Κάτι φαίνεται πως αλλάζει στον χώρο της επιχειρηματικότητας, με τον αριθμό των start-ups να ανεβαίνει με γρήγορους ρυθμούς.
Ενώ η ανεργία των νέων στην Ελλάδα βρίσκεται στα ύψη και η χώρα παρουσιάζει σοβαρότατο έλλειμμα εξωστρέφειας, κάποια καλά νέα ανοίγουν το παράθυρο της ελπίδας. Έτσι, πέρα από τα κομμωτήρια, τις καφετέριες και τα σουβλατζίδικα –που πάντα θα βρίσκονται στην κορυφή της ελληνικής νέας επιχειρηματικότητας– τα δύο τελευταία χρόνια εντυπωσιακή είναι και η ανάπτυξη των start-ups στο ελληνικό επιχειρηματικό τοπίο.
Έτσι, όπως αναφέρεται σε ανακοίνωση του μη κερδοσκοπικού οργανισμού Endeavor Greece που στηρίζει την επιχειρηματικότητα διεθνώς, στην χώρα μας το 2013 ιδρύθηκαν περίπου 180 start-ups, έναντι μόνον 18 το 2010. Επίσης, την χρονιά που πέρασε επενδύθηκαν στις εταιρείες αυτές 42 εκατ. ευρώ –ποσό σχεδόν 100 φορές μεγαλύτερο από το αντίστοιχο πριν τρία χρόνια. Χωρίς αμφιβολία, η εξέλιξη αυτή είναι απολύτως θετική και σίγουρα δείχνει ότι κάποια πράγματα στην χώρα μας αλλάζουν στον χώρο του επιχειρείν.
Ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσες, από την άποψη αυτή, είναι οι θέσεις και απόψεις του κ. Χ.Μακρυνιώτη, ο οποίος είναι διευθύνων σύμβουλος της Endeavor Greece και νέος επιχειρηματίας ο ίδιος. Σε ηλεκτρονική αρθρογραφία του (στον ιστότοπο euro2day) επισημαίνει ότι δεν χρειαζόμαστε περισσότερες νέες επιχειρήσεις αλλά καλύτερες, με υγιέστερους επιχειρηματίες και στοχευμένη υποστήριξη για να πετύχουν. Τονίζει δε ότι, υπό αυτή την έννοια, η χώρα έχει ανάγκη από νέους επιχειρηματίες ικανούς να γυρίσουν την πλάτη στα στραβά του χθες και να επιχειρούν αναζητώντας ευκαιρίες και όχι περιμένοντας επιδοτήσεις.
«Χρειαζόμαστε εργατικό δυναμικό», αναφέρει ο κ. Χ. Μακρυνιώτης, «που να σκέφτεται με επιχειρηματικό τρόπο, να αναλαμβάνει κινδύνους, να αναγνωρίζει και να αξιοποιεί ευκαιρίες –εντός και εκτός Ελλάδος. Όχι κατ' ανάγκην ως ένας ακόμη ευκαιριακός επιχειρηματίας, αλλά ως ένας σωστά εκπαιδευμένος αγρότης, κτηνοτρόφος, γιατρός ή περιζήτητος εργάτης. Το μοντέλο αναπτύξεως και ο χαρακτήρας των επιχειρήσεων κατά το παρελθόν υπήρξαν στρεβλά και συχνά παρασιτικά, φαινόμενο που δεν οδήγησε πουθενά».
Στο σημείο αυτό οφείλουμε να υπενθυμίσουμε πως από τις στήλες αυτές είχαμε επισημάνει ότι ο υπερεμπορισμός και οι τυχάρπαστες μεταπρατικές δραστηριότητες όχι μόνον δεν οδηγούν πουθενά, αλλά στην πορεία εξελίξεως μιας οικονομίας είναι φαινόμενα σοβαρής κοινωνικής και οικονομικής κρίσεως.
Όμως, τα φαινόμενα αυτά σκοπίμως καλλιεργήθηκαν στην μεταπολεμική Ελλάδα, με μοναδικό κριτήριο την εξυπηρέτηση πολιτικών και κομματικών σκοπιμοτήτων. Η παρασιτική επιχειρηματικότητα, η φοροδιαφυγή και η παραοικονομία δεν υπήρξαν στρεβλώσεις, όπως υποστηρίζουν ανιστόρητοι αναλυτές και οικονομολογούντες. Αντιθέτως, ήσαν συνειδητές πολιτικές επιλογές, ακόμα και όταν η Ελλάδα απεφάσισε την οριστική της ενσωμάτωση στο δυτικοευρωπαϊκό πολιτικοοικονομικό μόρφωμα.
Σοσιαλιστές καθηγητές ήσαν αυτοί που, σε γνωστή έκθεσή τους στα τέλη της δεκαετίας του 1940, είχαν προτείνει τράπεζες, βαρειά βιομηχανία και αγροτικοί συνεταιρισμοί να περιέλθουν στο κράτος –το οποίο, όμως, θα επέτρεπε σε μικρές επιχειρήσεις να λειτουργούν, ώστε να απορροφάται ανεργία. Οι ίδιοι καθηγητές ήσαν αυτοί που έκριναν την αμερικανική βοήθεια και το Σχέδιο Μάρσαλ ως συσσώρευση κεφαλαίου που έπρεπε να κατευθυνθεί στην άτυπη κρατικοποίηση της οικονομίας, με παράλληλη ενίσχυση εσωστρεφούς μικρομεσαίας επιχειρηματικής δραστηριότητος. Με βάση τις θεωρίες περί «ψωροκώσταινας» και άλλα παρόμοια δημιουργήθηκε μεταπολεμικά μία νεοφεουδαρχική Ελλάδα, με την λέξη «μικρό» να έχει γίνει τρόπος ζωής: το γαλατάκι, το ταβερνάκι, το ψωμάκι, το σπιτάκι, το φαγάκι, είναι λέξεις που εκφράζουν αντιλήψεις, νοοτροπίες και συμπεριφορές οι οποίες έχουν βαθύτατες καταβολές και σίγουρα δεν αναιρούνται από την μια μέρα στην άλλη.
Εξάλλου, στην βάση των αντιλήψεων και θέσεων που προηγούνται, δημιουργήθηκε στην Ελλάδα μία οικονομία της οποίας το Ακαθάριστο Προϊόν ήταν σε ποσοστό 85% εξαρτημένο από την εισαγωγική και καταναλωτική δραστηριότητα και της οποίας το ποσοστό αυτάρκειας δεν ξεπερνά το 17% και είναι το χαμηλότερο μεταξύ των κρατών μελών του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Αναπτύξεως (ΟΟΣΑ). Όσο για τον παραγωγικό ιστό της χώρας, η ατμομηχανή του ήταν η κατανάλωση και η οικοδομική δραστηριότητα –δύο κλάδοι που σήμερα έχουν καταρρεύσει. Όπως, βεβαίως, καταρρέει και ο μύθος της προσοδοθηρίας ως μέσου δημιουργίας πλούτου.
Πλούτος δημιουργείται μόνον μέσω παραγωγικών δραστηριοτήτων. Μεταξύ αυτών, αυτές που σήμερα είναι σχετικές με την γνώση και τις νέες τεχνολογίες πολύ γρήγορα παράγουν υψηλά εισοδήματα και βεβαίως υπεραξίες. Κατά συνέπεια, όλο και περισσότερο η σύγχρονη επιχειρηματικότητα συνδέεται και με νέους συντελεστές παραγωγής, στους οποίους ιδιαίτερο βάρος αποκτά συνεχώς η γνώση. Αυτό σημαίνει ότι για μία χώρα, το εκπαιδευτικό της σύστημα και ο τρόπος της θεσμικής οργανώσεώς του αποτελούν υψηλής αξίας παραγωγικές πηγές. Ας σκεφτούν κάποιοι ότι, μεταξύ των 20 πλουσιοτέρων ανθρώπων στον κόσμο, οι μισοί ξεκίνησαν κατά μέσον όρο την επαγγελματική τους δραστηριότητα πριν 25 χρόνια –ιδιαιτέρως δε ο εφευρέτης του Facebook, που είναι 15ος στην σχετική λίστα, μόλις συμπλήρωσε δέκα χρόνια επιχειρηματικής δραστηριότητος και δεν είναι ακόμη 30 ετών.
