Saturday, 04 May 2024

art-2

 

Τα άρθρα Μελών και Φίλων της Παρέμβασης, όπως δημοσιεύτηκαν στον ελληνικό και διεθνή τύπο.

Για να δείτε τα άρθρα ανά συγγραφέα, πατήστε εδώ .

 

 

 

 

 

ΔΙΕΡΕΥΝΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΔΥΣΜΟΡΦΙΑ, ΤΗΝ ΑΠΟΑΝΑΠΤΥΞΗ , ΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ ,ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΕΝΩΣΗ και ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΥΝΑΜΙΚΗ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Όσο περισσότερο μελετά και εμβαθύνει κανείς το πλούσιο συγγραφικό έργο του Κ. Βεργόπουλου, τόσο πιο ξεκάθαρα κατανοεί το βάθος, την επιστημονική εγκυρότητα και τη συνέπεια της μεθοδολογικής του προσέγγισης. Η πρωτοποριακή αυτή και σύνθετη μεθοδολογική διερεύνηση των κοινωνικο-οικονομικών προβλημάτων, τοποθέτησε την οικονομική σκέψη του Κ. Βεργόπουλου στα αναλυτικά εργαλεία της Κλασικής Πολιτικής Οικονομίας, στην Μαρξιστική σκέψη καθώς και στα πορίσματα της Γενικής Θεωρίας του J.M.Keynes. Γι΄ αυτό ακριβώς ο Κ. Βεργόπουλος ήταν πεισματικά αρνητικός στην αποδοχή του ορισμού της οικονομικής επιστήμης ως Economics, θεωρώντας την ως γνήσια κοινωνική επιστήμη που κρύβει την « γοητεία» της στην κεντρική της επιδίωξη της δυναμικής ικανοποίησης των κοινωνικών αναγκών. Αυτές οι εννοιολογικές και μεθοδολογικές προϋποθέσεις, προσέδωσαν στο έργο του Κ. Βεργόπουλου υψηλό επιστημονικό ήθος, με την έννοια των πρωτοποριακών και μεθοδολογικά αυστηρών αναλύσεων του, τόσο για την διεθνή και την ευρωπαϊκή, όσο και για την ελληνική οικονομία.

ΔΥΣΜΟΡΦΙΑ

Ο Βεργόπουλος εμφανίζεται στο δημόσιο χώρο της Ελληνικής Σκηνής στα μέσα της δεκαετίας του 1970 με δύο μελέτες, το «Δύσμορφο καπιταλισμό», και το « Αγροτικό Ζήτημα της Ελλάδος» . Και οι δύο μελέτες αποτέλεσαν πρωτοποριακές και διεισδυτικές αναλυτικές ερμηνείες, οι οποίες αν και προκάλεσαν , στην αρχή, πολλές αντιρρήσεις, εντούτοις συνέβαλαν σημαντικά στον εμπλουτισμό του τρόπου διερεύνησης και κατανόησης των εξελίξεων του κοινωνικού σχηματισμού στην Ελλάδα.
Η πρώτη μελέτη, αποτελεί μια θεωρητική διερεύνηση δύο εννοιών: της έννοιας της δυσμορφίας όπως αυτή εμφανίζεται στο καπιταλιστικό σύστημα και παράλληλα της έννοιας του απρόσωπου κοινωνικού μηχανήματος.
Η δυσμορφία αντιτίθεται τόσο στην ιδέα της κανονικότητας όσο και στην ιδέα της ταυτότητας. Από την άποψη αυτή, η καθαρότητα αποτελεί κάτι το αδύνατο και το ανώφελο: η κίνηση της πραγματικότητας είναι σύμφυτη με τη διαρκή νόθευσή της. Και τούτο διαπιστώνεται τόσο μέσα στις υπάρχουσες κοινωνικές σχέσεις, όσο – και κυρίως- στο επίπεδο των θεωρουμένων ως «νόμων» και «τάσεων» του συστήματος. Οι παρεκκλίσεις πάνω στο κοινωνικό σώμα του κεφαλαίου δημιουργούν νησίδες που επιδέχονται δύο διαφορετικές αναγνώσεις: αφ' ενός οι νησίδες ερμηνεύονται σαν «καινούργια σύνορα» προς κατάκτηση , αφ' ετέρου αποκρυπτογραφόνται σαν σημεία ρήξης των διαφορικών σχέσεων που συγκροτούν το κεντρικό σώμα του κεφαλαίου. Και οι δύο ερμηνείες, μολονότι αντιτίθενται αναμεταξύ τους, έχουν ως κοινό στοιχείο τη διάγνωση της εξωτερικότητας του παρεκλίνοντος χώρου, σε σχέση με την κανονικότητα του κεντρικού πεδίου: η πρώτη ερμηνεία εντοπίζει τα «όρια» προκειμένου να τα υπερβεί, όχι υπό την έννοια της κατάργησης – αφομοίωσης, αλλά υπό την έννοια της λειτουργικής υπαγωγής- αναγωγής στο σύστημα κάθε εξωτερικότητας. Αντίθετα, η δεύτερη ερμηνεία υπογραμμίζει την εξωτερικότητα, προκειμένου να θεμελιώσει επάνω της την ιδέα της μετατροπής ολοκλήρου του κοινωνικού σώματος. Ο Βεργόπουλος είναι υπέρμαχος της δεύτερης. Το κεφάλαιο αναπτύσσεται μόνον αναπτύσσοντας τις ανισότητες, τις ανισομέρειες, τις δυσμορφίες. Ο καπιταλισμός είναι εξ ορισμού δύσμορφος.
Η δεύτερη έννοια του απρόσωπου κοινωνικού μηχανήματος, που απλά σημαίνει καπιταλισμός χωρίς καπιταλιστές, εξάγεται ως συμπέρασμα από τη θεωρητική διερεύνηση της ενσωμάτωσης του γεωργικού τομέα στον σύγχρονο καπιταλισμό. Η διατήρηση σε μεγάλη κλίμακα της μικρής αγροτικής παραγωγής δεν αποτελεί ένα προκαπιταλιστικό υπόλειμμα, όπως υποστηρίζεται από πολλές θεωρητικές οπτικές, αλλά μια μορφή αναπαραγόμενη από το σύγχρονο καπιταλισμό προκειμένου να αποφευχθεί η συνέχιση της παραγωγής γαιπροσόδου, λόγο της στενότητας του εδάφους , και της καταβολής της σε ορισμένους καπιταλιστές που μοιραία θα έπαιρναν τη θέση των γαιοκτημόνων.
Η διαφοροποιημένη ενσωμάτωση της γεωργίας από το «κλασικό υπόδειγμα» του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής φανερώνει το πόσο λειτουργικά αναγκαία είναι η ανομοιομορφία στο κοινωνικό σώμα του κεφαλαίου.

ΑΠΟ-ΑΝΑΠΤΥΞΗ

Tη σύνθετη μεθοδολογική του προσέγγιση και επιστημονική του αναζήτηση, συναντά κανείς, με ιδιαίτερη επιτυχία, στα βιβλία του «Κράτος και Οικονομική Πολιτική τον 19ο αιώνα» και « Εθνισμός και Οικονομική Ανάπτυξη», στα οποία η σύζευξη της ενδογενούς βιομηχανικής ανάπτυξης με το πνεύμα του εθνισμού της εποχής στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, επιτυγχάνεται με μοναδική διεισδυτική ικανότητα και επιστημονική εγκυρότητα. Σε αντίθεση με την περίοδο αυτή η αντίστοιχη μεταπολεμική περίοδος, δεν χαρακτηρίζεται από ανάλογες προσπάθειες. Αυτό που χαρακτηρίζει τη συγκεκριμένη αναπτυξιακή διαδικασία είναι η «συνδεδεμένη ανάπτυξη». Από το 1960 η ελληνική οικονομία εισήλθε σε έναν κύκλο ευημερίας προσκολλημένη πάνω στον κύκλο της ευρωπαϊκής οικονομικής επέκτασης. Το υπόδειγμα της συνδεδεμένης ανάπτυξης διαφέρει τόσο από το υπόδειγμα του κέντρου – περιφέρειας , όσο και από το αντίστοιχο των ΝΒΧ. Δεν υπάρχει ούτε συμπληρωματικότητα ούτε ανταγωνιστικότητα. Οι λεγόμενοι «άδηλοι πόροι» ήταν αυτοί που συνέδεσαν την ελληνική οικονομία με το διεθνές και ευρωπαϊκό περιβάλλον δημιουργώντας συνθήκες μη εξωτερικού χρηματοδοτικού καταναγκασμού. Η οικονομική μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας κατά τις δεκαετίες του 1960-70 δεν συνδέθηκε με οικονομικές και κοινωνικές πρακτικές κατάλληλες να επιτρέψουν τη δόμηση και τη θεσμοθέτηση πραγματικών εθνικών παραγωγικών συστημάτων. Με αποτέλεσμα το ελληνικό παραγωγικό σύστημα να είναι α-συνεχές, προβληματικό και βαρύτατα υποθηκευμένο . Στη μελέτη του «Από-ανάπτυξη σήμερα», ουσιαστικά ο Κ. Βεργόπουλος έδειξε με σαφήνεια τις δυσμενείς μελλοντικές εξελίξεις που συντελέστηκαν και συντελούνται μέχρι σήμερα στην ελληνική οικονομία . Στη μεταγενέστερη μελέτη του : «Η Αρπαγή του Πλούτου», παραμένει βασική προκείμενη της σκέψης του , «Η συνδεδεμένη ανάπτυξη» με τη διαφορά ότι τη θέση των άδηλων πόρων καταλαμβάνει ουσιαστικά το δάνειο χρήμα.

ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ

Ο Κ. Βεργόπουλος συγκαταλέγεται στους πρώτους, μεταξύ των Ελλήνων διανοητών, που εισήγαγε στον διάλογο στην χώρα μας, την περίφημη αυτονόμηση της νομισματικής σφαίρας από Πολιτική και από την πραγματική οικονομία, με την επακόλουθη εξάπλωση του λεγόμενου χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού.
Στις παλαιότερες χρονικές περιόδους , πριν το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά και την πρώτη δεκαετία της μεταπολεμικής περιόδου η χρηματοπιστωτική σφαίρα αντιμετωπιζόταν ως το λιπαντικό που ήταν απαραίτητο στην εξυπηρέτηση των αναγκών της παραγωγής. Παρόλα αυτά υπήρχε η τάση σχετικής αυτονόμησής της και τη δημιουργία κερδοσκοπικών υπερβολών στα τελευταία στάδια της ανόδου του οικονομικού κύκλου. Κατά κανόνα , τα επεισόδια αυτά είχαν σύντομη διάρκεια και δεν επέφεραν μακροχρόνιες επιπτώσεις στη δομή και τη λειτουργία της οικονομίας.
Τα τελευταία χρόνια , όμως , κυρίως στις αναπτυγμένες χώρες της Δύσης, παρατηρείται ένας δομικός μετασχηματισμός στην ίδια τη διαδικασία συσσώρευσης του κεφαλαίου με την έννοια ότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας τείνει να αυτονομηθεί από την παραγωγή και από κυριαρχούμενος να μετατραπεί σε κυρίαρχο. Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τη νέα συγκρότηση της παγκόσμιας οικονομικής τάξης υπό την καθοδήγηση του νέου χρηματιστικού κεφαλαίου, το οποίο τείνει να επιβληθεί στον πραγματικό τομέα της οικονομίας ,δηλαδή στην παραγωγή, στην απασχόληση, στους μισθούς και στην κατανομή του παραγόμενου πλούτου, καθορίζοντας σε μεγάλο ποσοστό τη λειτουργία τους. Το χρηματιστικό κεφάλαιο αντιστοιχεί στο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, όταν αυτό το τελευταίο υπερισχύει σε οποιαδήποτε ιστορική συγκυρία ,έναντι του παραγωγικού κεφαλαίου. Όταν δηλαδή οι διαμεσολαβούμενες από το χρηματοπιστωτικό σύστημα και τους οιονεί χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, πιστώσεις (κλασσικές ή νέας μορφής) δεν κατευθύνονται στην εξυπηρέτηση των αναγκών της πραγματικής οικονομίας, αλλά αυτονομούμενες από αυτές, καθίστανται αυτάρκεις μορφές «επενδυτικής τοποθέτησης» στην υπηρεσία εξυπηρέτησης των ίδιων συμφερόντων των κοινωνικών ομάδων που τις κατέχουν .
Το χρηματιστικό κεφάλαιο δεν αποτελεί απλή «συγχώνευση» του τραπεζικού κεφαλαίου με το αντίστοιχο βιομηχανικό. Αντιθέτως ,το φαινόμενο αυτό σηματοδοτεί την οριστική ,στην ιστορική περίοδο που διάγουμε , κατίσχυση των χρηματικών προδιαγραφών πάνω στις οικονομικές και παραγωγικές ...με την επικράτηση της εισοδηματικής λογικής εις βάρος της παραγωγικής ,του χρήματος ...εις βάρος της οικονομίας. Το χρηματιστικό κεφάλαιο δεν σηματοδοτεί τόσο έναν ιδιαίτερο τρόπο παραγωγής «καθαρού εισοδήματος», όσο κυρίως έναν τρόπο συγκέντρωσης και οικειοποίησης του ήδη διαθέσιμου εισοδήματος.
Παράλληλα παρατηρούμε ότι οι σημερινές μορφές χρηματιστικής συσσώρευσης δεν επαναδιοχετεύουν τον παραγόμενο πλούτο στην οικονομία ώστε να συνεχίζει να λειτουργεί αναπόσπαστο ένα σύστημα διευρυμένης αναπαραγωγής , αλλά τον αποσπούν μονόπλευρα από τη σφαίρα της παραγωγής και τον εναποθέτουν στην χρηματοπιστωτική, δηλαδή σε αυτήν που χωρίς να παράγει συντηρείται από τις παραγωγικές δυνατότητες της πρώτης». Το χρηματιστικό κεφάλαιο και ο συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιείται ,παραγόμενο και αναπαραγόμενο ,στη σημερινή παγκόσμια αλλά και ελληνική συγκυρία ,παράγει ασύγκριτα περισσότερες εισοδηματικές προσόδους που εκτρέφουν αργούντες αποταμιευτές ,εισοδηματίες και χρηματιστηριακούς κερδοσκόπους απ' ότι παραγωγικά επιχειρηματικά εισοδήματα και εργατικούς μισθούς . Διαπιστώνεται λοιπόν μια μεγάλη μεταφορά κεφαλαίου από τους άμεσα παραγωγικούς τομείς στους χρηματοπιστωτικούς. Ο λόγος που πραγματοποιείται αυτή η μεταφορά , θα πρέπει να αναζητηθεί στην αδυναμία διεύρυνσης της παραγωγής. Στις δυσκολίες δηλαδή που συναντά το Κεφάλαιο να διευρύνει την αναπαραγωγή του. Δηλαδή χρειάζεται να οδηγηθούμε στο κεντρικό σημείο της καπιταλιστικής συσσώρευσης ή στη διαδικασία αποταμίευσης – επένδυσης στην καρδιά της καπιταλιστικής οικονομίας.

Η ΕΥΡΩΠΗ

Αναφορά για την Ευρώπη γίνεται σχεδόν σε όλα τις μελέτες του . Υπάρχουν όμως δύο μελέτες ειδικά αφιερωμένες σε αυτό το θέμα: «Ποιος φοβάται την Ευρώπη ;»(2000) και η «Η ανάρμοστη σχέση: Ελλάδα - Ευρώπη» ( 2012) . Η προσοχή του για τα ευρωπαϊκά και ελληνοευρωπαϊκά θέματα είναι απόρροια όχι μόνο της σημασίας τους, αλλά επίσης του βαθμού ευρωπαϊκής συνείδησης. Ο Βεργόπουλος είναι γνήσιο τέκνο του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Μάλιστα, της πιο ενδιαφέρουσας συνιστώσας αυτού του μοναδικού φαινομένου (το οποίο, δυστυχώς, με το χρόνο κατάντησε συνώνυμο του «εργαλειακού ορθολογισμού», της «φιλοσοφίας της ιστορίας», του «στείρου νομικισμού»), της υλιστικής κριτικής σκέψης, η οποία οραματίζεται συνεχώς την ανοικτή και ελεύθερη δημοκρατική κοινωνία, χωρίς προκαθορισμένα ντετερμινιστικά όρια και θέσεις περί τέλους της ιστορίας.
Είναι Ευρωπαίος πολίτης, καθόσον υπερασπίζεται τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, αλλά κυρίως τη δημοκρατία και το σύμφυτο με αυτήν κοινωνικό κράτος. Οι κριτικές του τοποθετήσεις για το εγχείρημα της νομισματικής και οικονομικής ενοποίησης των ευρωπαϊκών χωρών προέρχονται από τη μοναδική ευρωπαϊκή οπτική του, για την οποία νοιάζεται περισσότερο από όλους τους υποτιθέμενους ευρωπαϊστές, που στην ευρωπαϊκή ενοποίηση δεν βλέπουν παρά μόνο μία ακόμη ευκαιρία να μεγιστοποιήσουν τα οφέλη των ισχυρών.
Το πρόγραμμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, όσο ιδεαλιστικό και αν ήταν, κατευθυνόταν πάντοτε από την κορυφή προς τη βάση. Οι ευρωπαϊκές πολιτικές ελίτ πάντοτε λειτουργούσαν στα μουλωχτά, παρακάμπτοντας τους ευρωπαϊκούς λαούς. Σήμερα όμως τα πράγματα έχουν χειροτερεύσει: το έλλειμμα δημοκρατίας, ενδυνάμωση της τεχνοκρατικής διακυβέρνησης, η παράκαμψη των δημοκρατικών διαδικασιών, η επιβολή πολιτικών που οδηγούν σε γενικευμένη φτωχοποίηση, οδηγούν μοιραία στην άνοδο της ακροδεξιάς.
Ο Βεργόπουλος από πολύ νωρίς ήταν μεταξύ εκείνων που είχαν επισημάνει τον αντινομικό χαρακτήρα του κοινού νομίσματος, με τη μέχρι σήμερα δομή του, και τις σαρωτικές συνέπειες για τις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας και όχι μόνο. Η αρχιτεκτονική του ευρώ, από την ιδρυτική του πράξη, δεν του επέτρεπε να διασφαλίζει το ρόλο που παίζουν όλα τα υπόλοιπα νομίσματα παγκοσμίως. Οι παράδοξες δεσμεύσεις πάνω στις οποίες χτίστηκε το ευρώ αντί να προστατεύουν τις χώρες-μέλη από τις οικονομικές κρίσεις, τις αφήνουν απροστάτευτες, δυσκολεύοντας περαιτέρω την κατάστασή τους. Ο ρόλος της ΕΚΤ, η έλλειψη αναδιανεμητικών μηχανισμών, ο δραματικός περιορισμός των εργαλείων μακροοικονομικής πολιτικής στην Ευρωζώνη εκθέτουν τις οικονομίες των χωρών που είναι απροστάτευτες στις εξωτερικές ή εσωτερικές διαταράξεις. Σήμερα όλα είναι φανερά και πάνω στο τραπέζι. Οι ελλείψεις και οι θεσμικές αδυναμίες του ευρώ διακρίνονται πλέον διά γυμνού οφθαλμού.
Η οικονομική και νομισματική ένωση της Ε.Ε. ήταν ένα μέσο προς επίτευξη ενός σκοπού, όχι αυτοσκοπός. Η Ευρώπη βεβαίως έχει ανάγκη από διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, αλλά όχι μέσω λιτότητας. Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στις θεσμικές διευθετήσεις της Ευρωζώνης και όχι οι μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό των κρατών είναι εκείνες που θα έχουν το μέγιστο αποτέλεσμα.
Αυτό που δεν θα έχει αποτελέσματα, τουλάχιστον για τις περισσότερες από τις χώρες της Ευρωζώνης, είναι η εσωτερική υποτίμηση που σε συνδυασμό με τη λιτότητα είναι ένας τοξικός συνδυασμός.
Ο Βεργόπουλος αναλύει ακόμη την αυξανόμενη αντιπαλότητα μεταξύ των ευρωπαϊκών εθνών. Έπειτα από συνοπτική ανασκόπηση την περίοδο του 1930, υποστηρίζει ότι η ευρωπαϊκή ενοποίηση ήταν, και είναι, μεγάλη πολιτική ιδέα. Αλλά αντί να ενισχύσει την αλληλεγγύη εντός της Ευρώπης, σπέρνει τη διχόνοια ανάμεσα στις χώρες. Με την επέκταση των πολιτικών λιτότητας και ύφεσης στην Ευρώπη, διαμορφώνεται μοιραία πλαίσιο οξυνόμενης αντιπαλότητας μεταξύ των εθνών, που εξωθεί σε επιθετικές «εθνικές λύσεις» εις βάρος των συνεταιριστικών. Η Γερμανία διαχειρίζεται την Ευρωζώνη ως επαρχία της. Ήδη η συνοχή μεταξύ των εθνών της Ευρώπης έχει διαρραγεί και είναι άγνωστο αν θα επουλωθούν οι πληγές στο προσεχές μέλλον.

ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΥΝΑΜΙΚΗ

Η πραγματικότητα, για τον Κ. Βεργόπουλο, παραμένοντας πάντα εξαιρετικά εύπλαστη, δεν διαμορφώνεται από θεωρίες και εξωπραγματικές παραδοχές αλλά από ανεξέλεγκτες κοινωνικές βαρύτητες, οι οποίες αναβλύζουν όχι από τους πίδακες της εξουσίας αλλά από τους πίδακες της κοινωνικής δυναμικής, η οποία στην ανάπτυξη της αποκτά πρόσθετα χαρακτηριστικά συστημικού δυναμισμού. Η ανάλυση αυτή οδήγησε τον Κ. Βεργόπουλο στην τεκμηρίωση της άποψης ότι μόνο η αυτογνωσία της κοινωνίας, δηλαδή μίας κοινωνίας που μπορεί να γνωρίζει τον εαυτόν της, μπορεί να προκαλέσει τις απαραίτητες κοινωνικές διεργασίες που θα ωθήσουν τις εξελίξεις προς τα εμπρός, θεωρώντας ότι οι εξουσίες αποκομμένες από την κοινωνία αποτελούν φραγμό ή αποπροσανατολισμό σε κάθε εξέλιξη.
Το χρήμα, οι τράπεζες , τα χρηματιστήρια θριαμβεύουν, οι κοινωνίες συντρίβονται, οι κοινωνικοί αποκλεισμοί πολλαπλασιάζονται. Οι νέοι, είναι τα κατ' εξοχήν θύματα της κρίσης. Τι μέλλον προετοιμάζεται χωρίς αυτούς, που είναι φορείς της παραγωγικής εργασίας και της κοινωνικής συνοχής, των ιδεών, πρωτοβουλιών, καινοτομιών για ένα καλύτερο αύριο , αναρωτιέται ο Κ. Βεργόπουλος («Το Μαύρο και το Κόκκινο. Η χαμένη γενιά Ελλάδα- Ευρώπη»). Απαντά : κοινωνίες που δεν ενσωματώνουν, αλλά αποκλείουν, δεν έχουν μέλλον. Όσο περισσότερα τα νεανικά θύματα της επιτάχυνσης προς τον «άγριο καπιταλισμό», τόσο πιο βέβαιη και σαρωτική η απείθειά τους. Εάν η νέα γενιά είναι σήμερα χαμένη, περισσότερο χαμένη είναι η κοινωνία που την θυσιάζει.
Η πιο πρόσφατη απόδειξη, κατά τον Κ. Βεργόπουλο, αυτής της θεμελιώδους παρατήρησης αποτελούσε και αποτελεί η υιοθέτηση των Μνημονίων στην Ελλάδα, τα οποία παράλληλα με την ασκούμενη μνημονιακή πολιτική επιδόθηκαν και επιδίδονται στον επιμελή αποπροσανατολισμό της κοινωνίας, με κεντρικό στόχο την απονεύρωση της κοινωνικής της δυναμικής.
Στις συνθήκες αυτές που συντελούνται στην χώρα μας, το ερώτημα που προκύπτει είναι «που και γιατί κανείς να ελπίζει;». Ο Κ. Βεργόπουλος στο βιβλίο του « Μετά το τέλος: Η οικονομία της καταστροφής και η επόμενη ημέρα», απαντά, ότι μπορεί να ελπίζει σε μια νέα κοινωνική δυναμική, όσο και εάν σήμερα κάτι τέτοιο, όπως έλεγε, εμφανίζεται ως ανέφικτο, απλά γιατί είναι οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά και πολιτισμικά αναγκαίο.
Στο σημείο αυτό φανερώνεται η αδάμαστη πίστη του Κ. Βεργόπουλου στις δυνατότητες της κοινωνίας. Με τις σκέψεις αυτές ο Βεργόπουλος παραμένει αμετανόητος εραστής της δυναμικής της κοινωνίας. Μόνο η αυτογνωσία της κοινωνίας , μιας κοινωνίας δηλαδή που μπορεί να γνωρίζει τον εαυτό της, μπορεί να προκαλέσει τις απαραίτητες κοινωνικές διεργασίες που θα σπρώξουν τα πράγματα μπροστά. Οι εξουσίες από πάνω , αποτελούν φραγμούς σε όποια ανθρώπινη εξέλιξη. Ήταν τόσο μεγάλη η πίστη του στη δυναμική της κοινωνίας που αρνιόταν δημοσίως να αναγνωρίσει, παρότι το γνώριζε και το παραδεχόταν σε ιδιωτικές συζητήσεις , ότι αυτή η αναγκαιότητα της νέας κοινωνικής συνείδησης μπορεί να δημιουργηθεί μέσα από μια μεγάλη καταστροφή.
Κλείνουμε τη μικρή αναφορά μας στον Κ. Βεργόπουλο παραθέτοντας ένα πολύ μικρό απόσπασμα του από το αυτοβιογραφικό του έργο «Οι Αμετανόητοι»
Γράφει, λοιπόν, ο ίδιος : « Αυτονόητη μου φαίνεται η διευκρίνιση ότι το ταξίδι μου στον χρόνο των πέντε τελευταίων δεκαετιών, το εβίωσα ως μια συναρπαστική περιπέτεια, με πιστότητα έναντι των αδικημένων, των καταπιεσμένων και των μονίμως ηττημένων, με αναπόφευκτες περιοδικές εξάρσεις χωρίς επαύριο, με μόνιμη φιλοσοφική και ιστορική μελαγχολία, αλλ' οπωσδήποτε χωρίς την παραμικρή πικρία από υποθετικά ραντεβού με την ιστορία, που ποτέ δεν πραγματοποιήθηκαν. Από πολύ ενωρίς έχω αποδεχθεί ότι τα «αυθεντικά γεγονότα» προκύπτουν μπροστά μας πάντοτε απρόβλεπτα, κανένα από αυτά δεν προγραμματίζεται, ούτε μπορεί εκ των προτέρων να διοργανωθεί, ούτε, ακόμη λιγότερο, να ποδηγετηθεί. Η ικανοποίησή μου από τον απολογισμό των πέντε τελευταίων δεκαετιών είναι κατά βάση προσωπική: έζησα την «τρέλα» μου, σε αυτήν εγκαταστάθηκα, μέχρι σήμερα και παραμένω και αυτό μου αρκεί».

*Εισήγηση του Κώστα Μελά στο πλαίσιο της εκδήλωσης προς τιμήν του Κώστα Βεργόπουλου (26/11/2018). 

Κεντροαριστερές; ακροβασίες

Η στήριξη Ευρωπαίων αξιωματούχων και Σοσιαλδημοκρατών προς τον Αλέξη Τσίπρα έχει προκαλέσει σύγχυση στην Κεντροαριστερά του τόπου μας, καθώς δεν συμβιβάζεται με το «αφήγημά» της που θέλει τον ΣΥΡΙΖΑ επικίνδυνο για τη δημοκρατία, ούτε προοδευτικό ούτε φιλοευρωπαϊκό.

Ετσι, αντί να προβληματιστεί αν «ο γιαλός είναι στραβός ή αυτή στραβά αρμενίζει», μετέρχεται απίθανες ακροβασίες για να πείσει πως κακώς η Ευρώπη στηρίζει τον Τσίπρα. Δυστυχώς δε στην εκστρατεία αυτή συμμετέχουν πρόσωπα που στην επιστημονική και πολιτική τους σταδιοδρομία διακρίνονται από σοβαρότητα και μέτρο.

Ενα τέτοιο άρθρο, με αφορμή την πρόσκληση Τσίπρα στο συνέδριο του SPD, δημοσίευσε ο καθηγητής Παναγιώτης Ιωακειμίδης («Τα Νέα», 19/11), ένας από τους πλέον ειδήμονες σε ευρωπαϊκά θέματα στη χώρα μας. Αξίζει νομίζω να σχολιαστεί.

Ο αρθρογράφος παραθέτει τρεις λόγους για τους οποίους οι Ευρωπαίοι Σοσιαλδημοκράτες δεν θα έπρεπε να «εναγκαλίζονται» τον Τσίπρα:

Πρώτον, επειδή, λέει, δεν είναι Σοσιαλδημοκράτης. Ομως ούτε ο Τσίπρας ισχυρίζεται κάτι τέτοιο ούτε οι Γερμανοί τον κάλεσαν ως Σοσιαλδημοκράτη. Να υποθέσω πως ο αρθρογράφος απορρίπτει τον διάλογο με άλλες δυνάμεις της Αριστεράς; Αλλά, προσθέτει, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να είναι συνομιλητής των Σοσιαλδημοκρατών επειδή εφαρμόζει πολιτική λιτότητας. Εδώ πια πρόκειται για θέατρο του παραλόγου.

Ο Τσίπρας κατηγορείται πως εφαρμόζει τη λιτότητα που επέβαλαν οι δανειστές, με σύμφωνη την ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία (και τον Σοσιαλδημοκράτη Ντάισελμπλουμ σε ρόλο-κλειδί). Και που, όταν προσπάθησε να την αποφύγει, σύσσωμοι -και βέβαια και το ΠΑΣΟΚ,-τον κατήγγειλαν, με τον τότε πρόεδρο του SPD Γκάμπριελ να συναινεί δημόσια στο σχέδιο Σόιμπλε για αποπομπή μας από την ευρωζώνη.

Το ΠΑΣΟΚ όμως, που εφάρμοσε την ίδια και πιο έντονη πολιτική λιτότητας από κοινού με τη Ν.Δ., είναι έγκυρος Σοσιαλδημοκράτης συνομιλητής! Αλλά και, παραδόξως, τα μέτρα που λαμβάνονται σήμερα για να αμβλυνθούν κάπως οι επιπτώσεις της λιτότητας χαρακτηρίζονται περιφρονητικά «επιδοματική» πολιτική (αν και το ΚΙΝ.ΑΛΛ. τα ψηφίζει!).

Ας σοβαρευτούμε. Στο σπίτι του κρεμασμένου δεν μιλάνε για σχοινί. Η προσπάθεια να βγει το ΚΙΝ.ΑΛΛ. «από τα αριστερά» στην κυβέρνηση στην οικονομική πολιτική εν ονόματι της Σοσιαλδημοκρατίας μόνο χαμόγελα προκαλεί.

