Η «Γέφυρα», για την οποία θα ακούμε όλο και περισσότερο, δεν ανήκει στο είδος των συνηθισμένων προεκλογικών διευρύνσεων. Δεν χωράει εκεί και δεν είναι αυτός ο στόχος της. Καλό να το ξέρουν φίλοι και αντίπαλοι.
Η «Γέφυρα» στήθηκε με επίγνωση ότι τώρα, στην έξοδο από την οκταετία της άμεσης μνημονιακής επιτήρησης, η χώρα έχει να αντιμετωπίσει υπαρξιακά προβλήματα που δεν σηκώνουν δημαγωγία ούτε υποκρισία, που θέλουν τόλμη και δυνατότητα να υπερβαίνεις εσκαμμένα και περιχαρακώσεις.
Σαν κι αυτή που επιδείχθηκε στις Πρέσπες. Και για τούτο η συμφωνία αυτή έγινε καταλύτης. Γιατί ξεχώρισε το στάρι από την ήρα. Τους ορθολογιστές από τους εθνικιστές. Οι πρώτοι πήγαν στο Μέγαρο ή στο Ζάππειο, αναλόγως της εγγύτητας ή της απόστασης που τους χώριζε από την κυβέρνηση. Αλλά πήραν θέση. Οι άλλοι, είναι αδιάφορο αν στάθηκαν απέναντι ως βαθιά εθνικιστές ή ψηφοθήρες δημοκόποι. Η άρνηση τους εξομοίωσε.
Αλλά κυρίως οι Πρέσπες έδειξαν τη δέσμη θέλησης και ηγετικών ικανοτήτων για την αντιμετώπιση δυσεπίλυτων προβλημάτων, παρά το πολιτικό τους κόστος. Και αυτά που έχουμε να αντιμετωπίσουμε είναι ακόμη δυσκολότερα. Γιατί σε κάθε ένα συνοψίζονται και τα υπόλοιπα. Και θα έρθω στο πρώτο παράδειγμα.
Η Ελλάδα αυτή τη δεκαετία μπήκε αμετάκλητα στην πορεία μείωσης του πληθυσμού. Μείωση του πληθυσμού σημαίνει γήρανση και γήρανση του πληθυσμού σημαίνει πως δεν μπορεί να κρατήσει συντάξεις, περίθαλψη, εκπαίδευση, ό,τι συνιστά στοιχειωδώς κοινωνικό κράτος.
Σημαίνει δημοσιονομικά ελλείμματα και συνεχείς προσαρμογές προς τα κάτω. Σημαίνει φτωχή και αντιπαραγωγική κοινωνία λευκών κροτάφων. Είναι αποτέλεσμα της κρίσης; Σε μικρό ποσοστό μόνο. Συνέπεσε όμως. Πρόκειται για πτώση της γονιμότητας ως αντίρροπη τάση στην πληθυσμιακή έκρηξη. Πανίσχυρη και βαθιά παγκόσμια τάση. Τάση που δεν ανατρέπεται ούτε με 2.000 ευρώ κάθε μωρό (sic! Πρόταση Ν.Δ.), αλλά ούτε ενίσχυση του κράτους πρόνοιας, που ίσα-ίσα μαραίνεται από τις δημογραφικές μεταβολές.
Τι μπορεί να γίνει; Η Μέρκελ το έδειξε εισάγοντας επίσημα ένα εκατομμύριο Σύρους και αφήνοντας να εισρεύσουν ακόμη περισσότεροι ανεπίσημα. Και στην Ελλάδα, το δημογραφικό ισοζύγιο θα ήταν ακόμη πιο αρνητικό, αν δεν είχαμε ώς τώρα εννιακόσιες χιλιάδες μετανάστες από το 1990. Επομένως; Καταλαβαίνει κανείς ότι χωρίς γενναίες πληθυσμιακές ενέσεις από νεανικούς προσφυγικούς πληθυσμούς, η δημογραφική μείωση και η γήρανση του πληθυσμού θα αποβούν μοιραίες.
