Πέμπτη, 03 Οκτώβριος 2024

Διαβάζοντας Μουζέλη

Το βιβλίο του μας θυμίζει πόσο τυχεροί είμαστε στη χώρα μας που έχουμε τόσο σπουδαίους διανοούμενους.

Ο ομότιμος καθηγητής του LSE Νίκος Μουζέλης, στο βιβλίο του «Ματιές στο μέλλον - καπιταλισμός, σοσιαλδημοκρατία, κοινωνικό κράτος» (μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια) έχει την απάντηση στην ερώτηση που απασχολεί τη σύγχρονη παγκόσμια προοδευτική διανόηση: Πώς μπορεί να γίνει το πέρασμα από τον σημερινό βάρβαρο σε έναν πιο ανθρώπινο καπιταλισμό που θα έχει σαν στόχο τη μείωση των ανισοτήτων και την εξάπλωση πολιτικών, κοινωνικών, οικονομικών δικαιωμάτων στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας. Αυτός ο στόχος –σημειώνει ο Μουζέλης– προϋποθέτει νέες λύσεις στα δύο βασικά προβλήματα των αναπτυγμένων χωρών: Στο πρόβλημα της ανεργίας και της συρρίκνωσης του κοινωνικού κράτους.

Θα σταθώ στο σκεπτικό του για το δεύτερο, που στηρίζεται στην «αρχή της γενναιόδωρης επιλεκτικότητας». Ο Μουζέλης υποστηρίζει ότι πρέπει να σπάσει το ταμπού της αριστεράς για την καθολικότητα των παροχών ανεξάρτητα από εισοδηματικά κριτήρια και να περάσουμε σε μια ριζική ανακατανομή των κοινωνικών πόρων ώστε να προσφέρονται υψηλού επιπέδου υπηρεσίες μόνο στα μη εύπορα κοινωνικά στρώματα. Αποδεικνύει ότι η αρχή της καθολικότητας των παροχών αντί να αμβλύνει το χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών το εντείνει, για να καταλήξει ότι μια νέα σοσιαλδημοκρατική στρατηγική πρέπει να προτάξει το πέρασμα από τη σημερινή άκρως αναποτελεσματική και άδικη καθολικότητα στη γενναιόδωρη επιλεκτικότητα: Τίποτα δωρεάν για τις εύπορες τάξεις, μερική βοήθεια στις μικρομεσαίες και πλήρης κάλυψη αναγκών των οικονομικά ευάλωτων ομάδων.

Με άλλα λόγια, σύμφωνα με την πρόταση του Ν. Μουζέλη, πρέπει επιτέλους να συμφωνήσουμε ως κοινωνία ότι δεν μπορεί το παιδί του άνεργου και το παιδί του εφοπλιστή να παίρνουν δωρεάν το πανεπιστημιακό σύγγραμμα, ούτε ο εκατομμυριούχος και ο άπορος να έχουν τις ίδιες δυνατότητες πρόσβασης στις δομές της δημόσιας υγείας.

Με το βιβλίο αυτό ο Μουζέλης απαντά στις θεωρίες ότι ο καπιταλισμός θα καταρρεύσει, αντιτείνοντας ότι χωρίς να είναι αιώνιος, θα είναι μαζί μας για πολλά χρόνια ακόμη. Και αναρωτιέται μέσα στο σημερινό πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης ποια είναι η πιο ανθρώπινη μορφή που μπορεί να πάρει. Εκκινώντας από τη θέση ότι το παγκόσμιο σύστημα είναι νεοφιλελεύθερο με την έννοια ότι δεν υπάρχει πολιτικός έλεγχος των αγορών, σημειώνει ότι αποτελείται από τρία υποσυστήματα, το αυταρχικό (κυρίως της Κίνας), το νεοφιλελεύθερο (των ΗΠΑ), το ημι-σοσιαλδημοκρατικό (κυρίως της ΕΕ). «Το πρώτο -γράφει- καταργεί τα πολιτικά δικαιώματα των πολιτών, το δεύτερο είναι κοινωνικά βάρβαρο ενώ το τρίτο, παρά τις σημερινές νεοφιλιλελεύθερες και λαϊκιστικές τάσεις, διασώζει σε σημαντικό βαθμό τα επιτεύγματα της κλασικής σοσιαλδημοκρατίας». Κατά την εκτίμησή του, ο κινεζικός κολοσσός μάλλον μεσοπρόθεσμα θα ηγεμονεύσει, ενώ οι ΗΠΑ θα διατηρήσουν την πρωτιά στο χώρο των εξοπλισμών με τη βοήθεια της ρομποτικής και της τεχνητής νοημοσύνης. Αντί ενός τρίτου παγκόσμιου πολέμου, προβλέπει ότι μάλλον θα έχουμε μια ισορροπία τρόμου με τη Ρωσία να παίζει εξισορροπητικό ρόλο μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων. Το συμπέρασμά του είναι ότι αν η ευρωζώνη κατορθώσει να ενοποιηθεί όχι μόνο στον τραπεζικό/οικονομικό τομέα αλλά και στον πολιτκό και κοινωνικό, αν περάσει από τη γερμανοκρατούμενη Ευρώπη σ' αυτή των Ευρωπαίων πολιτών θα καταστεί μετά τις ΗΠΑ και την Κίνα ο τρίτος παίκτης στο παγκόσμιο γίγνεσθαι «συμβάλλοντας χειραφετικά στη διαμόρφωση του κόσμου που έρχεται».

