής εκλογικής συντριβής του ΠΑΣΟΚ, το 2012, αλλά και της συγκυβέρνησης με τη ΝΔ, ήταν η περαιτέρω αποδέσμευση παραδοσιακών ψηφοφόρων του. Η πρωτοφανής απόφαση για κατάργηση της οργανωτικής δομής του κόμματος, που επιβλήθηκε αιφνιδιαστικά λίγες μέρες μετά τις εκλογές, επισφράγισε τον εκφυλισμό και τη διάλυση της ιστορικής μεταπολιτευτικής κομματικής μορφής.

Το κομματικό μόρφωμα που υφίσταται μετά το 2012, το ΠΑΣΟΚ του Ε.Βενιζέλου,διατηρεί μόνον το κέλυφος του ιστορικού κόμματος. Η «ασυνέχεια», σε σχέση με τις προηγούμενες μορφές οργάνωσής του είναι προφανής. Πρόκειται πλέον για έναν περιορισμένο αριθμό στελεχών, τα οποία απασχολούνται στις διάφορες βαθμίδες του κρατικού μηχανισμού και για τους εναπομείναντες παραδοσιακά ταυτισμένους ηλικιωμένους ψηφοφόρους, σε περιοχές προπύργια «εκτός των τειχών»· για ένα ελάχιστο -σε σύγκριση με το ένδοξο κομματικό παρελθόν- ποσοστό κοινωνικής-εκλογικής επιρροής που πιθανότατα θα συμπιεστεί περαιτέρω στις επόμενες βουλευτικές εκλογές. Ταυτόχρονα, σε στοιχειώδες οργανωτικό επίπεδο, εξακολουθεί να κινητοποιεί τοπικά, μερικές δεκάδες χιλιάδες «μέλη και φίλους», όπως συνέβη με την εκλογή των Νομαρχιακών Επιτροπών τον Μάρτιο του 2013. Στη διαδικασία για την ανάδειξη των εκπροσώπων του κόμματος πήραν μέρος μόλις 112.016 μέλη και φίλοι του υπολειπόμενου ΠΑΣΟΚ (διάγραμμα 3) .

Οι πρόσφατες Ευρωεκλογές (Μάιος 2014)έδειξανότι η τάση συνεχίζεται. Το υπό τον διακριτικό τίτλο «Ελιά-Δημοκρατική Παράταξη» ΠΑΣΟΚ έλαβε μόλις 458.403 ψήφους (8% στο συρρικνωμένο λόγω αποχής εκλογικό σώμα). Ο αριθμός αυτός αντιπροσωπεύει μόλις το 15% της δύναμης του 2009! Υπολείπεται δε και κατά 200.000 ψήφους, της απήχησης του 1974!! (διάγραμμα 1).

Η συζήτηση για το ΠΑΣΟΚ

Η θεωρητική συζήτηση σχετικά με τη φύση και το χαρακτήρα του ΠΑΣΟΚ υπήρξε από την αρχή της εμφάνισής του και διαιρεμένη και πολωμένη.

Στη πρώιμη μεταπολιτευτική εποχή, η τάση να αποδοθεί η συγκρότηση του ΠΑΣΟΚ και η απήχηση του στην ηγετική προσωπικότητα του Α.Παπανδρέου κυριάρχησε παραδοσιακά στις αναλύσεις για αυτό. Από εκεί πήγασαν και οι θεωρητικοποιήσεις για τον αυταρχικό και αρχηγικό χαρακτήρα του, αλλά και η τοποθέτηση του στο χώρο των λαϊκίστικων κινημάτων (όπως αυτά της Λ. Αμερικής). Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πολλά από τα χαρακτηριστικά που του αποδόθηκαν δεν απέχουν από την πραγματικότητα. Οι ερμηνείες όμως που επιβλήθηκαν, παρέμειναν ανεπαρκείς. Υπερτονίζοντας τη χαρισματική προσωπικότητα του Α. Παπανδρέου, υποτίμησαν τις οργανικές σχέσεις που κατέκτησε το ΠΑΣΟΚ στους μισθωτούς εργαζόμενους και σε μεγάλες μερίδες του αγροτικού πληθυσμού της χώρας. Παραγνώρισαν τη μαζική κομματική οργάνωση που συγκρότησε με ταχύτατους ρυθμούς, τη συμπύκνωση στον αρχικό πολιτικό-ιδεολογικό λόγο του ΠΑΣΟΚ των συστατικών στοιχείων της ιδεολογίας των λαϊκών τάξεων στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, και τέλος την ιδεολογική-πολιτική διαπάλη για την ηγεμονία στο εσωτερικό του.

Η ανάδυση και η παγίωσή του ΠΑΣΟΚ στη μεταπολίτευση δεν υπήρξε ούτε ευθύγραμμη, ούτε ανώδυνη και χωρίς αντιφάσεις διαδικασία. Ως κόμμα εξέφρασε τα νέα δεδομένα της πολιτικής σκηνής που μετά την πτώση της δικτατορίας είχε μετατοπισθεί αριστερά: διάλυση των παλαιών πολιτικών κομμάτων, κατάργηση της Μοναρχίας, εμπέδωση του κοινοβουλευτισμού και του κράτους Δικαίου, διάσπαση της Αριστεράς, ανάγκη ανανέωσης του πολιτικού προσωπικού, αλλά και σε μία, επίσης, διαφορετική διεθνή συγκυρία: εμφάνιση κινημάτων κοινωνικής αμφισβήτησης, άνοδος της Αριστεράς στην Ευρώπη, προοπτική διακυβέρνησης, άνθηση αντιϊμπεριαλιστικών κινημάτων. Στις νέες συνθήκες της Μεταπολίτευσης, το ΠΑΣΟΚ θα υπάρξει όχι ως "κεντρώο" κόμμα, αλλά ως σοσιαλιστικό και, μάλιστα, ιδιαιτέρως ριζοσπαστικό.

Σήμερα, αντιθέτως, με δεδομένη τη νεοφιλεύθερη μετάλλαξή του ΠΑΣΟΚ –σημείο τομής σε αυτή τη διαδικασία αποτέλεσε η διαδοχή του Α.Παπανδρέου από τον Κ.Σημίτη και η επικράτηση στην εσωκομματική σύγκρουση του εκσυγχρονιστικού ρεύματος (1996)-, την απορρόφηση του από το κράτος, τη διαφθορά του μεγαλύτερου πυρήνα των ηγετικών του στελεχών, τις ευθύνες του για την χρεωκοπία της χώρας και την υπαγωγή της με βασική ευθύνη του στα μνημόνια, η δαιμονοποίησή του γίνεται εύκολα αποδεκτή και η καταδίκη του θεωρείται αυτονόητη.

Η πολιτική εξαφάνιση του ΠΑΣΟΚ που προκάλεσε το Μνημόνιο, δημιούργησε για πρώτη φορά μετά τον Β'Π.Πόλεμο, αντικειμενικές πολιτικές δυνατότητες, για την διαμόρφωση ενός νέου μαζικού κόμματος της Αριστεράς. Η εκλογική ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σηματοδότησε το τέλος της εποχής ηγεμονίας του ΠΑΣΟΚ και την πολιτική επανεμφάνιση της Αριστεράς, για πρώτη φορά ύστερα από περιθωριοποίηση πολλών δεκαετιών. Ουσιαστικά, ο ΣΥΡΙΖΑ διαδέχθηκε το ΠΑΣΟΚ στην εκπροσώπηση του μεγαλύτερου τμήματος του λαϊκού κοινωνικού μπλοκ της μεταπολίτευσης.

Ωστόσο, η Αριστερά δεν πρέπει να υποκλιθεί σήμερα στην ιδεολογική επίθεση, που διεξάγεται με όχημα το στρατευμένο σχήμα του «εθνο-λαϊκισμού», κατά της «κληρονομιάς» του ΠΑΣΟΚ· επίθεση, η οποία στοχεύει στη συσκότιση της πραγματικής ιστορίας της μεταπολίτευσης. Ο εκφυλισμός και η οριστική πολιτική χρεωκοπία του ΠΑΣΟΚ εξυπηρετεί τη προσπάθεια ιστορικής αναθεώρησης και παραχάραξης. Χρησιμοποιείται από τους κέρβερους-προπαγανδιστές του νεοφιλελευθερισμού για την απαξίωση συνολικά των μεταπολιτευτικών κομμάτων και του κοινοβουλευτισμού, τη νομιμοποίηση της αυταρχικής αναίρεσης των πολιτικών και κοινωνικών κατακτήσεων, που επέβαλε η «σοσιαλδημοκρατική» διαχείριση του ΠΑΣΟΚ, μετά το 1981.

Η γκραμσιανή ρήση ισχύει και αντίστροφα. Όπως θα (αποδεχθούμε να) «διαβάσουμε» σήμερα την ιστορία του ΠΑΣΟΚ, θα (αποδεχθούμε να) «διαβάσουμε» και την ιστορία της μεταπολίτευσης.

 Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών την 1/9/2014

Οι μισές αλήθειες της ευρωκρίσης

Η ​​ αντιμετώπιση της ευρωκρίσης στηρίχθηκε σε μισά μέτρα – γι' αυτό η κρίση συνεχίζεται. Ο διάλογος στην Ευρωζώνη διεξάγεται με μισές αλήθειες – γι' αυτό δυσχεραίνονται οι συναινέσεις για την υπέρβαση της κρίσης.

Η μισή αλήθεια της κυβέρνησης Μέρκελ είναι ότι η ανάπτυξη, ιδίως στις χώρες του Νότου, θα έρθει με εθνικές μεταρρυθμίσεις. Πράγματι, χωρίς διαρθρωτικές αλλαγές, η οικονομική μεγέθυνση δεν θα ήταν διατηρήσιμη. Στην Ελλάδα, μια τόνωση απλώς της καταναλωτικής ζήτησης, χωρίς να έχει αποκτήσει η οικονομία μεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα και εξωστρέφεια, θα επέφερε αύξηση των εισαγωγών και διεύρυνση του εξωτερικού ελλείμματος.

Αυτό που η συντηρητική ορθοδοξία παραλείπει να πει είναι ότι οι μεταρρυθμίσεις δουλεύουν μακροπρόθεσμα. Το θέμα είναι τι γίνεται τώρα, που η στάσιμη Ευρωζώνη δείχνει να κυλάει στον τρίτο γύρο ύφεσης. Χρειάζεται άμεσα μια μεγάλη αναπτυξιακή τόνωση, όπως σωστά ζητούν οι Ευρωπαίοι σοσιαλδημοκράτες, ο Ρέντσι, οι Γάλλοι σοσιαλιστές, όπως έχουν δεχτεί ο πρόεδρος Γιουνκέρ και η μεγάλη πλειονότητα των αγγλόφωνων αναλυτών. Μεταρρυθμίσεις σε εθνικό επίπεδο, αναπτυξιακή τόνωση σε ευρωπαϊκό: αυξήσεις μισθών και επενδύσεων στον Βορρά, μαζική διοχέτευση επενδυτικών πόρων στον Νότο, γενναία ποσοτική χαλάρωση νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ. Χρηματοδότηση μέρους της επενδυτικής αυτής τόνωσης από την ίδια την ΕΚΤ με αγορά επενδυτικών ομολόγων.

