Οι δέκα προτάσεις του άρθρου στοχεύουν να προσδιορίσουν τα όρια και τις δυνατότητες της σοσιαλδημοκρατίας στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης.
(1) Ο καπιταλισμός, παρόλο που σαν κυρίαρχο σύστημα ελέγχου των μέσων παραγωγής δεν θα επιβιώσει για πάντα, θα είναι μαζί μας για πολλά χρόνια ακόμα. Κάθε προσπάθειες υπέρβασής του εδώ και τώρα, δηλαδή με βίαιο/επαναστατικό τρόπο, οδηγούν στην αποτυχία. Αποτυγχάνουν γιατί σήμερα οι αντικειμενικές συνθήκες για την υπέρβαση του καπιταλισμού δεν υπάρχουν. Τα συνδικάτα έχουν πάρει την κατιούσα, τα κοινωνικά κινήματα δεν έχουν μόνιμη δυναμική ενώ οι κύριες υπερδυνάμεις που καθορίζουν τις τύχες του κόσμου (ΗΠΑ, Κίνα, Ρωσία) είναι καπιταλιστικές. Μετά από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης καμιά από τις τρεις δεν αντιμετωπίζει σοβαρό κίνδυνο από τα κάτω.
(2) Μέχρι στιγμής η πιο πετυχημένη προσπάθεια εξανθρωπισμού του καπιταλισμού επιτεύχθηκε στη μεταπολεμική Ευρώπη κατά τη διάρκεια της λεγόμενης «χρυσής εποχής» της σοσιαλδημοκρατίας (1945-1975). Σε αυτή την περίοδο, σοσιαλδημοκρατικές κυρίως κυβερνήσεις κατόρθωσαν να διευρύνουν τα αστικά, πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα των πολιτών. Κατόρθωσαν να ενισχύσουν το κράτος δικαίου, τα δημοκρατικά δικαιώματα των πολιτών και το κοινωνικό κράτος.
(3) Με τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση όμως στη δεκαετία του 80 και μετά, η κλασσική σοσιαλδημοκρατική πολιτική δεν ήταν πια εφικτή. Ο κύριος λόγος για αυτό είναι πως το απότομο άνοιγμα των παγκόσμιων αγορών, σε συνδυασμό με την άνοδο της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας, οδήγησε στην άμβλυνση της αυτονομίας του κράτους-έθνους και στην ανικανότητά του να ελέγχει τις κινήσεις των κεφαλαίων εντός των εθνικών συνόρων. Η επιστροφή στη σοσιαλδημοκρατία της χρυσής εποχής όπου το κράτος ήλεγχε την αγορά δεν είναι πια δυνατή.
(4) Ο μόνος τρόπος επιστροφής του πολιτικού ελέγχου της αγοράς είναι σε μεταεθνικό επίπεδο. Δηλαδή σε μακροσχηματισμούς όπως η ΕΕ που έχουν τη δυνατότητα να αντισταθούν πιο αποτελεσματικά στις πιέσεις των παγκόσμιων αγορών. Αγορές που οδηγούν σε μια κατάσταση πρωτοφανών ανισοτήτων, μαζικής κοινωνικής περιθωριοποίησης, οικολογικής καταστροφής και μεταδημοκρατικής διακυβέρνησης.
(5) Σε αυτό το ζοφερό πλαίσιο, η τάση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων να επιβιώσουν εκλογικά μέσω της μερικής αποδοχής νεοφιλελεύθερων αξιών και πρακτικών, έδωσε μια ανάσα στις σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις. Βλέπουμε ξανά την ανάδυση «σοσιοφιλελεύθερων» κυβερνήσεων τύπου Μπλερ. Αλλά μετά τη δεκαετία του 90, η λεγόμενη από την αριστερά «αμαρτωλή» συνεργασία σοσιαλδημοκρατίας και νεοφιλελευθερισμού οδήγησε στην σταδιακή αποδυνάμωση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Αυτή η αποδυνάμωση εντάθηκε με την κρίση του 2007/2008. Οδήγησε στη θεαματική άνοδο των δεξιών (π.χ. Λεπέν) και αριστερών λαϊκισμών (π.χ. Μελανσόν), λαϊκισμών που στοχεύουν στην επιστροφή της αυτονομίας του κράτους έθνους, στον κρατικίστικο έλεγχο των αγορών και στην αντιστροφή της παγκοσμιοποίησης. Και οι δυο λαϊκισμοί έχουν έναν αντιευρωπαϊκό προσανατολισμό, παρόλο που ο αριστερός απορρίπτει το ρατσισμό, τον αντισημιτισμό και τις φασίζουσες τάσεις του εθνολαϊκισμού.
(6) Μέσα σε αυτό το νέο πλαίσιο, όπως έδειξαν οι πρόσφατες γαλλικές προεδρικές εκλογές, οι ψηφοφόροι εγκαταλείπουν μαζικά τη σοσιαλδημοκρατία και προσανατολίζονται είτε προς το λαϊκισμό είτε στο νεοφιλελευθερισμό. Η σοσιαλδημοκρατία παντού στην Ευρώπη (εκτός Γερμανίας) βρίσκεται σε οξεία κρίση, έχει πάρει την κάτω βόλτα. Σε μια εποχή όπου οι διπολισμοί (τύπου ΠΑΣΟΚ-ΝΔ) εξαφανίζονται, όπου η συνεργασία μεταξύ κομμάτων γίνεται όλο και πιο απαραίτητη, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα για να επιβιώσουν πρέπει να στραφούν είτε προς τη νεοφιλελεύθερη δεξιά, είτε προς την ανερχόμενη ριζοσπαστική αριστερά - βέβαια όταν η τελευταία έχει σαν στόχο να εξακολουθήσει τον ευρωπαϊκό δρόμο. Η συνεργασία με τη νεοφιλελεύθερη δεξιά θα είναι καταστροφική αφού θα επαναλάβει τον δρόμο που οδήγησε στη σοσιαλδημοκρατική συρρίκνωση. Μόνο η συνεργασία με τα φιλοευρωπαϊκά ριζοσπαστικά κόμματα, δηλαδή με κόμματα που δεν στοχεύουν στη διάλυση της ΕΕ αλλά στο μετασχηματισμό της, μπορεί να οδηγήσει ξανά σε μια ανοδική προοδευτική πορεία.
(7) Πέρα από τη συνεργασία με τη ριζοσπαστική αριστερά, η αναζωογόνηση της σοσιαλδημοκρατίας προϋποθέτει νέες στρατηγικές που θα λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τους την τωρινή παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα. Ο πρώτος σοσιαλδημοκρατικός στόχος πρέπει να είναι ο πολιτικός έλεγχος των αγορών - όχι από το κράτος-έθνος αλλά από μια ευρωπαϊκή κοινότητα που θα ελέγχει τις κοντόφθαλμες στρατηγικές των πολυεθνικών και θα αμβλύνει την κυριαρχία ενός βαθιά αντιπαραγωγικού χρηματιστηριακού καπιταλισμού.
(8) Μέσα σε ένα νέο σοσιαλδημοκρατικό ευρωπαϊκό καπιταλισμό είναι δυνατόν να βρεθούν νέες στρατηγικές που να ξαναπετύχουν ή και να ξεπεράσουν τα επιτεύγματα της σοσιαλδημοκρατίας στην χρυσή εποχή της. Ας πάρουμε σαν παράδειγμα την ανεργία την οποία οι ψηφιακές τεχνολογίες και η ρομποτική θα την εντείνουν στο μέλλον. Η αντιμετώπισή της δεν μπορεί να προέλθει από ουτοπικές θεωρίες περί βασικού μισθού για όλους. Μπορεί όμως να προέλθει από μια συνεχή κινητοποίηση όλου του εργατικού δυναμικού μεταξύ τριών πόλων: τον πόλο της συμβατικής αγοράς εργασίας, τον πόλο της συνεχούς εκπαίδευσης/κατάρτισης και έναν τρίτο πόλο στον οποίο θα συμμετέχουν (με όλα τα εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα) όσοι δεν βρίσκουν εργασία στην «επίσημη» αγορά. Σε αυτόν τον τρίτο χώρο οι συμμετέχοντες θα προσφέρουν πολύτιμες υπηρεσίες στις τοπικές κοινωνίες - κυρίως, αλλά όχι μόνο, υπηρεσίες σε έναν ραγδαία γηράσκοντα πληθυσμό που το κοινωνικό κράτος δεν είναι δυνατόν να παρέχει. Η κινητοποίηση όλων των εργαζομένων στους τρεις παραπάνω πόλους θα εξαλείψει τα απαξιωτικά επιδόματα ανεργίας και την ψυχολογική εξαθλίωση που η ανεργία δημιουργεί.
(9) Μόνο νέες στρατηγικές όπως η εξάλειψη της ανεργίας μπορεί τελικά να δημιουργήσουν αντικειμενικές συνθήκες για το πέρασμα από τον καπιταλισμό στο δημοκρατικό σοσιαλισμό, δηλαδή στο όραμα του πατέρα της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατικής θεωρίας, Ε. Μπερνστάιν. Ένα σύστημα όπου τα μέσα παραγωγής θα ελέγχονται όχι στη βάση της ατομικής ιδιοκτησίας ή της κρατικής εξουσίας, αλλά κυρίως στη βάση συνεταιριστικών αξιών και πρακτικών. Ο δημοκρατικός σοσιαλισμός είναι μια ρεαλιστική ουτοπία. «Ουτοπία» με την έννοια πως δεν μπορεί να επιτευχθεί από τη μια μέρα στην άλλη, και «ρεαλιστική» με την έννοια πως είναι πραγματοποιήσιμη στη «μακρά διάρκεια».
(10) Η Ευρωζώνη, μέλη της οποίας έχουν μια μακρά, πλούσια παράδοση κοινωνικών επιτευγμάτων, μπορεί να καταπολεμήσει τους ανερχόμενους λαϊκισμούς και να ξεπεράσει τους τωρινούς κινδύνους της κατάρρευσης μόνο αν κατορθώσει να περάσει από το βάρβαρο νεοφιλελεύθερο σε έναν πιο ανθρώπινο νεοσοσιαλδημοκρατικό καπιταλισμό. Αν τα καταφέρει, θα γίνει ένας σημαντικός παίκτης στην παγκόσμια κοινωνικοπολιτική αρένα. Θα είναι σε θέση όχι μόνο να καθορίζεται αλλά και να καθορίζει σε ένα σημαντικό βαθμό το παγκόσμιο γίγνεσθαι. Θα καταστεί υγιές αντίβαρο στον αυταρχικό κινεζικό καπιταλισμό και στο μείγμα προστατευτισμού και νεοφιλελευθερισμού του τωρινού προέδρου των ΗΠΑ.
Οι δέκα παραπάνω προτάσεις αποτελούν τον μόνο δυνατό στόχο των προοδευτικών δυνάμεων σήμερα, δηλαδή των δυνάμεων που έχουν σαν σκοπό την παραπέρα εξάπλωση των αστικών, πολιτικών, κοινωνικών και πολιτιστικών δικαιωμάτων στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας.
Με την ανάπτυξη των αναδυόμενων οικονομιών, και κυρίως της Κίνας, η συζήτηση για το μέλλον της αμερικανικής ηγεμονίας παίζει κεντρικό ρόλο στον δημόσιο χώρο. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως βραχυπρόθεσμα οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν να έχουν τα πρωτεία όχι μόνο στον στρατιωτικό και στον οικονομικό, αλλά και στον χώρο της επιστήμης και της τεχνολογίας. Από την άλλη μεριά όμως, το τεράστιο μέγεθος του πληθυσμού και η ραγδαία ανάπτυξη της Κίνας, παρ' όλες τις παλινδρομήσεις και τις δυσκολίες που η ύστερη ανάπτυξη της δημιουργεί, την καταστούν έναν σοβαρό παίκτη στην παγκόσμια οικονομική και γεωπολιτική αρένα.
Θα υποστηρίξω πως αν ο Τραμπ συνεχίσει να κυβερνά με αυτόν τον υπερπατριωτικό/αμερικανοκεντρικό και συγχρόνως χαώδη τρόπο θα αυξήσει τις πιθανότητες να κατακτήσει ο κινεζικός κολοσσός τον ηγεμονικό ρόλο στα χρόνια που έρχονται. Βέβαια ο αμερικανός πρόεδρος έχει ως κύριο στόχο να κάνει τη χώρα του «πρώτη». Ο τρόπος όμως που προσπαθεί να το πετύχει θα οδηγήσει στο αντίθετο, στο να χάσει η χώρα τα πρωτεία της, στο να γίνει λιγότερο ηγεμονική. Και αυτό για τέσσερις βασικούς λόγους.
Προστατευτισμός
Ο Τραμπ ακολουθεί μια νεοφιλελεύθερη πολιτική στο εσωτερικό της χώρας (μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων και των πλουσίων) και συγχρόνως μια προστατευτική πολιτική στο εξωτερικό εμπόριο. Ο προστατευτισμός όμως δεν μειώνει μόνο την παγκόσμια παραγωγή πλούτου, αλλά υποσκάπτει και την ανάπτυξη της αμερικανικής οικονομίας. Τα αναπόφευκτα αντίμετρα των χωρών που πλήττονται από την άνοδο των αμερικανικών δασμών, όπως η Κίνα και το Μεξικό, κάνουν τα εισαγόμενα προϊόντα πιο ακριβά για εκατομμύρια αμερικανών καταναλωτών. Με αυτόν τον τρόπο οι ΗΠΑ διασώζουν μεν τις λεγόμενες «σκουριασμένες βιομηχανίες», ή πιο γενικά τις μη ανταγωνιστικές επιχειρήσεις, αλλά συγχρόνως μειώνουν τη ζήτηση και το επίπεδο ζωής της πλειοψηφίας.