Ο Μουζέλης δεν αισιοδοξεί αλλά και δεν παραιτείται. Πιστεύει ότι «η ραγδαία επιστημονική και τεχνολογική πρόοδος σε συνδυασμό με το άνοιγμα των παγκόσιμων αγορών άλλαξαν ριζικά τη μορφή του μετανεωτερικού κόσμου. Αλλαξαν την ισορροπία δύναμης μεταξύ Δύσης και Ανατολής, βοήθησαν την ανάπτυξη της καπιταλιστικής ημι-περιφέρειας αύξησαν τον μέσο χρόνο ζωής και έβγαλαν ένα σημαντικό κομμάτι της ανθρωπότητας έξω από την απόλυτη εξαθλίωση. Χωρίς όμως να μειώσουν την πρωτοφανή συγκέντρωση του πλούτου στο 1% χωρίς να σταματήσουν τη ραγδαία οικολογική καταστροφή. Η μόνη αχτίδα φωτός, η μόνη εκπολιτιστική δύναμη παραμένει η ΕΕ».

Το βιβλίο αυτό ανοίγει νέους δρόμους στη συζήτηση για το μέλλον της σοσιαλδημοκρατίας που δείχνει ετοιμοθάνατη αλλά μπορεί να ανακάμψει εάν υιοθετήσει νέες στρατηγικές, όπως αυτές που υποδεικνύει ο Νίκος Μουζέλης και οι οποίες οπωσδήποτε θα πυροδοτήσουν συζητήσεις σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.

Το βιβλίο αυτό μας θυμίζει πόσο τυχεροί είμαστε στη χώρα μας που έχουμε τόσο σπουδαίους διανοούμενους και οφείλουν να το διαβάσουν πρώτα απ' όλους όσοι τον έχουν κανιβαλίσει (για την άποψή του υπέρ του διαλόγου ΣΥΡΙΖΑ-ΚΙΝΑΛ), μήπως και κάτι καταλάβουν για τη δική του δύναμη σκέψης, για το δικό του διεθνές κύρος και για τη δική τους αθλιότητα.

*Δημοσιεύτηκε στην "Athens Voice" στις 7/1/2019. 

Πόσες αλήθειες αντέχουμε;

Μια από τις ειδήσεις της περασμένης εβδομάδας ήταν η σύλληψη του 47χρονου Αυστραλού Τζούλιαν Ασάνζ, ιδρυτή του ιστότοπου WikiLeaks. Καθώς προηγήθηκε άρση της επταετούς ασυλίας του από την πρεσβεία του Ισημερινού στο Λονδίνο, ο Ασάνζ συνελήφθη από τη βρετανική αστυνομία και, μάλλον, ανοίγει ο δρόμος για την έκδοσή του στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Οταν πρωτοπαρουσιάστηκε το WikiLeaks, ως μη κερδοσκοπικός οργανισμός μέσων ενημέρωσης, όλοι μίλησαν για αμφιλεγόμενο παίκτη της διεθνούς πολιτικής και διπλωματίας. Οταν ξεκίνησε τη λειτουργία του, γύρω στο 2006, διαχειριζόταν μια βάση δεδομένων με πάνω από 1,2 εκατομμύρια έγγραφα.

Ο ιστότοπος δημοσίευε διαβαθμισμένα έγγραφα και διαρροές από ανώνυμες πηγές, τα οποία υπό διαφορετικές συνθήκες δεν θα έβλεπαν το φως της δημοσιότητας. Το site καθώς κέρδισε την παγκόσμια αναγνώριση, φορτώθηκε και όλα τα στοιχεία των πετυχημένων χολυγουντιανών σεναρίων. Τα είχε όλα: επαναστατημένα νιάτα απέναντι σε κακές κυβερνήσεις, ακτιβισμό, διαφάνεια, λογοκρισία, κυνηγητό, κατασκοπεία, εσωτερικές ίντριγκες, συνωμοσιολογία, πολιτική εμβέλεια. Το WikiLeaks ικανοποίησε το αίτημα για διαφάνεια στον νεαρό 21ο αιώνα, σε μια στιγμή που η διαφάνεια κρίθηκε από όλους ως κρίσιμη αναγκαιότητα.

Η «μάχη των αποκαλύψεων» των τελευταίων χρόνων και της «δημοσιοποίησης των απορρήτων» στα δελτία ειδήσεων και κρεμασμένη στα πρωτοσέλιδα των μεγάλων δημοσιογραφικών οργανισμών του κόσμου, αιφνιδίασε την παγκόσμια κοινή γνώμη. Το WikiLeaks κέρδισε βραβεία, έγινε θέμα, κέντρισε το ενδιαφέρον. Κυρίως, ενόχλησε τους ισχυρούς και τους ενόχους. Φυσικό ήταν ένα μεγάλο μέρος της προσοχής των μέσων ενημέρωσης να στραφεί στον ιδρυτή, τον Τζούλιαν Ασάνζ.