Μέχρι πρόσφατα, ο πρόεδρος Ολάντ προσδιόριζε το οικονομικό πρόβλημα της Ευρωζώνης αποκλειστικά ως πρόβλημα ζήτησης. Στην τελευταία συνέντευξη στη Monde έκανε ένα βήμα πιο πέρα. Δέχτηκε ότι η Ευρώπη πρέπει να τονώσει τη συνολική ζήτηση, αλλά παράλληλα οι εθνικές πολιτικές να εστιασθούν στην πλευρά της προσφοράς αγαθών και υπηρεσιών, με μεταρρυθμίσεις, βελτίωση των αγορών, φορολογικά κίνητρα, μείωση γραφειοκρατίας. Αυτή τη στροφή σηματοδότησε η αντικατάσταση του υπουργού Οικονομίας. Ο Ολάντ είπε και τα δύο μισά της αλήθειας, και θα έχει αυξημένη διαπραγματευτική ισχύ στη σύνοδο κορυφής της Ευρωζώνης, την οποία ζήτησε.

Ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μ. Ντράγκι, δύο χρόνια πριν, έσωσε τις αγορές κρατικού χρέους Ιταλίας και Ισπανίας υποσχόμενος να κάνει «ό,τι χρειαστεί». Η ισχύς της δέσμευσης ήταν τόσο επιβλητική, που η ΕΚΤ δεν χρειάστηκε καν να την υλοποιήσει. Ομως, η αποτελεσματικότητα παρήγαγε επανάπαυση. Σήμερα ο μέσος πληθωρισμός της Ευρωζώνης είναι 0,3% με πρόβλεψη να κλείσει στο 0,7%. Αυτό είναι πολύ μακριά από τον καταστατικό στόχο του 2%. Η ΕΚΤ μέχρι την προηγούμενη εβδομάδα σταθερά επαναλάμβανε τη μισή αλήθεια, ότι οι μακροπρόθεσμες προσδοκίες πληθωρισμού (πληθωρισμός 5+5 χρόνια μπροστά) στην Ευρωζώνη είναι αγκυρωμένες στον στόχο του 2%. Μετάφραση: δεν απαιτούνται ακραίες πρωτοβουλίες. Ομως το φάσμα του αρνητικού πληθωρισμού είναι πλέον εμφανές. Μέσος πληθωρισμός τόσο κοντά ή κάτω από το μηδέν σημαίνει ότι οι οικονομίες της περιφέρειας θα υφίστανται μειώσεις τιμών και μισθών για να αποκτήσουν ανταγωνιστικότητα κόστους. Το χρέος ως ποσοστό του ονομαστικού ΑΕΠ θα μεγαλώνει, αφού ο παρονομαστής θα συρρικνώνεται. Η Ιαπωνία χρειάστηκε δύο δεκαετίες για να βγει από την παγίδα αποπληθωρισμού – κι ακόμα παλεύει. Πολύ επικίνδυνη κατάσταση.

Η συντηρητική ορθοδοξία υποστηρίζει ότι η ευρωκρίση ξεπεράστηκε. Πράγματι, τα Μνημόνια τελειώνουν, οι κυβερνήσεις βγήκαν στις αγορές, τα επιτόκια ομολόγων είναι σε προ κρίσης επίπεδα, οι οικονομίες συνέρχονται από τη βαθιά ύφεση. Ομως, ένα βουνό χρέους σκιάζει την Ευρωζώνη, η μέση ανεργία στο 11,5% και οι πληγές στον Νότο θα πάρουν χρόνια να επουλωθούν. Εξίμισι χρόνια από την αρχή της ευρωπαϊκής ύφεσης, το ΑΕΠ της Ευρωζώνης είναι 2% χαμηλότερο από το σημείο εκκίνησης. (Στη Μεγάλη Υφεση του '30, η Αμερική χρειάστηκε επτά χρόνια για να επιστρέψει στο προ ύφεσης ΑΕΠ.)

Η μισή αλήθεια είναι ότι η ανεργία θα αντιμετωπιστεί με εθνικές προσπάθειες. Η άλλη μισή είναι ότι ανεργία 27% απαιτεί δραστικές δεσμεύσεις ευρωπαϊκών πόρων για την απασχόληση, που θα επικουρήσουν τις εθνικές προσπάθειες, όπως ήδη γίνεται. Μια πραγματική Ενωση χρειάζεται ένα ευρωπαϊκό σύστημα καταπολέμησης της (λόγω ύφεσης) κυκλικής ανεργίας, μαζί με εθνικές μεταρρυθμίσεις για την αντιμετώπιση της διαρθρωτικής ανεργίας. Οι εθνικοί προϋπολογισμοί δεν μπορούν να σηκώσουν τέτοιο βάρος δαπανών όταν πρέπει να πετύχουν υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα. Χωρίς γενναιότερη ενεργοποίηση της Ε.Ε., το χάσμα Βορρά – Νότου θα βαθαίνει, εντείνοντας τη δυναμική κατακερματισμού.

Η πρακτική της Ευρωζώνης έως τώρα είναι να ομνύει στους δημοσιονομικούς κανόνες της ΟΝΕ, αφήνοντας όμως σε αρμόδια θεσμικά όργανα την ευελιξία να δίνουν σιωπηρά τις απολύτως αναγκαίες ανάσες και προσαρμογές. Ο κανόνας της μη διάσωσης κρατών μπήκε στο ντουλάπι, έμμεσες μεταβιβάσεις πόρων από το κέντρο στην περιφέρεια έχουν αθόρυβα συντελεστεί, η ΕΚΤ αφέθηκε να καθαρίσει με ριζοσπαστικές για τα μέτρα της πρωτοβουλίες, η Κομισιόν χαλαρώνει διακριτικά τους δημοσιονομικούς στόχους, η Ελλάδα πήρε δύο χρόνια παράταση στον στόχο του πλεονάσματος, το ίδιο και άλλες χώρες. Και αυξάνεται η πιθανότητα, μετά την ομιλία Ντράγκι στις 22/8, η ΕΚΤ να προχωρήσει και αυτή, εντός του 2014, στην αναγκαία ποσοτική χαλάρωση.

Ναι, η Ευρωζώνη συνηθίζει να μεταβάλλει πορεία σταδιακά, σαν ένα γιγάντιο δυσκίνητο υπερωκεάνιο, που χρειάζεται πολλές μικρές στροφές για να αλλάξει κατεύθυνση. Αρκεί να μην ξεκινήσει να στρίβει πολύ αργά μπροστά από το παγόβουνο...

Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή στις 31/8/2014

Οι ιδιωτικοποιήσεις και οι απολύσεις ως απόρροια της αποτυχίας του εγχώριου πολιτικού προσωπικού

Το θράσος των πολιτικών μας είναι απύθμενο. Κόπτονται για δήθεν «εξυγίανση του δημόσιου τομέα» και για «ιδιωτικοποιήσεις» και ενοχοποιούν γι' αυτό τους πάντες, εκτός από τον εαυτό τους.

Όμως πρόκειται περί ζητημάτων που για την ενδεχόμενη αναγκαιότητά τους ευθύνονται αυτοί πρωτίστως, αν όχι απολύτως. Αντί δηλαδή να αυτοαπολύονται ως απολύτως ανίκανοι και φαύλοι για να διαχειριστούν τα κοινά, ενοχοποιούν άλλους, επικαλούμενοι πραγματικές αλλά και επινοημένες «συγκυρίες», ξεπουλούν και τη χώρα όσο-όσο. Προφανώς και δεν μπαίνουν στον κόπο να αναλύσουν τις πραγματικές διαστάσεις της σημερινής κρίσης: το πρόβλημα σήμερα είναι η έλλειψη ανάπτυξης και αποτελεί πλέον κοινό τόπο πως ανάπτυξη δεν γίνεται με απολύσεις και άκρα λιτότητα ή με «ιδιωτικοποιήσεις» οργανισμών κοινής ωφέλειας. Μόνο οι σημερινοί υπουργοί μας δεν το καταλαβαίνουν αυτό ή κάνουν πως δεν το καταλαβαίνουν, πιστοί στη γερμανική «σχολή» της εσωτερικής υποτίμησης, αν όχι της ενίσχυσης των γερμανικών επιδιώξεων.

Ας αρχίσουμε από τους δημοσίους υπαλλήλους. Το δημόσιο προσλαμβάνει εργαζόμενους για να λειτουργούν καλά οι δημόσιες υπηρεσίες. Αν αυτοί οι υπάλληλοι δεν αποδίδουν, είναι κυρίως γιατί η υπηρεσία τους δεν λειτουργεί σωστά. Στην περίπτωση αυτή, όμως, ευθύνεται πρωτίστως είτε η διεύθυνση της υπηρεσίας αυτής, που δεν μεριμνά προς τούτο, είτε η «άνωθεν» κακή οργάνωσή της. Οι κατ' αρχάς δηλαδή και κύριοι υπεύθυνοι πρέπει να αναζητηθούν στους διευθυντές αλλά και στους γενικούς «μάνατζερ» των υπηρεσιών αυτών, δηλαδή στους εκάστοτε Υπουργούς, Υφυπουργούς και Γενικούς Γραμματείς, που οφείλουν να καταστήσουν το Υπουργείο τους, με όλες τις επί μέρους υπηρεσίες του, λειτουργικό και όχι να φέρνουν μαζί τους εκατοντάδες ακριβοπληρωμένων συμβούλων για να το υποκαταστήσουν και ουσιαστικά να το ακυρώσουν. Τελικώς όμως το ανάθεμα πίπτει στους δυστυχείς δημοσίους υπαλλήλους, που συχνά δεν έχουν στην κυριολεξία τι να κάνουν. Συχνά αυτοί οι (μισθοδοτούμενοι) υπάλληλοι είναι και περισσότεροι από όσους πραγματικά η υπηρεσία χρειάζεται, καθιστώντας έτσι επιπροσθέτως το όλο σύστημα όχι μόνο αντιλειτουργικό, αλλά και υπέρογκα δαπανηρό. Γι' αυτό όμως και πάλι φταίνε οι πολιτικοί που τους διόρισαν πελατειακά και εν πολλοίς εκβιαστικά. Εκβιαστικά, γιατί όταν κάποιος είναι άνεργος και για να εργαστεί πρέπει απαραιτήτως να περάσει από το γραφείο του βουλευτή της περιοχής του, ειδάλλως δεν βρίσκει δουλειά, αυτό λέγεται εκβιασμός. Φταίει βέβαια σε κάποιο βαθμό και ο εκβιαζόμενος, πρωτίστως όμως φταίνε οι εκβιαστές του. Οι οποίοι μάλιστα εκβιαστές επιβάλλουν τώρα να αξιολογούνται οι πρώην πελάτες τους με τρόπο που στερείται στοιχειώδους λογικής (για να εξακολουθήσουν να τους έχουν ακόμα πελάτες μήπως;): υποχρεώνουν τους προϊσταμένους και τους διευθυντές των δημοσίων υπηρεσιών όταν αξιολογούν τους υπαλλήλους τους να εμφανίζουν απαραιτήτως συγκεκριμένο ποσοστό «ανεπαρκών», συγκεκριμένο ποσοστό «ικανών» και συγκεκριμένο ποσοστό «αρίστων». Πρόκειται περί της απόλυτης παράνοιας των ανικάνων ή περί ηθελημένης προσπάθειας διάλυσης των πάντων, αρχής γενομένης από την κοινή λογική; Άραγε στους εμπνευστές αυτής της «νομοθετικής ρύθμισης», στους υπουργούς και στους βουλευτές μας, δηλαδή, τι ποσοστώσεις πρέπει να βάλουμε στην αξιολόγησή τους; Γιατί πρέπει και αυτοί να αξιολογηθούν, υπάλληλοι μισθοδοτούμενοι από εμάς είναι, δημόσιοι υπάλληλοι με χαμηλά και ανέλεγκτα μάλιστα τυπικά προσόντα, αλλά και εκ του αποτελέσματος ανύπαρκτα ουσιαστικά προσόντα. Ας πάψουμε επί τέλους να τους μυθοποιούμε σαν να είναι παλαιού τύπου μονάρχες ή σαν σταρ του σινεμά.