Δημοσιεύτηκε στο europress στις 24/3
Έναν τέτοιο τίτλο θέλω να δω σε πρωτοσέλιδα.
"Τρελός είσαι, δεν γίνεται", ακούω. "Η Ελλάδα δεν είναι για βιομηχανίες".
Έχω διαφορετική αντίληψη. Η βιομηχανία δεν είναι δόγμα. Μπορεί να αναπτυχθεί ακόμα και σε περισσότερο αντίξοες συνθήκες από τις δικές μας. Στο Ισραήλ, π.χ.
Οραματίζομαι βιομηχανικές μονάδες, παραγωγικές και εναρμονισμένες σε οικολογικό περιβάλλον, με σύγχρονη οργάνωση. Με μεράκι! Με συνεργασίες.
Η περιπόθητη ανάπτυξη δεν μπορεί να βασισθεί μόνο στον τουρισμό και σε σκληρά δημοσιονομικά μέτρα. 28% επίσημα η ανεργία, τα λέει όλα. Ένας βασικός πυλώνας της ελληνικής οικονομίας πρέπει να βασισθεί σε βιώσιμες βιομηχανικές και βιοτεχνικές μονάδες.
Δυστυχώς, η βιομηχανία της Ελλάδος βρίσκεται σε περιδίνηση. Η συνολική αύξηση των εξαγωγών είναι σχεδόν αμελητέα. Οι περισσότερες από τις βιομηχανίες που απέμειναν αντιμετωπίζουν υπαρξιακά προβλήματα. Και μαζί με αυτές και οι άνθρωποι, που περιμένουν τέσσερις και πέντε μήνες να πληρωθούν.
Από τη μια η ακριβή ενέργεια, από την άλλη η έλλειψη ρευστού, ο αυξημένος ανταγωνισμός, τα φορολογικά. Μια κατήφεια διάχυτη είναι αισθητή. Κέρδη, σε χρόνια περασμένα, προοπτικές που φέρνουν μελαγχολία.
Η έξοδος στις αγορές για δανεισμό, μέσα στο 2014, μου είναι σχεδόν αδιάφορη, θέμα δευτερεύον κατά τη γνώμη μου, αντικείμενο στείρων πολιτικών αντιπαραθέσεων. Δυναμική έξοδος στις αγορές με εξαγωγές, αυτό είναι το ζητούμενο.
Η Τρόικα έχει και αυτή τις ευθύνες της, σαφώς, πολύ περισσότερες η ευρωπαϊκή πολιτική των Βρυξελών που ασκήθηκε τα τελευταία 15 χρόνια σε θέματα βιομηχανικής πολιτικής για τις μικρές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και, βεβαίως, οι ελληνικές κυβερνήσεις. Εδώ καταργήσαμε, χρόνια τώρα, και το υπουργείο Βιομηχανίας, πήγαμε στο ουδέτερο, εύπεπτο... Ανάπτυξης.
Στο χωριό μου λένε, ήταν το κλίμα στραβό, το έφαγε και η κατσίκα...
Ας κοιτάξουμε, λοιπόν, μπροστά.
Μέτρα, βεβαίως! Λιγότερη γραφειοκρατία, διευκόλυνση των εξαγωγικών επιχειρήσεων, προβλέψιμο και σταθερό φορολογικό περιβάλλον, γρήγορες διαδικασίες στηριγμένες σε ψηφιακές εφαρμογές στη διοίκηση. Συνεργασίες με εταιρείες του εξωτερικού. Αξιοπιστία. Και αλλαγή αντίληψης σε επίπεδο κοινωνίας, ανθρωπολογικό για το τι είναι και πώς μπορεί να υπάρξει σήμερα ανταγωνιστική, βιώσιμη βιομηχανία. Στην Ελλάδα!
Απαραίτητη προϋπόθεση επιβίωσης είναι η παροχή ρευστού κινήσεως στις επιχειρήσεις με εξαγωγικό αντικείμενο, με ανεκτό επιτόκιο.
Σήμερα είναι τραγικό να χάνονται πελάτες εξωτερικού, να χάνονται οι εξαγωγές, λόγω αδυναμίας έγκαιρης προπληρωμής των πρώτων υλών και εξαρτημάτων. Βλέπεις, αυτό απαιτείται, διότι οι βιομηχανικοί προμηθευτές από Ασία και από Ευρώπη δεν μας εμπιστεύονται. Οι ανταγωνιστές ελληνικών βιομηχανιών χτυπάνε βασιζόμενοι στην καλύτερη χρηματοδότηση που έχει ως αποτέλεσμα να διαθέτουν τα προϊόντα και να στήνουν τις εγκαταστάσεις πιο γρήγορα από τις ελληνικές εταιρείες. Αρπάζουν τις εντολές.
Η έξοδος από την κρίση απαιτεί ζωντανές και εξαγωγικές βιομηχανικές μονάδες.
Δημοσιεύτηκε στο protagon.gr στις 20/3
«Η αύξηση των επενδύσεων από το (πτωτικό) 13% του ΑΕΠ στον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 20% συνιστά παράγοντα - κλειδί για την έξοδο από την κρίση και για πραγματική ανάπτυξη», εκτιμά ο πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών Κωνσταντίνος Γάτσιος, από το βήμα διαλόγου του naftemporiki.gr για τα δομικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας.
Ο κ. Γάτσιος υπογραμμίζει ότι αυτή η διαφορά των 7 ποσοστιαίων μονάδων ισοδυναμεί με επενδύσεις ύψους 12 δισ. ευρώ ετησίως, που κατά τη γνώμη του μπορούν να ωθήσουν την οικονομία προς τα πάνω. Προσθέτει δε πως η προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων είναι εφικτή, ιδιαίτερα αν συνεπικουρείται από τις χρηματοδοτήσεις του ΕΣΠΑ και των Διαρθρωτικών Ταμείων της ΕΕ. Σύμφωνα με τον πρύτανη του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, οι τομείς οι οποίοι, αρχικά τουλάχιστον, μπορούν και είναι αναγκαίο να προσελκύσουν ιδιωτικά κεφάλαια, εγχώρια και ξένα, καθώς και δημόσιες επενδύσεις είναι τρεις: οι υποδομές, ο τουρισμός και η ενέργεια.
Ποιες είναι κατά τη γνώμη σας οι επιλογές σήμερα με στόχο ένα βιώσιμο ελληνικό δημόσιο χρέος;
Γίνεται πολλή συζήτηση για το κατά πόσο ένα γενναίο κούρεμα, όπως προτείνει το ΔΝΤ, ή μια επιμήκυνση του χρέους με ταυτόχρονη μείωση των επιτοκίων δανεισμού, όπως προτείνεται από την Γερμανία, είναι η καταλληλότερη μέθοδος για τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους. Από ένα σημείο και μετά, η συζήτηση αυτή έχει μόνο «ακαδημαϊκό» ενδιαφέρον. Ας πούμε ότι προσωπικά πιστεύω ότι η πρώτη μέθοδος είναι προτιμητέα. Και λοιπόν; Τελικά, εκείνο που έχει σημασία είναι αν οι δανειστές μας θα είναι διατεθειμένοι να την ακολουθήσουν. Και απ' ό,τι φαίνεται δεν είναι.
