Γράφει ο Γιούργκεν Χάμπερμας: «Δυστυχώς οι Σοσιαλδημοκράτες, ενώ έχουν συνδέσει την ύπαρξή τους με την ιστορική μοίρα της Γερμανίας, δεν μπορούν να ανταποκριθούν στην ιστορική αποστολή τους: να εξημερώσουν τον καπιταλισμό. Αναζητούνται πολιτικά υποκείμενα τα οποία θα επωμιστούν αυτόν τον ρόλο. Οι επικείμενες ευρωεκλογές αποτελούν ένα στοίχημα γι' αυτό το σχέδιο» («Εφ.Συν.» 29-10-2018).
Μέσα σε μία παράγραφο πολλά κρίσιμα ζητήματα. Ας ξεκινήσουμε από τα εύκολα.
Οντως, η Σοσιαλδημοκρατία έχει αποτύχει παταγωδώς να παίξει τον ρόλο στον οποίον αναφέρεται ο Γερμανός φιλόσοφος. Δεν αντιστάθηκε στην επέλαση του νεοφιλελευθερισμού, δεν υπερασπίστηκε τα συμφέροντα των τάξεων που παραδοσιακά ήταν το ακροατήριό της, προσχώρησε αμαχητί στη στρατηγική του αντιπάλου.
Για την ενδοτική στάση της απέναντι στις αχαλίνωτες δυνάμεις της αγοράς πλήρωσε βαρύ τίμημα. Στη Γερμανία υποχωρεί ατάκτως, στη Γαλλία έχει εξαφανιστεί, στην Ολλανδία ψάχνεται, στην Ιταλία είναι σε βαθιά κρίση, στην Ελλάδα βλέπουμε την εξέλιξη του ΠΑΣΟΚ.
Μοναδικές εξαιρέσεις, η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Αγγλία. Γιατί σ' αυτές τις χώρες έσπασε ο κανόνας; Μα, επειδή οι νέες ηγεσίες εξουδετέρωσαν τις βαρονίες που ήλεγχαν τα κόμματα και τα είχαν μετατρέψει σε ουραγούς της Δεξιάς.
Σωστά λέει ο Χάμπερμας ότι ο ιστορικός ρόλος της Σοσιαλδημοκρατίας ήταν η εξημέρωση του καπιταλισμού. Αυτή άλλωστε ήταν η αιτία της πρώτης διάσπασης του σοσιαλιστικού κινήματος. Γύρω από το δίλημμα «μεταρρύθμιση ή επανάσταση;» διεξήχθη η μεγάλη μάχη πριν από εκατό και βάλε χρόνια.
Υπήρξε περίοδος (χρυσή 35ετία) στη μεταπολεμική Ιστορία που πράγματι τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα από θέσεις εξουσίας πέτυχαν τον εξανθρωπισμό του καπιταλισμού. Κατάφεραν να δημιουργήσουν –στη Σκανδιναβία ήταν η πιο προωθημένη εκδοχή– κράτος δικαίου, συμμετοχικούς θεσμούς, εκτεταμένα δίκτυα προστασίας.
Πρόσφεραν υψηλού επιπέδου υπηρεσίες στην Παιδεία και την Υγεία, κράτησαν χαμηλά την ανεργία, οι εργαζόμενοι είχαν ικανοποιητικές αποδοχές, συγκρότησαν μηχανισμούς που εμπόδιζαν την απληστία του μεγάλου κεφαλαίου και περιόρισαν τις ανισότητες με την προοδευτική φορολογία.
Βοήθησε σ' αυτό και η παρουσία του αντίπαλου δέους (τα καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού) το οποίο λειτουργούσε σαν μπαμπούλας για τις αστικές τάξεις των χωρών της Δυτικής Ευρώπης. Το σύστημα δεν ανετράπη, έγινε όμως πιο ανθρώπινο.
