Η εσκεμμένη παραπληροφόρηση, με δύο στοχεύσεις, τον επηρεασμό α) των εκλογών και β) των πολιτικών για τη μετανάστευση, είναι οι βασικές κατηγορίες fake news (ψευδών ειδήσεων) που μπορούν να ζημιώσουν την κοινωνία, σύμφωνα με τις απαντήσεις στη δημόσια διαβούλευση που πραγματοποίησε η Κομισιόν την περίοδο Νοεμβρίου 2017- Μαρτίου 2018. Η διαβούλευση πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο έρευνας της Ομάδας Εμπειρογνωμόνων Υψηλού Επιπέδου, που ανέλαβε για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να διερευνήσει το φαινόμενο των fake news προκειμένου να ληφθούν μέτρα για την καταπολέμησή τους, ώστε να προστατευθούν οι πολίτες και η δημοκρατία.
Τι είναι fake news; Ο ορισμός: Η Ομάδα Εμπειρογνωμόνων στην έκθεσή της επικεντρώνεται στα προβλήματα που συνδέονται με την «παραπληροφόρηση» στο Διαδίκτυο και όχι στις «ψευδείς ειδήσεις». Κι αυτό γιατί ο όρος «ψευδείς ειδήσεις» είναι ακατάλληλος για να αποτυπώσει τα περίπλοκα προβλήματα της παραπληροφόρησης, όπως π.χ. η συχνή ανάμιξη κατασκευασμένων στοιχείων με πραγματικά περιστατικά.
Η παραπληροφόρηση ορίζεται ως «ψευδείς, ανακριβείς ή παραπλανητικές πληροφορίες που κατασκευάζονται, παρουσιάζονται και προωθούνται με σκοπό το κέρδος ή για να ζημιώσουν το κοινό συμφέρον». Οι πληροφορίες αυτές, σύμφωνα με την Έκθεση, μπορούν να υπονομεύσουν τις δημοκρατικές διαδικασίες και αξίες και να θέσουν στο στόχαστρο διάφορους τομείς, όπως π.χ. η υγεία, η επιστήμη, η εκπαίδευση και ο χρηματοπιστωτικός τομέας.
Πώς αντιμετωπίζονται τα fake news; Οι προτάσεις:
Ο διαρκώς παρών κίνδυνος της λογοκρισίας και ο φόβος πιθανής κρατικής παρέμβασης στο περιεχόμενο των ΜΜΕ με αφορμή ή πρόσχημα περιπτώσεις fake news, οδήγησε την Ομάδα Εμπειρογνωμόνων στην υιοθέτηση προτάσεων αυτορύθμισης και όχι καταστολής ή, ακόμα χειρότερα, πρόληψης. Η Έκθεση υπογραμμίζει την ανάγκη συμμετοχής όλων των ενδιαφερόμενων μερών και της λήψης μέτρων στις εξής κατευθύνσεις:
* Προώθηση του γραμματισμού (εκπαίδευσης) στα Μέσα Επικοινωνίας για την καταπολέμηση της παραπληροφόρησης.
* Ανάπτυξη εργαλείων που δίνουν στους χρήστες και στους δημοσιογράφους τη δυνατότητα να αντιμετωπίζουν την παραπληροφόρηση. (Ήδη η Ε.Ε. διερευνά εργαλεία λογισμικού για τον εντοπισμό των fake news, που προτείνουν τεχνικοί και εταιρείες).
* Διασφάλιση της πολυμορφίας και της βιωσιμότητας των ευρωπαϊκών, παραδοσιακών μέσων ενημέρωσης.
* Συνέχιση των ερευνών σχετικά με τον αντίκτυπο της παραπληροφόρησης στην Ευρώπη.
* Κατάρτιση Κώδικα Αρχών (Δεοντολογία) τον οποίο θα πρέπει να δεσμευτούν ότι θα τηρούν οι διαδικτυακές πλατφόρμες και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Μία από τις 10 βασικές αρχές προβλέπει, π.χ., ότι οι διαδικτυακές πλατφόρμες θα πρέπει να μεριμνούν για τη διαφάνεια των εργασιών τους, εξηγώντας πώς επιλέγονται από τους αλγορίθμους οι ειδήσεις που προβάλλονται.
* Οι πλατφόρμες του Διαδικτύου ενθαρρύνονται να λάβουν αποτελεσματικά μέτρα σε συνεργασία με ευρωπαϊκά ειδησεογραφικά πρακτορεία ειδήσεων ώστε να βελτιωθεί η προβολή ασφαλών, αξιόπιστων ειδήσεων και να διευκολυνθεί η πρόσβαση των χρηστών σε αυτές.
* Η λήψη μέτρων είναι ιδιαίτερα σημαντική κατά τη διάρκεια προεκλογικών περιόδων
* Παρακολούθηση της υλοποίησης των μέτρων και τακτική αναθεώρησή τους.
Η κλίμακα εμπιστοσύνης στα ΜΜΕ. Το ελληνικό παράδοξο:
Η τελευταία έρευνα του Ευρωβαρόμετρου (Μάρτιος 2018) αλλά και προηγούμενες, διαπιστώνουν μια επίμονη δυσπιστία των Ελλήνων απέναντι στα «παραδοσιακά» ΜΜΕ, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους πολίτες: μόλις 4 στους 10 εμπιστεύονται την ενημέρωση που παρέχει η τηλεόραση, σε αντίθεση (7/10) με τους Ευρωπαίους. Το 57% των Ελλήνων δεν εμπιστεύεται την τηλεόραση, έναντι 29% του αντίστοιχου κοινοτικού μέσου όρου. Παρόμοια εικόνα έλλειψης εμπιστοσύνης παρουσιάζουν και τα άλλα «παραδοσιακά» μέσα, όπως το ραδιόφωνο (Ευρώπη 70% εμπιστοσύνη - Ελλάδα 57%), εφημερίδες/περιοδικά (Ευρώπη 74% - Ελλάδα 51%), με αποτέλεσμα η χώρα να κατατάσσεται περί την 26η θέση στην Ε.Ε. ως προς την εμπιστοσύνη της στα ΜΜΕ.
Από την άλλη πλευρά, οι Έλληνες εμφανίζονται να έχουν ιδιαίτερα αυξημένη εμπιστοσύνη για ενημέρωση στις on line πλατφόρμες εικόνων και ήχων (Ευρώπη 27% - Ελλάδα 29%) αλλά και στα κοινωνικά δίκτυα και εφαρμογές μηνυμάτων (Ευρώπη 26% - Ελλάδα 31%), παρ' ότι θεωρούνται τα κατεξοχήν εργαλεία διάδοσης της παραπληροφόρησης.
Τυχαίο; Καθόλου. Στην Ελλάδα τα «παραδοσιακά ΜΜΕ» αποτελούν σημαντικούς φορείς παραπληροφόρησης και προπαγάνδας, ιδίως από την εμφάνιση της οικονομικής κρίσης. Το Mega, παλαιότερα και ο ΣΚΑΪ σήμερα κρατούν τα σκήπτρα της παραπληροφόρησης. Για ποιο λόγο να τα εμπιστευτεί κάποιος; Στην ίδια απαξίωση έχουν περιέλθει και οι μεγάλοι τίτλοι παραδοσιακών εφημερίδων. Οι Έλληνες υποκύπτουν έτσι στη γοητεία της ενημέρωσης από τα social media, κάτι μεταξύ διαφημίσεων, πληρωμένων καταχωρίσεων και troll σχολιασμών.
