Τετάρτη, 04 Δεκέμβριος 2024

«Ματιές στο μέλλον». Παρουσίαση του νέου βιβλίου του Νίκου Μουζέλη

Invitation Mouzelis1

Ουτοπία και η σύντροφος πενία

Μάθε την αναγκαιότητά σου να σκέφτεται έτσι∙
Καμία αρετή δεν φτάνει την αναγκαιότητα.
Ου. Σαίξπηρ, «Ριχάρδος Β΄»

Πολλά έγιναν, εν τω μεταξύ, στο όνομα της αναγκαιότητας και ακόμα περισσότερα στο όνομα των λαών. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που είδαν την αρετή ως μονόδρομο των πολιτικών επιλογών.

Όμως ‒και μιλάμε για τους περισσότερους πολιτικούς στοχαστές‒ είχαν ευθυγραμμιστεί κατηγορηματικά με το δόγμα περί «κρατικού ή δημοσίου συμφέροντος»: αν ένας κυβερνήτης «έχει να κάνει με μια αλεπού», τότε δικαιολογείται σίγουρα να μάθει πώς να «γίνεται αλεπού» ο ίδιος, κυρίως «αν αυτό το επιβάλλει το καλό και το κοινό όφελος».

Να πούμε, εδώ, ότι κι ο Μακιαβέλλι, με τη σειρά του, παρηγοριόταν με τη ρήση του Ποπλίλιου Σύρου από την εποχή της κατάρρευσης της ρωμαϊκής δημοκρατίας: necessitas non habet legem – η αναγκαιότητα δεν ξέρει τι πάει να πει νόμος.

Αλλά, μετά τόσους αιώνες νεοτερικότητας, το ίδιο ακριβώς μπορεί να ισχυριστεί ο οποιοσδήποτε σήμερα (οι αρκετοί επικεφαλής της Ε.Ε., ο πρόεδρος Τραμπ, ο Σι Τζινπίνγκ της Κίνας, ο Εμανουέλ Μακρόν ή η Μέρκελ κ.ά.). Δηλαδή, εάν η αναγκαιότητα δεν μπορεί να προσαρμοστεί στον νόμο, τότε ο νόμος θα πρέπει να προσαρμοστεί στην αναγκαιότητα.

Βέβαια, στη μετανεοτερικότητα, η υπόθεση της αναγκαιότητας έχει προχωρήσει πολύ –έχει ξεφύγει για την ακρίβεια. Αρκετοί σκέφτονται ότι κακώς εγκατέλειψαν την αποικιοκρατία τους και, άλλοι πάλι, ότι κακώς καταργήθηκε η δουλεία. Στην προσπάθειά του να υπηρετήσει το «πρώτα η Αμερική» ο Τραμπ επιλέγει μια άλλη Αμερική για τον 21ο αιώνα. Όμως κάνει ακριβώς αυτό το οποίο οι δυτικοί αναλυτές χρησιμοποιούν ως επιχείρημα για να υποστηρίζουν ότι η Κίνα δεν θα κυριαρχήσει στον 21ο αιώνα.

Η Κίνα, λ.χ., ασκεί την παγκόσμια βαρύτητά της χωρίς να δεσμεύεται, χωρίς να λογοδοτεί, νομίζοντας ότι είναι το Μέσο Βασίλειο, το κέντρο του κόσμου, και ότι οι χώρες, στην Ασία ή αλλού, οφείλουν να υπαχθούν στη δική της αυλή και στο δικό της μοντέλο του μονοκομματικού κράτους και οικονομίας.

Η Ρωσία θεωρεί, από την πλευρά της, ότι είναι η κληρονόμος του Κόκκινου Στρατού και των υπερεξοπλισμών της ψυχροπολεμικής εποχής, και πιστεύει ότι κακώς ο τσάρος Νικόλαος δεν προσάρτησε την τεράστια περιοχή του Σιντσιάνγκ και την άφησε στους Κινέζους.

Οι παλιοί αντίπαλοι παραμένουν αντίπαλοι και ανταγωνιστές σε ένα δύσκολο παγκόσμιο παιχνίδι, περιφέροντας τη δύναμή τους εκφοβίζοντας, εκβιάζοντας, πιέζοντας, θεωρώντας ότι η αλλαγή του σκηνικού σε μια χώρα ή σε μια ήπειρο θα είναι ζήτημα ενός 24ωρου.

Και η Ευρώπη –για να σταθούμε στα δικά μας– φαίνεται να νοιώθει ασφαλής στη δυτική υπεροχή της, ξεχνώντας τα χρέη της στη συμφιλίωση των ιστορικών εχθρών, των Γερμανών και των Γάλλων∙ ξεχνά ότι οφείλει την υπεροχή της στο μέγεθος που, με τη σειρά του, το χρωστά στην ένωση των μικρότερων χωρών σε ένα όλον που υπήρξε (;) κάτι περισσότερο από το άθροισμα των μερών του.