Βεβαίως και πρέπει να υποστούν συνέπειες οι οκνηροί δημόσιοι υπάλληλοι, οι αδιάφοροι και οι φαύλοι, μ' άλλα λόγια αυτοί που επείσθησαν από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα πως ο κύριος στόχος είναι η ήσσων προσπάθεια, το αεριτζίδικο κέρδος, η ρεμούλα και η λαμογιά, πρωτίστως όμως φταίνε οι πολιτικοί που δημιούργησαν έναν αντιλειτουργικό και αντιαναπτυξιακό δημόσιο τομέα, καταχρώμενοι της εξουσίας τους και εξαντλώντας τα δημόσια ταμεία για ψηφοθηρικούς λόγους. Οφείλουν οι πολιτικοί αυτοί – δηλαδή σχεδόν το σύνολο του πολιτικού προσωπικού μας – να λογοδοτήσουν για διασπάθιση δημοσίου χρήματος και να υποστούν τις συνέπειες – από τη μη επανεκλογή τους έως την ένδικη δίωξή τους. Με έναν πρόχειρο υπολογισμό εύκολα διαπιστώνουμε πως οι πολιτικοί με τους αθρόους και κυρίως ασύμβατους με τις πραγματικές ανάγκες των επί μέρους δημοσίων υπηρεσιών διορισμούς, προξένησαν στα δημόσια ταμεία μεγαλύτερη ζημιά από αυτήν που προξένησε, λ.χ. ο Τσοχατζόπουλος.

Ακόμα όμως κι έτσι, υπάρχουν τρόποι η δημόσια διοίκηση να γίνει παραγωγική προς όφελος όλων, δηλαδή της ανάπτυξης, της ενίσχυσης της «ιδιωτικής πρωτοβουλίας» συμπεριλαμβανομένης. Κατά πρώτον, ξέρουμε πολύ καλά – ή πρέπει να ξέρουμε – πως σε κάθε απολυμένο του δημόσιου τομέα αντιστοιχούν ίσως περισσότεροι απολυμένοι του ιδιωτικού τομέα, ξέρουμε επίσης ότι ο δημόσιος τομέας στην Ελλάδα δεν είναι ο μεγαλύτερος στην Ευρώπη και άρα κακώς τον λοιδορούμε σαν συνολικά υπερτροφικό. Η απαίτηση της «τρόικας» δεν ήταν αρχικώς η απόλυση υπαλλήλων – το έχουν ευθέως δηλώσει αυτό –, ήταν η εύρεση τρόπων αποπληρωμής των χρεών μας. Οι ανίκανοι όμως πολιτικοί μας το μόνο που βρήκαν να κάνουν γι' αυτό, ήταν να απολύσουν υπαλλήλους για εξοικονόμηση χρημάτων – μέγα μεθοδολογικό λάθος και βαθύτατα αντιαναπτυξιακό, που θα έπρεπε να τους στείλει συλλήβδην σπίτι τους ή στα δικαστήρια. Κατά δεύτερον, υπάρχουν πάμπολλοι τομείς όπου μπορούν οι δημόσιοι υπάλληλοι (και ως δημόσιοι υπάλληλοι) – και συνακολούθως η δημόσια υπηρεσία στην οποίαν υπηρετούν – να αυτοχρηματοδοτούνται. Τα πολλαπλασιαστικά οφέλη θα ήσαν τεράστια. Δεν αναφέρομαι τόσο στην παλαιότερη πρόταση του Θανάση Κανελλοπούλου (στην εποχή που υπήρχαν ακόμα πολιτικοί που σκέπτονταν, προτού ενσκήψει η λαίλαπα των τελευταίων ετών), που πρότεινε δημιουργία δημοσίων εταιριών μιας μετοχής, αναφέρομαι κυρίως σε υπηρεσίες που μπορούν ευθέως να αυτοχρηματοδοτηθούν και που τώρα αποστελεχώνονται δήθεν για να «εξυγιανθούν».

Στα Πανεπιστήμια, π.χ., υπάρχουν οι Ειδικοί Λογαριασμοί Ερευνών, που μέσα στην ανόητη φούρια των απολύσεων αποστελεχώνονται, με συνέπεια να χάνονται πολλά διεθνή προγράμματα και πολλά χρήματα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι και το Υπουργείο Τουρισμού. Τον τελευταίο καιρό δοξολογούμε το Υπουργείο αυτό, λόγω του αυξανόμενου τουριστικού ρεύματος προς τη χώρα μας, τη στιγμή που αυτό δεν κάνει απολύτως τίποτα για τη διάχυση αυτού του τουρισμού στην τοπική οικονομία και όχι στα all inclusive των αόρατων ιδιοκτητών, με τους ανασφάλιστους εργαζόμενους των 300 ευρώ. Αν υπήρχε πολιτική βούληση πραγματικής τοπικής ανάπτυξης μέσω της διακίνησης των τουριστών και σχετικός έλεγχος – από επαρκώς στελεχωμένες υπηρεσίες βεβαίως –, το οικονομικό όφελος για τη χώρα θα ήταν τεράστιο. Το υπουργείο αυτό έχει ακόμα αφήσει τις υπηρεσίες αδειοδοτήσεων των τουριστικών καταλυμάτων με ελάχιστους ή καθόλου εργαζόμενους, με αποτέλεσμα να δυσκολεύεται και να χάνει πολύτιμο χρόνο και χρήμα όποιος επιδιώκει να πάρει άδεια λειτουργίας του τουριστικού καταλύματός του, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την οικονομία της χώρας. Αφήνω κατά μέρος μεγάλες τουριστικές μονάδες που για χρόνια βασανίζονταν με τις αρμόδιες – και υποστελεχωμένες – δημόσιες αρχές.

Υπάρχουν βεβαίως και δημόσιες υπηρεσίες που δεν χρειάζεται να υπάρχουν, πέραν των κακών και διεφθαρμένων δημοσίων υπαλλήλων. Εδώ όμως αφ' ενός οφείλουν οι «μάνατζερ» - υπουργοί να προβούν σε μελέτη ανασύνταξης των υπαλληλικών θέσεων, αφ' ετέρου να εξασφαλιστούν τρόποι ελέγχου των υπαλλήλων από τους προϊσταμένους τους και τους υπουργούς τους, που οφείλουν να οργανώνουν σωστά και να ελέγχουν την αποδοτικότητα των υπηρεσιών των υπουργείων τους. Το αν, π.χ., αυτή τη στιγμή βρέθηκαν υπάλληλοι πολεοδομικών γραφείων με εκατομμύρια, σίγουρα δεν φταίνε μόνο αυτοί: είτε δεν ελέγχθησαν ποτέ, είτε συνεργάστηκαν με υψηλότερα ιστάμενους για προστασία. Ούτε και ο Τσοχατζόπουλος έφταιγε (έκλεβε) μόνο αυτός. Θα πρέπει να το ήξεραν και ενδεχομένως να το εκμεταλλεύονταν και άλλοι, ίσως μάλιστα (και) οι ανώτεροι αυτού στην ιεραρχία (αν δεν το ήξεραν σημαίνει πως αποδέχονται την ηλιθιότητά τους).
Α
ς έρθουμε τώρα στις ιδιωτικοποιήσεις. Γιατί αναγκαζόμαστε – αν αναγκαζόμαστε και δεν εντελλόμαστε – να αλλάξουμε το ιδιοκτησιακό καθεστώς μιας δημόσιας υπηρεσίας ή δημόσιας επιχείρησης; Μα προφανώς γιατί δεν λειτουργεί σωστά. Γιατί όμως η ΔΕΗ, π.χ., δεν λειτουργεί σωστά; Μα προφανώς γιατί είναι λάθος οργανωμένη. Γιατί δεν την οργανώνουμε καλύτερα και αποδοτικότερα για το δημόσιο συμφέρον και παραγωγικότερα, δηλαδή για να προσφέρει ανάπτυξη και άρα εμμέσως κερδοφορία; Προφανώς γιατί είμαστε ανίκανοι να το κάνουμε και προτιμούμε την εύκολη λύση της πώλησής της, γιατί άλλοι θα το κάνουν καλύτερα από εμάς. Ομολογούν δηλαδή οι πολιτικοί μας ότι αδυνατούν να οργανώσουν καλά μια επιχείρηση – το κλειστό και λειτουργικά ακριβό club της ΔΕΗ εν προκειμένω – και εμείς τους ξαναψηφίζουμε, αντί να τους στείλουμε, αν όχι στη δικαιοσύνη, ως καταχραστές δημοσίου χρήματος και τροχοπέδη της παραγωγής και της ανάπτυξης, τουλάχιστον σπίτι τους. Ακόμα και το επιχείρημα ότι επιδιώκουμε να «ανοίξουμε» τις δημόσιες επιχειρήσεις στην «ιδιωτική πρωτοβουλία» είναι ψεύδος.

Περισσότερο ενισχύουμε την ιδιωτική πρωτοβουλία στην προσπάθειά της να επινοήσει, να επιχειρήσει και να παράξει, αποκλείοντας εγκλωβισμό της σε ενδεχόμενη μέγγενη κερδοσκόπων, παρά παραδίδοντας την παραγωγή και την εμπορία της ηλεκτρικής ενέργειας και των αγαθών που αποτελούν προϋπόθεση τόσο για την πολυπόθητη ανάπτυξη όσο και την ίδια την ύπαρξη της κοινωνίας (νερό, επικοινωνίες), σε μεμονωμένους ιδιοκτήτες, εν πολλοίς μάλιστα ανώνυμους. Λιγότερο κράτος δεν σημαίνει αντικατάστασή του με ιδιωτικές εταιρίες του μεγάλου και ανώνυμου κεφαλαίου. Στην περίπτωση αυτή πάλι περισσότερο «κράτος» θα έχουμε, κράτος που αντί να (νομίζουμε πως) το ελέγχουμε μέσω των εκλογών, θα καθορίζει τις βασικές παραμέτρους της καθημερινής μας ζωής, χωρίς να δίνει λόγο σε κανέναν, κράτος που θα ελέγχει απολύτως και κατά το δοκούν κάθε ιδιωτική πρωτοβουλία.