Δεύτερον, ο ΣΥΡΙΖΑ, λέει ο Ιωακειμίδης, δεν είναι γνήσιο ευρωπαϊκό κόμμα επειδή δεν συμμερίζεται τα ομοσπονδιακά του οράματα (που, παρεμπιπτόντως, είναι και δικά μου). Και όμως δεν αγνοεί πως αρκετά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα δεν υποστηρίζουν το βάθεμα της ολοκλήρωσης. Ο Τσίπρας, χάρη και στις παραδοσιακές ελληνικές θέσεις (στη διαμόρφωση των οποίων έχει συμβάλει και ο Ιωακειμίδης) και στην κληρονομιά της ανανεωτικής Αριστεράς, είναι πολύ πιο «Ευρωπαίος» από πολλούς Ευρωπαίους Σοσιαλδημοκράτες.

Κυρίως όμως ο Τσίπρας είναι «Ευρωπαίος» επειδή πήρε μιαν οργισμένη κοινωνία που την τσάκισαν τα μνημόνια της σημερινής Ευρώπης και την κράτησε σε ευρωπαϊκά μονοπάτια. Σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στις περισσότερες χώρες όπου κυβερνούσαν ή συγκυβερνούσαν Σοσιαλδημοκράτες και όπου η οργή –για πολύ λιγότερα από όσα υπέστησαν οι Ελληνες– οδήγησε στον αντιευρωπαϊσμό και την Ακροδεξιά. Ακόμη, είναι «Ευρωπαίος» επειδή τόλμησε να προχωρήσει σε μια ευρωπαϊκή λύση του Μακεδονικού την ώρα που οι ντόπιοι «Ευρωπαίοι», Δεξιοί και Σοσιαλδημοκράτες, βυθίζονται στον εθνικισμό για μικροκομματικές σκοπιμότητες.

Ομως, ο Τσίπρας δεν είναι, λέει, Ευρωπαίος και επειδή «πολιτικά προσδένει ολοένα και βαθύτερα τη χώρα με τις ΗΠΑ». Από πού προκύπτει; Υποθέτω από τις δηλώσεις Καμμένου στη Ουάσινγκτον περί νέων αμερικανικών βάσεων που ο αρθρογράφος έσπευσε να αποδεχθεί ως αληθείς («Τα Νέα» 12/10/18).

Δηλαδή, οι Ελληνες Σοσιαλδημοκράτες τι λένε; Καταγγέλλουν πως εγκαταστάθηκαν νέες βάσεις και ζητούν να φύγουν; Και απαιτούν από τους Ευρωπαίους συντρόφους τους να μη συνομιλούν με τον Τσίπρα ως υπερβολικά φιλοαμερικανό; Ελεος, αντιιμπεριαλιστές!

Στο τρίτο του επιχείρημα, ο αρθρογράφος θα μπορούσε ίσως να κερδίσει κάποιο ακροατήριο. Οι Σοσιαλδημοκράτες, λέει, δεν θα έπρεπε να καλούν τον Τσίπρα, αφού επέλεξε ως συγκυβερνήτη τον «ακροδεξιό» Καμμένο. Πράγματι, ένας Σοσιαλδημοκράτης δεν θα είναι ευτυχής από τη συμμαχία με τους ΑΝ.ΕΛΛ.

Παρ' όλο που η συνεργασία Σοσιαλδημοκρατών με σκληρά δεξιά κόμματα δεν είναι άγνωστη στην Ευρώπη. Παρ' όλο που δεν είναι βέβαιο πως ο Καμμένος είναι πιο δεξιός από αρκετούς πολιτικούς που φωλιάζουν σε κόμματα που συγκυβερνούν με Σοσιαλδημοκράτες. Παρ' όλο που όλοι θυμούνται τη συνεργασία Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ-ΛΑΟΣ για την κυβέρνηση Παπαδήμου. Παρ' όλο, τέλος, που το ποιος έχει το πάνω χέρι στα μείζονα φάνηκε με το Μακεδονικό, όπου ο μεν Καμμένος παραμερίστηκε, ενώ οι Σαμαράς/Γεωργιάδης επιβλήθηκαν στη Ν.Δ.

Παρά ταύτα, είναι μάλλον βέβαιο πως οι Ευρωπαίοι Σοσιαλδημοκράτες (όπως και όλοι σχεδόν που στηρίζουμε τον Τσίπρα) θεωρούν τη συμμαχία ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛΛ. «παρά φύσιν». Και, λογικά, θα θέτουν το ερώτημα: γιατί η συνεργασία αυτή, που πνέει εξάλλου τα λοίσθια, να μην αντικατασταθεί από μια συμμαχία Αριστεράς-Κεντροαριστεράς που θα απέτρεπε την επιστροφή της Δεξιάς; Α, όχι, απαντά το ΚΙΝ.ΑΛΛ. Στόχος μας είναι η στρατηγική ήττα (βλέπε η συντριβή) του ΣΥΡΙΖΑ.

Που θα επιτευχθεί βέβαια μόνο μέσω μιας κυβέρνησης με κορμό τη Δεξιά, καταλαβαίνει ο κάθε λογικός άνθρωπος. Δηλαδή με μια κυβέρνηση αυτών που έφεραν την κρίση, απορρίπτουν τη λύση στο Μακεδονικό και που η κύρια συνιστώσα τους, νεοφιλελεύθερη και διολισθαίνουσα συνεχώς προς τα δεξιά, θα ενισχύει το ΕΛΚ και θα συναγελάζεται σ' αυτό με τους Ορμπαν και Γκρούεφσκι. Χίλιες φορές ΣΥΡΙΖΑ, θα σκέφτονται εύλογα οι περισσότεροι Ευρωπαίοι Σοσιαλδημοκράτες,

Πού καταλήγει ο Ιωακειμίδης; Αφού ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ούτε σοσιαλδημοκρατικός ούτε «γνήσια ευρωπαϊκός», οι Σοσιαλδημοκράτες τον εναγκαλίζονται για να προσθέσουν «δύο-τρεις» έδρες στη δύναμή τους στο Ευρωκοινοβούλιο στο πλαίσιο ενός «κυνικού παιχνιδιού εξουσίας», «χωρίς ιδεολογικό υπόβαθρο».

Είναι κατ' αρχάς ενδιαφέρον πως κάποιος τόσο πεπειραμένος στα ευρωπαϊκά ανακαλύπτει σήμερα πως η «Ευρώπη» και οι Σοσιαλδημοκράτες της δεν έχουν πάντα ευγενή κίνητρα ιδεολογίας και αλληλεγγύης, αλλά συχνά καθοδηγούνται από στενά κομματικά και εθνικά συμφέροντα. Οταν αυτό επισημαινόταν προ ετών για τα τερατώδη μνημόνια, οι «εκσυγχρονιστές» κατήγγελλαν κάθε αμφισβήτηση του καλοπροαίρετου των εταίρων μας ως έγκλημα καθοσιώσεως και απόδειξη αντιευρωπαϊσμού.

Να λοιπόν που τώρα προσγειώνονται στην πραγματική ευρωπαϊκή πολιτική. Θα μπορούσε λ.χ. να παρατηρηθεί πως ένας από τους λόγους των εγκωμίων προς τον Τσίπρα είναι πως, με τους πονοκέφαλους που έχουν σήμερα (Ιταλία, Τραμπ, Brexit, Ακροδεξιές), οι Ευρωπαίοι είναι ευτυχείς που η Ελλάδα έφυγε από την ατζέντα των προβλημάτων και μπορούν μάλιστα να τη διαφημίζουν ως success story, χωρίς να τους πολυαπασχολεί τι θα γίνει σε μερικά χρόνια κι αν η πορεία στην οποία μας έβαλαν είναι μακροπρόθεσμα βιώσιμη. Ακριβώς όπως το 2012-15 μπάλωσαν την ευρωζώνη και τις τράπεζές τους με τα μνημόνια, αδιαφορώντας για τις ευρύτερες επιπτώσεις σε Ελλάδα και Ευρώπη.

Ομως όσοι διαγιγνώσκουν πως για τους Σοσιαλδημοκράτες η όλη υπόθεση αφορά μόνο τις (περισσότερες πάντως από «2-3») έδρες του ΣΥΡΙΖΑ στο επόμενο Ευρωκοινοβούλιο κάνουν μεγάλο λάθος. Στην καταρρέουσα ευρωπαϊκή σοΣιαλδημοκρατία διεξάγεται σήμερα μια σύγκρουση, από την οποία θα κριθεί η επιβίωσή της, όπως και αυτή του συνόλου της Αριστεράς, ίσως δε και της Ευρώπης. Από τη μια είναι η πεπατημένη της ομηρίας στον νεοφιλελευθερισμό και τις κυβερνητικές συμπαρατάξεις με μια Δεξιά που μετακινείται ραγδαία προς την Ακροδεξιά.

Από την άλλη μια αριστερή στροφή, με απόρριψη της λιτότητας και των ακραίων ανισοτήτων και με επίκεντρο την αλληλεγγύη. Ο δεύτερος δρόμος απαιτεί τη σύγκλιση όλων των συνιστωσών της φιλοευρωπαϊκής Αριστεράς και των Πρασίνων. Η συνεργασία με τον Τσίπρα, που είναι ο πλέον αξιόπιστος και φιλοευρωπαίος εκπρόσωπος της ριζοσπαστικής Αριστεράς, συμβολίζει αυτόν ακριβώς τον δρόμο. Γι' αυτό και τον κάλεσαν και τον χειροκρότησαν στο SPD.

Το ΠΑΣΟΚ, που οι ιστορικές του καταβολές το τοποθετούν, έστω και ιδιόμορφα, στην Αριστερά της Σοσιαλδημοκρατίας, μεταλλάχθηκε τα τελευταία χρόνια σε ένα από τα πιο δεξιά κόμματα του χώρου. Και το πλήρωσε με τη συρρίκνωση που έγινε γνωστή διεθνώς ως «πασοκοποίηση». Σήμερα οι επίγονοί του καλούνται, μάλλον για τελευταία φορά, να πάρουν θέση στη μεγάλη μάχη που διεξάγεται και να συμπαραταχθούν με τις δυνάμεις που επιζητούν έναν άλλο, αριστερό δρόμο για τη Σοσιαλδημοκρατία.

Στην Ελλάδα αυτό θα σήμαινε να εγκαταλείψουν τον υστερικό αντι-ΣΥΡΙΖΑϊσμό, τις ιδεολογικοπολιτικές ακροβασίες και τα φρούδα όνειρα επιστροφής στα «περασμένα μεγαλεία» και να αναζητήσουν διάλογο και συγκλίσεις με το κόμμα που αποτελεί τον κύριο κορμό της προοδευτικής παράταξης στη χώρα μας. Μόνο έτσι, φοβάμαι, θα αποφύγουν την παραπέρα συρρίκνωση, αλλά, κυρίως, θα συμβάλουν στη συγκρότηση αξιόπιστης εναλλακτικής σε μια επερχόμενη σκληρή Δεξιά, σε Ελλάδα και Ευρώπη.

