Παρασκευή, 26 Απρίλιος 2024

Made in Greece

Η «Μετά – Κρίση» εποχή θα έχει πατέντα made in Greece. Αυτό το όραμα μοιράζεται ο Σύνδεσμος «Ελληνική Παραγωγή». Να γίνει πράξη: «Η μεταβίβαση από την Ελλάδα που δανείζεται, καταναλώνει και εισάγει, στην Ελλάδα που δημιουργεί, καινοτομεί, παράγει και εξάγει».
Στόχος του Συνδέσμου είναι: «Η συνειδητοποίηση όλων (Πολιτεία, Κοινωνικών Εταίρων), της σημασίας της μεταποιητικής βιομηχανίας για την ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, την ενίσχυση της απασχόλησης και τη βιώσιμη και διατηρήσιμη έξοδο από την κρίση. Ζωντανές μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις στο χώρο της παραγωγής, της μεταποίησης, δίνουν μαθήματα γραφής με τα ανταγωνιστικά τους προϊόντα και τις υπηρεσίες. Ελπιδοφόρα τα μηνύματα με πράξεις και όχι με λόγια. Πρέπει γι' αυτό να γίνει συνείδηση ότι μονάχα η Ελληνική Παραγωγή μπορεί να κάνει ανταγωνιστική την οικονομία μας και ισχυρή τη Δημοκρατία μας.
Στην ίδια κατεύθυνση, μία ομάδα καθηγητών της οικονομίας σε συνεργασία με επιχειρηματίες, ίδρυσαν την «Ακαδημία της Ελληνικής Παραγωγής». Έναν φορέα που δημιουργεί γέφυρες και δεσμούς των ιδρυμάτων επιστημονικής γνώσης, των φορέων νέων τεχνολογιών και καινοτομίας, με το χώρο της πραγματικής οικονομίας και την ελληνική παραγωγή. Ένας φορέας που αναδεικνύει και επιβραβεύει την ελληνική παραγωγικότητα.


Οι πρωτοβουλίες αυτές σηματοδοτούν τη «Μετά – Κρίση» εποχή που θα κερδηθεί με την ελληνική παραγωγή. Το πάντρεμα της γνώσης με την πραγματική οικονομία θα αναδείξει τα πλεονεκτήματα της οικονομίας μας σε όλους τους κλάδους της παραγωγής, αφού θα συνδυάζει τις νέες τεχνολογίες και την καινοτομία με την πραγματική παραγωγή. Αυτές οι πρωτοβουλίες μας προσγειώνουν και από τις αυταπάτες που φαίνεται δεν έχουν τελειωμό. Ακούς από τους κυβερνώντες το αφήγημα του κ. Τσίπρα για «καθαρή» έξοδο το 2018 από τα Μνημόνια και αναρωτιέσαι γιατί ρίχνουν στάχτη στα μάτια του κόσμου. Δεν γνωρίζουν ότι τα μέτρα του 3ου Μνημονίου θα συνεχίζουν να δυναστεύουν την οικονομία και την κοινωνία μας. Δεν γνωρίζουν ότι η επιτροπεία θα παρακολουθεί την εφαρμογή των μνημονιακών υποχρεώσεων. Αλήθεια ποιον κοροϊδεύουν;
Ακούς από τους κυβερνώντες ότι «η επιστροφή» της Ανάπτυξης φθάνει και αναρωτιέσαι για ποια χώρα γίνεται λόγος; Ακούς ότι χιονοστιβάδα επενδύσεων κατακλύζει την Ελλάδα. Η πραγματικότητα είναι διαφορετική και τους διαψεύδει. Καρκινοβατούν ακόμη και οι λεγόμενες «μνημονιακές επενδύσεις» των ιδιωτικοποιήσεων κρατικών επιχειρήσεων και περιουσίας.
Είναι καιρός να σταματήσουν οι αυταπάτες για λαϊκή κατανάλωση και εκλογική πελατεία. Η ανάπτυξη και η έξοδος από την κρίση θα γίνει με εμπροσθοφυλακή την ελληνική παραγωγή. Διαφορετικά οι μνημονιακές ρυθμίσεις θα δυναστεύουν την οικονομία και την κοινωνία μας για πολλές δεκαετίες. Να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους: Η «Μετά – Κρίση» εποχή προϋποθέτει ένα δύσκολο αγώνα των παραγωγικών δυνάμεων του τόπου με μακρόχρονο στρατηγικό σχεδιασμό, με όραμα, όπως αυτό του Συνδέσμου «Ελληνική Παραγωγή». Η πραγματική έξοδος θα γίνει όταν το made in Greece θα αποτυπώνεται στα προϊόντα μας. Οι επικοινωνιακές περιφερειακές συσκέψεις για πολιτική κατανάλωση δεν προσφέρουν σημαντικά πράγματα στην προσπάθεια για έξοδο από την κρίση. Ούτε βέβαια και τα «εγκεφαλικά» κομματικά προγράμματα συνεισφέρουν ουσιαστικά στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. Χρειάζονται τολμηρά βήματα και σχεδιασμό στο επιχειρηματικό περιβάλλον. Η προσέλκυση ξένων επενδύσεων για σοβαρά επιχειρηματικά σχέδια, προϋποθέτουν σταθερό φορολογικό και επενδυτικό περιβάλλον. Η εγχώρια οικονομία μας, αγωνίζεται σε ένα αφιλόξενο περιβάλλον, αβέβαιο και απρόβλεπτο με λίγο και ακριβό χρήμα από τα πιστωτικά ιδρύματα και βαριά υπερφορολόγηση. Ένα μεγάλο τμήμα του επιχειρηματικού κόσμου (γύρω στις 400 χιλιάδες) είναι βραχυκυκλωμένο στο βάλτο των κόκκινων δανείων. Η διαχείριση αυτών των δανείων από τις τράπεζες, μπορεί να συμβάλει στην εξυγίανση της πραγματικής οικονομίας, αλλά ταυτόχρονα θα υπάρξει μια μεγάλη ανακατανομή πλούτου σε όφελος των funds. Είναι μια διαδικασία που θα απαξιώσει επιχειρηματικές επενδύσεις πολλών χρόνων με βασική αιτία την κρίση και τη διαχείρισή της από τις πολιτικές ηγεσίες. Πρέπει να μάθουμε να λέμε τις αλήθειες για την πραγματική κατάσταση της ελληνικής παραγωγής. Η αγροτική μας οικονομία με σοβαρό προγραμματισμό έχει τεράστιες δυνατότητες στον εξαγωγικό και ανταγωνιστικό τομέα. Οι επιδοτήσεις της ΚΑΠ μπαίνουν σε δύσκολα μονοπάτια. Με τη μεταποίηση βασικών προϊόντων μπορεί να κερδίσουμε μεγάλο μέρος στις αγορές. Χρειάζονται πολιτικές και προγράμματα δεκαετίας για την αγροτική ανασυγκρότηση και το ζωντάνεμα της υπαίθρου. Βράζουμε όμως στις μικρο-πολιτικές μέχρι τις επόμενες εκλογές. Ο τουρισμός μπορεί να αποτελέσει την ατμομηχανή για την ανάκαμψη της οικονομίας. Σημαντικοί κλάδοι στο χώρο των ΜΜΕ, αξιοποιώντας την επιστημονική γνώση, την καινοτομία και τις νέες τεχνολογίες, μπορούν να δημιουργήσουν ανταγωνιστικά προϊόντα και υπηρεσίες, δημιουργώντας νέες θέσεις απασχόλησης στο επιστημονικό και εργατικό δυναμικό της χώρας που αναζητάει απασχόληση. Για την έναρξη αυτής της διαδικασίας, το κράτος οφείλει να δημιουργήσει θετικό επιχειρηματικό περιβάλλον. Να απενεχοποιήσει το επιχειρείν και κάθε επιχειρηματική δραστηριότητα από την καχυποψία της «λαμογιάς» και τις «αμαρτίες» του κέρδους.
Παρακολουθώ επαγγελματικά τον επιχειρηματικό κόσμο και ειδικότερα τις ΜΜΕ. Το κράτος με την υπερφορολόγηση και τις εισφορές, καθώς και με το περιορισμένο χρήμα επενδύσεων, βαραίνει και κάνει δύσκολη την επιχειρηματικότητα. Τους λίγους επιχειρηματίες που τα καταφέρνουν αυτή την περίοδο, τους αποκαλούν «ήρωες», ιδιαίτερα στο χώρο της πραγματικής οικονομίας. Υπάρχει και ένα τεράστιο έλλειμμα υποδομών, όπως οι επαγγελματικές «θερμοκοιτίδες» που δίνουν την ευκαιρία στη νέα γενιά να αξιοποιήσει τις επιστημονικές γνώσεις στο πεδίο της καινοτομίας και των τεχνολογιών για εφαρμογή στην παραγωγή. Το made in Greece – ελληνική παραγωγή μπορεί να μας οδηγήσει σε πραγματική έξοδο από τα Μνημόνια.
Το made in Greece μπορεί να μας οδηγήσει σε μια βιώσιμη και διατηρήσιμη έξοδο από την κρίση.

*Δημοσιεύτηκε στο "Βήμα" στις 14/12/2017. 

Η τριπλή κρίση της ενημέρωσης

Τα μέσα ενημέρωσης, και ειδικότερα ο Τύπος, περνούν τριπλή κρίση, με αποτέλεσμα να αμφισβητείται η κοινωνική λειτουργία της ενημέρωσης, η οποία επιτελεί λειτουργία της δημοκρατικής διαδικασίας:

* Κρίση μετασχηματισμού, λόγω της αλλαγής του ειδικού βάρους κάθε μέσου, εξαιτίας των ανατροπών που φέρνουν το Διαδίκτυο και τα κοινωνικά δίκτυα.

* Κρίση οικονομική, που, σε συνδυασμό με τη δραματική μείωση των πωλήσεων, οδηγεί αρκετές φορές σε ποιοτική αλλαγή στην ιδιοκτησία τους.

* Κρίση αξιοπιστίας, καθώς στη χώρα μας έχουμε τα πιο αναξιόπιστα μέσα στη Ευρωπαϊκή Ένωση, πράγμα που σημαίνει ότι αμφισβητούνται και το εύρος της επιρροής τους, αλλά και η λειτουργία τους ως πυλώνα της δημοκρατικής διαδικασίας.

Κρίση μετασχηματισμού

Κρίση μετασχηματισμού σημαίνει αλλαγή του ρόλου, της απήχησης και της δυνατότητας επιρροής τους. Η μείωση των πωλήσεων των εφημερίδων και των περιοδικών και η ανάπτυξη ιντερνετικών μέσων ενημέρωσης, των συνδρομητικών και των υβριδικών μορφών, καθώς και των social media, είναι ενδεικτικές της υποβάθμισης του ρόλου παραδοσιακών μέσων και της ανάδυσης νέων.

Η δυνατότητα επιρροής των μέσων μεταβάλλεται και διαχέεται πολύ πέραν της έντυπης μορφής ενημέρωσης. Ταυτοχρόνως η άμεση και μαζική μετάδοση πληροφοριών, χωρίς επαρκή διασταύρωση, ενισχύει την κρίση αξιοπιστίας, αφού ο δέκτης πλημμυρίζεται από πληροφορίες, συχνά παραπλανητικές ή και ψευδείς, που δεν μπορεί να αποδελτιώσει και να κατανοήσει, ενώ περιθωριοποιεί παραδοσιακά έντυπα, τα οποία αδυνατούν να παρακολουθήσουν τις εξελίξεις.

Κρίση και αλλαγή ιδιοκτησίας

Κρίση οικονομική με αλλαγή ιδιοκτησίας. Το κλείσιμο της στρόφιγγας των δανείων, ορισμένες φορές θαλασσοδανείων, και της μείωσης των εσόδων από πωλήσεις και διαφημίσεις φέρνει στο προσκήνιο νέους εκδότες, που δεν προέρχονται από τον χώρο της ενημέρωσης, αλλά από άλλους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας, και έχουν σχεδόν στόχο την άσκηση πολιτικής επιρροής. Τα νέα τζάκια φέρνουν νέα ήθη. Μειώσεις μισθών, μαζικές απολύσεις, ελαστικές σχέσεις εργασίας, μείωση της ανεξαρτησίας και του πλουραλισμού, συνεπώς και μείωση της αξιοπιστίας των μέσων ενημέρωσης.

Είναι ενδεικτικό ότι οι πωλήσεις των κυριακάτικων εκδόσεων των εφημερίδων φτάνουν σήμερα στα 250.000 φύλλα, ενώ μόλις πριν από λίγα χρόνια άγγιζαν το 1.000.000 φύλλα.