Λιγότερο κράτος δεν σημαίνει αντικατάστασή του με ένα άλλο ολιγαρχικό κράτος ανώνυμων κεφαλαιούχων. Λιγότερο κράτος σημαίνει πέρασμα μέρους της κεντρικής εξουσίας και των αποφάσεων που αφορούν στα κοινά προς τους πολίτες του, υπό το κλεισθενικό τρίπτυχο της ισονομίας, ισηγορίας και ισοπολιτείας. Λιγότερο κράτος σημαίνει θέσπιση περισσότερων ατομικών ελευθεριών και δυνατοτήτων των ατόμων – όλο και περισσότερων ατόμων – να παράγουν, να δημιουργούν και να συμμετέχουν στα κοινά. Λιγότερο κράτος σημαίνει σταδιακή θέσπιση Νέου Κοινωνικού Συμβολαίου, με επαναπροσδιορισμό των όρων «δημοσίου» και «ιδιωτικού» και επαναπροσδιορισμό των λειτουργικών τους σχέσεων, έως συνταύτισής του.

Δημοσιεύτηκε στο Ποντίκι στις 30/6/2014

Η περίπτωση Μόσιαλου

Όχι, δεν ενδιαφέρει ιδιαιτέρα το τι διδάσκει η περίπτωση Μόσιαλου για τη λειτουργία (καλά, λέμε!) του ύστερου ΠΑΣΟΚ και των μηχανισμών του: βρήκε παγωμένους τους προσωπικούς του τραπεζικούς λογαριασμούς επειδή είχε οφειλές στο ΙΚΑ το ΙΣΤΑΜΕ, του οποίου υπήρξε ο Μόσιαλος Πρόεδρος το 2010-12. Έκτοτε, επί μήνες και μήνες προσπαθούσε να παραιτηθεί αλλά χωρίς να αντικαθίσταται. Το ΙΣΤΑΜΕ «ανήκε» (ως «αστική, μη-κερδοσκοπική εταιρεία») κατά 90% στον... Ροβέρτο Σπυρόπουλο, όταν (εκείνος) ήταν διευθυντής του ΠΑΣΟΚ. Ναι, τον ίδιο Ροβέρτο Σπυρόπουλο που τώρα βαδίζει τον Γολγοθά ως Διοικητής του ΙΚΑ. Ήδη βγαίνει το ΠΑΣΟΚ με δήλωσή του να «λευκάνει» τον Ηλ. Μόσιαλο, αλλά... η δέσμευση των καταθέσεων παραμένει δέσμευση! Η μπαχαλοποίηση ανήκει στην καθημερινότητά μας, ούτως ή άλλως, τα χρόνια του χαρατσιού Βενιζέλου και του ΕΝΦΙΑ και του Ασφαλιστικού και...

Όμως, εκείνο που σοβαρά θα 'πρεπε να ενδιαφέρει είναι πώς - με αφορμή την περίπτωση Μόσιαλου - αναδεικνύεται η αποθάρρυνση, η ακραία αποθάρρυνση εκείνων των περιπτώσεων ανθρώπινου δυναμικού που κατά τεκμήριο θα είχαν να «δώσουν», να προσέρχονται στην πολιτική. Ψέματα! Ακόμη και να πλησιάσουν στον δημόσιο βίο. Καθηγητής Οικονομικών της Υγείας στο LSE, διοργανωτής/σκηνοθέτης του μεγάλου συνεδρίου για τον Εκσυγχρονισμό στο Λονδίνο αρχές δεκαετίας του΄90 (από εκεί εκπήγασε η θεωρητική νομιμοποίηση των ετών Σημίτη...). Ούτε τηλεφώνημα, όμως, όταν ο Εκσυγχρονισμός κυβερνά! Ύστερα, σύμβουλος στον μεταρρυθμιστή Αλέκο Παπαδόπουλο στο Υγείας, έως ότου και ο Αλέκος και οι μεταρρυθμίσεις του ξηλώνονται. Ύστερα, «ανακάλυψη» Μόσιαλου από τον ΓΑΠ, εκεί μπαίνει στη μέση το ΙΣΤΑΜΕ, καταλήγει υπουργός Επικρατείας και πάει να εκφράσει κάτι διαφορετικό ως ύφος, καταλήγει να διαμορφώσει νομικό πλαίσιο για μια μη-κρατική αλλά και (ίσως, μπορεί, ενδεχομένως...) μη-παρεοκρατική ΕΡΤ, βλέπει τους πάντες να εναντιώνονται.

Δεν βάζει μυαλό. Καθώς διατηρεί μια κάποια στήριξη/εμβέλεια στους μιντιακούς χώρους, δημιουργεί κάτι σαν κίνηση ή πρόπλασμα κόμματος («Δυναμική Ελλάδα» ή κάπως έτσι). Μπαίνει στον πειρασμό συνεργασιών τύπου «ΕΛΙΑΣ» (εκείνο με τα διάφορα σηματάκια, υπό την κυρίαρχη μαγνητική έλξη Βενιζέλου...), αλλά όχι και μέχρι να γίνει «58». Κάποια στιγμή καταλαβαίνει τι παίζεται, αποστασιοποιείται - και προσγειώνεται στη γοητευτική μας βαλκανική πραγματικότητα (στην οποία, μην γκρινιάζουμε, όλοι έχουμε επιλέξει να είμαστε...) με το πάγωμα των λογαριασμών του λόγω ΙΣΤΑΜΕ. Αν αυτή η διαδρομή δεν είναι διδακτική, τότε τι είναι;