Είναι σήμερα αυτό εφικτό; Μπορεί, δηλαδή, να αναπτυχθεί ένα κίνημα το οποίο θα θέσει, όχι πια μόνο σε εθνικό επίπεδο, αλλά σε περιφερειακό (Ευρώπη), ακόμη και σε παγκόσμιο, ως στόχο του την εξημέρωση του καπιταλισμού;
Οι γνώμες διχάζονται. Οι νεοφιλελεύθεροι λένε ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση. Η ριζοσπαστική, κινηματική Αριστερά και οι κομμουνιστές, όπου επιβιώνουν, υποστηρίζουν ότι ο καπιταλισμός στη σημερινή τούρμπο μορφή του δεν παίρνει επιδιόρθωση, δεν συμφωνούν όμως στο διά ταύτα, ενώ δεν λείπουν οι ιδεολογικοί καβγάδες και οι δίκες προθέσεων για παλιές και νέες... αμαρτίες.
Οι Σοσιαλδημοκράτες δεν μπορούν να ξεπεράσουν την προγραμματική αμηχανία τους. Ο Χάμπερμας λέει πως αναζητούνται πολιτικά υποκείμενα προκειμένου να παίξουν αυτόν τον ρόλο και θεωρεί ότι οι επικείμενες ευρωεκλογές αποτελούν ένα στοίχημα γι' αυτό το σχέδιο.
Πολλοί πάντως, παρατηρώντας τις τάσεις στα εκλογικά σώματα, φοβούνται ότι από τις ευρωεκλογές δεν θα προκύψει το σχέδιο για την εξημέρωση του καπιταλισμού, αλλά ένα σχέδιο για την πλήρη αποθηρίωσή του που θα πηγαίνει παρέα με τη συρρίκνωση της δημοκρατίας.
*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 31/10/2018.
Η ιδέα του Ιστορικού Συμβιβασμού δημιούργησε σοκ στους αριστερούς, στη δεκαετία του 1970. Αλλοι τη θεώρησαν σκάνδαλο, άλλοι πρόκληση. Εξαγγέλθηκε από τον Ενρίκο Μπερλίνγκουερ και αφορούσε μια προοπτική συμμαχίας ανάμεσα στους δύο μεγάλους αντιπάλους της Ιταλίας, τη Χριστιανοδημοκρατία (ΧΔ) και το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Ωστόσο η ιδέα έμεινε στη μέση του δρόμου.
Το 1980 η ΧΔ έκανε τον δικό της ιστορικό συμβιβασμό με την Κεντροαριστερά (πεντακομματική πλειοψηφία) και ο Μπερλίνγκουερ ανέπτυξε την ιδέα της «δημοκρατικής εναλλακτικής», δηλαδή την αναζήτηση ενός συνασπισμού με την Κεντροαριστερά, με άξονα το ΚΚΙ, που θα απέκλειε τους ΧΔ. Εκτοτε, πολύ νερό κύλησε κάτω από τις γέφυρες του Τίβερη. Και οι δύο μεγάλοι αντίπαλοι της μεταπολεμικής περιόδου εξαφανίστηκαν. Σήμερα, το ιταλικό πολιτικό τοπίο είναι εντελώς διαφορετικό από εκείνο της δεκαετίας του 1980.
Αντίθετα, στην Ελλάδα, το πολιτικό τοπίο άλλαξε μεν, φέρνει όμως σημάδια εκείνης της μακρινής εποχής. Εκείνο, ωστόσο, που έχει ενδιαφέρον είναι ότι η ιδέα του ιστορικού συμβιβασμού, που δεν μπήκε ποτέ στην Ελλάδα (ίσως αδύναμα από τον Λεωνίδα Κύρκο σε μια εποχή που το δίπολο Δεξιά - Αντιδεξιά μεσουρανούσε), επανήλθε στην εποχή της κρίσης, α λα ελληνικά. Η κρίση ήταν σαν τον Μινώταυρο που έφαγε ή ανασκολόπισε τα κόμματα το ένα μετά το άλλο. Η μόνη οδός επιβίωσης ήταν επομένως ο συμβιβασμός των πρώην αντιπάλων. Με αυτή την έννοια, στην Ελλάδα δεν έχουμε έναν, αλλά δύο ιστορικούς συμβιβασμούς.