Εννοείται βέβαια ότι και ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να συμβάλει στη συγκρότηση μιας τέτοιας εναλλακτικής, όχι μόνο συγκλίνοντας με την ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία και ενισχύοντας το κοινωνικό του προφίλ, αλλά και εγκαταλείποντας πολιτικές, όπως η άκρατη σκανδαλολογία, που θυμίζουν περισσότερο δεξιούς λαϊκισμούς.

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 28/11/2018. 

Ποιοι θα κρίνουν/ «ψηφίσουν» τις τράπεζες

Μας επισημάνθηκε – με ευγενικά αυστηρή διάθεση – ότι ενώ παλιότερα η στήλη αυτή εξέφραζε αρκετές επιφυλάξεις για την πορεία του τραπεζικού συστήματος, τελευταίως... έμεινε πίσω. Για το τραπεζικό σύστημα, για το οποίο βέβαια όλοι σεμνοπρεπώς καταθέτουν ότι έχει πλήρη ευστάθεια. Ότι είναι πλήρως κεφαλαιοποιημένο. Ότι έχει επιτυχώς ανταποκριθεί σε διαδοχικά stress tests και AQR και όλα τα συναφή - για όλα αυτά είχαμε καταθέσει επιφυλάξεις: πόσο λίγο πειστική είναι η κεφαλαιακή τους βάση όσο στηρίζεται στον αναβαλλόμενο φόρο/DTA (δηλαδή την προσευχή να υπάρχουν κέρδη). πόσο «τραπεζική» είναι η τωρινή ηγετική ομάδα (ανεξαρτήτως του βαριού χεριού του ΤΧΣ, επί φόντου SSM, ή των selection panels και των ιερεμιάδων περί εταιρικής διακυβέρνησης και track record των εκάστοτε προτεινομένων στελεχών).
Ενώ λοιπόν, παλιότερα είχαμε επεκταθεί σε αυτά/σε τέτοια, τώρα που πέρασε τσουνάμι πάνω από τις μετοχές των τραπεζών, τώρα που σ' αυτό το φόντο μας προέκυψαν οι προτάσεις ΤΧΣ και ΤτΕ/Στουρνάρα για μια ουσιαστική πλέον αντιμετώπιση των «κόκκινων δανείων», μένουμε – κατά το κατηγορητήριο... - κάπως αποστασιοποιημένοι. Δηλαδή «δεν παίρνουμε θέση» σχετικά με το τι μπορεί να περπατήσει και τι όχι. Περιοριζόμαστε να επισημαίνουμε ότι, άμα μείνουμε να τσακωνόμαστε για το ποια μέθοδος/προσέγγιση/πατέντα είναι η καλύτερη (ή η πιθανότερη να προχωρήσει) κι αφήσουμε πάλι τον χρόνο να περνάει – προεκλογική περίοδος, γαρ – τότε βαδίζουμε σαν τα συμπαθή λέμμινγκ προς δυσάρεστες εκπλήξεις.
Θα μας επιτραπεί, εδώ, να μην ξεκινήσουμε από το πώς θα κριθούν θεσμικά οι προτάσεις που υπάρχουν στο τραπέζι – στην ουσία η μια αφορά χρήση του cash buffer προκειμένου να δημιουργηθεί όχημα απορρόφησης-και-διαχείρισης των NPEs, η δεύτερη δημιουργία SPV με την εισφορά μεν κοκκινισμένων δανείων με τις όποιες εξασφαλίσεις τους, αλλά και μέρους του αναβαλλόμενου φόρου, εν συνεχεία δε διάθεση αυτού του οχήματος ή/και επιμέρους αξιογράφων στην αγορά ώστε οι τράπεζες να «γράψουν» κάτι στους ισολογισμούς τους μειώνοντας την έκθεσή τους – αλλά να σταθούμε στο πώς θα «ψηφισθούν» στο τέλος της διαδικασίας. Δηλαδή στην αγορά.
Δεν αναφερόμαστε, δε, στην πίεση που δέχθηκαν στο Χρηματιστήριο οι τραπεζικές μετοχές αυτές τις εβδομάδες, πίεση που κι αν ακόμη δεν εξηγείται από άγαρμπο σορτάρισμα και κλείσιμο θέσεων, αντανακλά αβεβαιότητα και τήρηση αποστάσεων (ιδίως μετά την απόσυρση των 3 συστημικών, πλην Alpha, από τον δείκτη MSCI), αλλά στην τελική κρίση της διεθνούς αγοράς όταν θα έχουν δημιουργηθεί και τιμολογηθεί τα προϊόντα που σχεδιάζονται, senior και junior και mezzanine ανάλογα με τις εξασφαλίσεις. Λοιπόν: η αγορά, ο τελικός επενδυτής, θα έχει να σταθμίσει τις διάφορες κατηγορίες αξιογράφων που θα δημιουργηθούν, δηλαδή την απόδοση που θα υπόσχονται μαζί με τις εξασφαλίσεις που θα φέρουν. Και τούτο υπό διαφορετικές εκδοχές προοπτικής του Ελληνικού τραπεζικού συστήματος, δηλαδή της ελληνικής οικονομίας. Όμως θα έχει προηγηθεί κάτι άλλο: η αξιολόγηση/βαθμολόγηση αυτών των επενδυτικών προτάσεων από τους οίκους αξιολόγησης (που έδωσαν προ εβδομάδων investment grade σε ομόλογα Εθνικής και Πειραιώς, καλυμμένα βέβαια).
Ενώ λοιπόν, όλοι θα ψειρίζουμε το αν θα ήταν εφικτό να «ελευθερωθεί» μέρος του cash buffer για τέτοια χρήση – πρόταση ΤΧΣ: λίγες οι πιθανότητες, αλλά και πρόβλημα από πλευράς κρατικής ενίσχυσης/DGComp – ή αν θα συντονιστεί η κρίση DGComp με SSM για αξιοποίηση του αναβαλλόμενου φόρου προκειμένου να χτιστούν προϊόντα στραμμένα προς την αγορά – πρόταση Ττ Ε/Στουρνάρα, που θεωρεί ότι ήδη η χρήση DTA έχει κάτι σαν προέγκριση – το κρίσιμο θα είναι αν η διαφάνεια του χειρισμού θα τις πείσει, εν τέλει, τις αγορές.
Το τι θα μπορούσε/θα «έπρεπε» να είναι μια βάση ριζικότερης εξυγίανσης του ορίζοντα των κόκκινων δανείων, το έδειξε εν τω μεταξύ ο χειρισμός της Fairfax/ του Prem Watsa στην περίπτωση Eurobank. (Η οποία, μάλιστα, πέραν των γενικών NPEs της είχε ως φαίνεται και αρκετήν έκθεση στην ιδιαίτερη περίπτωση των δανείων σε ελβετικό φράγκο. Όπου επ' εσχάτων οι δικαστικές αποφάσεις τείνουν περισσότερο χείρα βοηθείας στους δανειολήπτες...). Εκεί, με την απόφαση συγχώνευσης με την θυγατρική/αδελφή Grivalia Properties – στην οποία μέτοχος ήταν και η Τράπεζα και η Fairfax – ουσιαστικά εισφέρει νέα κεφάλαια, διαμορφώνει πλειοψηφία ελέγχου στο νέο σχήμα (στο 33% , ως αληθινός anchor investor) και επιτρέπει να επιταχυνθεί ο περιορισμός των NPEs περισσότερο και από το μισό (από 39% στα 15%, υπολογίζει) εσωτερικά/in-house, χωρίς να αποκλείεται η συμμετοχή στα όποια άλλα γενικότερα σχήματα στήριξης τελικά προχωρήσουν. Βέβαια, τέτοιος χειρισμός θέλει κυρίως ένα: διακύβευση κεφαλαίων. Ποιος έχει κεφάλαια; Ποιος ανάληψη Ελληνικού κινδύνου;

*Δημοσιεύτηκε στην "Ναυτεμπορική" στις 30/11/2018. 

Εξημερώνεται ο καπιταλισμός;

Γράφει ο Γιούργκεν Χάμπερμας: «Δυστυχώς οι Σοσιαλδημοκράτες, ενώ έχουν συνδέσει την ύπαρξή τους με την ιστορική μοίρα της Γερμανίας, δεν μπορούν να ανταποκριθούν στην ιστορική αποστολή τους: να εξημερώσουν τον καπιταλισμό. Αναζητούνται πολιτικά υποκείμενα τα οποία θα επωμιστούν αυτόν τον ρόλο. Οι επικείμενες ευρωεκλογές αποτελούν ένα στοίχημα γι' αυτό το σχέδιο» («Εφ.Συν.» 29-10-2018).

Μέσα σε μία παράγραφο πολλά κρίσιμα ζητήματα. Ας ξεκινήσουμε από τα εύκολα.

Οντως, η Σοσιαλδημοκρατία έχει αποτύχει παταγωδώς να παίξει τον ρόλο στον οποίον αναφέρεται ο Γερμανός φιλόσοφος. Δεν αντιστάθηκε στην επέλαση του νεοφιλελευθερισμού, δεν υπερασπίστηκε τα συμφέροντα των τάξεων που παραδοσιακά ήταν το ακροατήριό της, προσχώρησε αμαχητί στη στρατηγική του αντιπάλου.

Για την ενδοτική στάση της απέναντι στις αχαλίνωτες δυνάμεις της αγοράς πλήρωσε βαρύ τίμημα. Στη Γερμανία υποχωρεί ατάκτως, στη Γαλλία έχει εξαφανιστεί, στην Ολλανδία ψάχνεται, στην Ιταλία είναι σε βαθιά κρίση, στην Ελλάδα βλέπουμε την εξέλιξη του ΠΑΣΟΚ.

Μοναδικές εξαιρέσεις, η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Αγγλία. Γιατί σ' αυτές τις χώρες έσπασε ο κανόνας; Μα, επειδή οι νέες ηγεσίες εξουδετέρωσαν τις βαρονίες που ήλεγχαν τα κόμματα και τα είχαν μετατρέψει σε ουραγούς της Δεξιάς.

Σωστά λέει ο Χάμπερμας ότι ο ιστορικός ρόλος της Σοσιαλδημοκρατίας ήταν η εξημέρωση του καπιταλισμού. Αυτή άλλωστε ήταν η αιτία της πρώτης διάσπασης του σοσιαλιστικού κινήματος. Γύρω από το δίλημμα «μεταρρύθμιση ή επανάσταση;» διεξήχθη η μεγάλη μάχη πριν από εκατό και βάλε χρόνια.

