Σάββατο, 27 Απρίλιος 2024

Η αβεβαιότητα παραλύει χέρια και νου

Στα τέλη του 19ου αιώνα ο Γκ. Ζίμελ έκανε λόγο για «τραγωδία του ανθρώπου». Σημείωνε ότι η γνώση και τα πολιτισμικά αγαθά σωρεύονται, αλλά οι άνθρωποι μπορούν να οικειοποιηθούν μόνο μέρος τους.

Παράγωγα της εξέλιξης αυτής θεωρούσε την αβεβαιότητα και την προσωπική ανασφάλεια. Τα στοιχεία αυτά είναι εντονότερα στις σημερινές πολύπλοκες, πολυπολιτισμικές κοινωνίες. Η αβεβαιότητα μέχρι ενός σημείου είναι υποφερτή, αν όμως γίνει ανεξέλεγκτη μπορεί να παραλύσει χέρια και νου.

Οι λόγοι που τρέφουν και συντηρούν την αβεβαιότητα ποικίλλουν: πολιτική αστάθεια, οικονομική ανασφάλεια, παρουσία «ξένων» που χαλάνε τη ρουτίνα μας. Πολλά από τα στοιχεία αυτά υπήρχαν τις τελευταίες δεκαετίες στο διεθνές περιβάλλον. Η ευρωπαϊκή ενοποίηση και η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας πρόσθεσαν περισσότερη αβεβαιότητα. Από διαφορετικούς δρόμους, αποδυνάμωσαν τα έθνη-κράτη, ανέτρεψαν πολιτικές, κατέστησαν τη λήψη αποφάσεων σε εθνική κλίμακα πολύ πιο σύνθετη και πιο ετερόνομη.

Η κρίση, ιδιαίτερα όταν είναι τόσο οξεία όσο η δική μας σήμερα, συγκεντρώνει παραδειγματικά όλα τα στοιχεία αβεβαιότητας. Οι άνθρωποι αισθάνονται ανίσχυροι γιατί οι πολιτικές αποφάσεις παίρνονται ερήμην τους, η καθημερινότητα είναι δυσβάσταχτη, το αύριο αβέβαιο εφόσον εξαρτάται από παραμέτρους μη ελέγξιμες. Αυτά μεγεθύνονται όταν συνοδεύονται, όπως συμβαίνει εδώ, με διευρυνόμενες ανισότητες κάθε είδους, την απουσία συχνά πρόνοιας από τις δημόσιες αρχές και ένα κράτος που έχει ακόμη αργά ανακλαστικά.

Λέγεται συχνά, και σωστά, ότι το επιχειρείν σε ένα τέτοιο περιβάλλον είναι δυσχερές, ενίοτε αδύνατο. Το ρίσκο είναι υψηλό, ο προγραμματισμός δυσχερής. Γι' αυτό και συχνά επιχειρήσεις και επιχειρηματίες ενεργούν αργά, περιμένοντας. Το ίδιο ισχύει και για τα άτομα. Κανένας και καμία δεν μπορεί να ζει συνέχεια στην αβεβαιότητα.

Ούτε να προγραμματίσει μπορεί, ούτε να δημιουργήσει, ενίοτε να υπάρξει. Αυτό ισχύει περισσότερο όταν λείπουν δομές και συλλογικότητες που αντιστρατεύονται το κλείσιμο στον εαυτό μας, επιτρέπουν τη συνύπαρξη, τη συζήτηση και τις συνέργειες, πράγματα που μετριάζουν την αβεβαιότητα, την καθιστούν περισσότερο υποφερτή και επιτρέψουν την ανάληψη συλλογικών σχεδίων και δράσης.

Τα προαναφερθέντα είναι λίγο-πολύ γνωστά. Γι' αυτό και πολιτικά κόμματα και οι ηγέτες τους επενδύουν στην αβεβαιότητα και όλη τους η ρητορική εστιάζεται, συχνά εξαντλείται, στην υπόσχεση εξάλειψής της. Στη στρατηγική αυτή εντάσσεται ο στιγματισμός όλων των αιτιών, πραγματικών και φαντασιακών, που την εκτρέφουν.

Ετσι, έχουμε τη ρητορική πολιτικών και κομμάτων, κατά τεκμήριο ακροδεξιών, που βάζουν στο στόχαστρο τον «κοσμοπολιτισμό» που από τη μία αποδυναμώνει τα εθνικά κράτη και από την άλλη, ως παράγωγο του «κατεστημένου», στρέφεται ενάντια στο Εθνος, -ενίοτε- τον Λαό και τη Δημοκρατία.

Ετσι έχουμε σειρά από παράδοξα: Ο Ντ. Τραμπ, κατεξοχήν άνθρωπος του κατεστημένου, στράφηκε ενάντια στο κατεστημένο (establishment)· η Μαρίν Λεπέν, που κληρονόμησε το κόμμα από τον πατέρα της, αναγορεύεται σε φωνή των καταπιεσμένων· διάφορα νεοναζιστικά μορφώματα, σε φωνή της Δημοκρατίας.

