Πέμπτη, 13 Φεβρουάριος 2025

Να μιλήσουμε για το κοινωνικό ζήτημα

Κάποια στιγμή είχε γίνει ο εξής διάλογος ανάμεσα στον περίφημο ντετέκτιβ Σέρλοκ Χολμς και τον κ. Λεστρέιντ της Σκότλαντ Γιαρντ, μια νύχτα που ο Λεστρέιντ από αμηχανία μιλούσε για τον καιρό και τις εφημερίδες. Ο Χολμς τον κοιτούσε επίμονα.
-Τίποτα αξιόλογο σ' εκκρεμότητα; είχε ρωτήσει.
-Α, όχι, κύριε Χολμς, τίποτε ιδιαίτερο!
-Τότε μιλήστε μου γι' αυτό.

Ας μιλήσουμε λοιπόν γι' αυτό. Το μόνο σίγουρο είναι ότι το σύνολο των ενηλίκων του πλανήτη έχει γεννηθεί τον 20ό αιώνα. Το 2018 είναι σημαντικό γιατί, τυπικά, θα μπει στη χορεία των ενηλίκων η πρώτη φουρνιά όσων γεννήθηκαν τον 21ο αιώνα, με μόνο ένα καθήκον: «γήρανση το συντομότερο δυνατό». Γιατί το λέω αυτό; Σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση για την Παγκόσμια Ανισότητα του 2018, απλά, πλουτίζουν οι πλούσιοι και φτωχαίνουν οι περισσότεροι. Ποιοτικά παρόμοιες, αν και λιγότερο έντονες, τάσεις χαρακτηρίζουν το σύνολο των χωρών της Ευρώπης, όπως η Γαλλία, η Γερμανία αλλά και το Ηνωμένο Βασίλειο. Για την Ελλάδα, οι οικονομικοί-κοινωνικοί δείκτες είναι γνωστοί. Δεν χρειάζεται επανάληψη η ανεργία και η φτώχεια.

Αλλά αν μιλήσει ο Λα Ροσφουκό από τον μακρινό 17ο αιώνα, θα μας πει ότι σήμερα «ενοχλούμαστε συχνά μ' αυτούς που διαπραγματεύονται διότι, πάντοτε σχεδόν, θυσιάζουν το συμφέρον των φίλων τους στο συμφέρον της επιτυχίας των διαπραγματεύσεων, οι οποίες μετατρέπονται, τελικά, σε δικό τους συμφέρον, μιας που θα έχουν την τιμή να λένε ότι πέτυχαν σε αυτό που είχαν αναλάβει».

Λοιπόν, «διασώθηκε» η Ελλάδα αλλά όχι οι Ελληνες. Κι αν θέλουμε να μιλήσουμε για το σχετικά πρόσφατο παρελθόν, το πράγμα φάνηκε από τη μήτρα του. Με την κρίση των ενυπόθηκων δανείων στις ΗΠΑ, το κράτος και η Ομοσπονδιακή Τράπεζα διέσωσαν τους τραπεζίτες αλλά όχι τους πολίτες. Και, πιο συγκεκριμένα, τόσο σε παγκόσμιο επίπεδο όσο και στο ευρωπαϊκό, μέχρι να φτάσουμε στην περίπτωση της Ελλάδας, βλέπουμε τη μετεξέλιξη του ίδιου μοντέλου: τις αλεπούδες να φυλάνε το κοτέτσι.

Οταν ο οικονομολόγος Τζον Κένεθ Γκάλμπρεϊθ έγραφε πριν από 40 χρόνια το «Η εποχή της αβεβαιότητας», περιέγραφε έναν γνώριμο κόσμο που βασανιζόταν πρόσκαιρα από τις «κρίσεις του πετρελαίου» και του στασιμοπληθωρισμού. Ομως, σε μια εποχή που οι προοπτικές για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ήταν ρόδινες. Η Δανία, η Ιρλανδία και, κυρίως, η Βρετανία είχαν μόλις προσχωρήσει σε μια ταχύτατα αναπτυσσόμενη Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Η τότε ΕΟΚ ήταν κεντρομόλος και όχι φυγόκεντρος∙ έλκυε. Η εικόνα της, με τόσα μανιφέστα ομοσπονδιοποίησης των λαών, ήταν η πολιτική εικόνα της Ενωσης στην οποία όλοι επιδίωκαν να ενταχθούν προκειμένου να επιτύχουν δημοκρατία και ταχύτερη ανάπτυξη.

Σήμερα, ο ιστορικός και φιλόσοφος Εντσο Τραβέρσο στο βιβλίο του «Τα νέα πρόσωπα του φασισμού» (Εκδόσεις του 21ου, 2017) διαπιστώνει –δεν είναι ο μόνος– ότι η Ευρώπη έχει απομακρυνθεί από το αρχικό σχέδιο των αλληλέγγυων λαών και κρατών. Η Ε.Ε. έχει διαβρώσει την εθνική κυριαρχία των κρατών-μελών της και έχει παραδώσει την ήπειρο στην πλανητική ηγεμονία των χρηματιστικών αγορών. Η ελληνική κρίση έδειξε ποια ήταν η αληθινή ηγεσία της Ε.Ε. (η ΕΚΤ, το ΔΝΤ και η Κομισιόν ως πολιτικός βραχίονας της Ε.Ε.).

Μιλάμε, δηλαδή, για πολιτικές επιλογές –και όχι για πολιτικά εικονοσχήματα–, οι οποίες για τους πολλούς προκαλούν οπισθοδρομκή αντίδραση στην έλλειψη ορίζοντα προσμονής, και στους λίγους, ήδη πλούσιους (μεγάλες εταιρείες και τράπεζες), παρέχουν πλήρη ελευθερία κινήσεων εις βάρος των πολλών. Μερικοί (Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ, Ποτάμι, ΔΗΜΑΡ και ένα κρίσιμο μέρος της κυβέρνησης) όλο αυτό το κατανοούν ως πραγματικότητα του διεθνούς ανταγωνισμού, την οποία μάλιστα εξυμνούν και καθαγιάζουν ως επωφελή για τους πάντες. Αλλά δεν είναι έτσι.

Το 1914 οι ηγεμόνες στη Γερμανία και σε όλες τις χώρες θεωρούσαν τη δουλειά τους οικογενειακό δικαίωμα και παράδοση. Αλλά, αν ήταν η κληρονομιά που έδινε σε κάποιον τα προσόντα για αξιώματα, τότε η σωφροσύνη δεν αποτελούσε προϋπόθεση. Ούτε η έλλειψή της αποτελούσε λόγο για να πάει κάποιος σπίτι του. Αντίθετα η σωφροσύνη ήταν μια απειλή γι' όσους δεν τη διέθεταν και, επομένως, υπήρχε σοβαρός λόγος για να εξαιρούν όσους τη διέθεταν. Αυτή η τάση επικρατούσε το 1914. Σήμερα έχει αλλάξει ελαφρώς το πράγμα. «Σε όλη την Ευρώπη, τα κόμματα εξουσίας, είτε δεξιά είτε αριστερά, δεν στρατολογούν πια διανοούμενους αλλά επικοινωνιολόγους» (Εντσο Τραβέρσο).

Ομως, έτσι εντείνεται το κοινωνικό ζήτημα. Και όσο δεν μιλάμε γι' αυτό, δεν θα υπάρχει πειστικό αφήγημα. Γιατί αν θες να πεις κάτι, το λες στους εταίρους κοιτώντας τους στα μάτια. Αν έχεις κάτι να πεις, το λες καθαρά σε περήφανους ανθρώπους και όχι σε ταπεινωμένους που εδώ και χρόνια έχουν ενσωματώσει αποκλειστικά και μόνον την ταυτότητα του φορολογούμενου και του καματερού. Γι' αυτά θα πρέπει να μιλάμε κάθε μέρα, ανοιχτά.

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 6/1/2018.

Αριστερός εκσυγχρονισμός

Θεμελιώδες χαρακτηριστικό των σύγχρονων κοινωνιών (μοντέρνων, νεωτερικών ή καπιταλιστικών σύμφωνα με τους όρους του) ήταν για τον Μαξ Βέμπερ η απομάγευση. Με τον όρο εννοούσε δύο πράγματα. Οι σύγχρονες κοινωνίες και τα μέλη τους λειτουργούσαν λιγότερο με γνώμονα την παράδοση και περισσότερο με την έλλογη κρίση. Από την άλλη, οι κοινωνίες οργανώνονται με βάση ορθολογικούς κανόνες.

Γνώριζε, βέβαια, ότι η απομάγευση δεν ήταν δεδομένη ακόμη και στις πιο αναπτυγμένες κοινωνίες της εποχής του. Ετσι, σε αντιδιαστολή με το σύγχρονος, επινοήθηκε ο όρος εκσυγχρονισμός που υποδηλώνει τη δυναμική διαδικασία μετάβασης στη συνθήκη της απομάγευσης.

Ο εκσυγχρονισμός απέκτησε τη δική του μαγεία εφόσον κάθε κοινωνία επιδιώκει να γίνει μοντέρνα. Αλλού (Μεγάλη Βρετανία) ο εκσυγχρονισμός ήταν έργο της αστικής τάξης, αλλού (Γερμανία) συμμαχία κοινωνικών δυνάμεων με το κράτος, αλλού (Νότια Ευρώπη) έργο πολιτικών δυνάμεων στηριγμένων στο κράτος.

Από τις ιδιαιτερότητες της Νότιας Ευρώπης, ο όποιος εκσυγχρονισμός ήταν λιγότερο έργο συντηρητικών πολιτικών δυνάμεων και περισσότερο προοδευτικών, κυρίως των σοσιαλιστών, γεγονός που εξηγεί και τη σημαντική τους εκλογική απήχηση.

Στην Ελλάδα, για λόγους ιστορικούς, βασικοί φορείς του εκσυγχρονισμού αποδείχτηκαν «προοδευτικές» δυνάμεις, μετά το 1974 το ΠΑΣΟΚ. Η ατολμία των συντηρητικών δυνάμεων σε συνδυασμό με το πελατειακό κράτος έδωσαν τη δυνατότητα στο ΠΑΣΟΚ να λειτουργήσει ως εκσυγχρονιστική δύναμη δύο φορές: μία ως ριζοσπαστική πολιτική παράταξη υπό τον Αν. Παπανδρέου και μία δεύτερη ως «μετριοπαθές» κόμμα των αστικών στρωμάτων των πόλεων υπό τον Κ. Σημίτη.

Την πρώτη φορά, παρά τα ριζοσπαστικά πρώτα μέτρα, η διαδικασία έμεινε μετέωρη, καθώς ο φορέας της δεν κατάφερε να διαχειριστεί οράματα και διακυβέρνηση. Τη δεύτερη, παρά τους όρκους πίστης στον εκσυγχρονισμό, αδυνάτισε να κυβερνήσει και οδήγησε στα ακριβώς αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Επέτρεψε σε οργανωμένες ομάδες, μέσα και έξω από το κράτος, να αυτονομηθούν και να ωθήσουν σε μια κατακερματισμένη συντεχνιακή κοινωνία. Στη συνθήκη αυτή ο όρος εκσυγχρονισμός απαξιώθηκε σε βαθμό εξαφάνισης από τον πολιτικό λόγο.

Μπορεί ο εκσυγχρονισμός να μην περνά στον πολιτικό λόγο, είναι όμως, ιδιαίτερα μετά την κρίση, πανταχού παρών: στην οικονομία, τους θεσμούς, το κράτος, τη διοίκηση, την εκπαίδευση - ιδιαίτερα την τριτοβάθμια. Στο ασφυκτικό πλαίσιο των μνημονιακών της δεσμεύσεων η κυβέρνηση με τη σειρά της εκλογικεύει θεσμούς, ώστε να είναι πιο λειτουργικοί, πιο δίκαιοι, πιο αποτελεσματικοί. Δεν είναι διόλου παράδοξο ότι, παρά τις αστοχίες, τα καταφέρνει καλύτερα από προηγούμενες κυβερνήσεις. Γιατί δεν έχει τα πελατειακά δίκτυα των προηγούμενων, τις δεσμεύσεις τους, είναι πιο δοσμένη στην άσκηση της διακυβέρνησης.

Η εκλογίκευση, αστικός εκσυγχρονισμός λένε κάποιοι, εξηγεί σ' έναν βαθμό και την ανθεκτικότητα του κυβερνητικού συνασπισμού. Σ' αυτό βοηθούν ασφαλώς και η απαξίωση των κομμάτων που κυβέρνησαν τη χώρα από το 1974 ώς το 2015 και η κραυγαλέα αδυναμία τους να αρθρώσουν λόγο για τα τελούμενα και τα μελλούμενα. Αυτά αποτυπώνονται γλαφυρά στις μετρήσεις της κοινής γνώμης, παρά τη σφοδρότατη κριτική αντιπολίτευσης και φίλα προσκείμενων ΜΜΕ στη συμπολίτευση. Πολλοί ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ αποστασιοποιήθηκαν από αυτόν, αλλά λίγοι στράφηκαν σε άλλα κόμματα. Την ίδια στιγμή οι βασικότεροι ανταγωνιστές του ελάχιστα αποκομίζουν εκλογικά.