Οι πωλήσεις των ημερήσιων εφημερίδων φτάνουν σήμερα μόλις τα 90.000 φύλλα έναντι 350.000 φύλλων το 2008, 1.070.000 φύλλων το 1999, 1.100.000 φύλλων το 1989 και 750.000 φύλλων το 1980. Οι αριθμοί είναι χαρακτηριστικοί της κατάρρευσης των πωλήσεων των εφημερίδων. Η μεγάλη μείωση είχε αρχίσει πριν από την οικονομική κρίση, καθώς η ενημέρωση αλλάζει μορφή με την έλευση και ταχεία επέκταση του Διαδικτύου και των νέων μέσων.

Κρίση αξιοπιστίας

Κρίση αξιοπιστίας των Μέσων Ενημέρωσης. Σύμφωνα με το ευρωβαρόμετρο του 2016, έχουμε τα πιο αναξιόπιστα μέσα στην Ε.Ε. Περίπου εννιά στους δέκα πολίτες (87%) στην Ελλάδα πιστεύουν ότι τα μέσα ενημέρωσης δεν είναι ελεύθερα από οικονομικές και πολιτικές πιέσεις έναντι 57% στην Ε.Ε.

Η κρίση πολιτικής εκπροσώπησης, που παίρνει δραματικές διαστάσεις με το ξέσπασμα της οικονομικής χρεοκοπίας, επεκτείνεται και στα μέσα ενημέρωσης. Αν το φαινόμενο δεν ήταν σύνθετο, θα ίσχυε η ρήση ότι συνήθως ένα καθεστώς πέφτει παρασύροντας και τα σύμβολά του. Ειδικότερα για την τηλεόραση η αξιοπιστία και ο πλουραλισμός σχεδόν εξαϋλώνονται φτάνοντας μόλις το 16% έναντι 55% στην Ε.Ε.

Η αξιοπιστία των εφημερίδων στην Ελλάδα φτάνει στο 33% έναντι 55% στην Ε.Ε. Του ραδιοφώνου στο 40% στη χώρα μας έναντι 60% στην Ε.Ε. και μόνο στο Διαδίκτυο η αξιοπιστία, αν και χαμηλή, στο 38%, είναι υψηλότερη των ευρωπαϊκών διαδικτυακών μέσων, η αξιοπιστία των οποίων φτάνει το 32%. Αυτό σημαίνει ότι η κρίση αξιοπιστίας στο Διαδίκτυο έρχεται με καθυστέρηση, ίσως επειδή συμπίπτει με τη γενικευμένη κρίση των κυρίαρχων μέσων και κατά βάση της τηλεόρασης. Το πιο πρόσφατο ευρωβαρόμετρο (Φεβρουάριος 2018) για τα λεγόμενα fake news δείχνει ότι σχεδόν ένας στους δύο Έλληνες (55%) έρχεται καθημερινά αντιμέτωπος με μια ψευδή ή παραπλανητική είδηση, ενώ τρεις στους τέσσερις (74%) κάθε εβδομάδα.

Κριτική σχέση ή εξάρτηση;

Παρά την κρίση και τη δραματική μείωση των πωλήσεων, εφημερίδες θα συνεχίσουν να υπάρχουν. Εκείνο στο οποίο πρέπει να εστιάσουμε είναι αν θέλουμε εφημερίδες που να έχουν μια κριτική σχέση με τους αναγνώστες τους και τους χώρους τους οποίους εκφράζουν ή αν θα είναι εξαρτημένες, ιμάντες μεταβίβασης κομματικής ή επιχειρηματικής γραμμής.

Αν θέλουμε εφημερίδες -και γενικότερα μέσα ενημέρωσης- με κριτική σχέση, θα πρέπει να τις υπηρετήσουμε. Και θα πρέπει να μην μπερδεύουμε την κριτική σχέση, κατ' επέκταση και την κριτική σκέψη, με την ταύτιση και την εξάρτηση, που ευτελίζουν την ενημέρωση. Πολύ δε περισσότερο δεν πρέπει να συγχέονται η κριτική και ο έλεγχος της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας με τη στρατηγική της έντασης. Δυστυχώς τα μέσα ενημέρωσης ακολουθούν την πεπατημένη του κομματικού ανταγωνισμού, ίσως στη χειρότερη εκδοχή του.

Έχουμε φτάσει στο σημείο ορισμένοι παράγοντες των μίντια -δημοσιογράφοι, ιδιοκτήτες- και πολιτικοί να μην μπορούν να διακρίνουν τη διαφορά ανάμεσα στον Καρλ Σμιτ και τον Χάμπερμας. Μια ματιά στα πρωτοσέλιδα παραπέμπει πολλές φορές στον θεωρητικό του πολιτικού ολοκληρωτισμού και της αυταρχικής μετάλλαξης του κράτους και της πολιτικής. Άλλο πράγμα όμως η σχέση εξάρτησης, η πολεμική, η ροπή προς τη στρατηγική της έντασης και τον αυταρχισμό και άλλο πράγμα η κριτική σχέση, ο πολιτικός ανταγωνισμός, η «ορθολογική σύγκλιση των απόψεων».

Και δεν είναι μόνον αυτό. Στην Ελλάδα έχουμε μπερδέψει τις φήμες με τις πληροφορίες και τις ειδήσεις. Δεν είναι το ίδιο, έχουν τεράστια διαφορά. Πολλές φορές ορισμένοι δημοσιογράφοι και πολιτικοί τις μπερδεύουν ρέποντας προς ένα λάθος που επιτείνει την κρίση αξιοπιστίας.

Φαίνεται ότι στην Ελλάδα έχουμε φτάσει σε αυτό που έλεγε ο Χάξλεϊ. Δεχόμαστε δηλαδή ως τηλεθεατές ή αναγνώστες, ως κοινή γνώμη συνολικά, μια πλημμυρίδα πληροφοριών από την οποία δεν μπορούμε να βγάλουμε άκρη, να διακρίνουμε ποιο είναι το σημαντικό και ποιο δευτερεύον. Να καταλάβουμε την ουσία και να μην χανόμαστε στην πλημμυρίδα πληροφοριών που μας κατακλύζει. Ταυτοχρόνως, όμως, λόγω της εξάρτησης των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα, φαίνεται ότι ισχύει και το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή η διαπίστωση του Όργουελ για τον έλεγχο των πληροφοριών και της ενημέρωσης από την εξουσία: πολιτική, μιντιακή, οικονομική.

Ωστόσο, σύμφωνα με την γκραμσιανή προβληματική, τη οποία εξέφρασε με οξυδέρκεια ο Στιούαρτ Χολ, οι πολίτες δεν έχουν απολέσει τη δυνατότητα να αντιπαραθέσουν τη δική τους λογική στα «κείμενα» των μέσων. Άλλωστε το γενικευμένο πρόβλημα αξιοπιστίας των μέσων αποτελεί μάλλον ένδειξη αμφισβήτησης της ηγεμονικής τους λειτουργίας.

Για παράδειγμα η σχεδόν εχθρική στάση των μίντια δεν στάθηκε εμπόδιο στην εκλογική επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ. Σήμερα η πολεμική των μέσων ενημέρωσης τον πλήττει περισσότερο εξαιτίας της κυβερνητικής του θητείας και της συνακόλουθης απομυθοποίησής του, της αδυναμίας του, ορισμένες φορές, να δώσει πειστικές απαντήσεις σε δύσκολα ερωτήματα, καθώς και των αστοχιών της πολιτικής του για τα ίδια τα μέσα ενημέρωσης.

Τα τρία κοινά της τηλεόρασης

Έχει σημασία να αναδειχθεί η βασική θέση της προβληματικής που εκφράζει ο Στιούαρτ Χολ για τις τρεις κατηγορίες που συγκροτούν το κοινό ενός τηλεοπτικού σταθμού: η κυρίαρχη, που αποδέχεται ό,τι βλέπει, η αντίθετη, που διαφωνεί, και η ενδιάμεση, που αμφισβητεί και διαπραγματεύεται ό,τι βλέπει.

Leader γίνεται όχι όποιος έχει απήχηση μόνο στο πρώτο κοινό, αυτό δηλαδή που κατά βάση συμφωνεί με αυτά που βλέπει, αλλά όποιος έχει ισχυρό το δεύτερο, αυτούς που διαφωνούν με αυτά που βλέπουν, και το τρίτο κοινό, αυτούς που είναι διατεθειμένοι να διαπραγματευθούν γι' αυτό που βλέπουν. Η αδυναμία του πολιτικού προσωπικού και αρκετών ανθρώπων των μίντια να κατανοήσουν αυτή τη θεμελιώδη προσέγγιση τους οδηγεί συχνά σε λανθασμένη αξιολόγηση της απήχησης και της επιρροής των μέσων ενημέρωσης. Η αδυναμία της ιστορικής Αριστεράς στον τομέα αυτόν είναι παροιμιώδης.

Τι θα κάνουμε με την GAFA;

Περίπου πριν από ένα μήνα, μια παρέμβαση του μεγαλοεπενδυτή Σόρος έθεσε ένα κρίσιμο ζήτημα της εποχής μας. Το ζήτημα του ελέγχου της κοινής γνώμης και της κοινωνικής συνείδησης από το Facebook και την Google. Ανεξαρτήτως προθέσεων, είναι καίρια η παρέμβασή του και οι ενδοαστικές αντιθέσεις ίσως αποδειχθούν και στην περίπτωση αυτή σημαντικές.

Αυστηρή κριτική στην τηλεόραση έγινε από τον Καρλ Πόπερ, ίσως τον πιο διακεκριμένο φιλελεύθερο διανοούμενο του 20ού αιώνα. Ο Πόπερ υποστήριζε ότι, όπως πηγαίνει, η τηλεόραση μπορεί να αποδειχθεί επικίνδυνη για τη δημοκρατία. Κάτι ανάλογο λέει και ο Σόρος σήμερα για το Facebook και την Google διαβλέποντας τον κίνδυνο ελέγχου της πληροφορίας. Αν και δεν συγκρίνεται ο Πόπερ με τον Σόρος, έχει την σημασία του το ότι αυτοί που επηρεάζουν τις εξελίξεις σε πλανητικό επίπεδο θέτουν θέμα ελέγχου της πληροφορίας και συζητούν το πρόβλημα για τον ρόλο της περιβόητης GAFA (Google, Amazon, Facebook, Apple).

Και είναι ευχής έργο το ότι η γαλλική κυβέρνηση ξεκίνησε και συνεχίζει τον «πόλεμο» με την Google και το Facebook κατηγορώντας τους δύο κολοσσούς για αθέμιτο ανταγωνισμό, ενώ την ίδια ώρα η Γαλλία διαθέτει το πιο προωθημένο σύστημα ενίσχυσης και στήριξης του Τύπου στην Ευρώπη.

Αυτό το μέτωπο είναι σημαντικό και θα το βρίσκουμε διαρκώς μπροστά μας τα επόμενα χρόνια είτε επειδή οι λεγόμενοι GAFA θα διαδραματίζουν δεσπόζοντα ρόλο στον έλεγχο της πληροφορίας είτε διότι θα απομυζούν ένα μεγάλο τμήμα της διαφημιστικής πίτας -πάνω από το 30% ήδη στην Ελλάδα- στερώντας πολύτιμους για την βιωσιμότητά του πόρους από το συνολικό σύστημα ενημέρωσης.

*Δημοσιεύτηκε στην "Αυγή" στις 19/3/2018. 

Το θέμα είναι τώρα τι λες… με ποίηση

Αξιολόγηση Χρήστη:  / 0

Πολλά μέιλ είναι σαν δώρα. Και το μέιλ ήταν από το Ιδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία για τον εορτασμό της Παγκόσμιας Ημέρας Ποίησης (την Τετάρτη 21 Μαρτίου). Η Βουλή, στον εκθεσιακό χώρο του ιδρύματος, συμμετέχει στην Ημέρα Ποίησης με την έκθεση «Το θέμα είναι τώρα τι λες» για τη ζωή και το έργο του ποιητή της μεταπολεμικής περιόδου, Μανόλη Αναγνωστάκη.

Για όσους ξέρουν, αυτή η πτυχή της δράσης της Βουλής, μέσω του Ιδρύματος για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, δεν είναι καινούργια. Με διαρκείς εκθέσεις, εκδόσεις και εκδηλώσεις, η Βουλή ανιχνεύει την Ιστορία, τη δημοκρατία, την ταυτότητα και την αυτογνωσία μας.