Ηπιότερες παραλλαγές της τακτικής αυτής μπορούμε να βρούμε πολλές. Ανάμεσά τους το «success story» του Αντ. Σαμαρά το οποίο, πέρα από μέσο νομιμοποίησης μιας πολιτικής, ήταν και μέσο καθησυχασμού των ψηφοφόρων σε μία ζοφερή πραγματικότητα.

Λέμε ότι η αβεβαιότητα μπορεί να γίνει πηγή δημιουργίας, η κρίση να γίνει ευκαιρία. Βεβαίως. Κάθε κατάσταση δύσκολη μπορεί να γίνει αφετηρία να ξανασκεφτούμε το χθες, να δούμε πώς να μην κάνουμε τα ίδια λάθη, να ενεργήσουμε αλλιώτικα.

Αυτό όμως υπό προϋποθέσεις. Οχι όταν η αβεβαιότητα χτυπάει κόκκινο και δεν υπάρχουν δομές που να επιτρέπουν τον στοχασμό και τη δράση, ατομική και συλλογική. Κάτι ανάλογο ισχύει και για τα πυροτεχνήματα άρσης της αβεβαιότητας. Παράγουν, στην καλύτερη περίπτωση, προσωρινά αποτελέσματα και συχνά μετατρέπονται σε ωρολογιακές βόμβες εναντίον των εμπνευστών τους.

Με δύο λόγια, τα διάφορα «success story» δεν μπορούν να αποτελέσουν σοβαρά αντίδοτα στην αβεβαιότητα που εκπηγάζει από τα μεγάλα και μικρά δομικά και καθημερινά προβλήματα.

Μόνο ο σοβαρός διάλογος και η προοδευτική μείωση εστιών αβεβαιότητας, μέσω στοχευμένων πολιτικών, από δημόσιους αλλά και ιδιωτικούς φορείς, μπορεί να έχουν αντίκρισμα, να δώσουν την αίσθηση στους πολίτες ότι κάποια στιγμή τα πράγματα θα γίνουν καλύτερα.

Ούτε ο μεσσιανισμός, ως μέσο ελέγχου της αβεβαιότητας, ούτε η διαρκής επένδυση στην αβεβαιότητα, μέσω της καταστροφολογίας, μπορούν να αναγορευτούν σε κατεξοχήν εργαλεία άσκησης αντιπολιτευτικής πολιτικής. Εκτός από αναποτελεσματικά, κάποια στιγμή θα γυρίσουν ενάντια στους διακινητές τους.

Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 24/11/2016.

«Μια πολιτική-φρούριο δεν θα λύσει κανένα πρόβλημα»

Ο Γιώργος Βερνίκος, πρόεδρος της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, μιλά για την Ευρώπη-Φρούριο, για τις πολιτικές ένταξης, για τη σημασία του τρίπτυχου «ειρήνη, σταθερότητα και ανάπτυξη» και καλεί τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. να τηρήσουν τις δεσμεύσεις τους και να ανοίξουν τα σύνορά τους.

♦Η Ευρωπαϊκή Ένωση υιοθετεί εξαιρετικά πολυδάπανα και αμφισβητούμενης αποτελεσματικότητας σχέδια αποτροπής των προσφύγων και μεταναστών εκτός των ευρωπαϊκών συνόρων όπως και έντασης των μαζικών απελάσεων των μεταναστών χωρίς χαρτιά που βρίσκονται ήδη στην επικράτεια της. Τι επιπτώσεις μπορεί να έχουν αυτές οι πολιτικές της Ευρώπης-φρούριο στην οικονομία και την ασφάλεια της Ε.Ε. Και ευρύτερα της περιοχής της Μεσογείου;

Η βία και η τρομοκρατία που απείλησαν και απειλούν ακόμη τις ευρωπαϊκές πόλεις, ενέτειναν τα συναισθήματα ξενοφοβίας και ρατσισμού και ανάγκασαν την Ευρώπη να υιοθετήσει ακόμη πιο σκληρή στάση απέναντι στο μεταναστευτικό και προσφυγικό θέμα.

Η αλήθεια είναι ότι εγείρονται σοβαρά ζητήματα ασφάλειας στην επικράτεια της ΕΕ, γεγονός που επηρεάζει όχι μόνο την ψυχολογία των πολιτών, αλλά και την οικονομία σε μια ήδη δύσκολη περίοδο για την Ευρώπη, μιας περίοδο κρίσης.

Παρόλα αυτά, μια πολιτική «φρούριο» όπως την αποκαλέσατε, πράγματι δεν είναι η λύση, χρειαζόμαστε μια ψύχραιμη και ορθολογική διαχείριση του φαινομένου.

Ξέρουμε όλοι καλά ότι οι ανθρώπινες ροές προς την Ευρώπη θα συνεχίζονται το επόμενο διάστημα, καθώς είναι αποτέλεσμα φτώχειας και πολιτικής αστάθειας στο νότιο τμήμα της.

Πρέπει όλοι ανεξαιρέτως να καταδικάσουμε τις παραβιάσεις και την καταπάτηση θεμελιωδών δικαιωμάτων στη Μεσόγειο, να δουλέψουμε εντατικά για πολιτική λύση στην κρίση της Συρίας και να δημιουργήσουμε προϋποθέσεις ασφάλειας και ευημερίας στις εν λόγω περιοχές.

