Δεκάδες Έλληνες στελέχη πολυεθνικών επιχειρήσεων, δικηγόροι σε μεγάλα διεθνή δικηγορικά γραφεία της Αμερικής, Μ. Βρετανίας, Γαλλίας κ.λπ, στελέχη ενώσεων, ΜΚΟ και, γενικά, του ιδιωτικού τομέα στο Βέλγιο σύστησαν την «ΑΡΓΩ – Δίκτυο Ελλήνων Βελγίου», στην πρώτη γενική τους συνέλευση, την περασμένη Τρίτη, σε γνωστό ξενοδοχείο των Βρυξελλών.
Στους δύσκολους καιρούς που διανύει η Ελλάδα, Έλληνες, διακεκριμένα στελέχη του ιδιωτικού τομέα που ζουν και εργάζονται στο Βέλγιο, αποφάσισαν να δικτυωθούν στις Βρυξέλλες, με σκοπό τη διάδοση θετικών μηνυμάτων για την Ελλάδα στον επαγγελματικό και κοινωνικό τους περίγυρο, καθώς και την αλληλοϋποστήριξή τους και την προώθηση των σχέσεων με συναφείς φορείς στο Βέλγιο και την Ευρώπη.
Η «ΑΡΓΩ – ΔΙΚΤΥΟ ΕΛΛΗΝΩΝ ΒΕΛΓΙΟΥ» θα οργανώνει εκδηλώσεις με διακεκριμένους Έλληνες και ξένους προσκεκλημένους από τον χώρο της πολιτικής, των επιχειρήσεων, της επιστήμης και της διανόησης, οι οποίοι έχουν σημαντικό λόγο και απόψεις για τις δημόσιες υποθέσεις στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Η πρώτη εκδήλωση αναμένεται με μεγάλο ενδιαφέρον από τους Έλληνες των Βρυξελλών και, σύμφωνα με πληροφορίες, ο κεντρικός ομιλητής θα είναι κορυφαίο δημόσιο πρόσωπο που κινείται μεταξύ Αθήνας και Βρυξελλών.
Ήδη, στο γνωστό μέσο επαγγελματικής δικτύωσης Linkedin, συνδέονται δεκάδες ενδιαφερόμενοι γύρω από την ΑΡΓΩ-ΔΙΚΤΥΟ ΕΛΛΗΝΩΝ ΒΕΛΓΙΟΥ, γεγονός που αποδεικνύει το ζωηρό ενδιαφέρον των Ελλήνων που διακρίνονται σε διάφορους επαγγελματικούς τομείς στις Βρυξέλλες και τη διάθεσή τους να ενώσουν τις δυνάμεις τους ως κατεξοχήν εξωστρεφείς Έλληνες που «άνοιξαν τα πανιά τους» σαν σύγχρονοι Αργοναύτες στον απαιτητικό διεθνή ανταγωνισμό εργασίας στο κέντρο της Ε.Ε. και των αποφάσεων, διατηρώντας ταυτοχρόνως την ελληνική τους ταυτότητα και την έννοια για τη δοκιμαζόμενη Ελλάδα.
Καλοτάξιδη, λοιπόν, η «ΑΡΓΩ – ΔΙΚΤΥΟ ΕΛΛΗΝΩΝ ΒΕΛΓΙΟΥ»! Στις παρούσες δύσκολες περιστάσεις που περνάει η Ελλάδα, χρειαζόμαστε συνένωση δυνάμεων, αφού, εν τέλει, δεν υπάρχουν επιβάτες στη σύγχρονη ΑΡΓΩ, αλλά, με τον τρόπο μας ο καθένας, είμαστε όλοι πλήρωμα - είτε στην Αθήνα είτε στις Βρυξέλλες...
Η κυβέρνηση σύντομα θα λάβει μία σημαντικότατη πολιτική επιλογή που είναι καίριας σημασίας για όλους μας. Την επιλογή του νέου Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας (αλλά και την θέση του υποδιοικητή).
Εξουσίες
O Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας βρίσκεται στο κέντρο του πολιτικο-οικονομικού συστήματος, κατοχυρωμένος με καταστατική ανεξαρτησία και σημαντικότατες (και λόγω κρίσης διευρυμένες) αρμοδιότητες για ιδιαιτέρως σημαντικά ζητήματα. Μερικές μόνο από τις αρμοδιότητες της ΤτΕ (δες αναλυτικότερα εδώ).
Εποπτεία του εγχώριου τραπεζικού συστήματος (αλλά και των ασφαλιστικών εταιρειών), η οποία όπως τουλάχιστον φάνηκε σε κάποιες περιπτώσεις υπήρξε ελλιπής κατά την τελευταία δεκαετία.
Έλεγχο της διαδικασίας ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών (σε συνεργασία με το Ελληνικό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας), κατά την οποία οι Έλληνες πολίτες –και ιδιαίτερα οι νεότερες γενιές- επωμίστηκαν ένα χρέος περίπου 40-45 δισεκατομμυρίων ευρώ για να διασώσουν τις τράπεζες.
Εκπροσώπηση της χώρας στο διοικητικό συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) που χαράζει τη νομισματική πολιτική της ευρωζώνης, λαμβάνοντας υψίστης σημασίας αποφάσεις για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, όπως το ύψος των επιτοκίων, η παροχή ρευστότητας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, κ.λπ.
Συμβολή στον σχεδιασμό και εφαρμογή της Τραπεζικής Ένωσης, στην οποία η ΕΚΤ θα έχει κεντρικό ρόλο. Η Τραπεζική Ένωση (Banking Union) είναι ίσως το πιο μεγαλεπήβολο πρόγραμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης την τελευταία δεκαετία, καθώς θα σχεδιαστούν και εφαρμοστούν πολιτικές (α) για την εγγύηση των καταθέσεων μέσω ενός Ευρωπαϊκού Συνεγγυητικού Ταμείου (η σύσταση του οποίου έχει μετατεθεί για το μέλλον) , (β) την διαδικασία πτώχευσης και αναδιάρθρωσης τραπεζών, (γ) τον ρόλο κρατών και τραπεζών, (δ) του ρίσκου των καταθέσεων (μέσω την μόχλευσης των τραπεζών), και πολλά άλλα. Επιπλέον, η ΕΚΤ σύντομα αναλαμβάνει τον έλεγχο και την εποπτεία των μεγάλων (συστημικών) τραπεζικών ιδρυμάτων της Ευρώπης.
Εξαιτίας της κρίσης, της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους μέσω του PSI και της ανακεφαλαιοποίησης του εγχώριου τραπεζικού συστήματος, οι αρμοδιότητες της ΤτΕ έχουν επεκταθεί και σε τομείς που δεν άπτονται των παραδοσιακών αποστολών των κεντρικών τραπεζών και είναι ιδιαιτέρως πολιτικές.
Το Απευκταίο
Η επιλογή του επόμενου διοικητή της ΤτΕ δεν θα πρέπει να γίνει ούτε με τη λογική του μοιράσματος θέσεων 4-2-(1), ούτε ως αποκατάσταση (μερικά ή ολικά) αποτυχημένων πολιτικών. Και φυσικά ούτε βάσει κομματικών ενσήμων ή εντοπιότητας («το ίδιο ή το απέναντι χωριό», Καλαμάτα ή Θεσσαλονίκη...).
Ίσως το πιο σημαντικό, η επιλογή δεν θα πρέπει να γίνει από τους ίδιους τους ελεγχόμενους, δηλαδή τους τραπεζίτες, ούτε όμως και από τα ΜΜΕ, στα οποία η ΤτΕ ασκεί πλέον έμμεσα έλεγχο καθώς βασίζονται σε διαρκή αναχρηματοδότηση από τις τράπεζες. Ο νέος διοικητής (και υποδιοικητής) της ΤτΕ οφείλει να είναι πρόσωπο «εκτός συστήματος», ιδεατά κάποιος επιφανής, πετυχημένος και με αποδοχή τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό Έλληνας. Επιπλέον, η επιλογή πρέπει να γίνει με έναν τρόπο διαφανή, ανοικτό και όχι κρυφά στο παρασκήνιο. Ο έλεγχος των υποψηφίων απαιτείται να είναι ενδελεχής, αξιοκρατικός και ανοικτός.
Πρόταση
Καταθέτω λοιπόν μία –πιστεύω- ρεαλιστική πρόταση για την επιλογή του Διοικητού της Τράπεζας της Ελλάδας, που θα μπορούσε να υιοθετηθεί -τουλάχιστον ως βάση- τόσο από τον κυβερνητικό συνασπισμό όσο και από τα τμήματα της αντιπολίτευσης που διακηρύσσουν την αξιοκρατία και την αντίθεσή τους στην διαπλοκή.
Η πρόταση είναι απλή. Ανοικτός διεθνής διαγωνισμός για την επιλογή του επόμενου Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας με ανεξάρτητους (Έλληνες και αλλοδαπούς) κριτές.[1]
Η πρόταση αυτή μπορεί να αποτελέσει τη βάση και για άλλες επιλογές στο δημόσιο, όπως για παράδειγμα στις Ανεξάρτητες Αρχές (λ.χ. Επιτροπή Ανταγωνισμού, Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς) καθώς και για το Ελληνικό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Και η πρόταση αυτή θα πρέπει να εφαρμοστεί και για τις θέσεις των υποδιοικητών της ΤτΕ,.[2] Η διαδικασία αξιολόγησης αφορά και τους εν ενεργεία διοικητές-υποδιοικητές σε περίπτωση που επιθυμούν την ανανέωση της θητείας τους ή την «προαγωγή» τους.
Διαδικασία και Επιτροπή Αξιολόγησης.
Το Υπουργείο Οικονομικών συστήνει (τριμελή) επιτροπή που θα δεχθεί και θα αξιολογήσει προτάσεις για τη θέση του διοικητού της ΤτΕ. Στη επιτροπή μετέχει (ex officio) ο Υπουργός των Οικονομικών, στην παρούσα δηλαδή συγκυρία ο κύριος Γιάννης Στουρνάρας.[3] Για τις άλλες δύο θέσεις δεν υπάρχουν καλύτερες επιλογές από τον καθηγητή Sir Χριστόφορο Πισσαρίδη της London School of Economics and Political Science (εδώ), κάτοχο του βραβείου Νόμπελ Οικονομικής Επιστήμης το 2010 (βλέπε την ανακοίνωση εδώ) και τον καθηγητή Λουκά Παπαδήμο, πρώην διοικητή της ΤτΕ και υποδιοικητή για οκτώ χρόνια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Ο κύριος Παπαδήμος και ο κύριος Πισσαρίδης έχουν ιδιαίτερο κύρος στο εξωτερικό (σημαντικότατες επιστημονικές δημοσιεύσεις ο πρώτος, τεράστια εμπειρία στην κεντρική τραπεζική και στη διαχείριση κρίσεων ο δεύτερος), βαθιά γνώση της εγχώριας και παγκόσμιας οικονομικής συγκυρίας και των προκλήσεων που θα αντιμετωπίσει τόσο η Ελλάδα όσο και η ΕΚΤ, είναι ανεξάρτητοι από το εγχώριο πολιτικό, τραπεζικό και μιντιακό κατεστημένο, και μπορούν σαφέστατα να εγγυηθούν το αδιάβλητο της διαδικασίας. Μια άλλη πρόταση για την Επιτροπή Αξιολόγησης είναι ο καθηγητής Βασίλειος Ράπανος, με τεράστια προσφορά στην πατρίδα από διάφορες θέσεις, γνώση του εγχώριου τραπεζικού συστήματος, εμπειρία των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων και βαθιάς εντιμότητας, κάτι ιδιαίτερα σπάνιο για το τωρινό οικονομικο-πολιτικό προσωπικό (βλ. το άρθρο των Financial Times εδώ).
Αφού εξετάσει τα βιογραφικά και τις συστατικές επιστολές (που θα κληθούν να προσκομίσουν οι ενδιαφερόμενοι), η επιτροπή θα προχωρήσει στη σύνταξη της μικρής λίστας (short list) των υποψηφίων τους οποίους και θα καλέσει για συνέντευξη. Οι υποψήφιοι θα πρέπει να προσκομίσουν δηλώσεις που θα εξηγούν λεπτομερώς την προϋπηρεσία τους στον χρηματοπιστωτικό τομέα, λ.χ. παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών, σχέση εξαρτημένης εργασίας, ώστε να καταδεικνύεται ότι δεν υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων (conflict of interest). Η λίστα αυτή θα πρέπει να ανακοινωθεί δημοσίως, πιθανόν με μια σύντομη επεξήγηση της προεπιλογής.