*Δημσοιεύτηκε στην "Αυγή" στις 22/7/2018.
Η αδρή περιγραφή του κόσμου ήρθε την εβδομάδα που πέρασε από τον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα. Με μία συγκαλυμμένη επίθεση στον απρόβλεπτο Ντόναλντ Τραμπ, ο Ομπάμα μίλησε για «περίεργες και αβέβαιες εποχές»∙ για «πολιτικές του φόβου και της μνησικακίας». Τέλος, μίλησε για πολιτικούς ηγέτες «που λένε ψέματα χωρίς καμία απολύτως ντροπή και που, απλώς, περιφρονώντας τα γεγονότα, προσπαθούν να λένε και άλλα ψέματα».
Ο τέως πρόεδρος Ομπάμα στην περίοδο της παντοδυναμίας του απέτυχε να δει τον κόσμο του. Δεν είδε πως οι αμερικανικές αξίες δεν αποτελούσαν πανάκεια στο έλλειμμα δημοκρατίας της μεταμοντέρνας διεθνούς διακυβέρνησης. Ετσι, αρκέστηκε να μιλήσει περισσότερο σαν «αντικειμενικός παρατηρητής» ενός ταραγμένου κόσμου και, στην καλύτερη περίπτωση, σαν ένα αξιοσέβαστο μέλος ενός παλιομοδίτικου παγκόσμιου ρυθμιστικού δικτύου το οποίο, κάποια στιγμή, ονειρεύτηκε κάποια «δημοκρατική τάξη πραγμάτων» υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, χωρίς συγκρούσεις, χωρίς αιματοχυσία κ.λπ., κ.λπ.
Αυτή η ιδέα τόσο στο παρελθόν όσο και σήμερα μοιάζει με σενάριο φαντασίας –μάλλον ανιαρό– που στοχεύει στη διάσωση του παλαιού δυτικού διεθνιστικού ονείρου υπό την ομπρέλα των λεγόμενων τεχνοκρατικών «βέλτιστων πρακτικών» αλλά και στη διάσωση των μεταπολεμικών ιδεών ειρήνης στο πλαίσιο ενός πολέμου που ουδέποτε έγινε, αφού δεν ήταν ακριβώς «κάποιος πόλεμος για να κερδηθεί», αλλά κάτι για να ισορροπεί τη διεθνή αταξία. Αντίθετα, ας θυμηθούμε ότι οι πολύ παλαιές γενεές των σημερινών Ευρωπαίων μεγάλωσαν δίχως να γνωρίζουν τίποτα άλλο εκτός από τον πόλεμο.
Στον βαθμό που μετέχουμε και μας ενδιαφέρει, είναι αλήθεια πως στην Ε.Ε. η αισιοδοξία και η αρχική φρεσκάδα της Ενωσης των Λαών έχει μετατραπεί σε αβεβαιότητα, ανησυχία και κούραση. Κατά το σχόλιο του ιστορικού Μαρκ Μαζάουερ, ο ευρωπαϊκός διεθνισμός, έχοντας απολέσει τις ιδρυτικές του καταβολές, δεν αποτελεί πλέον πηγή ούτε πολιτικής ελευθερίας –όπως ήλπιζαν οι φιλελεύθεροι του 19ου αιώνα– ούτε κοινωνικής ευημερίας –που ίσχυσε κατά την περίοδο της «χρυσής τριακονταετίας».
Αυτή καθ' εαυτή η πτώση της ευρωπαϊκής νομιμοποίησης στο εσωτερικό της Ε.Ε., χώρια τα προβλήματα της νομισματικής αρχιτεκτονικής που αναδείχθηκαν μετά την παγκόσμια κρίση του 2008, εξασθενεί περαιτέρω την Ε.Ε. Ταυτόχρονα, ενισχύει την αξίωση που απέκτησαν οι ΗΠΑ μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο να εξαιρούν τον εαυτό τους από διεθνείς δεσμεύσεις και συμφωνίες, να παρεμβαίνουν στις υποθέσεις της «γηραιάς ηπείρου» και να χρησιμοποιούν την υπόθεση των «αποτυχημένων κρατών» ως δικαιολογία διαμελισμών, εισβολών και, τέλος, εκτελεστικής επικυριαρχίας από μια ελεγχόμενη «ευρωπαϊκού τύπου» ή από διεθνείς συμμαχίες καθαρά made in USA.
Το μοντέλο που χρησιμοποιήθηκε σε περιοχές της Αφρικής επαναχρησιμοποιήθηκε και στη Βαλκανική, όπως έγινε στην πρώην Γιουγκοσλαβία, με το Κοσσυφοπέδιο, ή όπως επιχειρείται σήμερα με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας.
Ετσι, ως προς το θέμα της ΠΓΔΜ και τη Συμφωνία των Πρεσπών, καλό θα ήταν να αφήσουμε κατά μέρος τα απόλυτα «υπέρ» και τα απόλυτα «κατά», και να περιμένουμε να δούμε. Υπάρχει δρόμος και γεωπολιτική ουρά.
Και γιατί άλλο; Διότι το ζήτημα σχετικά με τη θέση και τον ρόλο της Ελλάδας στην ανήσυχη περιοχή θα πρέπει πρώτα να σχετιστεί με πραγματικές και λιγότερο με φανταστικές δυνατότητες: η Ελλάδα είναι μικρή για να μπορέσει να παίξει κάποιο σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις. Αυτό δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα παραιτείται από τα πραγματικά της συγκριτικά πλεονεκτήματα, ούτε από την ανάγκη του λαού για αυτεπίγνωση και πίστη στη δυνητική μελλοντική παρουσία του.
Επιπρόσθετα, ανεξάρτητα από την αφήγηση και την εικόνα που δίνουν η εγχώρια πολιτική ελίτ (κυβέρνηση και αντιπολίτευση) και τα παραπολιτικά των Μίντια, η εσωτερική και η εξωτερική πολιτική επικαθορίζεται σήμερα από το ότι το χέρι που παίρνει βρίσκεται πάντοτε κάτω από το χέρι που δίνει. Και η χώρα πήρε δανεικό χρήμα από τους θεσμούς της Ε.Ε., τους οποίους ελέγχει η λεγόμενη Λέσχη του Βερολίνου, και από έναν κατεξοχήν αμερικανικό πυλώνα εξαγωγής νεοφιλελευθερισμού και της Συναίνεσης της Ουάσινγκτον, το ΔΝΤ.
Από την άλλη, ιστορικά μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο η ίδια η Ευρώπη ήταν ένα χέρι που πήρε χρήμα από τους Αμερικανούς, οι οποίοι επέβαλαν στους δυτικούς συμμάχους τους τη γενναία πράξη άφεσης υπέρ του λαού της ηττημένης χιτλερικής Γερμανίας – την οποία οι Γάλλοι και μια ισχυρή πολιτική μερίδα στην Αγγλία σκέφτονταν να εγκαταλείψουν στη μορφή μιας αφοπλισμένης, ερειπωμένης, ταπεινωμένης και υπανάπτυκτης μεταπολεμικής αγροτικής παραγκούπολης.