Τα προβλήματα όμως δεν τελειώνουν με αυτή τη διαπίστωση. Εδώ αρχίζουν. Ποια πολιτική ηγεσία θα τολμήσει να χρεωθεί παρόμοια απόφαση; Πώς θα υπερνικήσει την αντίδραση των γηγενών, αντίδραση σε κάθε μεγάλη πληθυσμιακή μεταβολή, και το 1922, και στα '90, και τώρα; Κυρίως πώς θα αντιμετωπίσει δύο μεγάλα προβλήματα, εκ των οποίων το πρώτο σημαίνει επέκταση των δικαιωμάτων και το δεύτερο παραγωγική απασχόληση;
Ο νόμος για την ιθαγένεια μάς λέει ποια ηγεσία είναι κατάλληλη για να προωθήσει τα δικαιώματα. Ποιοι καλλιεργούν τον μισόξενο φόβο και ποιοι αγκάλιασαν τα προσφυγόπουλα στα σχολεία, παρά τα τραγικά λάθη και τις ανεπάρκειες με τα στρατόπεδα προσφύγων. Τώρα όμως πρέπει να παρθούν γενναίες αποφάσεις ένταξης των προσφύγων στον κοινωνικό ιστό της χώρας. Με τόλμη, αλλά επίσης με σχεδιασμό και προσοχή. Ποιος μπορεί να το κάνει; Ποιος μπορεί να τους εκπαιδεύσει, να τους εντάξει στην ελληνική κουλτούρα, να δημιουργήσει τους όρους μιας ελληνικής πολιτειότητας που δεν είναι εθνοτική;
Η παραγωγική ένταξη των προσφύγων είναι ακόμη δυσκολότερο ζήτημα. Πώς θα ενταχτούν νέοι πληθυσμοί στις παραγωγικές δομές της χώρας, όταν αυτές έχουν παραλύσει ήδη πριν από την κρίση; Ποια είναι η στρατηγική για την ανάταξη της παραγωγικής καθίζησης, και με κατεύθυνση όχι την απορρόφηση πληθυσμιακών πλεονασμάτων, δηλαδή μεγάλες μονάδες, αλλά την ενίσχυση της μικρής παραγωγής που θα ενυδατώσει τον αποξηραμένο κοινωνικό ιστό;
Η πληθυσμιακή και η παραγωγική ενίσχυση είναι δύο άκρες –και όχι βέβαια οι μοναδικές- που μας οδηγούν στο μεγάλο ζήτημα του παραγωγικού ανασχεδιασμού της χώρας, που οφείλει να περιλάβει και το πρόβλημα της εκροής 200.000 εκπαιδευμένων νέων. Σύνθετα προβλήματα με βασικό προαπαιτούμενο να μην έχεις ιδεολογικά κωλύματα. Κωλύματα εθνικής ιδεολογίας και οικονομικής φιλοσοφίας. Γιατί σχεδιασμός σημαίνει δημοσιονομικά εργαλεία, τα οποία έχουν ακυρωθεί εν μέρει από τους ισχύοντες κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας. Πώς ανακτώνται χωρίς διάρρηξη των σχέσεων;
Το δημογραφικό είναι ένα παράδειγμα, κεντρικό των καινούργιων σύνθετων προβλημάτων. Αν έχεις βαλτώσει στις Πρέσπες, πώς μπορείς να κολυμπήσεις βαθύτερα; Επομένως, η ανάγκη συγκρότησης ενός προοδευτικού πόλου δεν προέρχεται από την ασυμμετρία ηγετικών ικανοτήτων με τη συντηρητική παράταξη, αλλά από τα δομικά ιδεολογικά και πολιτικά εμπόδια, τα οποία, τουλάχιστον στην παρούσα συγκυρία, αδυνατεί να υπερβεί. Γι' αυτό τον λόγο εξάλλου, η συγκρότηση αυτού του πόλου χρειάζεται να αναπτυχθεί σε κεντρική πολιτική επιλογή. Νέες εποχές σημαίνουν νέα προβλήματα, νέα προβλήματα απαιτούν καινούργιες απαντήσεις, επομένως και νέα πολιτικά πλαίσια. Να γιατί η «Γέφυρα» και να γιατί τώρα.
*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 18/3/2019.
Ποιος ευθύνεται για τις ακρότητες που παρά ταύτα συνόδευσαν την κρίση και στη χώρα μας; Ο ΣΥΡΙΖΑ που τις υποδαύλισε; Τα μνημόνια και οι εγχώριοι υποστηρικτές τους που τις προκάλεσαν;
Τρία είναι τα συνήθη επιχειρήματα όσων εμμένουν στην ακραία αντιπαράθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ:
(1) Η ευθύνη του για την πόλωση της περιόδου 2011-15.
(2) Πως αποτελεί και σήμερα απειλή για τη δημοκρατία.
(3) Η δικαιολόγηση των εθνικιστικών εκτροπών της Ν.Δ.
Ο φίλος Περικλής Βαλλιάνος («Βήμα της Κυριακής» 10/2) χρησιμοποίησε και τα τρία αυτά επιχειρήματα, με αρκετό πάθος, στην αντίκρουση δικού μου άρθρου («Εφ.Συν.», 21/1). Ας τα δούμε αναλυτικότερα.