Υπήρξε περίοδος (χρυσή 35ετία) στη μεταπολεμική Ιστορία που πράγματι τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα από θέσεις εξουσίας πέτυχαν τον εξανθρωπισμό του καπιταλισμού. Κατάφεραν να δημιουργήσουν –στη Σκανδιναβία ήταν η πιο προωθημένη εκδοχή– κράτος δικαίου, συμμετοχικούς θεσμούς, εκτεταμένα δίκτυα προστασίας.

Πρόσφεραν υψηλού επιπέδου υπηρεσίες στην Παιδεία και την Υγεία, κράτησαν χαμηλά την ανεργία, οι εργαζόμενοι είχαν ικανοποιητικές αποδοχές, συγκρότησαν μηχανισμούς που εμπόδιζαν την απληστία του μεγάλου κεφαλαίου και περιόρισαν τις ανισότητες με την προοδευτική φορολογία.

Βοήθησε σ' αυτό και η παρουσία του αντίπαλου δέους (τα καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού) το οποίο λειτουργούσε σαν μπαμπούλας για τις αστικές τάξεις των χωρών της Δυτικής Ευρώπης. Το σύστημα δεν ανετράπη, έγινε όμως πιο ανθρώπινο.

Είναι σήμερα αυτό εφικτό; Μπορεί, δηλαδή, να αναπτυχθεί ένα κίνημα το οποίο θα θέσει, όχι πια μόνο σε εθνικό επίπεδο, αλλά σε περιφερειακό (Ευρώπη), ακόμη και σε παγκόσμιο, ως στόχο του την εξημέρωση του καπιταλισμού;

Οι γνώμες διχάζονται. Οι νεοφιλελεύθεροι λένε ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση. Η ριζοσπαστική, κινηματική Αριστερά και οι κομμουνιστές, όπου επιβιώνουν, υποστηρίζουν ότι ο καπιταλισμός στη σημερινή τούρμπο μορφή του δεν παίρνει επιδιόρθωση, δεν συμφωνούν όμως στο διά ταύτα, ενώ δεν λείπουν οι ιδεολογικοί καβγάδες και οι δίκες προθέσεων για παλιές και νέες... αμαρτίες.

Οι Σοσιαλδημοκράτες δεν μπορούν να ξεπεράσουν την προγραμματική αμηχανία τους. Ο Χάμπερμας λέει πως αναζητούνται πολιτικά υποκείμενα προκειμένου να παίξουν αυτόν τον ρόλο και θεωρεί ότι οι επικείμενες ευρωεκλογές αποτελούν ένα στοίχημα γι' αυτό το σχέδιο.

Πολλοί πάντως, παρατηρώντας τις τάσεις στα εκλογικά σώματα, φοβούνται ότι από τις ευρωεκλογές δεν θα προκύψει το σχέδιο για την εξημέρωση του καπιταλισμού, αλλά ένα σχέδιο για την πλήρη αποθηρίωσή του που θα πηγαίνει παρέα με τη συρρίκνωση της δημοκρατίας.

*Δημοσιεύτηκε στο tvxs.gr την 1/11/2018. 

Εκδήλωση: Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ

Πρόσκληση

Το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ σας προσκαλεί, με αφορμή
την κυκλοφορία του βιβλίου "Ρεαλιστικές Ουτοπίες" του Έρικ Όλιν Ράιτ
στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ασίνη, σε συζήτηση με θέμα
«Αριστερά, Κυβέρνηση και Ρεαλιστικές Ουτοπίες»

στον Πολυχώρο του
Συλλόγου «Οι Φίλοι της Μουσικής» στο Μέγαρο Μουσικής, ώρα: 19.00-21.00, την Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2018.

Τι σημαίνει «αριστερή διακυβέρνηση» σήμερα και με ποιον τρόπο μπορεί η εμπειρία ανάλογων εγχειρημάτων να συμβάλει στην ανανέωση της πολιτικής σκέψης της Αριστεράς; Ποιοι δρόμοι διανοίγονται στις μέρες μας προς την κοινωνική χειραφέτηση και πώς; Ποια η θέση της ριζοσπαστικής θεωρίας και πρακτικής απέναντι στις σύγχρονες προκλήσεις;

Στα ερωτήματα αυτά θα αναζητηθούν απαντήσεις στο πλαίσιο συζήτησης που διοργανώνει το ΕΝΑ με θέμα «Αριστερά, Κυβέρνηση και Ρεαλιστικές Ουτοπίες» με αφορμή την έκδοση του βιβλίου Ρεαλιστικές Ουτοπίες του Έρικ Όλιν Ράιτ, από τις εκδόσεις Ασίνη.

Το έργο του Ράιτ κατέχει κεντρική θέση στην ιστορική και διανοητική πορεία της νεο-μαρξιστικής παράδοσης. Η μετάφραση του βιβλίου του φέρνει το ελληνικό κοινό σε επαφή με ένα πρωτότυπο εγχείρημα ανασυγκρότησης μιας πολυεπίπεδης στρατηγικής με ορίζοντα τον κοινωνικό μετασχηματισμό.

Ομιλητές:

Γιάννης Δραγασάκης, Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης, Υπουργός Οικονομίας & Ανάπτυξης
Ευκλείδης Τσακαλώτος, Υπουργός Οικονομικών, Καθηγητής Τμήματος Οικονομικών Επιστημών ΕΚΠΑ

Στη συζήτηση θα παρέμβουν οι μεταφραστές:

Λουδοβίκος Κωτσονόπουλος, Διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης Παντείου Πανεπιστημίου
Έλενα Παπαδοπούλου, Γενική Γραμματέας Υπουργείου Οικονομικών, Οικονομολόγος

Ιnfo: https://www.enainstitute.org/

 

Ο Τσίπρας και το SPD

Στο πρόσφατο συνέδριο του Γερμανικού Σοσιαλιστικού Κόμματος (SPD) δεν ήταν η αρχηγός του «αδερφού» κόμματος Φώφη Γεννηματά αλλά ο Αλέξης Τσίπρας που έλαβε πρόσκληση. Αυτή η σημαντική κίνηση του SPD στέλνει ένα σαφές μήνυμα στο Κίνημα Αλλαγής. Πως οι σοσιαλδημοκράτες στην Ελλάδα πρέπει να στραφούν προς τα αριστερά και όχι προς τα δεξιά, προς τον ΣΥΡΙΖΑ και όχι προς την ΝΔ. Αυτή η συμβουλή σίγουρα βασίστηκε στην πρόσφατη εμπειρία των γερμανών σοσιαλδημοκρατών. Ως γνωστόν, η συμμαχία των τελευταίων με τους χριστιανοδημοκράτες οδήγησε το SPD σε μια θεαματική κάθοδο. Βέβαια, η πιθανή απάντηση του ΚΙΝΑΛ στους γερμανούς σοσιαλδημοκράτες είναι πως οι τελευταίοι δεν έχουν ακόμα αντιληφθεί τον αντιδημοκρατικό, αντισυστημικό χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ. Επιπλέον, το SPD και πιο γενικά οι ευρωπαίοι θαυμαστές του Αλέξη Τσίπρα ενδιαφέρονται για τα δικά τους συμφέροντα και όχι για αυτά της Ελλάδας.

Ο εθνοκεντρισμός

Νομίζω πως η παραπάνω επιχειρηματολογία είναι λανθασμένη. Δεν είναι το SPD και οι ευρωπαίοι εταίροι μας που δεν ξέρουν τι γίνεται στη χώρα μας. Είναι μάλλον το ΚΙΝΑΛ που δεν αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει στον ευρωπαϊκό χώρο. Εξακολουθεί κατά τελείως εθνοκεντρικό τρόπο να μην λαμβάνει υπόψη του πως η Ελλάδα, σε ό,τι αφορά την σχέση σοσιαλδημοκρατικής κεντροαριστεράς και ριζοσπαστικής αριστεράς, δεν αποτελεί «ελληνική ιδιαιτερότητα». Και τα δύο κόμματα έχουν πολλά κοινά σημεία με τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά. Η πρόεδρος του ΚΙΝΑΛ όμως εξακολουθεί να μην συνδέει τις ελληνικές εξελίξεις με αυτές του ευρωπαϊκού χώρου: τη θεαματική άνοδο του αντιδημοκρατικού εθνολαϊκισμού από τη μια μεριά (π.χ. Λεπέν, Όρμπαν) και την ενδυνάμωση του αγοροκρατικού νεοφιλελευθερισμού από την άλλη (π.χ Βέμπερ, ο υπέρμαχος του Σόιμπλε και του Grexit που γίνεται πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής). Και ο εθνολαϊκισμός και ο νεοφιλελευθερισμός υποσκάπτουν τα θεμέλια τους ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Ο πρώτος θέλει σαφώς τη μη πολιτική ενοποίηση της ευρωζώνης και την επιστροφή στην αυτονομία του κράτους έθνους που είναι ο μόνος τρόπος να διασωθεί η «γνήσια» εθνική κουλτούρα. Ο δεύτερος θέλει μεν μια ενοποίηση, αλλά νεοφιλελεύθερου τύπου. Μια ενοποίηση όπου η κυριαρχία των αγορών θα συνεχιστεί. Με αποτέλεσμα τη συνέχιση των πρωτοφανών ανισοτήτων (ένδο και διακρατικών), την παραπέρα άνοδο της ανεργίας και, κυρίως στον ευρωπαϊκό Νότο, την περιθωριοποίηση ενός σημαντικού μέρους του πληθυσμού. Είναι ακριβώς αυτού του είδους τα αποτελέσματα που (σε συνδυασμό με το προσφυγικό) εκτίναξαν στα ύψη τον ευρωφοβικό λαϊκισμό. Με δύο λόγια, ο εντεινόμενος ευρωπαϊκός νεοφιλελευθερισμός, στην Γερμανία και αλλού, τρέφει τον εθνολαϊκισμό. Ο μόνος τρόπος αντίστασης στις δύο παραπάνω βαρβαρότητες είναι μια συμμαχία όλων των ευρωπαϊκών κομμάτων που απορρίπτουν και τον εθνολαϊκιστικό προσανατολισμό τύπου Λεπέν και τον νεοφιλελευθερισμό τύπου Βέμπερ. Οι δυνάμεις που μπορούν να αντισταθούν στην εθνολαϊκιστική και στην νεοφιλελεύθερη λαίλαπα είναι η σοσιαλδημοκρατία, η φιλοευρωπαϊκή ριζοσπαστική αριστερά, οι πράσινοι, τα πολιτικά φιλελεύθερα και άλλα «μεσαία» κόμματα. Κόμματα δηλαδή που αντιλαμβάνονται τους κινδύνους που ο νεοφιλελευθερισμός και ο εθνολαϊκισμός δημιουργούν για την επιβίωση της ΕΕ.