Πέρα από την προσμονή, στην αναμονή των ψηφοφόρων βαραίνει και το περιεχόμενο του επιχειρούμενου εκσυγχρονισμού. Ο τεχνοκράτης, σημείωνε ο Βέμπερ, ξέρει πώς να κάνει κάτι, αλλά οι επιλογές μιας κοινωνίας είναι δική της δουλειά, μέσω του πολιτικού. Μπορεί το εφικτό ή μη τεχνικά ενός πράγματος να περιορίζει τις δυνατότητες επιλογής, αλλά αυτή δεν είναι πάντα μία. Αρα το περιεχόμενο του εκσυγχρονισμού και η υλοποίησή του δεν είναι μονοσήμαντα, είναι, αντίθετα, κοινωνικά χρωματισμένα. Με την έννοια αυτή ο επιχειρούμενος εκσυγχρονισμός μπορεί να ονομαστεί αριστερός γιατί εστιάζει σε έννοιες συστατικές της ταυτότητας της Αριστεράς, όπως η κοινωνική δικαιοσύνη, η ισότητα, τα κοινωνικά δικαιώματα...

Ο επιχειρούμενος αριστερός εκσυγχρονισμός είναι από τους βασικότερους λόγους που κρατά το ακροατήριο του ΣΥΡΙΖΑ, ιδιαίτερα τα λαϊκά στρώματα, σε αναμονή. Η στάση αυτή είναι το κλειδί για τις ερχόμενες εκλογές. Αν συνεχίσει στον δρόμο του αριστερού εκσυγχρονισμού, αποφεύγοντας τα αυτογκόλ, είναι πολύ πιθανό ότι θα τις κερδίσει και θα αλλάξει προς το καλύτερο τη χώρα. Και τα δύο εξαρτώνται κυρίως από αυτόν.

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 11/1/2018. 

Μακεδονικό: Τώρα δεν συζητάμε όπως τότε, συζητάμε κάτω από τη βαριά σκιά του τότε

Διαβάζοντας τα ρεπορτάζ στον Τύπο και τις σχετικές συζητήσεις μελαγχολεί κανείς, ύστερα από τόσα που πάθαμε και μάθαμε, να χρησιμοποιούνται κατά κόρον ο όρος «Σκοπιανός», «Σκόπια, «κράτος των Σκοπίων» και να εννοούν την FYROM κ.τ.λ. Συνεχίζεται δηλαδή, το καθεστώς της επιβολής «μιας απαξιωτικής και υποτιμητικής πολιτογράφησης» όπως την ονόμαζε ο Ελεφάντης. Μήπως πρέπει να ξαναμιλήσουμε για το πώς τίθενται αυτά τα ζητήματα, πως κρίνεται –αρνητικά– η στάση μας ως χώρας διεθνώς; Υπάρχει, εξάλλου, η καταδίκη της χώρας από το Δικαστήριο της Χάγης.

Ποιες είναι οι συντεταγμένες του προβλήματος; Πρώτο, το δικαίωμα του εθνικού αυτοπροσδιορισμού και αυτοκαθορισμού είναι μια από τις θεμελιώδεις αρχές της πολιτικής νεωτερικότητας, και πριν 200 χρόνια η ελληνική επανάσταση υπήρξε σταθμός σε αυτή την πορεία. Θεωρείται αδιανόητο, διεθνώς, ότι μια χώρα εγείρει αξιώσεις για το πώς θα ονομάζεται μια άλλη, και μάλιστα όταν ήδη ονομάζεται επί 70 χρόνια (ως ομόσπονδο και στη συνέχεια ως ανεξάρτητο κράτος) της ζητά να αλλάξει το όνομά της. Δεύτερο, 130 χώρες και ανάμεσά τους οι ΗΠΑ, η Κίνα και η Ρωσία, αποκαλούν τη χώρα με το συνταγματικό της όνομα. Τρίτο, το θέμα ήλθε τώρα, ως προς το ΝΑΤΟ. Ζητούν από την Ελλάδα να άρει τις αντιρρήσεις που σχετίζονται με το όνομα. Πρόκειται για μια εκκρεμότητα που πρέπει να λήξει.

Δεν υπάρχουν όμως και ευαισθησίες από την πλευρά των Ελλήνων διαμορφωμένες επίσης δεκαετίες;

Ναι, πολλοί φοβούνται ότι το σκέτο Μακεδονία, ενδέχεται να υποθηκεύσει την ελληνική Μακεδονία. Ωστόσο, υπάρχουν πάρα πολλά παραδείγματα γειτονικών περιοχών που μοιράζονται με παραλλαγές το ίδιο όνομα, π.χ. Μεξικό – Νέο Μεξικό, Ιρλανδία –Βόρεια Ιρλανδία, Βρετανία-Βρετάνη κλπ. χωρίς η μία να απειλείται από την άλλη. Ούτε είναι οι «σφετερισμοί» ονομάτων που οδηγούν σε «αλυτρωτικές» βλέψεις. Άλλωστε, οι σφετερισμοί ονομάτων είναι συνηθισμένοι στην ιστορία. Και ο όρος Ρωμιοσύνη-Ρωμιοί, Ρουμανία, Ρούμελη, Λατινική Αμερική, σφετερισμοί από τους Ρωμαίους είναι και παράγωγα του ονόματός τους. Το ζήτημα θα μπορούσε να μείνει εκεί αν δεν είχε υπάρξει η κληρονομιά των συλλαλητηρίων και η έκρηξης του εθνικισμού από τις αρχές του 1990, και μην ξεχνάτε ότι σ' αυτό το πλαίσιο αναπτύχθηκε η ακροδεξιά στην Ελλάδα. Στα συλλαλητήρια για το Μακεδονικό πρωτοεμφανίστηκε δημόσια και σε μαζικές συγκεντρώσεις η Χρυσή Αυγή. Όλα αυτά άφησαν ιδεολογικά καθιζήματα στο μυαλό πολλών. Τώρα δεν συζητάμε όπως τότε, συζητάμε κάτω από τη βαριά σκιά του τότε.

Αντιπολιτευτική μικρόνοια

Ήταν αναμενόμενο, νομίζω, το Μακεδονικό ζήτημα, εφόσον επανήλθε στο τραπέζι, να περάσει γρήγορα στην εσωτερική πολιτική. Με τα ως τώρα δεδομένα, πόσο, θεωρείς ότι θα δυσκολέψει αυτό να ωριμάσει και να βρεθεί λύση;

Η σύνδεση των εθνικών προβλημάτων με την εσωτερική πολιτική είναι κανόνας. Να σημειώσουμε όμως δυο πράγματα. Πρώτο, ότι από την Μεταπολίτευση και έπειτα, όλα τα κόμματα που εναλλάσσονται στην εξουσία, αποδέχονται τους βασικούς προσανατολισμούς της εξωτερικής πολιτικής, με μικρές και συγκυριακές διαφορές. Δεν ήταν δηλαδή διαφορές που να εκφράζουν και να προκαλούν την αλληλεξάρτηση εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής. Το δεύτερο είναι ότι το Μακεδονικό ήταν εξαρχής φορτισμένο ζήτημα και στην εσωτερική πολιτική. Λ.χ. στον Μεσοπόλεμο, οι περισσότεροι από όσους Σλαβομακεδόνες δεν είχαν εκδιωχθεί και επεδίωκαν την ένταξή τους στην Ελλάδα, εντάχθηκαν στο αντιβενιζελικό-φιλομοναρχικό στρατόπεδο. Την ίδια εποχή το ΚΚΕ είχε θέσει θέμα αυτονόμησης της Μακεδονίας, πράγμα που είχε προκαλέσει τεράστια αντίδραση. Την εποχή του εμφυλίου πολέμου, οι αριστεροί καταδιώκονταν ως «εαμοσλάβοι». Ταυτόχρονα, δημιουργήθηκε ένα πολιτικό προσωπικό που διεκδικούσε την κληρονομιά των «μακεδονομάχων» σε όλα τα κόμματα. Στη Βόρεια Ελλάδα αυτή ήταν η ραχοκοκαλιά του αστισμού της. Το ΠΑΣΟΚ σήκωσε πολύ ψηλά το θέμα και το έκανε θέμα εσωτερικής πολιτικής, ακολουθώντας μια φιλοσερβική πολιτική και παίζοντας το χαρτί του ονόματος με το εμπάργκο της ΠΓΔΜ το 1994. O Σαμαράς ανέτρεψε την κυβέρνηση Μητσοτάκη καιροσκοπώντας στη δημιουργία ενός ούλτρα εθνικιστικού κόμματος, της Πολιτικής Άνοιξης. Σήμερα εκπλήσσει μεν ότι ο υιός Μητσοτάκης αρνείται την κληρονομιά του πατρός, αλλά στόχος της αντιπολίτευσης είναι να ανατραπεί η κυβέρνηση με κάθε τρόπο. Ακόμη και σε βάρος των μακροπρόθεσμων λύσεων που θα ωφελούσαν την ίδια την αντιπολίτευση όταν θα έρθει η ώρα της να κυβερνήσει, όπως συμβαίνει στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες. Γιατί αν η ΝΔ δεν συναινέσει τώρα στη λύση του προβλήματος θα το βρει μπροστά της όταν θα έρθει η σειρά της να κυβερνήσει. Και με χειρότερους όρους. Είναι δυνατό να επικρατεί τόση μικρόνοια, ώστε το μείζον και διαρκές να θυσιαστεί στο έλασσον άμεσο;

Η ΝΔ δυσκολεύεται να τοποθετηθεί με σαφήνεια, ή με βάση πιο αυστηρούς όρους. Πόσο κατά την γνώμη σου αυτό έχει μικροπολιτική στόχευση και πόσο έχει ιδεολογική βάση;

Είναι και τα δυο. Η ΝΔ προσπαθεί να ζεύξει δυο τάσεις, αφενός τη συντηρητική παραδοσιακή, ένα ακροατήριο άλλωστε που διεκδικούν και τα άλλα δεξιά ή δεξιότερα κόμματα, και ένα νεοφιλελεύθερο με δυσανεξία ως προς τα παραδοσιακά ερείσματα, πέραν όσων μπορεί να χρησιμοποιήσει εργαλειακά: νόμος και τάξη, νεοδαρβινισμός. Η ηγεσία ξέρει και καταλαβαίνει τις διαστάσεις του προβλήματος, αλλά στοιχηματίζει σε πιθανότητες. Βέβαια, το παιχνίδι αυτό δεν είναι αβλαβές, γιατί χρησιμοποιείται η δημαγωγία. Εύκολα βγαίνει από το μπουκάλι, αλλά δύσκολα μαζεύεται. Η πλειοδοσία στα εθνικά είναι η χειρότερη μορφή της. Ενδημική στην Ελλάδα, αλλά με ιδιαίτερη δυναμική σε μια εποχή που ευνοεί τη ροπή προς τον ακροδεξιό εθνικισμό. Και επειδή τα τελευταία χρόνια εκτοξευόταν προς την Αριστερά η κατηγορία του Εθνολαϊκισμού, τώρα καταλαβαίνει κανείς ότι πρόκειται για free floating signifier (ελεύθερα κυμαινόμενο σημαίνον).