Η εκδίκηση για τους «γερμανοτσολιάδες»
Η κρίση προκάλεσε έντονη πολιτική πόλωση. Αυτό ήταν βέβαια αναπόφευκτο σε μια κοινωνία που υπέστη τέτοιας έντασης σοκ. Στη Γαλλία, με μια αύξηση στην τιμή των καυσίμων, κάηκε το Παρίσι. Αλλού, πολύ ηπιότερες κρίσεις γιγάντωσαν την ξενοφοβία και την Ακροδεξιά. Στην Ελλάδα τουλάχιστον, ούτε αίμα χύθηκε ούτε τους πρόσφυγες κυνηγήσαμε ούτε βγήκαμε από τον ευρωπαϊκό δρόμο ούτε η Ακροδεξιά βρέθηκε στην κυβέρνηση ή ante portas.
Ποιος ευθύνεται για τις ακρότητες που παρά ταύτα συνόδευσαν την κρίση και στη χώρα μας; Ο ΣΥΡΙΖΑ που τις υποδαύλισε; Τα μνημόνια και οι εγχώριοι υποστηρικτές τους που τις προκάλεσαν; Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ που χρεοκόπησαν τη χώρα; Είναι προφανές πως δεν θα συμφωνήσουμε. Ούτε μάλλον και στο πως η πόλωση λόγω των πολιτικών που εξαθλίωσαν έναν ολόκληρο λαό δεν είναι το ίδιο με την πόλωση που καλλιεργούν οι εθνικιστές για τη Μακεδονία.
Σημαίνει αυτό πως κάθε φορά που συζητάμε για το παρόν και το μέλλον θα πρέπει να ξαναγυρνάμε στο παρελθόν για να παρεμποδίσουμε τη συνεννόηση; Η συνέχιση αυτού του κλίματος ζημιώνει μόνο τον Τσίπρα ή τη χώρα;
Μην ξεχνάμε πως και η άλλη πλευρά έχει το αφήγημά της και εύκολα μπορεί να ντοπαριστεί. Να θυμηθεί τους «τεμπέληδες» Ελληνες της Μέρκελ και τους ντόπιους οπαδούς της, τα «ζήτω τα μνημόνια», τον εξευτελισμό του Κοινοβουλίου και της εθνικής κυριαρχίας, τον Καρατζαφέρη, τους πρωθυπουργούς που καλούσαν να βγάλουμε τα λεφτά μας έξω εν όψει Τσίπρα, το μαύρο της ΕΡΤ. Εύκολα μπορούμε να αντιδρούμε όταν μας ταυτίζουν με τους χρυσαυγίτες και τον κάθε ψεκασμένο για όλα όσα γίνονταν και λέγονταν τότε, ενώ τώρα θεωρούν πολύ φυσιολογικό να συγχρωτίζονται με τους φασίστες στο Μακεδονικό. Ομως αυτός ο δρόμος δεν οδηγεί πουθενά.
Χρειάζονται κάποιες συγγνώμες; Πιθανόν. Οχι πάντως μόνο από τη μία πλευρά. Και οι δηλώσεις «μεταμέλειας» που ζητά ο Π.Β. μόνο την άμβλυνση των παθών δεν υπηρετούν. Τέλος πάντων, οι πρώην «μνημονιακοί» δεν είναι επιζώντες ολοκαυτώματος και τα θύματα των μνημονίων υπέστησαν κατά κανόνα πολύ περισσότερα από αυτούς. Ας γυρίσουμε όμως σελίδα!
Κίνδυνος για τη δημοκρατία;
Ο Π.Β. θεωρεί πως «η βιαιότητα εκπορεύεται ακόμη αμείωτη» από την κυβέρνηση. Και αναφέρει σειρά αμαρτημάτων της, υπαρκτών και ανύπαρκτων.
Μα και πολλοί που στηρίζουμε την κυβέρνηση, επικρίνουμε ενέργειές της ή το ύφος ορισμένων στελεχών. Πιστεύει όμως κανείς ψύχραιμα πως αυτά συγκροτούν «εκτροπή»; Πως η κυβέρνηση «προσπαθεί να κλείσει στη φυλακή» την αντιπολίτευση; Πως κινδυνεύει η δημοκρατία επειδή «εξαγοράζει ψήφους με φιλοδωρήματα», δηλαδή επειδή ασκεί κοινωνική πολιτική προεκλογικά, όπως όλες οι κυβερνήσεις όλων των εποχών; Ή επειδή κάποιοι βουλευτές άλλαξαν στρατόπεδο (όπως και άλλοι προς την αντίθετη κατεύθυνση); Με άλλα λόγια, είναι δυνατό να υποστηρίζεται όχι πως υπάρχουν επιχειρήματα για να ασκηθεί κριτική, αλλά πως επιβάλλεται συμμαχία των «ευρωπαϊκών δυνάμεων» (υπό τη Ν.Δ.) για να σωθεί η δημοκρατία από τον ΣΥΡΙΖΑ;
Σήμερα, κύριος υπεύθυνος για την υποδαύλιση της ακραίας πόλωσης είναι καταφανώς η αντιπολίτευση. Το ομολογεί έμμεσα και η ίδια όταν παραπέμπει συνεχώς στο 2015 για να απαντήσει στις εναντίον της κατηγορίες. Προσπαθεί να αποκλείσει από το δημοκρατικό πλαίσιο το μεγαλύτερο κοινοβουλευτικό κόμμα της χώρας, χρησιμοποιεί ή χειροκροτεί χαρακτηρισμούς για «προδότες», «απάτριδες» και «εθνομηδενιστές», δηλώνει πως «έχουμε πόλεμο» και άλλα πολλά.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είναι σταθερά φιλοευρωπαϊκή και συμπαρατάσσεται με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Αντιπαρατίθεται στην Ακροδεξιά και τον νεοφιλελευθερισμό. Τηρεί τις υποχρεώσεις της απέναντι στους δανειστές. Ασκεί θαρραλέα ευρωπαϊκή πολιτική στα Βαλκάνια (Πρέσπες). Η οικονομική και κοινωνική της πολιτική, στο μέτρο που το επιτρέπουν οι μεταμνημονιακές υποχρεώσεις, είναι προοδευτική. Το έργο της στον τομέα των δικαιωμάτων επίσης.
