Πέμπτη, 02 Μάιος 2024

Η ιστορία της είδησης και λοιπές τελετουργίες

Ποιο είναι το έδαφος που ευνοεί τη διάδοση του ψευδογεγονότος και ποιο το λίπασμά του; Κατ' αρχήν –όσο παράξενο κι αν φαίνεται– την ψευδοείδηση και το ψευδογεγονός τα εκτρέφει η ειλικρινής επιθυμία μας να είμαστε συνεχώς on line, να είμαστε ενήμεροι όσο το δυνατόν περισσότερο και όσο πιο σφαιρικά γίνεται και, μάλιστα, να γνωρίζουμε περισσότερα δεδομένα απ' όσα πράγματι υπάρχουν.

Κατά δεύτερον, έχει αλλάξει όλο το περιεχόμενο του μηχανισμού που αποκαλούμε «παραγωγή της ενημέρωσης».

Δηλαδή, αυτό που αποκαλείται με μία μόνον λέξη και μάλιστα στον ενικό «δημοσιογραφία», αντί να παραθέτει στα μάτια του κοινού μια σαφή εικόνα του κόσμου, του δημόσιου βίου, της ιεράρχησης των δημόσιων ζητημάτων και να παράγει αποκαλύψεις, κατά μία έννοια, κάνει ακριβώς το αντίθετο.

Αρκετοί κρίνονται ως προς τη δεινότητά τους στους υπαινιγμούς, ως προς τις έγκυρες (υποτιθέμενες) πηγές τους τις οποίες μονίμως συγκαλύπτουν και τη συσκότιση των γεγονότων ώστε να δικαιολογηθεί το άπλετο φως που θα ρίξουν οι δικές τους –αποκλειστικές κατά το δυνατόν– ανταποκρίσεις και ρεπορτάζ.

Τι έχει αλλάξει από την εποχή της νεωτερικότητας; Εχει αλλάξει η σχέση μας με την αλήθεια και η εννόηση του πρωτείου ως προς τις εξουσίες. Για παράδειγμα, την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης ήταν σαφέστερος ο ρόλος και το εύρος της τέταρτης εξουσίας, του Τύπου.

Οι μεγάλες λαϊκές μάζες ορμούσαν στο προσκήνιο, οι άνθρωποι γίνονταν μέτοχοι μιας κοινωνίας που άλλαζε, και άλλαζε και με τη δική τους δράση∙ βαφτίζονταν σε έναν νέο άγνωστο γι' αυτούς χώρο, τον δημόσιο χώρο∙ εισέρχονταν σε άγνωστα νερά και ο δημοσιογράφος ήταν ο αρωγός τους, ο εξερευνητής τους, ο βοηθός τους, ο διαφωτιστής τού καθ' ημέραν βίου, ο αποκωδικοποιητής των γρίφων και ο κατήγορος των αδικιών.

Στην ύστερη νεωτερικότητα, μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η δημοσιογραφία έγινε επαγγελματική. Σήμερα, μιλάμε για αυτοκράτορες και αυτοκρατορίες του Τύπου, για αυλικούς και εθελόδουλους.

Στη μετανεωτερικότητα, ο Τύπος θέλει να γίνει, τουλάχιστον, δίδυμη –αν όχι η πρώτη– εξουσία και αρκετοί θεράποντές του είναι τόσο αυτάρεσκοι και νάρκισσοι που θεωρούν τον κόσμο του δικού τους Νιντέντο πιο πραγματικό από τον έξω κόσμο.

Οι Δημάδης και Σουλτογιάννης θέλησαν να κρατήσουν ανοιχτό το κύκλωμα. Εν συνεχεία, θα φώτιζαν το σκότος με τις αποκαλύψεις τους.

Επιχείρησαν ένα σλάλομ σε κρημνώδεις θεωρητικές άκρες της επικοινωνίας και του κόσμου των ειδήσεων: ανάμεσα στον κόσμο των στερεοτύπων του Αμερικανού δημοσιολόγου Ουόλτερ Λίπμαν, ο οποίος υποστήριξε ότι αποκωδικοποιούμε την πραγματικότητα με βάση αυτά που ξέρουμε γι' αυτήν εκ των προτέρων, και του Γάλλου Ζαν Μποντριγιάρ, που υποστήριξε ότι αληθινό είναι ό,τι παίζει η τηλεόραση.

Ομως, τα άτομα αυτά είναι γεννήματα της δικής μας κοινωνίας και θύματα του δικού τους παιχνιδιού – όπως το κατανόησαν. Είναι επιτομές των προταγμάτων και της φαυλότητάς μας με κάθε τίμημα. Είναι παιδιά της κοινωνίας που δεν τιμώρησε την εξαπάτηση, αλλά την επιβράβευσε.

Είναι τέκνα της εθελοδουλείας, της ελαφρότητας και της φενάκης, του κόσμου εκείνης της δημοσιογραφίας που δεν έχει καμία σχέση με αρετές και ηθική, που έχει αναγάγει σε τέχνη την άρνηση της αλήθειας.