Αυτά είναι βασικά βήματα για να ελέγξουμε τις ροές, αγγίζοντας ταυτόχρονα τον ίδιο τον πυρήνα του προβλήματος.

♦Από ιστορικό σύμβολο της ελευθερίας της μετακίνησης, η Μεσόγειος μετατρέπεται σταθερά σε σύμβολο ανελευθερίας και θανάτου. Το 2016, ο αριθμός των πνιγμένων προσφύγων και μεταναστών στη Μεσόγειο ξεπέρασε κάθε προηγούμενο. Τι χρειάζεται για να αντιστραφεί αυτή η πορεία;

Η Μεσόγειος υπήρξε πάντα γέφυρα μετακίνησης και συνάντησης διαφορετικών πολιτισμών, αλλά και περιοχή πολεμικών συγκρούσεων. Σήμερα η συντριπτική πλειοψηφία των Σύρων προσφύγων φιλοξενούνται στα εδάφη γειτονικών χωρών όπως η Τουρκία, ο Λίβανος και η Ιορδανία.

Στο πλαίσιο αυτό, η πλήρης και συνεχής εφαρμογή του σχετικού Σχεδίου Δράσης ΕΕ-Τουρκίας είναι απαραίτητη προκειμένου να αποφύγουμε περισσότερους θανάτους στη θάλασσα, να πατάξουμε αποτελεσματικά την εγκληματική δράση των λαθρεμπόρων και να διασφαλίσουμε την ομαλή και νόμιμη δίοδο των αιτούντων άσυλο.

Η πρόσφατη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής είναι ένα βήμα για την ενίσχυση του Frontex σε συνδυασμό με την παρουσία του ΝΑΤΟ στη Μεσόγειο, ενώ σημαντικό ρόλο εκτιμώ ότι μπορεί να διαδραματίσει η εκπαίδευση της ακτοφυλακής και του ναυτικού κρατών με μεγάλα ποσοστά trafficking όπως η Λιβύη, ώστε να μπορούν να εξαρθρώνουν δίκτυα διακινητών και να αναλαμβάνουν δράσεις διάσωσης.

Πέρα όμως από οποιαδήποτε συμφωνία ή μέτρα συζητήσουμε, το σημαντικότερο όλων είναι να τελειώσει ο πόλεμος στη Συρία και να ενθαρρυνθεί η ανάπτυξη και η δημοκρατία σε περιοχές που έχουν τέτοιο έλλειμμα. Γιατί τελικά υπάρχει άμεση σχέση ανάμεσα στις ανισότητες, την έλλειψη ευκαιριών και τη φτώχεια με τη μαζική μετανάστευση.

♦Το γνωστό επιχείρημα «δεν χωράμε άλλους πρόσφυγες και μετανάστες» φαίνεται να διαψεύδεται ιστορικά, ενώ το όριο του πόσοι πρόσφυγες και μετανάστες χωρούν σε μια χώρα παραμένει τελείως ασαφές, μετατοπίζεται διαρκώς και αγνοεί τις ανάγκες των μετακινουμένων πληθυσμών όπως και τις ανάγκες τρίτων χωρών, οι οποίες τελικά αναγκάζονται να χωρέσουν οι ίδιες όσους πρόσφυγες και μετανάστες υποτίθεται ότι δεν χωρούνστην Ε.Ε. Έχει πραγματική βάση το επιχείρημα ή αποτελεί ψευδοεπιχείρημα που χρησιμοποιείται για να προωθηθούν ξενοφοβικές πολιτικές;

Οι στατιστικές είναι αποκαλυπτικές: τα επόμενα 30 χρόνια θα χρειαστούν εκατομμύρια εργαζόμενοι στην Ε.Ε. λόγω δημογραφικού προβλήματος. Αυτό σημαίνει ότι, για να το δούμε πρακτικά το θέμα, θα έχουμε μείωση του εργατικού δυναμικού και μεγάλη επιβάρυνση σε ό,τι αφορά το ασφαλιστικό και γενικότερα τους μηχανισμούς του κράτους πρόνοιας.

Συνεπώς, πρέπει να βρούμε τρόπους να υπάρξει αφομοίωση των προσφύγων και μεταναστών μέσα από μηχανισμούς που θα αφορούν όχι μόνο στην ομαλή ενσωμάτωσή τους στις τοπικές κοινωνίες που θα τους υποδεχτούν, αλλά και τη συμβολή τους στην οικονομία, την εργασία και τη βιομηχανική παραγωγή μιας χώρας.

Όπως και να 'χει πάντως, οι όποιες λύσεις προκύψουν, δε μπορεί να είναι αποτέλεσμα φόβου ή ακραίων αντιδράσεων. Ομοίως βέβαια, είναι απαράβατος όρος και οι μετανάστες να σέβονται από τη μεριά τους, όπως άλλωστε όλοι οι πολίτες της Ένωσης, τη νομοθεσία και τις εθνικές αξίες των χωρών υποδοχής.