Αν κάτι θα πρέπει να παρηγορεί και να μας κάνει αισιόδοξους, εκτός από το καλοκαίρι, είναι ότι το «περίεργες και αβέβαιες εποχές» ίσχυε πάντα και ότι ποτέ δεν ησύχασε ο κόσμος. Ενας Ευρωπαίος σοφός, ο Εμίλ Ντιρκέμ, το είχε περιγράψει ως κατάσταση ανομίας, όπου το παλιό δεν έχει φύγει ακόμα εντελώς από το προσκήνιο, και το νέο δεν έχει ακόμα εγκατασταθεί εντελώς στα κοινωνικά πράγματα. Εδώ βρισκόμαστε... και όχι σε κάποιο τέλος του ήσυχου κόσμου.
*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 21/7/2018.
Στη συζήτηση για τις αιτίες της κρίσης της σοσιαλδημοκρατικής Αριστεράς και για τις διαθέσιμες στρατηγικές επιλογές της παρεμβαίνει με το ακόλουθο κείμενό του ο Βρετανός κοινωνιολόγος Κόλιν Κράουτς.
Η επιστροφή στον οικονομικό εθνικισμό και τον προστατευτισμό -την οποία επικαλούνται μερικές φορές και αριστερές δυνάμεις- είναι εντελώς εσφαλμένη και αναποτελεσματική. Το να αντιμετωπίσουμε τα παγκόσμιου χαρακτήρα προβλήματα με μια επιστροφή στις εθνικές πολιτικές θα ήταν ένα δονκιχωτικό σχέδιο και μια επιστροφή σε ένα παρελθόν που δεν μπορεί να αναβιώσει.
Ενα από τα προβλήματα του καιρού μας είναι ότι έχουμε παγκόσμιες οικονομικές δυνάμεις και εθνικές δημοκρατίες. Με αυτούς τους όρους πρόκειται για έναν αδύνατο αγώνα.
Σε ένα παγκόσμιο πλαίσιο, τα επιμέρους ευρωπαϊκά κράτη -ακόμα και η Γερμανία- είναι πιο αδύναμα υποκείμενα σε σχέση με τους μεγάλους πρωταγωνιστές του μέλλοντος: τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Κίνα, τη Ρωσία, τις άλλες χώρες των BRICS. Καμία από αυτές τις χώρες δεν εφαρμόζει κοινωνικές πολιτικές σαν αυτές που εφαρμόζουν οι ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες, αν και απειλούμενες, συνεχίζουν να παρέχουν συστήματα αναπτυγμένων κρατών πρόνοιας και έχουν συνδικάτα που πρωταγωνιστούν ακόμα στη δημόσια ζωή.
Χωρίς ισχυρούς και δημοκρατικούς ευρωπαϊκούς θεσμούς όλα αυτά θα χαθούν.
Γνωρίζω καλά ότι η τωρινή Ευρωπαϊκή Ενωση είναι εχθρική προς τις δικές μας κοινωνικές και πολιτικές αξίες, οφείλουμε όμως να προσπαθήσουμε να την αλλάξουμε. Δεν βλέπω εναλλακτικές λύσεις.
Σίγουρα δεν αντιπροσωπεύουν μια αποτελεσματική επιλογή ούτε ο οικονομικός εθνικισμός ούτε ο προστατευτισμός, ο οποίος παραμένει μια δεξιά, αν όχι φασιστική, πολιτική. Διόλου τυχαία, η Δεξιά κερδίζει συναινέσεις.
Το μεγάλο παράδοξο του καιρού μας είναι ότι ο νεοφιλελευθερισμός, παρόλο που είναι η πηγή της κρίσης, της κοινωνικής και οικονομικής ανασφάλειας πολλών εργαζομένων, παραμένει η κυρίαρχη πολιτική ιδεολογία, ενώ οι σοσιαλδημοκράτες αμύνονται.
Γιατί όμως η σοσιαλδημοκρατία, που παραδοσιακά ήταν ο κύριος ανταγωνιστής του νεοφιλελευθερισμού, δεν επωφελείται από την κρίση;
Το κύριο πρόβλημα είναι η εξουσία. Μια δύναμη που αντιπροσωπεύει τους απλούς ανθρώπους, χωρίς μεγάλους πόρους και χωρίς μια σαφή ιδέα της δικής της πολιτικής ταυτότητας, πώς μπορεί να αμφισβητήσει μια παρόμοια συγκέντρωση εξουσίας;
Ο άλλος λόγος είναι ότι όλα τα κυριότερα σοσιαλδημοκρατικά κινήματα συμμερίστηκαν τη νεοφιλελεύθερη συναίνεση και δεν εμφανίζονται πλέον ως ανταγωνιστικά κινήματα.
Εξάλλου, με την αριθμητική παρακμή της βιομηχανικής εργατικής τάξης, δεν υπάρχει πλέον μια επιβλητική τάξη ικανή να κινητοποιήσει την αναγκαία πελώρια δύναμη προκειμένου ο «λαός του κράτους» (Staatsvolk) να αμφισβητήσει την αυξανόμενη δύναμη του «λαού της αγοράς» (Marktvolk), για να χρησιμοποιήσουμε τους όρους του Βόλφγκανγκ Στρέεκ.
Υπάρχει όμως και ένας τελευταίος λόγος που αφορά τα κίνητρα της πολιτικής συμμετοχής και αυτό μας οδηγεί στον δεύτερο εχθρό της σοσιαλδημοκρατίας: την ξενοφοβία ή τον ακροδεξιό λαϊκισμό. Γενικά, τα πρόσωπα ενδιαφέρονται σοβαρά για την πολιτική όταν διακυβεύονται κοινωνικές ταυτότητες που αισθάνονται ότι είναι προικισμένες με ισχυρό πολιτικό νόημα και αυτό συμβαίνει συχνά στις συγκρούσεις για τον αποκλεισμό ή την ένταξη.
Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, στη διάρκεια των αγώνων για τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα, η κοινωνική τάξη και η θρησκεία προμήθευαν αυτόν τον τύπο ταυτοτήτων που μπορούσαν να κινητοποιούν τους ανθρώπους.
Τον καιρό που άρχιζε η κρίση, το 2008, φαινόταν ότι δεν υπήρχε κάποια αρκετά ισχυρή κοινωνική ταυτότητα ώστε να παράγει τις μαζικές λαϊκές κινητοποιήσεις που ήταν αναγκαίες για να κλονιστεί η εμπιστοσύνη στη νεοφιλελεύθερη κυριαρχία.
Παρέμενε ωστόσο μια ορισμένη ταυτότητα που μπορούσε να αποκτήσει γρήγορα πολιτικό νόημα, από τη στιγμή που η παγκοσμιοποίηση προσδιοριζόταν ως ο εχθρός: το έθνος.
Το κύριο ρήγμα στη σύγχρονη πολιτική διαπερνά ακριβώς το κέντρο της δεξιάς συμμαχίας, εκείνης μεταξύ νεοφιλελεύθερων και συντηρητικών, και αντιπαραθέτει δύο διαφορετικούς τύπους πολιτικής εξουσίας.