Το τρομακτικό είναι ότι προσπάθησαν να κατασκευάσουν ένα ψευδές γεγονός, στηριζόμενοι (όπως οι περισσότεροι) πάνω σε μια αληθή γενικευτική υπόθεση: τις σπατάλες των δημόσιων λειτουργών.

Από κει και πέρα, σε μια κουλτούρα ενημέρωσης όπου η παρακολούθηση των «ειδήσεων» μοιάζει να είναι περισσότερο τελετουργική και λιγότερο ενημερωτική, η ψευδοείδηση κυλάει και πιάνει.

Την τελετουργία ή καλύτερα την «ψευδοείδηση ως τελετουργία» την καθαγιάζουν το στιλ, η αισθητική της παρουσίασης (συμπληρωματικές λεζάντες, «αποκλειστικό», «σε ζωντανή σύνδεση», «συμβαίνει τώρα» με πομπώδες ύφος, με ιεροφάντες παρουσιαστές, με απίστευτα ρεπορτάζ, σχετικά οπτικά εφέ κ.λπ.).

Από την εμπειρία της κατανάλωσης της ενημέρωσης, απουσιάζει κάθε ορθολογικότητα. Η εμπειρία δεν αφορά πλέον ό,τι συμβαίνει στην πραγματικότητα, αλλά την «κατεργασία» αυτού που πιθανώς να συμβαίνει.

Μπορεί και να είναι –ίσως είναι– δικές μου εμμονές. Αλλά γιατί η Ελλάδα δεν μπορεί να σηκώσει κεφάλι; Γιατί η Ευρώπη δεν μπορεί να σηκώσει κεφάλι; Η απάντηση δεν έχει να κάνει μόνον με τη λιτότητα, τους δείκτες, το ΑΕΠ και τις επενδύσεις και το χρέος. Ούτε καν με το αν οι τηλεοπτικές άδειες είναι τέσσερις, οκτώ ή δέκα.

Ο Μαρινάκης δεν θα γίνει Μπερλουσκόνι, γιατί είναι ο Μαρινάκης και, κυρίως, γιατί δεν είναι ο Μπερλουσκόνι. Η απάντηση βρίσκεται πιο κοντά σε αυτά που δεν συζητήθηκαν. Η Ευρώπη και η Ελλάδα αξιακά, ηθικά και πολιτισμικά είναι μισοπεθαμένες. Η απάντηση έχει να κάνει με τον πολιτισμό και τις αρετές.

Στην Ευρώπη –δεν τολμάω να μιλήσω για εμάς– ο Ρουσό, ο Βολταίρος, ο Σμιθ, ο Χιουμ, ο Τζον Στιούαρτ Μιλ, ο Χέγκελ, ο Μαρξ, ο Γκράμσι, ο Βιτγκενστάιν, η Σχολή της Φρανκφούρτης, ακόμα η Χάνα Αρεντ, ο Μπουρντιέ, ο Φουκό, ο Χάμπερμας φαντάζουν εκκεντρικοί, γραφικοί και αχρείαστοι∙ αυτοί που μπόρεσαν να εκφραστούν θαρραλέα και απροκατάληπτα στον κόσμο τους.

Πόσο άδικο είχε, δηλαδή, ο Βάλτερ Μπένγιαμιν όταν, το 1938, έγραφε ότι «η ιστορία της είδησης δύσκολα μπορεί να γραφτεί χωριστά από την ιστορία της διαφθοράς του Τύπου».

Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 23/9/2016.

Οι ντοπαρισμένοι της εξουσίας

Θεωρητικά αυτό που χωρίζει σήμερα τη Δεξιά από την Αριστερά είναι, μεταξύ άλλων, η εννόηση μεταξύ ατομικού και κοινωνικού. Σχηματικά, η Δεξιά τοποθετείται υπέρ του ατομικιστικού μοντέλου επιτυχίας/αποτυχίας.

Η Αριστερά τάσσεται υπέρ του συλλογικού: στο νεοφιλελεύθερο σχήμα των εσαεί ανταγωνιζόμενων και των μοναχικών καταναλωτών, αντιπροτείνει την αρχή της κοινωνικής αλληλεγγύης. Η αλήθεια είναι ότι η ζωή (ο οικονομικός και ο δημόσιος/πολιτικός βίος) επηρεάζεται και από συλλογικές και από ατομικές δυνάμεις.

Τα τελευταία χρόνια τα ευρωπαϊκά κόμματα, και τα παλαιά δικά μας, φάνηκαν ανήμπορα να προλάβουν και, στη συνέχεια, να ερμηνεύσουν την κρίση. Πνιγμένα στην ιδεολογική και ταυτοτική τους ασάφεια, συνεχίζουν να προτείνουν μοντέλα που λίγο-πολύ έχουν αποτύχει ή που ευθύνονται για την κρίση.

Η παλαιά κυβερνώσα ελίτ φαίνεται να μην αναγνωρίζει αποτυχία στο σύστημα διακυβέρνησης όπως το μεταβίβασε ύστερα από περίπου σαράντα χρόνια αυτούσιο και μεταπολιτευτικά απαράλλακτο το 2015 σ' έναν παρείσακτο της εξουσίας, στην κυβέρνηση Τσίπρα.