Σε σχέση δε με τις τρίτες χώρες όπως η Ιορδανία, ο Λίβανος, ή η Ελλάδα που έφτασαν να φιλοξενούν δυσανάλογο αριθμό προσφύγων σε σχέση με τον πληθυσμό τους, τόσο η ΕΕ, όσο και σύσσωμη η διεθνής κοινότητα πρέπει να τους παράσχει αυξημένη συνεργασία, βοήθεια και οικονομική στήριξη.

♦Με ποιες πολικές μπορεί το σημερινό προσφυγικό και μεταναστευτικό κύμα, που έχει τις ρίζες του στους πολέμους και την οικονομική ανισότητα, να αποτελέσει παράγοντα θετική για τις οικονομίες τόσο των χωρών υποδοχής όσο και των χωρών προέλευσης;

Όπως ανέφερα και προηγουμένως, τα επόμενα χρόνια θα υπάρξει μεγάλη αύξηση του ευρωπαϊκού πληθυσμού που θα έχει περάσει στη σύνταξη, δηλαδή μείωση του εργατικού δυναμικού της Ευρώπης.

Άρα μια κοινή πολιτική μετανάστευσης, η οποία θα βασίζεται στις μελλοντικές ανάγκες σε ανθρώπινο δυναμικό των ευρωπαϊκών κρατών και στη δίκαιη κατανομή των βαρών ανάμεσα τους, όσο και να φοβίζει τώρα, μπορεί να αποβεί επωφελής.

Μιλάω πάντα για μια λελογισμένη ενσωμάτωση των οικονομικών μεταναστών, με σαφώς προκαθορισμένα κριτήρια επιλογής, ενώ ο αριθμός τους θα βασίζεται στις ποσοστώσεις απορρόφησης που νομικά δεσμεύουν κάθε κράτος μέλος.

Προκειμένου να επιτύχουμε μάλιστα την επιτυχή πολιτιστική και οικονομική ένταξη τους, θα πρέπει να εκμεταλλευτούμε τυχόν προσόντα και γνώσεις τους, να βοηθήσουμε για τη συνεχή εκπαίδευση και κατάρτισή τους και να ανταλλάσσουμε βέλτιστες πρακτικές με χώρες υποδοχής που έχουν τέτοιες εμπειρίες.

Σε ότι δε αφορά στις χώρες προέλευσης, θέλω να τονίσω ότι η ειρήνη, η σταθερότητα και η ανάπτυξη, υπήρξε πάντα ο ακρογωνιαίος λίθος για τον έλεγχο των ροών.

Όταν αυτό το τρίπτυχο δεν υπάρχει, πολύ απλά εντείνονται οι ροές. Άρα, πρέπει να εργαστούμε έτσι ώστε οι περιοχές που «γεννούν» μεταναστευτικά ρεύματα να λάβουν τεχνογνωσία, να στηριχτεί το εμπόριο, η κατάρτιση, η καινοτομία και το επιχειρείν τους, να υπάρξει δηλαδή επενδυτικό σχέδιο που θα τις αναβαθμίζει και θα τις θωρακίζει κατά κάποιο τρόπο.

Έτσι μόνο θα μπορέσουν να δώσουν ευημερία και προοπτική στην περιφέρεια τους, τους λαούς τους και τις επόμενες γενιές.

♦Πως βλέπετε την σημερινή κατάσταση στην Ελλάδα ως προς της πολιτικές ένταξης των προσφύγων και μεταναστών, τι χρειάζεται να γίνει για να εξασφαλιστεί η κοινωνική συνοχή όπως και η μεγαλύτερη δυνατή οικονομική ωφέλεια, με όρους ισότιμης συμμετοχής στην αγορά εργασίας;

Η χώρα μας, ιδιαίτερα η Τοπική Αυτοδιοίκηση, κλήθηκε να σηκώσει ένα βαρύτατο ζυγό χιλιάδων προσφύγων, χωρίς καμιά προετοιμασία.

Έτσι, ο αιφνιδιασμός και η έλλειψη οικονομικών, τεχνικών μέσων και κατάλληλου προσωπικού, ήταν και είναι ακόμη σε μεγάλο βαθμό μεγάλο πρόβλημα.

Δυστυχώς, βρεθήκαμε να αντιμετωπίζουμε σχεδόν μόνοι ένα μεγάλο ανθρωπιστικό χρέος που όμως ανήκει σε όλη την Ευρώπη και πέρα από το δημοσιονομικό κόστος, δημιουργείται και ένα κόστος ανισότητας, καθώς έχουμε υψηλή φτώχια και ανεργία, ενώ οι αντοχές και οι ανοχές του ελληνικού λαού ολοένα στενεύουν.

Είναι επείγον και αναγκαίο να υπάρξει μια ισομερής γεωγραφική κατανομή των προσφύγων και μεταναστών σε όλη την επικράτεια, αλλά και η Ευρώπη να τηρήσει τις υποχρεώσεις της, να ανοίξει τα σύνορά της και να αποφορτίσει την κατάσταση στο έδαφος μας.