Το δεύτερο Μνημόνιο αφιερώνει μόνο τρεις γραμμές στην ανάγκη για μείωση τιμών, μέσω μεταρρυθμίσεων στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών.
Καταστροφική η λογική ότι τα έσοδα πρέπει να προσαρμόζονται στα δεδομένα έξοδα και όχι το αντίστροφο.
Χωρίς τη δημοσιονομική προσαρμογή η κατάρρευση της οικονομίας θα ήταν ακαριαία.
Η διαπραγματευτική μας δύναμη θα δυναμώνει μόνο αν θα δυναμώνει η παραγωγική μας ικανότητα.
Η έγνοια, ένθεν κακείθεν, του πολιτικού τόξου που φιλοδοξεί να κυβερνά μετά τη νέα συμφωνία είναι η σύμβαση να μην ονομαστεί «Μνημόνιο» όταν θα είναι αυτοί «στα πράγματα».
Πολύ φοβάμαι ότι οι συζητήσεις με την τρόικα θα ολοκληρωθούν στο Eurogroup του Απριλίου, στην καλύτερη περίπτωση.
Η οδική Εγνατία χρειάστηκε περισσότερο χρόνο για την ολοκλήρωσή της απ' ό,τι χρειάστηκε ο Υπερσιβηρικός.
Για να αποκτήσουμε μια επαφή με την πραγματικότητα, ας παρατηρήσουμε ότι βρισκόμαστε αυτόν τον καιρό σε μια ατέρμονη διαδικασία συζητήσεων με την τρόικα για την εκταμίευση χρηματοδοτήσεων που θα έπρεπε να έχουν ολοκληρωθεί από τον περασμένο Δεκέμβρη. Και πολύ φοβάμαι ότι η διαδικασία αυτή δεν θα ολοκληρωθεί, όπως διαφαίνεται, στο Eurogroup του Μαρτίου, αλλά σε αυτό του Απριλίου, στην καλύτερη περίπτωση. Η επίκληση από ελληνικής πλευράς της ύπαρξης πρωτογενούς πλεονάσματος, σε συνδυασμό με την επίκληση της σχετικής απόφασης του Eurogroup του Νοεμβρίου 2012 αναφορικά με δανειακές διευκολύνσεις προς την Ελλάδα, δεν φαίνεται να βοήθησε στην επιτάχυνση της διαδικασίας. Αλλά, όπως προανέφερα, εκείνη η απόφαση δεν έθετε ως προϋπόθεση μόνο την ύπαρξη πρωτογενούς πλεονάσματος, αλλά και «...την πλήρη εφαρμογή όλων των όρων που περιέχονται στο Μνημόνιο...». Παρατηρήστε, επίσης, ότι, κατ' ουσία, αυτήν την περίοδο βρισκόμαστε σε συζητήσεις για την σύναψη νέας δανειακής σύμβασης, μετά τον Μάιο, ώστε να μπορέσουμε να συντάξουμε τον Προϋπολογισμό τού 2015. Και η έγνοια, ένθεν κακείθεν του πολιτικού τόξου που φιλοδοξούν τότε να κυβερνούν ή να κυβερνήσουν, είναι η νέα σύμβαση να μην ονομαστεί «Μνημόνιο», όταν είναι αυτοί «στα πράγματα», αλλά κάπως αλλιώς. Ας πούμε, «Σύμφωνο για την Ανάπτυξη», ή κάτι τέτοιο. Ακούγεται «φτηνό», και είναι. Δυστυχώς, όμως, είναι η πραγματικότητα.
Όλα αυτά καταδεικνύουν το πραγματικό, όχι φαντασιακό, μέγεθος της διαπραγματευτικής μας δύναμης. Θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι αυτή θα δυναμώνει, μόνο στο βαθμό και στο μέτρο που δυναμώνει η παραγωγική μας ικανότητα, ιδιαίτερα στον τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων». Παραγωγική ανασυγκρότηση και εξαγωγές είναι ο μόνος δρόμος που έχουμε μπροστά μας και ο μόνος τρόπος για μια υγιή ανάπτυξη. Αν τον ακολουθήσουμε με συνέπεια και αποφασιστικότητα, θα μπορούμε ταυτόχρονα να θέτουμε με πειστικότητα αιτήματα για τρόπους ελάφρυνσης του χρέους. Εκεί πρέπει να είναι η εστίαση των προσπαθειών μας, αντί στην κατασκευή σχετικών «σεναρίων».
Είναι η βιωσιμότητα των υφιστάμενων γραμμών παραγωγής και η δημιουργία νέων δίπλα από τις υπάρχουσες που μπορούν να εξασφαλίσουν τη βιωσιμότητα του χρέους. Όχι το αντίστροφο. Πρέπει να ασχοληθούμε με ουσιαστικό τρόπο και με τον παρονομαστή τού κλάσματος του χρέους.
Όπως γνωρίσαμε έως σήμερα το ελληνικό πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, τι αφήνει πίσω του;
Όταν ξεκινούσε το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, τα Μνημόνια, η Ελλάδα ήταν στο χείλος τού γκρεμού, εάν δεν αιωρείτο ήδη στο κενό. Κανένας δεν μπορεί να έχει στα σοβαρά αντίρρηση για την αναγκαιότητα της δημοσιονομικής προσαρμογής. Όμως, το σταθεροποιητικό πρόγραμμα ήταν και είναι απλά μια απόπειρα διάσωσης από μια, καταστροφική για τη χώρα και κοινωνία μας, άτακτη χρεοκοπία. Το αποτέλεσμα της προσπάθειας αυτής δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι εγγυημένο, ιδιαίτερα στις συνθήκες που χαρακτήριζαν την οικονομία μας, και σε κάθε περίπτωση εξαρτιόταν και εξαρτάται κυρίως από την συμπεριφορά του σωζόμενου. Βέβαια, όσο επιτυχώς και αν εφαρμοζόταν, δεν θα μπορούσε να είναι ανώδυνο, αφού αποσκοπούσε στο να «προσγειώσει» την οικονομία σε ένα χαμηλότερο επίπεδο μακροχρόνιας, ευσταθούς ισορροπία, από εκείνο που την είχε οδηγήσει η τρελή κούρσα υπερκατανάλωσης και η «φούσκα» που αυτή είχε δημιουργήσει. Εάν η ελληνική οικονομία, παρότι ασθμαίνουσα και συρρικνούμενη, καταφέρνει να επιβιώνει και να ελπίζει σε μια έξοδο από την κρίση, τούτο οφείλεται στη δημοσιονομική προσαρμογή. Γιατί εάν, αντίθετα με ό,τι συνέβη τα προηγούμενα χρόνια, κυριαρχούσε η άποψη ότι ο δρόμος για την καταπολέμηση της επερχόμενης πτώχευσης περνούσε μέσα από τη δημιουργία ακόμη περισσοτέρων ελλειμμάτων, η κατάρρευση της οικονομίας θα ήταν ακαριαία.