Ένας πολύ πιο οικονομικός τρόπος αντιμετώπισης των τεχνολογικά ξεπερασμένων επιχειρήσεων είναι το κλείσιμό τους, και συγχρόνως η οικονομική και κοινωνική στήριξη των ανέργων μέσω μιας αποτελεσματικής μετεκπαίδευσης, της δημιουργίας νέων επιχειρήσεων στις περιοχές που μαστίζονται από υψηλή ανεργία, καθώς και μέσω μιας γενναιόδωρης κοινωνικής βοήθειας. Οι υψηλοί δασμοί βοηθούν μόνο τις οικονομίες της ύστερης ανάπτυξης που, στα αρχικά στάδια της εκβιομηχάνισης, οι επιχειρήσεις χρειάζονται προστατευτικά τείχη μέχρι να «ενηλικιωθούν». Ο Τραμπ μπορεί με τους δασμούς να προστατεύσει μια μικρή μειοψηφία εργαζομένων, αλλά βλάπτει την ανάπτυξη και άρα την πλειοψηφία του πληθυσμού.
Ενάντια στη διεύρυνση των διεθνών αγορών
Η εναντίωση του αμερικανού προέδρου σε διεθνείς συμφωνίες για τη διεύρυνση του παγκόσμιου εμπορίου, όπως αυτή της διατλαντικής συμφωνίας (TTP), θα έχει επίσης αρνητικά αποτελέσματα σε όλη την αμερικανική οικονομία. Η συμφωνία θα οδηγήσει βέβαια σε χαμένους και κερδισμένους. Αλλά ο τρόπος προστασίας των πρώτων δεν είναι η διατήρηση αντιοικονομικών, μη ανταγωνιστικών επιχειρήσεων. Όπως ήδη ανέφερα, η οικονομικά πιο αποτελεσματική και κοινωνικά πιο δίκαιη λύση είναι η δημιουργία νέων συνθηκών που θα βοηθήσουν τον εκσυγχρονισμό των μη ανταγωνιστικών μονάδων ή την επανένταξη των ανέργων.
Εδώ πρέπει επίσης να αναφερθούμε στην προσπάθεια του αμερικανού προέδρου να επαναφέρει στις ΗΠΑ αμερικανικές πολυεθνικές που λειτουργούν και έχουν την κύρια βάση τους εκτός ΗΠΑ. Σε έναν βαθμό, μπορεί να πετύχει ο Τραμπ την επιστροφή μερικών από τις παραπάνω επιχειρήσεις. Αλλά οι πιο πολλές τείνουν να μην έχουν πατρίδα. Έχουν διεισδύσει στις περισσότερες οικονομίες του πλανήτη σε τέτοιον βαθμό που επιστροφή τους σημαίνει μερική έστω «αποπαγκοσμιοποίηση». Ενάντια στον ανερχόμενο λαϊκισμό της Δεξιάς και της Αριστεράς, η επιστροφή στην αυτονομία του κράτους έθνους δεν είναι μόνο οπισθοδρομική αλλά και αδύνατη. Τουλάχιστον σε αυτό το θέμα, το ρολόι της Ιστορίας δεν γυρνάει πίσω.
Η αποδυνάμωση των βασικών συμμαχιών
Η μερική αποστασιοποίηση του Τραμπ από το ΝΑΤΟ και την ΕΕ έχει ήδη οδηγήσει, μεταξύ άλλων, τη Γερμανία και τη Γαλλία να αντιληφθούν πως δεν μπορούν πια να βασίζονται στην αμερικανική στήριξη, ούτε στον στρατιωτικό ούτε στον διπλωματικό τομέα. Βέβαια, αυτό είναι σίγουρα θετικό για την ΕΕ. Θα τη βοηθήσει να αποφύγει την πιθανή κατάρρευση προχωρώντας πολύ πιο γρήγορα στην πολιτική και κοινωνική ενοποίηση. Από την άλλη μεριά, ο χαοτικός και συγχρόνως ad hoc, αυθαίρετος τρόπος αντιμετώπισης των ευρωπαίων συμμάχων μειώνει τη δύναμη και σταθερότητα της αμερικανικής ηγεμονίας.
Οι Ευρωπαίοι θα αναγκαστούν να συνάψουν νέες συμμαχίες στην Ασία και αλλού, πράγμα που αμβλύνει σημαντικά το κύρος και τη δύναμη της αμερικανικής επικράτειας. Ο αμερικανός πρόεδρος έχει αρχίσει να αποδομεί την παγκόσμια τάξη που οι ΗΠΑ, πριν αλλά και μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης, είχαν σταδιακά οικοδομήσει. Ένα οικοδόμημα που εν μέρει βασίστηκε στη δημιουργία ενός εκτεταμένου δικτύου συμμαχιών μέσω οικονομικής και στρατιωτικής βοήθειας, καθώς και μέσω ιδεολογικής επιρροής. Κατά τον Τραμπ όμως, οι τεράστιοι πόροι που διατέθηκαν για τη δημιουργία συμμαχιών και άρα για τη συγκρότηση της αμερικανικής ηγεμονίας ήταν «πεταμένα χρήματα». Οι πόροι, σε ό,τι αφορά τη βοήθεια στους συμμάχους, θα πρέπει εφεξής να κατευθύνονται στο εσωτερικό της χώρας για τον εκσυγχρονισμό βασικών υποδομών, για την παραπέρα ανάπτυξη της οικονομίας και για την αναβάθμιση του στρατιωτικού τομέα.
Αυτό που δεν φαίνεται να αντιλαμβάνεται ο αμερικανός πρόεδρος είναι πως η στρατηγική του υποσκάπτει τα θεμέλια της αμερικανικής ηγεμονίας. Ο απομονωτισμός δεν κάνει την πατρίδα του «πρώτη», μπορεί μάλιστα σε μερικά χρόνια να την κάνει «δεύτερη» σε σύγκριση με την Κίνα. Αυτό δεν είναι τόσο απίθανο αν λάβουμε υπόψη τον κινεζικό αντιαπομονωτισμό που βασίζεται στην ιδέα της «soft power» (ήπια δύναμη). Μια δύναμη που θα βασίζεται κυρίως, αλλά όχι μόνο, στην αναβίωση του «δρόμου του μεταξιού», που έχει ήδη αρχίσει να συνδέει την Κίνα με τη Δύση μέσω μαζικών επενδύσεων σε έναν μεγάλο αριθμό χωρών που βρίσκονται στον ενδιάμεσο χώρο. Έτσι, οι ΗΠΑ αναδιπλώνονται, ενώ η Κίνα ανοίγεται στον κόσμο. Αυτού του είδους ο απομονωτισμός κάνει λιγότερο ισχυρές τις ΗΠΑ και περισσότερο την Κίνα. Αμβλύνει την ηγεμονική θέση της πρώτης και αυξάνει τις πιθανότητες μελλοντικής ηγεμονίας της δεύτερης.
Η μη αποδοχή της συμφωνίας για το κλίμα
Ο Τραμπ βλέπει τον κόσμο σαν μια αρένα όπου η κάθε χώρα πρέπει να ακολουθεί αποκλειστικά τα δικά της συμφέροντα, αγνοώντας αυτά των άλλων - κυρίως των αδυνάμων. Αυτού του είδους η σκληρή real politik δεν λειτουργεί πια αποτελεσματικά σε έναν κόσμο ραγδαία αλληλοσυνδεόμενο. Στο τωρινό παγκοσμιοποιημένο πλαίσιο υπάρχουν κοινά για όλους προβλήματα, άρα και κοινά συμφέροντα. Η κλιματική αλλαγή είναι ένα από αυτά. Η Κίνα και οι ΗΠΑ είναι πρωταγωνιστές στη μόλυνση του περιβάλλοντος. Η πρώτη δέχθηκε την πρόσφατη συμφωνία στο Παρίσι για το κλίμα, η δεύτερη την απέρριψε, υποστηρίζοντας στενά αμερικανικά συμφέροντα. Αυτό που δεν αντιλαμβάνεται ο Τραμπ είναι πως η ισχύς μιας ηγεμονεύουσας χώρας δεν βασίζεται μόνο στη στρατηγική και οικονομική δύναμη αλλά και στη συμβολική, σε αυτό που ο Bourdieu ονόμασε συμβολικό κεφάλαιο. Όταν αυτό εξαφανίζεται, η ιδεολογική βάση του ηγεμόνα παύει να έχει γερές ρίζες.
Συμπερασματικά, ο Τραμπ όχι μόνο λόγω του στυλ αλλά και της ουσίας της διακυβέρνησής του υποσκάπτει την αμερικανική ηγεμονία. Ο προστατευτισμός, ο απομονωτισμός, η υπονόμευση βασικών συμμαχιών και η αγνόηση πλανητικών οικολογικών κινδύνων αποδυναμώνουν την αμερικανική ηγεμονία.
Δημοσιεύτηκε στο "Βήμα της Κυριακής" στις 18/6/2017.
Με τη θεαματική άνοδο του λαϊκισμού, όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά και στις ΗΠΑ, στην Τουρκία και αλλού, η ενασχόληση με το θέμα δεν περιορίζεται μόνο στον χώρο της καθημερινότητας και των ΜΜΕ, αλλά παίζει και κεντρικό ρόλο στον χώρο των κοινωνικών επιστημών. Στον καθημερινό λόγο ο λαϊκισμός παραπέμπει στην ιδέα πως ένας χαρισματικός ηγέτης στον πολιτικό χώρο (αλλά όχι μόνο), για ψηφοθηρικούς κυρίως λόγους, δίνει υποσχέσεις που ξέρει εκ των προτέρων πως δεν μπορεί να υλοποιήσει - ή δίνει μια εικόνα της κατάστασης (εντός και εκτός της χώρας) που είναι τελείως εξωπραγματική. Στις κοινωνικές επιστήμες, η θεωρία του λαϊκισμού είναι πιο πολύπλοκη. Θα προσπαθήσω να δώσω μια γενική εικόνα αυτής της πολυπλοκότητας εξετάζοντας τρεις διαστάσεις του λαϊκισμού: την ιδεολογική, την οργανωτική και την κοινωνική βάση του.
Ιδεολογία
Εδώ οι βασικές ιδέες είναι λίγο-πολύ γνωστές: ο λαός έχει πάντα δίκιο, άρα το Σύνταγμα και η αντιπροσωπευτική δημοκρατία υποβιβάζονται. Επιπλέον υπάρχει ένα κατεστημένο που χειραγωγεί τον λαό. Ο λαός θεοποιείται και το κατεστημένο δαιμονοποιείται. Υπάρχουν επίσης μειονότητες, πολιτισμικές κοινότητες, θρησκευτικές σέκτες, μετανάστες κ.τ.λ. που υποσκάπτουν την εθνική κουλτούρα ή/και τα κοινωνικοοικονομικά δικαιώματα των λαϊκών στρωμάτων. Οσο για τον εξωτερικό χώρο, δυνάμεις όπως οι ΗΠΑ, οι Βρυξέλλες, η Γερμανία κ.τ.λ. χειραγωγούν με διάφορους άμεσους ή έμμεσους τρόπους τον λαό. Τα παραδείγματα τέτοιων ιδεολογιών βρίθουν. Στη Λατινική Αμερική, για παράδειγμα, στον Μεσοπόλεμο και μετά, χαρισματικοί ηγέτες όπως ο Βάργκας (Βραζιλία), ο Ιμπανέζ (Χιλή) και ο Περόν (Αργεντινή) κινητοποίησαν τα λαϊκά στρώματα με αναφορές στο ολιγαρχικό κατεστημένο και στη χειραγώγησή του από τις ΗΠΑ. Αυτού του είδους η παράδοση συνεχίζεται σήμερα με λαϊκιστές ηγέτες όπως ο Τσάβες και ο Μαδούρο. Στη μεσοπολεμική Ευρώπη μια σειρά αυταρχικά καθεστώτα (Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία) ανέπτυξαν μια εθνικολαϊκιστική ιδεολογία. Το πιο ακραίο παράδειγμα ήταν βέβαια αυτό του ναζιστικού κινήματος. Αυτό εστιαζόταν στην εβραϊκή και παγκόσμια συνωμοσία, στους κομμουνιστές, στους αριστερούς διανοούμενους, στους υπανάπτυκτους Σλάβους και στους «υπάνθρωπους» Ρομά.
Η οργάνωση
Ο χαρισματικός ηγέτης τείνει να υποσκάπτει την αυτονομία των ενδιάμεσων στρωμάτων (οργανωσιακών, συνδικαλιστικών, επαγγελματικών) που εμποδίζουν την άμεση επαφή του με τα λαϊκά στρώματα, αφού είναι ο «πατέρας» του λαού ΤΟΥ. Ο Περόν, για παράδειγμα, κατάφερε να καταργήσει την αυτονομία των συνδικάτων που λειτουργούσαν ως αντίβαρο στην παντοδυναμία του. Ενα πιο πρόσφατο παράδειγμα στον χώρο της κομματικής οργάνωσης ήταν το ανδρεϊκό ΠαΣοΚ. Ενώ στα πριν της χούντας πελατειακά κόμματα οι τοπικοί προύχοντες/πάτρωνες είχαν σημαντική αυτονομία έναντι της κεντρικής κομματικής εξουσίας, στην πρώιμη ανδρεϊκή οργάνωση του ΠαΣοΚ τα μεσαία και κατώτερα στελέχη μετατράπηκαν σε υπαλλήλους ενός μαζικού κόμματος όπου κυριαρχούσε η βούληση του αρχηγού. Δεν υπήρχε σοβαρή εσωκομματική αντιπολίτευση, αφού ο κάθε υπουργός ή άλλος ισχυρός παράγοντας μπορούσε να αποπεμφθεί με ένα τηλεφώνημα.