Δημοσιεύτηκε στο protagon στις 27/8/2014

Μόσιαλος και ΙΣΤΑΜΕ: Μια παρανοϊκή ιστορία

Θα μπορούσε να είναι απλά ένας ακόμη καφκικός παραλογισμός εξαιτίας της γνωστής διαλυτικής αδιαφορίας που ενδημεί εδώ και χρόνια στην καρδιά του κατεστημένου κομματικού συστήματος που βρίσκεται ανοικτά σε παρακμή. Πρόκειται όμως για μια ιστορία με πολλαπλές συμβολικές απολήξεις. Στις 7 Απριλίου 2012 ο Ηλίας Μόσιαλος Καθηγητής Οικονομικών της Υγείας στο London School of Economics με το τέλος της θητείας του ως Πρόεδρος του ΔΣ του ΙΣΤΑΜΕ έστειλε συμπληρωματικά και μία επιστολή παραίτησης στον Πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ και τον κύριο μέτοχο, κάτοχο του 90% των μεριδίων στην αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία με την επωνυμία ΙΣΤΑΜΕ που αποτελεί το επίσημο «Ινστιτούτο Ιδεών» του ΠΑΣΟΚ ( το Ινστιτούτο Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής είναι το αντίστοιχο της ΝΔ). Ο πλειοψηφών εταίρος ήταν ο κ. Ροβέρτος Σπυρόπουλος τότε ταμίας του ΠΑΣΟΚ και νυν Διοικητής του ΙΚΑ. Σε ένα κανονικό κόμμα, σε μία κανονική χώρα αυτές οι δύο συνθήκες θα ήταν υπεραρκετές για την πλήρη τυπική και ουσιαστική απεμπλοκή του παραιτηθέντος από μία θέση που έτσι κι αλλιώς έχει περισσότερο έναν επιστημονικό ρόλο κύρους και εποπτείας για τη γενική νόμιμη λειτουργία του οργανισμού και για την -υποτιθέμενη- παραγωγή ιδεών και στρατηγικής κατεύθυνσης της χώρας. Ο Ηλίας Μόσιαλος που βρίσκεται 35 χρόνια στην Μεγάλη Βρετανία δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί το τι σημαίνει ότι εδώ είναι ΠΑΣΟΚ, δεν είναι «παίξε γέλασε». Ακολούθησαν 6 επιστολές, μία εξώδικος διαμαρτυρία, δεκάδες τηλέφωνα, πεντάδες διαβεβαιώσεις του τύπου «την επόμενη εβδομάδα διορίζουμε νέο Διοικ. Συμβούλιο» και άλλα πολλά. Την προηγούμενη εβδομάδα, Τετάρτη 20 Αυγούστου 2014 έφτασε στο σπίτι του επιστολή τράπεζας που τον ενημέρωνε ότι ο λογαριασμός του έχει δεσμευθεί ύστερα από εντολή κατάσχεσης του ΙΚΑ για μη καταβολή ασφαλιστικών εισφορών προς τους εργαζόμενους του ΙΣΤΑΜΕ ύψους 170 χιλ. ευρώ. Δηλαδή σε απλά ελληνικά ο κ. Ροβέρτος Σπυρόπουλος, Διοικητής του ΙΚΑ αντί να κάνει δέσμευση στους δικούς του λογαριασμούς ως κύριος εταίρος του ΙΣΤΑΜΕ που ελλείψει Διοικητικού Συμβουλίου είναι και ο αποκλειστικά υπεύθυνος έκανε δέσμευση στους λογαριασμούς του Ηλ. Μόσιαλου. Βεβαίως ο κ. Σπυρόπουλος δήλωσε ότι δεν είχε γνώση για την εντολή κατάσχεσης και δεν υπάρχει κανένας λόγος να μην τον πιστέψουμε. Όμως για δυόμιση ολόκληρα χρόνια οι εταίροι του ΙΣΤΑΜΕ και συνακόλουθα η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ δεν μπόρεσαν να διορίσουν νέο ΔΣ παρότι ανακοίνωσαν ενδιαμέσως δύο άλλους Προέδρους (Κ. Σκανδαλίδης, Χρ. Δερβένης). Έτσι με ακέφαλο το Ίδρυμα και αδιάφορα αδρανείς τους εταίρους υπεύθυνος απέναντι στην εφορία και το ΙΚΑ παραμένει ο προ διετίας παραιτηθείς Πρόεδρος. Πρόκειται για μία εξωφρενική ιστορία που αναδεικνύει συμπληρωματικά μερικά κρίσιμα ζητήματα που μας αφορούν όλους. Καταρχήν το γεγονός ότι συνέβη στον Ηλία Μόσιαλο πρώην υπουργό με ευρύτερη και μάλιστα διεθνή επιστημονική και κοινωνική καταξίωση που έχει επιπλέον σχετικά υψηλή διείσδυση στα ΜΜΕ σπέρνει μία γενικότερη ανασφάλεια στους πολίτες για τις πρακτικές κατασχέσεων του ΙΚΑ και του Δημοσίου κατά «δικαίων και αδίκων» χωρίς σταθερούς και τεκμηριωμένους κανόνες. Ο κάθε πολίτης θα σκεφτεί ότι «αν συμβαίνει αυτός ο παραλογισμός στον Μόσιαλο, τι θα μπορούσε να συμβεί σε μένα». Προσωπικά γνωρίζω τέσσερεις εργαζόμενους στελέχη σε επιχειρήσεις και οργανισμούς οι οποίοι διώκονται αδίκως από το ΙΚΑ την ίδια στιγμή που οι πραγματικοί υπεύθυνοι και οι επιχειρηματίες έχουν «τακτοποιήσει» τις υποθέσεις τους. Βεβαίως υπάρχουν και αρκετοί «ατσίδες» μεγαλοεπιχειρηματίες και οι στενοί συνεργάτες τους που διώκονται δικαίως. Σε μία εποχή όμως γενικευμένης υπερχρέωσης και ληξιπρόθεσμων οφειλών χρειάζονται σαφείς και δίκαιοι κανόνες για όλους με προσεκτική εφαρμογή σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Δεύτερον, η περιπέτεια Μόσιαλου με το ΙΣΤΑΜΕ και η με το ζόρι προσκόλληση του σ' αυτό δυόμιση χρόνια μετά την παραίτηση του αναδεικνύει την αδιαφορία και την υποτίμηση που δείχνουν οι ηγεσίες των κατεστημένων κομμάτων –στην περίπτωση μας το ΠΑΣΟΚ- για τα επίσημα κομματικά Ινστιτούτα που θα έπρεπε να λειτουργούν ως «Δεξαμενές Σκέψης» και παραγωγής λύσεων ιδίως σήμερα που η χώρα βρίσκεται ακόμη στο χείλος του γκρεμού. Παρότι χρηματοδοτούνται από τον Προϋπολογισμό του κράτους λειτουργούν συνήθως ως διοργανωτές εκδηλώσεων δημοσίων σχέσεων, προώθησης και τακτοποίησης των εκλεκτών της εκάστοτε ηγεσίας. Ιδέες, λύσεις και προώθηση του Δημοσίου Διαλόγου, σπανίως. Το παράδοξο στην όλη υπόθεση είναι ότι ο Μόσιαλος ήταν ο πρώτος που προσπάθησε να αναδιοργανώσει το ΙΣΤΑΜΕ σε ευρωπαϊκές βάσεις. Εμπνεόμενος από το επιτυχημένο ινστιτούτο IPPR του Εργατικού Κόμματος προχώρησε σε εκδηλώσεις τεκμηρίωσης πολιτικής, σε έρευνες Public Policy Transfer, σε συζητήσεις για την νέα Σοσιαλδημοκρατία κάτι βεβαίως που οι διψασμένοι για πρακτικό κομματισμό πασόκοι τα θεώρησαν περιττή πολυτέλεια και τα έγραψαν στα παλαιότερα των υποδημάτων τους. Άσε που μείωσε 40% τις δαπάνες του ΙΣΤΑΜΕ, κάτι πρωτοφανές για οργανισμό του ΠΑΣΟΚ που συνήθως διαμέσου εύκολου τραπεζικού δανεισμού (βλέπε χρέος 160 εκατ. ευρώ) αύξανε θεαματικά τις δαπάνες του. Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι ο Ηλ. Μόσιαλος ήταν ο ένας και μόνος βουλευτής από τους 300 στο Κοινοβούλιο του 2009-2012 που αποποιήθηκε όλα τα βουλευτικά προνόμια (γραφεία, συνεργάτες, δωρεάν πτήσεις, δωρεάν τηλεφωνικά τέλη κ.α.). αντιμετωπίζοντας ολική σχεδόν «συντεχνιακή» απομόνωση από τους συναδέλφους στου στη Βουλή. Όπως ακριβώς επίσης και με την υπόθεση της ΕΡΤ όπου πρότεινε μία ριζική μεταρρύθμιση εν λειτουργία με στόχο την πραγματική αναβάθμιση και ανεξαρτητοποίηση της Δημόσιας Ραδιοτηλεόρασης και στην αρχή αντιμετώπισε την έχθρα του συνόλου σχεδόν των βουλευτών ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, οι οποίοι στη συνέχεια υποστήριξαν τη σπασμωδική διάλυση της ΕΡΤ, υποκρινόμενοι ότι υιοθετούν ένα σκέλος των προτάσεων της Επιτροπής Αλιβιζάτου το οποίο πριν λίγες ημέρες σθεναρώς απέρριψαν αποκαλύπτοντας τον πλήρη κυβερνητικό έλεγχο στον διορισμό του Εποπτικού Συμβουλίου. Ο Ηλίας Μόσιαλος με την πρόσφατη περιπέτεια του ΙΣΤΑΜΕ αναδεικνύει ένα άκρως επικίνδυνο φαινόμενο, με βαρύτατες αρνητικές επιπτώσεις για την αναγκαία ανανέωση του πολιτικού δυναμικού της χώρας. Κάθε αξιοπρεπής και έντιμος πολίτης από την Ελλάδα ή τη Διασπορά που θέλει να προσφέρει έστω και προσωρινά στην πολιτική και τον Δημόσιο βίο πρέπει να προσέχει τριπλά στην οποιαδήποτε συμμετοχή του στο σημερινό ζουγκλοειδές κατεστημένο κομματικό σύστημα και αν δεν το κάνει κινδυνεύει να «τιμωρηθεί» πολλαπλά τη στιγμή που οι «εσωτερικοί» του συστήματος παραμένουν αλώβητοι και προστατευόμενοι με ελάχιστες ως τώρα εξαιρέσεις. Το μήνυμα που στέλνει το σημερινό ολιγαρχικό σύστημα της συγκυβέρνησης είναι σαφές: Πας μη πλήρως υποτασσόμενος ΕΚΤΟΣ. Και αυτό είναι τριπλό Κρίμα γιατί αυτό που χρειάζεται περισσότερο από οτιδήποτε άλλο η χώρα είναι η ριζική ανασύνθεση του κομματικού συστήματος και η σύνθεση του έντιμου παλιού με το δημιουργικά νέο έτσι ώστε να υποστηριχθεί σωστά η εφαρμογή μιας πραγματικά νέας πολιτικής Αναγέννησης της χώρας.

Δημοσιεύτηκε στο tvxs στις 26/8/2014

Ηλίας Μόσιαλος: Ιστορίες τρέλας στο ΙΣΤΑΜΕ

Την περασμένη εβδομάδα ο Ηλίας Μόσιαλος, ο οποίος έχει αποσυρθεί από την πολιτική και ασχολείται πλέον μόνο με τις ακαδημαϊκές υποχρεώσεις του στο Λονδίνο, επιχείρησε να βγάλει χρήματα για τρέχουσες υποχρεώσεις από τον λογαριασμό που διατηρεί σε ελληνική τράπεζα. Η ΑΤΜ δεν ανταποκρινόταν και εκείνος σκέφτηκε ότι θα είχε πάθει κάποια βλάβη το μηχάνημα. Την Τετάρτη έφτασε στο σπίτι του επιστολή από την τράπεζα που τον ενημέρωνε ότι ο λογαριασμός του έχει δεσμευθεί έπειτα από εντολή κατάσχεσης που εξέδωσε το ΙΚΑ για μη καταβολή ασφαλιστικών εισφορών προς τους εργαζομένους του ΙΣΤΑΜΕ ύψους περίπου 170.000 ευρώ. Πρόκειται για μία ακόμη σουρεαλιστική ιστορία από το οικονομικό ναυάγιο του ΠαΣοΚ καθώς ο κ. Μόσιαλος δεν είναι πρόεδρος του ΙΣΤΑΜΕ από τον Απρίλιο του 2012, οπότε έληξε η θητεία του και επειδή δεν αντικαθίστατο υπέβαλε και επιστολή παραίτησης!
Παράλληλα με τον κ. Μόσιαλο είχαν δηλώσει παραίτηση και επτά μέλη του ΔΣ του ΙΣΤΑΜΕ, με αποτέλεσμα το όργανο αυτό να μην έχει νόμιμη σύνθεση.

Σε εκείνο το ΔΣ συμμετείχαν επίσης οι: Ν. Παπανδρέου (αντιπρόεδρος), Αννυ Ποδηματά, Τατιάνα Καραπαναγιώτη, Π. Ελευθεριάδης (σήμερα ανήκει στη Συντονιστική Επιτροπή του Ποταμιού), Μαρία Καρακλιούμη κ.ά. και πρόεδρος της επιστημονικής επιτροπής ήταν ο Δ. Κρεμαστινός.

Ενδιαφέρον όμως έχει και η νομική υπόσταση του ΙΣΤΑΜΕ, το οποίο, σύμφωνα με το Καταστατικό του, είναι αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία με κύριο μέτοχο (σε ποσοστό 90%) τον νυν διοικητή του ΙΚΑ Ροβέρτο Σπυρόπουλο. Το υπόλοιπο ποσοστό μοιράζονται οι Ι. Σουλαδάκης και Ι. Παπαδάτος.

Από τις 7 Απριλίου 2012 που δήλωσε παραίτηση ο κ. Μόσιαλος προσπάθησε με επανειλημμένες επικοινωνίες του ιδίου αλλά και του δικηγόρου του Ι. Νικολαΐδη να απεμπλακεί από τις τυπικές ευθύνες της διοίκησης του ΙΣΤΑΜΕ. Το θέμα αποδείχθηκε ότι δεν ήταν απλό. Μετά την παραίτηση του προηγούμενου ΔΣ δεν ορίστηκε νέο με τις διαδικασίες που προβλέπει το Καταστατικό του ΙΣΤΑΜΕ, παρότι στο μεταξύ άλλαξαν δύο πρόεδροι: ο Κ. Σκανδαλίδης, ο οποίος έπειτα από ολιγοήμερη θητεία διαγράφηκε για κάποιους μήνες από το ΠαΣοΚ, και ο σημερινός πρόεδρος Χρ. Δερβένης.

Παρά τις αλλαγές αυτές, υπόλογος για το ΙΣΤΑΜΕ ενώπιον της Εφορίας και του ΙΚΑ παραμένει ο κ. Μόσιαλος, εφόσον οι τρεις μέτοχοι της εταιρείας δεν φρόντισαν να ορίσουν άλλο πρόσωπο.

Τον Ιούλιο του 2012 ο κ. Μόσιαλος και τα υπόλοιπα μέλη του ΔΣ που δήλωσαν παραίτηση προώθησαν τις σχετικές επιστολές και στον διευθυντή του ΙΣΤΑΜΕ Ι. Κρίκο, ο οποίος ενημέρωσε τον κ. Σπυρόπουλο και τον γενικό διευθυντή του ΠαΣοΚ Νίκο Σαλλαγιάννη. Δύο εβδομάδες μετά, μη έχοντας καμία αντίδραση, ο κ. Μόσιαλος επικοινώνησε με τον κ. Σπυρόπουλο και έλαβε τη διαβεβαίωση ότι θα οριστεί σύντομα νέο διοικητικό συμβούλιο. Τον Ιανουάριο του 2013 απηύθυνε επιστολή ζητώντας από τον κύριο μέτοχο του ΙΣΤΑΜΕ να τον ενημερώσει αν χρειάζεται κάτι περαιτέρω από το διάστημα της θητείας του, δεδομένου ότι πλέον δεν ανήκε στο ΠαΣοΚ και είχε ιδρύσει την Κίνηση Δυναμική Ελλάδα. Ούτε αυτή τη φορά έλαβε απάντηση.

