Το δημοψήφισμα αποτέλεσε μια ισχυρή στιγμή αντίστασης και μια εκδήλωση αξιοπρέπειας όχι μόνο απέναντι στην αποικιακού τύπου συμπεριφορά των Ευρωπαίων ηγετών, που χειρίζονται τις διαπραγματεύσεις, αλλά και προς εκείνο το μέρος της ελληνικής κοινωνίας που έχει εσωτερικεύσει τη νοοτροπία του υποδεέστερου (subalterity) και μιλά με τη φωνή του Κυρίου. Τα ποσοστά και η κατανομή του Όχι και του Ναι στις πλούσιες και τις φτωχές περιοχές έφεραν με μεγάλη σαφήνεια μπροστά μας την κοινωνία των δύο τρίτων. Ήταν μια συγκλονιστική στιγμή, δεδομένου του ασφυκτικού πλαισίου, με το κλείσιμο των τραπεζών και την άμετρη καταστροφολογία, απέναντι στην οποία οι Έλληνες αντέδρασαν με αξιοσημείωτη ηρεμία. Η απόφαση ήταν περισσότερο κοινωνική και λιγότερο ιδεολογική, πράγμα που επίσης φάνηκε από τα τραυλίσματα και τις υπαναχωρήσεις των μεσοαστών αριστερών της Μεταπολίτευσης, αλλά και από την πύκνωση του Όχι σε γεωγραφικές περιοχές και ηλικίες που ψήφιζαν από παράδοση συντηρητικά. Κυρίως ήταν η λαϊκότητα που ήρθε στο προσκήνιο, αυτό το "τέρας" που εξορκίζεται στο όνομα του λαϊκισμού, εδώ και χρόνια, αλλά δεν λέει να πεθάνει.
Ακριβώς όμως αυτή τη στιγμή, τη στιγμή της αντίστασης, χρειάζεται να πάμε ένα βήμα πιο πέρα: από την αντίσταση στην ανθεκτικότητα. Η αντίσταση, ως ηθικοπολιτική στάση αλλά και λαϊκό σύνθημα, ως κουλτούρα και πολιτική πράξη, είναι κάτι που προέρχεται ιστορικά από την εποχή του μεγάλου αντιφασιστικού πολέμου. Προηγουμένως μπορεί οι κοινωνίες πράγματι να αντιστέκονταν στις αλλαγές που επέβαλε ο καπιταλισμός, αλλά δεν είχαν θεωρητικοποιήσει τη στάση τους αυτή ως αντίσταση. Στη γλώσσα των κοινωνικών κινημάτων ήταν η έννοια της «επανάστασης» που μετρούσε, του «αγώνα», της «πάλης των τάξεων». Η έννοια της αντίστασης επικράτησε ως μια ιδεολογία που επιδίωκε να ενώσει την κοινωνία απέναντι στον φασισμό, ο οποίος εξέφραζε μια γενικευμένη απειλή κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η έννοια της αντίστασης έγραψε τη δική της ιστορία στην Ελλάδα. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, απέναντι στις αντιδημοκρατικές εκτροπές, στη δικτατορία του 1967. Το να αντιστέκεσαι απέκτησε μια αύρα, εξιδανικεύτηκε ως στάση ζωής, όπως στους στίχους του Μιχάλη Κατσαρού: Αντισταθείτε. Αυτή η αύρα συνόδευσε τη δημιουργία της σημερινής κυβερνώσας Αριστεράς. Όχι μόνο τη συνόδευσε, αλλά την έθρεψε κιόλας, ήταν η μεγάλη πηγή που την άρδευσε, κυρίως όταν άρχισε να φυσάει η λαίλαπα των αλλαγών του νεοφιλελευθερισμού. Η αντίσταση, ως εκδίπλωση της κριτικής και των αγώνων απόκρουσης αυτών των αλλαγών, πριν αλλά κυρίως κατά τη διάρκεια της κρίσης, έφερε την Αριστερά στην εξουσία.
Γιατί λοιπόν αυτή την έννοια, αντί να τη διαφυλάξουμε, να την αντικαταστήσουμε; Και γιατί να την αντικαταστήσουμε με την έννοια της ανθεκτικότητας; Και γιατί τίθεται το συγκεκριμένο ζήτημα τώρα, μετά τον θρίαμβο του πνεύματος της αντίστασης;
Η αντίσταση προϋποθέτει δύο δυνάμεις: αυτή που επιτίθεται και αυτή που αντιστέκεται. Ο κόσμος μας όμως δεν είναι δυαδικός: εμείς και οι εχθροί. Είναι πολύπλοκος και πολυσχιδής. Πρέπει να επιβιώσει κανείς από πιέσεις και καταστροφές που προέρχονται από πολλές πλευρές. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν είναι μόνο η πολιτική της λιτότητας απέναντι στην οποία πρέπει να αντισταθεί κανείς. Η πίεση προς τη λιτότητα προέρχεται μεν από τη δημοσιονομική πειθαρχία, στην οποία εξαναγκάζει η σημερινή ηγεσία της Ε.Ε., αλλά επιβάλλεται επίσης έμμεσα και εξίσου αποτελεσματικά από τον ανταγωνισμό της Περιφέρειας. Σε αυτόν τον ανταγωνισμό τα πιο αδύναμα μέρη του δυτικού κόσμου υποκύπτουν και δεν μπορούν να υπερασπίσουν τα στάνταρ της προηγούμενης ζωής τους. Οι απειλές αυτές δεν προέρχονται μόνο από την Κίνα, την Ινδία και τις άλλες χώρες φτηνής παραγωγής.
Η πρώην Ανατολική Ευρώπη, που τώρα βρίσκεται εντός Ε.Ε. είναι ένας αναπάντεχος σύμμαχος της γερμανικής ηγεσίας, ένας ανταγωνιστής της Ελλάδας, με τις ανύπαρκτες συντάξεις και τους χαμηλότατους μισθούς, με την απουσία δημοκρατικών παραδόσεων. Πώς να αρθρώσεις την αντίσταση εναντίον αυτών των άλλων φτωχών; Στις χώρες αυτές, η μετακομμουνιστική πολιτική τάξη, χωρίς δημοκρατικές παραδόσεις, αυτοπεποίθηση και δική της παράδοση, αγκάλιασε με φανατισμό νεοφώτιστου τις νεοφιλελεύθερες συνταγές που καλά - καλά δεν είχαν εφαρμοστεί ούτε στις ίδιες τις χώρες από όπου προέρχονταν.
Οι συχνές πυκνές συγκρίσεις με τους μισθούς και τις συντάξεις της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας από τους ανθρώπους της τρόικας δείχνουν τις διαθέσεις του ευρωπαϊκού διευθυντηρίου. Τους χρησιμοποιούν ως εφεδρεία. Η Ελλάδα οφείλει να επιστρέψει στον γεωγραφικό της χώρο. Αν προσθέσεις σ' αυτό τη γερμανική κυριαρχία στις χώρες αυτές, καταλαβαίνεις το καινούργιο γεωπολιτικό πλαίσιο που διαμορφώνεται κάτω από την επίφαση και τους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Καμιά άλλη ευρωπαϊκή χώρα δεν μπορεί να αντισταθμίσει τη γερμανική επιρροή στο ανατολικό κομμάτι της Ευρώπης, από τη Βαλτική έως το Αιγαίο.