Για τους επιλεγμένους υποψήφιους η επιτροπή θα ζητήσει επιπλέον γράμματα αξιολόγησης από διεθνώς αναγνωρισμένους οικονομολόγους, τόσο από τον ακαδημαϊκό όσο και τον τραπεζικό χώρο, Έλληνες και αλλοδαπούς. Για παράδειγμα, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει γράμματα αξιολόγησης από καταξιωμένους πρώην Κεντρικούς Τραπεζίτες και ακαδημαϊκούς, όπως ο Ben Bernanke, ο Sir Mervyn King, τους προέδρους της Ευρωπαϊκής, της Βασιλικής-Βρετανικής και της Αμερικανικής Οικονομικής Εταιρείας, νομπελίστες οικονομολόγους με ειδίκευση στην μακρο-οικονομία και την χρηματο-οικονομική (όπως τον Robert Shiller, τον George Akerlof, τον Robert Lucas). [Σημειώνω εδώ ότι η διαδικασία αξιολόγησης από εξωτερικούς κριτές υψηλοτάτου κύρους, αν και απουσιάζει στη χώρα μας, είναι συνηθισμένη στα κορυφαία ακαδημαϊκά ιδρύματα όταν οι καθηγητές πρωτοβάθμιας βαθμίδας κρίνονται για την μονιμότητα (tenure) και την προαγωγή τους στον βαθμό του τακτικού καθηγητή]. Με την ολοκλήρωση των συνεντεύξεων και της αξιολόγησης των βιογραφικών και των «εξωτερικών» γραμμάτων αξιολόγησης, η επιτροπή συντάσσει έκθεση αξιολόγησης, στην οποία τεκμηριώνει την πρότασή της προς την κυβέρνηση και το Κοινοβούλιο.
Η πρότασή μου αυτή βασίζεται στον τρόπο επιλογής της διοίκησης (διοικητού και υποδιοικητών) της Τράπεζας της Αγγλίας, αλλά και άλλων κεντρικών τραπεζών. Αξίζει να σημειωθεί ότι με μια παραπλήσια διαδικασία η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου επέλεξε πρόσφατα έναν Καναδό υπήκοο, τον Μαρκ Κάρνεϋ (Mark Carney), για τη θέση του διοικητή της Τράπεζας της Αγγλίας. Ο Carney, με προπτυχιακές σπουδές στο Harvard και διδακτορικό τίτλο από την Οξφόρδη ήταν ιδιαίτερα πετυχημένος υποδιοικητής και μετέπειτα διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας του Καναδά (σημ. Ο Κάρνεϋ ανέλαβε τα ηνία της Τράπεζας του Καναδά σε ηλικία 43 ετών).. Η κρίση του 2007-2009 είχε περιορισμένες επιπτώσεις στον Καναδά, καθώς οι Καναδικές τράπεζες ήταν ιδιαίτερα θωρακισμένες λόγω αυστηρού εποπτικού ελέγχου. Καθώς η επιλογή ήταν αδιάβλητη και η προϋπηρεσία του Carney ιδιαίτερα πετυχημένη, η αντιπολίτευση των Εργατικών συνεχάρη ανοικτά την κυβέρνηση Κάμερον και τον υπουργό οικονομικών Όζμπορν και δέχτηκε να αυξηθούν οι αποδοχές του κατά περίπου 100,000 λίρες σε σχέση με τον προκάτοχό του, Sir Mervyn King. [Οι αποδοχές του Mark Carney είναι περίπου 600,000 λίρες (725,000 ευρώ) με φορολογία περίπου 44%)].[4]
Παραδείγματα
Τόσο οι ανεπτυγμένες όσο και οι αναπτυσσόμενες-αναδυόμενες χώρες επιλέγουν μη κομματικά χρωματισμένους, ανεξάρτητους από τα εποπτευόμενα τραπεζικά ιδρύματα και γνώστες των μαθηματικών-οικονομετρικών υποδειγμάτων που χρησιμοποιούνται στην διεθνή μακρο-οικονομική υποψηφίους για τις Κεντρικές Τράπεζες. Μερικά παραδείγματα.
α) Η Τζάνετ Γέλλεν (Jannet Yellen), κορυφαία οικονομολόγος σε ζητήματα εργασίας και απασχόλησης, πρώην καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Μπέρκλεϋ (και νωρίτερα στο Harvard) επελέγη ως διάδοχος του Ben Bernanke για την ηγεσία της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, της Federal Reserve.
β) Ο ίδιος ο Μπεν Μπερνένκε Ben Bernanke επελέγη για την ηγεσία της Ομοσπονδιακής Τράπεζας ως ανεξάρτητος από το αμερικανικό τραπεζικό σύστημα και ως ο πιο διακεκριμένος οικονομολόγος νομισματικής θεωρίας της εποχής μας. Ο Bernanke έχει δημοσιεύσει σημαντικότατη έρευνα για τις (λανθασμένες) πολιτικές της Fed κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης μετά το κραχ της Wall Street το 1929, ενώ έχει συμβάλλει καθοριστικά στην ανάπτυξη των στοχαστικών δυναμικών υποδειγμάτων γενικής ισορροπίας (stochastic dynamic general equilibrium) και των οικονομετρικών τεχνικών πρόβλεψης που χρησιμοποιούν εκατοντάδες χρονοσειρές (dynamic factor models). Κατά γενική ομολογία, η βαθιά γνώση του Bernanke τόσο της οικονομικής ιστορίας όσο και των μαθηματικών και οικονομετρικών υποδειγμάτων που χρησιμοποιούν οι κεντρικές τράπεζες, υπήρξαν οι πλέον καθοριστικοί παράγοντες που οδήγησαν την Ομοσπονδιακή Τράπεζα στον περιορισμό της πρόσφατης οικονομικής κρίσης μέσω επιθετικής-επεκτατικής και ιδιαιτέρως δημιουργικής νομισματικής πολιτικής και παροχής ρευστότητας.
γ) Πρόσφατα η κυβέρνηση της Ινδίας κατάφερε να επαναπατρίσει τον πιο διακεκριμένο (και ιδιαιτέρως νέο) Ινδό οικονομολόγο για την διοίκηση της Κεντρικής Τράπεζας, τον Ραγκού Ρατζάν (Raghu Rajan), τακτικό καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο από την ηλικία των 32. Ο Rajan, όντας ο νεότερος επικεφαλής οικονομολόγος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), υπήρξε ίσως ο μόνος που προέβλεψε με ακρίβεια την κρίση του 2007-2008 σε μία διάσημη ομιλία του στο Jackson Hall μπροστά στον Alan Greenspan και άλλους τραπεζίτες, που τότε είτε τον επέπληξαν είτε τον αγνόησαν. Όντας στις ΗΠΑ ο Rajan συνέταξε μία ενδελεχή πρόταση για την αναμόρφωση του Ινδικού οικονομικού υποδείγματος -ιδιαίτερα στον τραπεζικό τομέα- μέσω ενός πλέγματος 100 «μικρών» μεταρρυθμίσεων (100 Small Steps). [5]
Δύο Συστάσεις ως Παραδείγματα
Ας γίνουμε ακόμα πιο συγκεκριμένοι με δύο προτάσεις Ελλήνων που τιμούν την χώρα στο εξωτερικό και στους οποίους η Επιτροπή θα πρέπει να εξετάσει -κάτι το οποίο φυσικά δεν συνεπάγεται ότι και θα επιλέξει-προτείνει. Τον Μάριο Αγγελέτο, καθηγητή Οικονομικών στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης (ΜΙΤ) και τον Δημήτρη Βαγιανό, καθηγητή Χρηματοοικονομικής στην London School of Economics and Political Science (LSE). [Σημείωση. Θεωρώ φίλους, αν και όχι πολύ στενούς, και τους δύο. Οι προτάσεις αυτές είναι ενδεικτικές και έχουν στόχο να παρουσιάσουν το προφίλ, τις επιτυχίες και τα προσόντα που ιδεατά θα πρέπει να έχει ο διοικητής και οι υποδιοικητές της ΤτΕ.
Τόσο ο Μάριος όσο και ο Δημήτρης εκφράζουν την «άλλη» (από αυτή που παρουσιάζουν τα τηλεοπτικά μέσα) Ελλάδα. Αυτή που με μόχθο, ταλέντο, δημιουργία και ιδιαιτέρως σκληρή δουλειά κατάφεραν να διαπρέψουν. Ο Μάριος τελείωσε το Οικονομικό Πανεπιστήμιο με τον υψηλότερο βαθμό στην ιστορία. Ο Δημήτρης τελείωσε πρώτος την φημισμένη Ecole Polytechnique στην Γαλλία. Και οι δύο μετανάστευσαν στις Η.Π.Α για διδακτορικές σπουδές στα καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου, ο Μάριος στο Harvard και ο Δημήτρης στο MIT. (σημ. για την επιλογή διδακτορικών φοιτητών αυτά τα πανεπιστήμια δέχονται γύρω στις 1200 αιτήσεις για την επιλογή 25 περίπου φοιτητών). Και οι δύο συμμετείχαν στην ιδιαιτέρως ανταγωνιστική αγορά εργασίας για οικονομολόγους με διδακτορικό (job market for academic economists), όπου για μία θέση βοηθού καθηγητή (assistant professor) τα κορυφαία τμήματα λαμβάνουν εκατοντάδες αιτήσεις για μία θέση. Ο Μάριος επιλέχθηκε αρχικά από το ΜΙΤ, ενώ ο Δημήτρης από το Stanford. Και οι δύο διέπρεψαν στον ακαδημαϊκό στίβο δημοσιεύοντες πολλές και ιδιαιτέρως σημαντικές εργασίες στα πιο έγκυρα και με prestige επιστημονικά περιοδικά με κριτές (peer-refereed journals) και μετά από εξονυχιστική εξωτερική αξιολόγηση προήχθησαν στην βαθμίδα του τακτικού καθηγητή (απ΄ όσο γνωρίζω ζητήθηκαν περισσότερα από 15 γράμματα από εξωτερικούς κριτές οι οποίοι αξιολόγησαν την ποιότητα και τις αναφορές στο έργο τους).[6]
Η έρευνά τους έχει εξετάσει ιδιαιτέρως σημαντικά ζητήματα της μακρο-οικονομίας και της χρηματοοικονομικής, που είναι καίριας σημασία για την Ελλάδα, όπως κερδοσκοπικές πιέσεις σε νομίσματα, πτωχεύσεις τραπεζών, ρόλος ασύμμετρης πληροφορίας στον οικονομικό κύκλο και σε χρηματιστηριακές «φούσκες», διαφθορά και θεσμοί, και πολλά άλλα. Εκτός από τις σημαντικότατες δημοσιεύσεις και τη μεγάλη επιρροή του έργου τους,[7] και οι δύο έχουν εκπαιδεύσει πολλούς ταλαντούχους φοιτητές που εργάζονται τώρα σε φημισμένα πανεπιστήμια, επενδυτικές και κεντρικές τράπεζες (λ.χ. στην Federal Reserve και στην Τράπεζα της Αγγλίας). Επιπλέον, έχουν εργασθεί ως εξωτερικοί, ανεξάρτητοι σύμβουλοι σε διάφορες κεντρικές τράπεζες και το έργο τους εφαρμόζεται στην πράξη από φημισμένους επενδυτικούς οίκους.
Εκτός του πλούσιου βιογραφικού τους ο Μάριος και ο Δημήτρης έχουν κάποια επιπλέον χαρακτηριστικά που θεωρώ ότι η θα πρέπει να αξιολογηθούν θετικά. Όχι μόνο είναι και οι δύο εκτός του εγχώριου πολιτικο-τραπεζικού συστήματος, αλλά μετά την (τυχόν) ολοκλήρωση της θητεία τους δεν θα χρειαστεί ούτε να βρουν εργασία στις τράπεζες που εποπτεύουν, ούτε να πολιτευτούν με τα κόμματα που τους επέλεξαν.
Επίλογος
Η κυβέρνηση συνεχώς διακηρύσσει την ανάγκη διαρθρωτικών μεγάλων μεταρρυθμίσεων. Η αντιπολίτευση διακηρύσσει ότι εναντιώνεται στο τραπεζικό κατεστημένο και στην πρακτική μοιράσματος θέσεων σε ημετέρους. Τι καλύτερο λοιπόν από το να προχωρήσει η χώρα μέσω ενός διεθνούς, ανοικτού και αξιοκρατικού διαγωνισμού για τη διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδας; Όπως ανέφερε πρόσφατα ο πρωθυπουργός «η χώρα διαθέτει έμψυχο δυναμικό πολύ μεγάλης ακτινοβολίας». Ας περάσουμε, λοιπόν, από τα λόγια στις πράξεις.
Δημοσιέυτηκε στο protagon στις 22/4
Οι κρίσεις είναι αιτίες αλλαγών, βάσεις για αναθεώρηση των πάντων. Ετσι ήταν στην ιστορία και έτσι θα γίνεται πάντα. Σε καιρούς ήρεμους, ευμάρειας και ευδαιμονίας, έστω πλαστής, όλα μοιάζουν απλά. Οι πολίτες ασχολούνται με τα προσωπικά τους, οι κυβερνήσεις με το πώς θα ξανακερδίσουν στις εκλογές, οι επιχειρήσεις με το πώς θα αυξήσουν την κερδοφορία τους, κοκ. Kαι η Ευρώπη; Κι αυτή ακολούθησε την πεπατημένη, αλλοιώς δεν θα βρίσκονταν σήμερα σε κατάσταση βαθιάς κρίσης. Κάποιες προειδοποιήσεις, ναι υπήρξαν, αλλά χωρίς δραστικά μέτρα, χωρίς επίγνωση των κινδύνων, και χωρίς αλλαγή πορείας. Μέχρι που ήρθε η συστημική κρίση που ζούμε και μετά το 2008 ήρθαν τα πάνω-κάτω.