Η υλοποιημένη ουτοπία ήταν αυτό που συνέβη με την Ένωση. Η κατάκτηση της ειρήνης, του κοινωνικού κράτους και της δημοκρατίας. Δεν συνέβη κάπου αλλού, δεν ξεδιπλώθηκε σε κάποιο κρυφό νησί. Ηταν το σχέδιο για την παγκόσμια συνεργασία∙ για τον σεβασμό στους κανόνες του διεθνούς δικαίου∙ οι αξιώσεις για παγκόσμια ευημερία.

Δεν ήταν οι εθνικισμοί∙ δεν ήταν τα όνειρα του ξύπνου κάποιας παλαιότερης δόξας. Ούτε καν ο χάρτης του Οσκαρ Ουάιλντ το 1891: «ένας χάρτης του κόσμου που δεν συμπεριλαμβάνει την Ουτοπία δεν αξίζει καν ούτε να ον κοιτάξουμε».

Δεν θα σχολιάσω το αν η ιδρυτική «Ουτοπία» του Τόμας Μορ ήταν ενταγμένη σε μια οπτική της Αναγέννησης ή αν ήταν παλιομοδίτικη, σχολαστική και μεσαιωνική για την πολιτική ζωή ώστε να χωράει στον χάρτη του Ουάιλντ ή της Αριστεράς. Ούτε τις ουτοπίες όσων μετέχουν στις κυβερνώσες και στις οικονομικο-στρατιωτικές ελίτ του κόσμου.

Οφείλω όμως να σχολιάσω τις ουτοπίες των αγορών, των μεταβολών του ΑΕΠ ως μόνου αξιόπιστου μέτρου της ευημερίας μας, οι οποίες αφήνουν έξω τα περισσότερα από όσα θα μπορούσαν να μας κάνουν ευτυχισμένους.

Δημιουργούν ξένους ‒πλούτο και δημοκρατία‒ στην πόλη της αναγκαιότητας. Μπορώ, επίσης, να σταθώ σ' αυτό που ήταν κοινότοπο στους ουμανιστές: η αρετή είναι η μόνη αξία∙ είναι αυτή που λείπει από τις αλεπούδες και τα αρπακτικά αυτού του κόσμου που κάνουν νόμο τις δικές τους αναγκαιότητες.

Αλλάζει το μοντέλο; Κοιτάξτε γύρω σας για να δείτε τη δυσκολία. Η μετατόπιση από τη στρατιωτική δύναμη και τους κερδοσκοπικούς πολέμους σε μια δέσμευση για τους κοινούς στόχους ειρηνικής ανάπτυξης, σκέψης και χρόνου για να αγκαλιάσουμε τις ευκαιρίες που προσφέρει η διεθνής συνεργασία είναι τα δύσκολα.

Τα εύκολα είναι να είμαστε εσαεί δούλοι της αναγκαιότητας, να κυνηγάμε ουτοπίες που δεν θα μας αρέσουν, και αυτές οι ουτοπίες να τρέφουν την υλική και διανοητική μας πενία.

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 2/3/2019. 

ΣΥΡΙΖΑ: αντισυστημισμός ή σοσιαλδημοκρατία; Yes, please

Εδώ και καιρό τίθεται το ερώτημα εάν ο ΣΥΡΙΖΑ «σοσιαλδημοκρατικοποιείται» ή, αντίθετα, διατηρεί αμετάβλητο τον αντιμνημονιακό πυρήνα που τον έφερε ώς εδώ. Εάν η τροχιά από το κόμμα-αντηχείο της κοινωνικής διαμαρτυρίας του 2010 έως τη σημερινή προσπάθεια να σφυρηλατήσει ένα προφίλ υπεύθυνης δύναμης διακυβέρνησης τον ευθυγραμμίζει με τις συστημικές δυνάμεις της Ευρώπης ή είναι απλώς μια φενάκη για την αντισυστημική καρδιά του.

Στην πιο πρόσφατη αναβίωση του ερωτήματος το κόμμα ΣΥΡΙΖΑ τάχθηκε στο πλευρό της «μπολιβαριανής» Βενεζουέλας, ενώ η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ συντάχθηκε με την ευρωπαϊκή γραμμή πίεσης προς τον Μαδούρο προκειμένου να προχωρήσει σε εκλογές με όλες τις διεθνείς εγγυήσεις. Στο δίλημμα «αντισυστημισμός ή σοσιαλδημοκρατία;» ο ΣΥΡΙΖΑ απαντά όπως ο Γκράουτσο Μαρξ στην ερώτηση «καφέ ή τσάι;»: Yes, please.

Η διαδρομή μοιάζει με την τρελή ρότα μεθυσμένου καραβιού· ωστόσο υπάρχει μια μέθοδος στην τρέλα. Ο ΣΥΡΙΖΑ του 2018 λίγο μοιάζει με τον ΣΥΡΙΖΑ του 2008 ή τον Συνασπισμό του 1998, θέτοντας εν αμφιβόλω τον κανόνα ότι τα (κεντρο-)αριστερά κόμματα επιδεικνύουν μικρότερη προσαρμοστικότητα από τα (κεντρο-)δεξιά.