Ο πρώτος ιστορικός συμβιβασμός δημιουργήθηκε το 2012, όταν οι δύο πρώην αντίπαλοι, Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ, με ένα από τα δύο κόμματα της ευρωκομμουνιστικής Αριστεράς, τη ΔΗΜ.ΑΡ., αποφάσισαν να συγκυβερνήσουν. Ο δεύτερος ιστορικός συμβιβασμός δημιουργήθηκε το 2015, και κυβερνά ώς σήμερα. Ο πρώτος ιστορικός συμβιβασμός δημιουργήθηκε με άξονα τη Δεξιά. Αυτή ήταν η μεγάλη δύναμη και η κύρια συνιστώσα του συνασπισμού. Ο δεύτερος ιστορικός συμβιβασμός δημιουργήθηκε με άξονα την Αριστερά, και περιλαμβάνει ένα κομμάτι της Δεξιάς, δηλαδή τους ΑΝ.ΕΛΛ., μια θεσμική συμμαχία με τους καραμανλικούς, καθώς και έναν συμβιβασμό με την Εκκλησία της Ελλάδας.
Γιατί δύο συμβιβασμοί και όχι ένας; Διότι το Μνημόνιο δίχασε την ελληνική κοινωνία και τους πολίτες, πάνω σε μια νέα γραμμή, διαφορετική από εκείνη του εμφυλίου πολέμου και της Μεταπολίτευσης. Καινούργια εποχή, καινούργια προβλήματα, νέες αντιπαραθέσεις.
Οι αντιπαραθέσεις και οι συμμαχίες αυτές δεν είναι τεχνητές. Οταν ο Μπερλίνγκουερ πρότεινε το 1970 τον ιστορικό συμβιβασμό, μπορούσε να διακρίνει δύο πράγματα. Το ένα ήταν ότι η αιχμή του ψυχρού πολέμου είχε περάσει και είχε αποδυναμωθεί η συνοχή των δύο αντίπαλων διεθνών στρατοπέδων. Το άλλο, όμως, ήταν ότι η κρίση εκείνης της δεκαετίας που εξαφάνιζε το καθεστώς της οργανωμένης νεωτερικότητας της μεταπολεμικής εποχής έδινε τη θέση της στην ανοργάνωτη ή αποδιοργανωμένη νεωτερικότητα (απελευθέρωση των αγορών και της οικονομίας από εθνικούς και πολιτικούς ελέγχους κ.λπ.). Σωστά, επομένως, επισημαίνονταν οι εκλεκτικές συγγένειες ανάμεσα στους δύο αντιπάλους.
Και τα Μνημόνια, στις ίδιες γραμμές μετάβασης από τη μια εποχή στην άλλη εγγράφηκαν. Και βέβαια αυτή η μετάβαση από το ένα καθεστώς νεωτερικότητας στο άλλο δεν είναι ούτε απλή ούτε απότομη. Με διαδοχικά κύματα, αυτό συμβαίνει από τη δεκαετία του 1990 έως σήμερα. Νομίζω, επομένως, ότι αντί να μιλάμε για φυσικές ή αφύσικες συμμαχίες, θα πρέπει να τις δούμε ως αποκρυσταλλώσεις στο πολιτικό επίπεδο δομικών μεταβολών.
Οπως η συγχρονία αποτελείται από συνδυασμό διαφορετικών εποχών, έτσι και οι ιδεολογίες και τα πολιτικά προγράμματα των πολιτικών συνασπισμών ενέχουν καταστατικά την αντιφατικότητα. Δεν πρέπει να εκπλήσσεται, ούτε να σκανδαλίζεται ή να αγανακτεί κανείς για αυτή τη συγχρονία του ασύγχρονου. Αυτοί είναι οι ιστορικοί συμβιβασμοί σε εποχές που χαρακτηρίζονται από μεγάλες μεταβάσεις.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι καμιά ανατρεπτική δύναμη. Αλλωστε, η περίοδος των επαναστατικών ανατροπών στην Ευρώπη έκλεισε με το τέλος του ελληνικού εμφυλίου πολέμου. Κι αν ακόμη, τα αριστερά κόμματα μετά το 1974 είχαν αναφορές σε οράματα, ονόματα και σύμβολα των μεγάλων ανατροπών, αυτές δεν είχαν μεγαλύτερο βάρος από τη φράση του Σωκράτη στο τέλος ενός, καταπληκτικής διαύγειας, διαλόγου: «Ω Κρίτων, τω Ασκληπιώ οφείλομεν αλεκτρυόνα». Απλώς μια τελετουργική χειρονομία.