Η Ευρώπη ωστόσο προκαλεί πάντα το ενδιαφέρον των πολιτών. Παρά τις ατέλειές της. Με την πρόσφατη σηματικότατη πρωτοβουλία τους οι 11 κορυφαίοι γερμανοί διανοοούμενοι θέτουν αρκετά ζητήματα και μας θυμίζουν τα βασικά:(http://www.hertie-school.org/fileadmin/images/Downloads/enderlein_glienickergruppe/Towards_a_Euro_union__English_.pdf). Η επιθεώρηση Athens Review of Books είχε την καλή ιδέα να παρουσιάσει το κείμενο αυτό στα ελληνικά και εκεί διαβάζουμε: «Κανείς δεν πρέπει να υποπέσει στο ολίσθημα να πιστέψει ότι η κρίση θα περάσει και ότι οι μηχανισμοί σταθεροποίησης που τέθηκαν βιαστικά σε εφαρμογή αρκούν για να εγγυηθούν την μακροπρόθεσμη επιτυχία του ευρώ. Ο Ζαν Μονέ, ένας εκ των ιδρυτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είπε κάποτε: «L'Europe se fera dans les crises» (σε ελεύθερη μετάφραση: η Ευρώπη θα πραγματωθεί μέσα από τη διαχείριση των κρίσεων). Η σημερινή κρίση είναι πιθανότατα η πιο σοβαρή που αντιμετώπισε ποτέ η Ευρωπαϊκή Ένωση. Το πώς θα αξιοποιήσουμε αυτήν την ιστορική ευκαιρία εξαρτάται πλέον από εμάς» (http://athensreviewofbooks.com/?p=1001).
Τί προτείνουν όμως οι γερμανοί διανοούμενοι (Glienicker Gruppe (Όμιλος Γκλίνικερ); Προτείνουν μια ευρω-ένωση, μια ένωση της ζώνης ευρώ, με νέα Συνθήκη, μέ όργανα της ευρω-ζώνης, π.χ. ευρω-κοινοβούλιο, ξεχωριστό προϋπολογισμό για την ευρω-ζώνη, διασφάλιση των δημόσιων αγαθών και εκτιμούν επίσης ότι «η Ένωση του Ευρώ χρειάζεται μια οικονομική κυβέρνηση με ουσιαστική δυνατότητα δράσης». Πιό συγκεκριμένα προτείνουν ακόμα μια θεμελιωμένη τραπεζική ένωση κι όχι απλή τραπεζική εποπτεία, έναν ελεγχόμενο μηχανισμό μεταβιβάσεων πόρων για σταθερότητα και αλληλεγγύη, ένα κοινό σύστημα ασφάλισης ανέργων, οργανωμένη κινητικότητα εργατών, ειδικό μηχανισμό κυρώσεων και μια «ευρω-κυβέρνηση» οικονομικής μάλλον φύσης.
Κι εδώ αρχίζουν τα δύσκολα: μόνο με οικονομική διακυβέρνηση, με τραπεζική ένωση και μηχανισμού για αδύνατους ή απείθαρχους, δεν λύνεται το πρόβλημα. Πρέπει θαρρετά να πούμε ότι χρειάζεται Πολιτική Ενωση, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Η σημερινή αμηχανία και τα πολλά προβλήματα της ΕΕ αγγίζουν ένα ευρύ φάσμα θεμάτων όπως έλλειψη σύγχρονων θεσμών και κατάλληλων πολιτικών, αλλά και ζητήματα που άπτονται της ταυτότητας, της συμμετοχής, της ισοτιμίας.
Και καταλήγουν ότι «για να υλοποιηθεί αυτή η πολιτική ατζέντα, η Ευρωζώνη πρέπει να θεμελιωθεί σε μια νέα συμφωνία. Το ζητούμενο είναι να καταρτιστεί μια Ευρωσυνθήκη που θα αντικαταστήσει τις προηγούμενες αποσπασματικές μεταρρυθμίσεις. Μια τέτοια συνθήκη θα αποτελέσει ισόβια παρακαταθήκη συλλογικών εμπειριών και εκτιμήσεων από την περίοδο της κρίσης».
Οι γάλλοι διανοούμενοι δεν άργησαν να απαντήσουν στη γερμανική πρωτοβουλία. Χαιρετίζουν την γερμανική πρωτοβουλία και διαπιστώνουν ότι «το κεντρικό διακύβευμα είναι απλό: τόσο η δημοκρατία όσο και οι δημόσιες αρχές πρέπει να ανακτήσουν τον έλεγχο, ώστε να ρυθμισθεί αποτελεσματικά ο παγκοσμιοποιημένος χρηματιστικός καπιταλισμός του 21ου αιώνα και να υλοποιήσουν τις πολιτικές κοινωνικής προόδου που απουσιάζουν εντελώς από τη σημερινή Ευρώπη». (http://athensreviewofbooks.com/?p=1024)
Προτείνουν ωστόσο να πάμε δυό βήματα πιο πέρα και να δημιουργήσουμε ένα κοινό φόρο για τις επιχειρήσεις, ένα δεύτερο κοινοβουλευτικό σώμα όπου θα εκπροσωπούνται αποκλειστικά και για ευνόητους λόγους τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης, μέσα από εθνικά τους κοινοβούλια. (βλ. επίσης http://www.lemonde.fr/idees/article/2014/02/16/manifeste-pour-une-union-politique-de-l-euro_4366865_3232.html) και προτείνουν κι άλλα εργαλεία στον τομέα της οικονομικής διαχείρισης όπως είναι η μερική αμοιβαιοποίηση του χρέους. Ωστόσο παρά το ότι το κείμενό τους είναι περισσότερο συνολικό και πολιτικό, δεν απαντούν κι αυτοί στο επίμαχο θέμα της πραγματικής πολιτικής ένωσης, αφού η οικονομική διακυβέρνηση δεν λύνει τα γνωστά προβλήματα, κι είναι σαφές ότι εντός της ευρωζώνης παρατηρείται ασύμμετρη ανάπτυξη.
Πώς θα εκφραστεί τελικά η βούληση των λαών της Ευρώπης, αφού χωρίς αυτή όλα μοιάζουν ως ένα σύστημα κλασσικής φιλελεύθερης οικονομικής διαχείρισης; Πώς θα πεισθούν οι πολίτες ειδικά σήμερα, με την εμπειρία της κρίσης, την υψηλή ανεργία και το ψυχολογικό χάσμα που αυτή προκάλεσε ανάμεσα στον βορρά και στο νότο; Πώς θα επιστρέψει η πολιτική σε μια κοινωνία που έχει εθιστεί στη λογική της αναγωγής των πάντων σε θέματα ανταγωνιστικότητας....Πώς θα προκύψει μια νέα ισορροπία ανάμεσα στο πολιτικό, στο κοινωνικό, στο οικονομικό και πολιτιστικό στοιχείο;
Είναι κρίσιμο και χρήσιμο συνεπώς να συζητήσουμε το θέμα της πολιτικής ένωσης, και στην Ελλάδα, όπου η κρίση αφήνει πίσω της κοινωνικά συντρίμια. Η ΕΕ χρειάζεται σήμερα μια ριζική αναθεώρηση τόσο της λειτουργίας, όσο και των στόχων της. Παραδόξως, χρειαζόμαστε περισσότερη Ευρώπη, αλλά χρειαζόμαστε μια άλλη Ευρώπη. Μια Ευρώπη που θα απαντά στις προκλήσεις της εποχής:μετανάστευση, δημογραφικό, ανεργία, επιχειρηματικότητα και πραγματική οικονομία, σύγκλιση των οικονομιών, κοινωνική συνοχή, νέα εργαλεία οικονομικής παρέμβασης. Κι όλα αυτά σημαίνουν ανοιχτή συζήτηση γι αυτό που ηθελημένα ξεχάστηκε, την πολιτική ενοποίηση. Η οικονομική ενοποίηση, είναι λειψή, έφτασε το αποκορύφωμά της και τώρα οπισθοχωρεί: η κρίση κατέδειξε ότι η ΕΕ δεν ήταν έτοιμη για δύσκολες αποφάσεις, δεν είχε τις κατάλληλες πολιτικές ή τα εργαλεία και δεν είχε κυρίως την πολιτική βούληση να κάνει την ριζική αλλαγή. Νομίζει ότι κερδίζει χρόνο με την αδράνεια ή με ημίμετρα, αλλά η κρίση προχωρά ακάθεκτη. Παράλληλα ο κόσμος αλλάζει γρήγορα, η τεχνολογία δρα καταλυτικά σε όλα τα επίπεδα και η ΕΕ πρέπει να βρει ένα νέο εσωτερικό και διεθνή ρόλο.
Πρότεινα σχετικά τα εξής: «...επειδή η ΕΕ δεν μπορεί να γίνει υπερκράτος είναι καιρός να επεξεργαστούμε σχέδιο ευρωπαϊκής συνεργασίας ρεαλιστικό και βιώσιμο για την πολιτική, την οικονομία και την κοινωνία. Σε πρακτικό επίπεδο αυτό σημαίνει ότι χρειαζόμαστε μια νέα Συνθήκη και ένα νέο σχέδιο, την Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία των κρατών-εθνών του 21ου αιώνα. Μια ομοσπονδία που θα εκφράζει μια νέα σύνθεση και θα δώσει ένα νέο ρόλο στο κύριο συστατικό της στοιχείο, στο κράτος-έθνος και κατ'επέκταση στον πολίτη, στην περιφέρεια. Ενδεχομένως μια Ομοσπονδία νέου τύπου, δηλαδή βασισμένη κυρίως στα κράτη-έθνη κι όχι αναγκαστικά μια ομοσπονδία κλασσικού τύπου, ένα απρόσιτο υπερκράτος». (βλ. Αθ. Θεοδωράκη «Σ'ευχαριστούμε Αριστείδη», από τις Μεταμεσονύκτιες εκδόσεις. Αθήνα 2013).
Για την Ελλάδα η πολιτική ενοποίηση και συγκεκριμένα η Πολιτική Ενωση της ευρωζώνης σημαίνει πρώτα απόλα μια ευρωπαϊκή ομοσπονδία με κοινή εξωτερική και αμυντική πολιτική. Σήμερα, παρά τα σχέδια και διακηρύξεις, δεν υπάρχει τέτοια πολιτική κι έτσι, η δημιουργία κοινής αμυντικής βιομηχανίας όπως προτείνεται, χωρίς κοινή αμυντική πολιτική, δεν έχει για τη χώρα μας ειδικό ενδιαφέρον. Αυτό όμως είναι ένα κεντρικό ζήτημα, σχετίζεται με την προστασία των εξωτερικών συνόρων, με θέματα εθνικής ασφάλειας και πρέπει να απαντηθεί καθαρά.
Η ευκαιρία των ευρω-εκλογών του Μαίου 2014 είναι μοναδική. Τα κόμματα αλλά και οι πολίτες, τα κράτη και τα θεσμικά όργανα της ΕΕ πρέπει να αρχίσουν έναν έντονο, ειλικρινή διάλογο πάνω στα ουσιαστικά θέματα. Οι πολίτες θέλουν διάλογο ουσίας, επιχειρήματα, προτάσεις, λύσεις. Θεωρώ ότι η αναγκαιότητα προώθησης της ευρωπαϊκής ενοποίησης ως απάντησης στην βαθιά και συστημική κρίση είναι πασιφανής, υπό τον όρο της πολιτικής ενοποίησης. Το ζήτημα σήμερα είναι να δημιουργηθεί μια άλλη Ευρώπη, αφού το υπάρχον οικοδόμημα δεν έχει απάντηση. Εκφράζει μια κατάσταση πραγμάτων, ακολουθεί μια ξεπερασμένη αντίληψη, αλλά δεν έχει προοπτική. Το εύρος της οικονομικής κρίσης ανέδειξε την ανάγκη ουσιαστικής αλλαγής των ρόλων ανάμεσα στο κράτος και στις αγορές, ανάμεσα στην ίδια την ΕΕ και τα κράτη-μέλη,στους θεσμούς και τις πολιτικές της.