Αυτή είναι η μεγάλη εικόνα. Αυτήν βλέπουν και οι ξένοι. Ιδιαίτερα δε οι σοσιαλδημοκράτες δεν κατανοούν τη στάση της αντιπολίτευσης. Η άρνηση διαλόγου με αυτή την κυβέρνηση, και μάλιστα από μέρους δυνάμεων που αυτοπροσδιορίζονται ως προοδευτικές, ξεφεύγει από κάθε λογική.
Μακεδονικό και Ν.Δ.
«Καλώς ψηφίστηκε» η Συμφωνία των Πρεσπών, γράφει ο Π.Β., καθώς δεν μπορεί να διαγράψει τη δική του ιστορία στην πάλη κατά των «μακεδονομάχων». Ομως το γράφει μετά την ψήφιση, όχι όταν ακόμη παιζόταν η τύχη της συμφωνίας. Αλλά και τώρα, προσπαθεί να δικαιολογήσει τη στάση Μητσοτάκη που «ήταν μια εξαναγκασμένη αμυντική κίνηση».
Στόχος, λέει, του Τσίπρα δεν ήταν να λύσει το Μακεδονικό, αλλά να διασπάσει τη Ν.Δ. Δηλαδή, ο Τσίπρας δεν θα έπρεπε να προχωρήσει σε μια εθνικά και δημοκρατικά συμφέρουσα λύση, για να μη δημιουργήσει πρόβλημα στον Μητσοτάκη. Πιστεύει κανείς σοβαρά πως αν είχε καλέσει τον αρχηγό της Ν.Δ. πριν από τον Ιερώνυμο, θα προχωρούσαμε στη λύση με εθνική συναίνεση; Το πρόβλημα δεν ήταν η παράλειψη του Τσίπρα, αλλά ο διχασμός της Ν.Δ. (και ο πολιτικός εκφυλισμός του ΚΙΝ.ΑΛΛ.). Πρόβλημα είχε εξάλλου και ο Τσίπρας με τον Καμμένο. Αυτός όμως τον παραμέρισε, ενώ ο Μητσοτάκης τράβηξε όλο το κόμμα του στον εθνικισμό. Ας αφήσουμε λοιπόν τις υποκρισίες.
Είναι απαράδεκτο να ονομάζεις φασίστα όποιον διαφωνεί μαζί σου στο Μακεδονικό. Ομως άλλο τόσο απαράδεκτο είναι να σιωπάς μπροστά στον εθνικισμό και την Ακροδεξιά και απέναντι σε όσους τα ανέχονται για τακτικούς ή άλλους λόγους.
Περί φιλελευθερισμού, Μητσοτάκη και Σημίτη
Δεν «εγκαλώ» όσους προσχώρησαν στον φιλελευθερισμό, όπως ισχυρίζεται ο Π.Β. Απλά επισήμανα πως η σημερινή Ν.Δ. είναι μάλλον σκληρή και εθνικιστική Δεξιά, και αυτό ίσως να αποτελεί πρόβλημα για έναν φιλελεύθερο. Και βέβαια με φιλελευθερισμό δεν εννοώ τον πολιτικό φιλελευθερισμό, τις αξίες του οποίου πράγματι έχει υιοθετήσει από καιρό η ανανεωτική Αριστερά. Εννοώ τον νεοφιλελευθερισμό που διαχωρίζει Δεξιά από Αριστερά απανταχού της Γης. Ο Π.Β. υπονοεί πως η ακύρωση αυτής της διαχωριστικής γραμμής και η μεταπήδηση από την ανανεωτική Αριστερά στη Ν.Δ. είναι ό,τι πιο φυσιολογικό. Προφανώς, διαφωνούμε.