Η λαϊκή βάση
Σε αυτό το τρίτο επίπεδο τα κοινωνικά στρώματα που προσφέρουν ευνοϊκό έδαφος για λαϊκιστικές κινητοποιήσεις είναι συνήθως όλοι αυτοί που βρίσκονται στο περιθώριο, καθώς και αυτοί που δεν έχουν «φωνή», που δεν παίζουν ρόλο στην ενεργό πολιτική αρένα. Για παράδειγμα, τα προπολεμικά λαϊκιστικά αγροτικά κινήματα στις ΗΠΑ στράφηκαν εναντίον των τραπεζών και του οικονομικού κατεστημένου των πόλεων. Με τη ραγδαία βιομηχανική ανάπτυξη τεχνολογικά εξελιγμένες μεγάλες αγροτικές επιχειρήσεις περιθωριοποίησαν έναν μεγάλο αριθμό μικροπαραγωγών. Κάτι παρόμοιο παρατηρούμε στα μεσοπολεμικά Βόρεια Βαλκάνια. Στη Βουλγαρία, π.χ., ο χαρισματικός ηγέτης Σταμπολίσκι κατόρθωσε να κινητοποιήσει ένα μεγάλο μέρος του αγροτικού πληθυσμού εναντίον των εμπόρων και του μοναρχικού κατεστημένου (τέτοιου είδους μαζικές κινητοποιήσεις δεν παρατηρούμε στη μεσοπολεμική Ελλάδα).
Περνώντας τέλος στον τωρινό λαϊκισμό του Τραμπ, ο πρόεδρος των ΗΠΑ κατόρθωσε να κινητοποιήσει, κυρίως αλλά όχι μόνο, τους λευκούς βιομηχανικούς εργάτες στη λωρίδα των «σκουριασμένων» βιομηχανιών των βορειοδυτικών Πολιτειών. Οσο για την Ευρώπη σήμερα, ο ακροδεξιός εθνολαϊκισμός έχει ως βάση τους χαμένους της παγκοσμιοποίησης, καθώς και όλους αυτούς που είναι εναντίον των φυλετικά διαφορετικών, των προσφύγων (που υποτίθεται πως παίρνουν τις θέσεις εργασίας των ντόπιων), του κοσμοπολιτισμού κ.τ.λ.
Δεν χρειάζεται να τονίσω πως τις τρεις διαστάσεις με τη βοήθεια των οποίων ανέπτυξα τα τρία βασικά χαρακτηριστικά του λαϊκισμού (ιδεολογία, κομματική δομή, κοινωνική βάση) δεν τις βρίσκουμε μαζί σε όλα τα λαϊκιστικά κινήματα. Με άλλα λόγια, η παραπάνω θεωρητική κατασκευή αποτελεί αυτό που ο Max Weber αποκάλεσε «ιδεώδη τύπο». Γιατί στην πραγματικότητα κάθε λαϊκιστικό κόμμα/κίνημα/καθεστώς αποτελεί ένα μείγμα από λαϊκιστικά και μη λαϊκιστικά στοιχεία σε ένα πλαίσιο όπου τα πρώτα υπερτερούν.
Νέα εργαλεία
Η πιο επεξεργασμένη θεωρία περί αριστερού λαϊκισμού (παγκοσμίως γνωστή και δημοφιλής σε κύκλους της αριστερής διανόησης) είναι αυτή του Ernesto Laclau. Ο αργεντινός στοχαστής είχε ασχοληθεί στο πρώιμο έργο του με τη θεωρία του λαϊκισμού. Πιο πρόσφατα επανήλθε αντλώντας εννοιολογικά εργαλεία από τη σημειολογία.
Πολύ συνοπτικά, ο Laclau ξεκινά με την έννοια των (λαϊκών) απαιτήσεων. Αυτές συγκροτούνται σε δύο τύπους «αλυσίδων». Η μία είναι ένα σύνολο απαιτήσεων τις οποίες το κατεστημένο μπορεί να ικανοποιήσει σταδιακά, με ρεφορμιστικό τρόπο (π.χ., πρώτα η απαίτηση για ψήφο και μετά αυτή για κοινωνικές παροχές). Η δεύτερη αλυσίδα εμπεριέχει απαιτήσεις που πρέπει οι ελίτ να τις ικανοποιήσουν όλες μαζί (π.χ., απαιτήσεις που προέρχονται συνδυαστικά από διάφορες ομάδες, ομάδες που διαφοροποιούνται με βάση τη φυλή, το φύλο, την οικονομική ανέχεια, την πολιτική καταπίεση κ.τ.λ.). Σε αυτή την περίπτωση, οι ελίτ αδυνατούν να διαχειριστούν τις αλληλοσυνδεόμενες πιέσεις. Αυτό απειλεί σοβαρά το status quo. Δημιουργεί μια διαχωριστική γραμμή μεταξύ του κατεστημένου και του λαού - του «λαού» με την έννοια πως περνάμε από μια μάζα σε ένα λαϊκό, συγκροτημένο σύνολο. Σε έναν σχηματισμό ατόμων που αποκτούν μια ταυτότητα που διαμορφώνεται σταδιακά μέσα από το λαϊκό κίνημα. Οταν και αν αυτό εδραιωθεί, εγκαθιδρύεται μια μεταολιγαρχική ηγεμονία (π.χ., η πρώιμη περονική διακυβέρνηση).
Είναι κυρίως οι οπαδοί του Laclau που προσπάθησαν να διαχωρίσουν τη θεωρία του από τον εθνολαϊκισμό τύπου Λεπέν. Η λεγόμενη «Σχολή του Πανεπιστημίου του Essex» κάνει έναν σαφή διαχωρισμό μεταξύ του «αντιδραστικού» και του «προοδευτικού» λαϊκισμού. Ο πρώτος είναι ρατσιστικός και δίνει προτεραιότητα στην κουλτούρα και στις ταυτότητες, ενώ ο δεύτερος δίνει έμφαση σε προβλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης και πολιτικής καταπίεσης.
Κατά τη γνώμη μου όμως, και οι δύο λαϊκισμοί έχουν αρνητικά στοιχεία. Αυτό είναι προφανές αν ξεχωρίσει κανείς την πρώτη από τη δεύτερη φάση του λαϊκιστικού γίγνεσθαι. Ο αριστερός/προοδευτικός λαϊκισμός τύπου Laclau χαρακτηρίζεται αρχικά από έναν δημοκρατικό προσανατολισμό. Δηλαδή σπάει το μονοπώλιο εξουσίας ενός ολιγαρχικού κατεστημένου και αμβλύνει τις ανισότητες: δίνει «φωνή» στους περιθωριοποιημένους, τους εντάσσει εντός της ενεργού πολιτικής αρένας. Στη δεύτερη φάση όμως, με την οποία ο Laclau δεν ασχολείται σοβαρά, παρατηρούμε τη θεσμοποίηση ενός αυταρχικού καθεστώτος που οδηγεί σε οικονομικό αδιέξοδο. Ετσι στη Λατινική Αμερική χαρισματικοί ηγέτες λαϊκιστικού προσανατολισμού όταν πήραν την εξουσία βοήθησαν τις οικονομικά αδύναμες τάξεις κατά «αντιπαραγωγικό» τρόπο. Για να χρησιμοποιήσω μια γνωστή φράση, «έδωσαν ψάρια στον λαό χωρίς να τους μάθουν να ψαρεύουν». Ετσι ο Τσάβες και κατόπιν ο Μαδούρο, π.χ., σπατάλησαν τον πετρελαϊκό πλούτο της χώρας χωρίς να ακολουθήσουν ένα σχέδιο ένταξης των λαϊκών στρωμάτων στην αναπτυξιακή διαδικασία.
Συμπερασματικά, ο λαϊκισμός δεν είναι ένα συμπαγές, ομοιόμορφο σύνολο που μένει το ίδιο ανεξαρτήτως πλαισίου. Προσπάθησα να δείξω την πολυπλοκότητα του λαϊκιστικού φαινομένου εξετάζοντάς το σε τρία επίπεδα. Σε αυτά της ιδεολογίας, της κομματικής οργάνωσης και της λαϊκής βάσης. Παρ' όλη την πολυπλοκότητα όμως, υπάρχει σε όλους τους λαϊκισμούς ένα κοινό σημείο: το δίπολο λαός-κατεστημένο που αμβλύνει το δίπολο εργασία-κεφάλαιο. Κατά τη γνώμη μου, για την ανάλυση κάθε συγκεκριμένου κοινωνικού σχηματισμού στο πλαίσιο της τωρινής παγκοσμιοποίησης, απαιτούνται και οι δύο προσεγγίσεις. Και αυτή των ταξικών και αυτή των λαϊκιστικών συγκρούσεων. Απαιτείται επίσης μια προσέγγιση που δεν εξετάζει μόνο την πρώτη φάση της εξέλιξης ενός λαϊκιστικού κινήματος αλλά και την επόμενη. Δηλαδή τη φάση όπου λαϊκιστές ηγέτες παίρνουν την εξουσία και ακολουθούν πολιτικές που οδηγούν σε οικονομικό αδιέξοδο και πολιτικό αυταρχισμό.
Δημοσιεύτηκε στο "Βήμα της Κυριακής" στις 14/5/2017.
Σε προηγούμενα άρθρα μου (σε ΝΕΑ και ΒΗΜΑ) ανέπτυξα 5 βασικές θέσεις σε ό,τι αφορά τις σχέσεις μεταξύ κεντροαριστεράς και ΣΥΡΙΖΑ.
Οι πέντε θέσεις
Πρώτον, παρ' όλες τις ακροαριστερές καταβολές του, μετά την αποχώρηση της αριστερής/λαφαζανικής πλατφόρμας και την απόφαση του Αλέξη Τσίπρα να ακολουθήσει τον ευρωπαϊκό δρόμο, η ηγεσία του κόμματος είναι υποχρεωμένη, είτε το θέλει είτε όχι, να ακολουθήσει, μέσα στα όρια που θέτουν οι ισχυροί εταίροι μας, μια σοσιαλδημοκρατική πολιτική: δηλαδή το δημοκρατικό, σταδιακό πέρασμα από την τρέχουσα νεοφιλελεύθερη πολιτική της Γερμανίας σε έναν καπιταλισμό με πιο ανθρώπινο πρόσωπο.
Δεύτερον, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει διαφορές αλλά και κοινά χαρακτηριστικά με τους PODEMOS και με άλλα ριζοσπαστικά αριστερά κινήματα στην Ευρώπη.
Τρίτον, το ρήγμα/τείχος μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ και των κομμάτων του λεγόμενου «δημοκρατικού τόξου» δεν βοηθάει ούτε τα εθνικά συμφέροντα ούτε τον παραπέρα εκδημοκρατισμό της χώρας.
Τέταρτον, αντίθετα με την γνώμη της αντιπολίτευσης, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι «παρένθεση». Θα εξακολουθήσει να είναι ένας από τους κεντρικούς παίκτες της κομματικής αρένας - και όσο η κεντροαριστερά παραμένει κατακερματισμένη, θα έχουμε στη χώρα μας ένα διπολισμό (ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ) που θα μοιάζει σημαντικά με τον προηγούμενο (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ). (βλ. ΝΕΑ, 28-29/5/16).
Πέμπτον, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει έντονα λαϊκιστικά στοιχεία, έχει κάνει «κωλοτούμπες», καθώς και πολλά, ακριβά για το φορολογούμενο, λάθη. Από την άλλη μεριά, έχοντας δεχτεί το τρίτο μνημόνιο, επιδίωξε με αμφιθυμία μεν αλλά και επιμονή να φέρει εις πέρας ένα εξαιρετικά αντιλαϊκό μνημόνιο που ήταν ανάγκη να δεχτούμε για να αποφύγουμε το grexit. Ένα μνημόνιο που μια συντηρητική κυβέρνηση, με τον ΣΥΡΙΖΑ ως αντιπολίτευση, θα δυσκολευόταν πολύ περισσότερο να ακολουθήσει - λόγω των πολύ πιο έντονων λαϊκών αντιδράσεων. Είναι ακριβώς για αυτό το λόγο που οι εταίροι μας (καθώς και η πλειοψηφία του ελληνικού λαού) αντέδρασαν αρνητικά στην εμμονή του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης για εκλογές «εδώ και τώρα».
Το ρήγμα
Όχι μόνο η αξιωματική αντιπολίτευση αλλά και η κεντροαριστερά θεωρεί τον ΣΥΡΙΖΑ έναν τελείως απαράδεκτο κομματικό σχηματισμό. Έναν σχηματισμό με ακροαριστερές καταβολές, με κρατικίστικους προσανατολισμούς και με μια ηγεσία που δεν έχει την εμπειρία και τις διοικητικές ικανότητες διακυβέρνησης. Κατά την αντιπολίτευση τα παραπάνω καθιστούν τον ΣΥΡΙΖΑ ένα αντιδημοκρατικό κόμμα που έχει σαν απώτερο σκοπό την εγκατάσταση ενός αυταρχικού πολιτεύματος τύπου Πούτιν ή Ερντογάν. Αυτού του είδους το επιχείρημα δεν λαμβάνει υπόψη του πως από την στιγμή που ο Αλέξης Τσίπρας αποφάσισε να δεχθεί τον ευρωζωνικό δρόμο, καθώς και να υλοποιήσει τις απαιτήσεις του τρίτου μνημονίου, δεν είναι δυνατόν να ονειρεύεται τον δρόμο προς τον πουτινισμό ή την επιστροφή στην δραχμή. Στοχεύει, όπως και τα υπόλοιπα κόμματα της ευρωπαϊκής ριζοσπαστικής αριστεράς, στο πέρασμα από τη νεοφιλελεύθερη λιτότητα σε μια δημοκρατική, φεντεραλιστική ευρωπαϊκή κοινότητα, βασισμένη όχι μόνο στον ανταγωνισμό, αλλά και στην αλληλεγγύη.