Στις 24 Φεβρουαρίου 2014, με αφορμή την κλήση του σε απολογία για την υπόθεση εργαζομένης που προσέφυγε στη Δικαιοσύνη για τα δεδουλευμένα της, ο κ. Μόσιαλος έστειλε εξώδικο στον κ. Σπυρόπουλο με τη διπλή ιδιότητά του ως εταίρου του ΙΣΤΑΜΕ και ως διοικητή του ΙΚΑ/ΕΤΑΜ. Με αυτό διαμαρτύρεται για την αδιαφορία που επιδείχθηκε στην υπόθεση της εργαζομένης αλλά ζητεί και να διευκρινιστεί η θέση του και η οποιαδήποτε σχέση του με τη διοίκηση του ΙΣΤΑΜΕ από τον Απρίλιο του 2012. Ούτε η εξώδικη διαμαρτυρία είχε κάποιο αποτέλεσμα. Στο μεταξύ όμως ο κ. Μόσιαλος προσκαλείτο είτε ως εκπρόσωπος της Δυναμικής Ελλάδας είτε ως καθηγητής της London School of Econimics σε εκδηλώσεις του ΙΣΤΑΜΕ, στο συμπόσιο για τα 39 χρόνια από την ίδρυση του ΠαΣοΚ (3 Σεπτεμβρίου 2013) αλλά και σε εκδήλωση του ΙΣΤΑΜΕ για την Υγεία (12 Δεκεμβρίου 2013). Ο διοικητής του ΙΚΑ Ροβέρτος Σπυρόπουλος σε επικοινωνία που είχε μαζί του «Το Βήμα της Κυριακής» σημείωσε ότι δεν γνώριζε τα περί δέσμευσης του λογαριασμού του κ. Μόσιαλου επειδή ακολουθήθηκε η τυπική διαδικασία και προσέθεσε ότι υπάρχει συνεννόηση με τον κ. Σαλλαγιάννη να τακτοποιηθεί η οφειλή σε 120 δόσεις.

Δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜΑ στις 24/8/2014

EBU:«Ανησυχούμε για την πορεία της ΝΕΡΙΤ»

Όπως πιθανά γνωρίζετε, η EBU ἐδειξε εντονότατο ενδιαφέρον ως προς την περσινή προσπάθεια για την ανασύσταση της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης στην Ελλάδα, και με τις κινήσεις μας από τότε η EBU απέδειξε περίτρανα την υποστήριξή της για αυτή την προσπάθεια, αν και προκάλεσε την διάλυση ενός από τα ιδρυτικά μέλη της EBU, της ΕΡΤ. Από την άλλη πλευρά, από τα τραυματικά γεγονότα του Ιουνίου του 2011, προσπαθούμε να στηρίξουμε τη ΝΕΡΙΤ καθώς ωριμάζει, με την ελπίδα ότι θα καταφέρει αργότερα μέσα στη χρονιά να αιτηθεί να γίνει μέλος της EBU.

Αποτέλεσε βαθύτατη ανησυχία για το μέλλον της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης στην Ελλάδα, η πληροφορία για την νέα διαδικασία σύγκλισης του Εποπτικού Συμβουλίου της ΝΕΡΙΤ, η οποία υιοθετήθηκε από το ελληνικό κοινοβούλιο στις 5 Αυγούστου του 2014.

Όπως γνωρίζετε, το περσινό κλείσιμο της ΕΡΤ, έφερε στο φως πλήθος ανησυχίες, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, όσον αφορά στην δημόσια ραδιοτηλεόραση ως υπηρεσία, αλλά ανέσυρε και ζητήματα που είχαν να κάνουν με την ελευθερία και τον πλουραλισμό στα οπτικοακουστικά μέσα στην Ελλάδα. Οι ανησυχίες αυτές μετριάστηκαν λόγω της άμεσης σύστασης ενός ενδιάμεσου φορέα και λόγω της δέσμευσης ότι ο νέος σταθμός δεν θα χαλιναγωγείται από τις εκάστοτε κυβερνητικές δυνάμεις. Πράγματι, ο περσινός νόμος (Ν. 4173/2013) που αφορούσε στη ΝΕΡΙΤ, εισήγαγε έναν αριθμό ασφαλιστικών δικλείδων ώστε να προστατεύσουν τη δημόσια ραδιοτηλεόραση από την κυβερνητική επιρροή. Ένα από τα σημαντικότερα μέτρα ήταν οι κανόνες που αφορούσαν στη σύγκληση του Εποπτικού Συμβουλίου. H πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας με την οποία γίνεται αποδεκτή η κοινή υπουργική απόφαση για το κλείσιμο της ΕΡΤ, ήταν μερικώς στηριγμένη σε αυτή τη δέσμευση. Στo κυρίως μέρος (παράγραφος 17), το Δικαστήριο κάνει ξεκάθαρη αναφορά σε όσα προέβλεπε ο Ν. 4173/2013 που διασφάλιζε ότι η σύγκληση των μελών της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης θα ήταν ανεξάρτητα από την εκτελεστική και τη νομοθετική εξουσία.

Είμαστε έκπληκτοι και βαθιά απογοητευμένοι που οι νόμοι αυτοί άλλαξαν ξαφνικά, χωρίς τον πρέποντα δημόσιο διάλογο και χωρίς κανέναν σεβασμό στις Ευρωπαϊκές πρακτικές που προέβλεπαν διασφάλιση της ανεξαρτησίας και της πλουραλιστικής σύνθεσης των ιθυνόντων της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης.

Παρά το γεγονός ότι η σύγκληση και η σύσταση του Εποπτικού Συμβουλίου ήταν κάτι σύνθετο και χρονοβόρο σύμφωνα με όσα προέβλεπε ο νόμος, αισθανόμαστε ότι η νέα διαδικασία στερείται νομικών ασφαλιστικών δικλείδων για την ανεξαρτησία και τον πλουραλισμό, καθώς η σύνθεση του ΕΣ καθορίζεται από τη διάσκεψη των βουλευτών, με απλή πλειοψηφία που βασίζεται στις προτάσεις του αρμόδιου για την δημόσια ραδιοτηλεόραση υπουργού.

Είναι προφανές ότι η διασφάλιση της πολιτικής ανεξαρτησίας της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης, σύμφωνα με τα όσα προβλέπονται από την Ευρωπαϊκή Συμβούλιο [και κυρίως με τις συστάσεις της επιτροπής

R (1996) 10 που αφορά στην εγγύηση της ανεξαρτησίας των δημόσιων ΜΜΕ και R (2012)1] που αναφέρεται στη διοίκηση των δημόσιων αυτών φορέων, δεν είναι θέμα έλλειψης ασφαλιστικών δικλείδων ασφάλειας απλώς, αλλά και τεράστια πολιτική ευθύνη.

Απευθυνόμαστε λοιπόν σε εσάς για να κάνετε ό,τι περνά από το χέρι σας ώστε όσα συμφωνήθηκαν, τουλάχιστον αυτά που σχετίζονται με την ανεξαρτησία και τον πλουραλισμό στη σύσταση του ΕΣ να εφαρμοστούν,, ώστε η ΝΕΡΙΤ να μπορεί να προσφέρει σε όλα τα κοινωνικά στρώματα της Ελλάδας, απαγκιστρωμένη από τις πολιτικές δυνάμεις που βρίσκονται στην εξουσία.

Πρέπει να γνωρίζετε ότι η Ευρώπη έχει το βλέμμα της στραμμένο στο Ελληνικό κοινοβούλιο, την κυβέρνηση αλλά και τη διοίκηση της ΝΕΡΙΤ. Μόνο ένας τρόπος υπάρχει ούτως ώστε να εκπληρωθεί η αρχική δέσμευση, Η σύσταση και σύγκληση του ΕΣ να γίνει με τρόπο ισορροπημένο ώστε το διοικητικό προσωπικό της ΝΕΡΙΤ να είναι δημοσιογραφικά και πολιτικά ελεύθερο. Αν ακολουθηθεί άλλος δρόμος τότε όσα κυνικά ακούστηκαν για τη σύσταση της ΝΕΡΙΤ θα επαληθευτούν και οι αποφάσεις της περασμένης βδομάδας θα είναι ένα τρομερό βήμα προς τις παλιές τακτικές πολιτικής επιρροής και διείσδυσης. Βρισκόμαστε σε ένα πολύ κρίσιμο σημείο, όπου αν ληφθούν οι σωστές αποφάσεις, θα αποκατασταθεί η δημόσια γνώμη για τη ΝΕΡΙΤ και θα καθησυχάσει όσους φοβούνται ότι η ΝΕΡΙΤ θα γίνει όργανο της κυβέρνησης.

Η ΕΒU είναι έτοιμη να στηρίξει την ίδρυση και την εξέλιξη της ΝΕΡΙΤ ως ενός ανεξάρτητου και έγκυρου δημόσιου φορέα με στόχο την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος.

Με εκτίμηση

Jean-Paul Philippot

Πρόεδρος EBU

Ingrid Deltenre

Γενική Διευθύντρια

Τσίμας: «Δεν θα έκλεινα την ΕΡΤ»

Λίγοι συνειδητοποίησαν ότι το περασμένο καλοκαίρι έκλεισε μοιραία ένας αυτοτελής κύκλος άρρηκτα συνδεδεμένος με το πολιτισμικό μας επίπεδο, το επίπεδο της ενημέρωσης και της ψυχαγωγίας μας και το χρώμα της καθημερινότητάς μας επί πάρα πολλά χρόνια. Ο κύκλος της ιστορίας της ελληνικής τηλεόρασης στην αδιάλειπτη συνέχειά της από το πρώτο ασπρόμαυρο τρεμάμενο σήμα για τους λίγους και εκλεκτούς μέχρι το μαύρο στις LCD των πάντων. Στην πορεία είχε παρεισφρήσει σε μια ασύμπτωτη τροχιά και η ιδιωτική, με πολλές συγγένειες και διαφορές αλλά πάντα με σταθερό αλληλοπροσδιορισμό μεταξύ τους. Η καινούργια κρατική τηλεόραση στην πραγματικότητα δεν έχει γεννηθεί ακόμα και άρα ο χρόνος είναι κατάλληλος για να γραφτεί η ιστορία αυτής της παράλληλης περιπέτειας που έζησαν οι δύο αντίζηλες αδελφές, η ηλικιωμένη δημόσια και η νεότερη εμπορική.

Για την ιστορία αυτή αποφάσισε να γράψει στο βιβλίο του «Ο φερετζές και το πηλήκιο» ο Παύλος Τσίμας. Στη συνέντευξη που ακολουθεί εξηγεί τους λόγους που τον οδήγησαν στη συγγραφή του συγκεκριμένου πολιτικού μυθιστορήματος, προσπαθεί να ερμηνεύσει το κλείσιμο της ΕΡΤ, καθώς και τον όρο «ελεύθερη δημοσιογραφία», ενώ φτιάχνει τη δική του τηλεοπτική ντριμ τιμ.