Οι προσχωρούντες στη Ν.Δ., λέει ο Π.Β., μπαίνουν για να τη σπρώξουν στη σωστή κατεύθυνση, εν γνώσει πως σε ένα μεγάλο κόμμα υπάρχουν πάντα και «κακοί». Οπως εγώ, ο Μπίστης και άλλοι προσχωρήσαμε στο ΠΑΣΟΚ του Σημίτη, παρά την παρουσία εκεί των Τσοχατζόπουλου, Παπαθεμελή και άλλων. Ομως εμείς μπήκαμε κάποτε στο ΠΑΣΟΚ επειδή συμφωνούσαμε με τη γραμμή του προέδρου και της κυβέρνησής του (όπως και τώρα προσεγγίζουμε τον ΣΥΡΙΖΑ επειδή συμφωνούμε στα βασικά). Συγκρίνει ο Π.Β. την πολιτική Σημίτη με τον Μητσοτάκη που στρέφει το κόμμα του στον εθνικισμό και την Ακροδεξιά; Αν μπαίνουν για να ανατρέψουν αυτή τη γραμμή, καλή επιτυχία! Πολύ φοβάμαι όμως πως ο πραγματικός λόγος είναι απλούστατα το πάθος τους κατά του ΣΥΡΙΖΑ.
Η έξοδος από τα μνημόνια, η σύγκλιση του ΣΥΡΙΖΑ με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, η Συμφωνία των Πρεσπών με τα όσα έδειξε και για τη Ν.Δ., το διαζύγιο με τον Καμμένο διαμορφώνουν ένα νέο πολιτικό σκηνικό που θέτει σε σκληρή δοκιμασία τη γραμμή για «στρατηγική ήττα» του ΣΥΡΙΖΑ. Πολλώ μάλλον που και σε ευρωπαϊκό επίπεδο επείγει η αντιμετώπιση της ανερχόμενης Ακροδεξιάς και της διολισθαίνουσας προς αυτήν νεοφιλελεύθερης Δεξιάς με τη συγκρότηση ενός πλατιού προοδευτικού πόλου. Επείγει οι Κεντροαριστεροί και στη χώρα μας να εγκαταλείψουν τις αντι-συριζαίικες εμμονές τους και να συμβάλουν σε μια τέτοια προσέγγιση, αν δεν θέλουν αυτοί μεν να εξαφανιστούν πολιτικά, αλλά και η χώρα να πάρει λάθος δρόμο.
*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 19/2/2019.
Μάθε την αναγκαιότητά σου να σκέφτεται έτσι∙
Καμία αρετή δεν φτάνει την αναγκαιότητα.
Ου. Σαίξπηρ, «Ριχάρδος Β΄»
Πολλά έγιναν, εν τω μεταξύ, στο όνομα της αναγκαιότητας και ακόμα περισσότερα στο όνομα των λαών. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που είδαν την αρετή ως μονόδρομο των πολιτικών επιλογών.
Όμως ‒και μιλάμε για τους περισσότερους πολιτικούς στοχαστές‒ είχαν ευθυγραμμιστεί κατηγορηματικά με το δόγμα περί «κρατικού ή δημοσίου συμφέροντος»: αν ένας κυβερνήτης «έχει να κάνει με μια αλεπού», τότε δικαιολογείται σίγουρα να μάθει πώς να «γίνεται αλεπού» ο ίδιος, κυρίως «αν αυτό το επιβάλλει το καλό και το κοινό όφελος».
Να πούμε, εδώ, ότι κι ο Μακιαβέλλι, με τη σειρά του, παρηγοριόταν με τη ρήση του Ποπλίλιου Σύρου από την εποχή της κατάρρευσης της ρωμαϊκής δημοκρατίας: necessitas non habet legem – η αναγκαιότητα δεν ξέρει τι πάει να πει νόμος.
Αλλά, μετά τόσους αιώνες νεοτερικότητας, το ίδιο ακριβώς μπορεί να ισχυριστεί ο οποιοσδήποτε σήμερα (οι αρκετοί επικεφαλής της Ε.Ε., ο πρόεδρος Τραμπ, ο Σι Τζινπίνγκ της Κίνας, ο Εμανουέλ Μακρόν ή η Μέρκελ κ.ά.). Δηλαδή, εάν η αναγκαιότητα δεν μπορεί να προσαρμοστεί στον νόμο, τότε ο νόμος θα πρέπει να προσαρμοστεί στην αναγκαιότητα.