Επιπλέον, η νεοφιλελεύθερη πολιτική δεν αναγνωρίζει προβλήματα στην Ευρώπη. Αντίθετα, από το 2010 και μετά, αφού οι κυβερνήσεις Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ παρέδωσαν τη χώρα στους δανειστές (που προσπάθησαν να διασώσουν πρώτα τα των οίκων τους και όχι την Ελλάδα), ενοχοποίησαν τους Ελληνες παρουσιάζοντας την τραγωδία σαν έναν εσμό ατομικών αμαρτιών και συβαριτισμού.

Ούτε αναστοχάστηκαν ούτε αμφισβήτησαν αυτό που ήδη αμφισβητούσε το κοινωνικό σύνολο, ελληνικό και ευρωπαϊκό: δηλαδή, το σύστημα διακυβέρνησης και τη δυνατότητά του να υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον.

Ντοπαρισμένοι με την εξουσία, υπηρέτησαν κανονικά το δυναστικό κομματοκρατικό ελληνικό ancien regime (το παλαιό καθεστώς), εγκλωβίζοντας τη χώρα σε μόνιμη κατάσταση εσωτερικής και εξωτερικής ομηρίας. Επιπλέον, στον βαθμό που οι διανεμητικοί θεσμοί τους (μέσα και τα ρουσφέτια) ήταν αντιαναπτυξιακοί και τρωκτικοί, με καθημερινά μιντιακά ψέματα και υπεκφυγές απέκρυπταν τον κόσμο της διαπλοκής και τον «μηχανισμό» που είχαν δημιουργήσει.

Μέσα από μια διαρκή κατάσταση παραδοσιακής «νομιμοποίησης» της οικογενειακής διαδοχής στην εξουσία, αναπαραγωγής μιας κυβερνώσας ελίτ γαλαζοαίματων και χορτάτων πριγκίπων που θα λέγονται Καραμανλής, Μητσοτάκης ή Παπανδρέου, άντε Σαμαράς, Μπακογιάννης ή Γεννηματάς (μέσω γενεακών δένδρων), σήμερα δημιουργούν προσομοιώσεις καταστροφής, εφόσον δεν τους περιλαμβάνει η εξουσία.

Αναδεικνύουν προβλήματα που έως πρόσφατα δεν έβλεπαν –που προέκυψαν από τις δικές τους επιλογές. Λ.χ., η Ν.Δ. ζητά πρόωρες εκλογές και την ίδια στιγμή κατηγορεί τον Τσίπρα ότι ανέκοψε την πορεία της χώρας ζητώντας το 2014 πρόωρες εκλογές∙ αφού δεν ασκεί την εξουσία, μιλά για ακυβερνησία.

Υποκαθιστούν την «αστική ευγένεια» με ρητορικές και κραυγές όπως «χούντα», «επικίνδυνοι», «ανίκανοι», «συμμορίτες», «Βορειοκορεάτες», «Σοβιετικοί», «γκάου» κ.λπ. Διαχέουν μέσω των μιντιακών ψιττακών ένα φαντασιακό ικανοτήτων του δικού τους εκλεκτού, με μια κουλτούρα που καθηλώνει κάθε άλλη διανοητική εμπειρία στα μοντέλα διακυβέρνησης.

Κάνουν κατάλογο ψεμάτων του Τσίπρα. Εύκολο∙ αλλά ποιον ευνοεί κάτι τέτοιο; Παρακολουθήστε από τον σωρό: Γ. Παπανδρέου: «... δεν υπάρχει περίπτωση να προσφύγουμε στο ΔΝΤ. Δεν το έχουμε ανάγκη» (13.1.2010). Αντ. Σαμαράς: «Προσπάθησαν να πείσουν τους Ελληνες ότι με το Μνημόνιο θα βγει η Ελλάδα από την κρίση...» (17.10.2010).

Ευάγγελος Βενιζέλος: «Δεν είναι οι λογαριασμοί της ΔΕΗ ο μοχλός για να εισπράττεις φόρους...» (23.6.2011). Αλλά και Ευρωπαίοι: Χ. Αλμούνια: «Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση απ' ό,τι ο μέσος όρος της ευρωζώνης...» (18.2.2009) κ.λπ. Ποιον ευνοεί αυτή η πολιτική;

Απλώς, βουλιμικοί με την απόλυτη άσκηση της εξουσίας, ικανοποιώντας την ανάγκη τους για αυτοδικαίωση, προσχωρούν στην έκπτωση του κοινωνικού κράτους αλλά και της πολιτικής. Οι αντίπαλοι πρέπει να συκοφαντηθούν και να κατηγορηθούν ως αιρετικοί και επικίνδυνοι, με ανταμοιβή νέες περιπέτειες, νίκη, εξουσία, λάφυρα και ρουσφέτια. Ο αρχηγός και η επιτυχία του εξαρτάται μόνον από τη λειτουργία της «μηχανής» και όχι από το δικό του όραμα.