Το ρήγμα είναι μεταξύ της οικονομικής παγκοσμιοποίησης που προωθεί ο νεοφιλελευθερισμός, ο οποίος αντιπροσωπεύει την απίστευτη δύναμη του οικονομικού πλούτου, και μιας ξενοφοβικής μορφής συντηρητισμού που εκπροσωπεί τη δύναμη των φοβισμένων και μνησίκακων μαζών.
Είναι μια σύγκρουση η οποία, παράδοξα, περιθωριοποιεί και αποδυναμώνει την πολιτική Αριστερά. Η λαϊκή εξέγερση, που πυροδοτείται από τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, τροφοδοτείται από την Ακροδεξιά και όχι από την Αριστερά. Με την ειρωνική συνέπεια ότι η εποχή που θα έπρεπε να προσφέρει στους σοσιαλδημοκράτες τη μεγάλη ευκαιρία να σπάσουν αυτή τη δεξιά συμμαχία καταλήγει να έχει το αντίθετο αποτέλεσμα.
Η παγκοσμιοποίηση έθεσε σε δοκιμασία την ικανότητα της σοσιαλδημοκρατίας να υποστηρίζει τα δικαιώματα του κόσμου της εργασίας, την αναδιανεμητική φορολογία και ένα ισχυρό κράτος πρόνοιας.
Δεν μπορεί όμως να υπάρξει καμιά επιστροφή από την παγκοσμιοποίηση σε εκείνη τη συμβίωση ελεύθερης αγοράς και εθνικής κυριαρχίας που χαρακτήριζε τις τρεις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες.
Νομίζω ότι σήμερα, μπροστά σε αυτή την κατάσταση, υπάρχουν τρεις κύριοι δρόμοι. Κανένας από αυτούς δεν μπορεί να αποκαταστήσει τον μεταπολεμικό συμβιβασμό. Και μόνον ένας προσφέρει μια πραγματοποιήσιμη, αν και δύσκολη, στρατηγική για τη σοσιαλδημοκρατία.
Ο πρώτος δρόμος είναι η επιστροφή στον προστατευτισμό. Θα μπορούσε να φανεί ελκυστικός σε πολλούς εκπροσώπους της Αριστεράς, επειδή καλλιεργεί την ιδέα ότι μπορεί να ανασυγκροτηθεί μια βιομηχανική εργατική τάξη, απομονώνοντας ένα έθνος από τις νεοφιλελεύθερες χρηματοπιστωτικές ροές.
Ο προστατευτισμός όμως μπορεί να υποστηριχθεί με εκλογικούς όρους μόνο συνδεόμενος με έναν γενικευμένο εθνικισμό, με την ξενοφοβία.
Οταν οι πολίτες πειστούν ότι το πρωταρχικό είναι η άμυνα, η απομόνωση του έθνους από την εξωτερική μόλυνση, δεν υπάρχει κανένας χώρος για τη σοσιαλδημοκρατία.
Ο δεύτερος δρόμος για να ανακτηθεί η οικονομική κυριαρχία είναι εκείνος που το Ηνωμένο Βασίλειο θα ακολουθήσει έξω από την Ευρωπαϊκή Ενωση, επιδιώκοντας συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου, αυξάνοντας την εξάρτησή του από τον ανταγωνισμό στην παγκόσμια αγορά και ακολουθώντας «την προσέγγιση της Σιγκαπούρης» στα δικαιώματα και στην κοινωνική πολιτική. Οπως και ο προστατευτισμός, που είναι το αντίθετό της, αυτή η στρατηγική μπορεί πιθανόν να λειτουργήσει μόνο σε ένα ξενοφοβικό πλαίσιο που καθιστά τους πολίτες διατεθειμένους για θυσίες.
Η τρίτη στρατηγική είναι η επιδίωξη μιας τάξης του παγκόσμιου εμπορίου, που θα είναι ρυθμισμένη με πιο αποτελεσματικό και δικαιότερο τρόπο.
Ενας από τους λόγους της αδυναμίας της τωρινής σοσιαλδημοκρατίας είναι ότι το κυριότερο σημείο δύναμής της, η εθνική δημοκρατία, δεν μπορεί σήμερα να έχει πρόσβαση στο μη δημοκρατικό και παγκόσμιο επίπεδο στο οποίο ρυθμίζεται (ή απορρυθμίζεται) η οικονομία. Αυτό το παγκόσμιο πεδίο όμως δεν είναι καθαρή αναρχία.
Υπάρχουν διεθνείς οργανισμοί απέναντι στους οποίους σήμερα η πολιτική Αριστερά είναι καχύποπτη, επειδή στις προηγούμενες δεκαετίες έτειναν να είναι νεοφιλελεύθεροι και πιο καταδεκτικοί στα οικονομικά και χρηματοπιστωτικά λόμπι παρά στη δημοκρατική επιρροή ή στα συνδικάτα. Σε κάθε περίπτωση όμως πρόκειται για ρυθμιστικούς οργανισμούς, που περιορίζουν ήδη σημαντικά ορισμένες όψεις του καπιταλισμού.
Η μοναδική μελλοντική στρατηγική που είναι διαθέσιμη στη σοσιαλδημοκρατία είναι, επομένως, να επιδιώξει να ενισχύσει και να εκδημοκρατίσει τους διεθνείς ρυθμιστικούς οργανισμούς, τόσο τους παγκόσμιους όσο και τους περιφερειακούς, μέσω της αναγκαίας συνεργασίας συμμαχικών κρατών. [...]
*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 15/7/2018.
Καλύτερο εξεταστικό μοντέλο
Το ζητούμενο είναι ποιος είναι ο κατάλληλος ψυχοπνευματικός χρόνος και τρόπος επιλογής. Σχεδόν όλα τα εκπαιδευτικά συστήματα εξετάζουν και επιλέγουν. Οι αναφορές σε πρόσβαση στα ΑΕΙ «χωρίς εξετάσεις» είναι παραπλανητικές. Στοχεύουν στο κοινωνικό θυμικό. Πρόσβαση στα ΑΕΙ σημαίνει πρόσβαση στο σχεδιασμένο γνωστικό αποτέλεσμα της επίπονης και μακρόχρονης διαδικασίας φοίτησης. Οχι πρόσβαση στο πρώτο εισαγωγικό έτος. Η πρόσβαση στην εκπαίδευση είναι υψηλό αγαθό και κατακτημένο δικαίωμα. Η προηγούμενη φράση, έτσι γενικευτική, διατηρεί την αξία της, αλλά ενίοτε γίνεται παραπειστική. Είναι εφικτό η θέση στην εκπαίδευση να προσδιορίζεται κατά τη θέληση εκείνου που θα εκπαιδευθεί; Με τρόπο ελεύθερο και προσωπικά επιλεγμένο, ασφαλώς. Η γνώση μπορεί να κατακτηθεί με ποικίλους τρόπους. Με τις εξετάσεις, σε όποιο σημείο της εκπαιδευτικής πορείας κι αν τίθενται, επιτυγχάνονται τρεις στόχοι: η προσαρμογή των σπουδαστικών προθέσεων στις θεσμικές δυνατότητες, ο έλεγχος της ποιότητας των προαπαιτούμενων γνώσεων και η παιδαγωγική προτροπή που υποδεικνύει ότι μία διάκριση απαιτεί μόχθο και άμιλλα.