Η αντίσταση προϋποθέτει λίγο - πολύ γνωστούς κινδύνους. Τον εχθρό τον ξέρεις. Αλλά σήμερα, πολλές φορές, εκείνο που έχεις να αντιμετωπίσεις είναι αναπάντεχο. Η ενδεχομενικότητα σε έναν σύνθετο κόσμο δημιουργεί νέα προβλήματα, αλλά και ευκαιρίες. Πώς να μιλήσεις για αντίσταση στο πιεστικό ζήτημα των προσφύγων και των μεταναστών μέσα στο δεδομένο πλαίσιο που ορίζεται από τους πολέμους στην περιφέρεια της Μεσογείου και τους ευρωπαϊκούς κανονισμούς, που δεν επιτρέπουν την κινητικότητά τους στην υπόλοιπη Ευρώπη; Πώς να μιλήσεις για αντίσταση στην περίπτωση του Ισλαμικού Κράτους που περικυκλώνει τη Μεσόγειο; Πώς να μιλήσεις για αντίσταση στο παζλ της Ουκρανίας; Πώς να μιλήσεις για αντίσταση μπροστά σε κινδύνους άγνωστους, όπως μια πιθανή κατάρρευση της αγοράς αξιών στην Κίνα;
Για όλους αυτούς τους λόγους, αλλά και για άλλους πολλούς, το ζήτημα τώρα δεν είναι πλέον η αντίσταση, αλλά η ανθεκτικότητα. Η ικανότητα της αντοχής. Η ικανότητα να απορροφήσεις έναν κίνδυνο, ενδεχομένως να υποχωρήσεις, αλλά στη συνέχεια να συνέλθεις και να επανέλθεις στη φυσιολογική κατάσταση. Και οι κοινωνίες σήμερα έχουν ανάγκη από αυτή την ανθεκτικότητα. Γιατί η ανθεκτικότητα σημαίνει επιβίωση, σημαίνει μακροχρόνια στρατηγική, πολυσύνθετη ανάπτυξη ειδικών ικανοτήτων.
Πιστεύω ότι αυτό δεν είναι απλώς ένα θεωρητικό σχήμα, δανεισμένο από τη βιολογία και την οικολογία, δηλαδή την ανθεκτικότητα των οργανισμών και των οικολογικών συστημάτων να αντέξουν τις πιέσεις, να επιβιώσουν και να επανέλθουν (resilience). Η εποχή που ζούμε είναι μια εποχή που έχει τα χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος εν κινδύνω ή, καλύτερα, του περιβάλλοντος εν κινδύνοις.
Είχα υποστηρίξει, από την αρχή της κρίσης και με διάφορες ευκαιρίες, ότι όσα μας συμβαίνουν σήμερα δεν πρέπει να τα δούμε μέσα στα δίπολα λιτότητας - μη λιτότητας, Γερμανίας - Ελλάδας, ευρωπαϊκού Βορρά - Νότου ή άλλων διπολικών συστημάτων.
Συμβαίνει μια μεγάλη αλλαγή στον κόσμο. Αλλαγή παραγωγικών μοντέλων, γεωγραφικών οικονομικών ζωνών, αναδιάταξης κέντρων και Περιφερειών. Σε αυτή τη μεγάλη αλλαγή η Ευρώπη μεταβάλλεται, δεν συνεχίζει να είναι αυτό που ήταν, αναδιατάσσει τις περιφέρειές της, τις οικονομικές της κυριαρχίες. Σε ένα παρόμοιο σκηνικό, που είναι σκηνικό πολέμου, θα πρέπει να προβληθούν τα ελληνικά πράγματα για να είναι κατανοητά. Η κρίση και η πολιτική της κρίσης αλλάζουν την οικονομία και την κοινωνία της Ελλάδας. Μέσα σε αυτή την προοπτική, η αντίσταση έχει μεν ηθικό νόημα ως προς τις συμπεριφορές, αλλά στην προβολή της στη μεγάλη εικόνα είναι η ανθεκτικότητα που μετράει. Ανθεκτικότητα βιοτική, ώστε να μη διαρραγεί ο κοινωνικός ιστός, ανθεκτικότητα ηθική, ώστε να μην εξαχρειωθεί το αίσθημα του κόσμου, ανθεκτικότητα πολιτική, ώστε να συνεχίζει να υπάρχει μια δύναμη που μπορεί να προσβλέπει στην επούλωση των πληγών και στην αειφορία, στην εικόνα ενός μέλλοντος το οποίο είναι αναγκαίο για την επιβίωση του παρόντος.
Η Ελλάδα έπειτα από ένα δημοψήφισμα που κέρδισε και διατράνωσε την αντίστασή της, βρίσκεται απέναντι σε δυνάμεις υπέρτερες, αλλά θα έλεγα και μοχθηρές. Το ελληνικό παράδειγμα, το οποίο βρίσκει ανταπόκριση και συμπάθεια σε ένα μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης, πρέπει να καταστραφεί. Να εξοβελιστεί ή να συκοφαντηθεί διά της υποταγής. Τα πράγματα έχουν δρομολογηθεί προς την περίφημη έξοδο, η οποία θα πάρει τιμωρητικό χαρακτήρα.
Υποταγή ή έξοδος λοιπόν; Υποταγή ή αντίσταση; Στο δίλημμα αυτό θα απαντούσα ότι πρέπει να καθοδηγηθούμε από εκείνο που εξασφαλίζει την ανθεκτικότητα. Την ανθεκτικότητα της χώρας, αλλά και την ανθεκτικότητα της κυβέρνησης της Αριστεράς. Και θέλω εδώ να εξηγηθώ, γιατί δεν είναι εύκολο να διατυπώνεις σαφείς απαντήσεις σε δύσκολους και ρευστούς καιρούς.
Τόσο η έξοδος όσο και η αποδοχή ενός νέου Μνημονίου χρειάζονται διαχείριση. Και θα μπορούσε να υπάρξει καλή και κακή διαχείριση. Η πολιτική των Μνημονίων έως τώρα οδήγησε σε καταστροφές τη χώρα, τη γονάτισε επειδή, εκτός των άλλων, την εφαρμογή τους την ανέλαβαν κυβερνήσεις ψοφοδεείς, ιδιοτελείς και διεφθαρμένες. Η σημερινή κυβέρνηση έως τώρα απέδειξε ότι διαθέτει τα κύτταρα της αντίστασης, πάλεψε σκληρά έως την τελευταία στιγμή, δεν είναι ανάγκη να πέσει και επί των επάλξεων. Με την ίδια ικανότητα και προπαντός θέληση μπορεί να δράσει για να εξασφαλίσει την ανθεκτικότητα. Μέσα σε έναν μεταβαλλόμενο κόσμο, αν έχει θέληση, θα βρει ευκαιρίες για να ανατρέψει δυσμενείς συνθήκες, να κερδίσει έδαφος, να αλλάξει τις ισορροπίες. Αλλά πρέπει να είναι μέσα, όχι έξω. Να είναι μέσα καιροφυλακτώντας για το ενδεχόμενο, προετοιμαζόμενη με ένα σαρωτικό κύμα μεταρρυθμίσεων, να αλλάξει τα πάντα και να κερδίσει το χαμένο έδαφος στο εσωτερικό, να μεταβάλει ριζικά το πολιτικό τοπίο και τους εσωτερικούς συσχετισμούς δυνάμεων.