Ο Ασάνζ, για πολλούς, εμφανίστηκε ως μία από τις πλέον αμφιλεγόμενες μορφές των μίντια της εποχής μας: ήρωας της ιντερνετικής εποχής, μιντιακός ποπ σταρ, κυνηγός κυβερνητικών κεφαλών, στενός κροσές της Χίλαρι, αλλά και βιαστής ή θύμα σκευωρίας. Κάποιος παλιός συνεργάτης του παρουσίαζε τον Ασάνζ ως εγωιστή, αναξιόπιστο, με τάσεις μεγαλομανίας κ.ά. Πράγματι, ο Γερμανός Ντάνιελ Ντόμσαϊτ-Μπεργκ στο βιβλίο του «Η ιστορία και τα μυστικά του WikiLeaks» (Κέδρος, 2011), γράφει ως ένας insider.

Γνωστός με το ψευδώνυμο Ντάνιελ Σμιτ, ήταν εκπρόσωπος Τύπου του WikiLeaks. Με σπουδές Πληροφορικής και με εξειδίκευση στην ασφάλεια δικτύων, τα πρώτα χρόνια της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας εργάστηκε σε μεγάλες πολυεθνικές. Η δράση του σε ζητήματα διαφάνειας και ελεύθερης διακίνησης πληροφοριών στο διαδίκτυο τον οδήγησε στον Ασάνζ.

Με υπότιτλο στο πρωτότυπο «Τα χρόνια μου με τον Τζούλιαν Ασάνζ στην πιο επικίνδυνη ιστοσελίδα του κόσμου», ο πρώην υπ' αριθμόν δύο του WikiLeaks, αφηγείται το πώς σχεδίασαν με τον Τζούλιαν Ασάνζ, σελίδα προς σελίδα, την πασίγνωστη πλατφόρμα αποκαλύψεων, σχολιάζοντας εν είδει ημερολογίου όλο το παρασκήνιο της οργάνωσης και λειτουργίας της. Βέβαια, αυτό δεν ήταν το μόνο βιβλίο γύρω από το WikiLeaks, τον Ασάνζ, τον κόσμο των μπλόγκερ και των «χακτιβιστών».

Το 2011 δημοσιεύτηκαν, στον ίδιο κύκλο, το «Φανερά μυστικά: WikiLeaks, πόλεμος και αμερικανική διπλωματία» του Αλεξάντερ Σταρ από τους Times της Νέας Υόρκης, το βιβλίο του Αυστραλού δημοσιογράφου Άντριου Φόουλερ με τίτλο «Ο Πιο Επικίνδυνος Άνθρωπος του κόσμου» για τον Τζούλιαν Ασάνζ που αποτέλεσε βάση σεναρίου, το «WikiLeaks: Ο πόλεμος του Τζούλιαν Ασάνζ κατά των απορρήτων» γραμμένο από τους δημοσιογράφους του «Guardian» Ντέιβιντ Λάι και Λιούκ Χάρντινγκ που επίσης συζητιέται σαν βάση χολιγουντιανού σεναρίου, το «Τζούλιαν Ασάνζ - WikiLeaks: Ο μαχητής της αλήθειας» όπου οι συγγραφείς Βάλερυ Γκισάλα και Σόφι Ραντερμέκερ σκιαγραφούν το πορτρέτο του και, τέλος, το βιβλίο «WikiLeaks και η εποχή της διαφάνειας» του δημοσιογράφου Μάικαχ Σάιφρυ.

Γυρίστηκαν πολιτικά θρίλερ, όπως «The Fifth Estate» ή, επί το ελληνικότερον, «Ο άνθρωπος που πούλησε τον Κόσμο», το «We Steal Secrets: The Story of WikiLeaks»... Μεγάλη αίσθηση έκαναν και τα βιβλία του Ασάνζ, όπως η πειρατική «Αυτοβιογραφία», το «Οταν η Google συνάντησε το WikiLeaks», το «Cypherpunks» κ.ά. Αλλά γιατί τα σχολιάζουμε όλα αυτά; Γιατί το WikiLeaks και ο ιντερνετικός ακτιβισμός, έδειξαν μια εξαιρετικά δυσδιάκριτη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην αλήθεια, τη διαφάνεια, τις συνωμοσίες και τις ευλογοφάνειες. Σήμερα, στα πρωτοσέλιδα και τις ειδήσεις κυριάρχησε, ξανά, «η ζωή του Τζούλιαν Ασάνζ στην πρεσβεία του Ισημερινού» στο Λονδίνο, το skateboard, η τύχη του γάτου του ή οι καβγάδες με το προσωπικό. Δεν υπήρχε ούτε μία σελίδα για τις αποκαλύψεις του, ως προς την ουσία τους.

Η περίπτωση του WikiLeaks υπήρξε εγχείρημα ενός μέσου που δεν φοβήθηκε αυτούς που κινούν τα νήματα ή, καλύτερα, υπήρξε το μέσο που κατέληξε να κινεί νήματα προσδοκώντας να αλλάξει την ενημέρωση της κοινής γνώμης. Έγινε καλύτερος ο κόσμος, ή για μία ακόμα φορά νίκησε ο Καναδός προφήτης του διαδικτύου, ο καθηγητής Μάρσαλ Μακ Λούαν, που υποστήριζε ότι «το μέσον είναι το μήνυμα»; Το WikiLeaks αποκάλυψε αλήθειες, δημοσιοποίησε πράγματα που υποπτευόμασταν στις αναλύσεις μας. Ταυτόχρονα, όμως, έθεσε ορισμένα παράπλευρα ερωτήματα. Αποκωδικοποιήσαμε σωστά τις πληροφορίες; Πόσες αλήθειες αντέχουμε; Πώς τις χρησιμοποιούμε;

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 19/4/2019. 