Τώρα, εάν το ερώτημα είναι το κατά πόσο το σταθεροποιητικό πρόγραμμα, τόσο στη διάσταση της δημοσιονομικής προσαρμογής όσο και σε εκείνη της ανταγωνιστικής προσαρμογής, υλοποιήθηκε με τον αποτελεσματικότερο, παραγωγικότερο και δικαιότερο τρόπο, τότε θα σας απαντούσα αρνητικά. Συγκεκριμένα, νομίζω πως τρία είναι τα σημεία μιας ουσιαστικής κριτικής. Και τα τρία βαρύνουν, κατά κύριο λόγο, την ελληνική πλευρά, ως αρμοδίας για τα του οίκου μας. Το πρώτο είναι ότι υπήρξε μεγάλη καθυστέρηση στην αναγνώριση του μείζονος προβλήματος της ανταγωνιστικότητας, μόλις το 2012 με το δεύτερο Μνημόνιο. Η συζήτηση που οδήγησε στο πρώτο Μνημόνιο αφορούσε μόνο το δημοσιονομικό πρόβλημα, όταν επιτέλους η ύπαρξή του αναγνωρίστηκε στα τέλη τού 2009.
Δεύτερο, η υλοποίηση της δημοσιονομικής προσαρμογής ακολούθησε τη γνωστή καταστροφική λογική ότι είναι τα έσοδα που πρέπει να προσαρμόζονται στα δεδομένα έξοδα και όχι το αντίστροφο, τα έξοδα στα δεδομένα έσοδα. Σημειώνω, ότι το ECOFIN, πριν τις εκλογές τού 2009, συνιστούσε στην Ελλάδα να προχωρήσει σε μια δημοσιονομική προσαρμογή κυρίως προς την κατεύθυνση μείωσης των δαπανών και με τη λήψη μέτρων «διαρκούς απόδοσης» και όχι «μιας χρήσης». Όμως η Ελλάδα, και πριν και μετά τις εκλογές, κινήθηκε προς την αντίθετη κατεύθυνση, υιοθετώντας μέτρα «μιας χρήσης» από τη μεριά των εσόδων, με την επιβολή αλλεπάλληλων μέτρων έκτακτης φορολογίας, άμεσης και έμμεσης, πάνω στα συνήθη φορολογικά υποζύγια καθώς και με οριζόντιες και εύκολες περικοπές δαπανών, όπως στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων. Η ανομολόγητη επιδίωξη κατά την εφαρμογή του πρώτου Μνημονίου το 2010, ήταν η δημοσιονομική προσαρμογή να πραγματοποιηθεί χωρίς να θιγούν τα «ιερά και όσια» της κομματοκρατίας, να προστατευθούν οι κομματικοί στρατοί στις ΔΕΚΟ και το ευρύτερο Δημόσιο με τους δεκάδες άχρηστους οργανισμούς, η διοίκηση των οποίων εξακολουθεί να προσφέρεται από το κόμμα-κάτοχο του κράτους στους αποτυχημένους πολιτευτές του.
Όσο δε αφορά το μείζον πρόβλημα ανταγωνιστικότητας, όταν το δεύτερο Μνημόνιο επιτέλους το ανακάλυψε το 2012, η επίλυσή του μέσω της αναγκαίας και αναπόφευκτης «εσωτερικής υποτίμησης» υπήρξε ημιτελής και προκλητικά μονομερής. Η «εσωτερική υποτίμηση» για να είναι επιτυχής οφείλει να περιλαμβάνει όλους τους συντελεστές κόστους (εργατικό κόστος, κόστος λοιπών συντελεστών παραγωγής) και τους συντελεστές τιμών. Όμως, εν προκειμένω, υποτιμήθηκε και υποτιμάται μόνο η μισθωτή εργασία, ενώ το ίδιο δεν ισχύει για τους υπόλοιπους συντελεστές παραγωγής, ούτε για τις τιμές παραγωγού και καταναλωτή. Αξίζει να αναφερθεί, ότι το δεύτερο Μνημόνιο αφιερώνει μόνο τρεις γραμμές στην ανάγκη για μείωση τιμών, μέσω μεταρρυθμίσεων στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών.
Μία από τις διαχρονικές παθογένειες της ελληνικής οικονομίας είναι ότι δεν αξιοποίησε αποτελεσματικά και με προοπτική τα αναπτυξιακά κονδύλια της ΕΕ. Τι χρειάζεται από εδώ και στο εξής για να επιτύχει η Ελλάδα τη μέγιστη δυνατή προστιθέμενη αξία των ευρωπαϊκών επενδύσεων;
Ο όρος «παθογένειες» που χρησιμοποιείτε, παραπέμπει ξανά στο προαναφερθέν άρθρο μου με τον Δημήτρη Ιωάννου. Δυστυχώς, η χρήση των κονδυλίων αυτών στην πρώτη περίοδο συμμετοχής μας στην ΕΕ ήταν αντίστοιχη με αυτήν του καθεστώτος χαμηλών επιτοκίων δανεισμού της περιόδου συμμετοχής μας στην ευρωζώνη. Χρησιμοποιήθηκαν πρωτίστως για να χρηματοδοτήσουν μια πλαστή ευημερία στα πλαίσια μιας παρασιτικής οικονομίας. Το πέρασμα από μια μετεμφυλιακή οικονομία, όπου μια κοινωνική πλειοψηφία δημιουργούσε το πλεόνασμα το οποίο, υπό μορφή προσόδου, διοχετευόταν σε μια ελεγχόμενου μεγέθους ομάδα κυρίαρχων στρωμάτων, σε μια μεταπολιτευτική οικονομία, όπου το δικαίωμα στην πρόσοδο κατέστη σχεδόν πάνδημο, ασχέτως παραγωγικής συνεισφοράς, οδήγησε σε μια τερατογένεση. Καθώς η ισχνή παραγωγική του βάση δεν αρκούσε για να το συντηρήσει, το παράδοξο ελληνικό κοινωνικο-οικονομικό μόρφωμα έπρεπε να αναζητήσει από αλλού την τροφοδοσία του με το απαραίτητο καταναλωτικό πλεόνασμα. Προς την κατεύθυνση αυτή χρησιμοποιήθηκαν και οι ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις, συμβάλλοντας σε μια επίπλαστη ευημερία και ενισχύοντας το ιδεολόγημα ότι η συμμετοχή μας στην Ευρώπη αρκούσε από μόνη της για τη λύση των όποιων προβλημάτων μας. Μια καταστροφική ελαφρότητα.
Έτσι, η οδική Εγνατία χρειάστηκε περισσότερο χρόνο για την ολοκλήρωσή της απ' ό,τι χρειάστηκε ο Υπερσιβηρικός, ενώ η ηλεκτροσιδηροδρομική Εγνατία έμεινε στα αζήτητα, το κομμάτι Πάτρα-Αθήνα της ΠΑΘΕ ακόμη κατασκευάζεται, ο δυτικός άξονας εκφυλίστηκε σε παρακάμψεις Άρτας και Αγρινίου, τα μεγάλα λιμάνια της χώρας έμειναν ως είχαν. Για να περιορισθώ μόνο σε μερικά από τα έργα υποδομής που έχει ανάγκη η χώρα.
Σήμερα, η αύξηση των επενδύσεων από το 13% του ΑΕΠ στο οποίο βρίσκονται και, μάλιστα, με τάση πτωτική, στον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 20% συνιστά παράγοντα-κλειδί για την έξοδο από την κρίση και για πραγματική ανάπτυξη. Η διαφορά των 7 ποσοστιαίων μονάδων ισοδυναμεί με επενδύσεις ύψους 12 δισ. ευρώ ετησίως, που μπορούν να ωθήσουν την οικονομία προς τα πάνω. Η προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων είναι εφικτή, ιδιαίτερα αν συνεπικουρείται από τις χρηματοδοτήσεις του ΕΣΠΑ και των Διαρθρωτικών Ταμείων τής ΕΕ. Οι τομείς οι οποίοι, αρχικά τουλάχιστον, μπορούν και είναι αναγκαίο να προσελκύσουν ιδιωτικά κεφάλαια, εγχώρια και ξένα, καθώς και δημόσιες επενδύσεις είναι τρεις: οι υποδομές, ο τουρισμός και η ενέργεια.