Ας θυμηθούμε την ιστορία του Κυρίου και του Υπηρέτη στον Χέγκελ. Στη συμβολική αυτή παραβολή, ο ένας, προκειμένου να μην πέσει ηρωικώς, δέχεται να αναγνωρίσει τον άλλο και να εργαστεί γι' αυτόν. Στο τέλος, όμως, αυτός είναι που κερδίζει, γιατί ο Κύριος αναλώνεται για να συντηρήσει την κυριαρχία του. Αυτό συνέβη αναρίθμητες φορές και η ανατροπή της ισχύος ανάμεσα στη Δύση και στις πρώην αποικίες της, τον αναδυόμενο κόσμο, είναι μια επαλήθευση της προβλεπτικότητας αυτού του μύθου.
«Και το δημοψήφισμα;» θα πείτε, «τι θα πούμε στον κόσμο αυτόν που είπε Όχι;». Μα το δημοψήφισμα αυτό δημιούργησε μια υποκειμενικότητα πολύ ισχυρή, τον πυρήνα θέλησης που ισχυροποιεί την ανθεκτικότητα και έχει καταστήσει τον πρωθυπουργό αναμφισβήτητο κυρίαρχο του πολιτικού πεδίου.
Επομένως το Όχι θα εκφραστεί με την εκκαθάριση του εσωτερικού πεδίου, εκείνων των προνομίων και των νοοτροπιών του ενός τρίτου της κοινωνίας ή, ακόμη, εκείνου του δεκάτου που κατά τη διάρκεια της κρίσης κέρδισε άλλο ένα 10% της εθνικής πίτας. Ισχυροποίηση των εσωτερικών ερεισμάτων δεν σημαίνει δημιουργία ενός νέου σκληροπυρηνικού καθεστώτος τσαβικού ή μαδερικού τύπου, αλλά σαρωτικές μεταρρυθμίσεις σε όλα τα πεδία, από τη Δικαιοσύνη έως την Παιδεία, τη Δημόσια Διοίκηση, την Υγεία, παντού.
Σημαίνει αναμόρφωση του πεδίου της ενημέρωσης, σημαίνει ένα αποτελεσματικό φορολογικό σύστημα και φορολόγηση της ολιγαρχίας. Σαρωτικές αλλαγές που θα ανατρέψουν ισορροπίες που δημιουργήθηκαν εδώ και πολλές δεκαετίες, κατεστημένα που δεν μπορούν να θιχτούν διαφορετικά πάρα μόνο κάτω από καθεστώς έκτακτης ανάγκης, όπως είναι αυτό που επιβάλλεται τώρα από το εξωτερικό. Χρειάζεται ένα γιακωβίνικο πνεύμα που θα σαρώσει τις εσωτερικές Βανδέες. Ανθεκτικότητα σημαίνει ανορθόδοξος πόλεμος, όχι πόλεμος χαρακωμάτων. Είναι τόσο πολλά που πρέπει να γίνουν σε αυτή την κοινωνία, ώστε οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση στο εξωτερικό πρέπει να χρησιμοποιηθούν ως μοχλός αλλαγών στο εσωτερικό. Ανθεκτικότητα είναι ο αίλουρος που παραμονεύει την ευκαιρία μέσα από την πυκνή φυλλωσιά του δέντρου, όχι ο σκύλος που φυλάει τα σύνορα στο γυμνό και χωρίς προφυλάξεις πεδίο.
Δημοσιεύτηκε στην Αυγή στις 11/7/2015
«Οι απαιτήσεις των δανειστών της Ελλάδας είχαν μέχρι τώρα καταστροφικές συνέπειες στην χώρα, μειώνοντας το ΑΕΠ κατά 25% και εκτινάσσοντας την ανεργία στο 28%.
Δεν πιστεύω ότι οι Ευρωπαίοι ηγέτες προσπάθησαν να τιμωρήσουν τους Έλληνες, αλλά χρησιμοποίησαν λανθασμένα μοντέλα. Η Ευρώπη και το ΔΝΤ είχαν προβλέψει μια γρήγορη ανάκαμψη, αλλά η πραγματικότητα είναι ότι ακολούθησε μια πολύ βαθιά ύφεση.
Πράγματι, η χώρα δεν εφάρμοσε όλες τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που προέβλεπαν τα προγράμματα. Ορισμένες από αυτές όφειλε να τις είχε κάνει, όπως το να βελτιώσει την συλλογή φόρων από τους πλουσίους. Άλλες θα είχαν νόημα αν η οικονομία βρισκόταν στο δρόμο της ανάκαμψης, αλλά όχι τώρα εν μέσω μιας βαθιάς ύφεσης. Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και αν η Ελλάδα είχε εφαρμόσει όλες τις μεταρρυθμίσεις, η κατάσταση σήμερα δεν θα είχε μεγάλες διαφορές όσον αφορά το ΑΕΠ.
Ενδεχομένως, περισσότεροι άνθρωποι να ήταν άνεργοι και θα υπήρχε ακόμα μεγαλύτερη δυστυχία. Δεν είναι η έλλειψη αυτών των μεταρρυθμίσεων που εμποδίζει την Ελλάδα να αναπτυχθεί. Άλλωστε η χώρα αναπτύχθηκε με ταχύτερο ρυθμό από την υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση από τα μέσα της δεκαετία του 1990 ως και την έναρξη της παγκόσμιας κρίσης (4% έναντι 2,6%).
Η μπάλα βρίσκεται τώρα στο γήπεδο των Ευρωπαίων ηγετών. Το ερώτημα είναι, θα επιμείνουν σε μια πολιτική που έχει αποδειχθεί καταστροφική ; Ή θα συνδυάσουν την επιθυμία να διατηρήσουν το ευρώ, με καλές οικονομικές πολιτικές και σεβασμό στην δημοκρατία; Μπορούν να μεταρρυθμίσουν το πακέτο μεταρρυθμίσεων;
Αυτή είναι η στιγμή για να αντισταθούν στην απερίσκεπτη λιτότητα» προσθέτει, λέγοντας πως πριν από τέσσερα χρόνια υποσχέθηκαν στην Ελλάδα ότι πρέπει να υπάρξει μια στρατηγική για την ανάπτυξη αλλά δεν έκαναν τίποτα για αυτό. Ένα μέρος του ελληνικού χρέους αναδιαρθρώθηκε, αλλά ήταν πολύ μικρό και έγινε καθυστερημένα. Όταν ξεκίνησε η κρίση το χρέος βρισκόταν κάπου στο 117% του ΑΕΠ, ενώ σήμερα, μετά την αναδιάρθρωση, είναι στο 177%.
Tώρα ακόμα και το ΔΝΤ ζητάει μια βαθιά αναδιάρθρωση χρέους. Σύμφωνα με τον ίδιο υπάρχουν πολλοί τρόποι με το οποίο μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο: η επιμήκυνση της διάρκειας των δανείων, η μείωση των επιτοκίων ή ακόμα και η διαγραφή μέρους του χρέους ή η μετατροπή του σε ομόλογα συνδεδεμένα με το ΑΕΠ.
Μια αναδιάρθρωση χρέους θα ευθυγραμμίσει τα συμφέροντα της Ελλάδας και των πιστωτών για μια γρήγορη επιστροφή στην ανάπτυξη.
Είναι ακόμα εφικτή μια συμφωνία που θα κρατάει την Ελλάδα στην ευρωζώνη. Μια βαθιά αναδιάρθρωση χρέους (που θα αναγνωρίζει ότι τα χρήματα που δεν μπορούν να αποπληρωθούν δεν θα αποπληρωθούν), πιο εύλογοι δημοσιονομικοί στόχοι όπως ένα πρωτογενές πλεόνασμα 1% και όχι 3,5% όπως απαιτούσε η Ευρώπη πριν από το δημοψήφισμα και εύλογες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, είναι το κλειδί.