Το ΚΙΝΑΛ

Αν τα παραπάνω ισχύουν, δεν είναι δυνατόν το ΚΙΝΑΛ να μην τα λαμβάνει σοβαρά υπόψη του. Βέβαια, η Φώφη Γεννηματά πιστεύει πως το κόμμα της, αργά ή γρήγορα, θα περιθωριοποιήσει τον ΣΥΡΖΑ και θα γίνει ο δεύτερος κύριος πόλος του κομματικού συστήματος. Πρόκειται όμως για όνειρο θερινής νυκτός. Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ, μετά την στροφή του Αλέξη Τσίπρα προς τον ευρωπαϊκό δρόμο, είτε κερδίσει είτε χάσει τις επόμενες εκλογές, θα παραμείνει για πολλά χρόνια ακόμα ένας από τους δύο κύριους παίκτες του εγχώριου πολιτικού συστήματος - συνεχίζοντας την σταδιακή μεταμόρφωση του ΣΥΡΙΖΑ σε ένα ριζοσπαστικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Κόμμα που δεν στοχεύει στη διάλυση της ΟΝΕ, αλλά στην ταχεία πολιτική και κοινωνική ενοποίησή της. Στοχεύει δηλαδή σε μια ευρωπαϊκή ομοσπονδιακή κοινότητα βασισμένη όχι μόνο στην οικονομική μεγέθυνση, αλλά και στην αλληλεγγύη.

Συμπέρασμα

Το ΚΙΝΑΛ σίγουρα δεν θα γίνει στα χρόνια που έρχονται ο δεύτερος πόλος στον πολιτικό χώρο. Μπορεί όμως να καταστεί μια σημαντική σοσιαλδημοκρατική κεντροαριστερή δύναμη αν αποφύγει το άνοιγμα προς την ΝΔ. Άνοιγμα που θα οδηγήσει, όπως και στα άλλα ευρωπαϊκά κόμματα, στην παραπέρα καθίζησή του.

*Δημοσιεύτηκε στο "Βήμα της Κυριακής" στις 18/11/2018. 

Παράδειγμα ακεραιότητας

Θεωρώ τον Κώστα Σημίτη, μαζί με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, από τους πιο σημαντικούς πρωθυπουργούς της μεταπολεμικής Ελλάδας. Κατόρθωσε σε έναν σημαντικό βαθμό να εκσυγχρονίσει με δημοκρατικό τρόπο όχι μόνο την οικονομία, αλλά και πιο γενικά την πολιτική κουλτούρα της χώρας. Το βλέπει κανείς, στο εσωτερικό, στα επιτεύγματα της διακυβέρνησής του σε σχέση με τον εκδημοκρατισμό και τη βελτίωση της δημόσιας διοίκησης (δημιουργία Ανεξάρτητων Αρχών, ΚΕΠ και άλλα), μέχρι τα δημόσια έργα που οδήγησαν στη σημαντική ανάπτυξη του οδικού δικτύου και της μετακίνησης. Στο εξωτερικό, στην ένταξη της Ελλάδας και της Κύπρου στην ΟΝΕ. Με δύο λόγια, προσπάθησε με επιτυχία να φέρει τη χώρα πιο κοντά στις ανεπτυγμένες δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες. Η χώρα απέκτησε σημαντικό κύρος στην Ευρώπη. Κύρος που σιγά σιγά αμβλύνθηκε όταν έληξε η οκτάχρονη πρωθυπουργική θητεία του.
Η προσπάθεια σπίλωσης της προσωπικότητάς του δεν είναι μόνο άδικη και παράλογη, αλλά είχε τα αντίθετα αποτελέσματα στα οποία στόχευαν οι εχθροί του. Αντί να αποδιοργανωθεί περαιτέρω το Κίνημα Αλλαγής το συσπείρωσε. Είναι αλήθεια ότι ο Κώστας Σημίτης υπήρξε ξένο στοιχείο στο «βαθύ ΠΑΣΟΚ» και δεν μπόρεσε να ελέγξει πλήρως το κόμμα του. Αλλά στη διάρκεια της μακρόχρονης πολιτικής πορείας του κανείς ποτέ δεν αμφισβήτησε την εντιμότητά του. Για όλους τους πολίτες, τους φίλους και αντιπάλους, παραμένει ένα παράδειγμα ακεραιότητας, αντι-μικροκομματικής νοοτροπίας και αντι-λαϊκισμού.

*Δημοσιεύτηκε στα "Νέα" στις 20/11/2018. 

Διαβάζοντας Κουτεντάκη μαζί με Σεντένο - και Βέμπερ

Όσο προχωρούν οι διαδικασίες οριστικοποίησης του δημοσιονομικού σχεδιασμού για την μετά-τα-Μνημόνια πορεία της Ελλάδας, τόσο γίνεται εμφανές πώς η χώρα και άνθρωποί της - εν προκειμένω η πολιτική τάξη της, αλλά και όσοι κατ' επάγγελμα ή καθ' έξιν παρακολουθούμε και αναλύουμε - χρειάζεται να ξαναμάθουν σε νέα βάση την λειτουργία των πραγμάτων. Σαν φροντιστήριο για την νέα φάση επιχείρησε τις τελευταίες μέρες να λειτουργήσει ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στην Βουλή Φραγκίσκος Κουτεντάκης, «διδάσκοντας» τα εν πολλοίς αυτονόητα πλην τόσο δύσκολα να περάσουν στην δημόσια συζήτηση...
Έτσι, με τον στόχο δημοσιονομικού πλεονάσματος του 3,5% του ΑΕΠ να έχει πιαστεί ήδη μέχρι τον φετινό Οκτώβριο, συνεπώς με το υπερπλεόνασμα του 4,5% που έχει αναφερθεί να μην αποκλείεται για το σύνολο του 2018 (και να δικαιολογεί - δημοσιονομικά, πάντα - τους χειρισμούς στις συντάξεις και τα μέτρα κοινωνικών «παροχών»), ο Φρ. Κουτεντάκης έδειξε προς δυο κατευθύνσεις ταυτόχρονα: Αφενός πήγε να συμμαζέψει τις προσδοκίες, λέγοντας ότι «δεν υπάρχουν μεγάλα περιθώρια για επιπλέον παροχές». Και αφετέρου, αφού θεώρησε αυτονόητη την συμμόρφωση του Δημοσίου προς τις αποφάσεις του ΣτΕ για τα αναδρομικά από μνημονιακές περικοπές που ακυρώνονται (αλλά και προς την πλημμυρίδα αποφάσεων κατώτερων δικαστηρίων), κατέγραψε το «πολύ μεγάλο δημοσιονομικό ρίσκο» που προκύπτει. Μάλιστα, με το γαλήνιο ύφος που του έχουμε συνηθίσει, ολοκλήρωσε την διαπίστωση λέγοντας ότι πρόκειται «για ένα ρίσκο που κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει με τις αβεβαιότητες που παραμένουν», εξηγώντας ότι αυτό «δεν είναι καθόλου καλό σήμα προς τις αγορές».
Στο Eurogroup της περασμένης Δευτέρας, τώρα, όπου οι ανησυχίες για την Ιταλία αλλά και οι μεταρρυθμιστικοί σχεδιασμοί για την Ευρωζώνη συνολικά είχαν «εκτοπίσει» εντελώς την Ελλάδα από την ημερήσια διάταξη (πλην όμως όχι και από το παρασκήνιο), οι Ευρωπαίοι έδειξαν για μιαν ακόμη φορά την προσπάθεια να σπρωχτεί η χώρα «που απασχόλησε η κρίση της περισσότερο από κάθε άλλη την Κορυφή της ΕΕ τα τελευταία - δυσάρεστα πολλά - χρόνια» έξω από τα φώτα του προσκηνίου.
Και μπορεί ο (αρμόδιος για τα Οικονομικά) Επίτροπος Πιερ Μοσκοβισί - «συνήθης ύποπτος» φιλελληνικών θέσεων όλα αυτά τα χρόνια - να προέτρεξε προϊδεάζοντας ότι και η Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Ελλάδα (στα πλαίσια της enhanced surveillance/της ενισχυμένης επιτήρησης) «δεν θα έχει κάποια άσχημα έκπληξη», αλλά και ο Πρόεδρος του Eurogroup Μάριο Σεντένο, αφού σημείωσε ότι η Ελλάδα δεν είναι μεταξύ των χωρών που έχουν λάβει επιστολή (προειδοποίησης) σχετικά με τον προϋπολογισμό της, κατέθεσε την άποψη ότι η χώρα «έχει την εμπιστοσύνη των θεσμών για την τήρηση των δεσμεύσεών της τα επόμενα χρόνια» (αυτό είναι το εξώκοσμο πρωτογενές πλεόνασμα του 3,5% του ΑΕΠ σε ορίζοντα 2022...) «και για την συνέχιση των μεταρρυθμίσεων» (ενώ ο Σεντένο έκανε αναφορά στο ότι η χώρα θα καταστεί έτσι success story, μη συνειδητοποιώντας πόσο ο όρος δυσλειτουργεί).
Αλλά και πάλιν, η πιο σημαντική τοποθέτηση ανήκε στον Μοσκοβισί ο οποίος αναφέρθηκε στην «εξαιρετικά θετική» συνεργασία με τις Ελληνικές αρχές. Επαναφέροντας στην μνήμη και την πρόσφατη τοποθέτηση του Γερμανού ΥΠΟΙΚ Όλφ Σολτ. Εκείνος, θυμίζουμε, είχε θεωρήσει «λογικό και σοφό» το πώς κινήθηκε η Ελληνική Κυβέρνηση στο θέμα των συντάξεων, με την επίτευξη πλεονάσματος μεγαλύτερου από το συμφωνημένο, αλλά και με την «συντεταγμένη διαδικασία διαλόγου με την Επιτροπή». (Από τις αναφορές αυτές έλλειψε το μέτωπο της επιστροφής κερδών από ANFAs και SMPs, πάντως).
Βέβαια, η κατακλείδα ανήκει αλλού: ο καθένας μπορεί να διαβάσει με τον τρόπο που επιλέγει τις τοποθετήσεις του Μάνφρεντ Βέμπερ - του δεξιόστροφου υποψηφίου της Ευρωπαϊκής Χριστιανοδημοκρατίας για την καμπάνια των Ευρωεκλογών του Μαΐου 2018 και για την διαδοχή του Ζαν-Κλωντ Γιουνκέρ - σχετικά με την Ελλάδα και τον Έλληνα πρωθυπουργό. Ο πυρήνας τους όμως είναι η ακόλουθη ατάκα: «έζησε [ο Αλέξης Τσίπρας, τον οποίο κάποτε είχε θεωρήσει ο Βέμπερ απειλή για την Ευρώπη, «ως κομμουνιστή»] πολλές μεταστροφές στην κυβερνητική του θητεία, αλλά και τέλος κατέληξε ένας αξιόπιστος εταίρος. Και αυτό πρέπει να το πούμε ξεκάθαρα, ότι στο τέλος εφήρμοσε και υλοποίησε το πρόγραμμα».
Τίποτε το άγνωστο ή καινούργιο σ' όλα αυτά, φίλε αναγνώστη. Όμως το τελικό ερώτημα που μένει είναι ένα: αρκούν/θα αρκέσουν για να επανέλθει – και να εμπεδωθεί – η εμπιστοσύνη στην οικονομική πραγματικότητα της Ελλάδας;

*Δημοσιεύτηκε στην "Ναυτεμπορική" στις 23/11/2018. 