Η αναβάθμιση και ο εκμοντερισμός τού σιδηροδρομικού δικτύου και των δικτύων λιμένων τής χώρας είναι εκ των ων ουκ άνευ, εάν πρόκειται η Ελλάδας να χρησιμοποιήσει πράγματι το πλεονέκτημα της γεωγραφικής της θέσης και να υποστηρίξει μια εξωστρεφή, ανταγωνιστική οικονομία. Ο τουρισμός, με αναβαθμισμένες υποδομές και υπηρεσίες, μπορεί να πρωταγωνιστήσει στη δημιουργία μιας νέας εικόνας για την Ελλάδα που, με τα αρχαιολογικά της μνημεία, τη φύση και τους ανθρώπους της, είναι ένα μέρος που όλοι θέλουν να επισκεφτούν. Η αναπτυξιακή γραμμή τουρισμού-πολιτισμού-κρουαζιέρας-αγροδιατροφής μπορεί να γίνει μοναδική και να «πουλάει» δώδεκα μήνες το χρόνο. Ο τομέας της ενέργειας, τέλος, μπορεί να λειτουργήσει ως στρατηγική εισροή σε μια νέα ανταγωνιστική ελληνική οικονομία, συνδέοντάς την με ένα νέο κύμα ανάπτυξης παγκόσμια. Η Ελλάδα μπορεί, επιπλέον, να συνεισφέρει ως μέρος μιας αλυσίδας ευρωπαϊκής ενεργειακής ασφάλειας. Αν και το φυσικό αέριο και οι ανανεώσιμες μορφές ενέργειας είναι οι νέοι πρωταγωνιστές, επ' ουδενί δεν πρέπει να αγνοούμε τα πολύ πλούσια κοιτάσματα λιγνίτη που διαθέτει η χώρα και τον υδάτινο πλούτο της. Ωστόσο, είναι πολύ λανθασμένη, κατά τη γνώμη μου, η άποψη ότι η οικονομία μας μπορεί ή πρέπει να γίνει μια οικονομία βασισμένη στο πετρέλαιο. Θα πρέπει να καβαλήσουμε το επόμενο κύμα ανάπτυξης που ογκούται, όχι αυτό που φθίνει. Το Αιγαίο αρχιπέλαγος και το Ιόνιο έχουν πολύ περισσότερο πλούτο να δώσουν απ' αυτό του πετρελαίου.
Κάποιες επενδύσεις μπορούν να προέλθουν και από το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων. Όχι μέσα από αποκρατικοποιήσεις που θα μπορούσαμε να τις αποκαλέσουμε «της πυρκαγιάς» ("fire sales"), αλλά μέσα από ένα συνεκτικό πρόγραμμα που δουλεύει για την οικονομία και όχι για τους συμβούλους αποκρατικοποιήσεων. Είναι καθοριστικό ότι ένα τέτοιο πρόγραμμα θα πρέπει να αναπτύσσεται παράλληλα με τη διαδικασία δημιουργίας συνθηκών ανοίγματος του ανταγωνισμού, συνθηκών που απουσιάζουν και που είναι υπεύθυνες, σε μεγάλο βαθμό, για το γεγονός ότι η «εσωτερική υποτίμηση» την οποία βιώνουμε αφορά κυρίως τους μισθούς και όχι τις τιμές.
Βασικές προϋποθέσεις για την προσέλκυση ιδιωτικών κεφαλαίων είναι, πρώτο, ένα σταθερό και απλό σύστημα φορολογικών κανόνων και, δεύτερο, απλοποίηση και ταχύτητα στις διαδικασίες αδειοδότησης. Όμως, με ένα φορολογικό σύστημα «κουρελού» από τις εκατοντάδες ρυθμίσεις που εισάγονται ανά μήνα και με μια απίστευτη γραφειοκρατία που γεννά και ενισχύει τη διαφθορά, είναι δύσκολο να δούμε να έρχονται επενδύσεις. Θα πρέπει να μας προβληματίσει σοβαρά το ότι στην Έκθεση του World Economic Forum για το 2013 η Ελλάδα καταλαμβάνει, ως προς το επενδυτικό περιβάλλον, την 142η θέση μεταξύ 148 χωρών. Όπως, επίσης, το ότι από τα περίπου 1 τρισ. δολάρια ξένων άμεσων επενδύσεων που διατέθηκαν ανά τον κόσμο το 2013, το μερίδιο της χώρας μας ήταν μηδενικό, όταν η Ιρλανδία εξασφάλισε για τον εαυτό της 46 δισ. δολάρια και η Ισπανία 37 δισ. δολάρια.
Δημοσιεύτηκε στην naftemporiki.gr στις 14/3
Στη διάρκεια της προηγούμενης 10ετίας, μέχρι το ξέσπασμα της κρίσης στο αμερικανικό χρηματοπιστωτικό σύστημα και τη βίαιη εξαγωγή της σε όλο τον κόσμο με τη χρεοκοπία της Lehman στις 15.9.2008, οι αγορές ξεχείλιζαν από πληθώρα κεφαλαίων που με τρέλα αναζητούσαν επικερδείς τοποθετήσεις. Ολοι δανείζονταν εύκολα και φτηνά. Μεταξύ αυτών και η Ελλάδα, που είχε φτάσει να δανείζεται με επιτόκιο περίπου όσο ήταν αυτό που δανειζόταν η Γερμανία. Σήμερα, στις διεθνείς αγορές υπάρχει πάλι πληθώρα κεφαλαίων, εξαιτίας της πολιτικής που ακολουθούν οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες του κόσμου (quantitative easing), επιχειρώντας να υποστηρίξουν και να διευκολύνουν τη διεθνή ανάκαμψη.
Το ενδιαφέρον και αξιοσημείωτο είναι ότι, ενώ από το 2007 τα διεθνή κεφάλαια κατευθύνονταν από τις ανεπτυγμένες προς τις αναδυόμενες οικονομίες, μετά το 2010 έχουν αλλάξει κατεύθυνση και στρέφονται προς τις χώρες του ανεπτυγμένου καπιταλισμού. Η αλλαγή κατεύθυνσης οφείλεται κυρίως (α) στην άρση των μεγάλων αβεβαιοτήτων για την εξυπηρέτηση του χρέους και την οικονομία των ΗΠΑ, (β) στις ισχυρές ενδείξεις ότι ο ανοδικός κύκλος στην Κίνα εξαντλεί τη δυναμικότητά του και (γ) στη βεβαιότητά τους ότι στον ευρωπαϊκό Νότο κρύβονται μεγάλα κοιτάσματα υποτιμημένων αξιών. Μεγάλες μάζες κεφαλαίου στρέφονται στις χώρες του Νότου της Ευρωζώνης και διερευνούν ευκαιρίες σε αυτά τα κοιτάσματα.
Τι δηλοί ο μύθος για εμάς; Η συγκυρία της πληθώρας διεθνών κεφαλαίων που αναζητούν τοποθετήσεις είναι ευνοϊκή για τη χώρα. Λεφτά υπάρχουν. Το διακύβευμα είναι αν θα προσελκυσθούν με μόνιμο τρόπο και θα αξιοποιηθούν για την προοδευτική αλλαγή της χώρας ή αν, απλώς, θα προσκληθούν σε ένα χρηματιστηριακό πάρτι και μετά, σε βραχύ χρόνο, θα μας αποχαιρετήσουν παίρνοντας μαζί τους τα εύκολα κέρδη τους.