Αυτό που είναι άξιο σχολιασμού, είναι η άλλη όψη στον ίδιο χώρο. Ο ποιητικός λόγος, ο λόγος των ιδεών, του νοητικού σκαψίματος, της ευαισθησίας, της φαντασίας και –πολλές φορές– της αλήθειας, απέναντι στον πολιτικό λόγο της έπαρσης, της καταγγελίας, του υπολογισμού ή της ψηφοθηρίας και –πολλές φορές– της πολιτικής ψευδολογίας.

Ηδη από μόνο του, το μότο της συλλογής «Ο στόχος» (1970) του Αναγνωστάκη (που δίνει και τον τίτλο εδώ), «Καλά φάγαμε καλά ήπιαμε / Καλά τη φέραμε τη ζωή μας ώς εδώ / Μικροζημιές και μικροκέρδη συμψηφίζοντας / Το θέμα είναι τώρα τι λες», λέει πολλά. Αλλά όσο κι αν φαίνεται παράξενο, το ερώτημα είναι συντριπτικό. Βλέπετε, είναι αυτό που μπαίνει από την ποίηση, αλλά δεν βγαίνει ποτέ από την πολιτική.

Ομως, είναι και το άλλο. Οσο αναγκαία είναι η ποίηση για τη γραφή, τα αναγνωστικά και το εργαστήρι, άλλο τόσο απαραίτητη είναι η ανάγνωσή της ως πολιτική πράξη, εφόσον το ενεργούμενό της είναι ο τελευταίος τελείως ελεύθερος χώρος για τη γλώσσα, τις ιδέες και τον πολιτισμό.

Οσο είναι αυτονόητη η ενασχόλησή μας με τις παράγκες του ποδοσφαίρου και το όπλο του Ιβάν Σαββίδη, με το εάν ο Κουβέλης είναι υποτακτικός του Καμμένου ή του Τσίπρα, με τα οικονομικοπολιτικά σκάνδαλα, με τη Μέρκελ και τα ευρωπαϊκά, με το χρέος ή με τον νεοσουλτάνο Ερντογάν και τους εθνικισμούς στα Βαλκάνια, άλλο τόσο θα έπρεπε να είναι αυτονόητη η ενασχόλησή μας με αυτόν τον ελεύθερο χώρο ως κεντρικό κοινωνικό πράττειν – από τους θεσμούς και τις ιδέες μέχρι τη διαχείριση της καθημερινότητας, των συμπεριφορών και των σχέσεων. Αυτό δεν γίνεται.

Αντίθετα, τελείως επιδερμικά προχωράμε στην ανάγνωση του Σολωμού ή του Κάλβου, του Παλαμά, του Καβάφη, του Σεφέρη ή του Ελιοτ, εις βάρος της εποικοδομητικής αμφίδρομης σχέσης που ανέκαθεν έχτιζαν ο Λόγος και ο άνθρωπος∙ εις βάρος της δυνατότητάς μας να δούμε άλλους, καλύτερους κόσμους.

«Ισως κάποτε αυτοί οι κόσμοι να επιβληθούν», θα έλεγε ο Μαρξ, με την επιφύλαξη που είχε διατυπώσει ο Ελύτης γύρω από το θέμα της άρρητης σχέσης ποίησης και πολιτικής: «Η ποίηση δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο. Γιατί ο κόσμος αλλάζει με την πράξη. Μπορεί όμως να αλλάξει τις συνειδήσεις των ανθρώπων, επηρεάζοντας έμμεσα την αλλαγή του κόσμου».

Αλλά ακόμα κι έτσι, ακόμα κι αν μιλάμε για περιπλάνηση, τη χρειαζόμαστε την ποίηση γιατί δεν υπάρχουν πλέον σταθερές και βεβαιότητες σε περιόδους δημόσιου τραύματος ή κρίσης όπως η σημερινή.

Τη θέλουμε την ποίηση, όχι απλώς ως πολυτέλεια ή κουλτουριάρικο προνόμιο των ειδικών και των ανθολόγων, αλλά εμπρόθετα για τη φυσιογνωμία της χώρας και του Ελληνισμού που, από την εποχή του Σεφέρη... «θα αποχτήσει φυσιογνωμία όταν αποχτήσει πρώτα μια πνευματική φυσιογνωμία η σημερινή Ελλάδα. Και θα έχει ακριβώς για χαρακτηριστικά τη σύνθεση των χαρακτηριστικών των αληθινών έργων που θα έχουν γίνει από τους Ελληνες». Τη θέλουμε για θεσμούς καρφωμένους σαν πρόκες – για να παραφράσω λίγο τον Αναγνωστάκη.

Τη θέλουμε και σαν κάστρο της γλώσσας αλλά και σαν θεσμικό πεδίο καλλιέργειας και διατήρησης της φαντασίας μας, της οξύνοιάς μας και την αντίστασής μας στην «πίεση του πραγματικού», στο συνεχές σφυροκόπημα των πληροφοριών, των ειδήσεων, των τρομερών γεγονότων και της γκρίζας πραγματικότητας. Και όσο δεν το κάνουμε, χάνουμε το ουσιαστικό: ευαισθησίες, χαρές των μικρών, τη μαγεία της έκπληξης, τη δημιουργικότητα και τη φαντασία μας – με μια λέξη, χάνουμε την ανθρωπιά μας.

Τέλος, τη θέλουμε για την παραμυθία μας, με τα λόγια της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ: «... Και τότε ξαφνικά γεννιούνται ποιήματα... που κάνουν να πλησιάζουμε τα αρνητικά, τα δύσκολα στοιχεία της ζωής μας: τη θλίψη, τη σιωπή, την επιβίωση, τον χωρισμό από την έννοια του μέλλοντος, και βέβαια τον θάνατο... Αλλά υπάρχει και ένα φως που αναδύεται από το σκοτάδι. Είναι η ανάσα μου, που βγαίνει σταθερή και μου χαρίζει ακόμη τη ζωή. Με την ανάσα μου νικώ τον χρόνο, έστω και για μια στιγμή».

"Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 17/3/2018. 

Για την Ευρώπη του Νότου

Σε αυτή την εισαγωγική παρέμβαση, θα διατυπώσω μερικές προανακρουστικές παρατηρήσεις που θα μας επιτρέψουν να εμβαθύνουμε στα συγκεκριμένα προβλήματα των παραγωγικών δομών και της δυναμικής της απασχόλησης στην Ευρώπη του Νότου.
Αρχίζω με τη γενική διαπίστωση ότι οι σύγχρονες ευρωπαϊκές οικονομίες έχουν εισέλθει εδώ και δύο τουλάχιστον δεκαετίες σε μια νέα φάση που χαρακτηρίζεται από μια σειρά αντιφατικά φαινόμενα που αλληλοσυμπληρώνονται. Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τη διόγκωση του τομέα των υπηρεσιών και τη διεθνοποίηση των ανταλλαγών, την άμβλυνση του ρυθμιστικού ρόλου του κράτους, τις πολιτικές απορρύθμισης και ιδιωτικοποιήσεων, την κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού συστήματος που τείνει να αναδιατάξει το συνολικό κύκλωμα του κεφαλαίου, τους μετασχηματισμούς που σχετίζονται με την ανάπτυξη της ψηφιακής οικονομίας καθώς και τον αυξανόμενο ρόλο της γνώσης και τη πληροφορίας ως παραγόντων παραγωγής – σίγουρα η απαρίθμηση δεν είναι εξαντλητική.
Αυτές οι πολλαπλές μεταλλαγές, που επιταχύνθηκαν και ενισχύθηκαν από την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2007-2008 έχουν σοβαρές επιπτώσεις σε τρία επίπεδα :
► Στις μορφές διακυβέρνησης στα πλαίσια της ευρωπαϊκής οικονομικής και θεσμικής αλληλεξάρτησης. Εδώ παρατηρούμε πολιτικές και κοινωνικές ανατροπές, κομματικές ανακατατάξεις, καταρρεύσεις και αναοριοθετήσεις, εμφάνιση νέων πολιτικών φορέων που δεν αυτο-αναγνωρίζονται στη διαχωριστική γραμμή αριστεράς δεξιάς. Παράλληλα, υπάρχει μια αυξανόμενη δυσπιστία των πολιτών απέναντι στις πολιτικές ελίτ. Το δημοκρατικό έλλειμμα των στρατηγικών της κοινωνικής απορρύθμισης βαθαίνει τόσο στο εθνικό όσο και στο ευρωπαϊκό πλαίσιο.
► Στους μετασχηματισμούς στην αγορά εργασίας. Είναι ανάγκη να τονιστεί ότι αυτοί οι μετασχηματισμοί δεν έχουν ένα αποκλειστικά οικονομικό χαρακτήρα αλλά ενέχουν διαστάσεις κοινωνικές, δημογραφικές, γεωγραφικές, γενεαλογικές. Δημιουργούν ρήξεις και ρήγματα στις παραδοσιακές κοινωνικές διαστρωματώσεις όπως το βλέπουμε ιδιαίτερα στις χώρες που χτυπήθηκαν έντονα από την κρίση : αποσταθεροποίηση των μεσαίων τάξεων, εξαθλίωση των εργαζόμενων στρωμάτων, όχι μόνο των μισθωτών αλλά και των ελεύθερων επαγγελματιών ή και του αγροτικού πληθυσμού, προσωρινή απασχόληση της νέας γενιάς, της γυναικείας απασχόλησης και της μη ειδικευμένης εργασίας, επιτάχυνση της εσωτερικής μετανάστευσης στην Ευρώπη από τις χώρες με υψηλά ποσοστά ανεργίας σε χώρες με χαμηλό βαθμό ανεργίας, γεωγραφικές ανισότητες όχι μόνο ανάμεσα στο Βορρά και το Νότο αλλά ακόμα και στο εσωτερικό της ίδιας χώρας (αστικά κέντρα, μεγαλουπόλεις, κλπ).
► Το τρίτο επίπεδο επιπτώσεων αφορά τα συστήματα κοινωνικής προστασίας. Οι μεταβολές στην αγορά εργασίας φέρνουν επίσης νέους κοινωνικούς κινδύνους που καλύπτονται ανεπαρκώς από τα υπάρχοντα συστήματα κοινωνικής προστασίας των οποίων οι φορολογικές βάσεις διαβρώνονται από την ύφεση της μεσαίας τάξης. Οι περιοριστικές δημοσιονομικές πολιτικές καθιστούν ακόμα πιο επισφαλείς και ευάλωτους του απασχολούμενους που εκτίθενται στον οικονομικό ανταγωνισμό. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση της ψηφιακής οικονομίας που ενώ αντιπροσωπεύει νέες ευκαιρίες στην απασχόληση, εγείρει κεντρικά ερωτήματα για τη ρύθμιση και τη δομή της αγοράς εργασίας, αλλά και το δίκτυο κοινωνικής πρόνοιας που πρέπει να δημιουργηθεί στις νέες συνθήκες.
Με βάση αυτά τα δεδομένα, τι μπορούμε να συνάγουμε για την ευρωπαϊκή πορεία και προοπτική της εργασίας και της απασχόλησης; Παρά το γεγονός ότι οι χώρες του Νότου έχουν πολλές διαφορές, παρουσιάζουν πολλά κοινά σημεία που συνοψίζουν τη δυνατότητα άσκησης συλλογικών στρατηγικών εξόδου από την κρίση. Χαρακτηρίζονται, ανάμεσα στα άλλα, από μεγάλο δημόσιο χρέος και δημοσιονομικά ελλείμματα, έλλειψη ανταγωνιστικότητας καθώς και χρόνιο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, υιοθέτηση σχεδίων προσαρμογής, μέτρων λιτότητας και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που οδηγούν στην ύφεση, και επίσης, από ένα τεράστιο μελλοντικό κόστος που συνδέεται με την ταχεία γήρανση του πληθυσμού, που θα απαιτήσει αύξηση των δημόσιων δαπανών.
Παρά τη συγκυριακή οικονομική ανάκαμψη, το ευρωπαϊκό σχέδιο είναι σε κρίση στη ενοποιητική και αναπτυξιακή του διάσταση. Η Ευρώπη οικοδομείται σε ένα βάθρο οικονομικών ανισοτήτων που ενισχύονται από τις πολιτικές μισθολογικού και φορολογικού ανταγωνισμού οι οποίες τροφοδοτούν έναν οικονομικό πόλεμο μεταξύ των κρατών μελών και των οποίων οι εργαζόμενοι είναι τα κυριότερα θύματα. Η παρατεταμένη ύφεση που διήρκεσε από το 2008 έως το 2013 οδήγησε σε απότομη αύξηση της ανεργίας. Οι χώρες της νότιας Ευρώπης όπως η Ισπανία, η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ιταλία υπέφεραν ιδιαίτερα από την οικονομική κρίση. Επιπλέον, η κρίση του δημόσιου χρέους και τα μέτρα λιτότητας στις χώρες αυτές έχουν επιδεινώσει την κατάσταση. Μολονότι η καθεμία ξεχωριστά έχει τις δικές τις δικές της ιδιαιτερότητες, συντελείται αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε μια τεράστια διαδικασία προσωρινοποίησης της εργασίας και της απασχόλησης που έχει επιπτώσεις σε ολόκληρες τις συνθήκες διαβίωσης των πληθυσμών. Υπό αυτή την έννοια, οι χώρες της Νότιας Ευρώπης θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν σαν αληθινά «εργαστήρια κρίσεων» στα οποία πειραματίζονται νέα πρότυπα και νέες πραγματικότητες εργασίας αλλά και όπου τείνουν να δημιουργηθούν νέα συστήματα αλληλεγγύης που έχουν όμως ένα αμιγώς αμυντικό χαρακτήρα.