Εχω ξαναμιλήσει για την «πολιτική ως επάγγελμα». Ομως, ο Μαξ Βέμπερ μιλώντας για τη δύναμη μιας πολιτικής «προσωπικότητας» προέτασσε το ήθος της πολιτικής ως «υπόθεση εργασίας»∙ το χρέος της ειλικρίνειας∙ το πάθος, το αίσθημα ευθύνης, το μέτρο – και όχι τον μπλαζεδισμό απέναντι στους καθημαγμένους.

«Η πολιτική είναι ένα δυνατό και αργό τρύπημα σε σκληρές σανίδες, με πάθος και συγχρόνως με προοπτική. Είναι απόλυτα σωστό –και όλη η ιστορική πείρα το επικυρώνει– ότι ο άνθρωπος δεν θα πετύχαινε το εφικτό, εάν δεν πάσχιζε να πραγματοποιήσει το ανέφικτο.

»Αλλά για να το κάνει αυτό ένας άνθρωπος, πρέπει να είναι ηγέτης, και όχι μόνον ηγέτης, αλλά ήρωας – με την ακριβή έννοια της λέξης. Και ακόμη, εκείνοι που δεν είναι ούτε ηγέτες ούτε ήρωες πρέπει να οπλιστούν με τέτοια ψυχική στερεότητα που ν' αψηφούν και το θρυμμάτισμα όλων των ελπίδων τους. Χωρίς αυτή την ψυχική στερεότητα δεν θα μπορέσουν να πετύχουν ούτε καν αυτό που σήμερα είναι εφικτό...».

Αυτά δεν τα βλέπουμε πουθενά. Βλέπουμε έπαρση και «μηχανή» που αδικεί τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Και αλήθεια, πώς ο ελληνικός εραλδισμός –η οικογενειοκρατία, τα πολιτικά οικόσημα, το τζάκι– υπερασπίζεται π.χ. την αξιοκρατία και την αριστεία; Τι άλλαξε για να πετύχει το νέο πείραμα; Είναι απλώς το σχέδιο της «αριστερής παρένθεσης», ο εγωισμός «φύγε εσύ, να έρθω εγώ» με αδιαφορία για το κοινωνικό σύνολο.

Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 16/9/2016.

Ανακάτεμα της τράπουλας και αναδιανομή εξουσίας

Εδραία στην Ελλάδα είναι η άποψη ότι η πολιτική εξουσία μπορεί να ορίσει τους κανόνες του παιχνιδιού και να αλλάξει τους συσχετισμούς δύναμης ώστε να λειτουργήσουν σε όφελος των αρχών και των συμφερόντων που πρεσβεύει. Η αντίληψη απορρέει από δύο πηγές: μία ιδεολογική και μία πολιτισμική.

Με μερική εξαίρεση τη φιλελεύθερη, οι άλλες ιδεολογίες θεωρούν ότι μέσω της πολιτικής μπορούν να ορίσουν τα πράγματα σύμφωνα με τις πεποιθήσεις των κυβερνώντων.

Αυτό ισχύει για τη συντηρητική και ακόμη περισσότερο τη ριζοσπαστική ιδεολογία, ιδιαίτερα στις εκδοχές της που θεωρούν ότι όλα είναι πολιτική.

Η πολιτισμική αντίληψη έχει να κάνει με την ιστορία μιας χώρας και τη διάρθρωση των δομών της. Είναι ισχυρή σε χώρες με ιστορικά αδύναμη αστική τάξη, με αποτέλεσμα οι κυβερνώντες να προσφύγουν στο κράτος, να το χρησιμοποιήσουν για την προώθηση των πολιτικών τους.

Στην Ελλάδα, η απουσία ισχυρής αστικής τάξης, η σταδιακή συγκρότηση του εθνικού κράτους και ο τρόπος συγκρότησής του κατέστησαν το κράτος στον κατεξοχήν θεσμό οργάνωσης των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων.

Ετσι συναντήθηκαν η ιδεολογική με την πολιτισμική θεώρηση. Τα κατά καιρούς πραξικοπήματα και κυρίως ο Εμφύλιος ενίσχυσαν την κρατική παρουσία και συγκρότησαν δύο κόσμους: τον κρατικό-δημόσιο, που έλεγχε τα πάντα, και τον ιδιωτικό, στο πλαίσιο του οποίου συνυπήρχαν δύο ομάδες, οι κρατικοδίαιτοι επιχειρηματίες και οι κυνηγημένοι αντιφρονούντες.

Η Μεταπολίτευση του 1974 άλλαξε τα δεδομένα. Μειώθηκε η ισχύς εξωπολιτικών δυνάμεων και του κράτους ως γραφειοκρατικού μηχανισμού υπέρ των πολιτικών.

Το κράτος που παραδοσιακά βρισκόταν σε σχέση ασταθούς ισορροπίας με τις ποικίλες δυνάμεις ισχύος, λειτουργώντας περισσότερο ως μηχανισμός διεκπεραίωσης συμφερόντων παρά ως απρόσωπος θεσμός δυτικού τύπου, αποικιοποιήθηκε. Στη συνθήκη αυτή ο Α. Παπανδρέου επιχείρησε να συγκροτήσει νέα τζάκια.