Οι εισαγωγικές εξετάσεις καθιερώθηκαν στην Ελλάδα στη δεκαετία του 1920, εξαιτίας της αδυναμίας της ανώτατης εκπαίδευσης της εποχής να απορροφήσει τη ζήτηση. Επομένως, κάποτε η διάβαση στο πανεπιστήμιο γινόταν ανεμπόδιστα, μόνον με φίλτρο τη γυμνασιακή αποφοίτηση. Είχε σωρεύσει σοβαρά προβλήματα η πρακτική αυτή. Κυρίως, μετέθετε το βάρος της αξιολόγησης στα ΑΕΙ. Ηδη υδροκέφαλο θεσμό, που δεν μπορεί με τις σταθερές του δυνάμεις να φέρει σε πέρας και την πρόσθετη αυτή αποστολή. Το αντεπιχείρημα ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει αληθεύει. Αλλά έχουν γίνει συνθετότερα.
Είναι κρατούσα μία αντίληψη που μιλάει για τις δυνατότητες που διανοίγονται για τη νεολαία να αποφύγει την εξεταστική καταπίεση και να ζήσει την πραγματική ζωή. Υπάρχει υπερ-αισιοδοξία. Μάλλον παρατεταμένη αμηχανία θα κυριαρχήσει. Διεθνώς, σύγχρονα μεταπτυχιακά προγράμματα «συμφιλιώνουν» τα ειδικά ενδιαφέροντα μέσα σε διεπιστημονικό πλαίσιο. Βοηθούν την επιστήμη και τον επαναπροσδιορισμό των νέων, ταυτοχρόνως. Καλύτερα εξεταστικά μοντέλα, επίσης υπάρχουν.
Οφείλουμε να εξηγούμε εύστοχα και διαρκώς στα παιδιά μας την έννοια της εκπαίδευσης. Δεν το κάνουμε. Το πληρώνουμε: κυριολεκτικώς και μεταφορικώς.
* Ο κ. Παναγιώτης Γ. Κιμουρτζής είναι Kαθηγητής Παιδαγωγικών στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.
Δεύτερες και τρίτες ευκαιρίες
Σχολείο χωρίς κάποια μορφή εξέτασης δεν υπήρξε, δεν θα υπάρξει. Ακόμη και τα πιο φιλελεύθερα ή αντιαυταρχικά παιδαγωγικά συστήματα δεν είναι απαλλαγμένα από μορφές εξετάσεων και ελέγχου. Το ερώτημα είναι τι σημαίνει εξέταση: οι μορφές της, η συχνότητα και το βάρος της στην παιδαγωγική διαδικασία. Στην παραδοσιακή παιδαγωγική η εξέταση είναι το παν: μέσο ελέγχου, αξιολόγησης, πιστοποίησης της γνώσης. Η μάθηση εδράζεται σε μία διπολική ιεραρχική σχέση. Τον δάσκαλο, απόλυτο φορέα της γνώσης και της μετάδοσής της, και τον μαθητή, παθητικό αποδέκτη. Στο πλαίσιο αυτό, η περιοδική εξέταση είναι ο αποτελεσματικότερος τρόπος μάθησης. Οσο συχνότερη και αυστηρότερη, τόσο ακριβέστερος είναι ο έλεγχος της γνώσης.
Στις σύγχρονες παιδαγωγικές, η παιδαγωγική σχέση είναι σύνθετη, πολυπολική με την εμπλοκή παραγόντων όπως η οικογένεια. Το παιδί δεν είναι παθητικός δέκτης αλλά σκεπτόμενο ον που αλληλεπιδρά, μαθαίνει από όλους τους φορείς παιδαγωγικής διαδικασίας και έχει λόγο. Ο δάσκαλος δεν είναι αυθεντία, οι εξετάσεις αποδυναμώνονται υπέρ συνθετότερων ενεργητικών μορφών μάθησης και αξιολόγησης όπως η συνολική παρουσία εντός και εκτός τάξης. Ερευνες, κυρίως στις ΗΠΑ, έδειξαν ότι η πρώτη προσέγγιση είναι βραχυπρόθεσμα αποτελεσματικότερη. Τα παιδιά «μαθαίνουν» περισσότερα, καλύτερα συγκρατούν περισσότερα. Αντίθετα, η δεύτερη προσέγγιση, που συμπυκνώνεται στη χουμπολτιανή ρήση «να μαθαίνουμε πώς να μαθαίνουμε», αποδεικνύεται μακροπρόθεσμα πολύ πιο αποτελεσματική. Τα παιδιά μαθαίνουν ενεργητικά διά βίου.
Παρά τις αλλαγές, κυρίως στη δεκαετία του 1980, το ελληνικό σχολείο διατηρεί χαρακτηριστικά της πρώτης προσέγγισης. Πολλές εξετάσεις με αποκορύφωμα το κατεξοχήν πρόβλημα, τις εισαγωγικές για τα ΑΕΙ. Από δω και η χρόνια παρεξήγηση με τους διεθνείς οργανισμούς ότι οι Ελληνες εκπαιδευτικοί διδάσκουν πολύ λιγότερο από τους συναδέλφους τους στις χώρες του ΟΟΣΑ. Γι' αυτό θεωρώ θετική τη συντελούμενη μείωση των εξετάσεων σε Γυμνάσιο και Λύκειο. Μένει το ζήτημα των Πανελλαδικών. Μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν. Ξέρουμε ότι πρέπει να αποδυναμωθούν δραστικά, να μην εξαρτώνται όλα από τις τέσσερις - πέντε μέρες των εξετάσεων.
Προϋπόθεση για αυτό είναι η ύπαρξη «θέσεων» στα ΑΕΙ για όλους τους νέους, ένα σύστημα εισαγωγής που δίνει δεύτερες και τρίτες ευκαιρίες, και ΑΕΙ υψηλού επιπέδου.
* Ο κ. Παντελής Κυπριανός είναι Kαθηγητής Παιδαγωγικών στο Πανεπιστήμιο Πατρών.
**Δημοσιεύτηκε στην "Καθημερινή" στις 8/7/2018.
Ο Γιούργκεν Χάμπερμας, ο μεγάλος φιλόσοφος της εποχής μας, τιμάται με μια μεγάλη διάκριση σήμερα στο Βερολίνο, την οποία απονέμει η Ενωση των γαλλο-γερμανικών δημοσιογραφικών ενώσεων του ομόσπονδου κρατιδίου του Ζάαρλαντ. Στο κείμενο-απάντησή του αναφέρεται στις ιδέες και τις απόψεις του, τις οποίες έχει ήδη διατυπώσει στο βιβλίο του με τον τίτλο «Ach Europa» (Αχ Ευρώπη) το 2008 (Eκδόσεις Suhrkamp).
Εκτοτε έχει μεσολαβήσει μια δραματική δεκαετία ριζικών αλλαγών σχετικά με την Ευρώπη, την Ευρωπαϊκή Ενωση, την ευρωζώνη κ.λπ. Στο συνοπτικό αυτό κείμενό του θέτει τις ηγετικές ομάδες της Ευρώπης μπροστά στις πολιτικές ευθύνες τους. Δεν μπορούν οι Βρυξέλλες να εθελοτυφλούν! Το πολιτικό πρόταγμα της αλληλεγγύης είναι η «κατηγορική προσταγή» της συνύπαρξης των ευρωπαϊκών λαών.