Γίναμε οι παππούδες μας και δεν το πήραμε χαμπάρι

«Δεν θα επιτρέπατε στον παππού σας να αποφασίσει τι θα φορέσετε ή τι μουσική θα ακούσετε, αλλά του επιτρέπετε να αποφασίζει για το περιβάλλον στο οποίο θα ζήσετε;» διερωτήθηκε ο Μπάρακ Ομπάμα μιλώντας σε νέους στην Κολωνία, πριν από μερικές ημέρες, προτρέποντας τους να ενδιαφερθούν για τις δημοκρατικές διαδικασίες.

Ο προβληματισμός γύρω από την «αποπολιτικοποίηση» των νέων δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο. Ούτε καν σύγχρονο. Εδώ και δεκαετίες, πολιτικοί εντός και εκτός συνόρων ανησυχούν που οι μετεφηβικές ηλικίες τούς γυρνούν την πλάτη.

Στις αρχές της δεκαετίας του ΄80 ο Ανδρέας Παπανδρέου δημιουργεί τον θεσμό των μαθητικών κοινοτήτων. Θεωρητικά, με σκοπό να εντάξει τους μαθητές στα πολιτικά πράγματα. Πραγματικός του στόχος να κερδίσει το ΠΑΣΟΚ τη νεολαία της εποχής. Το 2019 ο «wannabe Ανδρέας» Αλέξης Τσίπρας δίνει ψήφο σε όσους έχουν γεννηθεί εντός του 2002. Η λογική είναι η ίδια. Εγώ σας βάζω από νωρίς στην πολιτική, εμένα θα ψηφίσετε.

Φυσικά το αποτέλεσμα είναι συχνά διαφορετικό από την πρόθεση. Για το ΠΑΣΟΚ, οι μαθητικές κοινότητες αποδείχθηκαν μια απλή εμπορική συναλλαγή για τις πενθήμερες εκδρομές, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις λειτούργησαν ως φυτώριο συνδικαλιστών φοιτητών στα πανεπιστήμια που τροφοδοτεί κατόπιν το πολιτικό προσωπικό της χώρας. Ενδεικτική είναι η πορεία του σημερινού πρωθυπουργού: από το 15μελές και τις καταλήψεις στο Πολυκλαδικό Λύκειο Αμπελοκήπων, στο κόμμα, στον φοιτητικό συνδικαλισμό στο Πολυτεχνείο, στον δήμο και, ελέω κρίσης, στην πρωθυπουργία. (Μόνο το Ποτάμι υποστηρίζει ενιαίο ψηφοδέλτιο στις φοιτητικές εκλογές και κατάργηση των κομματικών νεολαίων που εμποδίζουν τον εκσυγχρονισμό των ελληνικών πανεπιστημίων.)

Σήμερα ο πρωθυπουργός ελπίζει στην ψήφο της νέας γενιάς, δίνοντας το δικαίωμα του εκλέγειν σε περίπου 130.000 νέους ψηφοφόρους. Δίνει ψήφο σε μαθητές της Β' Λυκείου, σε όσους είναι 16 χρονών και μία μέρα.

Θα ξεγελαστούν οι νέοι να ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ στις 26 Μαΐου; Ο ίδιος πάντως, αν και σήμερα υιοθετεί πρακτικές ΠΑΣΟΚ, δεν γράφτηκε ως μαθητής στο ΠΑΣΟΚ, αλλά στην ΚΝΕ. Ήταν, με αναφορές Διονύση Σαββόπουλου, ο «16άρης που γ... τα Λύκεια» και σήμερα είναι «σχεδόν 45 ετών με μπλοκ επιταγών».

Οι σημερινοί δεκαεξάχρονοι γνωρίζουν ακόμα περισσότερα από ότι ο κ. Τσίπρας στην ηλικία τους. Έχουν όλη τη γνώση του κόσμου στο κινητό τους τηλέφωνο. Γνώση αφιλτράριστη, ωμή και πολλές φορές «fake». Το αποτέλεσμα είναι να απαξιώνουν και άλλο την «καθοδηγούμενη» πολιτική.

Οι νέοι δεν «καίγονται» για ψήφο στα 16. Θέλουν καλύτερα βιβλία. Θέλουν καλύτερες αθλητικές εγκαταστάσεις. Θέλουν διαδραστικούς πίνακες σαν αυτούς που βλέπουν στις αμερικάνικες ταινίες. Θέλουν, εν τέλει, καλύτερα σχολεία. Για τους περισσότερους μαθητές, απλώς δεν υπάρχει κανένα σημείο επαφής με το πολιτικό σύστημα – εκτός από τα σχολεία όπου εμφανίζουν δυναμική το ιστορικά σταθερό ΚΚΕ και ο επικίνδυνος χουλιγκανισμός της Χρυσής Αυγής.

Κοινώς, ο πολιτικός κόσμος δεν λέει σχεδόν τίποτα που να τους ενδιαφέρει... Στην Α΄ Λυκείου ο νους τους είναι αλλού. Στα όνειρα τους (για πολλούς μακριά από την Ελλάδα) και όχι ποιο κόμμα θα επικρατήσει στις εκλογές.