Βέβαια, στη μετανεοτερικότητα, η υπόθεση της αναγκαιότητας έχει προχωρήσει πολύ –έχει ξεφύγει για την ακρίβεια. Αρκετοί σκέφτονται ότι κακώς εγκατέλειψαν την αποικιοκρατία τους και, άλλοι πάλι, ότι κακώς καταργήθηκε η δουλεία. Στην προσπάθειά του να υπηρετήσει το «πρώτα η Αμερική» ο Τραμπ επιλέγει μια άλλη Αμερική για τον 21ο αιώνα. Όμως κάνει ακριβώς αυτό το οποίο οι δυτικοί αναλυτές χρησιμοποιούν ως επιχείρημα για να υποστηρίζουν ότι η Κίνα δεν θα κυριαρχήσει στον 21ο αιώνα.
Η Κίνα, λ.χ., ασκεί την παγκόσμια βαρύτητά της χωρίς να δεσμεύεται, χωρίς να λογοδοτεί, νομίζοντας ότι είναι το Μέσο Βασίλειο, το κέντρο του κόσμου, και ότι οι χώρες, στην Ασία ή αλλού, οφείλουν να υπαχθούν στη δική της αυλή και στο δικό της μοντέλο του μονοκομματικού κράτους και οικονομίας.
Η Ρωσία θεωρεί, από την πλευρά της, ότι είναι η κληρονόμος του Κόκκινου Στρατού και των υπερεξοπλισμών της ψυχροπολεμικής εποχής, και πιστεύει ότι κακώς ο τσάρος Νικόλαος δεν προσάρτησε την τεράστια περιοχή του Σιντσιάνγκ και την άφησε στους Κινέζους.
Οι παλιοί αντίπαλοι παραμένουν αντίπαλοι και ανταγωνιστές σε ένα δύσκολο παγκόσμιο παιχνίδι, περιφέροντας τη δύναμή τους εκφοβίζοντας, εκβιάζοντας, πιέζοντας, θεωρώντας ότι η αλλαγή του σκηνικού σε μια χώρα ή σε μια ήπειρο θα είναι ζήτημα ενός 24ωρου.
Και η Ευρώπη –για να σταθούμε στα δικά μας– φαίνεται να νοιώθει ασφαλής στη δυτική υπεροχή της, ξεχνώντας τα χρέη της στη συμφιλίωση των ιστορικών εχθρών, των Γερμανών και των Γάλλων∙ ξεχνά ότι οφείλει την υπεροχή της στο μέγεθος που, με τη σειρά του, το χρωστά στην ένωση των μικρότερων χωρών σε ένα όλον που υπήρξε (;) κάτι περισσότερο από το άθροισμα των μερών του.
Η υλοποιημένη ουτοπία ήταν αυτό που συνέβη με την Ένωση. Η κατάκτηση της ειρήνης, του κοινωνικού κράτους και της δημοκρατίας. Δεν συνέβη κάπου αλλού, δεν ξεδιπλώθηκε σε κάποιο κρυφό νησί. Ηταν το σχέδιο για την παγκόσμια συνεργασία∙ για τον σεβασμό στους κανόνες του διεθνούς δικαίου∙ οι αξιώσεις για παγκόσμια ευημερία.
Δεν ήταν οι εθνικισμοί∙ δεν ήταν τα όνειρα του ξύπνου κάποιας παλαιότερης δόξας. Ούτε καν ο χάρτης του Οσκαρ Ουάιλντ το 1891: «ένας χάρτης του κόσμου που δεν συμπεριλαμβάνει την Ουτοπία δεν αξίζει καν ούτε να ον κοιτάξουμε».
Δεν θα σχολιάσω το αν η ιδρυτική «Ουτοπία» του Τόμας Μορ ήταν ενταγμένη σε μια οπτική της Αναγέννησης ή αν ήταν παλιομοδίτικη, σχολαστική και μεσαιωνική για την πολιτική ζωή ώστε να χωράει στον χάρτη του Ουάιλντ ή της Αριστεράς. Ούτε τις ουτοπίες όσων μετέχουν στις κυβερνώσες και στις οικονομικο-στρατιωτικές ελίτ του κόσμου.
Οφείλω όμως να σχολιάσω τις ουτοπίες των αγορών, των μεταβολών του ΑΕΠ ως μόνου αξιόπιστου μέτρου της ευημερίας μας, οι οποίες αφήνουν έξω τα περισσότερα από όσα θα μπορούσαν να μας κάνουν ευτυχισμένους.
Δημιουργούν ξένους ‒πλούτο και δημοκρατία‒ στην πόλη της αναγκαιότητας. Μπορώ, επίσης, να σταθώ σ' αυτό που ήταν κοινότοπο στους ουμανιστές: η αρετή είναι η μόνη αξία∙ είναι αυτή που λείπει από τις αλεπούδες και τα αρπακτικά αυτού του κόσμου που κάνουν νόμο τις δικές τους αναγκαιότητες.