Επιπλέον η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πρέπει να προσφέρει άμεσα ρευστότητα. «Ποιο είναι το νόημα σε μια νομισματική ένωση αν η κεντρική τράπεζα δεν λειτουργεί ως δανειστής έκτακτης ανάγκη; Αν δεν παρασχεθούν τα ευρώ που έχουν ανάγκη οι ελληνικές τράπεζες θα ισοδυναμεί με την έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη.
Ο ίδιος προειδοποιεί πως αν οι εταίροι της Ελλάδας συνεχίσουν στην ίδια πορεία που βρίσκονταν πριν από την κρίση, τότε δεν υπάρχει καμία ελπίδα. «Θα είναι κακό για την Ελλάδα, κακό για την Ευρώπη, κακό για την παγκόσμια οικονομία, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ. Ακόμα και αν το ευρώ επιβιώσει για λίγο, θα είναι η αρχή του τέλους. Στην επόμενη κρίση – και θα υπάρξουν και άλλες κρίσεις – θα διωχθεί κάποια άλλη χώρα» σημειώνει.
Δημοσιεύτηκε στο tvxs στις 8/7/2015
Είναι πλέον ξεκάθαρο, ή τουλάχιστον θα έπρεπε να είναι ξεκάθαρο, ότι το ελληνικό πρόγραμμα χωρίς μία γενναία ελάφρυνση χρέους ήταν από την αρχή καταδικασμένο σε αποτυχία.
Όσο κι αν προσπαθούσαν οι Έλληνες, η λιτότητα θα μείωνε το ΑΕΠ τους γρηγορότερα από ό,τι θα μείωνε το χρέος. Κι έτσι, η κατάσταση στο χρέος τους ήταν καταδικασμένη να επιδεινωθεί, κι ας προκαλούσε η προσπάθεια εξισορρόπησης του προϋπολογισμού τεράστια δεινά.
Σε αυτό το πρόβλημα δεν υπήρξε ούτε μια καλή, ή τουλάχιστον όχι απαράδεκτη, εναλλακτική λύση, δεδομένης της συμμετοχής της Ελλάδας στο ευρώ.
Ωστόσο, υπάρχει ένα ευρύτερης κλίμακας μάθημα από την κατάσταση στην Ελλάδα, το οποίο μας αφορά όλους – και δεν αναφέρομαι στο συνηθισμένο «μάθημα», ότι θα πρέπει να αλλάξουμε το δαπανηρό μας βίο, αλλιώς θα γίνουμε Ελλάδα.
Αυτό που μαθαίνουμε, αντιθέτως, είναι ότι η δημοσιονομική λιτότητα συνδυασμένη με ένα σκληρό νόμισμα είναι ένα τοξικό μείγμα. Η δημοσιονομική λιτότητα φέρνει την οικονομία σε ύφεση και σπρώχνει προς την κατεύθυνση του αποπληθωρισμού.
Εάν συνοδευτεί και με ένα σκληρό νόμισμα (στην περίπτωση της Ελλάδας είναι το ευρώ, αλλά κι οποιοδήποτε σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία, ο κανόνας του χρυσού ή κάθε είδους παρανοϊκός φόβος για τον πληθωρισμο εμπίπτει εδώ) τότε το αποτέλεσμα δεν είναι απλώς ύφεση και αποπληθωρισμός, αλλά πιθανότατα και η αποτυχία να μειωθεί το ποσοστό του χρέους ως προς το ΑΕΠ.
Αν θέλετε να συγκρίνετε, τότε προσέξτε το αγαπημένο παράδειγμα όλων των υποστηρικτών της λιτότητας, τον Καναδά της δεκαετίας του 1990. Ο Καναδάς είχε ένα ακαθάριστο χρέος περίπου 100% του ΑΕΠ, περίπου συγκρίσιμο με την Ελλάδα στις παραμονές της οικονομικής κρίσης. Στη συνέχεια προέβη σε μία αρκετά μεγάλη δημοσιονομική προσαρμογή – 6% του ΑΕΠ στο διαρθρωτικό ισοζύγιο, σύμφωνα με τις μετρήσεις του ΔΝΤ, κάτι που ισοδυναμεί μόλις με το ένα τρίτο αυτών που έκανε η Ελλάδα, είναι συγκρίσιμο όμως με τα προγράμματα άλλων χωρών της Ευρώπης με πρόβλημα χρέους. Η ανεργία, παρ' όλα αυτά, μειωνόταν σταθερά. Ποιο ήταν λοιπόν το μυστικό του Καναδά;
Η απάντηση ήταν το εύκολο χρήμα και η μεγάλη υποτίμηση του νομίσματος. Αυτά αντιστάθμισαν τα βάρη της λιτότητας, επιτρέποντας τη συνέχιση της ανάπτυξης.
Συνεπώς, πώς μπορεί αυτό να αποτελέσει ένα παράδειγμα σε συζητήσεις για θέματα πολιτικής των ΗΠΑ; Οι Ρεπουμπλικάνοι λατρεύουν να προειδοποιούν ότι η Αμερική θα μπορούσε να μετατραπεί σε Ελλάδα στο άμεσο μέλλον.
Αλλά κοιτάξτε το μείγμα πολιτικής που αποτελεί πλέον την de facto ορθοδοξία του ρεπουμπλικανικού κόμματος: δραστικές περικοπές στις κρατικές δαπάνες (ίσως αυτές αντισταθμίζονται από τις φορολογικές ελαφρύνσεις για τους πλούσιους, όμως αυτές δεν παρέχουν μεγάλη τόνωση), σε συνδυασμό με εμμονές και φόβους για τον επερχόμενο ευτελισμό του δολαρίου.
Δηλαδή, η συντηρητική πλευρά του πολιτικού φάσματος ΗΠΑ, κραδαίνοντας την Ελλάδα ως παράδειγμα προς αποφυγή, στην πράξη απαιτεί τη μίμηση του μείγματος πολιτικής που μετέτρεψε το ελληνικό χρέος σε μια ολοκληρωτική καταστροφή.
Δημοσιεύτηκε στο tvxs στις 8/7/2015
Ήταν φανερό εδώ και καιρό ότι η δημιουργία του ευρώ ήταν ένα τρομερό λάθος. Η Ευρώπη δεν είχε ποτέ τις προϋποθέσεις για ένα πετυχημένο κοινό νόμισμα- πάνω από όλα δεν είχε το είδος της δημοσιονομικής και τραπεζικής ένωσης, που για παράδειγμα, διασφαλίζει στις ΗΠΑ ότι όταν σκάσει μια «φούσκα» στη πολιτεία της Φλόριντα, η Ουάσινγκτον αυτόματα προστατεύει τους ηλικιωμένους της πολιτείας από πιθανούς κινδύνους στην ιατροφαρμακευτική τους περίθαλψη ή τις τραπεζικές τους καταθέσεις.
Η έξοδος από μια νομισματική ένωση, ωστόσο, είναι μια απόφαση πιο τρομακτική από αυτή της εισόδου και μέχρι τώρα οι προβληματικές οικονομίες της ηπείρου έχουν πολλές φορές υποχωρήσει ενώ βρίσκονται στο χείλος του γκρεμού.
Ξανά και ξανά, οι κυβερνήσεις έχουν ενδώσει στις απαιτήσεις των πιστωτών για σκληρή λιτότητα, ενώ η ΕΚΤ έχει καταφέρει να διαχειριστεί τον πανικό των αγορών.