Ως προς την οικονομική ωφέλεια και τη συνοχή που αναφέρετε, πρέπει να χτίσουμε ένα συμπαγές θεσμικό πλαίσιο σχετικών πολιτικών και να οργανώσουμε σε μόνιμη βάση υπηρεσίες που θα επεξεργάζονται και θα υλοποιούν τέτοια σχέδια, όπως δημιουργικά προγράμματα πρώιμης παρέμβασης, αναγνώριση δεξιοτήτων, υποτροφίες και μαθητείες για όσους κάνουν αίτηση ασύλου.

Όμως μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για μια χώρα που μαστίζεται, που αιμορραγεί από την κρίση και τις συνέπειες της. Όσο λοιπόν και αν ο ελληνικός λαός έδειξε ως τώρα φιλότιμο, αυτό από μόνο του δεν αρκεί.

Τα κράτη-μέλη της ΕΕ επαναλαμβάνω, ότι πρέπει να τιμήσουν τις δεσμεύσεις τους και να δώσουν τις απαραίτητες θέσεις μετεγκαταστάσεων ως οφείλουν, μη επιτρέποντας τη δημιουργία μεγαλύτερης ανθρωπιστικής κρίσης και πίεσης στη χώρα μας, πίεση η οποία μπορεί να αποβεί επικίνδυνη και εξαιρετικά εκρηκτική για όλους.

Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 16/11/2016.

Μάικλ Μουρ: Τα πέντε πράγματα που πρέπει να γίνουν μετά τη νίκη Τραμπ

Με παλαιότερο κείμενό του εξηγούσε τους πέντε λόγους για τους οποίους ο Ντόναλντ Τραμπ θα κερδίσει τις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ, όταν η κυρίαρχη άποψη ήταν πως νέος κάτοικος του Λευκού Οίκου θα ήταν η Χίλαρι Κλίντον.

Ένα 24ωρο μετά την ανακοίνωση του εκλογικού αποτελέσματος που προκάλεσε αμηχανία στο εσωτερικό των ΗΠΑ αλλά και στην παγκόσμια κοινότητα, ο Μάικλ Μουρ με ένα νέο κείμενό του επισημαίνει τα πέντε πράγματα που θα πρέπει να γίνουν ύστερα από τη νίκη του Ντόναλντ Τράμπ.

Στη «λίστα της επόμενης ημέρας», ο Μάικλ Μουρ επισημαίνει:

1. Έλεγχος του Δημοκρατικού Κόμματος και επιστροφή του στο λαό. Η νυν ηγεσία του έχει αποτύχει παταγωδώς.

2. Απορρίψτε όλες αυτές τις «αυθεντίες», τους αναλυτές, τους δημοσκόπους και οποιοδήποτε άλλο στα μέσα ενημέρωσης που επιμένει σε μια θεωρία και αρνείται να δει, να ακούσει και να αναγνωρίσει την πραγματικότητα. Είναι οι ίδιοι φαμφαρολόγοι που σήμερα θα σπεύσουν να μιλήσουν για «επούλωση των πληγών της διαίρεσης» και για «ένωση». Έχουν να πουν πολλές ανοησίες τις ημέρες που έρχονται. Γυρίστε τους την πλάτη.

3. Κάθε βουλευτής ή γερουσιαστής του Δημοκρατικού Κόμματος που δεν ξύπνησε την επόμενη των εκλογών αποφασισμένος να αγωνιστεί, να αντισταθεί και να σταθεί εμπόδιο στους Ρεπουμπλικάνους, όπως εμπόδισαν αυτοί το έργο του Ομπάμα επί οκτώ χρόνια, θα πρέπει να φύγουν από τη μέση και να αφήσουν σε όσους έχουν καρδιά να ηγηθούν του αγώνα για να δοθεί ένα τέλος τον ευτελισμό και την τρέλα που αναμένεται να ξεκινήσει.

4. Ο καθένας πρέπει να σταματήσει να δηλώνει «έκπληκτος» και «σοκαρισμένος». Αυτό που πρέπει να πει είναι πως ζούσε σε μια γυάλα και δεν έδινε προσοχή στους συμπολίτες του και την απελπισία που βίωναν εδώ και χρόνια. Τα χρόνια που παραμελήθηκαν και από τα δύο κόμματα είχαν ως αποτέλεσμα να ενισχυθεί ο θυμός και η ανάγκη τους για εκδίκηση εναντίον του συστήματος. Η νίκη του Τραμπ δεν αποτελεί καμία έκπληξη και ποτέ δεν ήταν αστείο. Η προσπάθεια απαξίωσής του απλώς τον ενίσχυσε. Ο Τραμπ είναι ένα δημιούργημα τον μέσων ενημέρωσης και τα media ποτέ δεν θα αναλάβουν την ευθύνη για αυτό.