«Πολιτικά» τοτέμ και ταμπού, αλουστράριστα

Ας θυμηθούμε λίγο το κοινωνικοπολιτικό αίτημα για την Ευρώπη από το 2008-2009: «Από την κυριαρχία των αγορών στην αναγέννηση της κοινωνίας». Δεν έγινε. Τι έγινε; Βάλτε στη θέση της λέξης «Θεός» τη λέξη «Πολιτική» και ξαναδιαβάστε τον Ουμπέρτο Εκο: «Οταν οι άνθρωποι σταματούν να πιστεύουν στην Πολιτική, δεν είναι ότι δεν πιστεύουν σε τίποτα. Πιστεύουν στα πάντα». Ο χρόνος, αν δεν καίγεται, παγώνει. Πρακτικά θα χρειαστεί χρόνος, ίσως και άλλες εκλογές, πριν σχηματιστεί κυβέρνηση στην Ιταλία.

Ομως είναι έτοιμη η Ε.Ε. για πιθανό πρωθυπουργό τον Ματέο Σαλβίνι, που θεωρούσε το ευρώ «έγκλημα κατά της ανθρωπότητας» και έχει δεσμευτεί για μαζική απέλαση μισού εκατομμυρίου ανθρώπων όταν θα βρεθεί στην εξουσία; Η απάντηση είναι ναι∙ αλλά θα είναι επιστροφή σε σκοτεινούς χρόνους και διόλου αναγέννηση. Κοντολογίς στο «πιστεύουν στα πάντα» περιλαμβάνεται και η επιστροφή του φοροφυγά Bunga Bunga και τα παλιά μελανοχίτωνα τοτέμ και ταμπού, αλουστράριστα.

Ας θυμηθούμε επίσης ότι όταν η κουβέντα γινόταν για την Ελλάδα, είχε συστρατευτεί στην ευρωζώνη και την Ε.Ε. ο γερμανοβαρής συνασπισμός των πειραματιστών-σωτήρων και στο εσωτερικό της χώρας ολόκληρη η πολιτική ανωριμότητα απέναντι στα ογκούμενα προβλήματα. Βλέπετε η σημερινή δυσανεξία έχει και ιδρυτές και δράστες. Αλλά τη διαδρομή της Ελλάδας την παρακολουθούσαν όλοι∙ βρισκόταν στην κοινή θέα των Ιταλών, των Ισπανών, των Πορτογάλων, των Αγγλων των Γάλλων κ.λπ., που ρωτούσαν: «Θέλετε να καταντήσουμε Ελλάδα;»

Στην Ελλάδα η μείωση των δημόσιων δαπανών κατά 1 ευρώ προκάλεσε μείωση του ΑΕΠ κατά τουλάχιστον 2 ευρώ. Η πρόβλεψη για ανεργία στο 14% το 2012-2013 έγινε πραγματοποίηση ανεργίας που έφτασε το 27-28% το 2014, απότομης φτωχοποίησης και εξαφάνισης της μεσαίας τάξης.

Και το σημαντικότερο, δεν έγιναν αισθητές οι θετικές επιδράσεις στο ποσοστό του χρέους επί του ΑΕΠ. Και αυτό ερμηνεύεται από τις αρνητικές πολλαπλασιαστικές επιδράσεις της απότομης μείωσης των δημόσιων δαπανών και την αύξηση της φορολογίας –που συνεχίζονται με τα μπράβο του ευρω-ιερατείου. Η ευρωπαϊκή ακηδία μετά την ύφεση έβλαψε ενεργά την Ευρώπη. Επέφερε αλλοιώσεις αντιστρόφως δυσανάλογες σε σχέση με τα προβλεπόμενα οφέλη.

Σίγουρα πλέον το πρόβλημα της Ευρώπης δεν ήταν αποκλειστικά η Ελλάδα. Ηταν από καιρό και η Ιταλία∙ ροζ ελέφαντας με βαρύ φορτίο χρέους. Και αίφνης (;) το πολιτικό πεπρωμένο της Ιταλίας -της μήτρας της ευρωπαϊκής Αναγέννησης, της χώρας που για την παράδοση της Αριστεράς είχε δώσει κάποιον ρυθμό στην Ευρώπη- βρίσκεται τώρα στα χέρια του Κινήματος Πέντε Αστέρων, της ακροδεξιάς Λέγκας του Βορρά και του Σίλβιο.

Τα ερωτήματα -αν τα αποτελέσματα των ιταλικών εκλογών είναι καταστροφή για την Ευρώπη ή αν η Ιταλία θα διεξαγάγει νέες εκλογές ή αν μπορεί να σχηματιστεί κυβέρνηση- μέλλει να τα δούμε. Ομως αυτό που θα έπρεπε να γνωρίζουμε είναι ότι η κρίση δεν ήταν μόνο μια «βλάβη» του καπιταλισμού, αλλά ότι ιστορικά, όπου και όπως ξέσπασε, αποδυνάμωσε πρώτα την κοινωνία και μετά αποκρυστάλλωσε τα γκρίζα έως φαιόχρωμα της πολιτικής ως μετακοινωνική κατάσταση.

Δηλαδή, να δούμε όχι απλά την κατάντια της κοινωνίας που διέπεται από το χάσμα το οποίο χωρίζει την παγκοσμιοποιημένη χρηματιστική ελίτ από τον υπόλοιπο κόσμο, αλλά κυρίως το χάσμα που χωρίζει τον κόσμο από την πολιτική και τις μνήμες της.

Θα έπρεπε επίσης να γνωρίζουμε ότι στη μεταπολεμική Ιταλία των δεκαετιών του 1940 και του 1950 -όταν το '57 στηνόταν στη Ρώμη πανηγυρικά η Ενωμένη Ευρώπη- οι περισσότεροι Ιταλοί ενήλικοι θεωρούσαν πως ο φασισμός, εκτός από τη Μαφία και τον Παπισμό, ήταν μια κανονική πολιτική κατάσταση, διαχωρίζοντας τον εαυτό τους από τον Χίτλερ.

Αυτό μας λέει επίσης ότι η κουβέντα θα πρέπει να στραφεί, ξανά και ξανά, στην απουσία των mainstream προτάσεων αντιμετώπισης της κρίσης και -στον βαθμό που μας ενδιαφέρει- στην απουσία της Αριστεράς, και όχι μόνο στην Ιταλία.

Πλέον το πόρισμα μιλάει για πλήρη διαχωρισμό των κοινωνικών παραγόντων από το κοινωνικό σύστημα, σαν να έχουν διαρραγεί όλοι οι δεσμοί που ένωναν την οικονομική με την κοινωνική ιστορία, την πραγματική παραγωγή με την κοινωνία και τις κοινωνικές ομάδες με την παραγωγή πολιτισμού.

Το θέμα είναι επιτακτικό στον βαθμό που πικρές αλήθειες εισάγονται με βίαιο τρόπο στις πραγματικές πολιτικές -εξίσου εκρηκτικές για το πολιτικό όσο και το κοινωνικό πεδίο.

Αλλά για μια ειλικρινή αποτίμηση του πολιτικού τοπίου όπως διαμοφώθηκε στην Ιταλία πεντάστερο, τοτεμικό, μεταπολιτικό, ενάντια στην ιδέα της Πολιτικής, θα κλείσω όπως άρχισα, με τον αφορισμό του Εκο -τιμής ένεκεν στον Γκράμσι, τον Τολιάτι, τον Μπερλινγκουέρ, τον Ντάριο Φο, τον Παζολίνι, τον Μπερτολούτσι ή τον Φελίνι: «Φοβού τους προφήτες κι αυτούς που είναι έτοιμοι να πεθάνουν για την αλήθεια, επειδή κατά κανόνα κάνουν και άλλους να πεθάνουν μαζί τους, μερικές φορές πριν από αυτούς και συνήθως αντί για αυτούς».

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 9/3/2018. 

Λίλυ Χουλιαράκη: ανατομία στην επικοινωνία της αλληλεγγύης

Είναι ένα «δύσκολο» βιβλίο για ένα πολύπλοκο θέμα. Από μια σπουδαία επιστήμονα που προτιμά να παρουσιάζει τον εαυτό της στο εσώφυλλο μόλις με δώδεκα λέξεις. «Διδάσκει ΜΜΕ και Επικοινωνία στο London School of Economics και Political Science». Χωρίς καν φωτογραφία της.

Ωστόσο πρέπει να βρεθεί τρόπος ώστε το βιβλίο της Λίλυς Χουλιαράκη «Ο ειρωνικός θεατής- Η αλληλεγγύη χτες και σήμερα», εκδόσεις «Νήσος», μετάφραση Γ. Καράμπελα – να διαβαστεί όσο γίνεται περισσότερο. Ιδίως από ανθρώπους των ΜΜΕ της πολιτικής και όσων κινούνται στο δημόσιο χώρο ως διαμορφωτές συμπεριφορών, επιλογών αλλά και αισθητικής και αισθημάτων.

Το βιβλίο καταγράφει το ιστορικό πλαίσιο της αλληλεγγύης,όχι ως εκδήλωση φιλανθρωπίας, αλλά ως προϊόν του περιβάλλοντος ενημέρωσης σε κάθε περίοδο, που κινεί τους ανθρώπους να στηρίξουν τον πάσχοντα «άλλον». Αυτό το περιβάλλον μετασχηματίζει διαχρονικά την αλληλεγγύη ως προς τη μορφή, τη συχνότητα και την εσωτερική αντιμετώπιση από αυτόν που την εκδηλώνει.

Καθώς αλλάζουν οι «κινητήριες» επιρροές για την εκδήλωσή της, η αλληλεγγύη εντάσσεται πλέον στη συνολική καταναλωτική δραστηριότητα και συμπεριφορά. Έτσι ο φορέας της καταλήγει να είναι , όπως τον αποκαλεί: «ειρωνικός θεατής» : παρακολουθεί πάσχοντες ανθρώπους όχι από γενικότερο – πολιτικό ή θρησκευτικό καθήκον, όπως σε άλλες εποχές, αλλά λόγω ενός ερεθίσματος που έρχεται από άλλες πηγές. Όπως είναι π.χ. η στράτευση μιας διασημότητας σε μια καμπάνια αλληλεγγύης.

Η Χουλιαράκη αξιολογεί δυο πολύ γνωστές περιπτώσεις τέτοιας στράτευσης, όπως η Ωντρέι Χέπμπορν και τη Αντζελίνα Τζολί, ακτινογραφεί μια συναυλία με αστέρες της ροκ και τα συνδέει με τη σκηνοθεσία της ειδησεογραφίας για να καταλήξει σε εντυπωσιακά συμπεράσματα. «Οι εκκλήσεις για αμνηστία, ο ακτιβισμός των διασημοτήτων, οι δημοσιογραφικές ανταποκρίσεις και οι ροκ συναυλίες ανήκουν όλα σε ένα θέατρο το οίκτου που επιδιώξει να μας φέρει αντιμέτωπους με ευάλωτους άλλους με στόχο να εμπνεύσει τη δράση μας για τη κατάσταση τους».

Για τη συγγραφέα αυτό εγείρει προβληματισμούς. Η ηθική της αλληλεγγύης συναρτάται με τη μορφή του μνήματος που την παρακινεί. Όσο αλλάζει η επικοινωνία τη αλληλεγγύης, αλλάζει και η «φύση» της. Οι επικοινωνιακές πρακτικές του ανθρωπισμού και τα μέσα που χρησιμοποιεί μεταλλάσσονται καθώς διαμορφώνεται ένα είδος «μάρκετινγκ της αλληλεγγύης» και αποκαλύπτει τα χαρακτηριστικά του φορέα της.