Το ζήτημα, επομένως, δεν είναι ποια κοκόρια θα θυσιάσει ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά η διαυγής στάθμιση της επιλογής ανάμεσα στον ιστορικό συμβιβασμό και στη δημοκρατική εναλλακτική. Ποια παρουσιάζει σήμερα τη μεγαλύτερη δυναμική; Ο ιστορικός συμβιβασμός θα πρέπει να νοηθεί όχι ως τέχνασμα ανάγκης, αλλά ως αποκρυστάλλωση κοινωνικών δυνάμεων. Π.χ. γέφυρα με συντηρητικούς πολίτες που, παρά τις διαφορές στο Μακεδονικό, συμφωνούν πως η νέα εποχή δεν πρέπει να χαρακτηριστεί από την ανάπτυξη με διεύρυνση ανισοτήτων, και την αναδιανομή υπέρ των πλούσιων.
Από την άλλη, η δημοκρατική εναλλακτική συνιστά την ανάληψη της ηγεσίας της ιστορικής Κεντροαριστεράς, και έχει ως άξονα του προοδευτικού πόλου ανάπτυξης τα δυναμικά μεσαία στρώματα. Εκείνο που χρειάζεται είναι η καθαρή διατύπωση των διλημμάτων, πέραν των προσώπων.
*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 22/10/2018.
Αθήνα, 17 Οκτωβρίου 2018
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Ενίσχυση της συνεργασίας της Ο.Κ.Ε. και της Βουλής
αποφάσισε η Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής
Σημαντικό βήμα για την επαναφορά του κοινωνικού διαλόγου
Σε συνέχεια της συνεδρίασης της Ολομέλειας της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής της Ελλάδος (Ο.Κ.Ε.) για την ανασύνταξη του θεσμοθετημένου κοινωνικού διαλόγου στη χώρα, την Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2018, ο Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων, κ. Νίκος Βούτσης, ο οποίος συμμετείχε με χαιρετισμό του, ενημέρωσε τα Μέλη της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής για την ανάγκη μιας στενότερης συνεργασίας της Βουλής και της Ο.Κ.Ε.
Η Διάσκεψη αποφάσισε την προώθηση του ρόλου της Ο.Κ.Ε., όπως αυτός προβλέπεται από το Σύνταγμα και από τον Κανονισμό της Βουλής, με την ενίσχυση του θεσμοθετημένου διαλόγου στο στάδιο της επεξεργασίας των νομοσχεδίων στις Διαρκείς Επιτροπές της Βουλής, καθώς και με την ανάπτυξη μιας στενότερης συνεργασίας με την Ο.Κ.Ε.
Η Ο.Κ.Ε. θεωρεί θετικό βήμα την απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων και επισημαίνει ότι είναι απαραίτητο αυτή να τηρείται. Επίσης, ο Γενικός Γραμματέας της Κυβέρνησης πρέπει να ενημερώσει τους Υπουργούς για την απόφαση της Διάσκεψης, ώστε να αποστέλλονται έγκαιρα στην Ο.Κ.Ε. τα νομοσχέδια οικονομικού και κοινωνικού χαρακτήρα των Υπουργείων τους, για την έκφραση της Γνώμης της Ο.Κ.Ε. στο προβλεπόμενο από τη νομοθεσία χρονικό διάστημα.
Η Ο.Κ.Ε. επίσης τονίζει ότι ο ειλικρινής και υπεύθυνος θεσμοθετημένος διάλογος, ιδίως με τη Βουλή των Ελλήνων, ενδυναμώνει τις δημοκρατικές διαδικασίες, διασφαλίζει την κοινωνική συνοχή και ενισχύει την ανταγωνιστικότητα της χώρας και τη βιώσιμη ανάπτυξη.