Οι μεταβολές της εποχής

Σημειώνεις στο άρθρο σου στην «Εφημερίδα των Συντακτών» ότι όλες τις πολιτικές δυνάμεις τέμνει μια διαχωριστική γραμμή που αφορά τα εθνικά θέματα. Πόσο άλλαξε αυτό σε σχέση με το 1992; Δεν δυσκολεύει αυτό και σήμερα περισσότερο την ΝΔ;

Η διαχωριστική γραμμή γύρω από τα εθνικά θέματα τέμνει οριζοντίως τα κόμματα, αλλά και την ελληνική κοινωνία. Είναι ιστορικά ενδιαφέρον γιατί συμβαίνει αυτή η τομή. Ο Φίλιππος Ηλιού, όταν είχε ξεσπάσει το νέο Μακεδονικό στις αρχές της δεκαετίας του '90 μιλούσε για τις «αρχαϊκότητες» της ελληνικής κοινωνίας. Πράγματι, το εθνικιστικό κύμα της δεκαετίας του 1990 προκάλεσε έκπληξη σε μια Ελλάδα που βρισκόταν ακόμη στο προοδευτικό πνεύμα της μεταπολίτευσης και των αλλαγών που πράγματι είχε προωθήσει το ΠΑΣΟΚ. 'Η που νόμιζε ότι βρισκόταν εκεί. Αλλά στις σχεδόν τρεις δεκαετίες από τότε, είδαμε στην Ευρώπη τον εθνικισμό και την άκρα δεξιά να καλπάζει. Δεν ήταν η αναβίωση των ιδεολογικών αρχαϊκοτήτων, αλλά μια ισχυρή αντίδραση στην παγκοσμιοποίηση και στον χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό που διαλύει τις κανονικότητες του μεταπολεμικού συμβολαίου και τις νοοτροπίες που βασίζονταν σε αυτές. Στο βαθμό που το κράτος πρόνοιας βασιζόταν στο εθνικό κράτος, τα απεικάσματα της εθνικής κυριαρχίας, η αναδίπλωση στην εθνική ιδεολογία λειτούργησε ως μορφή ψυχολογικής υπεραναπλήρωσης. Θα πρέπει να δούμε τις αρχαϊκότητες όχι ως επιβιώσεις, αλλά ως αντιδράσεις στις μεταβολές της εποχής. Αυτές οι μεταβολές επηρεάζουν κόσμο που ανήκει σε όλα τα μαζικά κόμματα. Η εθνικιστική αναδίπλωση εκφράστηκε και τότε σε όλα τα κόμματα, και συνεχίζει να εκφράζεται σήμερα γιατί έχει πλέον εγκατασταθεί στο κέντρο του ιδεολογικού αστερισμού. Η κρίση άλλωστε βιώθηκε κυρίως ως προσβολή της εθνικής αξιοπρέπειας. Και ήταν προσβολή του αισθήματος αξιοπρέπειας που διεύρυνε το ακροατήριο όσων μιλούσαν για επιβουλή εναντίον της Ελλάδας. Τι είναι π.χ. η λαϊκή δεξιά, ένα μέρος της οποίας ανήκει στη ΝΔ, ένα άλλο στους ΑΝΕΛ; Και στην Αριστερά αναπτύχθηκαν ισχυρές παρόμοιες τάσεις. Από την άλλη πλευρά, έχει αναπτυχθεί το κίνημα των δικαιωμάτων, η υποστήριξη του αυτοπροσδιορισμού, η κριτική στους παραδοσιακούς ρόλους των φύλων, η κριτική στην οικογένεια, στις παραδοσιακές ιεραρχημένες κοινωνικότητες. Και αυτή η τάση είναι διάχυτη στα κόμματα. Σε άλλα κόμματα ως έκφραση του νεοφιλελευθερισμού, σε άλλα, όπως στα κόμματα και στους σχηματισμούς της αριστεράς, συνδεδεμένη με την κριτική στο νεοφιλελευθερισμό. Πολλές φορές οι ιδεολογικές συγγένειες σε ορισμένα ζητήματα είναι περισσότερο στενές σε ομάδες ανάμεσα στα κόμματα, παρά εντός του ίδιου κόμματος. Υπάρχουν, όμως, ζητήματα στα οποία οι ιδεολογικές συγγένειες διασπώνται. Το κοινωνικό ζήτημα, η υποστήριξη των φτωχών τάξεων και των μεταναστών αφενός, τα δικαιώματα αυτοπροσδιορισμού, ο αντι-εθνικισμός, ο φεμινισμός και τα κινήματα που διεκδικούν τον σεξουαλικό αυτοπροσδιορισμό αφετέρου, τέμνονται, δημιουργώντας τουλάχιστον τέσσερις βασικές υποκατηγορίες, και πολλές μικρότερες αποχρώσεις, οι οποίες έχουν διασπαρθεί σε όλες ανεξαιρέτως τις πολιτικές δυνάμεις, και στην Αριστερά.

Και η Αριστερά για το Μακεδονικό, τι ευθύνες έχει;

Η Αριστερά στην Ελλάδα έμαθε το μάθημα από τις προηγούμενες θέσεις της στο Μακεδονικό, που την είχαν απομονώσει ως προδοτική, και στα 1990 ήταν εξαιρετικά επιφυλακτική. Το μεν ΚΚΕ ξέφευγε με γενικότητες, το δε ΚΚΕ εσ. τότε απέφευγε τη διαφοροποίηση από τα άλλα κόμματα. Διαφοροποιήθηκε στη συνέχεια, και νομίζω ότι κομβική στιγμή ήταν η συγκέντρωση που οργάνωσε το περιοδικό Πολίτης στο Πάντειο, 6 Μαίου 1992 (ομιλητές: Φ. Ηλιού, Αγγ. Ελεφάντης, Σπ. Ασδραχάς, Β. Παναγιωτόπουλος, και εγώ) η διακήρυξη των 169 και η αρθρογραφία που ακολούθησε (βλ. και «Ο Ιανός του Εθνικισμού και η ελληνική βαλκανική πολιτική» εκδ. Πολίτης 1993) Στη συνέχεια διαφοροποιήθηκαν και οι κοινοβουλευτικοί εκπρόσωποι της.

Ο γεωπολιτικός παράγοντας είναι παρών

Έχεις υποστηρίξει ότι το ζήτημα της επιδίωξης λύσης στο Μακεδονικό συνδέεται με την στρατηγική που πρέπει να έχει η Ελλάδα στην παγκόσμια σκακιέρα μετά την κρίση. Το ίδιο ισχύει, όπως εδώ, και για τα Βαλκάνια. Πώς μεταφράζεται αυτό σε πρωτοβουλίες από την πλευρά της Ελλάδας;

Κοιτάξτε τον σημερινό χάρτη της περιοχής: Κατακερματισμός μικρών κρατών της πρώην Γιουγκοσλαβίας: Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Μαυροβούνιο, Κόσσοβο, ΠΓΔΜ με προβληματική οικονομική βιωσιμότητα, αλλά μεγάλες μειονότητες και σχεδόν αγεφύρωτες εθνοτικές διαφορές με προϊστορία εχθροτήτων. Τι πρέπει όμως να κάνει μια χώρα σαν την Ελλάδα; Η ύπαρξη ενός σταθερού γεωγραφικού περιβάλλοντος, η οικονομική αναβάθμιση της περιοχής, η ενίσχυση έργων στην περιοχή που να συνδέουν την Ελλάδα με την κεντρική και ανατολική Ευρώπη, συνεπάγονται μια πολιτική φιλική προς τους γείτονες, μια πολιτική σταθεροποίησης και δημιουργίας αισθήματος ασφάλειας. Μικροπροβλήματα πάντοτε υπάρχουν μεταξύ γειτόνων, το ζήτημα είναι οι μείζονες επιδιώξεις. Γι αυτό μιλάμε για στρατηγική.

Μπορούμε να πούμε, ότι όταν άρχισε το ζήτημα, το 1992, υπήρχε η «εθνική αφύπνιση» στην Ευρώπη, ενώ τώρα έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα τα γεωπολιτικά, οικονομικά;

Και τότε και τώρα ο γεωπολιτικός παράγοντας είναι παρών. Βέβαια τότε το επίδικο ήταν το κενό που άφησε η ενωμένη Γιουγκοσλαβία. Σήμερα, τα διακυβεύματα έχουν μετατοπιστεί, στα σύνορα Ουκρανίας-Ρωσίας, στη Συρία και στην κοιλάδα του Ευφράτη. Υπάρχουν επίσης καινούργια, όπως το μεταναστευτικό ρεύμα. Ειδικότερα ως προς τα Βαλκάνια από όπου διέρχεται αυτό το ρεύμα, υπάρχουν δύο επιλογές: Πλησιέστερα προς τις χώρες του Βίσεγκραντ ( Τσεχία, Ουγγαρία, Πολωνία , Σλοβακία), ή προς την Ευρώπη του Νότου (Ελλάδα-Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Κύπρος και Μάλτα); Εδώ η Ελλάδα έχει να παίξει ένα μείζονα ρόλο.

Υπάρχει το έδαφος σήμερα για μεγάλα συλλαλητήρια ή για συγκρότηση ενός τόξου εθνο-πατριωτικού; Άρχισε να κινείται και η Εκκλησία. Η ΝΔ θα μπορέσει να «παίξει» με ένα τέτοιο ρεύμα χωρίς να χάσει τα πιο μετριοπαθή στρώματα;

Η άκρα δεξιά έπαιξε με τρία κόμματα που εμφανίστηκαν διαδοχικά: την Πολιτική Άνοιξη, το ΛΑΟΣ και τη Χρυσή Αυγή. Δεν είναι μικρό το ποσοστό της τελευταίας. Νέο κόμμα, τύπου «Λίγκα του Βορρά», δεν βλέπω. Φυσικά παραμένει το άγχος της ΝΔ πώς δεν θα χάσει στο ζήτημα αυτό τα στρώματα που γαλουχήθηκαν με τις ιδέες του Μακεδονικού. Όσο για την ελλαδική εκκλησία υιοθετεί τη θέση της σερβικής εκκλησίας. Ενδοεκκλησιατικές έριδες ορίων και δικαιοδοσίας που επενδύονται με εθνική ρητορική. Ξένα προς το γράμμα και το πνεύμα του χριστιανισμού.

Η προϋπόθεση της λύσης

Ο Ελεφάντης σε ένα του άρθρο στον «Πολίτη» (τεύχος 120) ανησυχούσε για το «εθνικό άγχος» που τότε είχε διαμορφωθεί, τον υπορρέοντα ή και δηλωμένο εθνικισμό λόγω του Μακεδονικού με κίνδυνο να οδηγήσει και στην εθνική ταπείνωση. Αυτό πόσο έχει ξεπεραστεί τώρα;

Έχουμε διέλθει από την εθνική ταπείνωση στη διάρκεια της κρίσης, χωρίς να απαλλαγούμε από το «εθνικό άγχος». Η προϋπόθεση της λύσης είναι η διασφάλιση της αμοιβαιότητας και του αισθήματος αξιοπρέπειας. Αλλά προϋπόθεση της προϋπόθεσης είναι να αναγνωρίσουμε πώς έχουν τα πράγματα. Το όνομα Νέα Μακεδονία, αν υποθέσουμε ότι έχει γίνει αποδεκτό και από τις δυο πλευρές, φαίνεται πως θα μπορούσε να εξασφαλίσει αυτή την αμοιβαιότητα.

Η ελληνική Μακεδονία έγινε ελληνική
Μία ιστορική αναδρομή

Ο Φίλιππος Ηλιού σε μια συνέντευξή του, στον Νίκο Φίλη, στην «Εποχή» (21/2/1993) –όπου, θυμίζω, διατύπωσε τη γνωστή του θέση ότι η ελληνική Μακεδονία έγινε ελληνική τον διανυόμενο αιώνα– διατύπωσε την ιδέα ότι η χώρα μας, στην κρίση τότε, «θα μπορούσε να έχει, όχι έναν ανώτερο ρόλο, αλλά έναν πρόσκαιρο οδηγητικό, υπό τον όρο ότι θα έπαιζε το παιχνίδι της σύγκλισης και του σεβασμού των ιδιαιτεροτήτων και όχι το παιχνίδι της αντιπαλότητας». Αυτή η ιδέα δεν μας χρειάζεται ως οδηγός και σήμερα; Υπάρχουν διατυπώσεις ανώτατων εκπροσώπων της κυβέρνησης που εκφράζουν αυτό το πνεύμα, αλλά και άλλες που απομακρύνονται από αυτό όπως ότι δημιουργείται «νέα δυναμική για την χώρα μας στην ευρύτερη περιοχή».