Αλλάζει το μοντέλο; Κοιτάξτε γύρω σας για να δείτε τη δυσκολία. Η μετατόπιση από τη στρατιωτική δύναμη και τους κερδοσκοπικούς πολέμους σε μια δέσμευση για τους κοινούς στόχους ειρηνικής ανάπτυξης, σκέψης και χρόνου για να αγκαλιάσουμε τις ευκαιρίες που προσφέρει η διεθνής συνεργασία είναι τα δύσκολα.
Τα εύκολα είναι να είμαστε εσαεί δούλοι της αναγκαιότητας, να κυνηγάμε ουτοπίες που δεν θα μας αρέσουν, και αυτές οι ουτοπίες να τρέφουν την υλική και διανοητική μας πενία.
*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 2/3/2019.
Εδώ και καιρό τίθεται το ερώτημα εάν ο ΣΥΡΙΖΑ «σοσιαλδημοκρατικοποιείται» ή, αντίθετα, διατηρεί αμετάβλητο τον αντιμνημονιακό πυρήνα που τον έφερε ώς εδώ. Εάν η τροχιά από το κόμμα-αντηχείο της κοινωνικής διαμαρτυρίας του 2010 έως τη σημερινή προσπάθεια να σφυρηλατήσει ένα προφίλ υπεύθυνης δύναμης διακυβέρνησης τον ευθυγραμμίζει με τις συστημικές δυνάμεις της Ευρώπης ή είναι απλώς μια φενάκη για την αντισυστημική καρδιά του.
Στην πιο πρόσφατη αναβίωση του ερωτήματος το κόμμα ΣΥΡΙΖΑ τάχθηκε στο πλευρό της «μπολιβαριανής» Βενεζουέλας, ενώ η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ συντάχθηκε με την ευρωπαϊκή γραμμή πίεσης προς τον Μαδούρο προκειμένου να προχωρήσει σε εκλογές με όλες τις διεθνείς εγγυήσεις. Στο δίλημμα «αντισυστημισμός ή σοσιαλδημοκρατία;» ο ΣΥΡΙΖΑ απαντά όπως ο Γκράουτσο Μαρξ στην ερώτηση «καφέ ή τσάι;»: Yes, please.
Η διαδρομή μοιάζει με την τρελή ρότα μεθυσμένου καραβιού· ωστόσο υπάρχει μια μέθοδος στην τρέλα. Ο ΣΥΡΙΖΑ του 2018 λίγο μοιάζει με τον ΣΥΡΙΖΑ του 2008 ή τον Συνασπισμό του 1998, θέτοντας εν αμφιβόλω τον κανόνα ότι τα (κεντρο-)αριστερά κόμματα επιδεικνύουν μικρότερη προσαρμοστικότητα από τα (κεντρο-)δεξιά.
Στη στροφή του 21ου αιώνα επανεπινοεί ριζικά τον εαυτό του. Ερχεται σε ρήξη με μια παράδοση συναινετικής παρά συγκρουσιακής πολιτικής που κρατούσε από το ΚΚΕ εσωτερικού. Με την «αριστερή στροφή», την επένδυση στον νεολαιίστικο κινηματισμό και το πείραμα του «ΣΥΡΙΖΑ των συνιστωσών» σφυρηλατεί ένα αντισυστημικό προφίλ πλάι στο «θεσμικό» της δεκαετίας του 1990 –παίρνοντας λελογισμένα αλλά σταθερά αποστάσεις από βασικές πτυχές της κληρονομιάς του όπως ο ευρω-μεταρρυθμισμός.
Εάν όμως τα σπέρματα μιας νέας φυσιογνωμίας είναι ήδη παρόντα, θα χρειαστεί το σοκ της κρίσης που ανοίγει ένα παράθυρο ευκαιρίας για τον ΣΥΡΙΖΑ, όπως και για άλλα κόμματα που εμφανίζονται χωρίς ρίζες ή μέσα από κινηματικές μήτρες (Podemos, Κίνημα 5 Αστέρων) ή άλλοτε υπερβαίνοντας παραδοσιακές πολιτικές ταυτότητες, όπως το En Marche του πρώην σοσιαλιστή Μακρόν. Αυτά τα «νέα» κόμματα-διεκδικητές (challenger parties) πλαγιοκοπούν τα εγκαθιδρυμένα κόμματα εγκαλώντας τα ότι έχουν απολέσει τους δεσμούς με την κοινωνία. Αποτελούν δείκτη της κρίσης της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, χαρακτηρίζονται από ιδεολογική ελαστικότητα που τους επιτρέπει να τέμνουν τις κυρίαρχες διαιρέσεις (Αριστερά-Δεξιά, συστημισμός-αντισυστημισμός, ευρωπαϊσμός-ευρωσκεπτικισμός) ή να επιβάλλουν νέες πλάι στις παλιές (παλιό-νέο).