Στη στροφή του 21ου αιώνα επανεπινοεί ριζικά τον εαυτό του. Ερχεται σε ρήξη με μια παράδοση συναινετικής παρά συγκρουσιακής πολιτικής που κρατούσε από το ΚΚΕ εσωτερικού. Με την «αριστερή στροφή», την επένδυση στον νεολαιίστικο κινηματισμό και το πείραμα του «ΣΥΡΙΖΑ των συνιστωσών» σφυρηλατεί ένα αντισυστημικό προφίλ πλάι στο «θεσμικό» της δεκαετίας του 1990 –παίρνοντας λελογισμένα αλλά σταθερά αποστάσεις από βασικές πτυχές της κληρονομιάς του όπως ο ευρω-μεταρρυθμισμός.

Εάν όμως τα σπέρματα μιας νέας φυσιογνωμίας είναι ήδη παρόντα, θα χρειαστεί το σοκ της κρίσης που ανοίγει ένα παράθυρο ευκαιρίας για τον ΣΥΡΙΖΑ, όπως και για άλλα κόμματα που εμφανίζονται χωρίς ρίζες ή μέσα από κινηματικές μήτρες (Podemos, Κίνημα 5 Αστέρων) ή άλλοτε υπερβαίνοντας παραδοσιακές πολιτικές ταυτότητες, όπως το En Marche του πρώην σοσιαλιστή Μακρόν. Αυτά τα «νέα» κόμματα-διεκδικητές (challenger parties) πλαγιοκοπούν τα εγκαθιδρυμένα κόμματα εγκαλώντας τα ότι έχουν απολέσει τους δεσμούς με την κοινωνία. Αποτελούν δείκτη της κρίσης της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, χαρακτηρίζονται από ιδεολογική ελαστικότητα που τους επιτρέπει να τέμνουν τις κυρίαρχες διαιρέσεις (Αριστερά-Δεξιά, συστημισμός-αντισυστημισμός, ευρωπαϊσμός-ευρωσκεπτικισμός) ή να επιβάλλουν νέες πλάι στις παλιές (παλιό-νέο).

Ο ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε ένα τέτοιο «σύμπτωμα», προτείνοντας ένα νέο δεσμό πολιτικής εκπροσώπησης που οι αμφισημίες του συνάντησαν τις αντιφάσεις της εποχής. Πλαισίωσε τη διαίρεση μνημόνιο-αντιμνημόνιο με μια κινηματική και πολωτική θέαση του πολιτικού αντιπαραθέτοντας τον «λαό» στις εθνικές/διεθνείς «ελίτ». Ρητορική λαϊκιστική που αναπτύχθηκε στη διασταύρωση του αριστερού (αντι-νεοφιλελεύθερου) ευρωσκεπτικισμού με την υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας, ανασύροντας ωστόσο ενίοτε ένα αμιγώς ευρωπαϊκό προφίλ (λ.χ. με τον Τσίπρα υποψήφιο για επικεφαλής της Κομισιόν το 2014)· βάζοντας πλάι στην κριτική του έμφυτου ελαττώματος της ευρωζώνης εθνοκεντρικές αιχμές όπως η «Ελλάδα αποικία χρέους» και «Καμιά θυσία για το ευρώ»· διατυπώνοντας μια «πολυπρισματική» εξωτερική πολιτική που αναζητά εναλλακτικές στη (φαντασιακή) προσέγγιση με τη Ρωσία ή τη Λατινική Αμερική.

Η αμφισημία αυτή φτάνει στο ζενίθ το 2015. Ωστόσο το μείγμα λαϊκισμού και πραγματισμού, εθνικής κυριαρχίας και ευρωπαϊκής κατεύθυνσης που προτείνει ανταποκρίνεται στα αντιστοίχως αμφίθυμα αισθήματα των Ελλήνων. Καταφέρνει έτσι να ενσωματώσει πολλαπλά «αόρατα ρήγματα» της ελληνικής κοινωνίας της κρίσης και να αποκτήσει ερείσματα στα αστικά κέντρα, στις νεότερες και πιο παραγωγικές ηλικίες, σε εκείνους που έθιξε περισσότερο η λιτότητα (outsiders). Την ίδια στιγμή αναρριχάται στην εξουσία σε συνεργασία με έναν άλλο αντισυστημικό παίκτη, αλλά ένοικο της (ακρο)δεξιάς πολυκατοικίας, στη βάση μιας ώσμωσης στον δημόσιο χώρο της κοινωνικής δυσφορίας.