Τι σημαίνει «η ελληνική Μακεδονία έγινε ελληνική»; Ιστορικά, η Μακεδονία ήταν μια γεωγραφική περιοχή στην καρδιά των Βαλκανίων με ασαφή όρια στην οποία, στη διάρκεια της ιστορίας, συνεμείχθησαν πολλοί λαοί. Οι υπήκοοι του Φίλιππου και του Αλεξάνδρου με τις φυλές που κατέκτησαν, οι έποικοι από άλλες ελληνικές πόλεις και οι Ρωμαίοι, οι Σλάβοι, οι Βούλγαροι, οι Αλβανοί, οι Οθωμανοί ,οι Βλάχοι, οι Εβραίοι και πολλοί άλλοι. Στις πόλεις ακούγονταν κυρίως ελληνικά, τούρκικα, λαντίνο. Στα χωριά κυρίως σλάβικα, αλβανικά και βλάχικα. Υπήρχαν χωριά χριστιανικά, χωριά μουσουλμανικά και μεικτά. Οι ελληνικοί πληθυσμοί ήταν πυκνότεροι προς το νότο και τα παράλια του Αιγαίου, σπάνιζαν στο Βορρά. Στην ίδια τη Θεσσαλονίκη οι Έλληνες ήταν το ένα τρίτο του πληθυσμού. Ακόμη λιγότεροι οι σλαβόφωνοι. Καθώς αναπτύχθηκαν εθνικά κράτη γύρω από τη Μακεδονία, τα τέλη του 19ου αιώνα και κυρίως στους Βαλκανικούς πολέμους, έγινε μια σκληρή και πολύνεκρη διαμάχη για την απόκτηση της Μακεδονίας και για τον προσδιορισμό της ταυτότητας των κατοίκων της. Η Ελλάδα πήρε την νότια Μακεδονία, η Βουλγαρία την ανατολική, η Σερβία την κεντρική και βόρεια. Οι Έλληνες κατέβαλαν σύντονες προσπάθειες να εξελληνίσουν την νότια Μακεδονία, και το κατάφεραν μεταφέροντας εκεί τους πρόσφυγες του Πόντου και της Μικρασίας, και οι Βούλγαροι κατάφεραν αντίστοιχα να εκβουλγαρίσουν το ανατολικό κομμάτι της. Στην Μακεδονία που περιήλθε στην Γιουγκοσλαβία, δημιουργήθηκε ένα εθνικό κίνημα Μακεδόνων το οποίο είχε ρίζες στις αρχές του 20ου αιώνα, μέσα από πολύπλοκες σχέσεις με το βουλγαρικό εθνικό κίνημα. Μέσα από την ομοσπονδιακή διαίρεση του κράτους, στα 1990 προέκυψε η σημερινή Δημοκρατία της Μακεδονίας με δυο συνιστώσες, την σλαβόφωνη-χριστιανική και την αλβανόφωνη-μουσουλμανική. Επομένως, η ελληνική Μακεδονία δεν ήταν, αλλά έγινε ελληνική, όπως η βουλγαρική Μακεδονία έγινε βουλγαρική. Έτσι, και η δημοκρατία της Μακεδονίας έγινε μακεδονική. Αλλά το κυριότερο εθνολογικής φύσεως πρόβλημα της είναι η εθνική ενοποίηση των δύο συνιστωσών, της, δηλαδή της σλαβόφωνης-ορθόδοξης πλειονότητας και της αλβανόφωνης-μουσουλμανικής μειονότητας. Η υιοθέτηση εθνικών ονομάτων οφείλει να υπηρετεί τη σταθερότητα και τη συμφιλίωση, τη δημιουργία ενός, κατά το εφικτόν, «εθνικού εμείς» που να χωράει όλους. Για το λόγο αυτό η έμφαση σε γεωγραφικούς και όχι εθνοτικούς προσδιορισμούς (όπως λ.χ. σλαβομακεδόνες κλπ). Μια παρόμοια αντίληψη φαίνεται να καλλιεργεί και η μνημειακή και μουσειακή πολιτική στην ΠΓΔΜ. Θεωρούμε δικό μας ό,τι άνθισε και πέρασε από τον τόπο αυτό, από την προϊστορία έως σήμερα. Αυτή η θέση κυριαρχεί και στο μεγάλο μουσείο στο κέντρο της πόλης, αλλά και στον μνημειακό της διάκοσμο. Σε αντίθεση λ.χ. με το παλιότερης σύλληψης εθνολογικό μουσείο, ή την παλιά γειτονιά όπου κυριαρχούν οι οθωμανικές –μουσουλμανικές κληρονομιές. Το ζήτημα επομένως δεν είναι αν θα αποκαθηλώσουν τον Αλέξανδρο, άλλωστε πολλές χώρες στην κεντροανατολική Ευρώπη μοιράζονται σύμβολα και προσωπικότητες, αλλά να ενσωματώσουν επίσης οθωμανικές και αλβανικές κληρονομιές. Αυτό κατά τη γνώμη μου είναι το ουσιαστικότερο για τη σταθερότητα της χώρας.

*Δημοσιεύτηκε στην "Εποχή" στις 14/1/2018. 

«Ζούμε στην εποχή της αλληλεγγύης χωρίς πολιτική»

Ο ΟΗΕ ενδιαφέρεται κατά βάση για τα likes και τα shares των social media, αλλά δεν προσβλέπει σε μια πιο ουσιαστική ανάμειξη των πολιτών με τα ζητήματα αλληλεγγύης που θέτει, ούτε ενδιαφέρεται για τη διατύπωση μιας πρότασης για πιο ριζική κοινωνική αλλαγή.

Θυμάστε τον τραγουδιστή του πανκ-ροκ Μπομπ Γκέλντοφ, εμπνευστή του Live Aid το 1985; Ηταν η μαραθώνια συναυλία για την ανακούφιση του λιμού στην Αιθιοπία, που γύρισε την πλάτη στις κούφιες υποσχέσεις των πολιτικών και συγκέντρωσε 30 εκατ. δολάρια σε δωρεές και 120 εκατ. στερλίνες από πωλήσεις αναμνηστικών.

Ποια είναι η διαφορά εκείνης της ανθρωπιστικής πρωτοβουλίας από αυτήν της Αντζελίνα Τζολί για τους πρόσφυγες ή του Χαβιέ Μπαρδέμ που συμμετείχε στην καμπάνια «Ούρλιαξε Τώρα» των Γιατρών Χωρίς Σύνορα;

Η Λίλυ Χουλιαράκη, στο συναρπαστικό δοκίμιό της «Ο ειρωνικός θεατής. Η αλληλεγγύη χτες και σήμερα» (μτφρ. Γιώργος Καράμπελας, εκδ. Νήσος), παρακολουθεί τη σχέση ανάμεσα στο «Πώς νιώθω» και στο «Τι μπορώ να κάνω» για να εκφράσω την αλληλεγγύη μου στους ευάλωτους «άλλους».

Διερευνά πώς έχουν αλλάξει κατά τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες οι επικοινωνιακές πρακτικές του ανθρωπισμού (ειδικότερα οι εκκλήσεις, οι διασημότητες, οι συναυλίες, οι ειδήσεις) και επισημαίνει ότι έχει αναδυθεί μια ατομικιστική ηθική ως κίνητρο του πράττειν.

Σήμερα που η άνιση διανομή των πόρων και οι σχέσεις εξουσίας Δύσης-Νότου αναπαράγουν την ευημερία της πρώτης και διαιωνίζουν τη φτώχεια του δεύτερου, η Δύση, σημειώνει η συγγραφέας, μετατρέπεται σε ειρωνικό θεατή της οδύνης όσων υποφέρουν. Ο αναπτυγμένος κόσμος μας, με άλλα λόγια, μετατρέπεται σε έναν δημόσιο δρώντα που στέκει με σκεπτικισμό (και όχι πια με οίκτο) απέναντι σε κάθε έκκληση για αλληλέγγυα δράση, ενώ την ίδια στιγμή παραμένει ανοιχτός σε έναν λαϊφστάιλ αλτρουισμό.

Καθηγήτρια ΜΜΕ και Επικοινωνίας στο London School of Economics (LSE), με πολλές έρευνες πεδίου στο ενεργητικό της, η Χουλιαράκη ασκεί δριμύτατη κριτική στις δημόσιες εκφάνσεις της «ειρωνικής αλληλεγγύης» που δεν αποβλέπει σε καμία παρέμβαση στις πολιτικές συνθήκες της ανθρώπινης τρωτότητας. Παράλληλα, όμως, εκθέτει και την αμφισημία που χαρακτηρίζει τη νεοφιλελεύθερη ηγεμονία στην ηθική του ανθρωπισμού. Ζούμε, εξηγεί, στην εποχή μιας νέας φιλανθρωπίας, η όποια έχει επαναπροσδιορίσει τη σχέση ανάμεσα στην αλληλεγγύη και την αγορά.

Δεν είναι τυχαίο ότι ο «Ειρωνικός θεατής» («The ironic spectator» - η μελέτη γράφηκε στα αγγλικά) έχει βραβευθεί το 2015 από τη Διεθνή Ενωση Επικοινωνίας ICA. Αυτό το καίριο βιβλίο προχωρά ένα βήμα πέρα από την εμβριθή ανάλυση. Υπερασπίζεται σθεναρά μια επιστροφή στο θέατρο ως καταλληλότερη επικοινωνιακή δομή του ανθρωπισμού και θέτει ευθέως ένα κρίσιμο ερώτημα: Μήπως τελικά, αντί να συνεχίσουμε να αποφεύγουμε τη σχέση του ανθρωπισμού με την πολιτική, είναι καλύτερο να αναγνωρίσουμε αυτή τη σχέση πλήρως;

Μήπως, λέει η Χουλιαράκη, «αντί να καταφεύγουμε στην αγορά και τις λογικές της, ήρθε η ώρα να συζητήσουμε ανοιχτά τα πολιτικά προβλήματα της αλληλεγγύης –δηλαδή τα δύσκολα προβλήματα της αιτιότητας (τι ή ποιος φταίει;), της δικαιοσύνης (ποιο είναι το δίκαιο;) και της ετερότητας (ποιοι είναι οι "άλλοι";)– ως κοινωνία των πολιτών και όχι ως καταναλωτές ή χρήστες του twitter;».

Σε οικονομικό επίπεδο, οι οργανώσεις αρωγής κυρίως, αλλά και δικαιωμάτων, αποφεύγουν την πολιτική και καταφεύγουν σε εταιρικές μορφές διαχείρισης του ανθρώπινου πόνου και σε σύγχρονες στρατηγικές επικοινωνίας-μάρκετινγκ του ανθρωπιστικού τους έργου (δεν είναι τυχαία η συνεργασία της Διεθνούς Αμνηστίας με τα μεγάλα διαφημιστικά γραφεία υπεύθυνα για «responsible advertising»). Πουλάνε δηλαδή το brand τους ως ένα προϊόν που δεν έχει σχέση με την πολιτική, αλλά που μπορεί να παρέμβει επιχειρησιακά ώστε να επιτύχει «αποτελέσματα»

Ο Μπομπ Ντίλαν όταν τραγουδά το «Hurricane» το 1975 ενάντια στον ρατσισμό της αμερικανικής Δικαιοσύνης δεν είναι «ειρωνικός θεατής», ούτε ο Πίτερ Γκάμπριελ όταν τραγουδά το 1980 το «Biko», ενάντια στο απαρτχάιντ. Τι τους διαφοροποιεί από την Αντζελίνα Τζολί;

Σωστά. Ούτε ο Μπομπ Ντίλαν ούτε ο Πίτερ Γκάμπριελ ήταν τότε «ειρωνικοί θεατές». Δεν είναι ίδιες όλες οι μορφές αλληλεγγύης των διασημοτήτων, και είναι σημαντικό να τις διαφοροποιήσουμε με βάση δύο χαρακτηριστικά: Το πρώτο είναι το ευρύτερο μήνυμα στο οποίο είναι ενταγμένη η αλληλεγγύη των διασημοτήτων και το δεύτερο είναι η σχέση των διασημοτήτων με την κοινωνία των πολιτών. Ο Ντίλαν και ο Γκάμπριελ, λ.χ., υπήρξαν, κατά κάποιο τρόπο, ακτιβιστές της εποχής τους. Είχαν, δηλαδή, ένα πολιτικό αφήγημα κοινωνικής κριτικής και μιλούσαν ως καλλιτέχνες σ' ένα επίπεδο κινηματικό.

Η Αντζελίνα Τζολί είναι μέρος μιας μεγάλης καμπάνιας «mutual branding» για τον ΟΗΕ. Προσδίδει, δηλαδή, στον Οργανισμό το «συμβολικό» κεφάλαιο του παγκοσμίως γνωστού ονόματός της και κερδίζει η ίδια «ηθικό» κεφάλαιο από τον ΟΗΕ, φτιάχνοντας ένα ισχυρό ανθρωπιστικό προφίλ.

Το μήνυμά της όμως δεν απευθύνεται σε εμάς ως πολίτες του κόσμου αλλά ως καταναλωτές της εμπορικής κουλτούρας των διασημοτήτων. Ο ΟΗΕ ενδιαφέρεται κατά βάση για τα likes και τα shares των social media, αλλά δεν προσβλέπει σε μια πιο ουσιαστική ανάμειξη των πολιτών με τα ζητήματα αλληλεγγύης που θέτει, ούτε ενδιαφέρεται για τη διατύπωση μιας πρότασης για πιο ριζική κοινωνική αλλαγή. Πώς θα μπορούσε άλλωστε, όταν και ο ίδιος ο Οργανισμός και οι διασημότητες που τον στηρίζουν είναι μέρος του υπάρχοντος συστήματος διακυβέρνησης...

Ηταν δηλαδή... λιγότερο αλληλέγγυα η Αντζελίνα Τζολί προς το δράμα των προσφύγων, όταν προσγειώθηκε στη Μυτιλήνη;

Η προσφορά της Τζολί είναι σημαντική. Η ίδια (όπως και άλλοι) έχει κάνει τη διαφορά και έχει βελτιώσει τη ζωή πληθυσμών με μεγάλες και επείγουσες ανάγκες. Ομως υπάρχει άλλη μία διάσταση σε αυτή την υπόθεση: η νέα αλληλεγγύη της Τζολί, του Κλούνεϊ και άλλων σύγχρονων διασημοτήτων αποτελεί μέρος μιας νέας, πραγματιστικής «κουλτούρας της αλληλεγγύης», η οποία έχει συμβιβαστεί με την εργαλειακή διαχείριση της παγκόσμιας φτώχειας και προκρίνει τον ακτιβισμό του twitter, χωρίς όραμα δίκαιης ανακατανομής του παγκόσμιου πλούτου και κοινωνικής αλλαγής.