Παρ' όλα όμως τα παραπάνω κοινά χαρακτηριστικά, σε κανένα από τα άλλα ευρωπαϊκά ριζοσπαστικά κόμματα δεν υπάρχει το είδος του ρήγματος/τείχους που παρατηρούμε μεταξύ της κεντροαριστεράς και του ΣΥΡΙΖΑ. Για παράδειγμα, πριν από λίγο καιρό το ΔΙΚΤΥΟ της Άννας Διαμαντοπούλου είχε προσκαλέσει τον πρώην αρχηγό του ισπανικού σοσιαλιστικού κόμματος, Πέδρο Σάντσεθ. Ο τελευταίος παραδέχτηκε πως στη χώρα του δεν υπάρχει αντίστοιχος διχασμός μεταξύ των PODEMOS και του σοσιαλιστικού κόμματος. Υπάρχουν φυσικά διαφορές, αντιθέσεις, ανταγωνισμοί. Αλλά δεν απορρίπτεται αυτόματα ούτε η συνεργασία ούτε η συναίνεση σε συγκεκριμένα θέματα. Το ίδιο συμβαίνει και στο «πορτογαλικό μπλόκο» το οποίο συμμετέχει στην κυβέρνηση.
Ακόμα και το πολύ πιο ριζοσπαστικό γερμανικό κόμμα της Αριστεράς (DIE LINKE), όχι μόνο δεν αντιμετωπίζει την ελληνικού τύπου διχαστική τομή, αλλά σε πολλά γερμανικά κρατίδια συνεργάζεται με λιγότερο αριστερά κόμματα. Μάλιστα στο κρατίδιο της Θουριγγίας είναι μέλος της κυβέρνησης στη βάση μιας συμμαχίας μεταξύ σοσιαλδημοκρατών, πρασίνων και της ριζοσπαστικής αριστεράς. Είναι ενδιαφέρον πως με την άνοδο του Σουλτζ στην αρχηγία του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος πολλοί πιστεύουν πως μια παρόμοια συμμαχία θα μπορούσε να επιτευχθεί μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου. Αν κάτι τέτοιο συμβεί, σίγουρα θα αλλάξει όχι μόνο η γερμανική πολιτική της λιτότητας, αλλά και η αρχιτεκτονική της ΕΕ. Με βάση τα παραπάνω, πώς μπορεί να εξηγήσει κανείς την ελληνική ιδιαιτερότητα του «τείχους»;
Νομίζω πως υπάρχουν τρεις βασικές αιτίες. Πρώτα απ' όλα, ο Αλέξης Τσίπρας επέλεξε την ανίερη συμμαχία με το δεξιό εθνολαϊκιστικό κόμμα των ΑΝΕΛ με το επιχείρημα της κοινής αντιμνημονιακής γραμμής. Ένας δεύτερος λόγος είναι πως ο ΣΥΡΙΖΑ, ως ένας μικρός κομματικός σχηματισμός που ξαφνικά μεταμορφώθηκε σε πρώτο κόμμα, έγινε ένας γίγαντας με πήλινα πόδια. Όχι μόνο δεν είχε χρόνο να οργανωθεί και να στελεχωθεί με διοικητικά έμπειρους ανθρώπους αλλά, ακόμη χειρότερο, αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει ανυπέρβλητα προβλήματα που οι προηγούμενες κυβερνήσεις είχαν δημιουργήσει - δηλαδή το ασφαλιστικό και το δημοσιονομικό. Κληρονόμησε ένα τεράστιο δημόσιο χρέος, το υψηλότερο στην ΕΕ. Κληρονόμησε επίσης ένα ασφαλιστικό σύστημα που έμοιαζε με ένα ετοιμόρροπο οικοδόμημα με πλήθος πελατειακού και συνδικαλιστικού τύπου «πανωσηκώματα». Έτσι όπως όλες οι μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις πετούσαν το μπαλάκι του ασφαλιστικού από τη μια διακυβέρνηση στην επόμενη, αυτό έφτασε τελικά στα χέρια του Τσίπρα. Με άλλα λόγια, το πρωτοφανές χρέος και η ανάγκη δημιουργίας ενός πιο συγκροτημένου ασφαλιστικού συστήματος σε περίοδο κρίσης οδήγησαν σε εξαιρετικά επώδυνα μέτρα - κυρίως για τους συνταξιούχους, τα λαϊκά και μικρομεσαία στρώματα.
Με βάση τα παραπάνω νομίζω πως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν «πρόδωσε» τις αριστερές αξίες. Απλά πήρε την εξουσία σε μια εξαιρετικά δύσκολη περίοδο. Έχοντας να διαλέξει μεταξύ του grexit και του ευρωπαϊκού δρόμου, σωστά επέλεξε τον δεύτερο. Με αυτή την κίνηση βρέθηκε σε ένα γερμανικά επιβαλλόμενο νεοφιλελεύθερο πλαίσιο που φυσικά η κυβέρνηση δεν μπορούσε να αλλάξει. Αυτοί που κατηγορούν τον ΣΥΡΙΖΑ πως ξέχασε τον δρόμο της «γνήσιας, αυθεντικής αριστεράς», δεν λαμβάνουν υπόψη τους πως όποιο αριστερό κόμμα και αν έπαιρνε την εξουσία σε τέτοιου είδους συνθήκες (ελληνικές και ευρωπαϊκές) θα ήταν αναγκασμένο να εφαρμόσει μια παρόμοια πολιτική.
Ρωγμές
Στον ΣΥΡΙΖΑ ο πρώην υπουργός παιδείας Νίκος Φίλης μαζί με έναν σημαντικό αριθμό βουλευτών πιέζουν τον πρωθυπουργό για ένα άνοιγμα προς την κεντροαριστερά. Με στόχο την απομάκρυνση των ΑΝΕΛ και τη συνεργασία με την Δημοκρατική Συμπαράταξη. Βέβαια, για την στιγμή, αυτός ο στόχος δεν φαίνεται πιθανός. Αλλά και στο «στρατόπεδο» της κεντροαριστεράς παρουσιάζονται ρωγμές. Για παράδειγμα, η συνεργασία Δημοκρατικής Συμπαράταξης με το κόμμα του Γιώργου Παπανδρέου που δεν αρνείται τη συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ είναι άλλη μια ένδειξη ρωγμής του τείχους.
Στο μέλλον σίγουρα οι ρωγμές του τείχους θα πολλαπλασιαστούν και οι συνθήκες για μια συνεργασία κεντροαριστεράς και ριζοσπαστικής αριστεράς θα γίνουν πιο ευνοϊκές. Είναι πια καιρός το τείχος να κατεδαφιστεί. Γιατί αν συνεχιστεί ο παρών διχασμός, η αντιπροσωπευτική δημοκρατία στη χώρα μας θα γίνει «ημι-δημοκρατία». Μια άκρως νοσηρή κατάσταση όπου ο ένας από τους δύο βασικούς πόλους του πολιτικού συστήματος θα είναι εκτός του «δημοκρατικού τόξου», δηλαδή θα είναι χώρος προς αποφυγήν, χώρος «μίασμα». Σε μια εποχή όπου οι συνεργασίες είναι απαραίτητες, πώς είναι δυνατόν να προχωρήσουμε με ένα σύστημα βασισμένο στη δαιμονοποίηση και επακόλουθο αποκλεισμό της ριζοσπαστικής αριστεράς; Είναι πια καιρός ΣΥΡΙΖΑ και κεντροαριστερά να ξεχάσουν τα μικροκομματικά τους συμφέροντα και να σκεφτούν το μέλλον της δημοκρατίας στη χώρα μας. Η συμμαχία μεταξύ κεντροαριστεράς και ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να επηρεάσει θετικά και τις δύο πλευρές. Για παράδειγμα, αν υπήρχε μια τέτοια συμμαχία, τουλάχιστον οι 7 υπουργικές θέσεις των ΑΝΕΛ θα τις χειρίζονταν η κεντροαριστερά.
Τέλος, η συμμαχία ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας και ριζοσπαστικής αριστεράς στην Ελλάδα θα συνέβαλε καθοριστικά, μαζί με παρόμοιες ευρωπαϊκές δυνάμεις, στον αγώνα καταπολέμησης της λιτότητας, των εντεινόμενων ανισοτήτων, του ακροδεξιού λαϊκισμού και της Ευρώπης «φρούριο».
Δημοσιεύτηκε στα "Νέα" στις 8/4/2017.
Ο ΣΥΡΙΖΑ και οι PODEMOS είναι τα δύο κόμματα που, στο χώρο της ευρωπαϊκής αριστεράς, αναπτύχθηκαν ραγδαία στην περίοδο της κρίσης. Ο ΣΥΡΙΖΑ κατόρθωσε να μετατραπεί από έναν περιθωριακό πολιτικό σχηματισμό στο πρώτο κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς που κατέκτησε την εξουσία. Όσο για τους PODEMOS, έγιναν μέσα σε τρία χρόνια ο τρίτος σοβαρός παίκτης στην ισπανική κομματική αρένα.
Ριζοσπαστική αριστερά και ανεργία
Η βασική αιτία για αυτή την πρωτοφανή άνοδο είναι πως η Ελλάδα και η Ισπανία κατέχουν τα πρωτεία σε ό,τι αφορά την ανεργία στην ευρωζώνη. Δεν είναι λοιπόν περίεργο πως ένα μεγάλο κομμάτι των λαϊκών στρωμάτων θεώρησαν ως υπεύθυνους αυτής της δραματικής κατάστασης τα κύρια πελατειακά κόμματα του παλαιοκομματικού καθεστώτος: στην Ελλάδα την ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ και στην Ισπανία το Λαϊκό Κόμμα και τους ισπανούς σοσιαλιστές. Τα δύο παραπάνω δίπολα συγκροτούσαν τον κύριο κομματικό χώρο και στις δυο χώρες (τον ελληνικό μετά την πτώση της χούντας το 1974 και τον ισπανικό μετά την πτώση της φρανκικής δικτατορίας). Στη χώρα μας η οικονομική κρίση οδήγησε στην κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ δίνοντας τη θέση του στον ανερχόμενο ΣΥΡΙΖΑ. Στην Ισπανία από την άλλη μεριά, με την άνοδο των PODEMOS το δίπολο μετατράπηκε σε «τρίγωνο». Η ανερχόμενη ριζοσπαστική αριστερά δεν έγινε μεν κυβέρνηση όπως στη χώρα μας, αλλά έγινε το τρίτο μεγάλο κόμμα στην ισπανική πολιτική αρένα.
Και στις δυο χώρες η παραπάνω μετάλλαξη δημιούργησε ένα πολιτικό κενό που καλύφθηκε από ψηφοφόρους που απέρριψαν το παλιό status quo. Στην Ελλάδα ένα μέρος αυτών κατευθύνθηκε στον ΣΥΡΙΖΑ ενώ ένα άλλο στην Χρυσή Αυγή. Η ριζοσπαστική αριστερά έγινε το πρώτο κόμμα και η νεοναζιστική δεξιά το τρίτο. Όσο για την ισπανική περίπτωση, το παλαιοκομματικό αμφισβητήθηκε κυρίως από τους PODEMOS. Έτσι, στις εθνικές εκλογές του 2016 το μεν Λαϊκό Κόμμα (PP) πήρε το 33,03% των ψήφων, το Σοσιαλιστικό (PSOE) το 22,66% ενώ οι PODEMOS κατόρθωσαν να πλησιάσουν τους σοσιαλιστές με 21,1% των ψήφων (το τέταρτο κεντροδεξιό κόμμα των Ciudadanos/Citizens κέρδισε το 13,05%).
Το ρήγμα
Οι διαφορετικές δομές των κομματικών σχηματισμών σήμερα είναι προφανείς. Στην ελληνική περίπτωση, μεταξύ κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης υπάρχει ένας εξαιρετικά αδύναμος και κατακερματισμένος κεντροαριστερός χώρος (κυρίως η Δημοκρατική Συμπαράταξη), ενώ στην Ισπανία το Λαϊκό Κόμμα κυβερνά χωρίς να έχει πλειοψηφία (με την ανοχή των άλλων μεγάλων κομμάτων). Αυτή η διαφορά, σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες που δεν αναπτύσσονται εδώ, δημιούργησε στη χώρα μας έναν έντονο διχασμό, ένα ρήγμα μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης που, κατά την γνώμη μου, δεν υπάρχει ή είναι πολύ ηπιότερο στην Ισπανία. Στην ισπανική περίπτωση υπάρχει βέβαια έντονος ανταγωνισμός ενός παγιωμένου σοσιαλιστικού κόμματος (τύπου ΠΑΣΟΚ) και μιας ανερχόμενης ριζοσπαστικής αριστεράς με νέες ιδέες και πρακτικές (κυρίως ψηφιακές), πρακτικές που μείωσαν σημαντικά τη δύναμη των σοσιαλιστών. Αυτό είναι συνηθισμένο και κατανοητό σε μια τέτοια συγκυρία. Με άλλα λόγια, στην Ισπανία, παρ' όλες τις κριτικές εναντίον του νεοπαρουσιαζόμενου PODEMOS (ότι τα μέλη του έχουν ακροαριστερές καταβολές και ιδέες), ο ανταγωνισμός με τα άλλα κόμματα είναι «φυσιολογικός» - με την έννοια πως ο Ιγκλέσιας και οι συνεργάτες του δεν θεωρούνται ξένο σώμα εκτός του δημοκρατικού πλαισίου. Το PODEMOS έχει γίνει ένας αποδεκτός και σοβαρός παίκτης στον κομματικό χώρο.