Παρά το σοκ του 2015, η κυβέρνηση αποδείχτηκε η μακροβιότερη της περιόδου της κρίσης. Ο κινηματικός ΣΥΡΙΖΑ έδωσε τη θέση του σε ένα κόμμα-μηχανή διακυβέρνησης. Η αποδοχή του τρίτου Μνημονίου ως αναγκαίου κακού συνοδεύτηκε από μια προσπάθεια ανεύρεσης περιθωρίων ελευθερίας για άσκηση οικονομικής πολιτικής (π.χ. στην αγορά εργασίας), η ευρω-εθνική αμφιθυμία έδωσε τη θέση της στην αναγνώριση ότι η Ευρώπη είναι το πεδίο της πάλης. Ωστόσο ο πραγματισμός συνυπάρχει με τη συντήρηση μιας αντισυστημικής πόζας, όταν λ.χ. ο ΣΥΡΙΖΑ προωθεί μια φιλελεύθερη-δικαιωματική ατζέντα που τον διαφοροποιεί από τον συντηρητικό αντίπαλο αλλά και τον κυβερνητικό εταίρο, μαζί με τον οποίο όμως αναπαράγει πολλάκις μια ηθικολογική σκανδαλολογία.

Κομβικό σημείο υπήρξε η Συμφωνία των Πρεσπών, διά της οποίας ο ΣΥΡΙΖΑ ξαναπιάνει το νήμα της ιδεολογικής κληρονομιάς του αλλά διαρρηγνύει τους δεσμούς με τον αντιμνημονιακό «λαό», προσβλέποντας ωστόσο σε μακροπρόθεσμα οφέλη από την επαναφορά του κομματικού ανταγωνισμού στον άξονα Αριστερά-Δεξιά και αυτοτοποθετούμενος στρατηγικά στο κεντρο-αριστερό σκέλος του πολιτικού φάσματος.

Στον ευρωπαϊκό Νότο της κρίσης αναδύθηκε μια σύνθετη δομή πολιτικής σύγκρουσης (Ευρώπη, λιτότητα, παλιό/νέο). Ως τέκνο της ο ΣΥΡΙΖΑ θα συνεχίσει να είναι βασικός πολιτικός παίκτης όσο θα μπορεί να διαχειρίζεται τις πολλαπλές διαιρέσεις προσαρμόζοντας την (αμφίσημη) ιδεολογική φυσιογνωμία του και κυρίως αποφεύγοντας να απαντήσει στο ερώτημα: καφέ ή τσάι;

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 21/2/2019. 

Προφάσεις εν αμαρτίαις

Ποιος ευθύνεται για τις ακρότητες που παρά ταύτα συνόδευσαν την κρίση και στη χώρα μας; Ο ΣΥΡΙΖΑ που τις υποδαύλισε; Τα μνημόνια και οι εγχώριοι υποστηρικτές τους που τις προκάλεσαν;
Τρία είναι τα συνήθη επιχειρήματα όσων εμμένουν στην ακραία αντιπαράθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ:

(1) Η ευθύνη του για την πόλωση της περιόδου 2011-15.
(2) Πως αποτελεί και σήμερα απειλή για τη δημοκρατία.
(3) Η δικαιολόγηση των εθνικιστικών εκτροπών της Ν.Δ.
Ο φίλος Περικλής Βαλλιάνος («Βήμα της Κυριακής» 10/2) χρησιμοποίησε και τα τρία αυτά επιχειρήματα, με αρκετό πάθος, στην αντίκρουση δικού μου άρθρου («Εφ.Συν.», 21/1). Ας τα δούμε αναλυτικότερα.

Η εκδίκηση για τους «γερμανοτσολιάδες»

Η κρίση προκάλεσε έντονη πολιτική πόλωση. Αυτό ήταν βέβαια αναπόφευκτο σε μια κοινωνία που υπέστη τέτοιας έντασης σοκ. Στη Γαλλία, με μια αύξηση στην τιμή των καυσίμων, κάηκε το Παρίσι. Αλλού, πολύ ηπιότερες κρίσεις γιγάντωσαν την ξενοφοβία και την Ακροδεξιά. Στην Ελλάδα τουλάχιστον, ούτε αίμα χύθηκε ούτε τους πρόσφυγες κυνηγήσαμε ούτε βγήκαμε από τον ευρωπαϊκό δρόμο ούτε η Ακροδεξιά βρέθηκε στην κυβέρνηση ή ante portas.

Ποιος ευθύνεται για τις ακρότητες που παρά ταύτα συνόδευσαν την κρίση και στη χώρα μας; Ο ΣΥΡΙΖΑ που τις υποδαύλισε; Τα μνημόνια και οι εγχώριοι υποστηρικτές τους που τις προκάλεσαν; Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ που χρεοκόπησαν τη χώρα; Είναι προφανές πως δεν θα συμφωνήσουμε. Ούτε μάλλον και στο πως η πόλωση λόγω των πολιτικών που εξαθλίωσαν έναν ολόκληρο λαό δεν είναι το ίδιο με την πόλωση που καλλιεργούν οι εθνικιστές για τη Μακεδονία.