Αλλά η κατάσταση στην Ελλάδα έχει φθάσει σε ένα σημείο που δείχνει να είναι χωρίς επιστροφή. Οι τράπεζες έκλεισαν προσωρινά και η κυβέρνηση επέβαλε capital controls... και την επόμενη εβδομάδα η χώρα θα κάνει δημοψήφισμα για το εάν πρέπει να αποδεχθούν τις απαιτήσεις της «τρόικας» για περισσότερη λιτότητα.
Η Ελλάδα θα πρέπει να ψηφίσει «όχι» και η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να είναι έτοιμη, εάν χρειαστεί, να φύγει από το ευρώ.
Για να γίνει κατανοητό γιατί το λέω αυτό θα πρέπει να καταλάβετε ότι τα περισσότερα -όχι όλα- τα περισσότερα από αυτά που έχετε ακούσει για την ασωτία και την ανευθυνότητα των Ελλήνων είναι λάθος.
Ναι, η ελληνική κυβέρνηση ξόδευε παραπάνω από όσα μπορούσε στα τέλη της δεκαετίας του 2000. Αλλά από τότε έχει πολλές φορές περικόψει δαπάνες και έχει αυξήσει φόρους. Ο δημόσιος τομέας έχει μειωθεί κατά 25% και οι συντάξεις (που ήταν ομολογουμένως υπερβολικά γενναιόδωρες) έχει μειωθεί δραστικά.
Εάν προσθέσει κανείς σε όλα αυτά τα μέτρα λιτότητας, θα ήταν υπεραρκετά για να εξαλειφθεί το αρχικό έλλειμμα και να υπάρξει ένα μεγάλο πλεόνασμα.
Γιατί συνέβη αυτό; Διότι η ελληνική οικονομία κατέρρευσε, κυρίως λόγω της λιτότητας, που παρασύρει τα έσοδα.
Και αυτή η κατάρρευση είχε να κάνει ως επί το πλείστον με το ευρώ, που παγίδευσε την Ελλάδα σε ένα οικονομικό ζουρλομανδύα.
Περιπτώσεις πετυχημένης λιτότητας, στις οποίες οι χώρες ελέγχουν τα ελλείμματά τους χωρίς να προκαλούν ύφεση της οικονομίας τους, τυπικά πετυχαίνουν με μεγάλες υποτιμήσεις των εθνικών νομισμάτων που κάνουν τις εξαγωγές πιο ανταγωνιστικές.
Αυτό συνέβη στον Καναδά τη δεκαετία του 1990 και ως ένα μεγάλο σημείο, αυτό συνέβη και στην Ισλανδία πρόσφατα. Αλλά η Ελλάδα χωρίς το δικό της νόμισμα, δεν είχε αυτή την επιλογή.
Αυτή λοιπόν είναι η αιτιολόγηση υπέρ ενός Grexit? Όχι κατ' ανάγκη.
Το πρόβλημα με το Grexit πάντα ήταν ο κίνδυνος ενός χρηματοπιστωτικού χάους, αναταραχής στο τραπεζικό σύστημα από πανικόβλητες αναλήψεις και προβλημάτων στις επιχειρήσεις και λόγω των τραπεζών και λόγω της αβεβαιότητας.
Γι' αυτό και οι ελληνικές κυβερνήσεις έχουν αποδεχθεί τις απαιτήσεις για λιτότητα και γι' αυτό ακόμα και ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν έτοιμος να δεχθεί τη λιτότητα που είχε ήδη επιβληθεί.
Αυτό που στην πραγματικότητα ζήτησε είναι να παγώσει η περαιτέρω λιτότητα. Αλλά η τρόικα ούτε να το ακούσει.
Είναι εύκολο να χαθεί κανείς στις λεπτομέρειες, αλλά το ουσιαστικό σημείο τώρα είναι ότι έχει παρουσιαστεί στην Ελλάδα μια πρόταση «τελεσίγραφο», που στην πραγματικότητα είναι ίδια με τις πολιτικές των τελευταίων πέντε ετών.
Αυτή είναι μια πρόταση που ο Αλέξης Τσίπρας δεν μπορεί να αποδεχθεί, διότι θα κατέστρεφε τους πολιτικούς λόγους ύπαρξής του. Και πιθανότατα αυτός ήταν και ο σκοπός της.
Στόχος επομένως πρέπει να είναι να τον διώξουν από την εξουσία, πράγμα που ίσως συμβεί εάν οι Έλληνες φοβισμένοι αρκετά από την αντιπαράθεση με την τρόικα - πουν "ναι" στο δημοψήφισμα.
Δεν θα πρέπει να το κάνουν για τρεις λόγους:
► Πρώτον, τώρα ξέρουμε ότι η ακόμα πιο σκληρή λιτότητα είναι αδιέξοδο: μετά από πέντε χρόνια η Ελλάδα είναι σε χειρότερη κατάσταση από ό,τι πριν.
► Δεύτερον, το χειρότερο από το προβλεπόμενο χάος έχει ήδη συμβεί. Με τις τράπεζες κλειστές και την επιβολή των capital controls δεν μπορεί να γίνει πολύ περισσότερο κακό.
► Και τέλος, η υποχώρηση στο τελεσίγραφο της τρόικας θα αντιπροσωπεύει την τελική παραχώρηση και τους τελευταίου προσχήματος ανεξαρτησίας της Ελλάδας.
Μη σας ξεγελάνε οι ισχυρισμοί ότι οι αξιωματούχοι της τρόικας είναι απλώς τεχνοκράτες που εξηγούν στους αδαείς Έλληνες τι πρέπει να γίνει.
Αυτοί οι υποτιθέμενοι τεχνοκράτες είναι στην πραγματικότητα φαντασιόπληκτοι που έχουν αγνοήσει κάθε τι που γνωρίζουμε για τη μακροοικονομία και σε κάθε βήμα τους κάνουν λάθος.
Όλα αυτά γίνονται για την εξουσία- την εξουσία των πιστωτών να τραβήξουν την πρίζα από την ελληνική οικονομία. Κι αυτό θα εξακολουθεί να είναι το διακύβευμα όσο η έξοδος από το ευρώ θα είναι αδιανόητη.
Ήρθε λοιπόν η ώρα να μπει ένα τέλος σε αυτό που φαίνεται αδιανόητο. Αλλιώς η Ελλάδα θα έχει να αντιμετωπίσει μια ατελείωτη λιτότητα και μια ύφεση χωρίς ορατό τέλος.
* Αμερικανός οικονομολόγος, πανεπιστημιακός και συγγραφέας, βραβευμένος με το Βραβείο Νόμπελ Οικονομικών Επιστημών.
Δημοσιεύτηκε στο Βήμα και στην Εφημερίδα των Συντακτών στις 29.06.2015
Η πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου ρίχνει άπλετο φως στο κατασκευαστικό λάθος μιας νομισματικής ένωσης χωρίς πολιτική ένωση. Όλοι οι πολίτες θα έπρεπε να είναι ευγνώμονες στον Μάριο Ντράγκι, διότι με μια και μοναδική φράση προστάτεψε το άμεσα απειλούμενο από την καταστροφή νόμισμά τους.
Με την ανακοίνωσή του ότι θα αγοράσει εν ανάγκη κρατικά ομόλογα σε απεριόριστο ύψος, έβγαλε τα κάστανα από τη φωτιά. Έπρεπε να προλάβει, διότι οι ηγέτες (των χωρών της Ε.Ε.) ήταν ανίκανοι να δράσουν προς όφελος των κοινών συμφερόντων, έμειναν αιχμάλωτοι των καθ΄ έκαστον εθνικών συμφερόντων και επέμειναν στην ακαμψία?.