Ολα άλλαξαν τέλη της δεκαετίας του 1980 αρχές του 1990. Κόμματα και πολιτικοί αποδυναμώθηκαν, οι κρατικοί μηχανισμοί αυτονομούνται, η οικονομική εξουσία δυνάμωσε, αναδύθηκαν νέοι ανταγωνιστές, κυρίως τα ΜΜΕ.

Σ' έναν δημόσιο χώρο χωρίς κανόνες και με μία δημόσια διοίκηση στραμμένη στην εξυπηρέτηση συμφερόντων και όχι του «κοινού καλού», οι διαρκώς αποδυναμωνόμενες, παρά τα εκλογικά τους ποσοστά, κυβερνήσεις κοίταξαν περισσότερο να τα βολέψουν ενάντια στα πολιτικά σχέδιά τους, τον «εκσυγχρονισμό» και την «επανίδρυση του κράτους».

Ετσι συγκροτήθηκε ένας δημόσιος χώρος από τα παλιά, αλλά σε νέο περιβάλλον, οργανωμένος γύρω από το λεγόμενο τρίγωνο της διαπλοκής ανάμεσα σε τμήματα πολιτικής εξουσίας, ΜΜΕ και οικονομικών παραγόντων.

Θα ήταν ίσως ορθότερο να μιλήσουμε για τετράγωνο, εφόσον με την αυξανόμενη αυτονόμηση των κρατικών μηχανισμών έχουμε ομάδες στο εσωτερικό του που ποικιλότροπα συντελούν στη συντήρηση της κατάστασης.

Αυτονόητα, η συγκεκριμένη κατάσταση δεν μπορεί να είναι ανεκτή σε μία φιλελεύθερη Δημοκρατία εφόσον αντιστρατεύεται το ίδιο της το πνεύμα, επιτρέπει τη χειραγώγηση των πολιτών, δημιουργεί ολιγοπώλια στην οικονομία.

Εύλογα, η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών, όπως αποτυπώνεται σε μετρήσεις και σε ποικίλες εκδηλώσεις, επιθυμεί να μπει τέλος στην υφιστάμενη κατάσταση, να μπουν αρχές και κανόνες.

Μπορεί να μπει τέλος; Παρά τις ιδιαιτερότητές της, κάθε επιχειρηματική δραστηριότητα στοχεύει, άμεσα ή έμμεσα, στο κέρδος, οικονομικό και μη. Κάθε δραστηριότητα ακόμη και στους τομείς του πολιτισμού και της πληροφόρησης πολύ δύσκολα ξεφεύγει από τη λογική αυτή.

Μπορεί, συνεπώς, μία εξουσία να φτιάξει δικά της τζάκια αλλά αυτό κρατάει συνήθως όσο το τζάκι κερδίζει, άμεσα ή έμμεσα, από τη συγκεκριμένη εξουσία. Κάποια στιγμή τα τζάκια τα βρίσκουν μεταξύ τους ή με άλλους.

Τι μένει; Τρία πράγματα. Κατά πρώτον, η αγορά, το κοινό, η κοινωνία πολιτών του Διαφωτισμού, που μπορεί να βαρύνει στις επιλογές των κατόχων κάθε λογής δύναμης και εξουσίας. Το δεύτερο και το τρίτο είναι αρχές και πρακτικές που δεν έλυσαν το πρόβλημα και δεν θα το λύσουν, αλλά το απάλυναν και μπορούν να το απαλύνουν.

Πρόκειται για τη φιλελεύθερη αρχή της διάκρισης των εξουσιών που μπορεί να λειτουργήσει ως ασπίδα στη συγκέντρωση εξουσίας. Το τρίτο, απότοκο του δεύτερου, που δοκίμασαν με επιτυχία στο παρελθόν οι σοσιαλδημοκράτες συνίσταται στη συγκρότηση αντίρροπων ομάδων δύναμης οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν αν όχι σε συμβολαιακές μορφές λήψης των αποφάσεων τουλάχιστον σε διαλογικές.

Το τραγικό στην ελληνική περίπτωση είναι ότι στην αλλαγή του υφιστάμενου τοπίου αντιδρούν, μεταξύ άλλων και κυρίως, φιλελεύθεροι και σοσιαλδημοκράτες.

Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 13/9/2016

Πραγματιστές και οραματιστές στην εξουσία

Στη νότια Ευρώπη για δεκαετίες κυριάρχησαν συντηρητικά κόμματα τα οποία στηρίχτηκαν στα συντηρητικότερα κομμάτια των κοινωνιών τους. Οι βασικές αξίες τους ήταν συναφείς με το τρίπτυχο πατρίς, θρησκεία, οικογένεια. Αυτές πέρασαν στο σχολείο, την εργασία, στους κρατικούς μηχανισμούς.