Το δεύτερο είναι εύκολο. Θυμίζω ότι το ελληνικό κράτος πέτυχε να δανειστεί 43,5 δισ. ευρώ το 2008 και 63,8 δισ. ευρώ ακόμα και το 2009 (σε εποχές αλήστου μνήμης δημοσιονομικής κραιπάλης...) για να αναχρηματοδοτήσει το χρέος του. Σήμερα, λοιπόν, όταν ο κρατικός προϋπολογισμός εμφανίζει πρωτογενές πλεόνασμα (όπως και όσο...), το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών δεν έχει έλλειμμα (ανεξάρτητα από τους λόγους...) και το grexit έχει φύγει από το τραπέζι, εύκολα το κράτος θα μπορούσε να δανειστεί 2-3 δισ. ευρώ με επιτόκιο λίγο κάτω από 6% για 5ετή ομόλογα, σε συνεννόηση με 2-3 επενδυτικούς οίκους. Ουδείς κερδοσκόπος ή νουνεχής αποταμιευτής θα αρνιόταν ένα τόσο μεγάλο και σίγουρο κέρδος όπως αυτό που θα του πρόσφερε. Αυτό μόνο, θα αρκούσε για να εκτοξευθεί το χρηματιστήριο και να κάνει ένα σύντομο (προεκλογικό...) πάρτι. Πολλώ μάλλον, αν η έξοδος του Δημοσίου στις αγορές συνδυαστεί με επιτυχείς αυξήσεις κεφαλαίου κάποιων τραπεζών.
Ομως, οι αγορές διακρίνονται (όχι για τον ορθολογισμό, αλλά) για το ευμετάβλητο της συμπεριφοράς τους. Τα κεφάλαια, όπως έρχονται έτσι εύκολα και φεύγουν. Εύκολα υποτιμούν τον κίνδυνο, εύκολα και τον υπερτιμούν. Κινούνται σαν αγέλη, ενθουσιασμένα ή πανικόβλητα. Κατά τη γνώμη μου, λοιπόν, τα ζητούμενα είναι δύο.
Το πρώτο, στενά οικονομικό: Να προσελκύσουμε κεφάλαια για να βγούμε από την ύφεση.
Δηλαδή, να τα προσελκύσουμε με σταθερότητα, έτσι, ώστε να ανοίξουμε δρόμο και, με πρώτο βήμα τα βραχυπρόθεσμα, να προσελκύσουμε μακροπρόθεσμα κεφάλαια. Κεφάλαια που θα δώσουν την ευχέρεια στις επιχειρήσεις να αντλήσουν ρευστότητα μέσω της έκδοσης εταιρικών ομολόγων και που θα καταστήσουν εφικτή τη χρηματοδότηση επενδύσεων ώστε να δημιουργηθεί νέο παραγωγικό δυναμικό. Είναι σημαντικό – και δύσκολο.
Το δεύτερο, είναι πολιτικό: Να προσελκύσουμε κεφάλαια για να βγούμε (όχι απλώς από την ύφεση, αλλά) από την κρίση.
Δηλαδή, όχι για να γίνει ένα ρετουσάρισμα του παρασιτισμού, με αλλαγή των «νικητών», από εκείνους που άρμεγαν το κράτος, σε εκείνους που θα επικρατήσουν με τις ευκαιρίες που προσφέρει η διάλυση της αγοράς εργασίας και οι χρηματοπιστωτικές σπέκουλες (βλ. Γ. Γιαννουλόπουλου, «Σκέψεις για την πολιτική σήμερα», εκδόσεις Πόλις). Αλλά για να προχωρήσει η βαθιά προοδευτική μεταρρύθμιση της χώρας με κριτήρια δικαιοσύνης, δημοκρατίας και ανάπτυξης. Αυτό απαιτεί πολιτική βούληση και σχέδιο – είναι πιο σημαντικό και πιο δύσκολο.
Λεφτά υπάρχουν – αυτή είναι η διεθνής συγκυρία. Δεν υπάρχει ισχυρή συγκέντρωση εσωτερικών δυνάμεων στη βάση σχεδίου προοδευτικής μεταρρύθμισης και ανασυγκρότησης της χώρας – αυτή είναι η εσωτερική συγκυρία. Αν δεν υπάρξει, η ύφεση θα φύγει βέβαια κάποια στιγμή, αλλά η κρίση (οικονομική, κοινωνική, πολιτική), θα σέρνεται. Μαζί της θα σέρνει τη χώρα στα κάθε φορά βράχια. Με κάποια χρηματιστηριακά πάρτι, για να σπάει η εθνική μελαγχολία. Ή για να ανεβαίνει το φρόνημα των εκλογέων...
Δημοσιεύτηκε στο metarithmisi.gr στις 23/3
«Το παραγωγικό πρόβλημα της χώρας όχι μόνο δεν έχει επιλυθεί αλλά δεν ξεκίνησε καν να επιλύεται», δηλώνει χαρακτηριστικά ο πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών Κωνσταντίνος Γάτσιος, από το βήμα διαλόγου του naftemporiki.gr για τα δομικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας.
Ο κ. Γάτσιος θεωρεί ότι τα προβλήματα ανταγωνιστικότητας στην Ελλάδα οφείλονται κυρίως στην αδυναμία απορρόφησης τεχνολογικών, καινοτόμων παρεμβάσεων στην παραγωγική διαδικασία. Σε αυτό το πλαίσιο, επικαλείται διεθνείς πίνακες οι οποίοι εστιάζουν σε ποιοτικά χαρακτηριστικά των «διεθνώς εμπορευσίμων» των χωρών του ΟΟΣΑ. Παρατηρεί δε ότι από την αξιοσημείωτη βελτίωση ύψους 19,2 δισ. ευρώ στο εμπορικό ισοζύγιο λοιπών αγαθών, τα 19 δισ. ευρώ οφείλονται σε μείωση των εξόδων για εισαγωγές και μόλις τα 0,2 δισ. ευρώ σε αύξηση των εσόδων από εξαγωγές. Ο ίδιος κάνει λόγο για «πλήρη απουσία στοιχειωδών έστω συμβολών για τον ρόλο των περιφερειών και των δήμων σε ένα εθνικό σχέδιο εξόδου από την κρίση».
Μια σειρά πολιτικών παραγόντων, αλλά και οικονομικών αναλυτών, εκτιμά ότι η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος και πλεονάσματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών το 2013 προοιωνίζεται ότι ήδη εισερχόμαστε στη «μεταμνημονιακή» περίοδο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την αίσθηση σταθερότητας και ευρύτερης προοπτικής της ελληνικής οικονομίας. Ποια είναι η γνώμη σας; Πού βρισκόμαστε και προς ποια κατεύθυνση βαδίζουμε;
Κατ' αρχάς ένα σχόλιο. Η έξοδος από την πρωτοφανούς έκτασης, βάθους και εύρους κρίση την οποία διανύουμε απαιτεί να υπάρχει στους πολίτες και, επομένως, στο δημόσιο διάλογο, μια ορθή και ακριβής αντίληψη της κατάστασης χωρίς ωραιοποιήσεις, δημαγωγίες και στρουθοκαμηλισμούς. Χρειάζεται να κατανοούμε πού βρισκόμαστε, να ξέρουμε πού θέλουμε να πάμε, και να είμαστε διατεθειμένοι να κάνουμε αυτό που είναι απαραίτητο για να φτάσουμε εκεί. Για να μπορέσουμε να πορευτούμε, το ένα πόδι το προσφέρει η αλήθεια, η ειλικρίνεια, ενώ το άλλο η αίσθηση δικαίου μεταξύ των πολιτών για τις επιλογές που γίνονται.