Το κείμενο του Γιούργκεν Χάμπερμας συνιστά το θεμέλιο της «νέας Ευρώπης» και ως μεταφραστής του καλώ τους Ελληνες επιστήμονες στη φιλοσοφική κοινότητά μας να συμμετάσχουν στον σχετικό διάλογο με θέμα: «Τι σημαίνει Ευρώπη και ποια είναι η συμβολή της Ελλάδας στη δημιουργία της Ευρώπης εκτός των ορίων του εθνικισμού
Θεόδωρος Γεωργίου,
Καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης
Το κείμενο του Γιούργκεν Χάμπερμας
Επειδή ο χορηγός του βραβείου και ο ομιλητής εκφράζονται επαινετικά για τις απόψεις μου, οι οποίες χαρακτηρίζονται ρομαντικές για τα ευρωπαϊκά θέματα, δεν θα θεωρήσετε παραβίαση των χρηστών ηθών εάν σήμερα που η ήπειρός μας θρυμματίζεται, επαναλάβω με άλλα λόγια αυτά που μέχρι σήμερα έχω πει συχνά για το συγκεκριμένο ζήτημα.
Δεν θα ασχοληθώ με τις ανορθολογικές ιδέες που ενισχύθηκαν από την ηχώ της Βαυαρίας, της Αυστρίας και της Βόρειας Ιταλίας από μια διαπεραστική κακοφωνία. Σήμερα δεν ομιλώ γι' αυτούς που εγκατέλειψαν την Ευρώπη, αλλά για τους φίλους της Ευρώπης.
Ο Ζαν-Πολ Σαρτρ περιέγραψε με τον όρο του «mauvaise foi» την αντίθετη εικόνα του «bonne foi». Ποιος από εμάς δεν γνωρίζει αυτή τη χαμηλόφωνη ισχυρή ανησυχία: όποιος πράττει καλή τη πίστει, αλλά σε ήρεμες συνθήκες νιώθει τον ερεθισμό μιας δυνατής αμφιβολίας ως προς τη σταθερότητα των προς τα έξω άκαμπτων πεποιθήσεων που εκπροσωπούμε: υπάρχει μια λάθος θέση, μέσω της οποίας η ροή των επιχειρημάτων μας περνά απαρατήρητη. Κατά την άποψή μου, η εμφάνιση του Εμανουέλ Μακρόν αποκαλύπτει στην ευρωπαϊκή σκηνή μια τέτοια αβέβαιη θέση στην αυτοσυνείδηση κάθε Γερμανού που κατά τη διάρκεια της ευρωπαϊκής κρίσης χτυπούσε στον ώμο με σταθερή πίστη ότι αυτός είναι ο καλύτερος Ευρωπαίος που ξελασπώνει κάθε φορά όλους τους άλλους.
Εννοείται πως πολλοί επικριτές θεώρησαν τη γερμανικής εμπνεύσεως οικονομική λιτότητα όχι μόνον αναποτελεσματική, αλλά και τεκμήριο μιας αποτυχημένης αλληλεγγύης. Ωστόσο τον τόνο στον επίσημο ευρωπαϊκό Τύπο έδωσαν εκείνοι οι οποίοι τόνισαν τον ρόλο της αλληλεγγύης των Γερμανών στα χρόνια της κρίσης.
Γενικά ο ανιδιοτελής ρόλος της ομοσπονδιακής κυβέρνησης θεωρήθηκε αξιόπιστα αυτός του προσεκτικού διαχειριστή της κρίσης και του γενναιόδωρου πιστωτή: Δεν είχε στόχο πάντα –συμπεριλαμβανομένης και της ανεπιτυχούς απόπειρας να δείξουν στους Ελληνες την πόρτα– την ευημερία όλων των κρατών-μελών;
Εν όψει των εντελώς απρόβλεπτων απαιτήσεων μιας ριζικής αλλαγής της παγκόσμιας κατάστασης, σημειώθηκαν σε αυτό το ωραίο οικοδόμημα ρωγμές. Ως απόδειξη αναφέρω ένα πρόσφατα δημοσιευθέν κεντρικό άρθρο για τη διαβόητη νύχτα κατά την οποία ο Γάλλος πρόεδρος απέσπασε από τη Γερμανίδα καγκελάριο στις πρωινές ώρες την παραχώρηση να μη διώξει τους Ελληνες από την Ευρωπαϊκή Νομισματική Κοινότητα.
Μόλις σήμερα, τρία χρόνια μετά, παραπέμπω στην πάντα προσεκτική δημοσιογράφο Cerstin Gammelin με τα ειλικρινή λόγια της και σε αυτό το σοβαρό σημείο του εθνικού μας οικονομικού εγωισμού (εφημερίδα Ζιντόιτσε Τσάιτουνγκ, της 21ης Ιουνίου 2018, σελίδα 4). Για την εικόνα των Γερμανών με την ιδιότητα του καλού Ευρωπαίου στην παλαιά Ομοσπονδιακή Γερμανία και μέχρι την περίοδο του Koλ υπήρχαν πραγματικά κάποιοι λόγοι γι' αυτό. Αυτοί οι λόγοι αναφέρονταν στην κατάσταση ενός όχι μόνο από στρατιωτική άποψη ηττημένου έθνους – και παρ' όλα αυτά δεν ήταν εντελώς αυτονόητοι.
Κατά τη δική μου παρατήρηση, αυτή η αλλαγή της νοοτροπίας που έχει την αφετηρία της από την εποχή του Koλ επιβεβαίωσε την αυτοσυνείδηση ενός τελικά ξανά ενωμένου εθνικού κράτους με άλλους τόνους. Τελικά αυτή η εικόνα στο πλαίσιο των τραπεζών –και των κρίσεων των δημόσιων χρεών και του συγκρουόμενου εθνικού αφηγήματος της κρίσης– έγινε πιο σκληρή και κατέληξε σε κακή πίστη.
Η εσφαλμένη θέση σε αυτή την καλόπιστη αυταπάτη προδίδει σε αυτή την παράφωνη στιγμή τη δυσπιστία μας έναντι της προθυμίας συνεργασίας των άλλων κρατών, ιδιαίτερα έναντι του ευρωπαϊκού Νότου.
Οποιος ακούει με προσοχή την καγκελάριο παρατηρεί ότι κάνει περίεργη χρήση των όρων «εντιμότητα» και «αλληλεγγύη». Σε συζήτηση πριν από λίγο καιρό με την Anne Will, ζητούσε για την πολιτική του ασύλου και την τελωνειακή διαμάχη με τις ΗΠΑ από τους Ευρωπαίους εταίρους κοινές πολιτικές ενέργειες και επιχειρηματολογούσε σε αυτόν τον συσχετισμό για την εντιμότητα.