Το επικοινωνιακό περιβάλλον ενισχύει την αλληλεγγύη, αλλά ταυτόχρονα προδίδει και τα άδηλα κίνητρα όσων την ασκούν, περιστασιακά ή μόνιμα, από «οίκτο» η «ηθική υποχρέωση να κάνουν κάτι» για κάποιους που δεν ξέρουν, αλλά «πρέπει». Είναι η μετατόπιση του παλιού φιλάνθρωπου στον σημερινό «ειρωνικό θεατή», που επηρεάζεται από τα ερεθίσματα που δέχεται και δρα, αλλά ταυτόχρονα κρύβεται πίσω από αυτά.

Για τους ειδικούς η πρωτότυπη έρευνα, της Χουλιαράκη διαμορφώνει ένα νέο πεδίο ανάλυσης και θεωρητικής επεξεργασίας του «φαινομένου» της αλληλεγγύης – και των ΜΜΕ ταυτόχρονα- καθώς το τοποθετεί στο επικοινωνιακό περιβάλλον που το «εκκολάπτει», το θέτει σε νέα ηθική -και πολιτική- βάση. Ταυτόχρονα το καθιστά εργαλείο ανάλυσης της ανθρώπινης συμπεριφοράς σ' αυτό το πεδίο που διαφέρει, όσο διαφέρουν οι παραδοσιακές εκκλήσεις της Διεθνούς Αμνηστίας και οι έρανοι με αφίσες και σποτ, που απεικόνιζαν σκελετωμένα παιδιά της Μπιάφρας- αλλά και ο χαρούμενες φατσούλες της Γιούνισεφ -από την σαρωτική παρουσία διάσημων επί σκηνής, που καλούν σε ευαισθητοποίηση. Και όσο διαφέρουν και τα δυο από παλιότερες εκστρατείες ανθρωπισμού που επέβαλαν τα θρησκευτικά καθήκοντα, ή τα πολιτικά δόγματα και οι ιδεολογίες.

Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο πως «αισθάνομαι» ή πως «αντιλαμβάνομαι» το πρόβλημα των «ευάλωτων άλλων» και στο «τι μπορεί να κάνω» για να δηλώσω αλληλέγγυος-ακόμη και αν αυτό είναι μια απλή υπογραφή σ' ένα κείμενο. Οι επικοινωνιακές πρακτικές του ανθρωπισμού, εστιάζουν σήμερα στις εκκλήσεις επωνύμων, με αυτοπρόσωπη παρουσία στο «πεδίο»- κυριως στις χώρες του Τρίτου Κόσμου- ή με εκδηλώσεις που διαμορφώνουν νέο περιβάλλον στο οποίο ο αλληλέγγυος καταθέτει την συνεισφορά του ως υποχρέωση όχι προς αυτόν που συνδράμει αλλά προς το περιβάλλον που διαμορφώνεται και τον παρακινεί – και ο ίδιος το εισπράττει ως συνάφεια με τον «αστέρα» που μπαίνει μπροστά.

Με τέτοια ερεθίσματα οι αναπτυγμένες δυτικές κοινωνίες – ευνοημένες συντριπτικά από την ιμπεριαλιστική κατανομή του παγκοσμίου πλούτου- «λυπούνται» τους μακρινούς πάσχοντες, και δρουν για την ανακούφισή τους. Ταυτόχρονα όμως εντάσσουν αυτή τη δράση σε ένα είδος «λάιφ στάιλ». Παλιά θα λέγαμε «είναι ιν» να μετέχεις σ' αυτά τα πράγματα.

Η Χουλιαράκη αναγνωρίζει ως ωφέλιμη, αλλά ταυτόχρονα επικρίνει την αλληλεγγύη του » ειρωνικού θεατή» που κινητοποιείται, αλλά δεν παρεμβαίνει πολιτικά για να αλλάξουν τα πράγματα. Θεωρεί ότι είναι σύμπτωμα της κοινωνίας της αγοράς που αναστέλλει την πολιτική συζήτηση με το πρόσχημα να «μην πολιτικοποιείται ο ανθρωπισμός και η αλληλεγγύη». Πιστεύει ότι θα ήταν καλύτερα να συμβεί ακριβώς αυτό: να τεθεί ανοιχτά τι φταίει, που βρίσκεται η λύση και εν πάση περιπτώσει ποιοι είναι αυτοί οι » ευάλωτοι άλλοι» και γιατί βρίσκονται σ' αυτή τη κατάσταση.Η βιωματική σχέση της συγγραφέως με την πολιτική και την κουλτούρα της ευρύτερης Αριστεράς διαπερνά έτσι κι αλλιώς τις προσεγγίσεις της και στο συγκεκριμένο βιβλίο και στις αντίστοιχες έρευνες που έκανε ως τώρα.

Ο «Ειρωνικός Θεατής» είναι ένα τολμηρό βιβλίο που βραβεύθηκε ήδη από τη Διεθνή Ένωση Επικοινωνίας ,- στην αγγλική του έκδοση. Αφυπνίζει όχι για να ωθήσει σε μια δράση αλληλεγγύης, αλλά για να την αναλύσει, να αναδείξει την ταυτότητα και την ηθική της και να τη μεταφέρει στο πεδίο της συνειδητοποίησης των λόγων που την προκαλούν.

Η ανακούφιση των προβλημάτων πληθυσμών και ατόμων με εργαλείο το μάρκετινγκ μπορεί να αποδίδει τυπικά – και αυτό δεν ειναι αμελητέο-αλλα διαχειρίζεται όχι το πρόβλημα, αλλά την πράξη ελάφρυνσής του , που διαμόρφωνεται επικοινωνιακά, οχι πολιτικά, ή ουμανιστικά. Είναι πολιτική αλληλεγγύης δεν είναι πολιτική καταπολέμησης της αιτίας που οδηγεί στην ανάγκη της επιβίωσης από την «καλοσύνη των άλλων». Ο ακτιβισμός της αλληλεγγύης δεν είναι επαρκής ,αν δεν οδηγεί σε πολιτική διαχείριση.

Όταν η αλληλεγγύη παρακινείται από προσωπικότητες του θεάματος «πουλάει» στους θεατές το «ανθρωπιστικό προφίλ» της προσωπικότητάς. Όπως π.χ. μπορεί ένα άλλο σύστημα μάρκετινγκ να πουλάει τη δουλειά της. Άλλο όμως η κινητοποίηση για την ανακούφιση των πασχόντων του πλανήτη και άλλο η δίκαιη κατανομή το πλούτου του πλανήτη. Άλλο η συνδρομή των ισχυρών-που είναι αναγκαία και χρήσιμη- και άλλο οι συνθήκες με τις οποίες γίνονται και παραμένουν ισχυροί. Αυτές οι συνθήκες παράγουν ...αυτό που ελαφρύνει η αλληλεγγύη με εργαλείο την επικοινωνία..

Εν κατακλείδι, πρόκειται για ένα κατά εξοχήν πολιτικό βιβλίο που βλέπει το θέμα της αλληλεγγύης, από την επικοινωνιακή πλευρά με προοδευτική ματιά, για να καταλήξει στην έμμεση υπόδειξη ότι πρέπει να υπερβούμε τη φιλανθρωπία και να παρέμβουμε στην ιστορική δομή του παγκόσμιου συστήματος που παράγει πληθυσμούς οι οποίοι χρειάζονται αλληλεγγύη. Ότι κινητοποιούνται κάποιες από τις πιο λαμπερές φιγούρες του συστήματος και εντάσσουν στην τρέχουσα αντίληψη του δυτικού ανθρώπου την έννοια της συμπαράστασης σε κάποιους <μακρινούς>, είναι σύμπτωμα της συγκυρίας, που καθιστά τα επικοινωνιακά μέσα σύμμαχο των αδυνάμων- με την προβολή της αδυναμίας τους ανάμεσα στους <δυνατούς>.

Σ' αυτή την ανάλυση η ειδησεογραφία- και συνεπώς άσκησης της δημοσιογραφίας -έχουν κρίσιμο ρόλο, ακόμη και αν αναδεικνύουν απλώς αποσπασματικά τα θύματα, με σκληρές εικόνες και περιγραφές. Αυτό παρακινεί, με τη μεσολάβηση της επικοινωνίας, σε δράσεις αλληλεγγύης, αλλά ποτέ δεν θα απεικονίσει το αληθινό βάθος και εύρος του ανθρώπινου πόνου. Ως συνειδητοποιημένη επιστήμονας η αναλύτρια, αναζητεί κατά πόσο αυτό λειτουργεί τελικά ως περιχαράκωση των ευημερούντων. Ή κατά πόσο καταλήγει να υποβοηθάει την ανάπτυξη ρατσιστικής κουλτούρας,καθώς αυτά τα στερεότυπα της φτώχειας και τις εξαθλίωσης από κάποιους εκλαμβάνονται ως <μεταδοτικά >. Οποτε πρέπει να κρατηθουν μακρυά. Ήτοι αν στο συλλογικό υποσυνείδητο η προβολή της εξαθλίωσης θέτει διαχωρισμούς...

Η επικοινωνία της αλληλεγγύης και η προβολής της διαχρονικά έτσι όπως τα κωδικοποίησε με σύνθετα νοήματα – με εξαιρετική , αλλά δύσκολή γλώσσα -η Λίλυ Χουλιαράκη δεν είναι «αυτόνομο κεφάλαιο» . Εντάσσεται στην εξέλιξη των πραγμάτων και στις δυο πλευρές. Στην εποχή της εξέλιξη της επικοινωνίας και εργαλείων της , η παρακίνηση της αλληλεγγύης, αυξάνει την αρωγή, όπως δείχνουν τα στοιχεία. Αλλά περιορίζει την ερμηνεία του προβλήματος που καλείται να αντιμετωπίσει. Όπως λέει « αποφεύγει την πολιτική και ανταμείβει τον εαυτό». Τα <ακροατήρια της αλληλεγγύης> καλούνται σήμερα να υλοποιήσουν την αλληλεγγύη, < ως ένα ατομικιστικό πρόγραμμα συγκυριακών αξιών και καταναλωτικό ακτιβισμό>.

Παρά την κριτική διάθεση ωστόσο η διακεκριμένη καθηγήτρια του LSE πιστεύει ότι «μπορούμε να εκπαιδευτούμε σε αισθήματα που χαρακτηρίζουν τη αγωνιστική αλληλεγγύη» και να προκύψει «νέα ηθική θέσπιση της αλληλεγγύης» . Αλλιώς, όπως καταλήγει , » δεν μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα αλλάξουμε τις συνθήκες της οδύνης». Εμείς οι » ειρωνικοί θεατές» χρειαζόμαστε το θέατρο της επικοινωνίας τώρα περισσότερο από ποτέ. Όχι γιατί « μας μετατρέπει σε καλούς». Αλλά γιατί «μπορεί τουλάχιστον να μας εμποδίσει να φανταζόμαστε ότι είμαστε τέτοιοι».

*Δημοσιεύτηκε στο anoixtoparathyro.gr την 1/3/2018. 

Οι πέντε προϋποθέσεις για να λυθεί το Μακεδονικό

Ο​​ τρόπος που διεξάγεται ο διάλογος για το Μακεδονικό είναι ενδεικτικός της παθογένειας που ταλαιπωρεί τη χώρα μας. Είναι βέβαιο ότι οποιοδήποτε αποτέλεσμα προκύψει από τις διαπραγματεύσεις θα είναι πολύ κατώτερο του εφικτού, διότι δεν έχουμε αποδεχθεί πέντε αρχές-προϋποθέσεις. Θα προσπαθήσω να τις παρουσιάσω συνοπτικά:

1. Δεν υπάρχουν εθνικά δίκαια, υπάρχουν μόνο εθνικά συμφέροντα. Αυτή είναι μια μεγάλη κουβέντα που είπε κάποτε ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Η διαπραγμάτευση πρέπει να έχει στόχο την προστασία των μακροπρόθεσμων, πολιτικών και οικονομικών, συμφερόντων της χώρας μας. Η οποία, θυμίζω, προσπαθεί να ξεπεράσει μια κρίση που κρατάει σχεδόν μία δεκαετία. Που χρειάζεται καλές φιλικές σχέσεις και νέες αγορές. Που έχασε πολλές και μεγάλες ευκαιρίες στα Βαλκάνια τη δεκαετία του 1990 και δεν έχει περιθώριο να χάσει κι άλλες. Και που δεν μπορεί πλέον να παραμένει ανοήτως προσκολλημένη σε ό,τι νομίζει ότι δικαιούται και να αγνοεί συστηματικά την πραγματικότητα. Χάνοντας έτσι πολύτιμες ευκαιρίες επίλυσης ζητημάτων όπου η εκκρεμότητα είναι πολιτικά και οικονομικά κοστοβόρα. Είδαμε πού οδήγησε αυτή η πολιτική των χαμένων ευκαιριών στο Κυπριακό, αλλά το μάθημα ακόμα δεν φαίνεται να το έχουμε αφομοιώσει.