«Κάποτε, πριν πολλά χρόνια, σκόνταψα σε ένα απλό, αφελές ερώτημα: Γιατί η Ελλάδα χρειάστηκε 37 χρόνια από την πρώτη εμφάνιση της τηλεόρασης στην Αμερική, ώσπου να αποκτήσει δικό της τηλεοπτικό σταθμό; Γιατί ήταν η τελευταία χώρα στην Ευρώπη και από τις τελευταίες στον κόσμο, που είδε τηλεόραση;

Ψάχνοντας την απάντηση, έπεσα πάνω στα ίχνη ενός μακρού και σκληρού πολέμου, που άρχισε να διεξάγεται στη χώρα, από το 1951. Έπεσα πάνω σε σχέδια και όνειρα για τη δημιουργία τηλεοπτικού σταθμού που ξεκινούν ακόμη και πριν τον πόλεμο. Έπεσα πάνω σε αλλεπάλληλους ματαιωμένους διεθνείς διαγωνισμούς, εξαγγελίες που ακυρώνονταν, συμφέροντα που συγκρούονταν. Δεν υπάρχει άλλη χώρα στον κόσμο που να αντιστάθηκε τόσο σκληρά, με νύχια και με δόντια, στην τηλεόραση επί τόσα πολλά χρόνια. Δεν υπάρχει άλλη χώρα στον κόσμο, η πολιτική τάξη της οποίας να είχε τέτοιο φόβο για τη δύναμη της τηλεόρασης και, ταυτόχρονα, τέτοια βουλιμία να την υποτάξει.

Είχα καταλήξει, λοιπόν, στο συμπέρασμα, ότι ο "άγνωστος πόλεμος" για την τηλεόραση, η πολιτική προϊστορία της ελληνικής τηλεόρασης είναι ένας πιστός καθρέφτης της ελληνικής ιστορίας και των χαρακτηριστικών της ελληνικής πολιτικής ζωής, που αντέχουν στον χρόνο. Και σκεφτόμουν πως θα άξιζε αυτή η άγνωστη ιστορία να καταγραφεί. Αλλά, όλο το ανέβαλα. Ώσπου ήρθε πέρυσι τον Ιούνιο η εξωφρενική απόφαση να διακοπεί η λειτουργία της ΕΡΤ και το πήρα απόφαση: έπρεπε να συστηματοποιήσω την έρευνα και να γράψω το βιβλίο. Και ιδού!».

Τι ξεκίνησε στραβά στη γέννηση της ιδιωτικής τηλεόρασης που δεν πρόβλεψαν οι τρεις αρχηγοί της κυβέρνησης Ζολώτα; Τι θα θεωρούσατε απαραίτητο να είχε θεσπιστεί τότε ως προς τις συχνότητες, το ιδιοκτησιακό καθεστώς και το νομικό πλαίσιο λειτουργίας;

«Τον Απρίλιο του 1985, ο Γιώργος Ρωμαίος, αφού είχε πια παραιτηθεί από την ΕΡΤ κι ήταν ευρωβουλευτής, είχε στείλει μια επιστολή στον Ανδρέα Παπανδρέου, όπου του έγραφε ότι η τάση στην Ευρώπη κάνει αναπόφευκτη την είσοδο και της Ελλάδας, αργά ή γρήγορα, στην εποχή της ιδιωτικής τηλεόρασης. Του πρότεινε, για να μη γίνουν τα πράγματα άναρχα, να δοθούν δύο μόνον άδειες, με διαδικασίες, έλεγχο και κανόνες. Δεν εισακούστηκε. Κι έτσι, παραμονές εκλογών του 1989, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ έτρεχαν κι έταζαν στους πάντες άδεια τηλεόρασης, αν κερδίσουν τις εκλογές. Ο νόμος του καλοκαιριού του '89, υλοποιούσε αυτές τις προεκλογικές υποσχέσεις. Αν εφαρμοζόταν, θα ήταν κι αυτός μια λύση. Αλλά οι κυβερνήσεις, από το 1990 κι ύστερα, πίστεψαν πως αν αφήσουν το τοπίο αρρύθμιστο, ρευστό, καθυστερώντας να δώσουν τις άδειες, επιτρέποντας σε κάθε ιδιοκτήτη ψησταριάς να στήνει πομπούς στα βουνά, θα είχαν καλύτερο πολιτικό έλεγχο επί του Μέσου. Έκαναν λάθος - και το πληρώνουμε όλοι...».

Θα κλείνατε την ΕΡΤ, έστω και με άλλον τρόπο;

«Ο Σερ Χιου Γκριν είχε προτείνει να κλείσει και να ξανανοίξει το ΕΙΡΤ, που δεν είχε ακόμη βαφτιστεί ΕΡΤ, αμέσως μετά τη δικτατορία, γιατί η χούντα είχε αφήσει πίσω της ένα μικρό τέρας. Οι κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης προτίμησαν να κρατήσουν το τερατάκι και να το βάλουν να δουλέψει για λογαριασμό τους, με κάποιες, άλλοτε σπουδαίες (Χατζιδάκις, Ρωμαίος) και άλλοτε ασήμαντες αλλαγές ή φωτεινές παρενθέσεις. Σαράντα χρόνια μετά τον Χιου Γκριν, όχι, δεν θα έκλεινα την ΕΡΤ. Δεν είναι θέμα μεθόδου. Είναι θέμα στόχου: τι θέλει μια χώρα σαν την Ελλάδα, τον 21ο αιώνα, από τον δημόσιο φορέα ραδιοτηλέορασης; Αν δεν απαντηθεί αυτό - κι εγώ απάντηση δεν έχω ακούσει και εκείνοι που έκλεισαν την ΕΡΤ ούτε που νοιάζονταν για την απάντηση - τα υπόλοιπα είναι δίχως νόημα».

Φτιάξτε μια ντριμ τιμ όλων των εποχών της ελληνικής τηλεόρασης...

«Ξεχωρίζω, πρόχειρα, μερικές εκπομπές για το προσωπικό μου τηλεοπτικό hall of fame, αλλά οι περισσότερες θα είναι, φοβάμαι, παλιές: Το "Αλάτι και Πιπέρι" του Φρέντυ Γερμανού. Κάποιες μεταδόσεις του Γιάννη Διακογιάννη, από Ολυμπιακούς αγώνες κυρίως, και η περιγραφή του γκολ του Καμάρα, από το 3-0 Παναθηναϊκός-Ερυθρός Αστέρας. Το "Εκείνος κι εκείνος" με τον Διαμαντόπουλο και τον Μιχαλακόπουλο, εν μέση χούντα. Τα "λιανοτράγουδα" του Μίκη - πρώτη εκπομπή με απαγορευμένη μουσική Θεοδωράκη, τον Σεπτέμβριο του 1974. Τη σειρά «Εκδικητές», με την Diana Rigg στον ρόλο της Εμμα Πηλ. Το Παρασκήνιο, διαχρονικά. Το Μονόγραμμα. Το "ζήτω το ελληνικό τραγούδι" του Διονύση Σαββόπουλου. Το πρώτο θέμα της εκπομπής "Ρεπόρτερς", σε σκηνοθεσία Θόδωρου Αγγελόπουλου. Το πρώτο, άχαρο debate Σημίτη-Εβερτ, το 1996. Από το "ρεπορτάζ χωρίς σύνορα" τα αφιερώματά του στον εμφύλιο και τα ελληνικά 60'ς, πολλά ντοκιμαντέρ του "Εξάντα", οπωσδήποτε κάποια θέματα των "Πρωταγωνιστών", το "Μαύρο Κουτί" που κάναμε με τον Παπαχελά και τον Τέλλογλου. Τους δέκα μικρούς Μήτσους. Και τα βίντεο από όλα τα φάιναλ φορ της ευρωλίγκας, με τον Παναθηναϊκό».

Ποιοι είναι αυτοί που σήμερα φορούν φερετζέ και ποιοι πηλήκιο;

«Ο ''φερετζές'' είναι μια έκφραση του Ψαθά και του Πλωρίτη. Κάθε φορά που, τη δεκαετία του '50, εμφανιζόταν ένα σχέδιο για τηλεόραση στην Ελλάδα, εκείνοι αντιδρούσαν, λέγοντας: «όλα τα 'χε η Μαριορή, ο φερετζές (δηλαδή η τηλεόραση) της έλειπε». Είναι ο φόβος απέναντι στην τηλεόραση, που μεταμφιέζεται σε περιφρόνηση για τη "χυδαιότητά" της. Με έναν άλλο τρόπο, επιβιώνει και σήμερα.

Το "πηλήκιο" είναι το στρατιωτικό καπέλο που φόρεσε η χούντα στην τηλεόραση. Αφού η δημοκρατία είχε αποτύχει να λύσει το αίνιγμα "τηλεόραση", το έλυσε η χούντα, με τον τρόπο της. Έφτιαξε μια τηλεόραση, την τηλεόραση του Γεωργαλά, που ήταν ταυτόχρονα απόλυτα προπαγανδιστική, υποταγμένη στην κυβερνητική εντολή και απόλυτα, χυδαία εμπορική, ταυτισμένη με την υψηλή τηλεθέαση και τα διαφημιστικά έσοδα. Δεν υπήρξε ποτέ και πουθενά στον κόσμο τέτοιο υβρίδιο. Και νομίζω ότι, παρ' όλα όσα έγιναν μετά, αυτό το στίγμα, το εκ γενετής κουσούρι, τη σημάδεψε την ελληνική τηλεόραση για πάντα».

Ορίστε μου τον όρο «ελεύθερη δημοσιογραφία»...

«Η δημοσιογραφία που έχει την εντιμότητα να φανερώνει, να μην κρύβει τα, κάθε φορά, όρια της ελευθερίας και της «αντικειμενικότητάς» της. Η δημοσιογραφία που διεκδικεί το δικαίωμα να μην κόβει το προϊόν της κατά παραγγελία του πελάτη, του εκδότη, του πολιτικού πάτρωνα ή του κοινού και των προκαταλήψεών του».

Δημοσιεύτηκε στο Protagon στις 14/6/2014

...κι ο Ρένος χτενίζεται

«Όταν έπεσε το μαύρο στην ΕΡΤ, σοκαρίστηκα. Σοκαρίστηκα, γιατί συνειδητοποίησα ότι το μαύρο το είχαν ρίξει οι καταληψίες». Τάδε έφη, μεταξύ άλλων, Ρένος Χαραλαμπίδης σε πρόσφατη συνέντευξή του.

Το μαύρο το έριξαν οι καταληψίες, εξήγησε, γιατί δεν άφησαν την κυβέρνηση να ολοκληρώσει το σχέδιό της. Το οποίο ήταν «να συνεχιστεί το πρόγραμμα με κονσέρβες. Μαγνητοσκοπημένα. Υπήρχε ακόμη και η πρόβλεψη για κάποιες ενημερωτικές εκπομπές, υπηρεσιακές».

«Την έζησα από μέσα την ΕΡΤ, ήταν ό,τι πιο διεφθαρμένο μπορούσε να υπάρξει και δεν καταλαβαίνω για ποιο λόγο έπρεπε αυτή η σαπίλα να διατηρηθεί» - εδώ Ρένο, θα μπορούσες να παραθέσεις το παράδειγμα της κυρίας Σαλαγκούδη, που μπήκε στην ΕΡΤ επί πρωθυπουργίας Σαμαρά, με 3.500 μηναίο μισθό και χωρίς αντικείμενο, με αποτέλεσμα να ψάχνουν μήνες να της βρουν εκπομπή.