5. Θα πρέπει να επαναλάβω τη φράση που όλοι γνωρίζουμε σήμερα: «Η Χίλαρι Κλίντον κέρδισε τη λαϊκή ψήφο». Η πλειοψηφία των Αμερικανών προτίμησαν τη Χίλαρι Κλίντον έναντι του Ντόναλντ Τραμπ (σημ: διαβάστε τα "παράλογα του αμερικανικού εκλογικού συστήματος"). Τελεία και παύλα. Αυτό είναι γεγονός. Η πλειονότητα των συμπολιτών μας ήθελε Χίλαρι, όχι Τραμπ. Ο μόνος λόγος που ο Τραμπ θα είναι πρόεδρος είναι αυτό το παράλογο εκλογικό σύστημα του 18ου αιώνα με τους εκλέκτορες. Μέχρι αυτό να αλλάξει θα συνεχίσουμε να έχουμε προέδρους που δεν θα τους εκλέγουμε και δεν τους θέλουμε. [...] Τίποτα δεν έχει αλλάξει. Ζούμε σε μια χώρα που η πλειοψηφία του λαού έχουν φιλελεύθερες θέσεις. Απλά δεν έχουμε φιλελεύθερη ηγεσία για να προωθήσει αυτές τις θέσεις.

«Ας προσπαθήσουμε να κάνουμε όλα αυτά από σήμερα», έγραψε με αφορμή τις πρώτες διαδηλώσεις ενάντια στον Ντόναλντ Τραμπ.

Δημοσιεύτηκε στο tvxs.gr στις 11/11/2016.

"Πού βρισκόμαστε"

Να ξεκινήσουμε με κάτι που θα ηχήσει ίσως περιθωριακού ενδιαφέροντος σε σχέση με το αντικείμενο αυτού του σημειώματος - που είναι να ιχνηλατήσουμε το "που βρισκόμαστε" στην σχέση της Ελλάδα με τους δανειστές της, ενόψει του καίριου (το λένε όλοι, άρα έτσι θα ΄ναι) Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου, με Eurogroup ήδη στις 28 Νοεμβρίου. Θα υποστηρίξουμε ότι το πιο σημαντικό βήμα του νωπού, ακόμη, ανασχηματισμού (σε Κυβέρνηση και Μαξίμου) υπήρξε η επάνοδος του Θοδωρή Μιχόπουλου στα ηνία του Γραφείου Τύπου του Πρωθυπουργού! Γιατί το λέμε αυτό;
Επειδή ο Μιχόπουλος, τους παρανοϊκούς πρώτους μήνες της διαπραγμάτευσης (του 2015) με τους "εταίρους", είχε πετύχει το ακατόρθωτο. Να δίνει υλικό background και να οδηγεί την σκέψη - υπάρχει! - των δημοσιογράφων, ώστε να προσπαθούν, με την σειρά τους, να βγάζουν κάποιαν άκρια από τις ταρζανιές της εποχής Βαρουφάκη (και από τις υπονομευτικές κινήσεις των "εταίρων" σ' εκείνην την φάση). να καταλαβαίνουν πού πήγαινε το πράγμα. να χτίζουν ένα επιχείρημα διαφωνώντας ή συμπλέοντας, καταδικάζοντας ή χαιρετίζοντας. Ο Μιχόπουλος ανεδείχθη "ο άρχοντας του non-paper" και έδωσε την ευκαιρία για κάποιο νόημα ακόμη και στην πιο ωμή ανοησία χειρισμών.
Βέβαια, ο Μιχόπουλος είχε αποσυρθεί απο το Γραφείο Τύπου τον Ιούλιο του 2015, όταν έκλεισε η διαπραγμάτευση με το θρυλικό εκείνο sms προς τους πολιτικούς συντάκτες: "ευχαριστώ για την στήριξή σας και συγγνώμη για τις αρκετές φορές που δεν σας ενημέρωσα". Τότε είχε αποχωρήσει και ο Γαβριήλ Σακελλαρίδης, θυμίζουμε. Ο Μιχόπουλος - του κλίματος των 53+ - έμεινε πεισματικά σιωπηλός για το τότε παρασκήνιο. επ' εσχάτων πάντως, και ενώ ησχολείτο με τον στρατηγικό σχεδιασμό, συχνά τoν βλέπαμε στην εικόνα δίπλα στον Ευκλείδη Τσακαλώτο, ως διαπραγματευτή με την Τρόικα/ Κουαρτέτο.
Γιατί όμως τα καταθέτουμε όλα αυτά με τέτοια λεπτομέρεια; Επειδή στην τωρινή τελική(;) ευθεία (;;) με τους "εταίρους" όλοι θα πλέουμε στην ομίχλη. Ανάμεσα στην βία των συσχετισμών με Βερολίνο και Βρυξέλλες και Ουάσιγκτων και στην εσωτερική αντιπαραθετικότητα με Αντιπολίτευση και με μήντια, αλλά τις ενδοΚυβερνητικές και τις ενδοΣυριζέϊκες εντάσεις, ακόμη οι τυχόν καλοπροαίρετοι δύσκολα καταλαβαίνουν.
Μια φιλότιμη προσπάθεια να αποκρυπτογραφήσουμε την ισορροπία μετά το Eurogroup της 7ης Νοεμβρίου, που έδωσε - και στην σκιά του ο ανασχηματισμός, με την ομάδα διαπραγματεύσεων που "κούμπωσε" Ευρωπαϊκά - ένα ζαλιστικό, πλην ενδιαφέρον στίγμα. Στην μια άκρια, έχουμε τον Πιερ Μοσκοβισί - "αρμόδιο των Βρυξελλών για το Ελληνικό Πρόγραμμα" - να προσδοκά μέχρι τέλους του χρόνου μια συνολική/comprehensive αντιμετώπιση. δηλαδή και ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του Μνημονίου-3 και άνοιγμα (τουλάχιστον) της συζήτησης για το χρέος (και για το πρωτογενές πλεόνασμα;) και προσέγγιση στην χρηματοδοτική υποβοήθηση με πρόσβαση στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ (καλό). Περιέργως "υποβοηθητικά" λειτούργησε ο, Πρόεδρος του Eurogroup αλλά συνήθως κοντινός στην καθοδήγηση Σώϋμπλε, Γερουν Ντάϊσσελμπλουμ: αυτός άφησε να φανεί πως ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης δεν θα σήμαινε ότι θα κλείσουν όλες οι αναγκαίες 17 δράσεις και 93 υποδράσεις, αλλά ότι θα υπάρξει σοβαρή συμφωνία επί της ουσίας, με "ουρές" να σέρνονται τους πρώτους μήνες του 2017 (καλό κι αυτό).
Φυσικά, στον αντίποδα βρίσκει κανείς τον Βόλφγκανγκ Σώϋμπλε, ο οποίος επιμένει ότι συζήτηση για το χρέος θα ανοίξει μόνον το 2018, μόνον μετά την λήξη του Προγράμματος, μόνον "στο μέτρο που θα χρειαστεί". Έως τότε, υλοποίηση των συμφωνημένων και - κυρίως - διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας (κακό). Στον αντίποδα αυτής της προσέγγισης (αλλ' όχι όπως βολικά εμείς το μεταφράζουμε), προκύπτει η ισορροπία του ΔΝΤ: εκεί, η αλήθεια ότι το χρέος "δεν βγαίνει" έχει ριζώσει. Και η χορήγηση κάποιας ελάφρυνσης/debt relief, με διάφορες πατέντες - πολύτιμες! - επιμήκυνσης, οροφής στα επιτόκια, με swaps και τα συναφή τίθεται ως προϋπόθεση προκειμένου να μετάσχει το ΔΝΤ στο Πρόγραμμα, πράγμα που "απαιτεί" η Γερμανική Βουλή από τον Σώϋμπλε (αμφιλεγόμενο).
Ένα ακόμα βήμα: ο επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ - που προ ημερών είχε ευθυγραμμισθεί με Σώϋμπλε - παραδεχόταν πως έχει συμφωνηθεί και το μεσοπρόθεσμο του χρέους να συζητηθεί τώρα (καλό). Ενώ από την ΕΚΤ αρχίζει να προωθείται ότι, προκειμένου να έχει η Ελλάδα πρόσβαση στα αγαθά της ποσοτικής χαλάρωσης θα πρέπει να δοκιμάσει "κάπως" τις αγορές (κακό).
Οπότε; Οπότε τον Δεκέμβριο στο Eurogroup θα αποφασιστεί "κάτι για την Ελλάδα". Το πώς αυτό θα το εισπράξουμε, είναι δουλειά του Θ. Μιχόπουλου και των non papers του!