Αποτέλεσμα; Ο αποκλεισμός των «αντιπάλων», η αναγόρευσή τους σε εχθρούς. Συνέπειες της λογικής αυτής ήταν η αδυναμία εκσυγχρονισμού και η εξώθηση των αντιπάλων στον ριζοσπαστισμό.

Η αδυναμία εκσυγχρονισμού και η προσφυγή σε παραδοσιακές πελατειακές πρακτικές κατέστησε τις κυβερνήσεις αυτές άκρως ανελαστικές και ευάλωτες. Ετσι αντιδράσεις μεγάλης κλίμακας ή εξεγέρσεις, με εξαίρεση τη Γαλλία, οδηγούσαν συχνά στην εγκαθίδρυση καθεστώτων έκτακτης ανάγκης.

Στη συνθήκη αυτή και με έντονα τα σημάδια από την πολιτική και οικονομική κρίση, στη δεκαετία του 1980 ήρθαν στην εξουσία θριαμβευτικά παντού, με μερική εξαίρεση την Ιταλία, τα σοσιαλιστικά κόμματα.

Οραματικά και χωρίς προηγούμενη εμπειρία στην εξουσία, διεκδικούσαν να αλλάξουν ριζικά τις κοινωνίες τους. Σύντομα κύλησαν στον πραγματισμό. Οι διεθνείς πιέσεις και ο οικονομικός ανταγωνισμός τούς οδήγησαν να αφήσουν τα οράματα και να υιοθετήσουν τις κυρίαρχες διεθνώς πολιτικές.

Το παρωχημένο θεσμικό πλαίσιο επέτρεψε στους σοσιαλιστές να το βελτιώσουν, να ενεργήσουν ως μεταρρυθμιστές. Μέτρα προνοιακά για τους αδύναμους, για την ισονομία. Ετσι και το παράδοξο: οι σοσιαλιστές έγιναν η κατεξοχήν δύναμη αστικού εκσυγχρονισμού. Με τον χρόνο τα οράματα ξέφτισαν, ο πραγματισμός έγινε η πυξίδα της πολιτικής τους.

Τα σοσιαλιστικά κόμματα της νότιας Ευρώπης βάδισαν στα χνάρια των σοσιαλδημοκρατών αδελφών τους της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης, περιορίστηκαν στη διαχείριση του καθημερινού. Ελλείψει οραμάτων, στη συνθήκη κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού, έχασαν την ψυχή τους, απομιμήθηκαν τους νεοφιλελεύθερους ανταγωνιστές τους.

Για τους σοσιαλιστές της νότιας Ευρώπης η μεταστροφή ήταν ακόμη πιο οδυνηρή. Καθώς η απόσταση ανάμεσα σε λόγους και πολιτικές, σε οράματα και πρακτικές ήταν μεγαλύτερη, η μεταστροφή φάνηκε, συντάραξε τους ψηφοφόρους τους. Επιπλέον, σε αντίθεση με τα περισσότερα σοσιαλδημοκρατικά που ήταν κόμματα μαζών, αυτά, με εξαιρέσεις, ήταν κόμματα στελεχών.

Ελλείψει αντίβαρου, η απουσία ισχυρών δεσμών με τα λαϊκά στρώματα κατέστησε τη μεταστροφή ευκολότερη. Η απαξίωση, τέλος, των οραμάτων μετέτρεψε τη στροφή στον πραγματισμό σε άσκηση πολιτικής χωρίς πυξίδα.

Ετσι τα μέχρι πρότινος κυρίαρχα κόμματα και οι ασκούμενες πολιτικές στη νότια Ευρώπη απαξιώθηκαν. Γεννήθηκαν νέα πολιτικά μορφώματα, τα περισσότερα αντισυστημικά, ή μεγάλωσαν τα υφιστάμενα. Οσα από αυτά βρέθηκαν στη διακυβέρνηση έχουν μπροστά τους πολλά από τα προβλήματα που αντιμετώπισαν στο παρελθόν τα σοσιαλιστικά κόμματα.

Αυτό ισχύει και για τον ΣΥΡΙΖΑ στα καθ' ημάς. Η τάση δεν είναι να γίνει ένα νέο ΠΑΣΟΚ ή να γίνει σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Το ΠΑΣΟΚ δεν είναι διαχρονικά ίδιο. Αυτό του Ανδ. Παπανδρέου ήταν μαζικό, λαϊκό και λαϊκίστικο, μετασχηματίστηκε στη συνέχεια σε κόμμα στελεχών των αστικών κυρίως στρωμάτων των μεγάλων πόλεων.

Η σημερινή κυβέρνηση, ο ΣΥΡΙΖΑ ειδικότερα, βρίσκεται σε αρκετά πράγματα σε παρόμοια θέση με το ΠΑΣΟΚ στα πρώτα του βήματα, σε ένα διεθνές περιβάλλον πολύ πιο περίπλοκο και δύσκολο και σε μια συνθήκη όπου βασικές αποφάσεις διαμορφώνονται εκτός συνόρων.