Το ελληνικό εκλογικό αποτέλεσμα είναι ψήφος κατά της ταπεινωτικής δυστυχίας.
Εκείνα τα δραματικά γεγονότα του 2012 εξηγούν γιατί ο Μάριο Ντράγκι κολυμπά αντίθετα με το ρεύμα μιας κοντόφθαλμης, ακέφαλης πολιτικής. Μετά την κυβερνητική αλλαγή στην Ελλάδα έλαβε αμέσως το λόγο : «Χρειαζόμαστε ένα ποιοτικό άλμα για την θεσμική σύγκλιση?. Πρέπει να ξεφύγουμε από ένα σύστημα κανόνων της εθνικής οικονομικής πολιτικής και αντ΄ αυτής να παραχωρήσουμε σε περισσότερη ανεξαρτησία των κοινών θεσμών». Ακόμα και αν δεν θα το ανέμενε κανείς από έναν πρώην τραπεζίτη της Goldman-Sachs, (ο Ντράγκι) ήθελε να συνδυάσει αυτές τις καθυστερημένες θεσμικές μεταρρυθμίσεις με «περισσότερη δημοκρατική λογοδοσία».
Εδώ μίλησε κάποιος ο οποίος είχε διαπιστώσει ότι με τη διαμάχη, η οποία διεξαγόταν κεκλεισμένων των θυρών μεταξύ των ηγετών, οι οποίοι σκέφτονται μόνο του εκλογείς-πελάτες τους, δεν θα φτάσουμε στις αναγκαίες δημοσιονομικές, οικονομικές και κοινωνικοπολιτικές αποφάσεις. Σήμερα, τρεις μήνες αργότερα η ΕΚΤ ασχολείται ξανά με το να αγοράσει χρόνο με έκτακτα δάνεια για κυβερνήσεις που δεν μπορούν να δράσουν.
Επειδή για τη γερμανική κυβέρνηση τα συμφέροντα των επενδυτών ήδη από το Μάιο του 2012 ήταν σημαντικότερα από το κούρεμα του ελληνικού χρέους για την εξυγίανση της ελληνικής οικονομίας, βρισκόμαστε ξανά σε κρίση. Τώρα έρχεται στην επιφάνεια η ύπαρξη ενός άλλου θεσμικού ελλείμματος.
Το ελληνικό εκλογικό αποτέλεσμα είναι η ψήφος ενός έθνους, το οποίο αντιστέκεται με ξεκάθαρη πλειοψηφία κατά μιας -τόσο- ταπεινωτικής όσο- και καταπιεστικής κοινωνικής εξαθλίωσης, εξαιτίας της επιβληθείσας στη χώρα πολιτικής λιτότητας. Επί της ψήφου καθεαυτής δεν μπορεί να υπάρξει καμιά παρερμηνεία : Ο λαός απορρίπτει τη συνέχιση μιας πολιτικής της οποίας την αποτυχία έχει ζήσει δραστικά στο πετσί του. Εξοπλισμένη με αυτή τη δημοκρατική νομιμοποίηση η ελληνική κυβέρνηση προσπαθεί να επιφέρει μια αλλαγή πολιτικής στην ευρωζώνη.
Βρίσκεται, όμως, αντιμέτωπη στις Βρυξέλλες με τους εκπροσώπους των άλλων 18 κυβερνήσεων οι οποίοι δικαιολογούν την απόρριψή τους με την ψυχρή παραπομπή στη δική τους δημοκρατική εντολή.
Το βέβαιον είναι, ότι επί της ουσίας πρόκειται για μια ξεροκέφαλη επιμονή σε μια πολιτική λιτότητας, η οποία δεν γίνεται κυρίως αντικείμενο κριτικής μόνο στη διεθνή επιστήμη, αλλά είχε βάρβαρες συνέπειες στην Ελλάδα και αποδεδειγμένα έχει αποτύχει.
Πρέπει να καταστεί σαφές το απρεπές, μάλλον σκανδαλώδες της άρνησης (για πολιτικές διαπραγματεύσεις): Ο συμβιβασμός δεν αποτυγχάνει σε μερικά δις περισσότερα ή λιγότερα, ούτε καν σε αυτόν ή τον άλλο όρο, αλλά μόνο στην ελληνική απαίτηση, την απαίτηση της οικονομίας και του λαού, τον οποίο εκμεταλλεύθηκαν οι διεφθαρμένες ελίτ, για κούρεμα ή κάποια αντίστοιχη ρύθμιση, για παράδειγμα ένα μνημόνιο διαγραφής σε συνδυασμό με ανάπτυξη, ώστε να καταστεί δυνατή μια νέα αρχή. Αντ΄αυτής οι δανειστές επιμένουν στην αναγνώριση του βουνού του χρέους, το οποίο δεν μπορεί να αντέξει η ελληνική οικονομία. Επιμένουν, δηλαδή, παρά τις αμφιβολίες στην τυπική αναγνώριση ενός πραγματικά ασήκωτου βάρους του χρέους.
Μέχρι πρότινος επέμεναν, μάλιστα, στην απόλυτη εφαρμογή της εξωπραγματικής απαίτησης ενός πρωτογενούς πλεονάσματος πάνω από 4%. Μειώθηκε, βέβαια, στο επίσης μη ρεαλιστικό 1%, αλλά το μέλλον της Ε.Ε. εξαρτάται από την απαίτηση τω δανειστών να διατηρήσουν μια φαντασίωση.
Φυσικά και υπάρχουν πολιτικοί λόγοι για την επιμονή αυτή, φοβούνται ένα ντόμινο και η Άγγελα Μέρκελ δεν αισθάνεται ασφαλής με τη δική της πλειοψηφία στο γερμανικό κοινοβούλιο. Αλλά μια λάθος πολιτική πρέπει υπό το πρίσμα των αντιπαραγωγικών συνεπειών να αναθεωρηθεί με τον ένα ή με τον άλλον τρόπο.
Δεν μπορώ να αξιολογήσω κατά πόσον η στρατηγική της ελληνικής κυβέρνησης είναι μελετημένη.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, είναι προφανές ότι οι Βίτελμπαχ δεν έφτιαξαν ένα λειτουργούν κράτος. Εν τούτοις, δεν μπορεί να εξηγηθεί γιατί η ελληνική κυβέρνηση καθιστά δύσκολη την κατανόηση της γραμμής της, ακόμα και σε αυτούς που την συμπαθούν. Δεν διακρίνει κανείς μια λογική προσπάθεια να συνάψει συνασπισμούς, στο αν οι αριστεροί εθνικιστές υποστηρίζουν μια εθνοκεντρική προσέγγιση της αλληλεγγύης και αν θέλουν να παραμείνουν στην ευρωζώνη από φρόνιμους λόγους ή αν η προοπτική τους ξεφεύγει από τα όρια του εθνικού κράτους.
Ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ θα έπρεπε να αναπτύξουν ένα μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, ώστε να το παρουσιάσουν στους εταίρους διαπραγματευτές τους στις Βρυξέλλες και το Βερολίνο . Ο Αμάρτια Σεν συνέκρινε ήδη τον περασμένο μήνα την επιβληθείσα από τη γερμανική κυβέρνηση πολιτική λιτότητας, με ένα φάρμακο το οποίο περιέχει ένα τοξικό μίγμα από αντιβιοτικά και ποντικοφάρμακο.