Αυτή είναι η αλληλεγγύη που στον «Ειρωνικό θεατή» αποκαλώ «αλληλεγγύη του μετα-ανθρωπισμού».

Η Δύση αμφιταλαντεύεται λοιπόν απέναντι στους ευάλωτους άλλους (είτε είναι εντός είτε εκτός δυτικού κόσμου). Παρ' όλα αυτά, πλήθος διεθνείς οργανισμοί, σταρ, καλλιτεχνικά γεγονότα, δημοσιογραφικές παρεμβάσεις πριμοδοτούν ανθρωπιστικές πρακτικές στο όνομά τους. Ολα αυτά δεν ανοίγουν άραγε τον δρόμο για πολιτικές και θεσμικές αλλαγές;

Το ερώτημα αυτό δεν επιδέχεται μια απλή απάντηση του «ναι» ή «όχι». Το ανθρωπιστικό κίνημα, δηλαδή οι οργανώσεις αρωγής και ανάπτυξης (aid and development) και προοδευτικά οι οργανώσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων (human rights), σίγουρα αποτελεί αυτή τη στιγμή τον κύριο υπερ-εθνικό μηχανισμό διαφύλαξης των βασικών αναγκών και δικαιωμάτων των ευάλωτων πληθυσμών ανά τον κόσμο.

Το υπερ-πολιτικό θεσμικό αυτό πλαίσιο έχει εν πολλοίς «εξανθρωπίσει» ένα σύστημα παγκόσμιας διακυβέρνησης που στηριζόταν αποκλειστικά στην ωμή εξουσία των ισχυρών. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι θεσμοί αυτοί του ανθρωπισμού βρίσκονται έξω από το πλέγμα εξουσίας που κατά κάποιο τρόπο εξανθρωπίζουν. Τουναντίον, βρίσκονται στο κέντρο του συστήματος αυτού, ενισχύοντας τη σχέση τους μαζί του σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο.

Σε πολιτικό επίπεδο, οι παρεμβάσεις των οργανώσεων αυτών, από την αλληλεγγύη σε σεισμόπληκτους ώς τα δικαιώματα των προσφυγικών πληθυσμών, είναι ζωτικές και απαραίτητες. Ταυτόχρονα, όμως, βλέπουμε και φαινόμενα γραφειοκρατικοποίησης, αδυναμίας παρέμβασης, έλλειψης πολιτικής βούλησης ή και ακόμη συνεργασίας με διεφθαρμένα καθεστώτα που σήμερα έχουν εν πολλοίς υπονομεύσει τον χαρακτήρα αυτών των οργανώσεων ως «υπερ-πολιτικών» δομών που δρουν για το καλό της ανθρωπότητας.

Αυτές οι πρακτικές έχουν αναδείξει την αναπόφευκτη (και συχνά ύποπτη) σχέση του ανθρωπισμού, ως θεσμού και ιδεολογίας, με την πολιτική και αυτό ακριβώς αντιμετωπίζουν ως πρόβλημα οι οργανώσεις αυτές σήμερα.

Σε οικονομικό επίπεδο, λοιπόν, οι οργανώσεις αρωγής κυρίως, αλλά και δικαιωμάτων, αποφεύγουν την πολιτική και καταφεύγουν σε εταιρικές μορφές διαχείρισης του ανθρώπινου πόνου και σε σύγχρονες στρατηγικές επικοινωνίας-μάρκετινγκ του ανθρωπιστικού τους έργου (δεν είναι τυχαία η συνεργασία της Διεθνούς Αμνηστίας με τα μεγάλα διαφημιστικά γραφεία υπεύθυνα για «responsible advertising»).

Πουλάνε δηλαδή το brand τους ως ένα προϊόν που δεν έχει σχέση με την πολιτική, αλλά που μπορεί να παρέμβει επιχειρησιακά ώστε να επιτύχει «αποτελέσματα». Αυτός ο απο-πολιτικοποιημένος πραγματισμός της αλληλεγγύης είναι το αντικείμενο κριτικής του «Ειρωνικού θεατή».

Στην Ελλάδα της κρίσης (...και της παράδοσης των θεσμικά ευνοημένων ευεργετών) πολλοί εξακολουθούν να περιμένουν τη λύση από τον φιλάνθρωπο καπιταλισμό. Πού χωλαίνει αυτή η υπόθεση;

Το κρίσιμο ερώτημα που πρέπει να θέσουμε είναι: Ποια είναι τα όρια και το κόστος αυτής της μορφής φιλανθρωπίας που οι Bishop and Green (2010) αποκαλούν «φιλάνθρωπο καπιταλισμό»; Το βασικό κόστος είναι ακριβώς αυτό που χαρακτηρίζεται όφελος της φιλανθρωπίας: ότι δηλαδή οι παρεμβάσεις που κάνει είναι διορθωτικές αλλά όχι θεσμικές.

Αρκείται δηλαδή η φιλανθρωπία στην ευεργεσία, που συνήθως πρόκειται για ένα συγκείμενο έργο σε πεπερασμένο χρονικό διάστημα, και παραβλέπει τα μεγάλα δομικά ζητήματά του γιατί δεν υπάρχουν (και πώς θα μπορέσουν να διαμορφωθούν) οι προϋποθέσεις για μια πιο ισότιμη κατανομή και διαχείριση του πλούτου και για μια πραγματική αναγκο-κεντρική ρύθμιση του πλούτου για όλους τους πολίτες (όπως παρατηρεί ο Πικετί το 2014 στη μελέτη του για τις δυναμικές συσσώρευσης του παγκόσμιου πλούτου).

Και πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς άλλωστε, αφού ο εταιρικός και προσωπικός πλούτος της φιλανθρωπίας συσσωρεύεται υπό συνθήκες που κάνουν την ατομική ευημερία των πολλών δύσκολη έως αδύνατη υπόθεση.

Η φιλανθρωπία, από αυτή την άποψη, μπορεί να θεωρηθεί η καλοκάγαθη όψη του μετα-ανθρωπιστικού καπιταλισμού, ο όποιος κερδίζει έπαινο και προβολή στη δημόσια σφαίρα επειδή στρατεύεται στην υπόθεση της ανθρώπινης τρωτότητας και των αναγκών της, αλλά δεν ενδιαφέρεται να αλλάξει τις συνθήκες παραγωγής ανισοτήτων και τρωτότητας στην κοινωνία. Θέλει μόνο να την ανακουφίσει περιστασιακά.

Ποιες ζωές μετράνε περισσότερο στις οθόνες μας;

Η επικοινωνία της τρωτότητας είναι ένα πρόβλημα που παραμένει ανοικτό. Η Λίλυ Χουλιαράκη ήδη από το 2013 κατέδειξε στο «Θέαμα της οδύνης» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης) ότι το πρόβλημα του ευρωκεντρισμού είναι βασικό σε όλες τις εθνικές τηλεοράσεις. Πρόσφατα διηύθυνε μαζί με τη Μύριαμ Γεωργίου μια μελέτη του LSE για τον τρόπο με τον οποίο ο ευρωπαϊκός Τύπος σε οκτώ χώρες της Ε.Ε. κάλυψε την προσφυγική κρίση του 2015 (http://www.lse.ac.uk/media-and-communications/research/research-projects...). Και το νέο της βιβλίο επικεντρώνεται στις ψηφιακές μορφές μαρτυρίας από τις πολεμικές ζώνες της Μέσης Ανατολής. Σχολιάζει λοιπόν:

«Η θεσμική δημοσιογραφία διέπεται από δύο αντιφατικές "οικονομίες". Την οικονομία της "ενημέρωσης" και την οικονομία της "προστασίας" (της αισθητικής και της αξιοπρέπειας) των θεατών. Οταν πρόκειται για "δικούς μας", δηλαδή Ευρωπαίους ή γενικότερα Δυτικούς, τότε έχουμε πλήρη κάλυψη, ή ακόμη και συνεχή ροή, αποφεύγουμε να δείχνουμε σκληρές εικόνες και φροντίζουμε να μνημονεύσουμε ή ακόμη και να τιμήσουμε τα θύματα.

»Οταν όμως πρόκειται για κρίσεις εκτός της Δύσης, τότε μετά βίας έχουμε είδηση, σχεδόν ποτέ δεν έχουμε συνεχή ροή, έχουμε ελάχιστη και αποσπασματική πληροφόρηση και ποτέ δεν έχουμε "προσωποποίηση" των νεκρών, δηλαδή ποτέ δεν μαθαίνουμε κάτι γι' αυτούς. Αντιθέτως, η είδηση συχνά επικεντρώνεται σε μια "πορνογραφία" του ανθρώπινου πόνου, όπου σκληρές εικόνες γίνονται μέρος του συγκινησιακού φορτίου των ειδήσεων με σκοπό την τηλεθέαση αλλά όχι τη βαθύτερη κατανόηση ή τη συναίσθηση της οδύνης αυτών των ανθρώπων.

»Ετσι η διακίνηση της είδησης υπόκειται σε διαστρωματώσεις "προστασίας" του θεατή που διαμορφώνουν μια ιεραρχία της ανθρώπινης τρωτότητας και εν τέλει "κλειδώνουν" έξω από τον δικό μας κόσμο όλους όσοι δεν ανήκουν γεωγραφικά και πολιτισμικά στην Ευρώπη, στη Δύση. Αυτό το συμβολικό σύνορο είναι αποτέλεσμα του τρόπου με τον όποιο οι δύο ειδησεογραφικές οικονομίες οργανώνουν την αφήγηση της είδησης με βάση εγωκεντρικές, και συχνά ξενοφοβικές, πολιτικές και πολιτισμικές προτεραιότητες που αναπαράγουν στερεότυπα για "εμάς" και τους "άλλους".

»Τα social media απ' την πλευρά τους έχουν βοηθήσει πολύ στην πιο ελεύθερη διακίνηση των ειδήσεων από χώρες εκτός Δύσης. Από την "αραβική άνοιξη" ώς τον πόλεμο της Σύριας, οι ειδήσεις κινημάτων διαμαρτυρίας, κρίσεων και πολεμικών συγκρούσεων γίνονται πιο πολυφωνικές και πολύπλοκες.

»Παρ' όλα αυτά, οι αφηγηματικές οικονομίες (π.χ. τα μεγάλα ειδησεογραφικά δίκτυα) που επιλέγουν ποιες ζωές μετράνε περισσότερο στις οθόνες μας, αξιοποιούν τις νέες πηγές πληροφορίας και εικόνας προς το συμφέρον τους, ενώ παράλληλα τις καθυποτάσσουν στις δικές τους προτεραιότητες. Ετσι οι ειδήσεις συνεχίζουν να διαχωρίζουν τον κόσμο βάσει των γνωστών κατηγοριών ανάμεσα σε "εμάς" και στους "άλλους"».

 *Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 28/12/2017.

Ποιος σώζει τον κόσμο;

Στην εκπληκτική μυθιστορία «Μέλμοθ ο Περιπλανώμενος» του Ιρλανδού ρομαντικού Τσαρλς Μάτσουριν (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg), στη σελίδα 80 υπάρχει ένα σπαρταριστό σχέδιο σωτηρίας των χριστιανών μέσω του εκχριστιανισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας διά της μεθόδου της πυραμίδας. Η έκθεση υποτίθεται ότι ανασύρθηκε από μια μουχλιασμένη λονδρέζικη βιβλιοθήκη με τίτλο «Μια σεμνή πρόταση για τη διάδοση του χριστιανισμού σε ξένες χώρες, με σκοπό να εξαπλωθεί σε όλο τον κόσμο».

Αυτή η σεμνή πρόταση είχε ως κύρια ιδέα τον προσηλυτισμό των Τούρκων πρέσβεων (που βρίσκονταν στο Λονδίνο) με την επιλογή να τους στραγγαλίσουν επιτόπου ή να γίνουν χριστιανοί. Φυσικά ο συγγραφέας της έκθεσης έκρινε ότι θα επέλεγαν τον εύκολο δρόμο και έτσι φρόντισε να προσθέσει ακόμα έναν σκληρό όρο.

Οι πρέσβεις έπρεπε να πάρουν όρκο μπροστά σε δικαστή ότι θα προσηλύτιζαν είκοσι μουσουλμάνους την ημέρα όταν θα επέστρεφαν στην Τουρκία. Στην υπόλοιπη φυλλάδα ο συγγραφέας επιχειρηματολογούσε λέγοντας ότι αυτοί οι είκοσι θα προσηλύτιζαν άλλους είκοσι ο καθένας και ότι οι τετρακόσιοι νεοφώτιστοι θα προσηλύτιζαν τον αντίστοιχο αριθμό μέχρι που όλη η Τουρκία θα προσηλυτιζόταν προτού το πάρει είδηση ο σουλτάνος κ.λπ., κ.λπ. Υποτίθεται ότι το σχέδιο ήταν η σωτηρία του κόσμου από τον «δικό μας θεό».