Συνήθως είναι η διευθύντρια που αναμένει από τους συνεργάτες της εντιμότητα, ενώ η κοινή πολιτική γραμμή απαιτεί κυρίως αλληλεγγύη, παρά εντιμότητα. Θεωρώντας τις διαφορετικές θέσεις συμφερόντων ο κάθε ένας ή ο άλλος πρέπει να υποτάξει τα δικά του συμφέροντα στα κοινά συμφέροντα. Κι αυτό επειδή η πολιτική του ασύλου δεν θίγεται το ίδιο από τη μετανάστευση σε όλες τις χώρες, για παράδειγμα λόγω της γεωγραφικής τους θέσης.
Δεν έχουν μάλιστα όλες την ίδια δυνατότητα φιλοξενίας των μεταναστών. Ή από την άλλη πλευρά, οι αναγγελθέντες δασμοί των ΗΠΑ για τις εισαγωγές αυτοκινήτων θίγουν τον έναν, στην περίπτωση αυτή τη Γερμανία, περισσότερο από τους άλλους. Σε τέτοιες περιπτώσεις η κοινή πολιτική σημαίνει ότι ο ένας λαμβάνει υπόψη τα συμφέροντα του άλλου και ευθύνεται μαζί του για τις συνέπειες της κοινής πολιτικής απόφασης που ελήφθη. Τα κυρίως γερμανικά συμφέροντα είναι δεδομένα στις δύο προαναφερόμενες περιπτώσεις, το ίδιο όπως και η παρότρυνση για μια κοινή ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική.
Το ότι η καγκελάριος σε τέτοιες περιπτώσεις μιλά για «εντιμότητα» εξηγείται από το ότι εδώ και χρόνια κάνει χρήση του όρου «αλληλεγγύη» σε ένα άλλο, οικονομικό στενό πνεύμα. «Αλληλεγγύη κατά της προσωπικής ευθύνης» είναι η δικαιολογητική μορφή που επικράτησε εντός της πολιτικής κρίσης των τελευταίων ετών για την εκπλήρωση των όρων που επιβλήθηκαν από τους πιστωτές στους δανειολήπτες.
Εκεί που θέλω να καταλήξω είναι η ανανοηματοδότηση του όρου αλληλεγγύη. Αυτή είναι το σημασιολογικό σημείο πάνω στο οποίο η βεβαιότητα ότι εμείς οι Γερμανοί είμαστε οι καλύτεροι Ευρωπαίοι αρχίζει να θρυμματίζεται. Ενάντια σε αυτές τις κραυγές για επιδόσεις μεταφοράς, που δεν υπήρξαν ποτέ, διαρρέουν σταδιακά η ελλιπής νομιμότητα και η αμφίβολη επιτυχία των όρων του δημόσιου προϋπολογισμού με παρακωλύσεις στις επενδύσεις και των τύπων της αγοράς εργασίας, που για ολόκληρες γενιές είχαν αποτέλεσμα την ανεργία.
«Αλληλεγγύη» είναι ένας όρος για την αμοιβαία σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ δρώντων που συνδέονται ελεύθερα σε μια κοινή πολιτική γραμμή. Η αλληλεγγύη δεν είναι αγάπη προς τον πλησίον, αλλά ούτε και επιβολή όρων προς όφελος της μιας πλευράς.
Οποιος συμπεριφέρεται αλληλέγγυα, είναι πρόθυμος τόσο για τα μακροπρόθεσμα δικά του συμφέροντα όσο και για το ότι έχει την εμπιστοσύνη ότι και ο άλλος σε μια παρόμοια κατάσταση θα συμπεριφερθεί ακριβώς το ίδιο, ήτοι να αποδέχεται βραχυπρόθεσμα και κάποιες απώλειες. Αμοιβαία εμπιστοσύνη στη δική μας περίπτωση σημαίνει: Εμπιστοσύνη πέραν των εθνικών συνόρων είναι μια επίσης σημαντική εκδοχή όπως το μακροπρόθεσμο ίδιο συμφέρον. Η εμπιστοσύνη γεφυρώνει την προθεσμία μέχρι την πιθανή δοκιμή για μια αναμενόμενη επί της αρχής αντιπαροχή, για την οποία όμως δεν είναι βέβαιο εάν και πότε και πώς θα καταστεί απαιτητή.
Κατά τις διαπραγματεύσεις των μεταρρυθμιστικών προτάσεων του Mακρόν καθυστερούν η Γερμανία και οι πιστωτές να επεκτείνουν τη λειτουργική νομισματική κοινότητα υπό τους όχι καλύτερους όρους για μια πολιτική Ευρωπαϊκή Ενωση. Εδώ θα έπρεπε μια δημοκρατική ευρωζώνη όχι μόνο να είναι «σταθερή» κατά κερδοσκοπιών – με μια σταθερή τραπεζική ένωση, έναν αντίστοιχο πτωχευτικό κώδικα, μια κοινή ασφάλιση των επενδύσεων για τις καταθέσεις και ένα νομισματικό κεφάλαιο που θα ελέγχεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Αλλά θα έπρεπε κυρίως να είναι ενισχυμένη με αρμοδιότητες και δημόσια μέσα για επεμβάσεις κατά των περαιτέρω οικονομικών και κοινωνικών διαφορετικών κρίσεων των κρατών-μελών. Δεν πρόκειται μόνο για τη δημοσιονομική σταθερότητα, αλλά για τη σύγκλιση, δηλαδή για την αξιόπιστη πολιτική πρόθεση των οικονομικά και πολιτικά ισχυρών μελών να εξαργυρώσουν τη χαμένη εμπιστοσύνη του κοινού νομίσματος σε συγκλίνουσες οικονομικές εξελίξεις.
Ο δεξιός λαϊκισμός μπορεί να θέτει προκαταλήψεις κατά των μεταναστών και να καλύπτει τους σύγχρονους φόβους της ανασφαλούς μεσαίας τάξης. Αλλά τα συμπτώματα δεν είναι η ίδια η ασθένεια. Η βαθιά υφιστάμενη αιτία της πολιτικής οπισθοδρόμησης αποτελεί τη σταθερή απογοήτευση για το ότι στην Ευρωπαϊκή Ενωση δεν λείπει η απαραίτητη πολιτική ικανότητα του πράττειν, για να αντιμετωπίσει την αυξανόμενη κοινωνική ανισότητα των κρατών-μελών.
Ο δεξιός λαϊκισμός βασίζεται κυρίως στη διαδεδομένη αντίληψη των θιγόμενων ότι στην Ευρωπαϊκή Ενωση απουσιάζει η πολιτική βούληση: να γίνει ικανή προς το πράττειν. Ο πυρήνας της Ευρώπης που σήμερα βρίσκεται σε αποσύνθεση, συγκροτεί υπό τη μορφή μιας Ευρωπαϊκής Ενωσης με την ικανότητά της να πράττει, τη μοναδική πιθανή δύναμη κατά μιας περαιτέρω καταστροφής του κοινωνικού μας μοντέλου. Με τη σημερινή μορφή της η Ενωση μπορεί αυτή την επικίνδυνη αστάθεια μόνο να την επιταχύνει.