Α, συγνώμη ξέχασα, συζητάμε ακόμα για το πανεπιστημιακό άσυλο και τα μη κρατικά πανεπιστήμια. Γίναμε οι παππούδες μας, οι οποίοι, όταν τους μαθαίναμε πώς λειτουργεί το χειριστήριο της τηλεόρασης, μετά δεν μας άφηναν ποτέ να το κρατήσουμε...

*Δημοσιεύτηκε στην "Huffingtonpost.gr" στις 12/4/2019. 

Ελληνική Οικονομία: Αριθμοί χωρίς μύθους

Η επενδυτική δραστηριότητα είναι συνάρτηση ενός συνόλου παραγόντων, που λειτουργούν συνδυαστικά. Δεν επηρεάζεται από έναν ή δυο παράγοντες μόνο. Η πολυπλοκότητα έναντι απλουστευμένων λύσεων διακρίνει το συγκεκριμένο θέμα.

Οι φορολογικοί συντελεστές είναι ένας από τους προσδιοριστικούς παράγοντες των επενδύσεων. Αν όμως τα φορολογικά βάρη έπαιζαν τον κυρίαρχο ρόλο στη διαμόρφωση του φιλικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος, τότε η Αφρική θα έβριθε από επενδύσεις, ενώ η Ευρώπη, οι ΗΠΑ και ιδίως η Ινδία θα ήταν σε κατάσταση επενδυτικής απογύμνωσης.

Η Ελλάδα κατέχει μια θέση άνω του μέσου όρου στην Ε.Ε. (22,3%) σ΄ ό,τι αφορά στους φορολογικούς συντελεστές και κατατάσσεται ως η 24η σε σύνολο 94 χωρών δείγματος μελέτης του ΟΟΣΑ. Οι φορολογικοί συντελεστές χωρίς αμφιβολία πρέπει να μειωθούν στη χώρα μας, καθώς, εκτός των άλλων, συνορεύουμε με «φθηνά» κράτη ως προς τη φορολόγηση των επιχειρήσεων. Η μείωσή τους όμως δεν είναι πανάκεια.

Παρόμοια κριτική μπορεί να ασκηθεί και για τα βάρη που επωμίζονται οι εταιρείες και αφορούν στις δαπάνες για κοινωνική ασφάλιση. Οι πρωτοπόροι και στις δυο προαναφερθείσες κατηγορίες είναι τα βιομηχανικά κράτη. Αξίζει βέβαια να σημειωθεί παρενθετικά, ότι το 65-75% των Ξένων Άμεσων Επενδύσεων πραγματοποιείται ανάμεσα στις βιομηχανικές «ακριβές» χώρες του κόσμου που δεν χαρακτηρίζονται ως φορολογικοί παράδεισοι όμοιοι της Βουλγαρίας κ.ά.

Τέλος, ως προς τους συντελεστές του ΦΠΑ, και εδώ δεν είμαστε οι ακριβότεροι σε επίπεδο Ε.Ε. Η επιβεβλημένη μείωση βέβαια των έμμεσων φόρων, σε μια χώρα με χαμηλά εισοδήματα, σαν την Ελλάδα, θα έχει ιδιαίτερα ευνοϊκές επιπτώσεις στους πολίτες της.

Ισχυριζόταν η προηγούμενη κυβέρνηση ότι με τη δυναμική που άρχισε να αναπτύσσεται η οικονομία το 2014, η χώρα θα γνώριζε ταχείς ρυθμούς ανάπτυξης, με συνέπεια το 2018 το ΑΕΠ να προσέγγιζε τα 216 δισ. ευρώ, σύμφωνα με τα στοιχεία του Μεσοπρόθεσμου Δημοσιονομικού Προγράμματος 2015-18. Αυτό βέβαια θα μπορούσε να συμβεί αν δεν εκτροχιάζονταν τα δεδομένα που οδηγούσαν σε αυτήν την εκτίμηση. Το 2014 όμως, σημείο εκκίνησης των προβλέψεων του 2018, οι αποκλίσεις ανάμεσα στις πραγματικές εξελίξεις και τις προβλέψεις ήταν σημαντικές, κατάσταση που εύλογα κατέρριπτε την υπόθεση περί υψηλού ΑΕΠ το 2018. Αναλυτικότερα ως προς το 2014, η εκτός προβλέψεων πενιχρή αύξηση του ΑΕΠ, η κατάρρευση των επενδύσεων και η άνοδος των εισαγωγών (κυρίως καταναλωτικών ειδών), σε συνδυασμό με τη μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος (το 1/3 του αρχικά προβλεπόμενου) κ.α., εύλογα διαψεύδουν την αισιόδοξη υπόθεση περί εκτίναξης του ΑΕΠ στα 216 δισ. ευρώ το 2018.