Οσο παράλογο κι αν φαίνεται, το κεντρικό ερώτημα ήταν αν θα μπορεί να υπάρξει εξιλέωση για τις καταδικασμένες ψυχές. Αλλά πάντα οι καταδικασμένες ψυχές ήταν εκείνες που ήταν κοινωνικά, πολιτικά και πάντα διά της ισχύος καταδικασμένες – και όχι από κάποιον θεό.

Οπως και οι ιδέες ποιητικών κύκλων γύρω από τον Ερασμο που, μπροστά στην ορμή της στρατιάς του Σουλεϊμάν, είχαν προτείνει στον Κάρολο Κουίντο σχέδιο μετακίνησης όλων των χριστιανών από την Ευρώπη στον Νέο Κόσμο, γιατί πίστευαν ότι εκεί θα έβρισκαν μικρή αντίσταση από τους γηγενείς Ινδιάνους. Αλλωστε, οι Ισπανοί είχαν προσφέρει τη σωτηρία σε πολλές ψυχές «παγανιστών», αφανίζοντας ή καίγοντας το σώμα τους.

Τη μεγαλύτερη σωτηρία την προσέφερε ο ναύαρχος Κολόμβος, που ονόμασε το πρώτο νησί της κατάκτησής του San Salvador – που σημαίνει «ο Σωτήρας μας». Ολοι οι Ινδιάνοι έμαθαν ποιος ήταν «ο Σωτήρας μας». Οσοι σε μερικά χρόνια δεν το είχαν μάθει ήταν ήδη νεκροί ή θα πέθαιναν σύντομα.

Τι δείχνουν οι παραπάνω από τις χιλιάδες παράλογες ιστορίες; Κάτι πολύ γνωστό. Οτι υπήρχε πάντα αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής. Μιας πραγματωμένης επί γης, και όχι ουράνιας μετά θάνατον, κατάστασης που θα μοιάζει με αυτό που θα λέγαμε παράδεισο.

Αυτόν τον παράδεισο, που δεν τον βρήκαν οι σταυροφόροι, μην περιμένετε να τον κατανοήσουν τα ιερατεία των Εκκλησιών και, βέβαια, ο Τραμπ και οι δισεκατομμυριούχοι του Τραμπ. Αυτοί μαζί με το 1% ζουν στον παράδεισο∙ όπως και ο διάδοχος της Σαουδικής Αραβίας, Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, που αγόρασε έναντι 450 εκατομμυρίων δολαρίων το έργο του Λεονάρντο ντα Βίντσι «Salvator Mundi» (Σωτήρας του Κόσμου), το οποίο απεικονίζει τον Χριστό, για να στολίσει το Μουσείο του Λούβρου στο Αμπου Ντάμπι.

Η πόλη –και δεν αναφέρομαι στο Αμπου Ντάμπι, τη Βιέννη, την Κωνσταντινούπολη, τη Ρώμη ή την Ιερουσαλήμ– από την αρχαιότητα αποτελούσε αγαπημένο προορισμό όσων αναζητούσαν μια καλύτερη ζωή, στοιχειώνοντας τα όνειρα και τους εφιάλτες, τις ελπίδες και τους φόβους, τις ουτοπίες και τις δυστοπίες τους.

Οι αρχαίες πόλεις, μάλιστα, ξεκίνησαν ως θρησκευτικά κέντρα, όπου ιερείς και αξιωματούχοι αποσπούσαν τα πλεονάσματα της αγροτικής παραγωγής. Οι ταπεινοί βωμοί αντικαταστάθηκαν σταδιακά από κτίρια μνημειακής αρχιτεκτονικής: ναούς, πυραμίδες, ανάκτορα και δικαστήρια.

Ειδικά στην Ιερουσαλήμ, είναι εμφανής η «ιερή προέλευση». Ο Αγγλος ζωγράφος Εντουαρντ Λιρ έκανε μια υπέροχη ειδυλλιακή απεικόνιση της μεγαλόπρεπης Ιερουσαλήμ τον 19ο αιώνα. Ηταν μια εικόνα γνωστή τότε, όπως τώρα, σε πολλούς εβραίους, χριστιανούς και μουσουλμάνους: η Ιερουσαλήμ, η ουράνια πόλη, η πόλη της ειρήνης, η Αγία Πόλη. Αλλά, ακόμη και ο Λιρ ήξερε μαζί με τους άλλους προσκυνητές πως πρόκειται για μια εξιδανικευμένη Αγία Πόλη.

Η παραμονή στην Ιερουσαλήμ σήμερα είναι ακόμα μια αμφίθυμη εμπειρία. Οι τρεις μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες τη θεωρούν ιερή. Ομως, καμία πόλη δεν έχει παρόμοια ιστορία σφαγής, καταστροφής, πολέμου και... πολιτισμικό «φαντασιακό». Τι έμαθε ο Μπους όταν ρωτούσε «γιατί μας μισούν» μετά την 11η Σεπτεβρίου 2001; Τίποτε.

Γιατί και τότε τα «ιερά», οι Δίδυμοι Πύργοι στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου, είχαν στοχοποιηθεί ένεκα του συμβολικού τους νοήματος – δηλαδή, του πλούτου και της ισχύος της Αμερικής και του δυτικού καπιταλισμού. Τώρα, στην Ιερουσαλήμ όπου όλα διεγείρουν τις φαντασίες ως σύμβολα διχόνοιας; Σε τέτοιες περιπτώσεις, το συμβολικό, το σωτηριολογικό, μετατρέπεται σε εφιάλτη.

«Ου γαρ αργύρω και χρυσώ μακάριον το θείον ουδέ βρονταίς και κεραυνοίς ισχυρόν, αλλ' επιστήμη και φρονήσει» έλεγε ο ιστορικός Πλούταρχος. Αλλά αυτά είναι ψιλά γράμματα για τον Τραμπ, τους στρατηγιστές Ισραηλινούς και τους Σαουδάραβες και... την πληρώνουν οι Παλαιστίνιοι. Ποιος θεός τους σώζει αυτούς;

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 13/12/2017. 

Λανθάνοντες μετεωρισμοί σε Ευρώπη και Ελλάδα

Στα τέλη του 20ού αιώνα υπήρξε η άποψη ότι η Δύση βρισκόταν ενώπιον μιας νέας χρυσής εποχής και ότι η «Ενωμένη Ευρώπη» της δεκαετίας του 1990 θα γινόταν η «παγκόσμια υπερδύναμη» του 21ου αιώνα.

Ομως, η ιστορία αποδείχθηκε διαφορετική – πάντως, όχι απρόβλεπτη. Η άποψη ήταν αρκετά αισιόδοξη... όπως και το μύθευμα της ισχυρής Ελλάδας της δεκαετίας του 2000. Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι η οικονομική ευημερία δεν σημαίνει κοινωνική ευημερία, ούτε παγκόσμια ισχύ με αποτέλεσμα, μετά το 2008, η Ευρώπη, η Δύση και η Ελλάδα, να βρίσκονται σε φάσεις εντεινόμενων μετεωρισμών.

Το πολιτικό συμπέρασμα αυτή τη στιγμή είναι κοινότοπο, αλλά αξίζει να επαναληφθεί. Η ελίτ των Βρυξελλών φαντάζεται ότι ενσαρκώνει την ομοιόμορφη βούληση ενός μυθικού όλου «λαών» μέσω των ευρωπαϊκών θεσμών. Χορηγεί πιστωτικές βοήθειες ως τρόπο εξουσίας δίχως να βλέπει τη δημοκρατία ως επιθυμητό τέλος.

Ανεξάρτητα από την εκλογή του κεντροαριστερού υπουργού Οικονομικών της Πορτογαλίας Μάριο Σεντένο στην προεδρία του Εurogroup (με αδιαμφισβήτητη σύμπνοια του Νότου της ευρωζώνης), η Ευρώπη συνεχίζει να εκφράζει τον τύπο του καπιταλισμού που θέλει να είναι ελεύθερος από όλους τους πιθανούς κοινωνικοπολιτικούς περιορισμούς, αυτονομημένος και αδιάφορος ως προς τη δημοκρατία, την ευημερία και την κοινωνική σταθερότητα.

Τα παραπάνω –δημοκρατία, ευημερία και συνοχή– εκφράστηκαν κατά τη μεταπολεμική περίοδο στην Ευρώπη από το δημοκρατικό κοινωνικό κράτος στο εσωτερικό της κάθε χώρας, από την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση στο περιφερειακό επίπεδο και από μια ισορροπία –έστω ψυχροπολεμική– στο διεθνές επίπεδο. Σήμερα όλα αυτά έχουν καταρρεύσει.

Αντίθετα, αυτό που αποκαλύφθηκε μετά το 2008 ήταν η μεταδημοκρατία, ο τεχνοκρατικός χαρακτήρας της Ε.Ε., το δημοκρατικό έλλειμμα και η αδυναμία της να αντιμετωπίσει τις πολλαπλές κρίσεις. Από το Λονδίνο μέχρι τη Βαρσοβία, από το Παρίσι μέχρι τη Βιέννη, από το Βερολίνο μέχρι την Αθήνα ή τη Ρώμη, ανέκυψαν περιφερειακές διαφορές και διαφορετικής ποιότητας φυγόκεντρες εντάσεις.

Είναι διαφορετικά τα πολιτικά και κοινωνικά αίτια που οδήγησαν στο Brexit και διαφορετικές οι συνέπειες της κρίσης χρέους στην Αθήνα και τη Ρώμη. Αλλά η απώλεια της εθνικής κυριαρχίας –αισθητή στην Αθήνα, τη Ρώμη, τη Λισαβόνα ή τη Μαδρίτη– όταν συμβαδίζει με την αδυναμία της Ε.Ε. να ελέγξει τον πολιτικό αυταρχισμό της Πολωνίας ή της Ουγγαρίας, εγείρει ερωτήματα ως προς την εκπλήρωση των πρωταρχικών και βασικότερων λειτουργιών της: ευημερία, συνοχή, ελευθερία, δημοκρατία.

Η απεικόνιση της μεγάλης κοινωνίας ως «κατακερματισμένης ηπείρου» όπου το ζήτημα έχει να κάνει όχι με την ένωση και τα πλεονεκτήματά της, αλλά με τον διαχωρισμό μεταναστών και ντόπιων, νικητών και χαμένων της παγκοσμιοποίησης, νέων και ηλικιωμένων, πλούσιων και φτωχών, Βορρά και Νότου, τροφοδοτεί αντιπαλότητες, καχυποψίες, εθνικισμούς. Φέρνει την άνοδο ακροδεξιών και νεοφασιστικών μορφωμάτων σε κλίμακα ανάλογη με αυτή του Μεσοπολέμου – για πρώτη φορά μετά τον πόλεμο και στη Γερμανία.

Τι πήγε στραβά; Οταν η οικονομική κρίση του 2008 έπληξε την Ευρώπη, πολλοί αναλυτές είδαν την Ε.Ε. ως υπερεθνικό θεσμό σε διαρκή κρίση. Βέβαια, οι διαρθρωτικές αδυναμίες της Ε.Ε. δεν δημιουργήθηκαν το 2008. Απλώς, η οικονομική κρίση τις κατέστησε κατάφωρα προφανείς.

Σε αντίθεση με άλλες οικονομίες (π.χ. ΗΠΑ), που επίσης επλήγησαν από την ύφεση, οι χώρες της ευρωζώνης βρέθηκαν παγιδευμένες σε μια νομισματική ένωση που δεν ήταν σε θέση να αντιδράσει σε εξωτερικούς κραδασμούς, ούτε να λύσει εσωτερικά προβλήματα στο μέτρο που απουσίαζε μια κοινή δημοσιονομική πολιτική.

Αυτό το προφανές έλλειμμα στον σχεδιασμό του ευρώ δεν έχει αντιμετωπιστεί και –για τους περισσότερους– είναι απίστευτο που ακόμα και σήμερα δεν έχει αντιμετωπιστεί και διορθωθεί. Μέχρι τώρα, κάθε ανάλογη σκέψη εμποδιζόταν από τη φρίκη που εκφράζει η γερμανική πλευρά σε κάθε ενδεχόμενο μεταφοράς πόρων που θα χρηματοδοτείται από τον Γερμανό φορολογούμενο ή μιας πιθανής ένωσης «μεταβίβασης πόρων» – πράγμα απολύτως ψευδές.

Πριν από τις εκλογικές αναμετρήσεις του 2016 και του 2017, εντός και εκτός Γερμανίας, έχουν γίνει συζητήσεις για τη διευθέτηση μιας κρισιακής εστίας: του ελληνικού χρέους, ώστε να δοθεί στην ελληνική οικονομία η δυνατότητα να αναπνεύσει και να τερματιστεί μια λάθος πλευρά της Ευρώπης.

Η ευρωπαϊκή λιτότητα σε κατάσταση ύφεσης δοκίμασε μαζί με την πολιτική οικονομία, τη δημοκρατία, το ευρωπαϊκό κεκτημένο αλλά και την ανεκτικότητα των λαών σε ιδεοληπτικές μεταρρυθμίσεις και προσαρμογές πέρα από τα όριά τους.