2. Μόνο μια αμοιβαίως επωφελής συμφωνία είναι δίκαιη και βιώσιμη. Στη χώρα που η λέξη «συμβιβασμός» έχει αρνητικό περιεχόμενο και αποτελεί σχεδόν συνώνυμο της λέξης «προδοσία», είναι επίσης δύσκολο να αποδεχθούμε ότι σε μια διαπραγμάτευση υπάρχουν τουλάχιστον δύο πλευρές. Αντιμετωπίζουμε έτσι τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης όχι ως μέθοδο ανεύρεσης του πεδίου των κοινών συμφερόντων, αλλά μέσον επιβολής της δικής μας ατζέντας. Η διαπραγμάτευση θα καταρρεύσει εκ των πραγμάτων, γιατί θα λείπουν οι βασικές προϋποθέσεις της: η αμοιβαιότητα, η εμπιστοσύνη και κυρίως η συνειδητοποίηση ότι απέναντί σου έχεις έναν εταίρο με τον οποίο η σχέση σου δεν είναι στιγμιαία αλλά μακροπρόθεσμη. Αρα η συνεργασία είναι μονόδρομος.

3. Το εθνικό συμφέρον προηγείται του κομματικού. Ενώ αυτή η αρχή θεωρείται τόσο δεδομένη που ακούγεται τετριμμένη, στην πραγματικότητα συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Είναι δεδομένο ότι οι βασικοί παίκτες στο πολιτικό μας σύστημα θα κάνουν τις κινήσεις τους λαμβάνοντας σοβαρά (ή κυρίως) υπόψη τις εσωτερικές πολιτικές συνέπειες. Δεν χρειάζεται να τονίσω την αυτοκαταστροφική μυωπία της καιροσκοπικής συμπεριφοράς στα εθνικά θέματα. Ούτε την ανηθικότητα όσων επιθυμούν να χρησιμοποιήσουν το Μακεδονικό εργαλειακά, για να πλήξουν τον αντίπαλο ή να αποκομίσουν τα μίζερα πρόσκαιρα πολιτικά οφέλη τους. Ή την ανοησία όσων έχουν εξαπατηθεί και θα συνεχίσουν να εξαπατώνται από πατριδοκάπηλους και αριβίστες. Αυτό που με εντυπωσιάζει πάντα σ' αυτές τις περιπτώσεις είναι η αδυναμία των πολιτικών να αντιληφθούν ότι είναι πρωταγωνιστές στην Ιστορία της χώρας. Και όταν αυτή θα γραφεί, όσα έκαναν δεν θα έχουν παραγραφεί, θα τους στοιχειώνουν για πάντα.

4. Δεν έχουμε μόνο εμείς Ιστορία. Στη χώρα που εμείς ονομάζουμε ΠΓΔΜ ή περιφρονητικά Σκόπια και που οι πολίτες της αποκαλούν «Δημοκρατία της Μακεδονίας», ζει ένας λαός που πιστεύει σε μια κατασκευασμένη εθνική ταυτότητα. Αλλά μαντέψτε: και η ελληνική εθνική ταυτότητα, όπως όλες άλλωστε, είναι μια κατασκευή. Παλαιότερη, πιο στέρεη ίσως, πολύ πιο καλά επεξεργασμένη και με μεγαλύτερη προϊστορία. Αλλά οπωσδήποτε κατασκευή. Η πολιτική και επιλεκτική χρήση της Ιστορίας σε τέτοιου είδους διεθνείς διαφορές είναι κακή και ατελέσφορη πρακτική. Ομως ας υποθέσουμε ότι η Ιστορία δικαίωνε τις θέσεις μας πλήρως. Θα αποτελούσε αυτό καθοριστικό παράγοντα στη σημερινή διαπραγμάτευση; Θα εξαφάνιζε τα εκατομμύρια ανθρώπων που αυτοχαρακτηρίζονται Μακεδόνες; Θα εξαφάνιζε τη γλώσσα τους; Θα εξαφάνιζε τους σοβαρούς κινδύνους που διατρέχει το κράτος τους εάν στο όνομά του δεν υπάρχει αναφορά στη συγκεκριμένη λέξη; Είναι τόσο δύσκολο να καταλάβουμε ότι δεν έχουμε μόνο εμείς ιερά και όσια αλλά και οι άλλοι; Οτι δεν έχουμε μόνο εμείς φαντασιώσεις αλλά και οι άλλοι; Οτι δεν έχουμε μόνο εμείς καιροσκόπους αλλά και οι άλλοι;

5. Μια διεθνής διαφορά δεν επιλύεται μόνο με διεθνή διάλογο αλλά και με τίμιο και νηφάλιο εσωτερικό διάλογο. Είναι προφανές ότι στην Ελλάδα αυτός ο εσωτερικός διάλογος δεν είναι ούτε τίμιος, ούτε νηφάλιος, ούτε καν διάλογος. Δεν είναι τίμιος διάλογος γιατί τα δύο μέρη αντιμετωπίζουν το ένα το άλλο με περιφρόνηση και εχθρότητα. O καθένας απευθύνεται στο δικό του φιλικό κοινό, δεν προσπαθεί να πείσει όσους δεν συμφωνούν μαζί του. Δεν αντικρούονται τα ισχυρά επιχειρήματα της άλλης πλευράς, αλλά κατασκευάζονται σκιάχτρα για να καταρρίπτονται εύκολα. Δεν είναι νηφάλιος ο διάλογος γιατί τα δύο μέρη δεν συζητούν αλλά συγκρούονται, δεν ακούν γιατί δεν θέλουν, δεν ενδιαφέρονται να πείσουν αλλά μόνο να κραυγάσουν. Είναι λυπηρό το γεγονός ότι η πλευρά όσων θεωρούν τους εαυτούς τους ορθολογικούς ρεαλιστές δεν αντιλαμβάνεται κάτι πολύ απλό: ότι καμία λύση δεν είναι εφικτή αν δεν κατορθώσουν να πείσουν την πλειονότητα του ελληνικού λαού. Καμία λύση δεν θα νομιμοποιηθεί χωρίς τη συναίνεση της πλειοψηφίας. Ο σεβασμός και η αμοιβαιότητα αποτελούν προϋπόθεση του διαλόγου με τους γείτονες στα Βαλκάνια αλλά και με τους γείτονες στην πόλη σου. Δεν θα υπάρξει λύση ερήμην του ελληνικού λαού. Ή, αν υπάρξει, δεν θα είναι λύση.

*Δημοσιεύτηκε στην "Καθημερινή" στις 21/1/2018. 

Το αγαπημένο μας μίξερ

Ας στοχαστεί κάποιος πάνω στο σχόλιο του Τόμας Χομπς που έλεγε πως «στις κοινωνίες, έως τη δημιουργία των μεγάλων πολιτικών κοινοτήτων, το να είναι κανείς πειρατής ή ληστής δεν εθεωρείτο υποτιμητικό· επρόκειτο μάλλον για νόμιμο αρχαίο επάγγελμα». Σε συνδυασμό με το παραπάνω προπολιτικό, ας αναρωτηθεί –δηλαδή, ας αναρωτηθούμε συλλογικά– για τον άμεσο και επείγοντα χαρακτήρα της δημοκρατίας· για τα οφέλη της έντιμης δημοκρατικής ζωής, όχι μόνον για την Ελλάδα, αλλά για τη γειτονιά μας, την Ευρώπη, την παγκόσμια σκηνή. Οσο ποτέ άλλοτε, δεν είναι αυτονόητα. Η δημοκρατία είναι επιλογή, μια πολιτική με υλικά διαρκούς εγρήγορσης, μόνιμης στήριξης, θεσμικής λογοδοσίας, διαφάνειας, αυτοελέγχου και ανανέωσης.

Συνεπώς, η διερεύνηση του βάθους και της ποιότητας της πολιτικής ζωής δεν έχει να κάνει απλά με το θέμα «έντιμος δημοκρατικός βίος», επειδή τάχα είναι αυτό που κεντρίζει την πολιτική φιλοσοφία, την κοινωνική θεωρία και την πράξη της σύγχρονης πολιτικής. Ούτε γιατί ακόμα αναζητούνται τα στοιχεία εκείνα που θα μπορούσαν να θεωρηθούν πρότυπα δημοκρατίας. Το θέμα που καθιστά επιτακτική την όποια «κουβέντα περί δημοκρατίας», είναι το ότι από τη γέννηση της νεωτερικότητας ο «λαός» άκουσε ότι είναι «κυρίαρχος», αλλά δεν το πίστεψε ποτέ, και είχε τους λόγους του.

Τι είδε και τι άκουσε σήμερα ο λαός; Είδε και άκουσε το χειρότερο μάθημα για να βγάλει συμπερασματικές γενικεύσεις του τύπου «όλοι τα παίρνουν» και να θεμελιώσει έναν κανόνα που στρεβλώνει την πραγματικότητα. Κι αυτό, δίχως καν να σκεφτεί ότι αφενός «η κοινωνία πάντα σιχαινόταν εκείνους που την ξεσκεπάζουν» (Εμερσον) και αφετέρου ότι «ούτε ένας στους χίλιους χριστιανούς δεν ελέγχει την ατομική του διαγωγή με βάση τους χριστιανικούς κανόνες» (Μ. Φουκό).

Το ότι τα πολιτικά κόμματα θα τρώγονται μια ζωή, με την ελπίδα πως ποτέ τους δεν θα προχωρήσουν σε εκδηλώσεις κανιβαλισμού, είναι στους κανόνες του παιχνιδιού. Οπως και η πιθανότητα να υπάρξουν μαύρα πρόβατα στο κοπάδι, ακόμα ακόμα και περιπτώσεις λύκων που να φυλάνε το κοπάδι. Αλλά, σε αυτές τις περιπτώσεις, στους κανόνες του παιχνιδιού περιλαμβάνεται και η συνεργασία.

Ομως, τα πολιτικά μέρη έχουν κάθε λόγο να επιλέγουν τακτικές που νομίζουν πως θα γεμίσουν τα κομματικά τους ταμεία και έτσι δεν συνεργάζονται, αγνοούν τις κινήσεις των άλλων μερών και, χωρίς πολλά πολλά, διαιωνίζουν την κατάσταση και ενισχύουν τη στερεοτυπική εικόνα «ο λύκος φυλάει τα πρόβατα» ή «όλοι οι πολιτικοί τα παίρνουν» με ισορροπίες μη συνεργασίας, τόσο στο εσωτερικό των ίδιων των κομμάτων (εσωτερικά ξεκαθαρίσματα, τύπου Αντώναρου) όσο και στις διακομματικές σχέσεις (ποιος θα πάρει το γκουβέρνο, τύπου «η χειρότερη κυβέρνηση ever»).

Αυτές οι ισορροπίες της μη συνεργασίας έχουν συνεπαγωγές για το ζητούμενο. Εξασθενούν τον δημοκρατικό βίο. Και, επιπλέον, επιβάλλουν καθεστώς δυσμενών επιλογών (adverse selection). Προφανώς, μερικά άτομα –πολιτικοί, δημόσιοι λειτουργοί, στελέχη εταιρειών, μέλη της Δικαιοσύνης κ.ά.– είναι βέβαιο ότι γνωρίζουν περισσότερα απ' ό,τι γνωρίζουν οι πολίτες για το πώς έχουν τα πράγματα. Και στο σημείο αυτό χάνεται η ουσία. Γιατί με το να υπερασπίζεσαι με περισσό φορμαλισμό και χίλιους νομικίστικους ή «πολιτικούς» τρόπους την αδιαφάνεια και με μεγαλοστομίες να διακηρύττεις «όλα στο φως», εννοώντας «όλα να μείνουν στο σκοτάδι», δημιουργείς προβλήματα στην πολιτική ζωή.

Το χειρότερο: οι πολίτες θα υποπτεύονται πως, πράγματι, «κάποιο λάκκο έχει η φάβα», πως η ποιότητα του συλλογικού καλού (summum bonum) υποβαθμίζεται, με αποτέλεσμα να εκτοπίζονται όλα τα δυνητικά καλά στοιχεία (πρόσωπα, προγράμματα, ιδέες) από την πολιτική ζωή του τόπου και να κυριαρχεί ο «τύπος Αδωνη».