Η οικονομική κρίση ανέδειξε επίσης κι ένα νέο, πολιτικής φύσεως, ευρωπαϊκό έλλειμμα: η «κοινοτική μέθοδος» έχει εγκαταλειφθεί στην πράξη, οδηγούμαστε προς μια «μετα-κοινοτική» Ευρώπη, με λειτουργία πολλαπλών ταχυτήτων και έντονο το διακυβερνητικό σύστημα λήψης αποφάσεων. Εχει όμως νόημα για τους πολίτες που βιώνουν την ανεργία, την ανασφάλεια, την απογοήτευση να συνεχισθούν οι σημερινές πολιτικές; Δεν πρέπει να τεθούν στο νέο ευρω-κοινοβούλιο θέματα ουσίας, όπως είναι η πολιτική ενοποίηση, το νέο οικονομικό μοντέλο, οι ισότιμοι όροι ανάπτυξης, η διασφάλιση πρόσβασης στα δημόσια αγαθά;
Ενόψει των ευρωεκλογών του 2014, ας ανοίξει κι εδώ ένας διάλογος ουσίας, για το ποιά Ευρώπη θέλουμε, ποιά Ευρώπη προτείνουμε. Αυτό που έχει τώρα σημασία είναι η υπέρβαση της κρίσης, κι αυτό απαιτεί τη σύλληψη ενός νέου μοντέλου της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Μιας ενοποίησης που είτε θα είναι πολιτική, είτε δεν θα υπάρξει. Γι αυτό θεωρώ ότι χρειάζεται μια νέα ισορροπία ανάμεσα στο κοινό ευρωπαϊκό οικοδόμημα και τα κράτη-έθνη. Αν το νέο ζητούμενο είναι η πολιτική εμβάθυνση και ενοποίηση της ΕΕ κι όχι η ατέρμονη διεύρυνση ως φυγή προς το άγνωστο, αυτό μας οδηγεί σε μια Πολιτική Ενωση, σε μια «νέου τύπου ευρωπαϊκή ομοσπονδία των κρατών-εθνών», (Ζακ Ντελόρ). Μια νέα σχέση μεταξύ μας, ένα νέο αποτελεσματικό και λειτουργικό μοντέλο πρέπει να προκύψει, ώστε το ισχυρό κοινοτικό οικοδόμημα να στηρίζεται πρωτίστως στα ίδια τα δημοκρατικά κράτη-έθνη που το απαρτίζουν. Να τα εκφράζει αλλά και να αντλεί από αυτά γενεσιουργό δύναμη. Να τα στηρίζει στο νέο τους ρόλο και όχι να επιζητεί την υπέρβασή τους. Δεν πρόκειται για επιστροφή στο κράτος-έθνος. Ούτε πρόκειται για δημιουργία υπερκράτους, η Ευρώπη εξάλλου δεν θα γίνει ποτέ ένα υπερκράτος που θα αφομοιώσει και θα εξαφανίσει τα μικρά ή μεγάλα, περήφανα όμως, ιστορικά, έθνη της. Η νέα Ευρώπη πρέπει να στηριχθεί ταυτόχρονα στα κράτη-έθνη και στους ευρωπαίους πολίτες, να στηριχθεί σε αυτούς που πραγματικά και βιωματικά συμμετέχουν, για να ενδυναμωθεί τόσο προς τα έξω (με κοινή άμυνα, με κοινή εξωτερική πολιτική), όσο και προς τα μέσα (ποιότητα ζωής με στροφή στον άνθρωπο, στήριξη της πραγματικής οικονομίας, μικρή και μεσαία επιχειρηματικότητα). Αυτή η επιλογή σημαίνει και εξεύρεση των μέσων, δηλαδή ομοσπονδιακό προϋπολογισμό με ισχυρές αναδιανεμητικές πολιτικές.
Χρειάζεται λοιπόν μια νέα ομοσπονδιακή μέθοδος, μια νέα λογική. Εδώ το πολιτικό στοιχείο θα είναι καθαρό και κυρίαρχο: Ευρωπαϊκή Πολιτική Ένωση, Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με ουσιαστικές αρμοδιότητες, Ευρωπαϊκή Επιτροπή με ρόλο κεντρικής κυβέρνησης, Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για χάραξη στρατηγικών επιλογών και ενεργοί ευρωπαίοι πολίτες με αποφασιστικό ρόλο (τοπικές, εθνικές, ευρωπαϊκές εκλογές, γενικά και ειδικά δημοψηφίσματα, πρωτοβουλίες, αναφορές). Η νέα έννοια της κυριαρχίας θα είναι διττή και συμμετοχική, θα αφορά τόσο το εθνικό όσο και το ευρωπαϊκό πλαίσιο. Το ίδιο θα πρέπει να γίνει με τη δημοκρατία: τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο δεν νοείται υποχώρηση της δημοκρατίας, όπως είδαμε να γίνεται στη διάρκεια της κρίσης (έκθεση DEMOS). Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση με βάση την αγορά απέτυχε, ευνοεί λίγους, υποσκάπτεται από τις πολυεθνικές. Η πολιτική έχει πλέον τον λόγο.
Η κρίση που ζούμε είναι πράγματι ευκαιρία που πρέπει αξιοποιήσουμε για να βγούμε σε μια άλλη λεωφόρο. Η Ευρώπη χρειάζεται τώρα μια νέα δυναμική και όχι γραφειοκρατική μέθοδο λειτουργίας, χρειάζεται δηλαδή την πολιτική, αφού η επιστροφή της πολιτικής στη δημόσια σφαίρα είναι προϋπόθεση υπέρβασης του αδιεξόδου. Το νέο όραμα, αυτό του «ευρωπαϊκού κοινωνικού συμβολαίου» ( Ulrich Beck) είναι υπό εκκόλαψη και πάνω σε αυτό θα χτιστεί η νέα Ευρώπη. Θα προσέθετα εδώ και το πολιτικό στοιχείο, δηλαδή το νέο «ευρωπαϊκό πολιτικό και κοινωνικό συμβόλαιο». Αυτό θα είναι το νέο ευρωπαϊκό πλαίσιο, μια βιώσιμη οικονομία σε μια βιώσιμη ευρωπαϊκή δημοκρατία, όπου τα κράτη και οι πολίτες θα έχουν λόγο.
Ο έλεγχος της κρίσης, η δημιουργία νέου θεσμικού πλαισίου, οι νέες προτεραιότητες, η επιστροφή της πολιτικής, όλα αυτά αφορούν ταυτόχρονα την Ελλάδα και την Ευρώπη. Με την έννοια αυτή αναπόφευκτα η αλλαγή θα είναι διπλή. Δεν γίνεται σήμερα διαφορετικά, κράτη-μέλη και ΕΕ, ειδικά στην ευρωζώνη, είμαστε αλληλοεξαρτώμενοι. Θα προχωρήσουμε μαζύ, αλλά ως ισότιμοι εταίροι, αυτή είναι η μοίρα μας κι αυτή είναι και η επιλογή μας. Μπορούμε να δημιουργήσουμε αυτή την άλλη Ευρώπη, μπορούμε να ελπίζουμε σε ένα καλύτερο αύριο. Αλλά η πολιτική πρέπει να επιστρέψει, η δημοκρατία να ενδυναμωθεί, η αλληλεγγύη να γίνεται πράξη στα μεγάλα, όπως και στα μικρά θέματα. Προτού λοιπόν μιλήσουμε για ένα « ελληνικό μανιφέστο για την Ευρώπη», προτού συλλέξουμε υπογραφές, ας κάνουμε έναν ουσιαστικό διάλογο. Τα ερωτήματα είναι αμείλικτα: τί Ευρώπη θέλουμε, πόσο μακρυά είμαστε διατεθειμένοι να πάμε, πως συνδέονται με σημαντικά θέματα περαιτέρω εκχώρησης εθνικής κυριαρχίας. Κι επειδή δεν πρόκειται μόνο για θέματα κοινής αγοράς, αύξησης εισροής πόρων ή δανείων, κοκ, τα θεσμικά, πολιτικά και στρατηγικά ανταλλάγματα της συμμετοχής αυτής πρέπει να είναι καθαρά και σημαντικά.
Ετσι μόνο έχει νόημα ο στόχος της Πολιτικής Ενωσης της Ευρωζώνης.
Το παρακάτω μανιφέστο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Le Monde στις 16.2.2014 και υπογράφηκε αρχικά από τους: Φλοράνς Οτρέ, Αντουάν Μποζιό, Ζυλιά Καζέ, Ντανιέλ Κοέν, Αν-Λορ Ντελάτ, Μπριζίτ Ντορμόν, Γκυγιόμ Ντυβάλ, Φιλίπ Φρεμώ, Μπρυνό Παλιέ, Τιερρύ Πες, Τομά Πικετύ, Ζαν Κατρεμέρ, Πιερ Ροζανβαλόν, Ξαβιέ Τεμπώ και Λοράνς Τυμπιανά.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση βιώνει μια υπαρξιακή κρίση, κάτι που θα μας υπενθυμίσουν σύντομα, με βίαιο τρόπο, οι ευρωεκλογές. Αυτή η κρίση αφορά πρωτίστως τις χώρες της ευρωζώνης, που πλήττονται από ένα κλίμα δυσπιστίας και μια κρίση χρέους που απέχει πολύ από το να έχει αποσοβηθεί, την ίδια στιγμή που η ανεργία παραμένει στα ύψη και ο αποπληθωρισμός καραδοκεί. Θα ήταν τεράστιο σφάλμα να θεωρήσουμε ότι τα χειρότερα πέρασαν.
Γι' αυτό και στην παρούσα συγκυρία, υποδεχόμαστε με μεγάλο ενδιαφέρον τις προτάσεις που διατύπωσαν στα τέλη του 2013 οι γερμανοί φίλοι μας από τον όμιλο Γκλίνικερ για την ενίσχυση της πολιτικής και δημοσιονομικής ένωσης των χωρών της ευρωζώνης. Μόνες, οι δύο χώρες σύντομα δεν θα βαραίνουν πολύ στη σημερινή παγκόσμια οικονομία. Αν δεν ενώσουμε εγκαίρως τις δυνάμεις μας ώστε να προσαρμόσουμε το κοινωνικό μοντέλο μας στα πρότυπα της παγκοσμιοποίησης, θα επικρατήσει τελικά ο πειρασμός της αναδίπλωσης στα εθνικά μας σύνορα, που θα πυροδοτήσει ενορμήσεις και εντάσεις συγκριτικά με τις οποίες οι δυσκολίες της Ένωσης θα ωχριούν. Στη χώρα μας ο προβληματισμός για το μέλλον της ευρωπαϊκής δημοκρατίας δεν έχει ωριμάσει όσο στη Γερμανία. Εντούτοις, όλοι εμείς, οικονομολόγοι, πολιτικοί επιστήμονες, δημοσιογράφοι, και πρωτίστως γάλλοι και ευρωπαίοι πολίτες, δεν δεχόμαστε την παραίτηση που παραλύει σήμερα τη χώρα μας. Με αυτό το μανιφέστο θα θέλαμε να συνεισφέρουμε στον διάλογο για το δημοκρατικό μέλλον της Ευρώπης, και να πάμε ένα βήμα παραπέρα τις προτάσεις του ομίλου Γκλίνικερ.
Ευρωζώνη: το αδιέξοδο της ουδετερότητας
Ήρθε η ώρα να αναγνωρίσουμε ότι οι υπάρχοντες ευρωπαϊκοί θεσμοί είναι δυσλειτουργικοί και ότι πρέπει να ανοικοδομηθούν. Το κεντρικό διακύβευμα είναι απλό: τόσο η δημοκρατία όσο και οι δημόσιες αρχές πρέπει να ανακτήσουν τον έλεγχο, ώστε να ρυθμισθεί αποτελεσματικά ο παγκοσμιοποιημένος χρηματιστικός καπιταλισμός του 21ου αιώνα και να υλοποιήσουν τις πολιτικές κοινωνικής προόδου που απουσιάζουν εντελώς από τη σημερινή Ευρώπη. Το σύστημα του ενιαίου νομίσματος σε συνδυασμό με 18 διαφορετικά δημόσια χρέη, με τα οποία κερδοσκοπούν ανεμπόδιστα οι αγορές, και δεκαοκτώ διαφορετικά και συγχρόνως ανταγωνιστικά φορολογικά συστήματα, δεν λειτουργεί και δεν θα λειτουργήσει ποτέ. Οι χώρες της ευρωζώνης επέλεξαν να μοιραστούν τη νομισματική τους κυριαρχία, και επομένως να παραιτηθούν από το όπλο της μονομερούς υποτίμησης, χωρίς ωστόσο να εφοδιαστούν με νέα και κοινά οικονομικά, κοινωνικά, φορολογικά και δημοσιονομικά μέσα. Αυτή η ενδιάμεση κατάσταση είναι ό,τι χειρότερο.
Ζητούμενο δεν είναι η συνδιαχείριση του συνόλου των φορολογικών εσόδων και των δημόσιων δαπανών. Η σύγχρονη Ευρώπη έχει φανεί πολλές φορές αναίτια παρεμβατική σε δευτερεύοντα ζητήματα (όπως η μείωση του ΦΠΑ για τα κομμωτήρια και τους ιππικούς ομίλους) και παθητικά αμέτοχη σε σημαντικά ζητήματα (όπως οι φορολογικοί παράδεισοι και οι δημοσιονομικοί κανονισμοί). Οι προτεραιότητες της ευρωζώνης πρέπει να ανατραπούν: χρειάζεται λιγότερη Ευρώπη στα θέματα που διευθετούν πολύ καλά από μόνα τους τα κράτη-μέλη, και περισσότερη Ευρώπη εκεί που η συμβολή της είναι απαραίτητη.
Ένας κοινός φόρος για τις επιχειρήσεις
Συγκεκριμένα, η πρώτη πρότασή μας είναι να συνδιαχειρίζονται οι χώρες της ευρωζώνης ‒αρχίζοντας από τη Γαλλία και τη Γερμανία‒ τον φόρο εισοδήματος των νομικών προσώπων (ΦΕΝΠ). Μόνη της, κάθε χώρα εξαπατάται από τις πολυεθνικές της, που εκμεταλλεύονται τα «παραθυράκια» και τις διαφορές στις εθνικές νομοθεσίες για να φοροδιαφύγουν. Ως προς αυτό, η εθνική κυριαρχία είναι πλέον μύθος. Για να καταπολεμήσει αυτήν τη «φορολογική βελτιστοποίηση», μια κυρίαρχη ευρωπαϊκή αρχή θα πρέπει να μπορεί να εδραιώσει μια κοινή φορολογική βάση, όσο το δυνατόν πιο ευρεία και αυστηρά ελεγχόμενη. Σε αυτό το πλαίσιο, κάθε χώρα θα εξακολουθεί να ορίζει τον δικό της ΦΕΝΠ σύμφωνα με την καθορισμένη κοινή βάση, με ελάχιστο ποσοστό περίπου 20% και ένα επιπρόσθετο ποσοστό της τάξης του 10% που θα επιβάλλεται σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Με αυτόν τον τρόπο, η ευρωζώνη θα αποκτήσει έναν προϋπολογισμό της τάξης του 0,5% με 1% του ΑΕΠ.