Στη σημερινή ατζέντα, υπάρχει ένας αισιόδοξος μετεωρισμός. Το ελληνικό πρόβλημα βγαίνει σταδιακά από το κάδρο της Ε.Ε. Αισιοδοξία ναι. Ομως, με προϋποθέσεις. Αν κάτι πάει στραβά στην Ελλάδα ή στις διεθνείς αγορές, η χώρα ίσως να χρειαστεί ένα ακόμα πακέτο οικονομικής βοήθειας ή ένα επιπλέον πρόγραμμα προσαρμογής.

Αλλά για πολλοστή φορά, η λάθος πλευρά θα αναγνωρίσει το σφάλμα κατόπιν εορτής, δίχως πολιτικό χρόνο. «To μέλλον θα έχει πολλή ακαταστασία», έλεγε ένας στίχος της Φρίντας Λιάππα. Θα πρέπει να το δει σοβαρά η ελληνική πλευρά...

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 10/12/2017.

Ημέρες για το 2018

Κοιτάζοντας πίσω, τον 20ό αιώνα, μπορεί κάποιος να αισθανθεί τα συναισθήματα του Τσαρλς Ντίκενς όταν αποτιμούσε το αιματηρό τέλος του 18ου αιώνα στην «Ιστορία δύο πόλεων». Ο Ντίκενς ξεκινούσε με τα ακόλουθα: «Ηταν τα καλύτερα αλλά και τα χειρότερα χρόνια, ήταν η εποχή της σοφίας, ήταν η εποχή της απρονοησίας, ήταν η περίοδος της πίστης, η περίοδος της δυσπιστίας, ήταν η εποχή του Φωτός, ήταν η εποχή του Σκότους, ήταν η άνοιξη της ελπίδας, ήταν ο χειμώνας της απελπισίας...».

Το μακρινό 1918 η Ευρώπη μετρούσε πληγές του Α' Παγκοσμίου. Τα θύματα έφταναν περί τα 9 εκατομμύρια στρατιώτες∙ μαζί με τους άμαχους ξεπερνούσαν τα 20 εκατομμύρια. Αρκετά από όλα όσα συνέβησαν στο χάραμα του 20ού είχαν ήδη εκδηλωθεί στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Η κυριαρχία του καπιταλισμού laissez-faire, η Β' βιομηχανική επανάσταση, η Μπελ Επόκ, αλλά και οι περιφερειακές εξεγέρσεις, οι εθνικιστικές και κοινωνικές συγκρούσεις, ο εξτρεμισμός, ο πρωτο-φασισμός, η κομμουνιστική ιδεολογία γεννήθηκαν σ' εκείνη τη φάση.

Πάντως, το 1918, η πανίσχυρη Ευρώπη έβγαινε καταχρεωμένη, με τη συνολική παραγωγή της στο μισό (σε σχέση με τα προπολεμικά επίπεδα), με κλονισμένη τη δημοσιονομική κατάσταση των κρατών της, ανοίγοντας τον δρόμο, κυρίως, στις ΗΠΑ ή στη νεοανερχόμενη τότε Ιαπωνία.

Το 1914, κανείς δεν προέβλεπε ότι θα κατέρρεαν τέσσερις ισχυρές αυτοκρατορίες∙ ότι θ' άλλαζε ο χάρτης της Ευρώπης. Οπως σημείωνε ο Xομπσμπάουμ, ακόμα και τον Ιούλιο του 1914, όταν η Αυστρία ήταν σε πόλεμο με τη Σερβία, οι σοσιαλιστές ηγέτες νόμιζαν ότι δεν θα γινόταν πόλεμος και ότι σίγουρα θα βρισκόταν κάποια ειρηνική λύση στην κρίση. «Εγώ προσωπικά», δήλωνε στις 29 Ιουλίου ο Bίκτορ Αντλερ, ο σημαντικότερος Αυστριακός μαρξιστής, «δεν πιστεύω ότι θα γίνει ένας γενικευμένος πόλεμος». Λίγες μέρες μετά, οι Μεγάλες Δυνάμεις έριχναν στον πόλεμο 19 εκατομμύρια στρατιώτες.

Ποιες θα είναι οι ημέρες για το 2018; Ο,τι μας κληροδότησε το τέλος του 20ού αιώνα. Η παγκοσμιοποίηση, η απορρύθμιση, ο καπιταλισμός-καζίνο και η τραπεζική κερδοσκοπία προκάλεσαν οδυνηρές αντιδράσεις το 2007-08, με τη σοβαρότερη Μεγάλη Υφεση να συνεχίζεται σήμερα στην κουρασμένη Ευρώπη.

Θα θυμόμαστε το 2017 ως χαμένη χρονιά με αντιφάσεις, με επιτάχυνση της άνεργης ανάπτυξης, πολιτικό κατακερματισμό, πόλωση και ένταση, τόσο σε εγχώριο όσο και σε διεθνές επίπεδο. Οι προκλήσεις για τον ευρωπαϊκό Νότο και ειδικότερα οι κίνδυνοι για την Ελλάδα θα συνεχιστούν. Μακροπρόθεσμα, οι οικονομικές θα επηρεαστούν από τις φυγόκεντρες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που οι αγορές θέλουν να αγνοούν.

Τι βλέπουν οι αγορές; Το βουνό του παγκόσμιου χρέους (περί τα 215 τρισεκατομμύρια δολάρια) που αυξάνει τους κινδύνους αποσταθεροποίησης του συστήματος. Το Ηνωμένο Βασίλειο αντιμετωπίζει το Brexit που επηρεάζει την Ευρώπη. Η Καταλονία επηρεάζει την Ιβηρική και την Ευρώπη. Η κλονισμένη καγκελάριος Μέρκελ αγωνίζεται να σφυρηλατήσει μια κυβέρνηση συνασπισμού με τους επίσης σοβαρά ασθενείς σοσιαλδημοκράτες.

Ο Μακρόν, αμφισβητούμενος στο εσωτερικό, περιμένει τη Γερμανία για μια επείγουσα μεταρρύθμιση της Ευρώπης που, όπως μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, έχει ανάγκη τον γαλλογερμανικό άξονα.

Η απομάκρυνση του Τραμπ από τα ευρωπαϊκά και η επαναδιαπραγμάτευση, υποτίθεται, ευνοϊκότερων όρων για το «Πρώτα η Αμερική» έχουν ήδη βγάλει τις ΗΠΑ από τον ρόλο ρυθμιστή των κανόνων για τη «δίκαιη διαχείριση» της παγκόσμιας αλληλεξάρτησης και προοικονομούν την εποχή της Κίνας και τη μετατόπιση της διεθνούς επιρροής από τη Δύση προς την Ανατολή.

Με ασθενή Ευρώπη, χωρίς αιφνίδιες αλλαγές στο πρότυπο απασχόλησης, εισοδήματος, πολιτικής και κοινωνικής πόλωσης, κυρίως στις αναπτυγμένες χώρες, χωρίς ευδιάκριτες αλλαγές στον ορίζοντα.

Ο οικονομολόγος Νουριέλ Ρουμπινί, σε πρόσφατο άρθρο με τίτλο «Three Scenarios for the Global Economy», δίνει ένα αισιόδοξο και ένα απαισιόδοξο σενάριο για τις τέσσερις μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου (Κίνα, ευρωζώνη, Ιαπωνία, ΗΠΑ). Εάν εφαρμόσουν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, θα ενισχυθεί η δυνητική ανάπτυξη.

Εάν όχι, η ευρωζώνη λ.χ. θα αποτύχει στην ολοκλήρωσή της και οι πολιτικές λιτότητας θα εμποδίσουν τις εθνικές πολιτικές να εφαρμόσουν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα ενισχύουν την ανάπτυξη.

Το τρίτο, πιθανότερο σενάριο, προβλέπει «μια ασταθή ανισορροπία, ευάλωτη στις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές διαταραχές. Οταν προκύψουν τέτοιες διαταραχές, η οικονομία θα επιβραδυνθεί ή, εάν ο κλονισμός είναι μεγάλος, προβλέπεται ακόμη και ύφεση και οικονομική κρίση».

Βέβαια, όλα είναι εικασίες. Η κουβέντα θα πρέπει να γίνει πάνω στη διεθνή ασυναρτησία. Είτε θα επινοηθούν καλύτερες μεσοπρόθεσμες προοπτικές είτε θα προκύψουν μακροπρόθεσμα κίνδυνοι στο παγκόσμιο χωριό.

Λοιπόν, ας ετοιμαζόμαστε να υποδεχτούμε το 2018 ως κανονική, αισιόδοξη χρονιά – με όλες τις ανισορροπίες που περιέγραψε ο Ντίκενς πριν από ενάμιση αιώνα ή ο Ρουμπινί πριν από μερικές μέρες. Ή, όπως έγραφε ο Ρεμάρκ στο «Ουδέν νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο»: «...Τώρα είμαστε σχεδόν ικανοποιημένοι. Όλα είναι μια συνήθεια. Ακόμα και τα χαρακώματα». Αλλά αυτό απέχει πολύ από το να είναι χαρμόσυνο.

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" την 1/12/2017. 

Ολοταχώς προς αύξηση της θερμοκρασίας κατά 3 βαθμούς

Χρειάζεται τριπλάσια μείωση των εκπομπών απ' αυτή που έχουν συμφωνήσει να πραγματοποιήσουν οι χώρες μέλη της Συμφωνίας για το Κλίμα για να μην περάσει το ανεκτό κατώφλι των 2 °C η άνοδος της θερμοκρασίας του πλανήτη σύμφωνα με μελέτη που δημοσίευσε το Πρόγραμμα Περιβάλλοντος των Ηνωμένων Εθνών στη φετινή Συνόδου για το Κλίμα που έγινε στη Βόννη της Γερμανίας 6-17 Νοεμβρίου.

'Τα δύο βασικά αποτελέσματα της Συνάντησης ήταν μια δέσμη οδηγιών για την υλοποίηση της Συμφωνίας του Παρισιού, καθώς και ο διάλογος για τον τρόπο καταμέτρησης και καθορισμού των σημερινών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Είναι και τα δύο κρίσιμα διότι η Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα αποφάσισε μεν πολλά πράγματα αλλά δεν ανέλυσε ποιος θα κάνει τί, πότε και πως', λέει ο κ Ψύχας, Τμηματάρχης στο Τμήμα Κλιματικής Αλλαγής του ΥΠΕΚΑ και μέλος της Ελληνικής αντιπροσωπείας στη Βόννη. 'Όπως επισημαίνει βέβαια ο κ Ψύχας 'δεν έχουν παρθεί τελικές αποφάσεις στη Συνάντηση και η συζήτηση θα ολοκληρωθεί στις επόμενες δύο ετήσιες Συναντήσεις για το Κλίμα πριν δηλαδή τεθεί σε εφαρμογή η Συμφωνία του Παρισιού το 2020'.

Υπενθυμίζεται ότι στη Σύνοδο του Παρισιού που υπέγραψαν 200 χώρες το 2015 καθορίστηκε το ανεκτό κατώφλι της ανόδου της θερμοκρασίας στους 2 °C και κατά το δυνατόν χαμηλότερα στους 1,5 °C. 'Αυτό δεν σημαίνει ότι ακόμη κι αν παραμείνουμε στο κατώφλι των 2 °C ή 1,5 °C δεν θα καταγραφούν μεγάλες καταστροφές. Ο καταστροφές που θα σημειωθούν όμως με αύξηση της θερμοκρασίας πάνω από 2 θα είναι πολύ σημαντικότερες' διευκρινίζει ο κ Ψύχας.

Πολλές από τις ισχυρές οικονομίες του πλανήτη έχουν εντωμεταξύ εντατικοποιήσει τις προσπάθειές τους για το μετριασμό της κλιματικής αλλαγής, όμως η καλύτερη γνώση του θέματος έχει ανεβάσει τις εκτιμήσεις για την μείωση των εκπομπών. 'Η σταθεροποίηση των επιπέδων των αερίων του θερμοκηπίου που παρατηρείται την περασμένη τριετία είναι θετική αλλά φαίνεται πως δεν αρκεί για να αποφύγουμε μια άνοδο της θερμοκρασίας κατά 3. Επιπλέον αυτή η επιτυχία είναι πιθανό να ανατραπεί από την επιτάχυνση της παγκόσμιας οικονομίας', επισημαίνει ο ίδιος.