Τον Οκτώβριο του 1929 είχε καταρρεύσει το χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης. Ο κόσμος είχε βυθιστεί σε βαθιά οικονομική κρίση, με αποτέλεσμα τον έντονο προστατευτισμό και τον απομονωτισμό. Στην Ευρώπη είχαν κλονιστεί οι φιλελεύθερες οικονομικοπολιτικές και κοινωνικές δομές, μαζί με ό,τι πρέσβευαν οι φιλελεύθερες ελίτ, και είχαν ισχυροποιηθεί συστήματα που αντιστρατεύονταν τον κοινοβουλευτισμό και τη δημοκρατία. Αναδυόταν το πολεμικό κράτος.
Ενώ μαινόταν ο Ισπανικός Εμφύλιος και η Κοινωνία των Εθνών μιλούσε για περιορισμό των πολεμικών εξοπλισμών, στην Ελλάδα ο Ιωάννης Μεταξάς, με τη μετάβαση στο καθεστώς της 4ης Αυγούστου, δήλωνε τον Σεπτέμβριο του 1936 ότι «ένεκα της ανικανότητας της Βουλής και ένεκα του κομμουνιστικού κινδύνου που έφεραν την χώραν εις το χείλος της αβύσσου, δεν θα επανέλθωμεν πλέον εις τον κοινοβουλευτισμόν» (εφημ. «Ακρόπολις», 18 Σεπτεμβρίου 1936).
Λίγο πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, μόνον 10 από τις 27 χώρες της Ευρώπης διατηρούσαν κοινοβουλευτική δημοκρατία. Από τη Γερμανία, οι διώξεις και τα πογκρόμ κατά του αναγκαίου «εχθρού» κυκλοφορούσαν ως «Εξέγερσις των Γερμανών κατά των Εβραίων» (αυτός ήταν ο τίτλος του «Ελεύθερου Βήματος» στις 13 Νοεμβρίου 1938).
Πολλοί διανοούμενοι, ο Χοσέ Ορτέγκα ι Γκασέτ, ο Πολ Βαλερί, ο Τόμας Μαν... έβλεπαν την Ευρώπη να μαστίζεται από πολιτισμική κρίση. Είχαν κατανοήσει, και είχαν δίκαιο, ότι όλα τα επιφαινόμενα της οικονομικής κρίσης (η εξαθλίωση της παιδείας και η απαξίωση της κοινής λογικής), η αύξηση της βίας και του φόβου για την ελευθερία, η απουσία αναστοχασμού για την κοινή ευρωπαϊκή ταυτότητα κ.λπ. ήταν αποτέλεσμα της πολιτισμικής κρίσης αυτής καθεαυτήν. Το κλίμα της Ευρώπης ήταν κλίμα γενικευμένου πολέμου.
Τον Σεπτέμβριο του 1939 πολλοί Ελληνες είχαν σπεύσει να αποσύρουν τις καταθέσεις που είχαν στις τράπεζες και ο Κυριάκος Βαρβαρέσος –διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος– είχε αναγκαστεί να κάνει δηλώσεις εφησυχασμού του κοινού. Τον ίδιο μήνα του 1939, ο υφυπουργός της Δημόσιας Ασφάλειας, Κ. Μανιαδάκης, «διά λόγους προστασίας αυτού τούτου του εθνικού συμφέροντος...», απαγόρευε τις συζητήσεις και τα σχόλια για τον πόλεμο «εις τα καφενεία, τας οδούς, τραμ, λεωφορεία, σιδηροδρόμους και δημοσίους εν γένει χώρους».
Ηθελε η Ελλάδα να εμπλακεί στον πόλεμο; Είναι η μόνη περίπτωση στην οποία ταιριάζει το «Οχι» - η λέξη που ταυτίστηκε με τον Μεταξά, το Επος του '40 και την 28η Οκτωβρίου. Παρά το γεγονός ότι σε όλες τις πληροφορίες που ελάμβανε η ελληνική κυβέρνηση υπήρχε σαφής σύγκλιση για ιταλική επίθεση κατά της Ελλάδας, στις εφημερίδες της εποχής (με βάση σαφείς εντολές που είχαν δοθεί στους εκδότες και τους αρχισυντάκτες) δεν γινόταν καμία αναφορά για τις ιταλικές κινήσεις και τη συγκέντρωση των στρατευμάτων στα ελληνοαλβανικά σύνορα.