Όπως πολύ σωστά επισημαίνουν οι φίλοι μας από τον όμιλο Γκλίνικερ, ένας τέτοιος προϋπολογισμός θα βοηθήσει την ευρωζώνη να υλοποιήσει προγράμματα τόνωσης και επενδύσεων, ιδίως στους τομείς του περιβάλλοντος, των υποδομών και της παιδείας. Ωστόσο, αντίθετα από τους γερμανούς φίλους μας, εμείς προτείνουμε αυτός ο προϋπολογισμός να μην προέρχεται από τις συνεισφορές των κρατών-μελών, αλλά απευθείας από έναν κοινό ευρωπαϊκό φόρο. Σε μια εποχή ισχνών προϋπολογισμών, η ευρωζώνη πρέπει να αποδείξει ότι μπορεί να επιβάλλει φόρους πιο δίκαια και πιο αποτελεσματικά από τα κράτη-μέλη. Ειδάλλως οι πολίτες δεν θα της επιτρέψουν να κάνει δαπάνες. Πέραν τούτου, είναι επιτακτική ανάγκη να γενικευθεί άμεσα εντός της ευρωζώνης η αυτόματη ανταλλαγή τραπεζικών πληροφοριών και να τεθεί σε εφαρμογή μια ευρέως αποδεκτή πολιτική που θα επαναφέρει την αρχή της προοδευτικότητας στη φορολόγηση του εισοδήματος και του πλούτου. Συγχρόνως, είναι απαραίτητη η εφαρμογή μιας δραστικής πολιτικής καταπολέμησης των φορολογικών παραδείσων εκτός της ευρωζώνης. Η Ευρώπη πρέπει να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις ώστε η φορολογική δικαιοσύνη και η πολιτική βούληση να επικρατήσουν στη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης: αυτή είναι ουσιαστικά η πρώτη πρότασή μας.
Ένα κοινοβουλευτικό σώμα για την ευρωζώνη
Η δεύτερη και πιο σημαντική πρότασή μας απορρέει από την πρώτη. Για να ψηφιστεί η κοινή βάση του ΦΕΝΠ, και γενικότερα για να εγκαθιδρυθεί ένας δημοκρατικός διάλογος που θα οδηγεί στη δημοκρατική υιοθέτηση από μια κυρίαρχη πλειοψηφία των φορολογικών, χρηματοοικονομικών και πολιτικών αποφάσεων που θα τεθούν μελλοντικά από κοινού στο τραπέζι, θα πρέπει να θεσμοθετηθεί ένα κοινοβουλευτικό σώμα για την ευρωζώνη. Συμφωνούμε και ως προς αυτό το σημείο με τους γερμανούς φίλους μας από τον όμιλο Γκλίνικερ, οι οποίοι διχάζονται ωστόσο ανάμεσα σε δύο πιθανές επιλογές: είτε ένα κοινοβούλιο της ευρωζώνης που θα απαρτίζεται από τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου από τις ενδιαφερόμενες χώρες (ένας επιμέρους σχηματισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου αποκλειστικά για τις χώρες της ευρωζώνης) ή ένα νέο σώμα που θα βασίζεται στη συγκέντρωση μιας μερίδας των μελών των εθνικών κοινοβουλίων (π.χ. 30 γάλλοι βουλευτές της Εθνοσυνέλευσης, 40 γερμανοί βουλευτές της Μπούντεσταγκ, 30 ιταλοί βουλευτές, κ.λπ., ανάλογα με τον πληθυσμό κάθε χώρας και σύμφωνα με την απλή αρχή: ένας πολίτης, μία ψήφος). Η δεύτερη λύση, που αναπαράγει την ιδέα του «ευρωπαϊκού κοινοβουλευτικού σώματος», την οποία είχε διατυπώσει ο Γιόσκα Φίσερ ήδη από το 2001, είναι κατά την άποψή μας, η μόνη λύση που μπορεί να οδηγήσει στην πολιτική ένωση. Είναι αδύνατον να αφαιρεθεί πλήρως από τα εθνικά κοινοβούλια η δυνατότητα να ψηφίζουν τους φόρους. Αντιθέτως, η ευρωπαϊκή κοινοβουλευτική κυριαρχία δεν μπορεί παρά να βασίζεται στην εθνική κοινοβουλευτική κυριαρχία.
Μια γνήσια δημοκρατική αρχιτεκτονική
Σε αυτό το σχήμα, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα έχει δύο κοινοβούλια: το υπάρχον Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, που τα μέλη του θα εκλέγονται κατευθείαν από τους πολίτες των 28 χωρών, και το ευρωπαϊκό κοινοβουλευτικό σώμα, όπου τα κράτη-μέλη θα εκπροσωπούνται μέσω των εθνικών κοινοβουλίων τους. Αρχικά, το ευρωπαϊκό κοινοβουλευτικό σώμα θα αφορά μόνο τις χώρες της ευρωζώνης που επιθυμούν να κινηθούν προς μια πιο εκτεταμένη πολιτική, φορολογική και δημοσιονομική ένωση. Όμως θα σχεδιαστεί έτσι ώστε να μπορεί να υποδεχθεί όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που θα επιλέξουν αυτόν τον δρόμο. Ο υπουργός Οικονομικών της ευρωζώνης και τελικά μια επί της ουσίας ευρωπαϊκή κυβέρνηση θα είναι υπόλογοι σε αυτό το ευρωπαϊκό κοινοβουλευτικό σώμα.
Μια τέτοια καινοτόμα δημοκρατική αρχιτεκτονική της Ευρώπης θα μας επιτρέψει να βγούμε από τη σημερινή αδράνεια και να ξεφύγουμε από τον μύθο σύμφωνα με τον οποίο το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο μπορεί να αποτελέσει το δεύτερο σώμα που θα αντιπροσωπεύει τα κράτη. Αυτός ο ψευδής μύθος αντανακλά την πολιτική αδυναμία της ηπείρου μας: είναι αδύνατον μία χώρα να εκπροσωπείται από ένα άτομο, εκτός αν παραδοθούμε στο μόνιμο αδιέξοδο της ομοφωνίας. Για να επιβάλουμε τελικά τον κανόνα της πλειοψηφίας στις φορολογικές και δημοσιονομικές αποφάσεις που θα λάβουν από κοινού οι χώρες της ευρωζώνης, πρέπει να δημιουργηθεί ένα γνήσιο ευρωπαϊκό κοινοβουλευτικό σώμα, στο οποίο κάθε χώρα θα εκπροσωπείται από βουλευτές που θα εκφράζουν όλες τις πολιτικές απόψεις, και όχι μόνο από τον αρχηγό του κράτους.
Η μερική αμοιβαιοποίηση του χρέους
Η τρίτη πρότασή μας αφορά ακριβώς την κρίση χρέους. Είμαστε πεπεισμένοι ότι ο μόνος τρόπος να ξεπεράσουμε οριστικά το πρόβλημα είναι να μπουν σε μια κοινή δεξαμενή τα χρέη των χωρών της ευρωζώνης. Χωρίς αυτό, η κερδοσκοπία με τα επιτόκια θα συνεχίζεται ες αεί. Είναι ακόμα ο μόνος τρόπος για να μπορέσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να εφαρμόσει μια αποτελεσματική και υπεύθυνη νομισματική πολιτική, όπως κάνει η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (που κι εκείνη θα δυσκολευόταν να επιτελέσει σωστά το έργο της αν κάθε πρωί έπρεπε να ενεργεί ως διαιτητής για τη ρύθμιση του χρέους του Τέξας, του Γουαϊόμινγκ και της Καλιφόρνιας). Η ομαδοποίηση του χρέους ξεκίνησε de facto με τον Ευρωπαϊκό μηχανισμό σταθερότητας, την επικείμενη τραπεζική ένωση, και το πρόγραμμα ΟριστικώνΝομισματικών Συναλλαγών(Outright Monetary Transactions, ΟΜΤ) της ΕΚΤ, που επηρεάζουν με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο τους φορολογούμενους της ευρωζώνης. Ωστόσο, πρέπει να γίνουν τώρα κι άλλα βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση, και, συγχρόνως, να αποσαφηνιστεί η δημοκρατική νομιμότητα αυτών των μηχανισμών.
Πρέπει να εξελίξουμε την πρόταση για ένα «ευρωπαϊκό ταμείο εξαγοράς χρέους» (Europeandebt-redemptionfund) και να της προσδώσουμε πολιτική διάσταση. Αυτήν την πρόταση την υπέβαλε στα τέλη του 2011 το συμβούλιο των οικονομικών εμπειρογνωμόνων της γερμανικής κυβέρνησης και στόχος της ήταν να συγκεντρωθούν όλα τα χρέη που υπερέβαιναν το όριο του 60% του ΑΕΠ μιας χώρας. Είναι αδύνατον να προβλέψουμε με τι ρυθμούς θα μπορούσαν να μηδενιστούν τα αποθέματα ενός τέτοιου ταμείου σε έναν ορίζοντα εικοσαετίας. Μόνο ένα δημοκρατικό σώμα, και συγκεκριμένα το ευρωπαϊκό κοινοβουλευτικό σώμα που θα το συνέθεταν τα εθνικά κοινοβούλια, θα μπορούσε να ορίζει κάθε χρόνο το επίπεδο του κοινού ελλείμματος, με βάση επακριβώς την κατάσταση της οικονομίας.
Οι αποφάσεις που θα λαμβάνει ένα τέτοιο σώμα θα είναι άλλοτε πιο συντηρητικές απ' ό,τι θα θέλαμε, και άλλοτε πιο φιλελεύθερες. Όμως θα έχουν προκύψει με δημοκρατικές διαδικασίες, βάσει του κανόνα της πλειοψηφίας, χωρίς σκοτεινά σημεία και παρασκηνιακές διαδρομές. Ορισμένοι προσκείμενοι στη δεξιά πτέρυγα θα ήθελαν αυτές οι δημοσιονομικές αποφάσεις να ανήκουν αποκλειστικά σε μεταδημοκρατικά σώματα ή να είναι χαραγμένες στις μαρμάρινες πλάκες του συντάγματος. Άλλοι, προσκείμενοι στην αριστερή πτέρυγα, θα ήθελαν να έχουν την εγγύηση ότι η Ευρώπη θα εφαρμόζει ες αεί την προοδευτική πολιτική των ονείρων τους, για να αποδεχθούν κάθε τρόπο ενίσχυσης της πολιτικής ένωσης. Θα πρέπει να ξεπεράσουμε αυτούς τους δύο σκοπέλους αν θέλουμε να βγούμε από τη σημερινή κρίση.
Πώς να προχωρήσουμε ακόμη παραπέρα
Ο διάλογος για τους πολιτικούς θεσμούς της Ευρώπης μπήκε πολλές φορές σε δεύτερο πλάνο ως «τεχνικός» ή «δευτερεύων». Ωστόσο, αρνούμενοι να συζητήσουμε το θέμα της οργάνωσης της δημοκρατίας, παραδεχόμαστε ουσιαστικά την παντοδυναμία των παραγόντων της αγοράς και του ανταγωνισμού, και εγκαταλείπουμε κάθε ελπίδα ότι η δημοκρατία μπορεί να ανακτήσει τον έλεγχο του καπιταλισμού στον 21ο αιώνα. Αυτός ο νέος πολιτικός χώρος είναι θεμελιώδους σημασίας για το μέλλον της ευρωζώνης. Πέρα από τα μακροοικονομικά και τα δημοσιονομικά ζητήματα, τα κοινωνικά μοντέλα μας είναι ένα κοινό αγαθό που πρέπει να διαφυλάξουμε και να διατηρήσουμε. Συγχρόνως, πρέπει να τα χρησιμοποιήσουμε για να αντεπεξέλθουμε με επιτυχία στη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης. Αναφορικά με τη σύγκλιση των φορολογικών συστημάτων στον ολοένα πιο επιτακτικό στόχο της κοινωνικής επένδυσης, τόσο οι πρωτοβουλίες του ζεύγους Γαλλία-Γερμανία όσο και οι προσπάθειες ενισχυμένης συνεργασίας είναι πλέον ανεπαρκείς. Σε αυτά τα θέματα, η Ευρώπη των «28» αργεί να μεταφράσει τη συναίνεση σε νόμους, και πέφτει σε αντιφάσεις όταν καλείται να κινητοποιήσει οικονομικούς πόρους. Ένα ευρωπαϊκό κοινοβουλευτικό σώμα μπορεί να αποτελέσει τον τόπο λήψης τέτοιων αποφάσεων, αφού θα είναι ξεκάθαρα τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που αυτές οι αποφάσεις θα συνεπάγονται.