Και τώρα υπάρχει διάσταση ανάμεσα σε λόγο και πρακτικές, και τώρα μεγάλο μέρος του πολιτικού προσωπικού είναι νέοι και τώρα τίθενται προς επίλυση θεμελιώδη θεσμικά ζητήματα. Και κυρίως το κεντρικό διακύβευμα είναι συναφές: η σχέση πραγματιστικού και οραματικού λόγου. Αλλιώς, πώς ο πραγματιστικός λόγος, η καλή διαχείριση της καθημερινότητας, θα πάρει τη θέση που του αρμόζει χωρίς να ακυρώσει τον οραματικό.

Στην περίπτωση του ΠΑΣΟΚ η ανάληψη της διακυβέρνησης σήμανε έφοδο στο κράτος. Στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ το πρόβλημα εντοπίζεται στο ότι είναι κόμμα στελεχών με ευρεία λαϊκή βάση.

Εύκολα μπορεί να αποκοπεί από το λαϊκό του έρεισμα, να μην έχει ερεθίσματα, να χάσει το κοινωνικό του στίγμα, να ξεμείνει από οράματα, αρχές και ιδέες. Το πρόβλημα δεν φαίνεται ακόμη σε όλες του τις διαστάσεις για δύο λόγους. Καταρχήν υπάρχουν πολλά θεσμικά ζητήματα ανοιχτά, που σημαίνει ότι η κυβέρνηση έχει πολλή δουλειά.

Από την άλλη, το παρελθόν των βασικών του ανταγωνιστών για την εξουσία και η αντιπολιτευτική τους στάση είναι τόσο ατελέσφορα που απαλύνουν δραστικά την κυβερνητική φθορά. Ομως ούτε το πρώτο ούτε το δεύτερο μπορούν να κρατήσουν για πολύ ακόμη.

Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 6/9/2016.

Παιδεία - ένας διάλογος που δεν έγινε

Από τα τέλη του 19ου-αρχές του 20ού αι., από τότε που όλοι οι νεωτερικοί είχαν πεισθεί ότι η παιδεία είναι βασικός παράγοντας συνοχής, επιβίωσης και ανάπτυξης της κοινωνίας, έχουν αλλάξει πολλά.

Απ' όταν, λ.χ., ο θεμελιωτής της κοινωνιολογίας της εκπαίδευσης, ο Γάλλος Εμίλ Ντιρκάιμ, διατύπωνε τον περίφημο ορισμό του περιγράφοντας τις λειτουργίες της εκπαίδευσης ως «δράσης που κατευθύνεται από τις γενιές των ενηλίκων στις γενιές εκείνες που δεν είναι ακόμα αρκετά ώριμες για την κοινωνική ζωή» και τους σκοπούς «να ενθαρρύνει και να αναπτύξει στα παιδιά μια σειρά από φυσικές, πνευματικές και ηθικές καταστάσεις, οι οποίες θεωρούνται απαραίτητες από αυτήν, από την πολιτική κοινωνία στο σύνολό της αλλά και από το ιδιαίτερο κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο προορίζονται να ζήσουν τα παιδιά», έχει χυθεί πολύ μελάνι.

Πολλοί γονιμοποίησαν τη σκέψη γύρω από το σχολείο: οι συγκρουσιακές προσεγγίσεις π.χ., εκείνες του Βέμπερ, του Πιερ Μπουρντιέ περί πολιτιστικού κεφαλαίου, ή αυτές περί πολιτιστικής στέρησης, γλωσσικών κωδίκων των πλούσιων και των φτωχών κ.ά., συνοψίζονται με μεγάλη ευκρίνεια στην «Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης» της Αννας Φραγκουδάκη - βιβλίο που διαβάστηκε από λίγους (κυρίως από φοιτητές, απλώς για να περάσουν το έτος).

Και να 'μαστε σήμερα σε έναν μετανεωτερικό δημόσιο διάλογο, ο οποίος στρέφεται μάλλον επί προσωπικού, παρά επί της ουσίας.

Δίχως να έχουμε αποφασίσει μεταξύ δημοκρατικής ισότητας, κοινωνικής αποτελεσματικότητας (με όρους αγοράς;) και μιας έωλης κοινωνικής κινητικότητας (πες μου τίνος είσαι, για να σου πω τι θα είσαι) και, κυρίως, δίχως να έχουμε κατανοήσει ότι μεταξύ τους αυτοί οι στόχοι είναι αλληλοσυγκρουόμενοι, ότι πρέπει να επαναπροσδιορίζονται και να αναδιαμορφώνονται.

Κεχηνότες, λοιπόν, ενώπιον της οικονομικής δυσανεξίας που περιορίζει δυνατότητες, θα ακούσουμε το πρώτο κουδούνι. Αλήθεια, ποιος είναι ο σκοπός της υπερδιαπίστευσης; Των πολλών πτυχίων; Για τη χώρα, για άλλες χώρες; Πόσο αξίζει αυτή η ορμή της νιότης, η ιδιόγλωσσα που πολεμά την πάσα μονοτονία; Αλίμονο! Δεν προσμετράται στο ΑΕΠ.