Ο ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε ένα τέτοιο «σύμπτωμα», προτείνοντας ένα νέο δεσμό πολιτικής εκπροσώπησης που οι αμφισημίες του συνάντησαν τις αντιφάσεις της εποχής. Πλαισίωσε τη διαίρεση μνημόνιο-αντιμνημόνιο με μια κινηματική και πολωτική θέαση του πολιτικού αντιπαραθέτοντας τον «λαό» στις εθνικές/διεθνείς «ελίτ». Ρητορική λαϊκιστική που αναπτύχθηκε στη διασταύρωση του αριστερού (αντι-νεοφιλελεύθερου) ευρωσκεπτικισμού με την υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας, ανασύροντας ωστόσο ενίοτε ένα αμιγώς ευρωπαϊκό προφίλ (λ.χ. με τον Τσίπρα υποψήφιο για επικεφαλής της Κομισιόν το 2014)· βάζοντας πλάι στην κριτική του έμφυτου ελαττώματος της ευρωζώνης εθνοκεντρικές αιχμές όπως η «Ελλάδα αποικία χρέους» και «Καμιά θυσία για το ευρώ»· διατυπώνοντας μια «πολυπρισματική» εξωτερική πολιτική που αναζητά εναλλακτικές στη (φαντασιακή) προσέγγιση με τη Ρωσία ή τη Λατινική Αμερική.
Η αμφισημία αυτή φτάνει στο ζενίθ το 2015. Ωστόσο το μείγμα λαϊκισμού και πραγματισμού, εθνικής κυριαρχίας και ευρωπαϊκής κατεύθυνσης που προτείνει ανταποκρίνεται στα αντιστοίχως αμφίθυμα αισθήματα των Ελλήνων. Καταφέρνει έτσι να ενσωματώσει πολλαπλά «αόρατα ρήγματα» της ελληνικής κοινωνίας της κρίσης και να αποκτήσει ερείσματα στα αστικά κέντρα, στις νεότερες και πιο παραγωγικές ηλικίες, σε εκείνους που έθιξε περισσότερο η λιτότητα (outsiders). Την ίδια στιγμή αναρριχάται στην εξουσία σε συνεργασία με έναν άλλο αντισυστημικό παίκτη, αλλά ένοικο της (ακρο)δεξιάς πολυκατοικίας, στη βάση μιας ώσμωσης στον δημόσιο χώρο της κοινωνικής δυσφορίας.
Παρά το σοκ του 2015, η κυβέρνηση αποδείχτηκε η μακροβιότερη της περιόδου της κρίσης. Ο κινηματικός ΣΥΡΙΖΑ έδωσε τη θέση του σε ένα κόμμα-μηχανή διακυβέρνησης. Η αποδοχή του τρίτου Μνημονίου ως αναγκαίου κακού συνοδεύτηκε από μια προσπάθεια ανεύρεσης περιθωρίων ελευθερίας για άσκηση οικονομικής πολιτικής (π.χ. στην αγορά εργασίας), η ευρω-εθνική αμφιθυμία έδωσε τη θέση της στην αναγνώριση ότι η Ευρώπη είναι το πεδίο της πάλης. Ωστόσο ο πραγματισμός συνυπάρχει με τη συντήρηση μιας αντισυστημικής πόζας, όταν λ.χ. ο ΣΥΡΙΖΑ προωθεί μια φιλελεύθερη-δικαιωματική ατζέντα που τον διαφοροποιεί από τον συντηρητικό αντίπαλο αλλά και τον κυβερνητικό εταίρο, μαζί με τον οποίο όμως αναπαράγει πολλάκις μια ηθικολογική σκανδαλολογία.
Κομβικό σημείο υπήρξε η Συμφωνία των Πρεσπών, διά της οποίας ο ΣΥΡΙΖΑ ξαναπιάνει το νήμα της ιδεολογικής κληρονομιάς του αλλά διαρρηγνύει τους δεσμούς με τον αντιμνημονιακό «λαό», προσβλέποντας ωστόσο σε μακροπρόθεσμα οφέλη από την επαναφορά του κομματικού ανταγωνισμού στον άξονα Αριστερά-Δεξιά και αυτοτοποθετούμενος στρατηγικά στο κεντρο-αριστερό σκέλος του πολιτικού φάσματος.
Στον ευρωπαϊκό Νότο της κρίσης αναδύθηκε μια σύνθετη δομή πολιτικής σύγκρουσης (Ευρώπη, λιτότητα, παλιό/νέο). Ως τέκνο της ο ΣΥΡΙΖΑ θα συνεχίσει να είναι βασικός πολιτικός παίκτης όσο θα μπορεί να διαχειρίζεται τις πολλαπλές διαιρέσεις προσαρμόζοντας την (αμφίσημη) ιδεολογική φυσιογνωμία του και κυρίως αποφεύγοντας να απαντήσει στο ερώτημα: καφέ ή τσάι;
*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 21/2/2019.