Το εύρος αυτών των αποφάσεων είναι μεγάλο και υπάρχει μια πληθώρα ζητημάτων που μπορούν να διευθετηθούν: το γερμανικό μοντέλο της εταιρικής συνδιαχείρισης (co-determination), που με την αυξημένη εκπροσώπηση των εργαζομένων, κατάφερε να διατηρήσει έναν συνεκτικό παραγωγικό ιστό παρά την κρίση, οι προσιτές σε όλους και ποιοτικές υπηρεσίες παιδικής φύλαξης και αγωγής, η δια βίου εκπαίδευση και κατάρτιση για όλους, η εναρμόνιση των κοινωνικών νομοθεσιών, η καταπολέμηση των κλιματικών αλλαγών με την επιβολή σημαντικού προστίμου για τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, κ.λπ
Οι συνθήκες αλλάζουν
Οι περισσότερες αντιδράσεις στο εγχείρημά μας πηγάζουν από την άποψη ότι είναι αδύνατο να τροποποιήσουμε τις συνθήκες και ότι ο γαλλικός λαός δεν επιθυμεί την εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Αυτή η άποψη είναι λανθασμένη και επικίνδυνη. Οι συνθήκες τροποποιούνται διαρκώς. Η τελευταία τροποποίηση έγινε το 2012, χρειάστηκε λίγο παραπάνω από έξι μήνες και αποτέλεσε δυστυχώς μια κακή μεταρρύθμιση που ενίσχυσε περαιτέρω τον τεχνοκρατικό και αναποτελεσματικό φεντεραλισμό. Το να ισχυριζόμαστε από τη μία ότι η κοινή γνώμη δυσφορεί με τη σημερινή κατάσταση στην Ευρώπη, και από την άλλη να αποφαινόμαστε ότι δεν θα πρέπει να επέλθει αλλαγή στη βασική λειτουργία και στους υπάρχοντες ευρωπαϊκούς θεσμούς είναι μια καταστροφική αντίφαση. Όταν η γερμανική κυβέρνηση θα υποβάλει τις νέες προτάσεις για τη μεταρρύθμιση των συνθηκών στους επόμενους μήνες, κανείς δεν εγγυάται ότι αυτές οι μεταρρυθμίσεις θα έχουν πιο ικανοποιητικά αποτελέσματα από εκείνες του 2012. Όμως, αντί να καθόμαστε με σταυρωμένα χέρια, αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να αρχίσουμε σήμερα κιόλας έναν εποικοδομητικό διάλογο στη Γαλλία, ώστε να χτίσουμε τελικά μια Ευρώπη με κοινωνικό και δημοκρατικό χαρακτήρα.
Πρώτες υπογραφές
Florence Autret, συγγραφέας και δημοσιογράφος
Antoine Bozio, διευθυντής του Ινστιτούτου Δημόσιων Πολιτικών
Julia Cagé, οικονομολόγος στο Χάρβαρντ και στη Σχολή Οικονομικών Επιστημών του Παρισιού
Daniel Cohen, καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Εκπαιδευτικών (École normale supérieure) και στη Σχολή Οικονομικών Επιστημών του Παρισιού
Anne-Laure Delatte, οικονομολόγος στο CNRS, στο Πανεπιστήμιο Paris X και στο Γαλλικό Παρατηρητήριο Οικονομικών Συγκυριών (OFCE)
Brigitte Dormont, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Paris Dauphine
Guillaume Duval, αρχισυντάκτης του μηνιαίου περιοδικού Alternatives Economiques
Philippe Frémeaux, πρόεδρος του Ινστιτούτου Veblen
Bruno Palier, διευθυντής έρευνας του CNRS στο Ινστιτούτο Πολιτικών Σπουδών του Παρισιού (Κέντρο Ευρωπαϊκών Μελετών)
Thierry Pech, γενικός διευθυντής της Terra Nova
Thomas Piketty, διευθυντής μελετών στην Ανωτάτη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών του Παρισιού (EHESS), καθηγητής στη Σχολή Οικονομικών Επιστημών του Παρισιού
Jean Quatremer, δημοσιογράφος
Pierre Rosanvallon, καθηγητής στο Κολλέγιο της Γαλλίας, διευθυντής μελετών στο EHESS
Xavier Timbeau, διευθυντής του Τμήματος Ανάλυσης και Πρόβλεψης του OFCE (Κέντρο Οικονομικών Ερευνών του Ινστιτούτου Πολιτικών Επιστημών του Παρισιού)
Laurence Tubiana, καθηγήτρια Πολιτικών Επιστημών, πρόεδρος τουΙνστιτούτουΒιώσιμης Ανάπτυξης και Διεθνών Σχέσεων (IDDRI).
Τα σημεία συναίνεσης για το
"Εθνικό Σχέδιο Ανασυγκρότησης"
Αθήνα, 5 Μαρτίου 2014
Ενότητες - Ομιλητές ημερίδας:
«Ο Μίτος της Ανασυγκρότησης της Χώρας»
1η Ενότητα
Η βιωσιμότητα του χρέους και οι προτάσεις για την επίτευξή της
• Zsolt Darvas - Ερευνητής Bruegel Institut
•Παναγιώτης Λιαργκόβας, Επικεφαλής του γραφείου προϋπολογισμού της Βουλής
•Χριστόφορος Σαρδελής, π. Γ. Διευθυντής του Οργανισμού Δημοσίου Χρέους
Εισαγωγή: Ζώης Τσώλης, δημοσιογράφος
2η Ενότητα
Η θεσμική αναγέννηση
Το πολιτικό σύστημα, το φορολογικό σύστημα, η δημόσια διοίκηση, το ασφαλιστικό σύστημα, η αυτοδιοίκηση
•Σταύρος Τσακυράκης, Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου
•Γιώργος Κορομηλάς, Πρόεδρος Ινστιτούτου Οικονομικών και Φορολογικών Μελετών
•Πλάτων Τήνιος, Καθηγητής Στατιστικής και Ασφαλιστικής Επιστήμης
•Λεωνίδας Χριστόπουλος, Πτυχιούχος Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης
•Αντώνης Καμάρας, Πολιτικός Επιστήμονας, σύμβουλος Δημάρχου Θεσσαλονίκης
Άννα Διαμαντοπούλου, Πρόεδρος του Δικτύου
3η Ενότητα
Οι τομείς-προτεραιότητες ανάπτυξης της χώρας & η χρηματοδότησή τους
•Γιώργος Τσόπελας, Διευθύνων Σύμβουλος McKinsey& Company Ελλάς
•Πλούταρχος Σακελλάρης, Οικονομολόγος, πρώην Αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, καθηγητής Ο.Π.Α.
•Γιάννης Τσαμουργκέλης, Οικονομολόγος, επίκουρος καθηγητής Πανεπιστημίου Αιγαίου
•Αρίστος Δοξιάδης, Οικονομολόγος, Σύμβουλος Επιχειρήσεων
•Βασίλης Καρατζάς , Οικονομολόγος
Εισαγωγή: Αργύρης Παπαστάθης, Δημοσιογράφος
Ενότητες – Περιεχόμενα της Ημερίδας
Από την ιδεοληψία στην ανάγκη και από εκεί στο μέλλον.
«Ο μίτος της ανασυγκρότησης της χώρας»
ΕΘΝΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ
ΣΗΜΕΙΑ ΣΥΝΑΙΝΕΣΗΣ
Α. Η βιωσιμότητα του χρέους και οι προτάσεις για την επίτευξή της
Β. Η θεσμική αναγέννηση (Το πολιτικό σύστημα, το φορολογικό σύστημα, η δημόσια διοίκηση, το ασφαλιστικό σύστημα, η αυτοδιοίκηση)
Γ. Οι τομείς-προτεραιότητες ανάπτυξης της χώρας & η χρηματοδότησή τους
Α. Η βιωσιμότητα του χρέους και οι προτάσεις για την επίτευξή της
Προϋποθέσεις για νέα επιμήκυνση
Ανάληψη του κόστους ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών από τον ESM
Διαγραφή του επιτοκίου από τα επίσημα δάνεια, εφόσον τα επίπεδα του δημοσίου χρέους αποδειχθούν μη βιώσιμα παρά τις αποδεδειγμένες προσπάθειες της Ελλάδας
Διαγραφή τμημάτων του χρέους μετά από συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις
Β. Η θεσμική αναγέννηση
Φορολογικό σύστημα
Αλλαγή στόχου
Εμπιστοσύνη
Απλό, σαφές και κατανοητό
Διοικητική οργάνωση του συστήματος
Εθνική συνεννόηση
Σύστημα Δικαιοσύνης
Χρονικοί και Ποσοτικοί Στόχοι
Κοινωνικό Κράτος
Τα δημόσια αγαθά δεν είναι δωρεάν
Το κόστος τους επιβαρύνει το σύνολο της κοινωνίας
Η κοινωνική προστασία είναι το μεγαλύτερο και πιο δαπανηρό τμήμα του κράτους
Δημόσια Διοίκηση
Αξιολόγηση
Εξορθολογισμός του μεγέθους του ελληνικού δημοσίου
Βάρος η τεράστιου μεγέθους ελληνική έντυπη γραφειοκρατία
Άνοιγμα της διοίκησης σε στελέχη του ιδιωτικού τομέα
Γ. Οι τομείς-προτεραιότητες ανάπτυξης της χώρας
Τουρισμός
Ναυτιλία
Πολιτισμός
Αγροτικός τομέας
Βιομηχανία τροφίμων
Ενέργεια
& η χρηματοδότησή τους
Οι Ελληνικές Τράπεζες και οι αντίστοιχοι Ευρωπαϊκοί Θεσμοί
Η ΕΚΤ
Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων
ΠΕΡΙΛΗΨΗ - ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Από την ιδεοληψία στην ανάγκη και από εκεί στο μέλλον.
«Ο μίτος της ανασυγκρότησης της χώρας»
Από το 1974 ως το annus mirabilis της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, το 2010, η χώρα κινούνταν ράθυμα στο εκκρεμές της ιδεοληψίας και της ανάγκης. Εν μέρει, αυτή η κίνηση συνεχίζεται ακόμα και σήμερα με διάφορες αφορμές που προσφέρει πότε η Τρόικα και πότε οι αγκυλώσεις του πολιτικού παρελθόντος.
Αληθινόν ήταν ό,τι το ιδεοληπτικόν θα έλεγε κανείς, ενώ σήμερα πολλές φορές εθνικόν είναι το κάθε κατεπείγον νομοσχέδιο.
Ύστερα, όμως, από 4 χρόνια η χώρα αποκτά ξανά μία ισχνή δυνατότητα ανάνηψης. Κάτι η αποδοχή πρωτογενούς πλεονάσματος, κάτι η απομάκρυνση της εξόδου από το ευρώ, κάτι η συνειδητοποίηση της ανάγκης να υπερβούμε την από το κράτος εξαρτημένη οικονομία, τείνουν να διαμορφώσουν ένα καλύτερο κλίμα.
Η λυδία λίθος όμως, είναι η εθνική αυτοσυνείδηση.
Οι πολίτες σε μεγάλο βαθμό έχουν κατανοήσει – πολλές φορές καλύτερα και πιο γρήγορα από τα κόμματα – ότι η χώρα έχει ανάγκη από αλλαγή παραδείγματος:
Νέα παραγωγική πρόταση.
Νέα δημόσια διοίκηση.
Νέοι θεσμοί.
Νέα σχέση με τους εταίρους μας.
Νέα νοοτροπία.
Αυτή η νέα συλλογική διάσταση πρέπει να είναι Εθνική και Συναινετική. Αν όχι σε όλα τουλάχιστον στα περισσότερα. Αυτό δηλαδή, που δεν πετύχαμε σε καμία ιστορική στιγμή, θα πρέπει να γίνει το θετικό αποτέλεσμα της βαθειάς κρίσης που συντάραξε τη χώρα και τον κάθε πολίτη.
Είναι λάθος και ίσως παράτολμο να λέει κανείς, ότι οι ιδεολογίες είναι πρόβλημα ή ότι τα προβλήματα δεν έχουν ανάγκη από ιδεολογίες για να λυθούν.
Οι ιδεολογίες είναι συνεκτικοί αρμοί στα θεμέλια του αντιπροσωπευτικού μας συστήματος. Είναι το πεδίο για να χτιστούν οι συναινέσεις που δεν προκύπτουν εν κενώ. Δεν έρχονται μόνες τους από το πουθενά.
Η συναίνεση είναι το σημείο τομής του διαφορετικού με γνώμονα το καλύτερο για όλους. Η συναίνεση χτίζεται πάνω στο κοινωνικό συμφέρον των επιμέρους αντιλήψεων. Η άκαμπτη ιδεολογία είναι το πρόβλημα, όχι η παραγωγική ιδεολογία που δύναται να φτάσει στη συναίνεση.
Σκοπός του ΔΙΚΤΥΟΥ για τη μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και την Ευρώπη, ήταν να προκαλέσει ένα δημόσιο διάλογο για την ανίχνευση των τομέων και των περιθωρίων συναίνεσης επ΄αυτών που υπάρχουν μέσα σε ένα πολυκερματισμένο και ευμετάβλητο πολιτικό σκηνικό.
Σκοπός του ΔΙΚΤΥΟΥ δεν είναι να προτείνει το εθνικό σχέδιο ούτε να υποδείξει στα κόμματα και τους φορείς τι πρέπει να κάνουν, αλλά να ανευρεθεί ο ελάχιστος κοινός παρανομαστής που θα αποτελέσει τον καμβά για να πέσουν μετά πάνω τα διαφορετικά χρώματα, από όπου και αν προέρχονται. Ο καμβάς, όμως, πρέπει να είναι ίδιος και συναινετικός. Και είναι αυτός που θα μας βγάλει από το λαβύρινθο της κρίσης ως άλλος μίτος.