Δηλαδή Ρένο, η νέα δημόσια τηλεόραση φτιάχνεται με αξιοκρατικά κριτήρια; Θέλω να πω, εσύ, αν δεν είχες στενή σχέση με τον Αντώνη Σαμαρά, αν δεν ήσουν υποψήφιος βουλευτής και δεν είχες κάνει διαφήμιση για τη Νέα Δημοκρατία, πόσες πιθανότητες θα είχες να πάρεις τώρα εκπομπή στη Νέριτ;

Επίσης, τι θα έλεγες στον εργαζόμενο που μπήκε αξιοκρατικά στην ΕΡΤ, σ' αυτόν που δούλευε έντιμα, που δεν τα τσέπωνε και δεν έκανε λαμογιές; Υπήρχαν και καθαροί άνθρωποι στη δημόσια τηλεόραση, δεν ήταν όλοι σάπιοι. Μέχρι κι ο Κεδίκογλου το είπε στην ανακοίνωση για το κλείσιμό της (τι ειρωνεία)!

Θεωρείς ότι γι' αυτόν τον εργαζόμενο η απόφαση του Αντώνη Σαμαρά ήταν σωστή; Χιλιάδες πολίτες πάντως θεώρησαν ότι ήταν απαράδεκτη, γι' αυτό άφησαν τον καναπέ τους και ξημεροβραδιάζονταν στην ΕΡΤ. Για να εμποδίσουν να ολοκληρωθεί εκείνο το σχέδιο.

Όχι γιατί η ΕΡΤ δεν είχε σαπίλα. Αλλά γιατί δεν μπορούσαν ν' ανεχτούν τη λογική τέτοιων ισοπεδωτικών αποφάσεων. Αποφάσεων που καίνε τα χλωρά μαζί με τα ξερά χωρίς καμιά ενοχή.

Αλλά άντε να τα βρεις τα χλωρά, έτσι Ρένο; Για τέτοια είμαστε τώρα; Βάλτους όλους στο ίδιο τσουβάλι και πέτα το στον κάδο των αχρήστων. Η μέθοδος του Γκέμπελς. Άδικο, αλλά εύκολο.

Τι σου λέω όμως τώρα. Τι σε νοιάζει εσένα; Εσύ καθάρισες. Έχεις την εκπομπή σου στη νέα, αξιοκρατική, διάφανη Νέριτ.

Δημοσιεύτηκε στο Protagon στις 27/7/2014

Και όμως, υπάρχει λύση

Η πτώση της ΕΡΤ απ' τα νεοδημοκρατικά πυρά σήμανε ταυτόχρονα και το γκρέμισμα του μεγαλύτερου νεοελληνικού μύθου. Ότι τα προβλήματα μπορούν να συσσωρεύονται, να συσσωρεύονται, να συσσωρεύονται και κανείς να μην κάνει τίποτα. Ή, μάλλον, όλοι να κάνουν τα στραβά μάτια.

Η ΕΡΤ έχει χάσει πολλές ευκαιρίες εξυγίανσης. Η τελευταία ήταν με τον Ηλία Μόσιαλο. Δύο εθνικά κανάλια, συγχωνεύσεις στα περιφερειακά ραδιόφωνα, κλείσιμο της «Ραδιοτηλεόρασης» και, βέβαια, «ατομική αξιολόγηση και δραστική μείωση του προσωπικού». Όλοι, όμως, ήταν αντίθετοι. Οι αριστεροί μηχανισμοί βγάζουν φλύκταινες με την «αξιολόγηση» και οι δεξιοί δεν ανέχονται τις εθνικές προδοσίες. «Οι Αλβανοί, οι Σκοπιανοί και οι Τούρκοι θα μας πάρουν τις συχνότητες», ούρλιαζε τότε η Νέα Δημοκρατία. Από κοντά και συνδικαλιστές της Αγίας Παρασκευής που χαρακτήριζαν τον Μόσιαλο «φλώρο» και «κουλτουριάρη». Όπως «κουλτουριάρης» και στη συνέχεια «χαμερπής ομοφυλόφιλος» και «κίναιδος ολκής» ήταν για ορισμένους εθνοφρουρούς και πρασινοφρουρούς και ο Μάνος Χατζηδάκις (μην τα ωραιοποιούμε όλα τώρα που έκλεισε το Τρίτο και όλοι δηλώνουν ότι τους «λείπει το τσέλο και ο Μάνος» - έλεος).

Και ύστερα; Ύστερα ήρθε ο Κεδίκογλου! Αφού για έναν χρόνο «τακτοποιούσε» φίλους και προωθούσε άσχετους, ξύπνησε ένα πρωί και αποφάσισε να τους φάει όλους! Μια μεταρρυθμιστική μετάλλαξη του Χάνιμπαλ. Και η Ελλάδα έγινε ξανά η αρνητική πρωταγωνίστρια στα διεθνή Μέσα. Η «μαύρη οθόνη» σόκαρε ακόμη και αυτούς που κάποτε μας πίεζαν να κόψουμε τα φάρμακα στους χαμηλοσυνταξιούχους. Και, βέβαια, δάκρυσε και ο Κακλαμάνης και όλοι αυτοί που έκοψαν με λατινοαμερικάνικες ματσέτες τους μισθούς. Αλλά ας αφήσουμε τους υποκριτές και πάμε να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε τώρα. Και, κυρίως, «ποια ΕΡΤ θέλουμε».

Επειδή δεν προλαβαίνουμε να ανακαλύψουμε ένα νέο τροχό, δεν έχουμε παρά να αντιγράψουμε τα «δυτικά μοντέλα». Εκεί που η μισθοδοσία των μονίμων είναι το 20 με 30% του προϋπολογισμού και όλα τα άλλα λεφτά πηγαίνουν στην παραγωγή προγράμματος (εδώ συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο!). Ένα ευέλικτο «κέντρο» χρειαζόμαστε δηλαδή, με 1.000 εργαζόμενους που θα στελεχώσουν τα τμήματα ενημέρωσης, ψυχαγωγίας, αρχείου, τις τεχνικές, νομικές και οικονομικές υπηρεσίες. Και μια ευέλικτη «περιφέρεια» με άλλους 1.000 έκτακτους συνεργάτες που θα παράγουν νέα προγράμματα.

Στην αρχή κάθε χρονιάς το «κέντρο» θα ανακοινώνει τι θέλει και τι λεφτά δίνει, για το πρόγραμμα της επόμενης χρονιάς, και η «περιφέρεια» θα καταθέτει τις προτάσεις της για την τηλεόραση, το ραδιόφωνο, το ίντερνετ. Όλα δημόσια, διάφανα, οικονομικά προσδιορισμένα και με συνεχείς αξιολογήσεις, τόσο του «κέντρου», όσο και της «περιφέρειας». Βέβαια, το μεγάλο ερώτημα στην Ελλάδα είναι ποιος αξιολογεί και ποιος αποφασίζει. Η πολιτική έχει αρκετούς Άκηδες και οι κορυφές γρήγορα κακοφορμίζουν. Εδώ, λοιπόν, πρέπει να γίνει η πολλή δουλειά. Οι προτάσεις Αλιβιζάτου, που οψίμως ανακάλυψε το επιτελείο Σαμαρά, είναι όντως μια λύση. Σε κάθε περίπτωση πάντως, είναι σαφές ότι θέλουμε ανθρώπους επαΐοντες, απαλλαγμένους από κομματικές δεσμεύσεις.

Το κυριότερο όμως τώρα, είναι πότε θα γίνουν όλα αυτά. Ο Σαμαράς θα σου πει τον Σεπτέμβριο και όλοι οι άλλοι λένε αύριο. Είναι και τα δύο λάθος. Ούτε η χώρα μπορεί να μείνει χωρίς δημόσια τηλεόραση 80 μέρες, ούτε όλα μπορούν να γίνουν σε μία μέρα. Μπορούν όμως να γίνουν σε είκοσι! Αρκεί ο Σαμαράς, ο Βενιζέλος και ο Κουβέλης να αποφασίσουν τη Δευτέρα την επαναλειτουργία της δημόσιας ραδιοφωνίας-τηλεόρασης με το καλύτερο δυναμικό της παλιάς ΕΡΤ. Γιατί εδώ υπήρξε μια μεγάλη αδικία. Το καράβι βουλιάζει από τους αργόμισθους και άχρηστους -που διόρισε, κυρίως, το ΠΑΣΟΚ και η Νέα Δημοκρατία - αλλά στον βυθό θα πάνε και αυτοί που τόσα χρόνια τραβούσαν το κουπί. Να αρχίσει, λοιπόν, τη Δευτέρα η αξιολόγηση και σε μια εβδομάδα να τελειώσει.

Ξέρω, είναι πολλή η δουλειά για ηγέτες που έχουν επιδόσεις μόνο σε λεονταρισμούς, λυρισμούς και λαϊκισμούς. Και θα δυσκολέψει και η ζωή των παλιών συνδικαλιστών που δεν ξέρουν άλλη λέξη από την απεργία. Απεργία για τη φτωχοποίηση, αλλά και τον αφανισμό του ελληνικού έθνους (!) από την ΠΟΣΠΕΡΤ, απεργία και στις εφημερίδες από την ΕΣΗΕΑ για «το μαύρο στην ΕΡΤ»! Τώρα, πώς τιμωρείς τον Σαμαρά κλείνοντας την «Ελευθεροτυπία», «Τα Νέα», την «Αυγή», την «Εφημερίδα των Συντακτών», είναι ένα από τα παράδοξα των ημερών (πολύ φοβάμαι ότι και «απαγόρευση κυκλοφορίας» αν διατάξουν κάποιοι, η ΕΣΗΕΑ θα αντισταθεί με απαγόρευση... της κυκλοφορίας των εφημερίδων)!

Αλλά ας μη λοξοδρομήσω. Η ΕΡΤ πρέπει να επαναλειτουργήσει με άμεση αξιολόγηση του προσωπικού της. Ας το μελετήσουν το σαββατοκύριακο και ας το οριστικοποιήσουν τη Δευτέρα. Δίνοντας, βέβαια, την πολιτική ευθύνη σε ένα καινούριο πρόσωπο -ει δυνατόν κοινής αποδοχής και με την αντιπολίτευση- και όχι σε αυτούς τους υπουργούς που ευθύνονται για το μπάχαλο των τελευταίων ημερών. Η άλλη λύση, άλλωστε, ποια είναι; Οι εκλογές; Πώς; Με την ΕΡΤ κλειστή; Η Ελλάδα δεν κινδυνεύει να χάσει μόνο τους τουρίστες της, την καλοκαιρινή της τσάτρα-πάτρα ανάπτυξη και τις εναπομείνασες καταθέσεις στις τράπεζές της, αλλά θα αποχαιρετήσει και τους τελευταίους συμμάχους της. Θα είμαστε, πια, η χώρα που η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά.

Δημοσιεύτηκε στο Protagon στις 14/6/2013