Δυστυχώς, όμως, ο δημόσιος διάλογος είναι «φτωχός», αναντίστοιχος με τις ανάγκες της χώρας. Καθώς τα καίρια και σημαντικά ερωτήματα δεν τίθενται, οι κατάλληλες απαντήσεις δεν δίδονται, με αποτέλεσμα οι παραλογισμοί και οι παραισθήσεις να βρίσκουν γόνιμο έδαφος. Είναι και αυτό στοιχείο της υπανάπτυξης της χώρας και της χρεοκοπίας της. Γιατί, συνήθως, της οικονομικής προηγείται η πνευματική χρεοκοπία, η χρεοκοπία ιδεών. Είναι ενδεικτικό ότι, ενώ διανύουμε μια προεκλογική περίοδο δημοτικών και περιφερειακών εκλογών καθώς και ευρωεκλογών, είναι πλήρης η απουσία στοιχειωδών έστω συμβολών για τον ρόλο των περιφερειών και των δήμων σε ένα εθνικό σχέδιο εξόδου από την κρίση. Όπως είναι πλήρης και η απουσία επεξεργασιών για το μέλλον της Ευρώπης και τη θέση της χώρας σε αυτό.
Η συζήτηση για το πρωτογενές πλεόνασμα, η οποία ασφαλώς και δεν είναι ανεξάρτητη από το γεγονός ότι διανύουμε προεκλογική περίοδο, ακολουθεί το πλαίσιο που περιέγραψα παραπάνω. Το κρίσιμο ερώτημα, κατά πόσο δηλαδή το πλεόνασμα που προκύπτει, στον βαθμό που προκύπτει, έχει προσωρινό και συγκυριακό χαρακτήρα εξαιτίας, για παράδειγμα, των έκτακτων μέτρων φορολόγησης και, μάλιστα, με αναδρομικό χαρακτήρα, καθώς και τη μη πληρωμή υποχρεώσεων του Δημοσίου προς τρίτους, ή κατά πόσο έχει μονιμότερο χαρακτήρα εξαιτίας, για παράδειγμα, μεταβολών στις παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας, παραμένει στο περιθώριο. Αντίθετα, η συζήτηση εγκλωβίζεται και αποπροσανατολίζεται στο ύψος και τον τρόπο διανομής του.
Επιπλέον, οι κυβερνητικοί πανηγυρισμοί δημιουργούν τη ψευδαίσθηση ότι «το πρόβλημα, λίγο-πολύ, λύθηκε ή λύνεται» και ότι «όπου να 'ναι βγαίνουμε από την κρίση», καλλιεργώντας προσδοκίες για διανομή προσόδων. Όμως, το κύριο και θεμελιώδες πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα είναι η κατάρρευση του παραγωγικού της ιστού. Το δημοσιονομικό πρόβλημα, που ασφαλώς υφίσταται, είναι σε μεγάλο βαθμό, απόρροια αυτού του προβλήματος. Όπως, βέβαια, και η πρωτοφανής ανεργία. Δεν μπορούμε να μιλάμε για έξοδο από την κρίση όταν έχουμε ποσοστά ανεργίας περί το 28%. Το παραγωγικό πρόβλημα της χώρας, όμως, απουσιάζει από το δημόσιο διάλογο, το θέμα αποσιωπάται, ή, στην καλύτερη περίπτωση, συζητείται περιφερειακά, αντί να είναι το κεντρικό θέμα γύρω από το οποίο οργανώνεται η οικονομική μας πολιτική. Έτσι, δυστυχώς, όχι μόνο δεν έχει επιλυθεί αλλά δεν ξεκίνησε καν να επιλύεται, οι προσδοκώμενοι πρόσοδοι προς διανομή υπάρχουν μόνον υπό την μορφή παραισθήσεων και η «έξοδος από την κρίση» συνιστά ονειροφαντασία.
Ο Κωνσταντίνος Γάτσιος, Πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (2011- ), είναι Καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικής Επιστήμης τού Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Έλαβε το Πτυχίο του στα Οικονομικά από το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (1981), ενώ το M.Phil. (1984) και το Ph.D. (1988) από το University of Cambridge. Δίδαξε στο University of Cambridge και διετέλεσε Fellow και Director of Studies in Economics στο Fitzwilliam College (1987-1992). Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα εστιάζονται στη Μικροοικονομική Θεωρία και, ειδικότερα, στη Θεωρία και Πολιτική του Διεθνούς Εμπορίου, τη Βιομηχανική Οργάνωση, τα Μαθηματικά Οικονομικά και τη Θεωρία Παιγνίων. Έχει δημοσιεύσει σε πολλά διεθνή επιστημονικά περιοδικά, όπως Review of Economic Studies, Journal of International Economics, Journal of Industrial Economics, Economic Journal, European Economic Review, Journal of Development Economics και άλλα.
Η δημοσιονομική προσαρμογή, που πράγματι υπήρξε, χωρίς την εκ παραλλήλου παραγωγική αναγέννηση της χώρας παραπέμπει στον Σίσυφο. Θα έπρεπε, για παράδειγμα, να μας απασχολεί πολύ περισσότερο από το πλεόνασμα η κατάρρευση, μεταξύ των άλλων, της χαλυβουργίας, καθώς και το γεγονός ότι δεν ασχοληθήκαμε με αυτήν παρά μόνο όταν έβαλε λουκέτο. Προσωρινό, ελπίζω, καθώς, αν η πορεία αυτή δεν αναστραφεί, το κόστος που θα προκαλέσει θα είναι πραγματικό, όχι λογιστικό, πολλαπλάσιο του όποιου πρωτογενούς πλεονάσματος και με βάθος χρόνου, όχι εφήμερο.
Συμπερασματικά, η όλη συζήτηση περί πρωτογενούς πλεονάσματος, όπως εξελίσσεται, βρίσκεται σε απόλυτη δυσαρμονία με αυτό που έλεγα προηγουμένως. Ότι, δηλαδή, θα πρέπει να κατανοούμε πού βρισκόμαστε και να γνωρίζουμε πού και πώς θέλουμε να πάμε. Ούτε βοηθά, όπως ορισμένοι πιστεύουν ή θέλουν να πιστεύουν, στις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές μας με σκοπό την απομείωση του χρέους. Όποιος διαβάσει την απόφαση του Eurogroup της 27 Νοεμβρίου 2012 το καταλαβαίνει αυτό.
Η χώρα, η οικονομία, η κοινωνία χρειάζονται έναν ευρύτερο ορίζοντα από αυτόν των επόμενων εκλογών και, θα έλεγα, των όποιων εκλογών.
Υπάρχει πάντως και το πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Για πρώτη φορά από το 1948, το ισοζύγιο παρουσίασε το 2013 πλεόνασμα 1,2 δισ. ευρώ. Πώς αξιολογείτε αυτήν την παράμετρο;
Αν κανείς μελετήσει την εξέλιξη του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών από το 2008, όταν ξεκινούσε η παρούσα κρίση, παρατηρεί μια βελτίωση ύψους 36 δισ. ευρώ, από έλλειμμα 36,8 δισ. ευρώ το 2008 σε πλεόνασμα 1,2 δισ. ευρώ το 2013. Πρόκειται, πράγματι, για μια εντυπωσιακή βελτίωση. Αξίζει να την αναλύσουμε λίγο περισσότερο, επικεντρωνόμενοι στην εξέλιξη της σημαντικότερης συνιστώσας του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, αυτή του εμπορικού ισοζυγίου. Θα μας βοηθήσει αυτό να δούμε εναργέστερα το παραγωγικό μας πρόβλημα. Από τα προαναφερθέντα 36 δισ. ευρώ, τα 26,7 δισ. ευρώ οφείλονται σε βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου, το οποίο παραμένει μεν ελλειμματικό αλλά σε σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα, από -44 δισ. ευρώ το 2008 στα -17,3 δισ. ευρώ το 2013.