Δημοσιεύτηκε στην "Ναυτεμπορική" στις 10/11/2016.

Το βλέμμα στην κοινωνία

Πέρασε ο καιρός που η πολιτική εξουσία με τους θεσμούς και τα όργανά της ασκούσε, σε μεγάλο βαθμό τουλάχιστον, τη διακυβέρνηση μιας χώρας. Τα σύνορα στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη έχουν αποδυναμωθεί και έχουν αναπτυχθεί ισχυρές πολυεθνικές οι οποίες βαραίνουν εξίσου, αν όχι περισσότερο, αποφασιστικά στη λήψη των αποφάσεων.

Παράλληλα, τα πολιτικά κόμματα απομαζικοποιήθηκαν, έχασαν από το λαϊκό τους έρεισμα και αποδυναμώθηκαν. Ετσι, η πολιτική εξουσία και μαζί της οι πολιτικές ιθύνουσες ομάδες αποδυναμώθηκαν υπέρ κυρίως των οικονομικών.

Αυτά είχαν συνέπειες στη συγκρότηση και λειτουργία του πολιτικού προσωπικού. Τα κομματικά και πολιτικά στελέχη αναδεικνύονται λιγότερο από τους μαζικούς χώρους και τις συλλογικότητες.

Η ισορροπία ανάμεσα σε αυτούς που ο Robert Merton αποκάλεσε τοπικούς (αυτοί που έχουν τοπική επιρροή) και τους κοσμοπολίτες, κοινώς αναγνωρίσιμα πρόσωπα στον δημόσιο χώρο, έχει μεταβληθεί υπέρ των δεύτερων. Αλλά κι αυτό αλλάζει.

Ο αριθμός των δημόσιων προσώπων δυνάμει των ΜΜΕ, ιδιαίτερα της εικόνας, έχει διευρυνθεί. Από την άλλη, πολλοί αναγνωρίσιμοι δεν κατάφεραν και δεν καταφέρνουν να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις του αποτελεσματικού πολιτικού.