Η αιτία της επικρατούσας αποσύνθεσης της Ευρώπης είναι η αυξανόμενη ρεαλιστική επίγνωση των ευρωπαϊκών πληθυσμών ότι απουσιάζει η αξιόπιστη πολιτική βούληση για να ξεφύγουμε από αυτόν τον φαύλο κύκλο. Αντ' αυτού συρρικνώνονται οι πολιτικές ελίτ σε μια δειλή δημοσκοπικά κατευθυνόμενη καιροσκοπία για τη βραχυπρόθεσμη διατήρησή τους στην εξουσία. Είμαι της γνώμης ότι οι πολιτικές ελίτ –και πρωτίστως τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα– έχουν κανονιστικά μειωμένες απαιτήσεις από τους ψηφοφόρους τους.
Το ότι αυτή η άποψη δεν είναι μόνο ένας αντικατοπτρισμός φιλοσοφικών ιδεών, δείχνει η νεότερη δημοσίευση της ερευνητικής ομάδας του Jürgen Gerhards, ο οποίος εδώ και πολλά έτη διεξάγει σε μεγάλο επίπεδο έξυπνες συγκριτικές έρευνες για το θέμα της προθυμίας επίδειξης της αλληλεγγύης σε 13 κράτη-μέλη της Ε.Ε.: εν τω μεταξύ όχι μόνο δεν δημιουργήθηκε μια διαφορετική συνείδηση της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, αλλά ακόμη περισσότερο εκδηλώθηκε υψηλό ποσοστό απροθυμίας για τη στήριξη ευρωπαϊκών πολιτικών, που θα πριμοδοτούσε μια ανακατανομή των εθνικών συνόρων.
Η ιταλική κρίση είναι ίσως η τελευταία ευκαιρία για να σκεφτούμε την αισχρότητα, για το ότι επιβάλλεται στην ευρωπαϊκή νομισματική ένωση προς το συμφέρον των οικονομικά ισχυρών μελών ένα άκαμπτο κανονιστικό σύστημα, χωρίς να υπάρχει μια διακριτική ευχέρεια και η δυνατότητα αρμοδιοτήτων για τη συμφωνία μιας κοινής ευέλικτης πολιτικής. Γι' αυτό, το πρώτο μικρό βήμα για τη σύνταξη ενός ευρωπαϊκού προϋπολογισμού, με το οποίο ο Mακρόν εκβίασε τη Mέρκελ, είναι μεγάλης συμβολικής σημασίας.
Το ότι μια ομοσπονδιακή κυβέρνηση που βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο, προβάλλει τη σκληρή αντίστασή της απέναντι σε κάθε μεμονωμένο βήμα ολοκλήρωσης, είναι κωμικό. Δεν μπορώ να εξηγήσω γιατί η γερμανική κυβέρνηση πιστεύει ότι μπορεί να νικήσει τους εταίρους της στο κοινό ζήτημα των σοβαρών θεμάτων, όπως είναι αυτά της πολιτικής για τους πρόσφυγες, της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής του εμπορίου, ενώ ταυτόχρονα χτίζει με το κεντρικό ερώτημα της επιβίωσης την πολιτική αποσύνθεση της ευρωζώνης.
Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση εθελοτυφλεί, ενώ παράλληλα ο Γάλλος πρόεδρος δείχνει σαφώς τη βούλησή του να κάνει την Ευρώπη έναν παγκόσμιο παίκτη στην παλαίστρα για μια φιλελεύθερη και δίκαιη παγκόσμια τάξη. Ακόμη και η ανταπόκριση που βρήκε ο συμβιβασμός του Mέσεμπουργκ στον γερμανικό Τύπο είναι παραπλανητική – σαν να είχε ο Mακρόν με τη συγκατάθεση για τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό μια άμεση απαραίτητη επιτυχία έναντι μιας ανταλλαγής κατά της υποστήριξής του στην πολιτική του ασύλου της Mέρκελ.
Αυτό θολώνει τη διαφορά τού ότι ο Mακρόν επέτυχε τουλάχιστον την έναρξη μιας ατζέντας που βρίσκεται πέρα από τα συμφέροντα μιας μεμονωμένης χώρας, ενώ η Mέρκελ αγωνίζεται για τη δική της πολιτική επιβίωση. Ο Mακρόν δέχεται ορθώς κριτική για την κοινωνική ανισορροπία των μεταρρυθμίσεών του στην ίδια του τη χώρα. Αλλά προεξέχει το θέμα του ευρωπαϊκού εκτελεστικού προσωπικού, επειδή κρίνει κάθε επίκαιρο πρόβλημα από την προσεγγίζουσα προοπτική και γι' αυτό ενεργεί δραστικά.
Τον χαρακτηρίζει το θάρρος για μια πολιτική που τη διαμορφώνει. Και τις επιτυχίες της διαψεύδει η κοινωνική άποψη ότι η πολυπλοκότητα της κοινωνίας επιτρέπει μόνο μια δράση που αποφεύγει τις συγκρούσεις.
Στην παλαιά οπτική θέση για την πάντα ίδια ανέλιξη και πτώση των αυτοκρατοριών διαφεύγει η ιστορικά νέα σημερινή κατάσταση. Η λειτουργική πάντα στενά παγκόσμια κοινωνία που μεγαλώνει, είναι όπως και πριν κατακερματισμένη. Σύμφωνα με μια παλιά θεωρία περί Ιστορίας, σε κάθε ακμή και πτώση των αυτοκρατοριών διαφεύγει την προσοχή η εκάστοτε διαμορφούμενη νέα ιστορική κατάσταση.
Η σημερινή παγκόσμια κοινωνία, λειτουργικώς δομημένη, παραμένει όπως και πριν κατακερματισμένη. Μέσω της πολιτικής, γεννιέται μια κίνηση προς ένα κύμα για υπερεθνικές μορφές πολιτικής ολοκλήρωσης. Οι υποστηρικτές αυτού του πολιτικού ρεαλισμού δεν ξεχνούν ότι κατά την περίοδο του ψυχρού πολέμου, η θεωρία τους ήταν ραμμένη στα μέτρα δύο ορθολογικών παικτών. Πού βρίσκεται η ορθολογικότητα του πολιτικού πράττειν στη σημερινή αρένα;
Εάν θεωρήσουμε το ζήτημα από ιστορική άποψη το απαραίτητο βήμα για μια Ευρωπαϊκή Ενωση ικανή να πράττει πολιτικά, είναι η συνέχιση μιας μαθησιακής διαδικασίας, η οποία ξεκίνησε με τη δημιουργία της εθνικής συνείδησης κατά τον 19ο αιώνα. Τότε η έννοια του χωριού, της πόλης, της περιφέρειας δεν δημιουργήθηκε με τη φυσική εξέλιξη της συνείδησης της εθνικής ένταξης στο κράτος.
Αντιθέτως προσαρμόστηκε αποφασιστικά στους τόνους που έδωσαν οι ηγετικές ομάδες για την υφιστάμενη λειτουργική συνεκτικότητα των σύγχρονων χωρών και των εθνικών οικονομιών τους. Σήμερα οι πληθυσμοί των επιμέρους εθνικών κρατών εντάσσονται σ' έναν παγκόσμιο καπιταλισμό με λειτουργικά προβλήματα και με αγορές οι οποίες χαρακτηρίζονται μη ρυθμιζόμενες. Σε μια τέτοιου τύπου παγκόσμια συνθήκη, η επιστροφή και η παραμονή στα εθνικά σύνορα δεν μπορεί να είναι η σωστή απάντηση.
*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 4/7/2018.