Αυξημένη εποπτεία

Κατηγορείται η κυβέρνηση ότι αν και απαλλάχθηκε από τα Μνημόνια, δεν έχει απαλλαγεί από την ενισχυμένη εποπτεία. Η ενισχυμένη εποπτεία έχει καθιερωθεί με το «πακέτο των δύο μέτρων», δηλαδή τους δυο Κανονισμούς, που υιοθέτησε η Ε.Ε. το 2013 και ειδικότερα τον πρώτο Κανονισμό 472/13. Σύμφωνα με το Άρθρο 14 του εν λόγω Κανονισμού, τα κράτη μέλη «παραμένουν υπό την εποπτεία μετά το πρόγραμμα εφόσον δεν έχει εξοφληθεί το 75% της χρηματοδοτικής συνδρομής που έχει ληφθεί» γενικά από ευρωπαϊκούς θεσμούς ή τα κράτη - μέλη.

Η προηγούμενη του 2015 κυβέρνηση υπονοεί το εξής με την ανωτέρω κριτική περί αυξημένης εποπτείας: Αν δεν ελάμβανε χώρα η κυβερνητική αλλαγή, τότε η οικονομία δεν θα εισερχόταν στο στάδιο της ενισχυμένης εποπτείας μετά το 2015. Ή, με άλλα λόγια, από τα προαναφερθέντα συνάγεται ότι μια άλλη κυβέρνηση θα εξοφλούσε άμεσα το 75% των 190 δισ. ευρώ που δανείστηκε η χώρα κατά τα δυο Μνημόνια (!), οπότε δεν θα αντιμετώπιζε την ενισχυμένη εποπτεία.

Μόνο μη γνώστες των δεδομένων της εποχής εκείνης είναι δυνατόν να πιστέψουν ότι με το ύψος των δημοσίων χρεών του παρελθόντος η χώρα θα ξέφευγε από τον κλοιό της ενισχυμένης εποπτείας το 2015 ή το 2016 ή ακόμη αρκετά αργότερα, με οποιαδήποτε κυβέρνηση.

Οι στρεβλώσεις και οι προκλήσεις

Η ελληνική οικονομία χρειάζεται 100 δισ. ευρώ επενδύσεις για μια πενταετία έτσι ώστε να καλύψει τον κενό χώρο που άφησε η κρίση. Ο ρυθμός ανάπτυξης 2019-22 αν και θετικός (της τάξης του 2-2,5%), καταγράφει ελαφρά πτωτικές τάσεις διαχρονικά, σύμφωνα με το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο της Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2019-22. Δεν αρκεί όμως ρυθμός μεγέθυνσης του Ακαθαρίστου Εγχωρίου Προϊόντος (ΑΕΠ) της τάξης του 2% για να αρχίζει να κερδίζει η χώρα θεαματικά έδαφος. Χρειάζονται πολύ υψηλότερες επιδόσεις.

Σημειώνεται βέβαια ότι η ανεργία, όπως και η φτώχεια, κάμπτεται ενώ το ισοζύγιο των εταιρειών (άνοιγμα - κλείσιμο) βελτιώνεται θεαματικά.Το γεγονός ότι συγκρατήθηκε η φτώχεια μετά το 2015 ερμηνεύει και την μη ύπαρξη Κίτρινων Γιλέκων στην Ελλάδα. Κάθε συνετή κυβέρνηση θα έδινε προτεραιότητα στη μείωση της φτώχειας, επιλογή που εξασφαλίζει την κοινωνική ειρήνη. Διαφορετικά οι κοινωνικές αναταραχές θα έθιγαν άμεσα τη μεσαία τάξη, τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τα μαγαζιά της γειτονιάς κ.λπ. Η εικόνα της Γαλλίας και οι καταστροφές που δέχεται εδώ και μήνες η αγορά των πόλεων της είναι ό,τι πιο εύγλωττο υπάρχει. Από τη στιγμή που σταθεροποιείται η οικονομία και η φτώχεια καταγράφει πτωτικές τάσεις, ακολουθούν οι ελαφρύνσεις των φορολογικών βαρών και του μη μισθολογικού κόστους, επιλογές που ευνοούν πλέον τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τη μεσαία τάξη.

Μια πολιτική που θα επιδιώκει πολλαπλούς στόχους αναπτύσσοντας τα δυναμικά συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας και η οποία είναι απαλλαγμένη, εκτός των άλλων, από τις οικολογικές υπερβολές, αντίθετες με την έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης, μπορεί να αλλάξει την τάση μεγέθυνσης του ΑΕΠ. Αρκεί να αποτινάξουμε το σύνδρομο του μικρού και του μέτριου, να τονωθούν προσπάθειες που ενισχύουν την καινοτομία -πολιτική που κερδίζει έδαφος τα τελευταία χρόνια- και να απομακρυνθούμε από καθεστηκυίες αναπτυξιακές νοοτροπίες και πρακτικές. 

Η οικονομική πολιτική είναι αντιμέτωπη με στρεβλώσεις δεκαετιών. Το Global Competitiveness Report και το Doing Business in Greece της Παγκόσμιας Τράπεζας αποτελούν χρήσιμη πυξίδα σε κάθε κυβέρνηση. Τέλος, η Έκθεση της Διεθνούς Διαφάνειας, παρά τον υποκειμενικό χαρακτήρα των κρίσεων που εκφράζει, «χρωματίζει» την ένταση διαφθοράς στη χώρα, που εξακολουθεί να την ταλαιπωρεί, παρά τις διακυμάνσεις των τελευταίων ετών (ανάμεσα στην 57η και την 67η θέση). Δεν είναι απαραίτητο η διαφθορά να αναφέρεται στα ανώτατα κλιμάκια της πολιτικής ηγεσίας, καθώς η εξουσία της δημοσιοϋπαλληλίας ακολουθεί τον δικό της μοναχικό δρόμο στο θέμα αυτό.