Με άλλα λόγια, λειτουργείς ώστε να επιδρά ο περίφημος νόμος του ελισαβετιανού οικονομολόγου Γκρέσαμ: «το κακό νόμισμα θα διώχνει το καλό»· ό,τι ήταν ήδη γνωστό από την εποχή του Αριστοφάνη, ο οποίος στους «Βάτραχους» έλεγε πως, όπως ακριβώς φυγαδεύουν τα καλά νομίσματα και συναλλάσσονται με τα κάλπικα, οι Αθηναίοι διώχνουν (εξορίζουν) με τον ίδιο τρόπο τους καλούς πολίτες με αποτέλεσμα να μένουν στην εξουσία οι κοινοί κάλπηδες της πολιτικής.

Εύλογα υποστηρίχτηκε ότι η ελληνική κρίση είναι πολιτική και όχι απλά οικονομική. Και θα καμφθεί μόνον με πολιτικούς και όχι με οικονομικούς όρους. Το ζήτημα είναι ότι πολλοί υπερασπιστές του παγκόσμιου οικονομικού μοντέλου των πολυεθνικών εταιρειών με τις βαλίτσες χρήματος ισχυρίζονται ότι η δημοκρατία δεν είναι μια συνειδητή επιλογή, αλλά μια κουζίνα της οικονομικής μεγέθυνσης. Και αυτό δείχνει να βρίσκεται στο μυαλό περισσότερο της Δεξιάς και λιγότερο της Αριστεράς.

Μπορούμε να εκλάβουμε τη δημοκρατία ως αυταπόδεικτο αγαθό; Η απάντηση είναι όχι. Αλλά η λατρεία του αγαπημένου μας μίξερ ως μηχανιστικού μέσου πολιτικής «που-μας-βολεύει», παράγει δηλητήριο. Απέχει πολύ από την πολιτική κοινότητα που λειτουργεί έντιμα υπέρ του συλλογικού. Με επιεικείς χαρακτηρισμούς, το λιγότερο είναι καταστροφική για τις μέρες μας, τσέπες μας, τις νοητικές μας κατασκευές.

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 17/2/2018. 

Η ασβεστόκτιστος χώρα

«Στην πολιτική», έλεγε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, «υπάρχουν πράγματα που λέγονται αλλά δεν γίνονται και πράγματα που γίνονται, αλλά δεν λέγονται». Η αφοπλιστική φράση ήταν συνάμα αφοριστική και, σαν τέτοια, απέκρυψε τα «πλούσια» κοιτάσματα του ελληνικού μεταπολεμικού πολιτικού φορτίου.

Το ερώτημα που αιωρήθηκε στο Κοινοβούλιο την περασμένη Τετάρτη, δηλαδή σκάνδαλο ή σκευωρία, δεν ήταν άλλο παρά ο ελληνικός τρόπος: ήτοι ανάπλαση του πρόσφατου και γνώριμου -άρα ενεργού- πλαισίου πολιτικών και ιδεολογικών συμφραζομένων που υπηρέτησαν την τρέχουσα πολιτική και κοινωνική ατζέντα, επέδρασαν στον δημόσιο στίβο και, κυρίως, έστελναν στις καλένδες όλα τα πιεστικά, τα πολλά και ανοικτά θέματα.

Η όλη κατάσταση θύμιζε λίγο την κατανόηση του Εμμ. Ροΐδη: «Παρ' ημίν τα πάντα είναι ασβεστόχτιστα και χθεσινά. Τοιαύτη περίπου είναι και του σημερινού Ελληνος η διάνοια, η ολιγίστας έχουσα να συνδυάσει ιδίας αναμνήσεις και συγκινήσεις». Το «χθεσινά» είναι ένα διόλου κολακευτικό χαρακτηριστικό του ελληνικού συστήματος.

Το σχόλιο για την «ελληνική διάνοια», ενώ ταιριάζει γάντι στην πολιτική φιλοσοφία -αν είναι γνωστή σε όσους κάνουν τη δουλειά του πολιτικού πολλά χρόνια-, σίγουρα δεν έδωσε πολιτική απάντηση στην ιστορική, αλλά και πρόσφατη ραχοκοκαλιά χειροπιαστών αιτιοτήτων για όλα όσα έγιναν, για όλα όσα δεν έγιναν («αναμνήσεις») και για όλα όσα πρέπει να γίνουν ώστε η Ελλάδα να μην ξανανιώσει ποτέ τόσο... ασβεστόκτιστος χώρα!

Από τη «θεωρία του ελέφαντα και του ψύλλου» (όπου ο ψύλλος της υπόθεσης εκφράζει τον συνειδητό νου, τη δύναμη της λογικής και, με δυο λόγια, όλα όσα πιστεύουμε για τον εαυτό μας, ενώ ο ελέφαντας εκφράζει τον ασυνείδητο νου), μέχρι τη «θεωρία της αοράτου χειρός» (όπου υπάρχει μεν σκάνδαλο με τις πολυεθνικές και το πάρτι της φαρμακοβιομηχανίας εις βάρος της χώρας, αλλά υπάρχει σκευωρία κατά των πολιτικών αντιπάλων, εφόσον κάποιος υποστηρίζει ότι υπάρχει σκάνδαλο), η ιστορική αλαζονεία και η αμηχανία του ελληνικού συστήματος είναι έκδηλη.

Σαν από θαύμα εξαφανίστηκε από την κουβέντα ο ιστορικός μετεμφυλιακός διχασμός και το στήσιμο της κρατικής μηχανής εθνικοφρόνων, οι μύριες δυο ιστορικές κυβερνητικές πολιτικές που κατέληξαν σε εγχώριες καταστροφές: από «κόκκινους συμμορίτες», «ανώμαλες λύσεις» και «εκτροπές», σε προσπάθειες επίλυσης του «ελληνικού προβλήματος» με βήματα «προς την κατεύθυνση της ομαλοποιήσεως».

Λογικό ήταν να απουσιάζουν οι διάφορες εκδοχές για γεγονότα, όπως της Αποστασίας, του «ελεγχόμενου κοινοβουλευτισμού», του Πραξικοπήματος, της Δικτατορίας, της Μεταπολίτευσης κ.ά., γιατί -παρότι απούσες- είναι ενεργές και αποκαλύπτουν παγιωμένες αντιλήψεις και στάσεις από εκείνους που κλήθηκαν να υπερασπίσουν τον εαυτό τους. Και τι έκαναν; Ταύτισαν τον εαυτό τους με τη χώρα, με τα συμφέροντά της, με τη δημοκρατική ομαλότητα και, άρα, οποιαδήποτε κουβέντα για το σκάνδαλο και την ελληνική χρεοκοπία, να ερμηνεύεται ως «νέος διχασμός» και ως δημοκρατική ή θεσμική εκτροπή.

Η πόλωση του πολιτικού τοπίου οφείλεται σε προνεωτερικές, νεωτερικές και μετανεωτερικές συνυπάρξεις πολιτικών, σε κόσμο που απειλείται εξίσου από την επιρροή του πολυεθνικού χρήματος και το άγος της ανάπτυξης μέσω ενάρετων δημοσιονομικών συμφώνων.

Τα πάντα κινούνται προς ένα σύστημα αλληλοεπικαλυπτόμενων ρόλων και ευθυνών, όπου κυβερνήσεις, πολιτικοί, θεσμοί και ιδιωτικός τομέας αλληλοεμπλέκονται, χωρίς όμως να έχει κανείς απολύτως τον έλεγχο των ασκούμενων πολιτικών επιλογών και αποφάσεων. Σε αυτήν την terra nullius (την επικράτεια του κανενός), η δεδομένη νεωτερική και μετανεωτερική -έμπειρη ως προς τούτο- πολιτική νομπιλιτέ της Ελλάδας βλέπει τον εαυτό της ως σωτήρα και αγαθοεργό παράγοντα, δίχως όμως να τον βλέπει ως μέρος του προβλήματος. Ενώ παραδέχεται την ύπαρξη σκανδάλου, δεν βλέπει ελκυστική τη διαδικασία διερεύνησης του σκανδάλου.

Εχουν ειπωθεί πάρα πολλά και έχει αναπτυχθεί αρκετά η επιχειρηματολογία εναντίον της πολιτικής θεωρίας που απεχθάνεται τα παράδοξα. Ομως, δεν έχει σχολιαστεί όσο θα έπρεπε η μεταπολιτική συναίνεση - η υβριδική κοινωνική θέσμιση του ελληνικού τρόπου στον οποίο η εξουσία και οι επιλογές της είναι ένας «χώρος κενός».

Το πρόγραμμα του Διαφωτισμού, χαρούμενα και με περισσή αισιοδοξία, είχε σπεύσει να καταδικάσει τις πολώσεις και τη βία. Αυτές οι συναινετικές απωθήσεις του πάθους (οι οποίες εξαιρούσαν τη λατρεία του χρήματος) ήταν αναγκαία προϋπόθεση, λ.χ. από την εποχή της «Εγκυκλοπαίδειας» του 18ου και 19ου αιώνα αλλά και του μύθου ενός κοινωνικού συμβολαίου, για να έχουν λούστρο διαφανούς επικοινωνίας οι αμοιβαίες σχέσεις μεταξύ των κοινωνών και των πολιτικών δρώντων, χωρίς να το κάνουν. Στην Ελλάδα, ιστορικά αυτός ο σχηματισμός με την εναλλαγή Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, κατόρθωσε να δώσει την εντύπωση ότι, χωρίς αντιπαράθεση, τα πράγματα μπορούν να οδηγηθούν σε κατάσταση κατευνασμού και συμφιλίωσης.

Ιδού ο πάγκος με τις ευκαιρίες: η έκπτωση της πολιτικής σε άνευρη διαδικασία επικύρωσης των επιταγών της αγοράς, όπου «προς όφελός τους» και με δικά τους χρήματα τα θύματα πληρώνουν σήμερα τις συνταγές της εθνικής και προσωπικής τους δυστυχίας. Τελικά, «τίς πταίει δια την μοιραίαν αυτών καταστροφήν;».

Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 23/2/2018.

Η παταγώδης κατάρρευση του «αντιλαϊκιστικού» αφηγήματος της Νέας Δημοκρατίας

Εδώ και πολύ καιρό το κυρίαρχο αφήγημα της Νέας Δημοκρατίας και όλων των ΜΜΕ που την υποστηρίζουν ήταν ότι μόνον αυτή πληροί τις προϋποθέσεις μια σοβαρής, υπεύθυνης και μετριοπαθούς πολιτικής δύναμης η οποία, αιρόμενη πάνω από τους «παρωχημένους» διαχωρισμούς ανάμεσα σε «Αριστερά» και «Δεξιά», μπορεί να αποτελέσει το αντίπαλο δέος στις δυνάμεις του «εθνολαϊκισμού», όπως αυτές εκπροσωπούνται από την σημερινή κυβέρνηση.

Χρειάσθηκαν μόνον δύο μήνες, δηλαδή αφ'ότου ανακινήθηκε και ξανατέθηκε επί τάπητος το «Μακεδονικό», για να καταρρεύσει πλήρως και με πάταγο αυτό το αφήγημα, σε όλες του τις εκφάνσεις.

Α. Εν πρώτοις αποδείχθηκε ότι η Νέα Δημοκρατία πόρρω απέχει από την υπευθυνότητα και την σοβαρότητα στην αντιμετώπιση των εθνικών θεμάτων. Αντίθετα, η στάση της χαρακτηρίζεται ολοένα και εντονότερα από καιροσκοπισμό, μικροκομματισμό και στείρα αντιπολιτευτική διάθεση, η οποία δεν έχει να ζηλέψει τίποτε από την αντίστοιχη συμπεριφορά του ΣΥΡΙΖΑ, όταν αυτός πολιορκούσε με κάθε μέσο την κυβερνητική εξουσία.

Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι η κυβέρνηση έκανε ό,τι μπορούσε για να την διευκολύνει. Από την μια ο πρωθυπουργός, ο οποίος αντί να διαμορφώσει εκ των προτέρων ένα κλίμα εθνικής συνεννόησης με τους αρχηγούς των κομμάτων προσπάθησε να προκαλέσει προβλήματα στο εσωτερικό τους –και ιδίως της Νέας Δημοκρατίας– και από την άλλη ο κυβερνητικός συνεταίρος του (και υπουργός εθνικής άμυνας...) ο οποίος ξαναθυμήθηκε τον ρόλο του «μακεδονομάχου» και διαχώρισε τη θέση του από την εθνική γραμμή του Βουκουρεστίου (με την οποία βέβαια δεν είχε τολμήσει να διαφωνήσει όταν ανήκε στην Νέα Δημοκρατία).