Η συζήτηση για «μετά τον ΕΝΦΙΑ»

Οι καραμπόλες που δημιουργούνται γύρω από τον ΕΝΦΙΑ, εν όψει μάλιστα της διαμόρφωσης του συνολικού πακέτου «μη-περικοπή των συντάξεων/της προσωπικής διαφοράς – αντίμετρα – κοινωνικό πακέτο Τσίπρα στην ΔΕΘ», με την βαθμιαία συνειδητοποίηση μάλιστα ότι η ελάφρυνση της φορολογίας ακινήτων θα μπορούσε να είναι βασική παράμετρος μιας αφύπνισης της κτηματαγοράς με όλη την πολλαπλασιαστική επίδραση που πάντα ασκεί το γιαπί, οδηγούν συχνά-πυκνά τις συζητήσεις για το «μετά τον ΕΝΦΙΑ».
Είναι ήδη χαρακτηριστικό ότι ακόμη και η σημερινή κυβερνητική πλειοψηφία – η οποία, μην ξεχνούμε, έχει ως οδηγό μέλλοντος την αντικατάσταση του φόρου ακίνητης περιουσίας με έναν συνολικότερο φόρο (μεγάλης) περιουσίας μέσω «περιουσιολογίου» - δεν υπήρξε καθόλου πρόθυμη να δεχθεί οπισθοχώρηση στον σχεδιασμό της για βαθμιαία μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 30% (μεσοσταθμικά, το 2019-20) ως αντιστάθμισμα της διατήρησης αλώβητων των συντάξεων των «παλαιών» συνταξιούχων. Λιγότερο από την μέριμνα για μη-πρόσθετη βύθιση της κτηματαγοράς, λειτουργεί εδώ η προεκλογική αφύπνιση. Πάντως η κοινωνική διάσταση προστίθεται, με ενίσχυση της προοδευτικότητας του ΕΝΦΙΑ καθώς τα ακίνητα σε ζώνες μικρότερης αξίας θα τον δουν να ελαφρύνεται έως και κατά 50%.
Πολύ πιο κεντρικός ο ρόλος της υποχώρησης του ΕΝΦΙΑ κατά 30% - από 15% κάθε χρόνο, το 2019-20, αλλά οριζόντια – στην συνολική προσέγγιση που προτείνει η Ν.Δ. σε ό,τι έχει παρουσιάσει ως οικονομικό Πρόγραμμά της. Θέλοντας μάλιστα να τονίσει την διάσταση διαρθρωτικής αλλαγής, έφερε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στην επιφάνεια μια παλιότερη ιδέα-πρόταση του Στέφανου Μάνου για μετάβαση σε έναν ΕΝΦΙΑ που θα λειτουργεί σε επίπεδο Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης. (Προφανώς με αντικατάσταση των Κεντρικών Αυτοτελών Πόρων/ΚΑΠ των Δήμων).
Καθώς λοιπόν αυτή η συζήτηση συνεχίζεται, σε διοργάνωση του Ινστιτούτου Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής, με θέμα «Η αποκέντρωση ως επιλογή διακυβέρνησης – η περίπτωση του ΕΝΦΙΑ» επιχειρήθηκε μια συνολική προσέγγιση της λογικής να μετακινηθεί προς την Τοπική Αυτοδιοίκηση το προϊόν της φορολόγησης της ακίνητης περιουσίας ως στοιχείο τόνωσης της αποκέντρωσης. Εκεί, ακούσαμε τον Γιώργο Πρεβελάκη (της Σορβόννης) να κάνει μιαν ιστορική αναδρομή στο πώς η δημιουργία του σύγχρονου Ελληνικού Κράτους, σε μια προσπάθεια ταύτισης Έθνους-Κράτους-Εδάφους, προσέτρεξε στα τότε συγκεντρωτικά Ευρωπαϊκά πρότυπα. Και, με αρκετά σαφή τρόπο, μαχήθηκε αποτελεσματικά με την ισχύ των τοπικών κοινοτήτων/τον κοινοτισμό. Μετά την Μεταπολίτευση, επιχειρήθηκε η αντίστροφη πορεία – όμως με περιορισμένη ειλικρίνεια – ακόμη μικρότερη αποτελεσματικότητα... Τα επιχειρήματα υπέρ και κατά της ίδιας της έννοιας της αποκέντρωσης παρουσίασε σε μια διερεύνηση των βασικών ερωτημάτων - ποιος κυβερνά; για ποιον; σε ποιον λογοδοτεί; - ο καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης (ΕΚΠΑ) Νίκος Χλέπας: Στα υπέρ η εγγύτητα/η άμεση ανταπόκριση (και ως εκ τούτου η δυνατότητα αποτελεσματικότητας), η γνώση των τοπικών συνθηκών, η λογοδοσία/πρακτική νομιμοποίηση της δράσης, οι οικονομίες εύρους/η αντιμετώπιση των αντι-οικονομιών, η ανάπτυξη κοινωνικού κεφαλαίου/εμπιστοσύνης (στοιχείων που τόσο έχουν υποχωρήσει στα χρόνια μας). Στα κατά ο φόβος αύξησης των ανισοτήτων (κοινωνικών-περιφερειακών) η υποχώρηση της δυνατότητας αναδιανομής, η κοινωνική χωριστικότητα, η αποφυγή των «ακατάρτιστων»-εκλεγμένων, η αποφυγή των φαινομένων NIMBY («όχι στην δικιά μας αυλή οι οχλήσεις»), η υπερπολιτικοποίηση των πάντων.
Την συνταγματικότητα ή μη μιας περιέλευσης του ΕΝΦΙΑ στους Δήμους εξέτασε τεχνικά ο καθηγητής Συνταγματικού (ΕΚΠΑ) Σπύρος Βλαχόπουλος, καταλήγοντας στο ότι μια τέτοια πρωτοβουλία μπορεί και να σταθεί.
Τέλος, ο Στέφανος Μάνος, που είχε ταυτισθεί με την έννοια του ΕΝΦΙΑ στους Δήμους, παρεμβαίνοντας επέμεινε ότι είναι λάθος (πάντως επικοινωνιακό...) να λέγεται ότι «θα μεταφερθεί» ο ΕΝΦΙΑ στους Δήμους. Γι αυτόν ο ΕΝΦΙΑ, με τις στρεβλώσεις που έχει, καταργείται (αθέλητη συνήχηση με την θέση Τσίπρα/ΣΥΡΙΖΑ προ του 2015...) και αντικαθίσταται με νέο σύστημα. Το οποίο απευθείας δίνει την δυνατότητα στους Δήμους να καλύπτουν τις ανάγκες τους από τους ίδιους τους κατοίκους τους. (Πάντα σε αναζήτηση της επεξήγησης, ο Στ. Μάνος πρότεινε να χρησιμοποιείται το παράδειγμα της πολυκατοικίας: ποιος θα σκεφτόταν να ζητήσει η κάλυψη των δαπανών των κοινοχρήστων μιας πολυκατοικίας να γίνεται από τους γείτονες, ή πάλι από τον Δήμο;). Όσο για τον επιμερισμό, θύμισε ότι πέραν της δομημένης επιφάνειας, υπάρχει και το περιθώριο που δίνει ο συντελεστής δόμησης – δηλαδή το δικαίωμα που δίνει ο νόμος για εκμετάλλευση. Όμως, κατά Μάνο, η επιβάρυνση θα πρέπει να είναι αναλογική – χωρίς την στρεβλωτική επίδραση του πρόσθετου φόρου που καταλήγει να λειτουργεί δεσμευτικά.

*Δημοσιεύτηκε στην "Ναυτεμπορική" στις 17/11/2018. 

Εκδήλωση προς τιμήν του Κώστα Βεργόπουλου

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

Η Fondation Gabriel Péri (Ίδρυμα Gabriel Péri ) και ο Όμιλος «Δημοκρατία-Πολιτισμός», διοργανώνουν εκδήλωση/συζήτηση με αφορμή την συμπλήρωση ενός έτους από τον θάνατο του σημαντικού Έλληνα ακαδημαϊκού, οικονομολόγου, στοχαστή, διανοούμενου και συγγραφέα Κώστα Βεργόπουλου.

Η εκδήλωση/ συζήτηση θα πραγματοποιηθεί την Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2018 στην αίθουσα εκδηλώσεων του Υπουργείου Ψηφιακής Πολιτικής Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης, oδός Φραγκούλη 11 και Αλεξάνδρου Πάντου (ακριβώς δίπλα στο Πάντειο Πανεπιστήμιο) στις 19.00 μ.μ.

Για το επιστημονικό έργο, την συγγραφική δουλειά, την ακαδημαϊκή διαδρομή και την προσωπικότητα του Κώστα Βεργόπουλου μιλούν οι :

Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Κώστας Ζουράρις, Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Paris VIII, Αντιπρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων.

Μιχάλης Βακαλούλης, Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Paris VIII, Εκπρόσωπος της Fondation Gabriel Peri.

Κώστας Μελάς , Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Πρόεδρος του Ομίλου «Δημοκρατία – Πολιτισμός».

Συντονιστής της συζήτησης ο Κωστής Μελαχρoινός, οικονομολόγος.

Την εκδήλωση παρουσιάζει ο Αλφόνσος Βιτάλης, Δημοσιογράφος/ Πολιτικός Επιστήμων

Θα προβληθεί ντοκιμαντέρ με αναφορά στη ζωή του Κ. Βεργόπουλου, ενώ θα παρέμβει και ο υιός του Βασίλης Βεργόπουλος.