Είναι ευθύνη όμως της πολιτικής ηγεσίας να ξηλώσει μηχανισμούς διαφθοράς που γιγαντώθηκαν από το 1980, και ιδίως μετά την έναρξη των διαφόρων πακέτων Ντελόρ, ή να μην επιτρέψει την ανάπτυξη πολιτικών που οδηγούν σε υποψίες με στόχο την άνθισή της. Στην αντίθετη περίπτωση, είτε δεν γνωρίζει την τέχνη της διοίκησης είτε είναι συνένοχος της εν δυνάμει ανάπτυξης της διαφθοράς μέσω των υφισταμένων ή των νέων μέτρων πολιτικής.

Τα σημεία που εξακολουθεί να «πονά» η ελληνική οικονομία είναι η διοίκηση, οι θεσμοί της και γενικά η κοινωνία. Ανάμεσα στα άλλα, εξέχουσα θέση κατέχουν τα ζητήματα που σχετίζονται με: τη δικαιοσύνη, τη γραφειοκρατία, τις τράπεζες - ρευστότητα στην αγορά, τους φόρους, τα βάρη που επιβάλλει η κοστοβόρα διοίκηση, την κυβερνητική αστάθεια κ.ά.

Χρειάστηκε πολύς χρόνος για να ριζώσουν και να καρποφορήσουν όλες αυτές οι στρεβλώσεις. Την ευθύνη της οικοδόμησής τους εύλογα φέρουν οι εγκέφαλοι που δημιούργησαν και δόμησαν με ιδιαίτερο τρόπο το λεγόμενο σύγχρονο ελληνικό κράτος! Η ευθύνη της σημερινής κυβέρνησης εντοπίζεται στο ταχύ ξήλωμα όλων αυτών των δυσκαμψιών που ερμηνεύουν το μη φιλικό επιχειρηματικό περιβάλλον. Στο ανωτέρω σύνολο των προαναφερθέντων παραγόντων εντοπίζεται η υποτονική επενδυτική δραστηριότητα. Οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές είναι ένας από αυτούς.

Εθελοτυφλούν όσοι πιστεύουν ότι διορθώνοντας μόνο τις αδικίες που σχετίζονται με τα φορολογικά βάρη, θα έρθει η άνοιξη στην οικονομία. Αν και αποτελεί επιτακτική ανάγκη η ελάφρυνση των φορολογικών βαρών φυσικών και νομικών προσώπων, το πρόβλημα είναι πιο σύνθετο.

*Δημοσιεύτηκε στην "Αυγή" στις 12/4/2019. 

Ο ΣΥΡΙΖΑ, ένα ακόμη αρχηγικό κόμμα

Αν σε κάτι διέφερε σημαντικά ο ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με τα υπόλοιπα ελληνικά κόμματα, ήταν στην ποιότητα της εσωκομματικής του δημοκρατίας. Κουβαλώντας στις αποσκευές του τις παραδόσεις εσωκομματικής λειτουργίας της ευρωπαϊκής Αριστεράς, σοσιαλιστικής και ευρωκομμουνιστικής, ήταν το μόνο πολιτικό κόμμα με θεσμοθετημένες τάσεις και ουσιαστικό εσωτερικό διάλογο. Από τα χρόνια του Συνασπισμού, ο εκάστοτε ηγέτης του δεν αποτελούσε μια εξουσιαστική «περσόνα», που λάμβανε τις αποφάσεις μόνος του ή έστω με έναν μικρό κύκλο ανθρώπων γύρω του. Ο ηγέτης αντανακλούσε εσωτερικούς συσχετισμούς ή ήταν ο ισορροπιστής μεταξύ των διαφόρων τάσεων. Μέχρι το 2013-2014, ο Αλ. Τσίπρας ήταν ο πρώτος ανάμεσα σε αρκετούς. Μετά τη νίκη του στις εκλογές έγινε ο αδιαμφισβήτητος αρχηγός και σταδιακά απέκτησε μεγάλη ελευθερία επιλογών.

Δεν είναι κάτι πρωτοφανές στην ιστορία των κομμάτων. Ηδη το 1980, ο Γάλλος πολιτικός επιστήμονας Πορτελί είχε αποκαλέσει την εξέλιξη αυτή «προεδροποίηση» των κομμάτων. Κατά το πρότυπο των κομμάτων στις ΗΠΑ, δηλαδή, πρόκειται για το φαινόμενο της συσπείρωσης γύρω από ένα πρόσωπο που είναι εκλέξιμο και την υπαγωγή σε δεύτερη μοίρα των κομματικών οργάνων και θεσμών. Η εκλογική νίκη καθίσταται το βασικό κριτήριο του αν είναι καλή ή κακή μια ηγεσία. Ως συνέπεια, ηγέτες που θεωρούνται ελκυστικοί στο εκλογικό σώμα απολαμβάνουν μεγαλύτερη ελευθερία στη διαμόρφωση των προγραμμάτων των κομμάτων πριν και κατά τη διάρκεια άσκησης της εξουσίας.