Σημαίνει αυτό πως κάθε φορά που συζητάμε για το παρόν και το μέλλον θα πρέπει να ξαναγυρνάμε στο παρελθόν για να παρεμποδίσουμε τη συνεννόηση; Η συνέχιση αυτού του κλίματος ζημιώνει μόνο τον Τσίπρα ή τη χώρα;

Μην ξεχνάμε πως και η άλλη πλευρά έχει το αφήγημά της και εύκολα μπορεί να ντοπαριστεί. Να θυμηθεί τους «τεμπέληδες» Ελληνες της Μέρκελ και τους ντόπιους οπαδούς της, τα «ζήτω τα μνημόνια», τον εξευτελισμό του Κοινοβουλίου και της εθνικής κυριαρχίας, τον Καρατζαφέρη, τους πρωθυπουργούς που καλούσαν να βγάλουμε τα λεφτά μας έξω εν όψει Τσίπρα, το μαύρο της ΕΡΤ. Εύκολα μπορούμε να αντιδρούμε όταν μας ταυτίζουν με τους χρυσαυγίτες και τον κάθε ψεκασμένο για όλα όσα γίνονταν και λέγονταν τότε, ενώ τώρα θεωρούν πολύ φυσιολογικό να συγχρωτίζονται με τους φασίστες στο Μακεδονικό. Ομως αυτός ο δρόμος δεν οδηγεί πουθενά.

Χρειάζονται κάποιες συγγνώμες; Πιθανόν. Οχι πάντως μόνο από τη μία πλευρά. Και οι δηλώσεις «μεταμέλειας» που ζητά ο Π.Β. μόνο την άμβλυνση των παθών δεν υπηρετούν. Τέλος πάντων, οι πρώην «μνημονιακοί» δεν είναι επιζώντες ολοκαυτώματος και τα θύματα των μνημονίων υπέστησαν κατά κανόνα πολύ περισσότερα από αυτούς. Ας γυρίσουμε όμως σελίδα!

Κίνδυνος για τη δημοκρατία;

Ο Π.Β. θεωρεί πως «η βιαιότητα εκπορεύεται ακόμη αμείωτη» από την κυβέρνηση. Και αναφέρει σειρά αμαρτημάτων της, υπαρκτών και ανύπαρκτων.

Μα και πολλοί που στηρίζουμε την κυβέρνηση, επικρίνουμε ενέργειές της ή το ύφος ορισμένων στελεχών. Πιστεύει όμως κανείς ψύχραιμα πως αυτά συγκροτούν «εκτροπή»; Πως η κυβέρνηση «προσπαθεί να κλείσει στη φυλακή» την αντιπολίτευση; Πως κινδυνεύει η δημοκρατία επειδή «εξαγοράζει ψήφους με φιλοδωρήματα», δηλαδή επειδή ασκεί κοινωνική πολιτική προεκλογικά, όπως όλες οι κυβερνήσεις όλων των εποχών; Ή επειδή κάποιοι βουλευτές άλλαξαν στρατόπεδο (όπως και άλλοι προς την αντίθετη κατεύθυνση); Με άλλα λόγια, είναι δυνατό να υποστηρίζεται όχι πως υπάρχουν επιχειρήματα για να ασκηθεί κριτική, αλλά πως επιβάλλεται συμμαχία των «ευρωπαϊκών δυνάμεων» (υπό τη Ν.Δ.) για να σωθεί η δημοκρατία από τον ΣΥΡΙΖΑ;

Σήμερα, κύριος υπεύθυνος για την υποδαύλιση της ακραίας πόλωσης είναι καταφανώς η αντιπολίτευση. Το ομολογεί έμμεσα και η ίδια όταν παραπέμπει συνεχώς στο 2015 για να απαντήσει στις εναντίον της κατηγορίες. Προσπαθεί να αποκλείσει από το δημοκρατικό πλαίσιο το μεγαλύτερο κοινοβουλευτικό κόμμα της χώρας, χρησιμοποιεί ή χειροκροτεί χαρακτηρισμούς για «προδότες», «απάτριδες» και «εθνομηδενιστές», δηλώνει πως «έχουμε πόλεμο» και άλλα πολλά.

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είναι σταθερά φιλοευρωπαϊκή και συμπαρατάσσεται με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Αντιπαρατίθεται στην Ακροδεξιά και τον νεοφιλελευθερισμό. Τηρεί τις υποχρεώσεις της απέναντι στους δανειστές. Ασκεί θαρραλέα ευρωπαϊκή πολιτική στα Βαλκάνια (Πρέσπες). Η οικονομική και κοινωνική της πολιτική, στο μέτρο που το επιτρέπουν οι μεταμνημονιακές υποχρεώσεις, είναι προοδευτική. Το έργο της στον τομέα των δικαιωμάτων επίσης.