Το ίδιο δεν συμβαίνει και στη χώρα μας. Εδώ υπάρχει μια πρωτοφανή δαιμονοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ. Όχι μόνο από την ΝΔ αλλά και, με πολύ πιο έντονο τρόπο, από την κεντροαριστερά. Κατά την ελληνική δεξιά/κεντροδεξιά και την κατακερματισμένη, αναιμική κεντροαριστερά ο πρωθυπουργός και οι στενοί συνεργάτες τους είναι αμόρφωτοι, ανεπάγγελτοι και χωρίς να έχουν οι περισσότεροι διοικητική εμπειρία πριν πάρουν τα ανώτατα κυβερνητικά αξιώματα. Επιπλέον είναι άχρηστοι, «αληταράδες», ανεπρόκοποι, επαγγελματίες ακτιβιστές και άλλα χειρότερα. Τέλος, έχουν σταλινικές ρίζες και στοχεύουν στην κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Έτσι, παρόλο που ο Αλέξης Τσίπρας αποφάσισε τελικά να ακολουθήσει τον ευρωπαϊκό δρόμο, κατά την αντιπολίτευση, ο βασικός προσανατολισμός του παραμένει άκρως αυταρχικός. Με διάφορους τρόπους προσπαθεί να οδηγήσει τη χώρα σε ένα καθεστώς τύπου Τσάβες, Πούτιν ή Ερντογάν. Άρα πρόκειται για ένα σχηματισμό εκτός του «δημοκρατικού τόξου». Πρόκειται για ένα απόστημα που πρέπει να αφαιρεθεί από το δημοκρατικό κορμό του πολιτεύματος.
Με βάση τα παραπάνω δεν είναι περίεργο πως η κύρια θέση, κυρίως της κεντροαριστεράς, είναι: «ή εμείς οι δημοκράτες ή εσείς οι αυταρχικοί κρατιστές». Κάθε μέση στάση είναι απαράδεκτη. Βέβαια η δαιμονοποίηση δεν προέρχεται μόνο από τη δεξιά μεριά του ρήγματος. Ο ΣΥΡΙΖΑ βλέπει σύσσωμη την αντιπολίτευση σαν ένα παλαιωμένο, ξεπερασμένο καθεστώς που θυμίζει τον ολιγαρχικό κοινοβουλευτισμό του 19ου αιώνα. Σαν μια νέα ολιγαρχία, σαν νέα τζάκια που μέσω των τραπεζών, των ΜΜΕ και των παλαιοκομματικού τύπου διεφθαρμένων κομμάτων αποφασίζουν για τις τύχες της χώρας. Και οι δύο ιδεολογικές κατασκευές είναι καρικατούρες που δείχνουν τη συνέχιση του χαμηλού κομματικού πολιτισμού της χώρας. Αυτή η κατάσταση φαίνεται στις καθαρά παλαιοκομματικές πρακτικές και των δύο στρατοπέδων στο κοινοβούλιο. Πρακτικές όπως οι ανούσιες αντιπαραθέσεις, η λασπολογία και η έλλειψη ουσιαστικών επιχειρημάτων και αναλύσεων.
Για παράδειγμα, η ΝΔ εξακολουθεί να απαιτεί καθημερινά εκλογές εδώ και τώρα αγνοώντας ότι και οι πολίτες και οι εταίροι που μας υποστηρίζουν θεωρούν πως αυτό θα ήταν καταστροφικό για τη χώρα. Επιπλέον, πέρα από τις αοριστίες περί «αλήθειας και ψεύδους» οι ψηφοφόροι θέλουν να ξέρουν ποια είναι η συγκεκριμένη θέση του αρχηγού της ΝΔ σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση και την ένταξή μας στο πρόγραμμα της ποσοτικής χαλάρωσης. Πρέπει, λόγω των επικείμενων εκλογών, οι τρέχουσες διαπραγματεύσεις να αναβληθούν για μετά τις γερμανικές εκλογές (Σεπτέμβριος 2017) και ποια ακριβώς θα είναι τα αποτελέσματα μιας τέτοιας στρατηγικής; Ξεκάθαρες απαντήσεις σε τέτοιου είδους ερωτήσεις δεν υπάρχουν στο λόγο της αντιπολίτευσης.
Όσο για την κυβέρνηση, αυτή εμμένει να επεκτείνει το φιάσκο της εκχώρησης ραδιοτηλεοπτικών αδειών, υποβαθμίζει το ρόλο του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης και, διορίζοντας τον κ. Μουλόπουλο ως διαχειριστή της οικονομικής κρίσης του ΔΟΛ, δίνει την εντύπωση πως θέλει να μετατρέψει τον ΔΟΛ σε φερέφωνο των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Πρόκειται για μια ακόμη λανθασμένη κίνηση, κίνηση που θα αμβλύνει τον ήδη αδύναμο πλουραλισμό των ΜΜΕ. Βέβαια η παραπάνω κριτική δεν σημαίνει πως το απαράδεκτο, παράνομο τρίγωνο μεταξύ πλουτοκρατίας, τραπεζών και ΜΜΕ που κυριαρχούσε στην προ του ΣΥΡΙΖΑ εποχή πρέπει να παραμείνει ως έχει. Όμως η κυβέρνηση προσπαθεί να το αλλάξει με ένα εξίσου απαράδεκτο, παλαιοκομματικό τρόπο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ταιριάζει η ρήση του Jean-Baptiste Karr (1849): «plus ça change, plus c'est la même chose» (όσο περισσότερο αλλάζει, τόσο παραμένει το ίδιο).
Συμπέρασμα
Το ρήγμα μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης δεν μπορεί βέβαια να εξηγήσει όλες τις δυσκολίες και δυσλειτουργίες του σημερινού πολιτικού συστήματος. Το σίγουρο όμως είναι πως τα πράγματα θα ήταν πολύ καλύτερα και στις σχέσεις μεταξύ κομμάτων και στην σχέση μας με τους εταίρους. Τα τείχη μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και κεντροαριστερών πρέπει να μετατραπούν σε γέφυρες - αφού και οι δύο πλευρές έχουν παρόμοιους στόχους: την αντίθεσή τους στη λιτότητα, τη μείωση των συνεχών εντεινόμενων ανισοτήτων και την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους (βλ. Το Βήμα, 25/10/2015). Επιπλέον, πιστεύω πως ο πρωθυπουργός από την στιγμή που αποφάσισε να προσγειωθεί στην πραγματικότητα και επέλεξε τον ευρωπαϊκό δρόμο, ούτε θέλει ούτε μπορεί να καταλύσει το δημοκρατικό πολίτευμα της χώρας. Αν αυτό ισχύει, μια συνεργασία π.χ. μεταξύ Δημοκρατικής Συμπαράταξης και ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να οδηγήσει τον τελευταίο στην απαγκίστρωσή του από ένα (ημι)ακροδεξιό κόμμα που στηρίζει τον πρωθυπουργό για καθαρά εργαλειακούς λόγους - δηλαδή για να επιβιώσει. Βέβαια η συνεργασία προϋποθέτει συστηματικές και ειλικρινείς προσπάθειες και από την κεντροαριστερά αλλά και από τη ριζοσπαστική αριστερά. Όσο για τη σύγκριση ΣΥΡΙΖΑ-PODEMOS, το ότι ένα παρόμοιο ρήγμα δεν παρουσιάστηκε στην Ισπανία μετά την άνοδο των PODEMOS δείχνει καθαρά τον αρτηριοσκληρωτικό χαρακτήρα του κομματικού μας συστήματος, καθώς και την ακραία συγκρουσιακή κουλτούρα του.
Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως μετά την απόφαση της δικαιοσύνης να μην εκδοθούν οι οκτώ τούρκοι αξιωματικοί και μετά την εκδικητική απάντηση της Τουρκίας, υπάρχει η πιθανότητα μιας δεύτερης ακόμα πιο μαζικής εισροής μεταναστών και προσφύγων στα ελληνικά νησιά - με τους εταίρους μας να σφυρίζουν αδιάφορα. Μεταξύ άλλων δεινών, αυτό θα οδηγούσε στην πιο ραγδαία άνοδο της ΧΑ, με αποτέλεσμα να γίνει το δεύτερο μεγάλο κόμμα στο χώρο της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Συμφέρει αυτό την Φώφη Γεννηματά; Δεν απαιτείται άμεσα μια συνεργασία (όχι συγχώνευση) μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ και της κεντροαριστεράς για να σχηματιστεί ένα σοβαρό αντίβαρο στην παραπέρα άνοδο της ΧΑ; Πώς είναι δυνατόν η κεντροαριστερά να αγνοεί τέτοιου είδους κινδύνους; Δεν υπάρχει λοιπόν άλλη λύση παρά μόνο το πέρασμα από τη ρήξη στη συνεργασία μεταξύ κεντροαριστεράς και ριζοσπαστικής αριστεράς.
Δημοσιεύτηκε στα "Νέα" στις 4/2/2017.
Το βασικό επιχείρημα του άρθρου είναι πως, κυρίως στη σημερινή συγκυρία, κυβέρνηση και αντιπολίτευση χειρίζονται τον χρόνο λανθασμένα ή και με παράλογο τρόπο. Με αποτέλεσμα να υποσκάπτουν και τις δικές τους προοπτικές και το γενικό συμφέρον της χώρας.
Βραχυχρόνιες στρατηγικές
Ο Κώστας Καλίτσης σε ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο («Καθημερινή», 8/1/17) τονίζει πως μένουν μόνο 4-5 μήνες για να μπορέσει η κυβέρνηση να κλείσει το θέμα της αξιολόγησης και στη συνέχεια να εντάξει τη χώρα στο πρόγραμμα της ποσοτικής χαλάρωσης. Αυτό το βρίσκω πειστικό. Αρα στο σύντομο αυτό χρονικό διάστημα θα αποφασιστεί σε έναν μεγάλο βαθμό το οικονομικό μέλλον της χώρας. Αν η αξιολόγηση τραβήξει πολλούς μήνες και αν χάσουμε τη βοήθεια που ο Ντράγκι θέλει και μπορεί να μας δώσει, οι πιθανότητες να μπούμε σύντομα στις αγορές και να ξεπεράσουμε την κρίση μειώνονται σημαντικά. Παρ' όλα αυτά, και η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση δεν φαίνεται να βιάζονται. Το μικροκομματικά συμφέροντα είναι τόσο ισχυρά που ο κεντρικός στόχος μπαίνει στο περιθώριο.
Το επίδομα: Η κυβέρνηση, αντί να περιμένει δίνοντάς το μετά την αξιολόγηση, θεώρησε πιο επείγον να το δώσει στις γιορτές. Αφού, υποθέτω, θα ήταν δύσκολο για τους βουλευτές της να πάνε, χρονιάρες μέρες, στις περιφέρειές τους με «άδεια χέρια». Αυτό είναι κατανοητό. Μπορεί όμως αυτό να έχει μεγαλύτερο βάρος από το να ξεπεράσει η χώρα τάχιστα τη σκόπελο της αξιολόγησης; Πρόκειται σίγουρα για μια στρατηγική που είναι λανθασμένη, αν όχι παράλογη.
Οι εκλογές: Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με την αξιωματική αντιπολίτευση. Η εμμονή του αρχηγού της ΝΔ για εκλογές «εδώ και τώρα» τον κάνει να αγνοεί τα αυστηρά χρονικά όρια που η ανάγκη της ταχείας διαχείρισης της αξιολόγησης απαιτεί. Δεν λαμβάνει υπόψη του πως οι διαδικασίες που απαιτούνται για την ομαλή διεξαγωγή των εκλογών και τον σχηματισμό μιας νέας κυβέρνησης ικανής να συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις με την τρόικα παίρνουν σημαντικό χρόνο. Σίγουρα πολλαπλό από τους 4-5 μήνες που ο Κώστας Καλίτσης θεωρεί ως το ανώτατο όριο για να πετύχουμε την ποιοτική χαλάρωση. Η μακρόσυρτη περίοδος πριν και μετά τον εκλογικό αγώνα, η συνήθης παράλυση της δημόσιας διοίκησης σε όλη αυτή την περίοδο, ο επιπλέον χρόνος που θα χρειαστεί για τη συγκρότηση μιας νέας κυβέρνησης ικανής (μέσω της πιθανής συνεργασίας με άλλα κόμματα) να αποκτήσει μια πλειοψηφία που θα τις επιτρέψει να χειριστεί αποτελεσματικά τα προβλήματα της αξιολόγησης και της ποσοτικής χαλάρωσης, η σύσταση μιας νέας ομάδας που θα χρειαστεί να αποκτήσει πείρα και την απαραίτητη γνώση των πολύπλοκων μηχανισμών της διαπραγμάτευσης - όλα τα παραπάνω δεν μπορούν να γίνουν γρήγορα. Μπορεί βέβαια ο αρχηγός της ΝΔ να είναι τελείως εκτός πραγματικότητας. Αλλά το πιο πιθανό είναι, όπως και προηγούμενους πολιτικούς αρχηγούς, να τον ενδιαφέρει τόσο πολύ να γίνει αμέσως πρωθυπουργός που υποτιμάει τις δυσκολίες των επερχόμενων διαπραγματεύσεων.
Μακροπρόθεσμες στρατηγικές
Και στο «μακρο-χρόνο» οι στρατηγικές και του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ παραγνώρισαν τον παράγοντα χρόνο, το ότι ο σωστός χρονισμός μιας πολιτικής για την απόκτηση της εξουσίας είναι απαραίτητη προϋπόθεση για μια επιτυχή διακυβέρνηση.