Η Ελλάδα δεν ήθελε να εμπλακεί στον πόλεμο και κράτησε στάση ουδετερότητας μέχρι την τελευταία στιγμή. Αυτό φάνηκε τον Αύγουστο του 1940 με τον τορπιλισμό της «Ελλης». Η Ελλάδα δεν αποκάλυψε την προέλευση του υποβρυχίου, παρά μόνον μετά τις 30 Οκτωβρίου 1940, όταν πλέον είχε κηρυχθεί ο πόλεμος.
Και το «Οχι» που γιορτάζουμε την 28η Οκτωβρίου; Εδώ έχουμε πρωτοτυπία. Γιορτάζουμε την είσοδό μας στον πόλεμο, ενώ οι άλλες χώρες γιορτάζουν το τέλος του πολέμου. Είναι γνωστό ότι ο Μεταξάς, γύρω στις 3 τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου του 1940, ξέροντας ότι η Ιταλία είχε ήδη κάνει την επιλογή της μεταξύ συρράξεως και ειρήνης, έκλεισε την κουβέντα με τον κομιστή του ιταλικού τελεσιγράφου, πρέσβη Εμανουέλε Γκράτσι, λέγοντάς του στα γαλλικά: Alors, c'est la guerre! – Λοιπόν, αυτό σημαίνει πόλεμο!
Το «ΟΧΙ!» παρουσιάστηκε για πρώτη φορά ως τίτλος στο κύριο άρθρο της εφημερίδας «Ελληνικό Μέλλον» του Ν. Π. Ευστρατίου στις 30 Οκτωβρίου του 1940, μαζί με άλλους τίτλους όπως «Ναύται! Εκδικήσατε την "Eλλην"» «Ανασύρομεν το προσωπείον σας, δειλοί! Ευρήκαμε τα κομμάτια των τορπιλλών σας, δολοφόνοι» κ.λπ. Αλλά αν κάποιος κάνει τον κόπο να διαβάσει προσεκτικά το άρθρο, θα διαπιστώσει ότι εμπεριέχει ολόκληρη τη ρομαντική ελληνοκεντρική εθνικιστική αφήγηση και τους μεγαλοϊδεατικούς μαξιμαλισμούς της μικρής χώρας που ενώπιον του πολέμου... απλώς «εμειδίασεν αταράχως...».
Η επέτειος του «ΟΧΙ» γιορτάστηκε για πρώτη φορά το 1941 στα χρόνια της Κατοχής, το 1942 γιορτάστηκε στην πλατεία Συντάγματος με πρωτοβουλία των οργανώσεων ΕΠΟΝ και ΠΕΑΝ, με διαδηλώσεις και σε άλλες πόλεις. Κάτι έγινε το 1943 και, για πρώτη φορά, η επέτειος γιορτάστηκε επίσημα το 1944 με παρέλαση ενώπιον του Γεωργίου Παπανδρέου.
Γιορτάζουμε την 28η γιατί δεν μπορούμε να γιορτάσουμε τον Εμφύλιο που ακολούθησε. Ούτε μπορούμε να γιορτάζουμε κάτι από την Ελλάδα των πολεμοκαπήλων που, εκτός τόπου και χρόνου, υπερασπίστηκε -και συνεχίζει στις μέρες μας- την έκφραση ενός μεταφυσικού «λαϊκού πνεύματος», μιας «ψυχής» και μιας «εθνικής ενότητας» που στέλνει την άλλη μισή ψυχή στα αζήτητα και συνεχίζει να δουλεύει «μειδιώσα αταράχως...» πάνω σε ίχνη εκτυφλωτικής ορατότητας για την κατίσχυση της κουλτούρας των άλυτων προβλημάτων και του πολέμου.
*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 26/10/2018.