Για το λόγο αυτό επιλέγησαν 3 μείζονες ενότητες που η καθεμία ξεχωριστά συμπλέκεται με την άλλη, ώστε και οι 3 μαζί να συναποτελέσουν το πρόπλασμα του Εθνικού Σχεδίου Ανασυγκρότησης, για τα επόμενα χρόνια ώστε να θέσουμε το 2020 ως ένα έτος αφετηρίας για αλλαγή σελίδας για την Ελλάδα:
1η Ενότητα: Η βιωσιμότητα του χρέους και οι προτάσεις για την επίτευξή της
2η Ενότητα: Η θεσμική αναγέννηση (Το πολιτικό σύστημα, το φορολογικό σύστημα, η δημόσια διοίκηση, το ασφαλιστικό σύστημα, η αυτοδιοίκηση)
3η Ενότητα: Οι τομείς - προτεραιότητες ανάπτυξης της χώρας & η χρηματοδότησή τους
Το πρόβλημα του χρέους
Μια κοινή πρόταση των κομμάτων προς τις χώρες της ΕΕ δίνει αξιοπιστία κα σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας.
Το έλλειμμα και το χρέος είναι δύο συγκοινωνούντα δοχεία σε μία οικονομία, που διαθέτουν ακόμα πιο ιδιαίτερα χαρακτηριστικά όταν μιλάμε για μία Νομισματική Ένωση όπως αυτή του Ευρώ από την οποία ούτε πρέπει, ούτε μπορούμε, ούτε μας συμφέρει να αποχωρήσουμε.
Το μέγεθος του χρέους (και του λόγου χρέους) επηρεάζει αρνητικά τους ρυθμούς μεγέθυνσης, καθιστά επιφυλακτικές τις αγορές και αποτρέπει όσους σχεδιάζουν να επενδύσουν στην πραγματική οικονομία.
Υπάρχουν αρκετά διαφορετικές προσεγγίσεις τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο για το τι μπορούμε να κάνουμε με το υπερβολικό μας χρέος.
Ως συνήθως, υπάρχει ένα εκκρεμές. Από τη μία πλευρά εκείνοι που ισχυρίζονται ότι πρέπει να μας διαγράψουν το χρέος και από την άλλη εκείνοι που υποστηρίζουν ότι μπορούμε να συνεχίσουμε ως έχουμε. Το να συνεχίσουμε ως έχουμε όμως, είναι μία ουτοπική χίμαιρα.
Άρα, το ζητούμενο είναι αν θα μπορέσουμε να συνθέσουμε μία πρόταση με ελληνικά χαρακτηριστικά, να την καταθέσουμε στο τραπέζι, παίρνοντας βεβαίως υπόψιν και την εμπειρία και την υποστήριξη ινστιτούτων και διεθνών οικονομολόγων, ώστε να έχει τα ρεαλιστικά χαρακτηριστικά που θα την καταστήσουν αποδεκτή και από τους εταίρους μας. Γιατί βεβαίως στο χρέος δεν είμαστε μόνοι μας για να κάνουμε αυτό που εμείς φανταζόμαστε.
Όλοι συμφωνούν ότι το μέγεθος του χρέους, αν δεν είναι αμιγώς εσωτερικό χρέος όπως πχ της Ιαπωνίας, συνιστά αγκάθι στην προσπάθεια για την ανάκαμψη μίας οικονομίας, καθώς αν αυτό συνδυάζεται με δημοσιονομικό εκτροχιασμό, οδηγεί στο snowball effect που θα παρασύρει, όπως έγινε στην περίπτωση της Ελλάδας, στο διάβα του κάθε οικονομικό υποστύλωμα. Αυτό ακριβώς το πρόβλημα καθιστά – μεταξύ άλλων – και βασικό εμπόδιο στην προσέλευση επενδύσεων.
Το πώς θα γίνει η σταδιακή μείωση του χρέους της Ελλάδας έτσι ώστε ούτε η αξιοπιστία της χώρας να θιγεί περαιτέρω, ούτε οι εταίροι μας να το αρνηθούν, αλλά κυρίως να χαλαρώσει ο βρόχος στο λαιμό της ελληνικής οικονομίας, είναι ζήτημα για το οποίο υπάρχουν διαφορετικά εργαλεία και προσεγγίσεις. Όμως, είναι αυτονόητο και σημείο συναίνεσης, ότι δεν χωρούν μονομερείς ενέργειες και ότι δεν γίνεται να ζητάμε μείωση του χρέους χωρίς να τηρούμε τις δεσμεύσεις μας, αλλά και χωρίς οι εταίροι να ενεργοποιούν προς όφελος της ανάπτυξης τα σημαντικά εργαλεία που διαθέτουμε ως Ένωση για την προάσπιση του κοινού αγαθού που λέγεται Ευρώ και δεν είναι άλλα από την Ευρωπαϊκή τράπεζα Επενδύσεων και την ΕΚΤ. Και κυρίως αν δεν κοιτάξουμε το δάσος που είναι η αύξηση του ΑΕΠ.
Από εκεί και πέρα το πρόβλημα του χρέους γίνεται μία εξίσωση με πολλές λύσεις και αρκετούς συντελεστές.
Η παραδοχή ότι το χρέος με οποιοδήποτε ρεαλιστικό σενάριο δεν είναι βιώσιμο μπορεί να οδηγήσει σε μία εθνική πρόταση που συνδυάζει:
προϋποθέσεις για νέα επιμήκυνση,
ανάληψη του κόστους ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών από τον ESM,
διαγραφή του επιτοκίου από τα επίσημα δάνεια, εφόσον τα επίπεδα του δημοσίου χρέους αποδειχθούν μη βιώσιμα παρά τις αποδεδειγμένες προσπάθειες της Ελλάδας,
διαγραφή τμημάτων του χρέους μετά από συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις,
Είναι μερικά από τα εργαλεία διευκόλυνσης που αν παρουσιαστούν με διακομματική συναίνεση εγγυώνται την σταθερή πορεία της χώρας.
Η θεσμική αναγέννηση της χώρας
Κανονικά, θα έπρεπε οι θεσμοί να αποτελούν τα εργαλεία που θα εξυπηρετούν συγκεκριμένους σκοπούς. Αυτό έγινε και στην Ελλάδα μόνο που οι σκοποί δεν ήταν γενικού συμφέροντος, αλλά συντεχνιακού. Πρώτος θύτης και θύμα εκ των υστερών αποδείχτηκε το πολιτικό σύστημα. Αυτό το καθιστά θριαμβευτικά και πρώτο ως προς το βαθμό συναίνεσης στην ανάγκη της εκ βάθρων αλλαγής του.
Είναι κοινός τόπος ότι η Συνταγματική Αναθεώρηση πρέπει να αποτελέσει την εμπροσθοφυλακή των αυτονόητων αλλαγών που έχει ανάγκη ο τόπος. Χρειάζεται με θάρρος μία νέα θέσμιση του πολιτικού περιβάλλοντος, όπου η κοινωνία και οι 3 διακριτές εξουσίες θα συμβαδίζουν ως προς το βαθμό της συνεχούς εξέλιξης, που καθιστά αναγκαία την προσαρμογή στις σύγχρονες συνθήκες. Υπάρχει συμφωνία στην αλλαγή του ακραίως πρωθυποκεντρικού μοντέλου, στην ενδυνάμωση του κοινοβουλίου και στους θεσμούς που θα εγγυώνται την απρόσκοπτη λειτουργία των τριών εξουσιών.
Είναι δύσκολο να χτιστούν απόλυτες συναινέσεις σε καθένα από τους βασικούς θεσμούς της χώρας. Οι διαφορετικές ιδεολογικές καταβολές, οι χαραγμένες μνήμες των διχασμών και η παραδοσιακή πελατειακή μας κακοδαιμονία, δεν συνηγορούν σε μία συναινετική αντίληψη για το δέον γενέσθαι. Είναι όμως μεγάλη κατάκτηση να υπάρξει σύμπνοια ως προς τις προτεραιότητες.
Πρώτο και κύριο μεταρρυθμιστικό στοίχημα για την κοινωνία μας και την οικονομία μας που αναζητά οξυγόνο, είναι το φορολογικό σύστημα.
Το φορολογικό σύστημα της Ελλάδας, ακόμα και ύστερα από 47 «μεταρρυθμίσεις», αποτελεί το πιο πολύπλοκο στον κόσμο και αυτό γιατί καμία δεν ήταν μεταρρύθμιση, αλλά απλή συνάθροιση μέτρων.
Μπορεί να διαμορφωθεί συναίνεση σε 5 σημεία;
1. Αλλαγή στόχου. Στην εποχή του ανταγωνισμού των κρατικών φορολογικών συστημάτων (ένα από τα θέματα που πρέπει να αντιμετωπίσει η ΕΕ) το ΕΦΣ (εθνικό φορολογικό σύστημα), πρέπει να υπηρετεί ένα εθνικό σχέδιο για τη χώρα. Δηλαδή, να υποστηρίζει τις βασικές επιλογές για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, για την αντιμετώπιση του δημογραφικού, για την ενεργειακή και περιβαλλοντική πολιτική. Η αντιμετώπιση των ανισοτήτων πρέπει να συμπληρώνονται από την πολιτική δαπανών του προϋπολογισμού. Το φορολογικό σύστημα στις σημερινές συνθήκες παγκοσμιοποίησης πρέπει να δημιουργεί συγκριτικά πλεονεκτήματα και κίνητρα για την αύξηση του εθνικού και ατομικού πλούτου, ο οποίος με τη σειρά του θα δώσει τα αναγκαία έσοδα.
2. Εμπιστοσύνη. Η έλλειψη εμπιστοσύνης ανάμεσα στο κράτος και τους πολίτες έχει υπαγορεύσει το σημερινό αδιέξοδο σύστημα. Χιλιάδες σελίδες κρατικών εγγράφων, πολύπλοκες, λεπτομερείς και περιπτωσιολογικές ρυθμίσεις επιχειρούν να προβλέψουν κάθε κοινωνική ιδιαιτερότητα και κάθε παράβαση. Αυτό με τη σειρά του έχει οδηγήσει σε ένα δαιδαλώδες διοικητικό σύστημα με πολλαπλά επίπεδα ελέγχου και συνεχή εμπλοκή της δικαιοσύνης σε ατελέσφορες διαδικασίες. Το αποτέλεσμα γνωστό, φοροδιαφυγή, γραφειοκρατία, διαφθορά. Ας σκεφτούμε αλλιώς. Το κράτος εμπιστεύεται τον πολίτη και αποδέχεται ηλεκτρονικά την κατάθεση της δήλωσης του, έχοντας ο ίδιος την απόλυτη ευθύνη απόδειξης της αλήθειας των όσων δηλώνει. Αλλαγή του συστήματος δειγματοληπτικών ελέγχων με συνεχώς εναλλασσόμενους ελεγκτές και τιμωρία άμεση και «χωρίς έλεος» στους καταχραστές της εμπιστοσύνης του δημοσίου. Από την αντίληψη του «δεν σε εμπιστεύομαι και δεν με αναγνωρίζεις», στη λογική του «σε εμπιστεύομαι και έχεις την ευθύνη».
3. Απλό, σαφές και κατανοητό. Το φορολογικό νομοσχέδιο πρέπει να είναι λιτό με φορολόγηση των εισοδημάτων με ενιαία, προοδευτική κλίμακα, προσδιορισμό του αφορολόγητου με βάση τον κατώτατο βασικό μισθό και κατάργηση των αυτοτελών φορολογιών. Η συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και οι φορολογικοί ανταγωνισμοί περιορίζουν τον αναδιανεμητικό ρόλο της φορολογίας. Οι ανισότητες, που σαφώς υπάρχουν, είναι πιο εφικτό, πλέον, να αντιμετωπιστούν μέσα από πολιτικές χρηματοδοτούμενες από τον προϋπολογισμό. Η σημερινή πολυπλοκότητα, (πχ.33 συντελεστές στην ακίνητη περιουσία) οδήγησαν και σε τεράστιες αδικίες και σε τεράστια φοροδιαφυγή. Από το πολύπλοκο και μη εφαρμόσιμο στο απλό και εφαρμόσιμο.
4. Η διοικητική οργάνωση του συστήματος: αξιοκρατία, αξιοποίηση της τεχνολογίας και αξιολόγηση βάση στόχων. Επί δεκαετίες αποτύχαμε και στα τρία. Αλλαγή του μηχανογραφικού συστήματος και επιλογή στελεχών με διεθνείς προκηρύξεις από τον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, ένα στοιχείο που είναι η πιο τυπική περίπτωση αναμέτρησης με το «βαθύ» σύστημα της μεταπολίτευσης.
5. Εθνική συνεννόηση. Το ΕΦΣ για να έχει διάρκεια προϋποθέτει δέσμευση των κομμάτων που έχουν αίσθημα εθνικής ευθύνης σε βασικές αρχές που δεν θα αλλάξουν για 10 τουλάχιστον χρόνια. Μέσα σε αυτές θα πρέπει να είναι η απόλυτη δέσμευση για την μη ύπαρξη «φορολογικής αμνηστίας»! Τα τελευταία 30 χρόνια ο μέσος όρος ρυθμίσεων ήταν μία κάθε δυόμιση χρόνια.
Ίδιας σημασίας μεταρρυθμιστικό στοίχημα για τη χώρα και τους πολίτες είναι φυσικά και το σύστημα Δικαιοσύνης.