Είναι σήμερα προφανές πως η απότομη άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ από ένα μικρό κόμμα (αποτελούμενο από έναν μεγάλο αριθμό συνιστωσών με αντιθετικές ιδεολογίες) στην κορυφή της κομματικής πυραμίδας δεν του έδωσε την ευκαιρία να οργανωθεί κατά συνεκτικό τρόπο και να δώσει τον χρόνο στην ηγεσία του να αποκτήσει πείρα, γνώση και διοικητικές ικανότητες. Ούτε του έδωσε τον χρόνο να καταλάβει τις δομές και λειτουργίες της ευρωζώνης με αποτέλεσμα να δώσει λαϊκιστικού τύπου υποσχέσεις στον κόσμο. Οταν τελικά ο Αλέξης Τσίπρας προσγειώθηκε στην πραγματικότητα και αποφάσισε πως ο μόνος τρόπος να συνεχίσει η χώρα τον ευρωπαϊκό δρόμο ήταν να δεχθεί ένα μνημόνιο που τον ανάγκαζε να επιβάλει εξαιρετικά επαχθή, αντιλαϊκά μέτρα, ήταν ήδη πολύ αργά. Εχασε ένα μεγάλο μέρος της δημοτικότητάς του. Εδωσε επίσης ένα θαυμάσιο δώρο στη ΝΔ. Αντί να περιμένει, αφήνοντας τη βόμβα του τεράστιου χρέους που η νεοδημοκρατική κυβέρνηση της περιόδου 2004-2009 δημιούργησε, έσπευσε να αναλάβει τα ηνία της εξουσίας τη λάθος στιγμή. Οπως η κοινή γνώμη, ως συνήθως, ξέχασε την ευθύνη που είχε η ΝΔ για τον διπλασιασμό του χρέους (μέσω της μαζικής εισαγωγής στο Δημόσιο της γαλάζιας πελατείας της), η ευθύνη για τη σημερινή κακοδαιμονία αποδόθηκε κυρίως στη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι, κατά τη γνώμη μου, προφανές πως ο ΣΥΡΙΖΑ έπρεπε να περιμένει και να αφήσει τη Νέα Δημοκρατία να χειριστεί μια δημοσιονομική κρίση που όχι μόνο αλλά κυρίως αυτή δημιούργησε.
Περνώντας τώρα στη ΝΔ, και εδώ η μακροπρόθεσμη στρατηγική ως προς την κατάλληλη στιγμή για την κατάκτηση της εξουσίας ήταν από την αρχή λανθασμένη. Ο πρόεδρος της ΝΔ, αντί να αφήσει τον Αλέξη Τσίπρα και τους συνεργάτες του να βγάλουν μέχρι τέλους τα «κάρβουνα από τη φωτιά», δηλαδή να αντιμετωπίσουν τα εξίσου οδυνηρά, αντιλαϊκά μέτρα που θα έρθουν και μετά το τέλος της αξιολόγησης, όπως ανέφερα παραπάνω, βιάζεται να ξεκινήσει τώρα η εκλογική διαδικασία. Με αυτόν τον τρόπο, με βάση τις διάφορες δημοσκοπήσεις, μάλλον θα τις κερδίσει. Τον συμφέρει όμως κάτι τέτοιο; Βέβαια ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι σίγουρος πως αν κερδίσει τις εκλογές, με το επιχείρημα της φερεγγυότητας, της «αλήθειας» και της ικανότητας της ΝΔ να προσελκύσει νέες επενδύσεις, θα πείσει αμέσως τους εταίρους μας να αλλάξουν την πολιτική τους έναντι της Ελλάδας. Δεν υπολογίζει όμως πως οι αλλαγές στο ευρωπαϊκό επίπεδο δεν γίνονται από τη μια μέρα στην άλλη. Ούτε υπολογίζει το στρατόπεδο του Σόιμπλε που πάντα ήθελε και εξακολουθεί να θέλει ένα Grexit.
Επιπλέον, οι ξένες επενδύσεις προϋποθέτουν, όπως η ίδια η ΝΔ τονίζει, ριζικές μεταρρυθμίσεις. Αλλά μεταρρυθμίσεις όπως ο εκσυγχρονισμός του βαθιά αντιαναπτυξιακού κράτους, η εκτεταμένη φοροδιαφυγή, η δυσκίνητη δικαιοσύνη κ.τ.λ. δεν αλλάζουν με διαδικασίες εξπρές. Απαιτούν χρόνο, πολύ χρόνο. Τι γίνεται όμως στο ενδιάμεσο, δηλαδή μέχρι να υλοποιηθεί ένα πλαίσιο ευνοϊκό για τους επενδυτές; Σε αυτό το ερώτημα η ΝΔ δεν έχει πειστική απάντηση. Τέλος, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν λαμβάνει σοβαρά υπόψη του πως μια συντηρητική κυβέρνηση έχει περισσότερες δυσκολίες να επιβάλει εξαιρετικά επίπονα, αντιλαϊκά μέτρα από μια αριστερή κυβέρνηση - μέτρα που η κυβέρνηση Τσίπρα θα αναγκαστεί να πάρει και στο μέλλον. Με άλλα λόγια, στη σημερινή συγκυρία μια κυβέρνηση ΝΔ με αντιπολίτευση τον ΣΥΡΙΖΑ, όπως πολλοί ομολογούν, μπορεί να οδηγήσει στο χάος και στην ακυβερνησία. Γιατί λοιπόν βιάζεται τόσο πολύ ο πρόεδρος της ΝΔ;
Συμπέρασμα
Και τα δύο μεγάλα κόμματα δεν πρέπει να παίρνουν αποφάσεις δίνοντας προτεραιότητα στο άμεσο κομματικό όφελος. Πρέπει να λαμβάνουν πιο σοβαρά υπόψη τους τις μέσο και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της στρατηγικής τους για τη διατήρηση ή κατάκτηση της εξουσίας. Η βιασύνη, ο λάθος χρονισμός σε ό,τι αφορά την επιτυχή επίτευξη ενός στόχου, οδηγεί συχνά στο αντίθετο, στην αποτυχία.
Δημοσιεύτηκε στο "Βήμα της Κυριακής" στις 15/1/2017.
Για να εντοπίσουμε τι είδους αβεβαιότητες θα βιώσουμε το 2017 στην Ευρώπη και στην Ελλάδα πρέπει να ξεκινήσουμε από το παγκόσμιο πλαίσιο.
Ο παγκόσμιος χώρος
Μετά το άνοιγμα των παγκόσμιων αγορών τη δεκαετία του '80, οι εξελίξεις άλλαξαν ριζικά τις δομές και λειτουργίες του παγκόσμιου συστήματος. Συνοπτικά, η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση ενέτεινε τις ανισότητες αφού ο παγκόσμιος πλούτος συγκεντρώθηκε στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας. Από την άλλη μεριά στην Κίνα, και όχι μόνο, η απόλυτη φτώχεια μειώθηκε σημαντικά βγάζοντας έξω από την ακραία εξαθλίωση πάνω από ένα δισεκατομμύριο ανθρώπους. Επιπλέον, η ταχεία ανάπτυξη της Κίνας και άλλων χωρών στη Νοτιοανατολική Ασία, που εν μέρει οφείλεται στην εισροή των πολυεθνικών σε χώρες φθηνής εργασίας, άλλαξε σημαντικά την ισορροπία δύναμης και επιρροής μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας. Για μερικούς παρατηρητές, τα χρόνια που έρχονται ο κινεζικός κολοσσός θα γίνει ο επόμενος πλανητάρχης. Κατ' άλλους οι ΗΠΑ, λόγω της τεχνολογικής πρωτοπορίας και της κοινωνικής ανάπτυξής τους, θα εξακολουθήσουν να κατέχουν τον ηγεμονικό ρόλο. Τέλος, σε ένα πιο γενικό επίπεδο, η πρωτοφανής ανάπτυξη της τεχνολογίας (εξαιρετικά επικίνδυνη στον κυβερνοχώρο) σε συνδυασμό με την κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού και την ελευθερία κίνησης των κεφαλαίων χωρίς σοβαρούς πολιτικούς ελέγχους οδηγεί σε μια κατάσταση υψηλής αβεβαιότητας. Κατάσταση που εντείνεται ακόμα περισσότερο αν λάβουμε υπόψη πως ο επερχόμενος, απρόβλεπτος πρόεδρος των ΗΠΑ και οι στενοί συνεργάτες του έχουν σαν στόχο τη ριζική αναδιοργάνωση του μεταπολεμικού status quo. Με βάση τα παραπάνω, μπορεί να δει κανείς τον κόσμο που έρχεται σαν μια αμαξοστοιχία που με ιλιγγιώδη ταχύτητα οδηγεί στο άγνωστο.
Οι αβεβαιότητες στην Ευρώπη
Περνώντας στο ευρωπαϊκό επίπεδο, η λανθασμένη αρχιτεκτονική της ευρωζώνης (κοινό νόμισμα χωρίς κοινή δημοσιονομική και κοινωνική στρατηγική) και η επιβολή συνεχιζόμενης λιτότητας στη γερμανοκρατούμενη ΕΕ, σε συνδυασμό με τις μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές, εντείνουν την ξενοφοβία, τον ρατσισμό και τον αντιευρωπαϊσμό. Στον ευρωπαϊκό Νότο η ανεργία και η κοινωνική περιθωριοποίηση εντείνονται. Βλέπουμε την απαρχή ενός σοβαρού ρήγματος μεταξύ των πιο ανταγωνιστικών χωρών του Βορρά και των λιγότερο ανεπτυγμένων οικονομιών του Νότου. Αυτό οδηγεί στη μεταφορά πόρων από τις δεύτερες στις πρώτες. Μεταφορά πόρων που είναι πολύ μεγαλύτερη από την ευρωπαϊκή βοήθεια που δίνεται στις πιο φτωχές χώρες. Ετσι η Γερμανία συσσωρεύει πλεονάσματα χωρίς να προχωράει στη δημιουργία σοβαρών αναδιανεμητικών μηχανισμών. Επιπλέον, παρατηρούμε ένα δεύτερο ρήγμα στην Ανατολική Ευρώπη όπου χώρες όπως η Πολωνία δέχονται μεν τα πλεονεκτήματα της Ενωσης αλλά όχι και τις βασικές ευρωπαϊκές αξίες και υποχρεώσεις, όπως την αποδοχή προσφύγων. Τώρα φαίνεται ξεκάθαρα πως η πριν από την εμβάθυνση επέκταση της ΕΕ προς Ανατολάς εμποδίζει την πολιτική ενοποίηση.
Η λύση στα παραπάνω προβλήματα θα ήταν το πέρασμα από τη λιτότητα στην ανάπτυξη και η επιτάχυνση της πολιτικής και κοινωνικής ενοποίησης - πράγμα αβέβαιο. Μερικοί αναλυτές προβλέπουν την κατάρρευση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, άλλοι τη δημιουργία μιας Ευρώπης δύο ταχυτήτων. Η πιο αισιόδοξη πρόβλεψη είναι πως παρά το Brexit και την άνοδο του λαϊκισμού, το ευρωπαϊκό οικοδόμημα θα επιβιώσει επειδή δεν συμφέρει σε κανέναν η επιστροφή στην προευρωζωνική κατάσταση. Αυτό ισχύει και για τη Γερμανία η οποία αν η ΕΕ δεν επιβιώσει θα καταστεί δεύτερης ή και τρίτης κατηγορίας παίκτης όχι μόνο στην παγκόσμια οικονομική αλλά και στη γεωπολιτική αρένα - αφού ο νέος πλανητάρχης αμφισβητεί σε έναν βαθμό την παρούσα οργάνωση, ακόμα και τη χρησιμότητα του ΝΑΤΟ.
Στο εσωτερικό των χωρών της ευρωζώνης, η μείωση της αυτονομίας του κράτους-έθνους και η επακόλουθη αδυναμία του να ελέγξει τις κινήσεις των επιχειρήσεων εντός των εθνικών συνόρων ανέτρεψε τη σχετική ισορροπία δύναμης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Σε αντίθεση με αυτό που συνέβαινε την περίοδο της «χρυσής» σοσιαλδημοκρατικής τριακονταετίας (1945 - 1975), τα συνδικάτα αποδυναμώνονται, το κοινωνικό κράτος συρρικνώνεται και οι ανισότητες εντείνονται. Ολα αυτά σε συνδυασμό με την άνοδο του εθνολαϊκισμού υποσκάπτουν ακόμα περισσότερο τις σαθρές βάσεις της ευρωζώνης. Τέλος, στα παραπάνω πρέπει να προσθέσουμε το πρόβλημα ενός είδους τρομοκρατίας που δεν επικεντρώνεται σε συγκεκριμένες ομάδες ή οργανώσεις αλλά σε όλο τον πληθυσμό μιας χώρας. Πράγμα που εντείνει τη γενικευμένη ανασφάλεια και τον φόβο για τις εξελίξεις που έρχονται.
Η περίπτωση της Ελλάδας
Δεν χρειάζεται να τονίσω πως σε μια σειρά από αρνητικούς δείκτες η χώρα μας κατέχει τα πρωτεία. Εχουμε το υψηλότερο δημόσιο χρέος, τη μεγαλύτερη ανεργία και τη φτωχοποίηση/περιθωριοποίηση ενός σημαντικού μέρους του πληθυσμού. Σε αυτή την κατάσταση πρέπει να προσθέσουμε το προσφυγικό και μεταναστευτικό πρόβλημα. Πρόβλημα που θα πάρει πολύ πιο εκρηκτικές διαστάσεις αν από τη μια μεριά ξαναρχίσουν οι μαζικές εισροές από την Τουρκία και από την άλλη η Ευρώπη «φρούριο» εξακολουθήσει την τωρινή στρατηγική της.
Τη δύσκολη αυτή κατάσταση τη βιώνει πιο άμεσα η γενιά των νέων ανθρώπων που βλέπει το μέλλον της να καταστρέφεται. Η συνεχιζόμενη κρίση έχει οδηγήσει έναν σημαντικό αριθμό νέων στην αναζήτηση εργασίας στο εξωτερικό - χωρίς να είναι σίγουρη η επιστροφή τους. Οσο για αυτούς που παραμένουν στον τόπο τους, οι περισσότεροι είναι άνεργοι ή κατέχουν αβέβαιες θέσεις μερικής απασχόλησης, θέσεις με πολύ χαμηλούς μισθούς και κακές συνθήκες εργασίας.