Αυτή είναι η μεγάλη εικόνα. Αυτήν βλέπουν και οι ξένοι. Ιδιαίτερα δε οι σοσιαλδημοκράτες δεν κατανοούν τη στάση της αντιπολίτευσης. Η άρνηση διαλόγου με αυτή την κυβέρνηση, και μάλιστα από μέρους δυνάμεων που αυτοπροσδιορίζονται ως προοδευτικές, ξεφεύγει από κάθε λογική.

Μακεδονικό και Ν.Δ.

«Καλώς ψηφίστηκε» η Συμφωνία των Πρεσπών, γράφει ο Π.Β., καθώς δεν μπορεί να διαγράψει τη δική του ιστορία στην πάλη κατά των «μακεδονομάχων». Ομως το γράφει μετά την ψήφιση, όχι όταν ακόμη παιζόταν η τύχη της συμφωνίας. Αλλά και τώρα, προσπαθεί να δικαιολογήσει τη στάση Μητσοτάκη που «ήταν μια εξαναγκασμένη αμυντική κίνηση».

Στόχος, λέει, του Τσίπρα δεν ήταν να λύσει το Μακεδονικό, αλλά να διασπάσει τη Ν.Δ. Δηλαδή, ο Τσίπρας δεν θα έπρεπε να προχωρήσει σε μια εθνικά και δημοκρατικά συμφέρουσα λύση, για να μη δημιουργήσει πρόβλημα στον Μητσοτάκη. Πιστεύει κανείς σοβαρά πως αν είχε καλέσει τον αρχηγό της Ν.Δ. πριν από τον Ιερώνυμο, θα προχωρούσαμε στη λύση με εθνική συναίνεση; Το πρόβλημα δεν ήταν η παράλειψη του Τσίπρα, αλλά ο διχασμός της Ν.Δ. (και ο πολιτικός εκφυλισμός του ΚΙΝ.ΑΛΛ.). Πρόβλημα είχε εξάλλου και ο Τσίπρας με τον Καμμένο. Αυτός όμως τον παραμέρισε, ενώ ο Μητσοτάκης τράβηξε όλο το κόμμα του στον εθνικισμό. Ας αφήσουμε λοιπόν τις υποκρισίες.

Είναι απαράδεκτο να ονομάζεις φασίστα όποιον διαφωνεί μαζί σου στο Μακεδονικό. Ομως άλλο τόσο απαράδεκτο είναι να σιωπάς μπροστά στον εθνικισμό και την Ακροδεξιά και απέναντι σε όσους τα ανέχονται για τακτικούς ή άλλους λόγους.

Περί φιλελευθερισμού, Μητσοτάκη και Σημίτη

Δεν «εγκαλώ» όσους προσχώρησαν στον φιλελευθερισμό, όπως ισχυρίζεται ο Π.Β. Απλά επισήμανα πως η σημερινή Ν.Δ. είναι μάλλον σκληρή και εθνικιστική Δεξιά, και αυτό ίσως να αποτελεί πρόβλημα για έναν φιλελεύθερο. Και βέβαια με φιλελευθερισμό δεν εννοώ τον πολιτικό φιλελευθερισμό, τις αξίες του οποίου πράγματι έχει υιοθετήσει από καιρό η ανανεωτική Αριστερά. Εννοώ τον νεοφιλελευθερισμό που διαχωρίζει Δεξιά από Αριστερά απανταχού της Γης. Ο Π.Β. υπονοεί πως η ακύρωση αυτής της διαχωριστικής γραμμής και η μεταπήδηση από την ανανεωτική Αριστερά στη Ν.Δ. είναι ό,τι πιο φυσιολογικό. Προφανώς, διαφωνούμε.

Οι προσχωρούντες στη Ν.Δ., λέει ο Π.Β., μπαίνουν για να τη σπρώξουν στη σωστή κατεύθυνση, εν γνώσει πως σε ένα μεγάλο κόμμα υπάρχουν πάντα και «κακοί». Οπως εγώ, ο Μπίστης και άλλοι προσχωρήσαμε στο ΠΑΣΟΚ του Σημίτη, παρά την παρουσία εκεί των Τσοχατζόπουλου, Παπαθεμελή και άλλων. Ομως εμείς μπήκαμε κάποτε στο ΠΑΣΟΚ επειδή συμφωνούσαμε με τη γραμμή του προέδρου και της κυβέρνησής του (όπως και τώρα προσεγγίζουμε τον ΣΥΡΙΖΑ επειδή συμφωνούμε στα βασικά). Συγκρίνει ο Π.Β. την πολιτική Σημίτη με τον Μητσοτάκη που στρέφει το κόμμα του στον εθνικισμό και την Ακροδεξιά; Αν μπαίνουν για να ανατρέψουν αυτή τη γραμμή, καλή επιτυχία! Πολύ φοβάμαι όμως πως ο πραγματικός λόγος είναι απλούστατα το πάθος τους κατά του ΣΥΡΙΖΑ.