Η ελληνική κυβέρνηση θα έπρεπε να αποκρούσει με συνέπεια τις νεοφιλελεύθερες θρασύτητες με ένα κεϋνσιανικό διαχωρισμό του φάρμακου της Μέρκελ, αλλά συγχρόνως να γίνει αξιόπιστη προχωρώντας σε εκμοντερνισμό του κράτους και της οικονομίας, να προχωρήσει σε επιμερισμό των βαρών, στην καταπολέμηση της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής.
Αντ΄αυτών στράφηκαν στις ηθικολογίες -σε ένα παιχνίδι επικρίσεων.
Η αδύναμη εμφάνιση της ελληνικής κυβέρνησης δεν αλλάζει τίποτα στο σκάνδαλο, το οποίο αποτελείται από το γεγονός ότι οι πολιτικοί στις Βρυξέλλες και το Βερολίνο αρνούνται να προσεγγίσουν τους συναδέλφους τους από την Αθήνα ως πολιτικούς. Εμφανίζονται βέβαια ως πολιτικοί, αλλά μιλάνε μόνο με τον οικονομικό τους ρόλο ως δανειστές. Αυτή η μεταμόρφωση σε ζόμπι, έχει το νόημα να δώσουν στην υποκρυπτόμενη χρεοκοπία του (ελληνικού) κράτους τη μορφή μιας διαδικασίας απολιτικής, ως εάν επρόκειτο για ιδιωτικού δικαίου διαδικασία ενώπιον αστικών δικαστηρίων.
Διότι έτσι είναι ακόμα πιο εύκολο να αποκρυβεί η πολιτική συνευθύνη τους. Ο Τύπος μας γελοιοποιεί την πράξη της μετονομασίας της τρόικας, είναι πράγματι κάτι σαν μια μαγική πράξη. Σε αυτήν, όμως, εκφράζεται η νόμιμη επιθυμία να εμφανιστεί πίσω από τη μάσκα των δανειστών πραγματικά το πρόσωπο των πολιτικών. Διότι μόνον τότε μπορούν να κληθούν για λογοδοσία ως πολιτικοί για μια αποτυχία η οποία εξαπλώθηκε μαζικά.
Η Άγγέλα Μέρκελ έβαλε εξ αρχής το ΔΝΤ στο πλοίο με τις αμφισβητούμενες ενέργειές της για τη σωτηρία (της Ελλάδας). Αυτό είναι υπεύθυνο για τη δυσλειτουργία του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος, ως θεράπων ιατρός φροντίζει για τη σταθερότητά του και ενεργεί, επομένως, προς το κοινό συμφέρον των επενδυτών , ιδίως των θεσμικών επενδυτών.
Ως σκάνδαλο μέσα στο σκάνδαλο, είναι η δυστοκία με την οποία αντιμετωπίζει τον ηγετικό της ρόλο η γερμανική κυβέρνηση. Η Γερμανία οφείλει την ώθηση στην οικονομική της ανάπτυξη - από την οποία ακόμα και σήμερα τρέφεται- , στην εξυπνάδα των δανειστών-εθνών, τα οποία διέγραψαν περίπου το μισό των οφειλών της με το σύμφωνο του Λονδίνου το 1953.
Αλλά δεν είναι μόνο η ηθική αμηχανία, αλλά και πολιτικός πυρήνας του θέματος : οι πολιτικές ελίτ της Ευρώπης δεν επιτρέπεται πλέον να κρύβονται πίσω από τους ψηφοφόρους τους και οι ίδιοι να αποφεύγουν τις εναλλακτικές προ των οποίων τίθεται μια πολιτικά ανολοκλήρωτη νομισματική ένωση. Είναι οι πολίτες, όχι οι τράπεζες οι οποίοι πρέπει να έχουν τον τελευταίο λόγο για το ευρωπαϊκό πεπρωμένο.
* Γερμανός Φιλόσοφος και Κοινωνιολόγος
Δημοσιεύτηκε στην Αυγή στις 23.06.2015
Η ολοένα και κλιμακούμενη ένταση και η πικρία στην Ευρώπη μπορεί να φαίνεται, σε όσους παρακολουθούν από εξωτερική θέση τις εξελίξεις, ως ένα αναπόφευκτο αποτέλεσμα του πικρού φινάλε της αντιπαράθεσης μεταξύ της Ελλάδας και των δανειστών. Στην πραγματικότητα, οι ευρωπαίοι ηγέτες έχουν ήδη ξεκινήσει να αποκαλύπτουν την πραγματική φύση της συνεχιζόμενης διαμάχης σχετικά με το χρέος, και η απάντηση δεν είναι ευχάριστη: το διακύβευμα είναι τελικά η ισχύς και η δημοκρατία πολύ περισσότερο από τα χρήμα και την οικονομία.
Οπωσδήποτε, τα οικονομικά μέτρα που κρύβονται πίσω από το πρόγραμμα της Τρόικα (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο) και τα οποία επιβλήθηκαν στην Ελλάδα πέντε χρόνια πριν υπήρξαν ακραία, οδηγώντας σε μια ύφεση της τάξης του 25% στο ΑΕΠ της χώρας. Δε μπορώ να σκεφτώ μια παρόμοια περίπτωση λιτότητας που να έχει οδηγήσει σε τέτοιες καταστροφικές συνέπειες: Για παράδειγμα, το ποσοστό της νεανικής ανεργίας στην Ελλάδα ξεπερνά σήμερα το 60%.
Είναι εντυπωσιακό ότι η Τρόικα έχει αρνηθεί να αποδεχτεί την ευθύνη για ο,τιδήποτε από αυτά ή να παραδεχτεί το πόσο εσφαλμένες υπήρξαν οι προβλέψεις της και πόσο εσφαλμένα αυτά τα μοντέλα. Αλλά αυτό που είναι ακόμη πιο εντυπωσιακό, είναι ότι οι ευρωπαίοι δεν έχουν ακόμη μάθει κάτι σχετικά. Η Τρόικα ακόμη απαιτεί η Ελλάδα να πετύχει ένα πρωτογενές πλεόνασμα (εξαιρουμένων των πληρωμών τόκων) της τάξεως του 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2018.
Οι οικονομολόγοι σε όλο τον κόσμο έχουν καταδικάσει αυτόν τον σκοπό ως τιμωρητικό, γιατί η εξυπηρέτησή του θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε περαιτέρω εμβάθυνση της ύφεσης. Πράγματι, ακόμη κι εάν το χρέος της Ελλάδας αναδιαρθρωθεί πέρα από οποιοδήποτε σημείο μπορούμε να φανταστούμε, η χώρα θα παραμείνει σε ύφεση αν οι ψηφοφόροι δεσμευτούν να υπηρετήσουν το στόχο που έχει θέσει η Τρόικα στο δημοψήφισμα που θα λάβει χώρα την Κυριακή.
Με όρους μετασχηματισμού ενός μεγάλου πρωτογενούς ελλείμματος σε πλεόνασμα, λίγες χώρες έχουν πετύχει, αυτό που πέτυχαν οι έλληνες μέσα στα τελευταία πέντε χρόνια. Αν και με όρους ανθρώπινου κόστους και πτώσης του επιπέδου της ποιότητας της ζωής το ποσοστό παραμένει δραματικά υψηλό, οι πρόσφατες προτάσεις της κυβέρνησης φαίνεται να είχαν διανύσει ένα μακρύ δρόμο με στόχο να προσεγγίσουν τις απαιτήσεις των δανειστών.
Πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι: σχεδόν κανένα μέρος του υψηλού χρηματικού ποσού που δόθηκαν ως δάνειο στην Ελλάδα δεν πήγε στην πραγματικότητα εκεί. Προορίστηκε για την αποπληρωμή δανειστών του ιδιωτικού τομέα -συμπεριλαμβανομένων των γερμανικών και γαλλικών τραπεζών. Η Ελλάδα πήρε μία εξευτελιστική αμοιβή, αλλά πλήρωσε, την ίδια στιγμή, μεγάλο τίμημα για να την επιβίωση αυτών των τραπεζικών συστημάτων. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και άλλοι «επίσημοι» πιστωτές δε χρειάζονται τα χρήματα που ζητιούνται. Μέσα σε ένα σενάριο «κάνοντας τη δουλειά ως συνήθως» τα χρήματα που εισπράχθηκαν κατά το πιθανότερο θα καταλήξουν να δανειστούν εκ νέου στην Ελλάδα.
Αλλά και πάλι το θέμα δεν είναι τα χρήματα. Είναι για την χρήση «προθεσμιών» που θα αναγκάσουν την Ελλάδα να γονατίσει, να δεχτεί αυτό που είναι απαράδεκτο -όχι μόνο μέτρα λιτότητας, αλλά και άλλες τιμωρητικές πολιτικές.
Γιατί, όμως, η Ευρώπη να κάνει κάτι τέτοιο; Γιατί οι ηγέτες της Ευρωπαικής Ένωσης αντιστέκονται στο δημοψήφισμα και αρνούνται να δώσουν μία ολιγοήμερη παράταση στην προθεσμία της 30ης Ιουνίου για την αποπληρωμή της επόμενης δόσης προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο; Δεν γίνονται όλα στην Ευρώπη για την δημοκρατία;
Το Γενάρη οι έλληνες πολίτες ψήφισαν για μια κυβέρνηση που είχε δεσμευτεί για τον τερματισμό της λιτότητας. Εάν η κυβέρνηση είχε εκπληρώσει τις προεκλογικές δεσμεύσεις της, θα είχε ήδη απορρίψει την πρόταση. Αλλά ήθελε να δώσει την ευκαιρία στον ελληνικό λαό να τοποθετηθεί πάνω σε αυτό το τόσο σημαντικό για την μελλοντική ευημερία της χώρας τους ζήτημα. Αυτή η ανησυχία για τη λαϊκή νομιμοποίηση είναι ασυμβίβαστη με τις πολιτικές της ευρωζώνης, που ποτέ δεν ήταν και τόσο δημοκρατικές. Τα περισσότερα μέλη-κυβερνήσεις της δεν επιδίωκαν την έγκριση των λαών τους για την παράδοση της νομισματικής κυριαρχίας τους στην ΕΚΤ. Όταν η Σουηδία το έπραξε, οι σουηδοί είπαν όχι. Αντιλαμβάνονταν ότι η ανεργία θα αυξανόταν εάν η νομισματική πολιτική της χώρας καθοριζόταν από μια κεντρική τράπεζα που μεριμνούσε μονόπλευρα για τον πληθωρισμό (και επίσης ότι δεν θα υπήρχε επαρκής μέριμνα για την χρηματοπιστωτική σταθερότητα). Η οικονομία θα υπέφερε, γιατί το οικονομικό μοντέλο στο οποίο στηρίζεται η ευρωζώνη είχε ως βασική προϋπόθεση τις σχέσεις εξουσίας εις βάρος των εργαζομένων. Και, ασφαλώς, αυτό που βλέπουμε σήμερα, 16 χρόνια μετά την θεσμοθέτηση αυτών των σχέσεων στην ευρωζώνη, βρίσκεται στον αντίποδα της δημοκρατίας: Πολλοί ευρωπαίοι ηγέτες θέλουν να δουν το τέλος του Πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα και της αριστερής του κυβέρνησης. Εξάλλου, είναι εξαιρετικά ενοχλητικό να υπάρχει στην Ελλάδα μια κυβέρνηση που αντιτίθεται με τέτοιο τρόπο σε αυτές τις πολιτικές που έχουν κάνει τόσα πολλά, ώστε να αυξηθεί η ανισότητα σε τόσες πολλές προηγμένες χώρες και η οποία είναι τόσο αφοσιωμένη στον περιορισμό της ανεξέλεγκτης εξουσίας του πλούτου. Φαίνεται ότι είναι πεπεισμένοι ότι μπορούν να ρίξουν την ελληνική κυβέρνηση με το να την εκβιάζουν να αποδεχτεί μια συμφωνία που έρχεται σε αντίθεση με την εντολή την οποία έχει λάβει.
Είναι δύσκολο να συμβουλεύσουμε τους έλληνες για το πώς θα ψηφίσουν στις 5 Ιούλη. Ούτε η εναλλακτική λύση -έγκριση ή απόρριψη των όρων της τρόικας- θα είναι εύκολη, ενώ και τα δυο ενέχουν υπερβολικό ρίσκο. Ένα ΝΑΙ θα σήμαινε μια χωρίς τέλος ύφεση. Ίσως μια χώρα στα πρόθυρα της εξάντλησης -μια χώρα που έχει ξεπουλήσει όλα τα περιουσιακά στοιχεία της και της οποίας η νεολαία έχει μεταναστεύσει- θα μπορούσε τελικά να καταφέρει διαγραφή του χρέους της. Ίσως, έχοντας συρρικνωθεί σε μια μεσαίου εισοδήματος οικονομία, η Ελλάδα μπορεί τελικά να καταφέρει να λάβει βοήθεια από την Παγκόσμια Τράπεζα. Αυτά όλα είναι πιθανό να συμβούν την επόμενη ή μεθεπόμενη δεκαετία.
Αντίθετα, το ΟΧΙ θα δώσει τουλάχιστον τη δυνατότητα στην Ελλάδα, μια χώρα με ισχυρή δημοκρατική παράδοση, να πάρει την τύχη της στα δικά της χέρια. Ο ελληνικός λαός μπορεί να έχει την ευκαιρία να σχεδιάσει ένα μέλλον, το οποίο, ίσως, χωρίς την ευημερία του παρελθόντος είναι πολύ πιο αισιόδοξο από το σημερινό ασυνείδητο βασανιστήριο.
Εγώ ξέρω πως θα ψήφιζα.
* Αμερικανός Oικονομολόγος και Kαθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, βραβευμένος με το Βραβείο Νόμπελ Οικονομικών Επιστημών.
Δημοσιεύτηκε στην στην Εφημερίδα των Συντακτών και στο tvxs.gr στις 29/6/2015
"Ασκώ τα Δικαιώματα μου, στην Ευρώπη του Αύριο"-30.01.2015/ Γ. Πλειός by Koinoniapoliton on Mixcloud
"Ασκώ τα Δικαιώματα μου, στην Ευρώπη του Αύριο"-06.02.2015/ Π. Λινάρδος-Ρυλμόν, Γ. Παγουλάτος by Koinoniapoliton on Mixcloud
"Ασκώ τα Δικαιώματα μου, στην Ευρώπη του Αύριο"-20.02.2015/ Γ. Δουράκης, Γ. Παπαγεωργίου, Θ. Γκόγκας by Koinoniapoliton on Mixcloud
"Ασκώ τα Δικαιώματα μου, στην Ευρώπη του Αύριο"- 13.03.2015/ Ιωάννης Θεοδοσίου, Ελένη Μπούρα by Koinoniapoliton on Mixcloud