Η έννοια της «κανονικότητας» και δη της «ευρωπαϊκής κανονικότητας» έχει μεγάλη πέραση τον τελευταίο καιρό. Την επικαλούνται όσοι κατηγορούν τον ΣΥΡΙΖΑ πως έβγαλε τη χώρα από την ευρωπαϊκή πεπατημένη. Την επικαλείται τελευταία και η κυβέρνηση ως μέρος του αφηγήματος της καθαρής εξόδου από την κρίση, σύμφωνα με το οποίο η χώρα –με το τέλος των μνημονίων– ξαναγίνεται «κανονική».
Η χώρα (και πάντως οι ηγέτες της) φαίνεται να ζει με τη φαντασίωση της επιστροφής, μετά την οκταετή μας περιπέτεια, σε έναν χαμένο παράδεισο που βρίσκεται εκεί και μας περιμένει. Και οι μεν μας λένε ότι το όνειρο μένει ανεκπλήρωτο λόγω των «ΣΥΡΙΖΑΝΕΛΛ» και προσδοκούν ανάσταση νεκρών (ως φορέων «κανονικότητας»), οι δε όλο και περισσότερο επαίρονται ότι τα κατάφεραν να γίνουν «κανονικοί» και μαζί τους και η χώρα, οπότε τι χρείαν έχομεν του Μητσοτάκη;
Η κανονικότητα δεν είναι βέβαια πάντα φαντασιακή. Υπάρχει λ.χ. μια κοινοβουλευτική κανονικότητα, όπου τα δημοκρατικά κόμματα διαλέγονται πολιτισμένα, αυτό ακριβώς που αρνούνται στον ΣΥΡΙΖΑ οι φανατικοί αντίπαλοί του, όταν τον τοποθετούν εκτός «δημοκρατικού τόξου». Ενδεχομένως θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «κανονικότητα» το να ξεφύγει μια χώρα από την ανωμαλία της αποικιακού τύπου διαχείρισης της οικονομίας και της δημοκρατίας της από ξένους δανειστές, όπως συμβαίνει με τα μνημόνια.
Εδώ, όμως, γίνεται λόγος για μια «ευρωπαϊκή κανονικότητα» ως ιδεώδες, φορτισμένη με φιλελεύθερες και σοσιαλδημοκρατικές αξίες και θεσμούς, αυτό που ονομάζουμε συχνά «ευρωπαϊκό μοντέλο». Ας είμαστε σαφείς: το «ευρωπαϊκό μοντέλο», αν και ποτέ δεν υπήρξε ο παράδεισος που παρουσιάζουν οι άκριτοι διαφημιστές του, υπήρξε -και σε μεγάλο βαθμό εξακολουθεί να είναι- μια αξιοζήλευτη μορφή οργάνωσης των κοινωνιών, ασφαλώς ανώτερη από όσες άλλες προσφέρονται σήμερα ή προσφέρθηκαν πρόσφατα παγκοσμίως. Γι' αυτό και αξίζει να το υπερασπιζόμαστε, γι' αυτό υποστηρίζουμε και την κύρια θεσμική του έκφραση, την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Αυτό όμως που φαίνεται να διαφεύγει από πολλούς που επικαλούνται το ευρωπαϊκό μοντέλο είναι πως αυτό βρίσκεται σε υπαρξιακή κρίση και πως σήμερα κινδυνεύει κυριολεκτικά να καταρρεύσει, τόσο στην οικονομική όσο και στη δημοκρατική του διάσταση. Πρόκειται για μια κατάρρευση ίσως λιγότερο θεαματική απ' αυτή του «υπαρκτού σοσιαλισμού» προ τριακονταετίας, αλλά πιθανόν εξίσου ριζική και χωρίς την ελπίδα που συνόδευσε την πτώση του Τείχους.