Η έξοδος από τα μνημόνια, η σύγκλιση του ΣΥΡΙΖΑ με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, η Συμφωνία των Πρεσπών με τα όσα έδειξε και για τη Ν.Δ., το διαζύγιο με τον Καμμένο διαμορφώνουν ένα νέο πολιτικό σκηνικό που θέτει σε σκληρή δοκιμασία τη γραμμή για «στρατηγική ήττα» του ΣΥΡΙΖΑ. Πολλώ μάλλον που και σε ευρωπαϊκό επίπεδο επείγει η αντιμετώπιση της ανερχόμενης Ακροδεξιάς και της διολισθαίνουσας προς αυτήν νεοφιλελεύθερης Δεξιάς με τη συγκρότηση ενός πλατιού προοδευτικού πόλου. Επείγει οι Κεντροαριστεροί και στη χώρα μας να εγκαταλείψουν τις αντι-συριζαίικες εμμονές τους και να συμβάλουν σε μια τέτοια προσέγγιση, αν δεν θέλουν αυτοί μεν να εξαφανιστούν πολιτικά, αλλά και η χώρα να πάρει λάθος δρόμο.

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 19/2/2019. 

Οι δικαστές και η Ιστορία

Οι δικαστές συχνά διασταυρώνονται με την Ιστορία. Μοιράζονται τη μεθοδολογία έρευνας, αλλά ο στόχος τους είναι διαφορετικός. Εκεί όπου ο δικαστής αναζητά ενόχους και αποδίδει ατομικές ευθύνες, ο ιστορικός αναζητά κοινωνικές, πολιτισμικές και πολιτικές αιτίες. Στην Ιστορία οι υποθέσεις δεν τελεσιδικούν, όπως στη Δικαιοσύνη, αλλά υπόκεινται σε συνεχή αναθεώρηση καθώς αλλάζουν τα ερωτήματα, η οπτική γωνία ή προκύπτουν νέα τεκμήρια. Εντούτοις, υπάρχουν κομβικές στιγμές που οι δικαστές παράγουν Ιστορία. Οι δίκες της Νυρεμβέργης, οι δίκες των δωσίλογων, οι δίκες της χούντας παρήγαγαν αποφάσεις-τομές που καθόρισαν τρόπους πρόσληψης του παρελθόντος και χάραξαν σαφείς γραμμές αποδοχής ή απόρριψής του. Οι δικαστές λειτούργησαν ως δημόσιοι ιστορικοί.

Υπάρχει όμως μια διευρυνόμενη τάση οι δικαστές να περιλαμβάνουν στη δικαιοδοσία τους τον έλεγχο ιστορικών μελετών. Πρόκειται για «μνημονικούς» νόμους που αφορούν ζητήματα όπως οι γενοκτονίες, αλλά επεκτείνονται και σε ζητήματα όπως αποικιοκρατία, ολοκληρωτισμός κ.λπ. Μια τέτοια περίπτωση ήταν η δίωξη εναντίον του Γερμανού ιστορικού Χανς Ρίχτερ, για όσα είχε γράψει για την αντίσταση των Κρητικών στη γερμανική εισβολή. Πήγα μάρτυρας υπεράσπισής του, αν και απεχθάνομαι όσα υποστηρίζει, μόνο για λόγους αρχής. Δεν είναι αρμοδιότητα της Δικαιοσύνης να κρίνει ιστορικές μελέτες, ακόμη και αν σφάλλουν. Υπάρχουν άλλες δικλίδες ελέγχου της αξιοπιστίας. Διαφορετικά εγκαθιδρύεται καθεστώς λογοκρισίας.

Σήμερα βρισκόμαστε σε μια άλλη υπόθεση που ο δικαστής έρχεται πάλι αντιμέτωπος με ζητήματα Ιστορίας. Πρόκειται για αγωγή απογόνων του στρατηγού Χρυσοχόου, μιας αμφιλεγόμενης προσωπικότητας στη Θεσσαλονίκη. Ανώτατος αξιωματικός του στρατού, ακολούθησε τον Τσολάκογλου στη συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς και τοποθετήθηκε σε περίοπτη θέση στη διοίκηση της Μακεδονίας και φρούραρχος της Θεσσαλονίκης.

Συνεργάστηκε με τις αρχές κατοχής, ακριβώς την εποχή που ο εβραϊκός πληθυσμός της πόλης στελνόταν στα ναζιστικά στρατόπεδα για να εξοντωθεί. Προσήλθε μάλιστα μάρτυρας υπεράσπισης στη δίκη του Μέρτεν. Μετά την Κατοχή παραπέμφθηκε σε δικαστήριο δωσιλόγων, αλλά απαλλάχτηκε με βούλευμα, προβάλλοντας ως δικαιολογία της συνεργασίας του την αντίσταση στον εκβουλγαρισμό της Μακεδονίας, καθώς και την απόκρουση του κομμουνισμού.