Στα παραπάνω πρέπει να προσθέσουμε τις μετανεωτερικές συνθήκες που οδηγούν τους νέους σε ένα έντονο υπαρξιακό άγχος. Αυτό συνδέεται με την εξαφάνιση παραδοσιακών αξιών και τρόπων ζωής που οδηγούσαν σε ένα σταθερό πλαίσιο. Πλαίσιο που μείωνε την αβεβαιότητα και τις επιλογές των ατόμων. Λειτουργούσε σαν οδηγός, σαν πυξίδα στον δρόμο προς το μέλλον. Σήμερα ένα τέτοιο πλαίσιο έπαψε να υπάρχει. Οι νέοι άνθρωποι καλούνται να δημιουργήσουν το δικό τους πλαίσιο, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο. Ετσι ο πολλαπλασιασμός των επιλογών και των εναλλακτικών τρόπων ζωής οδηγούν μερικούς στη δημιουργικότητα, αλλά άλλους στη φυγή. Στους φονταμενταλισμούς της Δεξιάς και της Αριστεράς, στις εξαρτήσεις και στην παραβατικότητα. Με άλλα λόγια, η ανεργία, η περιθωριοποίηση και η μετανεωτερική κατάσταση εντείνουν το άγχος και τις αβεβαιότητες. Είναι η νέα γενιά που πληρώνει πιο ακριβά την τωρινή δυσπραγία. Είναι σε αυτόν τον κοινωνικό χώρο που το μέλλον είναι πιο αβέβαιο και η απελπισία πιο έντονη.
Όσο για τον πολιτικό χώρο, παρατηρούμε από τη μια μεριά μια σειρά από λάθη στον τρόπο διαχείρισης της διαπραγμάτευσης του χρέους από την τωρινή κυβέρνηση. Παρατηρούμε επίσης από τη μεριά μερικών από τους εταίρους μας μια κοντόφθαλμη, εκδικητική πολιτική που έχει σαν στόχο τη δημιουργία νέων εμποδίων στο κλείσιμο της αξιολόγησης και στην ένταξή μας στο πρόγραμμα της ποσοτικής χαλάρωσης. Πρόγραμμα που θα δώσει μια ανάσα στην ελληνική οικονομία.
Συμπερασματικά, και στα τρία επίπεδα (παγκόσμιο, ευρωπαϊκό, εθνικό) οι αβεβαιότητες κυριαρχούν. Ζούμε όλο και περισσότερο σε έναν κόσμο ρευστό, ευμετάβλητο, ο οποίος κινείται ραγδαία προς μια απροσδιόριστη κατεύθυνση που οι περισσότεροι τη διαισθάνονται άκρως απειλητική.
Δημοσιεύτηκε στο "Βήμα" στις 31/12/2016.
Εδώ και δεκαετίες, από την εποχή που ο Λέων Καραπαναγιώτης ήταν διευθυντής, συνεργάζομαι με «Το Βήμα». Η συνεργασία ήταν πάντα εξαιρετική και για μένα πολύ παραγωγική. Με ανάγκαζε, ακόμα όταν εργαζόμουν στο εξωτερικό, να παρακολουθώ τα γεγονότα στη χώρα μου και να συμβάλλω, όσο μου ήταν δυνατό, σε μια σειρά από προβληματισμούς, κυρίως στον πολιτικό και κοινωνικό χώρο. Ηταν ένας τρόπος να συνδέω το επιστημονικό μου έργο με την κοινωνική πραγματικότητα, με το ιστορικό γίγνεσθαι.
«Το Βήμα» συνδέεται άμεσα με τη μεσοπολεμική και τη μεταπολεμική ιστορία της χώρας. Παρ' όλες τις κατά καιρούς κριτικές που έχουν γίνει από διάφορες παρατάξεις, παραμένει αναμφισβήτητα μια εφημερίδα κύρους. Είχε και εξακολουθεί να έχει έναν αντιαυταρχικό, κοινωνικά προοδευτικό, σοσιαλδημοκρατικό προσανατολισμό. Αυτή τη στιγμή, στην πολιτική αρένα καλύπτει τον κεντρώο και κεντροαριστερό χώρο. Δεν γνωρίζω την εσωτερική οργάνωση και τις λειτουργίες ή δυσλειτουργίες του ΔΟΛ - ούτε τα βασικά αίτια του σημερινού αδιεξόδου. Είμαι όμως σίγουρος πως αν δεν βρεθεί λύση για τη διάσωση του «Βήματος» και των «Νέων», αυτό θα είναι ένα μεγάλο πλήγμα για τον δημοσιογραφικό χώρο και μεγάλη απώλεια για τους αναγνώστες τους. Και τα δύο φύλλα βοήθησαν τους πολίτες να πληροφορούνται και να προβληματίζονται όχι μόνο από συζητήσεις στο καφενείο, αλλά και από μια ομάδα έγκριτων δημοσιογράφων και συνεργατών στον πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό και πολιτισμικό χώρο. Οσο για τους εργαζόμενους στον ΔΟΛ που αυτή τη στιγμή δικαίως απεργούν, αυτοί αποτελούν το πιο πολύτιμο κεφάλαιο του Οργανισμού. Το να βρεθούν ξαφνικά χωρίς εργασία δεν είναι μόνο ένα ανθρώπινο πρόβλημα, είναι και πρόβλημα κατασπατάλησης ενός εργατικού δυναμικού που είναι απαραίτητο για να πάει μπροστά η χώρα.
Ο ΔΟΛ είναι μεν μια ιδιωτική επιχείρηση, έχει όμως πάρει τον χαρακτήρα ενός ισχυρού θεσμού στον δημόσιο χώρο. Δεν πρόκειται για μια οποιαδήποτε εμπορική επιχείρηση. Αρα δεν μπορεί η τύχη του να αποφασισθεί με μόνο χρηματοοικονομικά κριτήρια της αγοράς. Πρόκειται για έναν οργανισμό που επηρεάζει σε ένα σημαντικό βαθμό τη φυσιογνωμία και την κουλτούρα όλων των θεσμικών χώρων. Η έκλειψή του θα μειώσει τον δημοκρατικό πλουραλισμό και θα εντείνει την επιρροή του κίτρινου Τύπου.
Συμπέρασμα, πρέπει να βρεθούν τρόποι για την επιβίωση των «Νέων» και του «Βήματος». Σε πολλές χώρες, σε περίπτωση παρόμοιας δημοσιογραφικής κρίσης, υπάρχει κρατική στήριξη. Στην προκειμένη περίπτωση, κάτι τέτοιο δεν είναι πιθανό. Οι τράπεζες όμως στις οποίες οφείλονται τα μεγαλύτερα χρέη πρέπει να βρουν τρόπους διάσωσης. Οχι «κούρεμα» του χρέους αλλά αναδιάρθρωση, π.χ. με αλλαγή στο ύψος των τόκων και στις περιόδους εξόφλησης. Βέβαια, οι τράπεζες πρέπει να απαιτήσουν ριζικές αλλαγές, κυρίως στο διευθυντικό επίπεδο. Οσοι σκέπτονται όχι με στενά κομματικά, αλλά με εθνικά και δημοκρατικά κριτήρια πρέπει να υποστηρίξουν δυναμικά την προσπάθεια διάσωσης του «Βήματος» και των «Νέων».
Δημοσιεύτηκε στο "Βήμα" στις 24/12/2016.
Ι) Η Νέα Δημοκρατία έχει θέσει το εξής δίλημμα: «τέταρτες εκλογές ή τέταρτο μνημόνιο». Το πιο πιθανό όμως είναι να έχουμε τέταρτες εκλογές και τέταρτο μνημόνιο. Η ιδέα πως ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αν κερδίσει τις εκλογές, θα ξεπεράσει γρήγορα τα σοβαρά εμπόδια σε ό,τι αφορά τις διαπραγματεύσεις και θα αποφύγει ένα επόμενο μνημόνιο, είναι όνειρο θερινής νυκτός. Η μακρά εκλογική περίοδος, η συγκρότηση νέας κυβέρνησης, ο χρόνος που θα χρειαστεί για να μάθουν οι υπουργοί τα καθήκοντά τους και η νέα διαπραγματευτική ομάδα τον νέο τρόπο διαπραγμάτευσης - όλα αυτά σε ένα πλαίσιο όπου οι εταίροι μας σαφώς δεν θέλουν ξανά εκλογές, σίγουρα θα μας πάνε πίσω. Θα δώσουν μια ακόμη ευκαιρία στο ΔΝΤ να δικαιολογήσει την αδιάλλακτη στάση του και να νομιμοποιήσει τα σοβαρά λάθη που έχει κάνει στο παρελθόν. Θα δώσουν επίσης την ευκαιρία στον Σόιμπλε, που από την αρχή θεωρούσε πως η Ελλάδα δεν έπρεπε να μπει στην ευρωζώνη, να βάλει νέα εμπόδια στην προσπάθεια της χώρας να μπει ξανά στις αγορές. Άρα, οι εκλογές «εδώ και τώρα» (που η ΝΔ μάλλον θα κερδίσει), με αξιωματική αντιπολίτευση τον ΣΥΡΙΖΑ, θα έχουν καταστροφικά αποτελέσματα και για τη χώρα αλλά και για την ΝΔ.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως μια αριστερή κυβέρνηση μπορεί με μεγαλύτερη επιτυχία να διαχειριστεί την αντίδραση των πολιτών στα εξαιρετικά επίπονα μέτρα που η τρόικα εξακολουθεί να μας επιβάλλει. Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε, όπως το παραδέχτηκε ακόμα και το ΔΝΤ, πως τον επόμενο χρόνο θα έχουμε ένα μικρό ρυθμό ανάπτυξης και σχετική μείωση της ανεργίας. Άρα μπορεί σιγά σιγά, προς λύπη όλων αυτών που εύχονται τα χειρότερα, τα πράγματα να καλυτερεύσουν. Αλλά ακόμα και αν υποθέσουμε πω δεν θα καλυτερεύσουν, με ποιο τρόπο, αν γίνει η ΝΔ κυβέρνηση, θα μπορέσει να αλλάξει την κατάσταση; Η συνεχώς επαναλαμβανόμενη απάντηση είναι πως μέσω ριζικών αλλαγών θα έχουμε μαζική προσέλκυση ξένων επενδύσεων και μεγάλη μείωση της ανεργίας. Δυστυχώς οι ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις, όπως ο εκσυγχρονισμός του κράτους,, η μαζική φοροδιαφυγή στο εξωτερικό και στο εσωτερικό, η πάταξη της πελατειακής κουλτούρας κτλ. παίρνουν χρόνο. Πώς θα επιτευχθούν οι παραπάνω στόχοι; Μέσω μιας «θεραπείας σοκ»; Δυστυχώς όπως είδαμε στη μετασοβιετική Ρωσία, οι θεραπείες express έχουν πάντα τα αντίθετα αποτελέσματα. Συμπέρασμα: Αυτή την στιγμή, είτε μας αρέσει είτε όχι, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι το μόνο κόμμα που μπορεί να φέρει εις πέρας τις διαπραγματεύσεις με την τρόικα.
ΙΙ) Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει κάνει πολλά σφάλματα. Από τον λαϊκιστικό λόγο του Τσίπρα (που αμβλύνθηκε όταν αυτός αποφάσισε να ακολουθήσει τον ευρωπαϊκό δρόμο) και την ανίερη συμμαχία με τους ΑΝΕΛ, μέχρι τα εμπόδια που μερικοί από τους κύριους συνεργάτες του έβαζαν συστηματικά εμπόδια σε προσπάθειες προσέλκυσης ξένων επενδύσεων και τον κακοσχεδιασμένο τρόπο απονομής τηλεοπτικών αδειών - όλα τα παραπάνω δημιούργησαν σοβαρά εμπόδια στις κυβερνητικές προσπάθειες για να βγει η χώρα από την κρίση. Από την άλλη μεριά όμως η θέση πολλών ΜΜΕ πως η κυβέρνηση τίποτα δεν πέτυχε, πως π.χ. οι περίφημες μεταρρυθμίσεις ψηφίστηκαν μεν αλλά καμιά δεν υλοποιήθηκε είναι λανθασμένη. Το ΔΝΤ και οι διάφοροι ευρωπαίοι αξιωματούχοι που υποστηρίζουν πως η Ελλάδα έχει κάνει σημαντικές μεταρρυθμίσεις δεν είναι τόσο αφελείς, δεν κοιτάνε μόνο την ψήφιση νόμων. Εξετάζουν επίσης σε ποιο βαθμό αυτοί οι νόμοι έχουν υλοποιηθεί. Επιπλέον, οι προβλέψεις πως η αξιολόγηση θα τελειώσει το αργότερο στις αρχές του νέου χρόνου, αντίθετα με αυτούς που προβλέπουν το αντίθετο, είναι σωστές. Αν ο Ντράγκι, που σαφώς θέλει να μας βοηθήσει, προχωρήσει στην αξιολόγηση (της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζα) για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, αυτό μπορεί να οδηγήσει στην ένταξή μας στο πρόγραμμα της ποσοτικής χαλάρωσης.
ΙΙΙ) Η κεντροαριστερά (κυρίως η Δημοκρατική Συμπαράταξη και το Ποτάμι), για προφανείς λόγους, δεν θέλει άμεσες εκλογές. Πρέπει να πάψουν όμως, όπως η ΝΔ, να δαιμονοποιούν τον ΣΥΡΙΖΑ επαναλαμβάνοντας συνεχώς πως πρόκειται να μας οδηγήσει σε ένα αυταρχικό καθεστώς τύπου Τσάβες, Πούτιν ή Ερντογάν. Αντίθετα πρέπει να προσπαθήσουν να δημιουργήσουν γέφυρες με τον ΣΥΡΙΖΑ με σκοπό την απαγκίστρωση από το κόμμα των ΑΝΕΛ. Αν δεν κάνουν προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση, αν δεν διαφοροποιηθούν από την ΝΔ, σε αυτό τουλάχιστον το θέμα, θα συμβάλλουν στην εμπέδωση μιας διαχωριστικής γραμμής μεταξύ των δημοκρατικών και των «αντιδημοκρατικών» συριζαϊκών δυνάμεων. Αυτό σίγουρα δεν βοηθάει ούτε την κεντροαριστερά ούτε τον παραπέρα εκδημοκρατισμό της χώρας. Οδηγεί απλά σε μια κατάσταση όπου όσοι δεν συμφωνούν με το διχασμό θα θεωρούνται αυτόματα οπαδοί του ΣΥΡΙΖΑ. Δηλαδή ακολουθούν μια μανιχαϊστική λογική: ή είσαι με μας ή με τον αυταρχικό ΣΥΡΙΖΑ.