Ποια είναι σήμερα η «ευρωπαϊκή κανονικότητα» προς την οποία θα πρέπει να προσβλέπουμε; Το πολιτικό τοπίο της Ιταλίας ή της Αυστρίας; Η Ακροδεξιά να βρίσκεται ante portas, αλλού κυβερνώσα ή συγκυβερνώσα (Ιταλία, Αυστρία, Νορβηγία, Ελβετία, Φινλανδία), αλλού αξιωματική αντιπολίτευση ή δεύτερο σε ψήφους κόμμα (Γερμανία, Γαλλία, Ολλανδία), αλλού ανερχόμενη δύναμη (Σουηδία); Το Brexit και το πολιτικό κλίμα που δημιούργησε; Τα αποσχιστικά κινήματα; Για δε τις πρώην κομμουνιστικές χώρες, ας μη γίνει λόγος.
Το ευρωπαϊκό μοντέλο χτίστηκε γύρω από δύο πολιτικές οικογένειες, που διαγωνίζονταν περί το κέντρο, με ελάχιστο κοινό παρονομαστή κάποιες κοινωνικές ευαισθησίες και ένα ευρωπαϊκό όραμα. Βλέπουμε πουθενά αυτό να ισχύει σήμερα; Είναι «κανονική» η κατάρρευση της Κεντροαριστεράς περίπου παντού και η μετατόπιση της Δεξιάς όλο και περισσότερο προς την ατζέντα –συχνά δε και προς συνεργασία– με την Ακροδεξιά και τον εθνικισμό; Εξάλλου, η «ευρωπαϊκή κανονικότητα» στηριζόταν και σε μια ισχυρή σχέση και κοινές αξίες με τις ΗΠΑ. Αναγνωρίζουμε τους δεσμούς αυτούς σήμερα με την Αμερική του Τραμπ;
Συμβιβάζεται μήπως με το ευρωπαϊκό μοντέλο το ξήλωμα του κράτους πρόνοιας, η υψηλή ανεργία, οι αυξανόμενες ανισότητες και η οικονομική ανασφάλεια που παράγει τις τελευταίες δεκαετίες ο κυρίαρχος νεοφιλελευθερισμός; Μα και όσοι μετατρέπουν την αναγκαστική υποταγή μας στις περίφημες «αγορές» σε πράξη προσέγγισης προς ένα ιδεώδες, προσβλέπουν άραγε σε μια «κανονικότητα» όπου το διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο θα αποφασίζει προς όφελός του μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια της εθνικής ή και ευρωπαϊκής μας πολιτικής;
Η κανονικότητα που φαντασιώνονται μερικοί, διεθνής ή ευρωπαϊκή, δεν υπάρχει πια. Εχει καταστεί δυσλειτουργική και παράγει πλέον τέρατα. Καταρρέει δε κυρίως από τα μέσα, όχι από εξωτερικούς εχθρούς της. Οσοι την προβάλλουν άκριτα ως ιδεώδες, αντιπαραθέτοντάς τη μάλιστα σε μια «ελληνική ιδιαιτερότητα» που καταδικάζουν, λησμονούν πως η «ελληνική ιδιαιτερότητα» είναι συστατικό μέρος και προϊόν της κανονικότητας που θεραπεύουν. Βυθίζονται δε σε έναν βαθύτατο συντηρητισμό, καθώς υπερασπίζονται καταστάσεις που όλο και λιγότερο έλκουν τους πολίτες.
Αν θέλουμε να αντικρούσουμε έναν επερχόμενο νέο μεσαίωνα, αν θέλουμε να διαφυλάξουμε τις αξίες της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της αλληλεγγύης, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ειρηνικής συμβίωσης, πρέπει να αγωνιστούμε για να αλλάξουμε ριζικά τη σημερινή απειλητική για τη δημοκρατία και την Ευρώπη «κανονικότητα», όχι απλά να ενταχθούμε σ' αυτήν.
Οι αντιστάσεις σ' αυτή την καταστροφική «κανονικότητα», από θέσεις αριστερές και φιλοευρωπαϊκές, παρά τη συχνά αναπόφευκτη «ατζαμοσύνη» τους, συμβάλλουν περισσότερο στην αντιμετώπιση των τεράτων που μας απειλούν, από τις κατάρες κατά της «ελληνικής ιδιαιτερότητας» και την άκριτη υποταγή σε ένα ολοένα πιο προβληματικό και μη βιώσιμο σύστημα.
*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 15/10/2018.