Οι πολίτες, οι επιχειρήσεις, οι επενδυτές ένιωσαν πολλές φορές το αίσθημα της έλλειψης δικαιοσύνης.
Χρονικοί και Ποσοτικοί Στόχοι στη Δικαιοσύνη
Η υπερσυσσώρευση εκκρεμών υποθέσεων στην Ελληνική Δικαιοσύνη θυμίζει το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας με το έλλειμμα και το χρέος. Χρόνο με το χρόνο προστίθενται ελλείμματα τα οποία διογκώνουν το συνολικό χρέος εξαϋλώνοντας τις δυνατότητες της οικονομίας και της κοινωνίας. Ένας φαύλος κύκλος που πρέπει να σπάσει. Τα Δικαστήρια έχουν πνιγεί από εκκρεμείς υποθέσεις και βρίσκονται σε πλήρη αδυναμία εκδίκασής τους. Πρόκειται για αρνησιδικία ευρύτατης κλίμακας.
Η εφαρμογή του νέου θεσμικού πλαισίου για τη γρήγορη απονομή δικαιοσύνης θα συμβάλει, εφόσον συνοδευτεί άμεσα από την υλική και τεχνική υποστήριξη των δικαστηρίων και την πλήρη εισαγωγή της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, στην ελληνική Δικαιοσύνη. Μεταξύ των προτάσεων που δύσκολα θα έβρισκε κανείς αντίλογο είναι: να περιοριστεί το Δημόσιο ή τα ΝΠΔΔ να προσφεύγουν στα δικαστήρια χωρίς λόγο και να απαγορευθεί η αλόγιστη άσκηση ενδίκων μέσων από το δημόσιο, να προχωρήσει η αξιολόγηση κάθε δικαστή τόσο για την ποιότητα των αποφάσεών του όσο και για την αποδοτικότητά του, καθώς και το αυτονόητο που είναι να εφαρμόζονται οι αποφάσεις των Δικαστηρίων.
Η απονομή δικαιοσύνης αποτελεί και αναπτυξιακό πυλώνα μιας χώρας – «καρδιά» των ποσοτικών στόχων στην προσέλκυση επενδύσεων, καθιστά τη μεταρρύθμιση για την ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, επιτακτική.
Τρίτη σημαντική μεταρρύθμιση που απαιτεί συναίνεση στις βασικές της αρχές είναι το κοινωνικό κράτος
Τα τελευταία 40 χρόνια η χώρα υπό το βάρος του πολιτικού κόστους και του πελατειακού συστήματος, μοίραζε αφειδώς προνόμια που τα βάφτιζε «κοινωνικό κράτος».
Το κεντρικό δίλημμα στο οποίο όλοι συμφωνούν ότι πρέπει να απαντήσουμε είναι απλό: Οι ανάγκες αυξάνονται, ενώ η διαθέσιμη χρηματοδότηση μειώνεται. Με ποιον τρόπο τα λιγότερα διαθέσιμα χρήματα θα μπορούν αποδίδουν περισσότερο έργο;
Η κρίση έχει αλλάξει τη ζωή των ανθρώπων και τη σύνθεση της ελληνικής κοινωνίας. Η μεγάλη και ευημερούσα μεσαία τάξη συρρικνώθηκε απότομα, ενώ οι ομάδες αποκλεισμένων μεγαλώνουν καθημερινά.
Χρειάζεται πολύ διαφορετικός πολιτικός σχεδιασμός σε σχέση με το παρελθόν. Η Πολιτεία οφείλει να προσφέρει ίσες ευκαιρίες και δυνατότητες σε όλους, αλλά να εστιάζει την παρέμβασή της πρώτα στους μη προνομιούχους, ώστε να δοθεί η δυνατότητα ένταξης και μετά στις υπόλοιπες ομάδες του πληθυσμού. Οι οικονομικοί πόροι είναι περιορισμένοι και σε αυτή τη μεταβατική φάση πρέπει να έχουν πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα μακριά από τις πελατειακές λογικές που ακόμα επικρατούν.
Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να γίνει σαφές ότι τα δημόσια αγαθά δεν είναι δωρεάν. Το κόστος τους επιβαρύνει το σύνολο της κοινωνίας.
Τα δημόσια αγαθά δεν ανήκουν σε αυτούς που φέρουν την ευθύνη παραγωγής και διανομής τους, αλλά στο σύνολο του ελληνικού λαού.
Τα δικαιώματα δεν υφίστανται εν κενώ αλλά συνδέονται με υποχρεώσεις, που ο καθένας από εμάς φέρει ως πολίτης.
Πολίτης όμως, που ζει σε κλίμα ανασφάλειας και φόβου, με τη δαμόκλειο σπάθη της απόλυσης, της ανεργίας και της μείωσης του εισοδήματος και της σύνταξής του να επικρέμεται, δεν είναι ελεύθερος πολίτης. Εκεί όπου υπάρχει φόβος και ανασφάλεια δεν υπάρχει ψύχραιμη κρίση.
Κάθε ευρώ στο κοινωνικό κράτος πρέπει να αφορά πρωτίστως ένα δίκτυ δημογραφικής ασφάλειας και αξιοπρεπούς διαβίωσης.
Οι απαντήσεις ποικίλουν, άλλα συναινούν στην παραδοχή ότι το θέμα της κοινωνικής συνοχής απαιτεί στην Ελλάδα επείγουσα και σε βάθος επανεξέταση. Ο λόγος είναι ότι η κοινωνική προστασία είναι το μεγαλύτερο και πιο δαπανηρό τμήμα του κράτους.
Οι αναγκαίες αλλαγές στο πυρήνα της Δημόσιας Διοίκησης
Στο 2014 για να εξηγήσουμε την ελληνική δημόσια διοίκηση πρέπει να γυρίσουμε στο 1651 και τον Χόμπς με το περίφημο έργο του Λεβιάθαν. Δεν θα χρειαστούμε γνώσεις και μεθοδολογικά εργαλεία απαιτητικά, αρκεί μόνο να μεταφέρουμε την εικόνα της χομπσιανής κοινωνίας του πολέμου όλων εναντίον όλων, που υπάρχει στο ελληνικό δημόσιο.
Αυτή η εικόνα απεικονίζεται καθημερινά μέσα από την ελληνική δημόσια διοίκηση και όλοι συμφωνούν ότι πρέπει να εργάζονται οι καλύτεροι και οι πιο άξιοι.
Υπάρχει ευρεία αποδοχή της αξιολόγησης,
ευρεία αποδοχή για τον εξορθολογισμό του μεγέθους του ελληνικού δημοσίου,
ευρεία αποδοχή του συνεπαγόμενου τεράστιου μεγέθους της ελληνικής έντυπης γραφειοκρατίας που συνιστούν βάρος,
ευρεία αποδοχή το άνοιγμα της διοίκησης σε στελέχη του ιδιωτικού τομέα.
Υπό αυτό το πρίσμα και χωρίς κοινωνικούς και ταξικούς αφορισμούς διχασμού της κοινωνίας ανάμεσα σε εργαζόμενους στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, με ίδιο πλαίσιο , κίνητρα και αξιολόγηση, η ελληνική δημόσια διοίκηση μπορεί να αλλάξει άρδην.
Οι τομείς - προτεραιότητες ανάπτυξης της χώρας & η χρηματοδότησή τους
Ας συμφωνήσουμε που και πως θα προσελκύσουμε επενδύσεις δηλ. ΔΟΥΛΕΙΕΣ.
Στη σύγχρονη εποχή καμία χώρα, ακόμα και εκείνες που διαθέτουν πλεονέκτημα επειδή διαθέτουν πλούσιο υπέδαφος ή εταιρίες υψηλής τεχνολογίας, δεν μένει απαθής στην ανάδειξη νέων αναπτυξιακών ευκαιριών και αυτό γιατί μία χώρα η οποία δεν επενδύει δεν αναπτύσσεται.
Η Ελλάδα παραδοσιακά διαθέτει συγκεκριμένους τομείς προνομιακής οικονομικής ανάπτυξης και προσέλκυσης επενδύσεων:
Τουρισμό,
Ναυτιλία,
Πολιτισμό,
Αγροτικό τομέα,
Βιομηχανία τροφίμων,
Ενέργεια,
Είναι οι τομείς για τους οποίους έχουν διατυπωθεί συγκεκριμένες προτάσεις για υποδομές και κίνητρα ανάπτυξης τους.
Είναι όμως κοινό αποδεκτό ότι ο βασικότερος συντελεστής οικονομικής ανάπτυξης είναι ο άνθρωπος και η επένδυση στον άνθρωπο θα γεννήσει τομείς ανάπτυξης που σήμερα δεν τους φανταζόμαστε...
Όσο και αν προκαλεί θυμηδία λεφτά που περιμένουν για την ανάπτυξη...υπάρχουν!
Αυτό που θα πρέπει να μας προβληματίσει, όμως, είναι ότι ακόμα και προ κρίσης το επίπεδο της επένδυσης στην Ελλάδα ήτανε πολύ περιορισμένο σε σχέση με αυτό που θα ήταν σε άλλες χώρες.
Στο σημείο αυτό είναι που οι αριθμοί αρχίζουν να λειτουργούν από μόνοι τους ως συναινετικοί μαγνήτες. Αν αποφασίσουμε τους τομείς, τότε το ΕΣΠΑ, οι ιδιωτικοποιήσεις και οι νέες επενδύσεις που θα έρθουν ως αποτέλεσμα της μεγάλης αλλαγής αλλά και των μικρών επιμέρους αλλαγών στη χώρας, θα τροφοδοτήσουν αυτό που όλοι λένε 'ανάπτυξη'. Αυτό ως προς το δικό μας εθνικό σκέλος.
Υπάρχει, όμως, ευρύτατος χώρος και περιθώριο δημιουργίας επενδυτικών ιμάντων σε διεθνές επίπεδο, αρκεί η χώρα να γίνει πόλος έλξης επενδύσεων, γιατί οι ευρωπαϊκοί πόροι από μόνοι τους προφανώς δεν αρκούν. Μόνο με την προσέλκυση ξένων κεφαλαίων, μπορούμε να επιτύχουμε την δραματική αύξηση των επενδύσεων που χρειάζεται η χώρα μας.
Στη μάχη αυτή των επενδύσεων σημαίνοντα ρόλο πρέπει να παίξουν:
Οι Ελληνικές Τράπεζες και οι αντίστοιχοι Ευρωπαϊκοί Θεσμοί
Η ΕΚΤ και
Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων
Πρέπει να στηρίξουν την ελληνική οικονομία, να αποκτήσουν μεγαλύτερη ευελιξία στη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων, ενώ και η ΕΚΤ από μέρους της πρέπει να δεσμευθεί ότι πέρα από τη νομισματική πολιτική θα βάλει μέσα στους στόχους της και τη στήριξη των οικονομιών που πλήττονται ραγδαία. Και αυτό είναι ένα σημαντικό στοίχημα των ευρωπαϊκών κομμάτων και των θέσεων τους ενόψει των ευρωεκλογών.
Κανείς δεν πρόκειται και -αυτό το γνωρίζουν και το αποδέχονται όλοι - να δώσει χρήματα σε μία οικονομία που δεν τα αναζητά μέσα από τις αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές που είναι διατεθειμένη να κάνει.
Η ανάπτυξη χρειάζεται ευλυγισία. Βασικούς κανόνες υπό την κρατική επίβλεψη ως κατώφλι κάτω από το οποίο δεν θα επιτρέπεται να περάσει κανείς, ελευθερία επιλογής από εργαζόμενους και εργοδότες, κίνητρα, επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο, δικαιοσύνη και σταθερότητα στους κρίσιμους τομείς που επηρεάζουν τις ευαίσθητες και καραδοκούσες αγορές, ουσιαστική αποκέντρωση πόρων και αποφάσεων.
Συμπέρασμα
Ένα μικρό φως αχνοφαίνεται στην έξοδο του τούνελ για τη χώρα, Αυτό προς το παρόν δεν αφορά τους πολίτες. Αυτό που χρειαζόμαστε τώρα για να μη προσφέρουμε θετική αλλαγή στους πολίτες είναι ένα μίτος, που με ασφάλεια μετά τη μάχη θα μας οδηγήσει στο επόμενο βήμα.
Η ιδεοληψία ευθύνεται για πολλά από αυτά που πληρώσαμε με βαρύ τίμημα ως κοινωνία, η ανάγκη είναι πολλές φορές η αιτία για όσα έπρεπε να πληρώσουμε.
Αυτό το δίπολο τέλειωσε.
Τώρα, η χώρα ανεξαρτήτως κομματικών επιλογών και ιδεολογικών προσεγγίσεων, έχει τη μεγάλη ευκαιρία να συντονίσει πολίτες, φορείς και κόμματα υπό την αναγκαία συναίνεση ενός εθνικού σχεδίου ανασυγκρότησης. Ενός δικού μας ελληνικού σχεδίου.
Το πιο δύσκολο και απαιτητικό κομμάτι είναι οι μεταρρυθμίσεις που πρέπει να κάνουμε εμείς μόνοι μας. Είναι εκεί που εμείς πρέπει να αντιμετωπίσουμε τη χώρα μας και τους εαυτούς μας. Γιατί στο τέλος το συμπέρασμα είναι ότι το υποκείμενο είμαστε πρώτα εμείς και μετά όλοι οι άλλοι.