Ετσι, η πολιτική επιλογή στενεύει, παραπέμπει στις σχέσεις με τον ηγέτη και την ηγετική ομάδα οι οποίοι έχουν να επιλέξουν από έναν διαρκώς στενότερο κύκλο κομματικών στελεχών και επώνυμων φίλων.

Από την άλλη, οι δυνητικοί πολιτικοί, επώνυμοι και λιγότερο επώνυμοι, στρέφονται προς αυτούς για να δηλώσουν παρουσία, να είναι μεταξύ αυτών που μπορεί να επιλεγούν.

Οι συνέπειες της μεταλλαγής είναι πολλαπλές. Η ματιά των στελεχών στρέφεται στον ηγέτη και την ηγετική ομάδα, όχι στην κοινωνία. Προέχει η κεντρική πολιτική σκηνή ώστε κάποια στιγμή η παρουσία να γίνει αντιληπτή και να αρχίσει να παίζει.

Η εξέλιξη αυτή έχει δύο άλλες, εξίσου αρνητικές, συνέπειες για τους πολιτικούς. Η πρώτη αφορά όλους, η δεύτερη εκείνους που έχουν στενότερη σχέση με τα λαϊκά στρώματα, κυρίως δηλαδή τους σοσιαλδημοκράτες και τους αριστερούς.

Από τη στιγμή που οι πολιτικοί κοιτάνε λιγότερο στην κοινωνία έχουν μικρότερο λαϊκό έρεισμα, μικρότερο αλλιώς κοινωνικό κεφάλαιο. Ετσι, υποσκάπτεται η ισχύς τους εφόσον αποδυναμώνονται σε σχέση με κατόχους άλλων μορφών κεφαλαίου, της τεχνογνώσης (τεχνοκράτες) και του οικονομικού.

Αυτό ισχύει περισσότερο για τα κόμματα εκείνα που η δύναμή τους απορρέει πρώτιστα από τη στήριξη των λαϊκών στρωμάτων. Πέρα από την υποστήριξή τους τα κόμματα αυτά, κυρίως σοσιαλδημοκρατικά και αριστερά, βλέπουν να καταρρέουν συλλογικότητες που πέρα από μια συγκεκριμένη αντίληψη για την κοινωνική οργάνωση αποτελούσαν γι' αυτά χώρους άντλησης στελεχών.

Οι πρώτοι, συνεπώς, που ζημιώνονται από την εξέλιξη αυτή, ιδεολογικά και εκλογικά, είναι τα εν λόγω κόμματα. Η παράμετρος αυτή, θαρρώ, εξηγεί σ' έναν βαθμό την παρατεταμένη κρίση της σοσιαλδημοκρατίας, αλλά και την τεράστια δύναμη που απέκτησαν τις τελευταίες δεκαετίες οι φορείς της αγοράς και του κεφαλαίου.

Δίχως αμφιβολία το κεντρικό διακύβευμα σήμερα στην Ελλάδα είναι η οικονομία, η θρυλούμενη ανάκαμψη που θα δημιουργήσεις δουλειές, θα δώσει ανάσες σε ανθρώπους που υποφέρουν και θα βελτιώσει τα δημόσια οικονομικά. Εδώ κυρίως θα κριθεί η σημερινή κυβέρνηση. Αυτό διόλου δεν αναιρεί την αδήριτη ανάγκη αναστροφής της τάσης που επισήμανα και στροφής στην κοινωνία.

Η αναστροφή είναι επιτακτικότερη στη συνθήκη της σημερινής κρίσης η οποία διαπερνά τον δημόσιο βίο και δίνει την εικόνα μιας κερματισμένης, χωρίς στοχεύσεις, κοινωνίας που διαρκώς μεταθέτει όλα της τα προβλήματα, ακόμη και τα πιο στοιχειώδη, όπως ο διαχωρισμός Εκκλησίας και Κράτους.

Είναι η αναστροφή ευκταία; Προφανώς είναι δυσχερής, δεν λύνεται με ρομαντικές αναπολήσεις και επικλήσεις της πρώτης μας νιότης ή περασμένων ηρωικών στιγμών. Προϋποθέτει μια άλλη αντίληψη για την εξουσία και την κοινωνική αλλαγή που δεν γίνεται με λόγια και πομπώδεις αποφάσεις. Και βέβαια στοιχειώδη αυτογνωσία και εκκίνηση από τα βασικά.

Δεν μπορεί σε κάποιες χώρες η συμμετοχή στα κοινά και ο εθελοντισμός να αποτελούν προϋποθέσεις και κριτήρια για την είσοδο στα Πανεπιστήμια και εδώ να αγνοούνται πλήρως. Είναι αδιανόητο να στοχεύει κάποια ή κάποιος σε δημόσιο ή πολιτικό αξίωμα και να μην έχει προηγούμενη συμμετοχή στα κοινά.

Αυτό είναι εξίσου ουσιώδες με το αν κόλλησε κάποια ένσημα, ιδιαίτερα αν σκεφτούμε ότι, αντίθετα με την εργασία, η συμμετοχή στα κοινά δύσκολα μεταβιβάζεται και κληρονομείται.

Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 10/11/2016.