Ωστόσο, τίποτε από αυτά δεν δικαιολογεί, εν τέλει, την στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Είναι άλλο το να επισημαίνεις κριτικά τις αστοχίες και τα λάθη του αντιπάλου σου και άλλο να αρνείσαι την προοπτική μιας εθνικά επωφελούς λύσης (εφόσον φυσικά προταθεί μια τέτοια), μόνο και μόνο επειδή αυτήν θα την καρπωθεί η σημερινή κυβέρνηση (η οποία, εν πάση περιπτώσει, ανέλαβε –έστω και με λάθη– την σχετική πρωτοβουλία και το αντίστοιχο πολιτικό κόστος...).

Αντί λοιπόν ο αρχηγός της ΝΔ να κρύβεται προσχηματικά πίσω από την επίκληση μιας ψευδεπίγραφης «δεδηλωμένης» –η οποία δεν έχει καμία σχέση με την περίπτωση– και να ψελλίζει αοριστίες περί «ευθέτου χρόνου», λες και η εθνική πολιτική ασκείται σε συνθήκες θερμοκηπίου, όφειλε να θέσει ως απαράβατο όρο την εθνική γραμμή του Βουκουρεστίου και τα κεκτημένα της Ενδιάμεσης Συμφωνίας και να τηρήσει μια στάση αναμονής, έως ότου διατυπωθούν οι τελικές προτάσεις που θα προκύψουν από την διαπραγμάτευση. Αν, δε, οι προτάσεις αυτές κινούνται σε σωστή κατεύθυνση, δηλαδή αν επιλύουν, μέσω μιας πολλαπλά εγγυημένης οριστικής Διεθνούς Συμφωνίας, τα κρίσιμα ζητήματα (όνομα, ιθαγένεια, εθνικότητα και γλώσσα), οφείλει να τις ψηφίσει, χωρίς να οχυρώνεται πίσω από τις παραπάνω έωλες υπεκφυγές αλλά και χωρίς να προτάσσει παραπλανητικά, σαν απαράβατο όρο, τις αλλαγές στο Σύνταγμα της γειτονικής χώρας.

Τέτοιες αλλαγές, βέβαια, πρέπει να προβλέπονται στην Συμφωνία, ως προς το παραπάνω σημεία, αλλά και να συνοδεύονται από μια ερμηνευτική δήλωση, που θα ενσωματώνει στο Σύνταγμα αντίστοιχη διάταξη της Συμφωνίας και θα εξουδετερώνει κάθε αλυτρωτική ή επεκτατική ερμηνεία του. Άλλο όμως αυτό και άλλο να πετάει κανείς την μπάλα στην εξέδρα με μία γενική επίκληση των αλυτρωτικών στοιχείων στο Σύνταγμά τους (από τα οποία, μάλιστα, κάποια έχουν ήδη εξαλειφθεί με βάση την ενδιάμεση συμφωνία).

Β. Ακόμη πιο λυπηρό, πάντως, είναι ότι η ΝΔ δεν περιορίσθηκε απλώς σε μια ακραία επίδειξη μικροκομματισμού. Δυστυχώς προχώρησε και ένα βήμα παραπάνω, προσχωρώντας ελαφρά τη καρδία και χωρίς κανένα δισταγμό σε αυτό που η ίδια κατήγγελλε, με στεντόρεια φωνή, σαν «εθνολαϊκισμό». Στην πραγματικότητα η ΝΔ προσχώρησε τελικά... στην πολιτική του Καμμένου –που είναι βέβαια σαρξ εκ της σαρκός της– και άρχισε να εγκαταλείπει, ψελλίζοντας στην αρχή, φωναχτά πλέον, την εθνική γραμμή του Βουκουρεστίου. Αυτό ξεκίνησε δειλά, με κάποιες φωνές από τον χώρο της δεξιάς της πτέρυγας, συνεχίσθηκε με την έμμεση πλην σαφή αναδίπλωση του αρχηγού της, ο οποίος άρχισε σταδιακά να αποστασιοποιείται από την γραμμή αυτή, και ολοκληρώθηκε με την συμμετοχή του συνόλου σχεδόν των βουλευτών της στα συλλαλητήρια, για να ενώσουν τις φωνές τους κατά οποιασδήποτε λύσης (διότι φυσικά δεν νοείται πλέον λύση χωρίς σύνθετη ονομασία...).

Από κοντά, βέβαια, και τα φιλικά ΜΜΕ, τόσο στον Τύπο όσο και στην Ραδιοτηλεόραση, τα οποία πλειοδότησαν χωρίς δισταγμό, ξεχνώντας μάλιστα, πολλά από αυτά, την παλαιότερη στάση τους και μετατρεπόμενα ξαφνικά και κραυγαλέα, εν μια νυκτί, σε αιχμή του δόρατος των κάθε απόχρωσης «μακεδονομάχων». Και όλα αυτά βέβαια με την επίκληση της «βούλησης του λαού», η οποία αναγορεύεται, ερμηνευόμενη αυθαίρετα, σε υπέρτατο κριτήριο άσκησης της εξωτερικής πολιτικής, με την επίκληση ιδίως των δημοσκοπήσεων και των δύο –μαζικών πράγματι– συλλαλητηρίων. Αυτό όμως είναι εν τέλει ο ορισμός του «λαϊκισμού, τον οποίο υποτίθεται ότι αποκήρυτταν έως τώρα μετά βδελυγμίας η ΝΔ και ο αρχηγός της.

Η λαϊκή κυριαρχία στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες δεν ασκείται εική και ως έτυχε αλλά συντεταγμένα, δηλαδή, «όπως ορίζει το Σύνταγμα». Κατά το Σύνταγμα, δε, ο ρόλος των κομμάτων –που είναι η καρδιά της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας– δεν είναι μια «χύμα» απεικόνιση και υιοθέτηση των εκάστοτε λαϊκών παρορμήσεων. Είτε βρίσκονται στην κυβέρνηση είτε βρίσκονται στην αντιπολίτευση τα κόμματα οφείλουν να κινούνται σε ένα ανώτερο επίπεδο, από πλευράς πολιτικής συνείδησης, διαμορφώνοντας, εκφέροντας και στην συνέχεια υπηρετώντας με συνέπεια έναν επεξεργασμένο και συγκροτημένο προγραμματικό λόγο, ο οποίος αίρεται πάνω και πέρα από την εκάστοτε συγκυρία. Οι δε αρχηγοί τους οφείλουν να είναι ταγοί, επιδιώκοντας την πολιτική και ιδεολογική ηγεμονία μέσα από οργανωμένο και νηφάλιο δημόσιο διάλογο, και όχι ουραγοί, που ακολουθούν παθητικά ή –ακόμη χειρότερο– καιροσκοπικά και μικροκομματικά το ρεύμα...

Γ. Το τρίτο που προέκυψε από την όλη εξέλιξη του θέματος είναι ότι όσο και αν ξορκίζεται, από την ΝΔ αλλά και από διάφορες άλλες «ενδιάμεσες» πλευρές, η διάκριση Αριστερά-Δεξιά αυτή επιμένει να υφίσταται και να διαπερνά τόσο την ελληνική όσο και τις άλλες προηγμένες δημοκρατικά ευρωπαϊκές κοινωνίες. Αυτό συνέβη, οφθαλμοφανώς, και στην συγκεκριμένη περίπτωση, καθώς όλες σχεδόν οι δυνάμεις της ποικιλόχρωμης δεξιάς ενδύθηκαν ξανά την χλαμύδα και τάχθηκαν αναφανδόν στην πλευρά των «μακεδονομάχων», υποστηρίζοντας την ανιστόρητη θέση ότι «η Μακεδονία είναι ελληνική» (κάτι που ισχύει, φυσικά, μόνο για την αρχαία και όχι για την γεωγραφικά οριζόμενη Μακεδονία...) και όλες οι δυνάμεις της ευρείας Αριστεράς («κεντροαριστεράς») –πλην βεβαίων των ελάχιστων οπαδών ενός αφελούς και ανιστόρητου «αντιεθνικισμού»– τήρησαν μια μετρημένη και νηφάλια πατριωτική στάση, συντασσόμενες με την εθνική γραμμή του Βουκουρεστίου και αρνούμενες να προσχωρήσουν στην «αρχαία σκουριά» και να συνταχθούν με τις δυνάμεις του πραγματικού «εθνολαϊκισμού», που περιλαμβάνει πλέον, δυστυχώς, και την Νέα Δημοκρατία (πλην ελαχίστων, φευ, εξαιρέσεων...).

Από αυτό, βέβαια δεν μπορεί να συναχθεί, όπως έσπευσαν επικοινωνιακά να επιχειρήσουν κάποιοι από την κυβερνητική πλευρά, ότι το «Μακεδονικό» από μόνο του μπορεί να διαμορφώσει όρους για μια συνολική αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού, με την συγκρότηση μιας ευρείας προοδευτικής παράταξη που θα υποκαταστήσει την σημερινή –επονείδιστη– σύμπραξη του ΣΥΡΙΖΑ με την λούμπεν ακροδεξιά του Καμμένου. Όπως είχα την ευκαιρία να επισημάνω και σε παλαιότερα κείμενά μου στις φιλόξενες στήλες αυτής της εφημερίδας (με πλέον πρόσφατο «Το Κίνημα Αλλαγής, οι κυβερνητικές συνεργασίες και το εκλογικό σύστημα»), τα τραύματα ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και την –υπόλοιπη– «κεντροαριστερά» είναι ακόμη νωπά, βαθιά και χαίνοντα, με ευθύνη, κυρίως του ΣΥΡΙΖΑ (με αποκορύφωμα, βέβαια, την ένθερμη και προνομιακή προτίμηση των ΑΝΕΛ, ως κυβερνητικών εταίρων, αντί του ΠΑΣΟΚ και του Ποταμιού, μετά τις τελευταίες εκλογές).

Είναι εύλογο λοιπόν, από την ανθρώπινη πλευρά, να υπάρχουν και απωθημένα και ψυχώσεις, που εμποδίζουν, αυτήν την στιγμή, οποιαδήποτε συζήτηση για πολιτικές συγκλίσεις των –εξ αντικειμένου– συγγενέστερων πολιτικά χώρων. Παρότι λοιπόν είναι σημαντικό να διαπιστώνονται –αλλά και να αναδεικνύονται– σήμερα σημεία πολιτικής προσέγγισης, ευρύτερη συνεργασία δεν μπορεί να επιτευχθεί προεκλογικά. Το μόνο, θα λέγαμε, που μπορεί να γίνει τώρα –μια και ξεκινήσαμε από το πεδίο του διεθνούς δικαίου– είναι να σχεδιασθούν και να εφαρμοσθούν «μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης»....

Αλλά και μετεκλογικά, τίποτα δεν είναι αυτονόητο. Μόνον αν βιώσουμε και εμείς, ως χώρα, την εμπειρία μιας κυβέρνησης τύπου Μόντι, που θα στηριχθεί –μετά τις εκλογές– και από τα τρία κόμματα που πρωταγωνιστούν στο πολιτικό σκηνικό (ΣΥΡΙΖΑ, ΝΔ και Κίνημα Αλλαγής), μπορούν πράγματι τα τραύματα αυτά να κλείσουν και να επιτευχθεί πρώτον μεν η απαραίτητη εθνική συνεννόηση για όλα τα μείζονα ζητήματα και δεύτερον ο αναπροσανατολισμός, στη συνέχεια, της πολιτικής διαμάχης, προκειμένου αυτή να διεξάγεται πλέον με καθαρούς πολιτικούς και ιδεολογικούς όρους, δηλαδή με βάση το δίπολο Αριστερά-Δεξιά. Εκτός βέβαια αν πάρει αυτοδυναμία η ΝΔ, οπότε οι δύο πολιτικές δυνάμεις θα συναντηθούν εκ των πραγμάτων στο κοινό πεδίο της αντιπολίτευσης. Εκεί πλέον θα κληθούν να αποδείξουν αν μπορούν να αποτελέσουν –μετά από ειλικρινή και εκ βαθέων αυτοκριτική– μια σοβαρή και πειστική εναλλακτική λύση, υπερβαίνοντας τις σοβαρές αντιθέσεις τους, αποβάλλοντας, ένθεν κακείθεν, τα βαρίδιά τους και συγκροτώντας μια νέα, σύγχρονη, πλουραλιστική και ολόπλευρα δημοκρατική Αριστερά...

*Δημοσιεύτηκε στο "anoixtoparathyro"  στις 5/2/2018.