Δεν αξίζει τίποτα. Δεν δίνει ψήφους τώρα. Μια πραγματική συζήτηση δεν ευνοεί τους ξέσαρκους∙ ενοχλεί αυτούς που θέλουν το σχολείο ως κομματική ή συντεχνιακή και όχι ως συλλογική υπόθεση...

Θα ζήσουμε κι εφέτος αυτές τις μικρές διαβατήριες τελετουργίες εισόδου για τα πρωτάκια και τις αποφοιτήσεις: ήγουν, θα δούμε την ελπίδα με πατημασιά που δεν τσιμεντάρεται εύκολα, τη δροσερή τρυφερότητα του άψητου πηλού. Θα δούμε να συγκεντρώνεται στο σχολείο το αμιγές υλικό του μέλλοντός μας, το συστατικό της κοινότητας που τρελαίνεται για τις δικές του πίστες, τις δικές του μουσικές, τις δικές του ουτοπίες.

Θα τα δούμε να χαρίζουν ορμή με τα κουμπώματα και τις αβεβαιότητες της εφηβείας∙ να διαβάζουν τις εργασίες τους, τα projects τους με γελάκια, δισταγμούς και κομπιάσματα, για το στρες, τη διατροφή και τις βιταμίνες, για την προσφυγιά και τη διασπορά – την παλιότερη ελληνική και την τωρινή, αλλά και των ξένων, των άλλων.

Τα παιδάκια μας που έχασαν λίγο από την παιδική ηλικία, που είδαν εμάς, τους γονείς τους, στα όρια της θραύσης, γυρίζουν στο σχολείο λοιπόν... Στον δημόσιο χώρο...

Τα βασικά συμπεράσματα, χιλιοειπωμένα. Ο Τομά Πικετί στα προοιμιακά κεφάλαια του έργου του «Το κεφάλαιο τον 21ο αιώνα» (Πόλις, 2014) τα είχε προαναγγείλει. Το πρώτο για τις ανισότητες έχει να κάνει με τη βαθιά πολιτική επιρροή στην κατανομή του πλούτου. Το δεύτερο, αυτό που θα μειώσει τις ανισότητες, «έχει να κάνει με τη διαδικασία διάχυσης της γνώσης και επένδυσης στην εκπαίδευση και κατάρτιση».

Και εμείς τι προτείναμε; Δισεκατομμύρια χρέους, λογιστική των γενεών, αλλά και σκάνδαλα, διαφθορές, διαπλοκές, φοροαποφυγή και φοροδιαφυγή, αθέμιτους ανταγωνισμούς, ηθική του χρέους... Κοιτάξτε τα πρωτοσέλιδα.

Πού θα βρεθούν πολίτες να αντισταθούν σε όλα αυτά; Δεν θα μπορούσα να βρω καλύτερη απάντηση από αυτήν του Νούτσιο Ορντινε στη «Χρησιμότητα των άχρηστων γνώσεων» (Αγρα, 2015):

Επενδύω στην εκπαίδευση και στον πολιτισμό σημαίνει διαπαιδαγωγώ τους νέους να σέβονται τη δικαιοσύνη, την αλληλεγγύη, την ανοχή, τη δημοκρατία, να εναντιώνονται στη διαφθορά με προφανή σκοπό τη βελτίωση όχι μόνον της πολιτισμικής ανάπτυξης της χώρας αλλά και της οικονομικής. Η διαφθορά και η φοροδιαφυγή καταπολεμώνται μερικώς μόνο με τους καλούς νόμους. Η διαφθορά και η φοροδιαφυγή καταπολεμώνται πρωταρχικά με το καλό σχολείο και το καλό πανεπιστήμιο

Δεν ξέρω αν συζητούνται αυτά, αλλά ξέρω ότι ποτέ άλλοτε η χώρα δεν βίωσε έναν τόσο άδειο δημόσιο διάλογο για την εκπαίδευση με τόση ένταση που δεν είναι άμοιρη της τρέχουσας μεταιχμιακής φάσης. Αλλά και ποτέ άλλοτε όσοι θα μπορούσαν να καλύψουν αυτόν τον διάλογο δεν ήταν τόσο απόλυτοι και τόσο εχθρικοί μεταξύ τους.

Μπορεί εντός περιχαρακωμένων ή ημιδιαπερατών ιδεών να καλυφθεί το μείζον; Οχι. Και για όσο θα έχουμε στήσει τραπέζι τρώγοντας τις ελπίδες μας, γυρίζοντας την πλάτη στα παιδιά μας, θα ματαιώνουμε τις ειλικρινέστερες προσδοκίες και τις ευχές μας «να 'ναι πάντα καλά, να προκόψουν».

Για ακόμα μία φορά, η πρότασή μας για το μέλλον, θα είναι η "Ασάλευτη Ζωή":

Το σήμερα είτανε νωρίς, τ' αύριο αργά θα είναι
δε θα σου στέρξη τ' όνειρο, δε θάρθ' η αυγή που θέλεις

Κ. Παλαμάς

Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 8/9/2016.