Αν λοιπόν, οι πρώτοι μήνες διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ αντανακλούσαν σε μεγάλο βαθμό τις πολιτικές επιλογές και την ψυχολογία των ψηφοφόρων και των μελών του, στη συνέχεια, η πορεία απο-ριζοσπαστικοποίησης και σοσιαλδημοκρατικοποίησης του κόμματος είναι περισσότερο από φανερό πως υπήρξαν επιλογές του ηγέτη και ενός, μάλλον μικρού, ηγετικού κύκλου μέσα στους κόλπους του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν αποτέλεσαν προϊόν συλλογικής κομματικής επεξεργασίας ούτε αίτημα της βάσης. Αυτά ήρθαν αργότερα.

Είτε δει λοιπόν κανείς τη μετατόπιση του ΣΥΡΙΖΑ ως κυνική προσαρμογή στην πραγματικότητα είτε την αντιληφθεί ως μια συνειδητή επιλογή αλλαγής στρατηγικής και φυσιογνωμίας, η ουσία δεν αλλάζει ιδιαίτερα. Ο ΣΥΡΙΖΑ μετασχηματίζεται, αν δεν το έχει ήδη κάνει, σε ένα κόμμα που γεφυρώνει την παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία και τη ριζοσπαστική Αριστερά. Από μια άποψη, η πολιτική μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ είναι ίσως το πιο ενδιαφέρον ελληνικό πολιτικό γεγονός των τελευταίων δύο χρόνων, με δυναμικές και μακροχρόνιες επιπτώσεις. Επίσης, προαναγγέλλει μεταβολές σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τόσο για τη ριζοσπαστική Αριστερά όσο και για τη σοσιαλδημοκρατία.

Γιατί όμως αυτή η επιλογή της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ δείχνει να γίνεται ερήμην ή, έστω, με «βουβή» την οργανωμένη βάση του; Αν ο ΣΥΡΙΖΑ με την ψήφιση του τρίτου μνημονίου προγραμματικά ωρίμασε βίαια, οργανωτικά γέρασε απότομα. Η διάσπαση του κόμματος το 2015 είχε ως αποτέλεσμα την απομάκρυνση ενός σημαντικού τμήματος του οργανωμένου κόσμου του. Μαζί με τους προβεβλημένους βουλευτές και υπουργούς εγκατέλειψαν την οργάνωση αρκετές χιλιάδες δραστήρια μέλη και φίλοι του κόμματος σε όλη την Ελλάδα.

Το αποτέλεσμα της μεγάλης φυγής της οργανωμένης βάσης υπήρξε τραυματικό. Οι οργανώσεις του ΣΥΡΙΖΑ έχασαν τόσο σε όγκο όσο και σε ζωντάνια. Με δύο λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ έπαψε να υφίσταται ως πραγματικό «κόμμα μαζών».

Το παραπάνω γεγονός είχε σημαντικές παρενέργειες: Το εναπομένον μικρό, από άποψη αριθμού μελών, κόμμα «ξοδεύει» μεγάλο μέρος της ενέργειάς του μέσα στο κράτος. Πλέον, πολύ μεγάλο τμήμα των μελών του είναι είτε αιρετοί είτε διορισμένοι σε κρατικές/πολιτικές θέσεις. Ετσι, το κόμμα δυσκολεύεται να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις μιας λειτουργίας σχετικά αυτόνομης έναντι της κυβέρνησης, καθώς η παροχή υποστήριξης σε αυτήν γίνεται ο πρωταρχικός στόχος των κομματικών/κυβερνητικών στελεχών.

Η απώλεια μελών, η εξασθένηση των οργανώσεων και η «κρατικοποίηση» του κόμματος συνοδεύονται κατά συνέπεια από την υποχώρηση της εσωτερικής δημοκρατίας και τη σταδιακή μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ από ένα κόμμα πολυφωνικό και δημοκρατικό σε ένα κόμμα αρχηγικό – για την ακρίβεια, σε ένα κόμμα όπου η ηγεσία και όσοι βρίσκονται γύρω της έχουν δυσανάλογη ισχύ. Υπό το παραπάνω πρίσμα, η μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ σε ένα κόμμα «σαν όλα τα άλλα» δεν έχει μόνο θετικά. Φέρνει μαζί της παθογένειες της σύγχρονης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.

Αν ζούσε πάντως ο Ρόμπερτ Μίχελς ίσως να αισθανόταν δικαιωμένος. Μελετώντας την εσωκομματική ζωή του γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, ο Γερμανός κοινωνιολόγος κατέληξε το 1911 πως η επαγγελματοποίηση των κομματικών ηγεσιών (υπό την πίεση των εκλογικών και οργανωτικών αναγκών του κόμματος) παγιώνει τις ελίτ στις θέσεις εξουσίας. Έτσι το κόμμα, από οργάνωση με συγκεκριμένους στόχους, μετασχηματίζεται σε μηχανισμό για τη διατήρηση των «ολίγων». Με αυτό τον τρόπο, η «οργάνωση γεννάει την κυριαρχία των εκλεγομένων πάνω στους εκλέγοντες και των εντολοδόχων πάνω στους εντολείς». Αυτή όμως είναι μια άλλη συζήτηση.

*Δημοσιεύτηκε στην "Καθημερινή" στις 7/4/2019.