Συμπεραίνοντας, είναι επιτέλους καιρός η αντιπολίτευση να μην κάνει κριτική μόνο στα λόγια αλλά και στην πράξη. Δηλαδή να σταματήσει τις κοκορομαχίες, τους κανιβαλισμούς των αντιπάλων και τα γενικόλογα σλόγκαν, περνώντας σε ένα λόγο που να δίνει έμφαση στον ουσιαστικό διάλογο και στην εποικοδομητική κριτική της κυβέρνησης. Δηλαδή στο πέρασμα από τον συγκρουσιακό στον συναινετικό τρόπο διαβούλευσης, από τον «λασπολογικό» σε έναν νέο κομματικό πολιτισμό. Για την στιγμή κάτι τέτοιο δεν υπάρχει. Η παλαιοκομματική κουλτούρα σε αντιπολίτευση αλλά και κυβέρνηση ζει και βασιλεύει.
Δημοσιεύτηκε στα "Νέα" στις 17/12/2016.
Ποιες θα είναι οι πιθανές επιπτώσεις μετά το πέρασμα από την προεδρία του Ομπάμα σε αυτήν του Τραμπ; Θα ξεκινήσω από τη γενική εικόνα, δηλαδή την παγκοσμιοποίηση. Στη συνέχεια θα εστιάσω στους τρεις βασικούς πόλους της: τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό των ΗΠΑ, τον αυταρχικό καπιταλισμό της Κίνας και τον ημισοσιαλδημοκρατικό της Ευρώπης.
Η παγκοσμιοποίηση
Αντίθετα με αυτούς που πιστεύουν στην πιθανότητα μιας μελλοντικής αποπαγκοσμιοποίησης, η παγκοσμιοποίηση θα συνεχίσει με ακόμα πιο ταχείς ρυθμούς. Μπορεί ο σχετικός απομονωτισμός και προστατευτισμός του επερχόμενου αμερικανικού προέδρου να δημιουργήσει προβλήματα στην παραπέρα εξάπλωση του ελεύθερου εμπορίου και στην προστασία μη ανταγωνιστικών αμερικανικών εταιρειών (κυρίως στη λεγόμενη «σκουριασμένη ζώνη» των βορειοδυτικών πολιτειών). Δεν μπορεί όμως να αμβλύνει τη δυναμική μιας παγκοσμιοποίησης που, παρά τα αρνητικά της αποτελέσματα, αυξάνει τον παγκόσμιο πλούτο.
Ο προστατευτισμός, τα δασμολογικά τείχη βοήθησαν τον 19ο αιώνα την ανάπτυξη χωρών όπως η Γαλλία και η Γερμανία που προσπάθησαν να «φθάσουν» την οικονομική πρωτοκαθεδρία της Αγγλίας (A. Gerschenkron, 1962). Αργότερα όμως (στον Μεσοπόλεμο και μετά) διάφορες χώρες, κυρίως στη Λατινική Αμερική, ξεκίνησαν μια πολιτική εκβιομηχάνισης με την αντικατάσταση εισαγωγών (import substitution industrialization) και απέτυχαν. Μετά το άνοιγμα των παγκόσμιων αγορών τη δεκαετία του '70, αυτή η στρατηγική ανάπτυξης συμφέρει ακόμα λιγότερο. Ενας βασικός λόγος για αυτό είναι πως οι τωρινές πολυεθνικές εταιρείες, αντίθετα με ό,τι συνέβαινε στην προηγούμενη παγκοσμιοποίηση (1860-1914), έχουν πολύ πιο γερές ρίζες. Εχουν διεισδύσει στον εθνικό χώρο όλων των χωρών σε βαθμό που ήταν αδιανόητος τον 19ο αιώνα. Για παράδειγμα, μια πολυεθνική όπως η Siemens, μετά την πτώση της Σοβιετικής Ενωσης, έχει παρακλάδια όχι μόνο στην πρωτεύουσα αλλά και σε πολλές πόλεις κάθε χώρας. Αυτού του είδους η παγκόσμια οικονομική οργάνωση ήταν, για τεχνολογικούς λόγους, αδύνατη στο παρελθόν και μη αναστρέψιμη σήμερα - εκτός βέβαια αν έχουμε έναν τρίτο παγκόσμιο πόλεμο.
Ενας δεύτερος λόγος για τον οποίο ο προστατευτισμός τύπου Τραμπ θα αποτύχει είναι η αναποτελεσματικότητά του. Οχι μόνο δεν θα ανατρέψει τη γενική ροή των πραγμάτων αλλά ούτε και θα βοηθήσει ουσιαστικά τους λευκούς, κυρίως ανειδίκευτους, βιομηχανικούς εργάτες που τον ψήφισαν.
Ο ανερχόμενος λαϊκισμός
Η θεαματική άνοδος του λαϊκισμού στη Δύση συνδέεται κυρίως με τους χαμένους της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Οι πρωτοφανείς ανισότητες, η συγκέντρωση του εθνικού και παγκόσμιου πλούτου στα χέρια μιας μικρής μειοψηφίας, οδηγούν στην περιθωριοποίηση ενός μεγάλου κομματιού της εργατικής τάξης και στις ΗΠΑ και στην ΕΕ. Αυτό, σε συνδυασμό με τον πληγωμένο πατριωτισμό όλων αυτών που βλέπουν τη συρρίκνωση της αυτονομίας του κράτους - έθνους, τον εντεινόμενο κοσμοπολιτισμό των ελίτ και την πολυπολιτισμικότητα που αμβλύνει την «καθαρότητα» της εθνικής κουλτούρας - όλα τα παραπάνω δημιουργούν συνθήκες που ευνοούν τη λαϊκιστική κινητοποίηση. Βέβαια η πρόσφατη εκλογική νίκη του Τραμπ βοήθησε σημαντικά και τους εθνολαϊκιστές τύπου Λεπέν και Φάρατζ σε βαθμό που κινδυνεύει ακόμα περισσότερο το ευρωπαϊκό εγχείρημα της ένωσης. Σε ό,τι αφορά τις ΗΠΑ, οι λαϊκιστικές υποσχέσεις του επερχόμενου αμερικανού προέδρου δεν πρόκειται να εκπληρωθούν. Αν όχι για άλλους λόγους, γιατί η μείωση των φόρων, η παραπέρα εκτίναξη των ανισοτήτων και της συγκέντρωσης πλούτου στην κορυφή, καθώς και η επακόλουθη συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας (σταδιακό ξήλωμα του obamacare) δεν θα βοηθήσει όλους αυτούς που βρίσκονται στο περιθώριο. Ούτε αυτούς που ζητούν νέες θέσεις εργασίας, αφού όλο και περισσότερο στον δυτικό κόσμο παρατηρούμε ένα είδος ανάπτυξης χωρίς σημαντική μείωση της ανεργίας (jobless growth). Η μόνη πολιτική του Τραμπ που μπορεί να οδηγήσει και σε κάτι θετικό είναι η μελλοντική προσέγγιση ΗΠΑ - Ρωσίας. Αν ο 45ος αμερικανός πρόεδρος χειριστεί σωστά αυτή την αλλαγή πολιτικής, μια αμερικανορωσική συνεργασία θα μπορούσε να οδηγήσει και στην άμβλυνση του 2ου ψυχρού πολέμου και να συμβάλει στη λύση του συριακού προβλήματος. Βέβαια κάτι τέτοιο προϋποθέτει ευελιξία, διορατικότητα και διπλωματικές δεξιότητες που δεν είμαι σίγουρος πως ο Τραμπ διαθέτει.
Η σχέση με την Κίνα
Το πρώτο σημείο που πρέπει να τονιστεί εδώ είναι πως οι λεγόμενες αναδυόμενες οικονομίες, και κυρίως η κινεζική, έχουν επιφέρει μια αλλαγή στην παγκόσμια ισορροπία δύναμης μεταξύ καπιταλιστικού κέντρου και ημιπεριφέρειας. Ιδίως ο κινεζικός κολοσσός έχει ήδη καταστεί ο δεύτερος σοβαρός παίκτης στην παγκόσμια οικονομική αρένα. Παρά τις αναπόφευκτες δυσκολίες και απότομες διακυμάνσεις μιας χώρας «αργοπορημένης ανάπτυξης» (late-late development), η ταχεία ανάπτυξή της και η σταθερότητα του αυταρχικού πολιτεύματος οδήγησε σε πρωτοφανή κοινωνική επανάσταση. Μείωσε την απόλυτη φτώχεια σε βαθμό που πάνω από μισό δισεκατομμύριο άνθρωποι ξεπέρασαν την πλήρη εξαθλίωση. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως η παγκοσμιοποίηση δεν οδήγησε και σε τεράστιες ανισότητες, κυρίως στις πόλεις. Αλλά ένα μεγάλο μέρος αυτών που βρίσκονται στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας δεν χάνουν αλλά κερδίζουν από το άνοιγμα των αγορών.
Με τα παραπάνω θέλω να τονίσω πως η Κίνα δεν είναι Μεξικό. Δεν μπορεί εύκολα να «τιμωρηθεί» από τον επόμενο πλανητάρχη. Ας ελπίσουμε πως ο Ντόναλντ Τραμπ ως ρεαλιστής επιχειρηματίας θα πετύχει μια ισορροπημένη συμφωνία αποφεύγοντας έναν εμπορικό πόλεμο που μπορεί να εξελιχθεί και σε γεωπολιτικό. Τέλος, πρέπει να αναφερθεί πως ο αναμενόμενος απομονωτισμός των ΗΠΑ επί Τραμπ θα βοηθήσει σημαντικά την Κίνα που είναι πολλαπλώς κερδισμένη από το άνοιγμα των παγκόσμιων αγορών. Πιο γενικά, θα τη βοηθήσει στην προσπάθειά της να γίνει στο μέλλον η επόμενη ηγέτιδα δύναμη. Αρα ο απομονωτισμός του Τραμπ δεν κάνει «την πατρίδα μεγάλη». Μάλλον το αντίθετο. Στη σημερινή παγκοσμιοποίηση κάθε είδος απομονωτισμού αποδυναμώνει ακόμα και έναν ισχυρό παγκόσμιο παίκτη.
Οι επιπτώσεις στην Ευρώπη
Η Γηραιά Ηπειρος, μετά το σοκ του Brexit, είναι θορυβημένη από την είσοδο του Τραμπ στην παγκόσμια αρένα. Ο λαϊκισμός του, η πλήρης άγνοιά του σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και η απόσταση που παίρνει από τα ευρωπαϊκά προβλήματα και συμφέροντα, όχι μόνο προβληματίζουν αλλά και απειλούν το ευρωπαϊκό κατεστημένο. Αν στα παραπάνω προσθέσουμε τις σαθρές βάσεις της ευρωζώνης, τις μέτριες ικανότητες των πολιτικών αρχηγών και την κοντόφθαλμη γερμανική εμμονή στη λιτότητα, το ευρωπαϊκό οικοδόμημα κινδυνεύει να καταρρεύσει.
Για τον αποτελεσματικό χειρισμό της αβέβαιης, σχεδόν αδιάφορης και πιθανώς επιθετικής πολιτικής του Τραμπ χρειάζεται ένας νέος ευρωπαϊκός προσανατολισμός που να βασίζεται σε δύο πυλώνες: Πρώτον, στον άμεσο τερματισμό της λιτότητας που οδηγεί στον λαϊκισμό, στον αντιευρωπαϊσμό και στην κοινωνική περιθωριοποίηση. Δεύτερον, στην επιτάχυνση της πολιτικής και κοινωνικής ενοποίησης με στόχο μια φεντεραλιστική και συγχρόνως αλληλέγγυα κοινότητα ικανής να καταστεί ο τρίτος μέγας παίκτης στην παγκόσμια οικονομική αρένα. Μόνο με αυτόν τον τρόπο η Ευρωπαϊκή Ενωση θα μπορέσει να αντιμετωπίσει την αοριστία, την αβεβαιότητα και τον πιθανό απομονωτισμό της μελλοντικής διακυβέρνησης Τραμπ. Μόνο με αυτόν τον τρόπο ο ευρωπαϊκός Διαφωτισμός, ο ανθρωπισμός και η εξάπλωση των αστικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων (δικαιωμάτων που στην πρώιμη μεταπολεμική περίοδο η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία κατόρθωσε σε έναν βαθμό να πραγματοποιήσει) θα μπορέσουν να αποτελέσουν αντίβαρο στον δημαγωγικό, σοβινιστικό και αντιφεμινιστικό λόγο του Ντόναλντ Τραμπ.
Συμπέρασμα
Οπως έχει ειπωθεί από πολλούς αναλυτές, ο επόμενος πλανητάρχης δεν θα μπορέσει να υλοποιήσει όσα υποσχέθηκε στον προεκλογικό του αγώνα. Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία πως ο κόσμος που ξέραμε θα αλλάξει ριζικά. Από το χτίσιμο του τείχους στα σύνορα με το Μεξικό ως την παραγνώριση των οικολογικών προβλημάτων και την επιπόλαια θέση του μελλοντικού πλανητάρχη σε ό,τι αφορά τη διαχείριση πυρηνικών κινδύνων, η προεδρία του θα επηρεάσει αρνητικά τον κόσμο που έρχεται.
Δημοσιεύτηκε στο "Βήμα της Κυριακής" στις 27/11/2016.