Στην ατμόσφαιρα του εμφυλίου πολέμου δεν ήταν ο μόνος συνεργάτης των κατακτητών που εντάχθηκε στη νέα κατάσταση πραγμάτων. Εγινε ακόμη και βουλευτής της ΕΡΕ. Στη δικτατορία, ο χουντικός δήμαρχος της πόλης τον τίμησε με κεντρική οδό στο όνομά του.

Πριν από δύο χρόνια, όμως, στο πλαίσιο ανασύνταξης της θεσμικής μνήμης της πόλης και ανάδειξης του Ολοκαυτώματος, ο δρόμος αυτός μετονομάστηκε. Αντιδρώντας, οι συγγενείς του κατέθεσαν αγωγή, για προσβολή της μνήμης του, εναντίον τριών πολιτών και δημοτικών συμβούλων που εισηγήθηκαν τη μετονομασία. Το μεν δημοτικό συμβούλιο αποφάσισε να μετονομαστεί η οδός, ώστε να μην τιμάται ένας δωσίλογος, οι δε συγγενείς ζητούν αποζημίωση, θεωρώντας τον πατριώτη.

Τι οφείλει να πράξει τώρα η Δικαιοσύνη; Είναι δουλειά της να αποφανθεί αν πρόκειται για προδότη ή πατριώτη; Να επαναλάβει τις μεταπολεμικές δίκες των δωσιλόγων; Η περίπτωση Χρυσοχόου αφορά την ιστορική έρευνα, η οποία σε όλες τις αποχρώσεις και εκδοχές της υποστηρίζει ότι πρόκειται για συνεργάτη των αρχών κατοχής με επαφές και με τους συμμάχους. Λίγοι ήταν όσοι συνεργάστηκαν με τους ναζί από ιδεολογική πεποίθηση και μόνο.

Οι περισσότεροι επικαλούνται τον ένα ή τον άλλο λόγο, από την ατομική τους επιβίωση έως την επιβίωση του αστικού καθεστώτος και την καταπολέμηση του κομμουνισμού, και μπροστά στην αβέβαιη έκβαση του πολέμου, πρόσφεραν εκδουλεύσεις και στο αντίπαλο στρατόπεδο. Αντίστοιχες είναι άλλωστε οι διαβόητες περιπτώσεις Μορίς Παπόν και Πολ Τουβιέ στη Γαλλία. Συνεργάστηκαν με το κατοχικό καθεστώς και συνέχισαν σε υψηλόβαθμες θέσεις μεταπολεμικά.

Στην ιστορική έρευνα δεν καταδικάζουμε πρόσωπα. Εξηγούμε, διακρίνουμε αποχρώσεις, επισημαίνουμε αντιφάσεις και ετερογονίες. Είναι διαφορετική όμως η λογική της δημόσιας Ιστορίας. Ο δήμος, η πολιτεία ονοματοδοτεί οδούς και πλατείες, ανεγείρει μνημεία και καθιερώνει επετείους δημιουργώντας μια δημόσια αίσθηση Ιστορίας, παραδειγματίζοντας, προβάλλοντας τους άξιους της πόλης και της πατρίδας, τα αξιομνημόνευτα γεγονότα.

Είναι Ιστορία δεοντολογική που δημιουργεί πρότυπα πολιτειότητας. Σαφώς διακριτή από την Ιστορία των ιστορικών. Και οι δικαστές; Θα κρίνουν ως ιστορικοί ερευνητές; Θα αποφανθούν για τη δοσολογία δωσιλογισμού και πατριωτισμού στον Χρυσοχόου; Θα υποκαταστήσουν τις δημοτικές αρχές ορίζοντας τα πρότυπα αξιομνημόνευτου παραδειγματικού πολίτη;

Ο όρος «δωσίλογος» είναι ιστορικός, πολιτικός ή ανήκει στη δικαιοδοσία του Ποινικού Δικαίου; Αλλά, με βάση αυτόν, ο Δήμος Θεσσαλονίκης θεώρησε ότι ο Χρυσοχόου δεν δικαιούται οδωνύμιο. Πάντως, παρόμοια αγωγή (2016) που αφορούσε τον κατοχικό νομάρχη της Σύρου, εναντίον της Σέιλα Λεκέρ, συγγραφέα του βιβλίου «Το νησί του Μουσολίνι», απεσύρθη.

Τη σιωπή δεκαετιών για την εξόντωση των εβραϊκών πληθυσμών της Ελλάδας από τους ναζί τη διαδέχτηκαν τα τελευταία χρόνια, και σωστά, εκδηλώσεις αναγνώρισης, ανάμεσά τους και η μετονομασία δρόμων. Πρόκειται για οφειλή στα θύματα και αποκατάσταση της δημόσιας μνήμης της πόλης. Είναι αρμοδιότητα της Δικαιοσύνης να κρίνει επί της ουσίας την απόφαση και την εισήγηση με την οποία ελήφθη;

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 11/2/2019.