Ας κάνουμε ένα επιπλέον βήμα μελετώντας την εξέλιξη του λεγόμενου εμπορικού ισοζυγίου χωρίς καύσιμα και πλοία, χωρίς δηλαδή το ισοζύγιο εσόδων-εξόδων που προέρχεται από το εμπόριο καυσίμων, τον εφοδιασμό πλοίων κ.λπ. Αυτό, το λεγόμενο και εμπορικό ισοζύγιο λοιπών αγαθών, θα μας επιτρέψει να εστιαστούμε στη σχέση εισαγωγών-εξαγωγών που σχετίζεται με την παραγωγή και εμπορία προϊόντων του πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα. Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι η συνεισφορά του εμπορικού ισοζυγίου λοιπών αγαθών στην προαναφερθείσα συνολική βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου των 26,7 δισ. ευρώ ανέρχεται στα 19,2 δισ. ευρώ, από -27,2 δισ. ευρώ το 2008 στα -8 δισ. ευρώ το 2013.
Το κρίσιμο ερώτημα, εν προκειμένω, είναι σε ποιο βαθμό η παραπάνω αξιοσημείωτη βελτίωση στο εμπορικό ισοζύγιο λοιπών αγαθών οφείλεται σε μείωση των εισαγωγών και σε ποιο βαθμό σε αύξηση των εξαγωγών. Δυστυχώς, παρατηρούμε ότι οφείλεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στις εισαγωγές. Από τη βελτίωση ύψους 19,2 δισ. ευρώ στο εμπορικό ισοζύγιο λοιπών αγαθών, τα 19 δισ. ευρώ οφείλονται σε μείωση των εξόδων για εισαγωγές και μόλις τα 0,2 δισ. ευρώ σε αύξηση των εσόδων από εξαγωγές.
Συγκεκριμένα, τα έξοδα για εισαγωγές λοιπών αγαθών μειώθηκαν από 41,2 δισ. ευρώ το 2008 στα 22,2 δισ. ευρώ το 2013. Αξιοσημείωτο είναι ότι το μεγαλύτερο μέρος αυτής της βελτίωσης των 19 δισ. ευρώ έλαβε χώρα πριν το πρώτο μνημόνιο. Μεταξύ 2008 και 2010 οι εισαγωγές μειώθηκαν κατά 14,2 δισ. ευρώ. Η προσαρμογή, δηλαδή, ήταν εμπροσθοβαρής.
Διαφορετική είναι η εικόνα που παρουσιάζουν οι εξαγωγές. Δεν είναι μόνο ότι η αύξηση που παρουσίασαν ήταν ισχνή, από 14 δισ. ευρώ το 2008 στα 14,2 δισ. ευρώ το 2013. Είναι, επίσης, ότι αρχικά παρουσίασαν πτώση στα 11,3 δισ. ευρώ το 2010, για να αρχίσουν να ανακάμπτουν μόνο μετά το πρώτο Μνημόνιο ενώ, επιπλέον, η ανάκαμψη αυτή χαρακτηρίζεται από πτωτικούς ρυθμούς: 13,3 δισ. ευρώ το 2011, 13,9 δισ. ευρώ το 2012 και 14,2 δισ. ευρώ το 2013. Η μάλλον αδύναμη αντίδραση τού εγχώριου τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων» και τα σημάδια κόπωσης που ήδη παρουσιάζει, αντανακλούν την έλλειψη δυναμικότητάς του, ενώ η περιορισμένη βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς του λόγω μείωσης του εργατικού κόστους αντανακλά τα δομικά και διαρθρωτικά χαρακτηριστικά του. Σημειώνω, εν προκειμένω, ότι παρά το γεγονός ότι η χώρα δεν μπορεί σήμερα να χαρακτηρισθεί ως χώρα υψηλού εργατικού κόστους, στην Έκθεση του World Economic Forum το Σεπτέμβριο του 2013 η Ελλάδα καταλαμβάνει μεταξύ 148 χωρών την 96η θέση στην ανταγωνιστικότητα –τελευταία στην Ευρώπη και μόλις 10 θέσεις πάνω από την Βολιβία.
Το παραγωγικό πρόβλημα, επομένως, της χώρας δεν είναι απλά οξύ. Είναι, επιπλέον, και σύνθετο στην επίλυσή του, καθώς τα προβλήματα ανταγωνιστικότητας στην Ελλάδα οφείλονται όχι τόσο στο ύψος των μισθών, όσο κυρίως στην αδυναμία απορρόφησης τεχνολογικών, καινοτόμων παρεμβάσεων στην παραγωγική διαδικασία. Αυτό φαίνεται καθαρά σε σχετικούς διεθνείς πίνακες οι οποίοι εστιάζουν σε ποιοτικά χαρακτηριστικά των «διεθνώς εμπορευσίμων» των χωρών του ΟΟΣΑ, όπως το είδος της χρησιμοποιούμενης τεχνολογίας και την προστιθέμενη αξία τους. Σύμφωνα με τους πίνακες αυτούς, η Ελλάδα της λεγόμενης «ανάπτυξης» και «σύγκλισης» βρισκόταν την περίοδο 2001-2007 και συνεχίζει να βρίσκεται σήμερα στην ίδια ομάδα χωρών, να ανταγωνίζεται στο ίδιο «καλάθι» προϊόντων με τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία. Παρά με τους εταίρους της στην ΕΕ. Η εύκολη λύση της μείωσης του εργατικού κόστους, επομένως, προφανώς δεν επαρκεί. Χρειάζεται πλέγμα πολιτικών που θα θεραπεύει το πρόβλημα. Η ενίσχυση της εφαρμοσμένης έρευνας και καινοτομίας τόσο στο εσωτερικό των επιχειρήσεων όσο και εκτός αυτών, καθώς και η συνεργασία των επιχειρήσεων με φορείς τέτοιας έρευνας, όπως τα πανεπιστήμια, αποκτά σπουδαιότητα στρατηγικής σημασίας.
Αν στα παραπάνω προσθέσει κανείς το ότι ο τομέας των «διεθνώς εμπορευσίμων» ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ελλάδα ήταν ακόμη και πριν την κρίση ο μικρότερος μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης και με πτωτικές τάσεις, 25% το 2000 και 20,5% το 2009, και ότι τα ποσοστά αυτά γίνονται ακόμη μικρότερα, 16% το 2000 και 11,5% το 2009, όταν αναφερόμαστε σε κλάδους που οφείλουν να «κυνηγούν» τις τεχνολογικές εξελίξεις, όπως είναι οι κλάδοι μεταποίησης και πληροφορικής, τότε αρχίζει κάποιος να καταλαβαίνει πού ακριβώς βρισκόμαστε.
Εστιάζω στον τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων» γιατί είναι εκεί που συμπυκνώνονται οι παραγωγικές δυνατότητες μιας οικονομίας και, επομένως, είναι αυτός που μπορεί να τροφοδοτήσει μια διαδικασία «ενδογενούς» ανάπτυξης. Η σημερινή συρρίκνωσή του είναι αυτή που, κατά κύριο λόγο, καθορίζει πόσες θέσεις απασχόλησης μπορεί μια οικονομία να υποστηρίξει, τι μισθούς μπορεί να πληρώσει, τι πλεόνασμα μπορεί να δημιουργεί και να αναδιανέμει.
Όλα τα παραπάνω θα πρέπει να κάνουν αντιληπτό πόσο εκτός πραγματικότητας βρίσκονται πανηγυρισμοί περί πλεονασμάτων ισοζυγίων και ισχυρισμοί περί σύντομης εξόδου από την κρίση. Ο δρόμος που πρέπει να διανύσουμε είναι μακρύς και δύσκολος.