Για την Ελλάδα ειδικότερα οι εκτιμήσεις των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής στην οικονομία ανέρχονται σε δεκάδες εκατομμύρια. Σύμφωνα με μελέτη που εκπόνησε η Τράπεζα της Ελλάδας (ΤτΕ) τα μέτρα προσαρμογής στην άνοδο της θερμοκρασίας κατά την περίοδο 2025-2050 μπορεί να αντιστοιχούν στο 1,5% του ΑΕΠ, την περίοδο 2051-2070, σε 0,9% του ΑΕΠ και μετά το 2070 σε 0,1% του ΑΕΠ. Σωρευτικά, η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή μπορεί να στοιχίσει στην ελληνική οικονομία (μέχρι το 2100) €123 δισεκ. (τιμές 2008). 'Πρόκειται για μια χώρα με εξαιρετικά μεγάλο μήκος ακτογραμμής, περίπου 16.300 χλμ. εκ των οποίων περίπου τα 1.000 χλμ. αποτελούν περιοχές υψηλής ευπάθειας στην κλιματική αλλαγή. Η ευπάθεια των Ελληνικών ακτών έγκειται στον κίνδυνο ανόδου της μέσης στάθμης της θάλασσας στη χώρα μας, η οποία εκτιμάται ότι θα κυμανθεί μέχρι το 2100 μεταξύ 0,2 και 2 μέτρων' επισημαίνει ο κ Ψύχας. Περίπου το 20% της ακτογραμμής αποτελείται από ακτές με μέτρια έως υψηλή ευπάθεια στις εκτιμώμενες εξελίξεις σύμφωνα με τις αναλύσεις της Τράπεζας.

Πόσο μεγάλη είναι λοιπόν η ψαλίδα ανάμεσα στις σημερινές δεσμεύσεις και στις απαιτούμενες μειώσεις εκπομπών για να αποτραπεί ο κίνδυνος θέρμανσης του πλανήτη πάνω από 2 °C ή 1,5 °C; Για να μείνουμε στο όριο των 2 °C βαθμών σύμφωνα με τις αναλύσεις των επιστημόνων της μελέτης του ΟΗΕ η μείωση των εκπομπών πρέπει να προσεγγίσει τους 11-13 Gt δηλαδή ενώ αντίστοιχα για τον στόχο των 1,5 °C βαθμών η μείωση πρέπει να στα 16-19 Gt αναφορικά με τους σημερινούς στόχους, δηλαδή 27% και 38% επί των συνολικών εκπομπών αντίστοιχα.

Όσον αφορά στην Ελλάδα, η χώρα 'θα πετύχει και μάλιστα θα υπερκαλύψει τους στόχους της μείωσης των εκπομπών που έχουν τεθεί ως το 2020. Στις μειώσεις των εκπομπών ρόλο έχει παίξει βέβαια και η κρίση που έχει οδηγήσει σε ελάττωση των βιομηχανικών ρύπων και των εκπομπών από μετακινήσεις', αναφέρει ο κ Ψύχας.

Το οικονομικό ζήτημα 'αγκάθι' της Συνόδου

Αντίθετα με τη γενική εντύπωση αισιοδοξίας που χαρακτήρισε τις διαπραγματεύσεις διαφωνίες σημειώθηκαν για άλλη μια φορά στις συζητήσεις γύρω από το οικονομικό ζήτημα που είναι και το πλέον ακανθώδες. Αναγνωρίζοντας ότι αν υπάρχει ελπίδα να αντιμετωπιστεί η πρόκληση της κλιματικής αλλαγής αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με οικονομική στήριξη των αναπτυσσόμενων κρατών, οι αναπτυγμένες χώρες έχουν συμφωνήσει να προσφέρουν το ποσό των 100 δις δολαρίων ετήσια σε αναπτυξιακή βοήθεια από το 2020. Το ποσό αυτό που ξεπερνά συνολικά σε μέγεθος το 55% του Ελληνικού ΑΕΠ θα διατεθεί για δράσεις μετριασμού της κλιματικής αλλαγής δηλαδή δράσεις ελάττωσης των εκπομπών αλλά και για την προσαρμογή στην αύξηση της στάθμης της θάλασσας, σε ακραία καιρικά φαινόμενα κι άλλες απειλητικές επιδράσεις της κλιματικής αλλαγής.

Όπως όμως ισχυρίζονται οι αναπτυσσόμενες χώρες επικρατεί ασάφεια για το πως και με τί όρους θα εκταμιευτούν τα 100 δις δολάρια μες την επόμενη τριετία.. 'Είναι βέβαιο πως οι χώρες που θα υποστούν τις βαρύτερες συνέπειες από την κλιματική αλλαγή, δηλαδή οι αναπτυσσόμενες χώρες είναι και αυτές που φταίνε λιγότερο για τα σημερινά επίπεδα διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα. Η ασάφεια όμως στην επικείμενη χρηματοδότηση είναι υπαρκτή και υπάρχει ανάμεσα σε άλλα κι επειδή οι διαπραγματεύσεις διεξάγονται σε έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο όπου για παράδειγμα δεν είναι ξεκάθαρο ποιες είναι αναπτυσσόμενες και ποιες αναπτυγμένες χώρες. Έτσι λοιπόν με τα σημερινά δεδομένα η Κίνα συγκαταλέγεται ανάμεσα στις αναπτυσσόμενες χώρες που θα λάβει βοήθεια ενώ η Ελλάδα είναι μια χώρα που πρέπει να δώσει βοήθεια. Όπως επίσης η Τουρκία παρότι συγκαταλέγεται στους G20 θεωρείται αναπτυσσόμενη οικονομία', επισημαίνει ο κ Ψύχας.

Η παραφωνία των ΗΠΑ στις διαπραγματεύσεις της Βόννης

Παρά τις ανησυχίες των χωρών ότι λόγω της αμφισβήτησης από τις ΗΠΑ για τη Συμφωνία για το Κλίμα η Αμερικανική αντιπροσωπεία θα έπαιζε διαλυτικό ρόλο στις διαπραγματεύσεις, στην πράξη όπως παραδέχονται κατά κοινή ομολογία συμμετέχοντες στη Σύνοδο η παρουσία των ΗΠΑ ήταν κυρίως χαμηλόφωνη και η στάση που υιοθέτησαν ήταν παθητική.

Αντίθετα αντιδράσεις από ΜΚΟ και ομάδες πολιτών προκάλεσε εκδήλωση που διοργάνωσε η Αμερική στο περιθώριο της Συνόδου. Την αντίδραση πυροδότησε η τοποθέτηση των ΗΠΑ υπέρ της χρήσης κάρβουνου καθώς και της πυρηνικής ενέργειας για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών στο μέλλον. Οι ΗΠΑ ισχυρίζονται ότι η χρήση 'καθαρότερου' κάρβουνου είναι κεντρικής σημασίας και αποτελεί μονόδρομο για τις αναπτυσσόμενες χώρες και τα εκατομμύρια πληθυσμών που αντιμετωπίζουν θεόρατη ενεργειακή φτώχια.

'Συμμεριζόμαστε τη θέση των αναπτυσσόμενων χωρών που ισχυρίζονται ότι η παύση της λειτουργίας για τις υπάρχουσες μονάδες ηλεκτροπαραγωγής από κάρβουνο είναι αντί-οικονομική και γι' αυτό δεν αποτελεί ρεαλιστική λύση. Αυτό που υποστηρίζουμε όμως είναι πως όλες οι κυβερνήσεις ανεξαιρέτως των αναπτυγμένων και αναπτυσσόμενων χωρών οφείλουν να πάρουν στα σοβαρά την ανάγκη τερματισμού χρήσης λιθανθράκων και να επενδύσουν αποτελεσματικά προς αυτή την κατεύθυνση', επισημαίνει ο κ Γουέντελ Τρίο, Διευθυντής του ΜΚΟ Climate Action Network, ένα συνασπισμό πάνω από 100 ΜΚΟ που με έδρα τις Βρυξέλλες εργάζονται για το θέμα της κλιματικής αλλαγής.

'Για την ΕΕ όμως ειδικότερα υποστηρίζουμε ότι πρέπει να τεθούν εκτός λειτουργίας μονάδες κάρβουνου ως το 2020. Ήδη ορισμένες χώρες έθεσαν πρόσφατα συγκεκριμμένα χρονοδιαγράμματα όπως η Ιταλία που δεσμεύτηκε να θέσει εκτός λειτουργίας όλες τις μονάδες κάρβουνου ως το 2025' επισημαίνει ο κ Τρίο. 'Παράλληλα συστάθηκε πρόσφατα μια νέα πρωτοβουλία υπό την καθοδήγηση του Καναδά και του Ηνωμένου Βασιλείου καθώς και άλλων 20 χωρών ανακοίνωσαν την πρόθεση να τερματίσουν την χρήση κάρβουνου για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας' συμπληρώνει ο ίδιος.

Την άποψη ότι οι αναπτυσσόμενες χώρες οφείλουν να τραβήξουν τη μπρίζα σε σχέδια κατασκευής νέων μονάδων κάρβουνου υποστηρίζει και η κα Βιτζέτα Ρατάνι, εκπρόσωπος του Ινδικού ΜΚΟ Centre for Science and Environment που με έδρα το Ν. Δελχί εργάζεται για θέματα προστασίας του περιβάλλοντος. 'Για να αποεπενδύσουν από τις μονάδες κάρβουνου που βρίσκονται σε λειτουργία οι αναπτυσσόμενες χώρες θα χρειαστούν βεβαίως μακρύτερα χρονικά διαστήματα απ' ότι τα αναπτυγμένα κράτη. Όμως οι οικονομικές και τεχνολογικές εξελίξεις έχουν καταστήσει τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας προσιτές. Επιπλέον θα χρειαστεί να δοθεί οικονομική στήριξη και τεχνογνωσία από τις αναπτυγμένες χώρες προκειμένου να διασφαλιστεί η μετάβαση των αναπτυσσόμενων χωρών σε καθαρές πηγές ενέργειας' επισημαίνει η κα Ρατάνι.

Νέο αγκάθι όμως στη συγκέντρωση των 100 δις δολαρίων για τη χρηματοδότηση δράσεων μετριασμού και προσαρμογής στην κλιματική στις αναπτυσσόμενες χώρες αποτελεί η ενδεχόμενη αποχώρηση των ΗΠΑ από τη Συμφωνία για το Κλίμα. 'Αυτή τη στιγμή οι ΗΠΑ έχουν δεσμευτεί να παρέχουν 30 δις επί του συνόλου των 100 δις ετησίως από το 2020, δηλαδή έχουν αναλάβει να συμβάλουν με ένα ποσό ανάλογο με αυτό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αν αποχωρήσουν από τη Συμφωνία θα δημιουργηθεί ένα πολύ μεγάλο χρηματοδοτικό κενό δημιουργώντας νέες αβεβαιότητες για την εφαρμογή της Συμφωνίας για το Κλίμα', καταλήγει ο κ Ψύχας.

*Δημοσιεύτηκε στο tvxs.gr στις 3/12/2017.

 

Ποιότητες και πυκνότητες λάσπης

Η λάσπη είναι μεγάλο πράγμα. Χτίζει παλάτια. Οταν τη βάζεις στον ανεμιστήρα σκορπίζεται και σε λερώνει. Μπορείς να κάνεις και πόλεμο με τη λάσπη. Αλλά σε θάβει κιόλας - συμβολικά και πραγματικά.

Με το ίδιο πικρό τελετουργικό, η χώρα ξαναπερνάει όλα τα στάδια των εντάσεων, των ποιοτήτων και της πυκνότητας της λάσπης. Και αφού οι προηγούμενες συμφορές δεν δίδαξαν, η κάθε επόμενη οδηγεί δύσκολα στην παραδοχή ότι το σύστημα του κοινωνικού, οικονομικού και πολιτικού σχηματισμού με το οποίο συμβιώνουμε, το οποίο εκτρέφουμε και συντηρούμε, είναι άδικο, αναποτελεσματικό και ξεπερασμένο.

Και αν υποφέρουμε ως Ελληνες, αν έχουμε φτάσει στα όρια του ηθικού μας σθένους -σε βαθμό που άλλοι να πιστεύουν ότι είμαστε παρακμιακοί που δεν θέλουν και δεν μπορούν να σωθούν-, από κάπου θα πρέπει να ξεκινήσουμε πριν στεγνώσει στο παλαιό καλούπι η τελευταία λάσπη μαζί με τους φερτούς λαϊκούς πόθους.

Ισως, η πιο δύσκολη δύναμη με την οποία έχουμε να λογαριαστούμε –για να θυμηθούμε τον κοινωνιολόγο Πιερ Μπουρντιέ- είναι το habitus: η έξις ή, καλύτερα, οι κανόνες και οι τάσεις που καθοδηγούν συμπεριφορά, δράση, σκέψη. Αν κάποιος θα στοιχημάτιζε πιθανότητες, η πραγματική προοπτική για ένα διαφορετικό habitus είναι μάλλον σκοτεινή. Κοντολογίς, κάθε σοβαρή σκέψη πρέπει να ξεκινήσει πρώτα από αυτή τη διαπίστωση.

Ποια είναι η κοινωνική διαδικασία αναπαραγωγής των κανόνων; Μήπως η κοινοτική και πολιτική ακηδία; Ο προνεωτερικός πατερναλισμός μας; Ολος ο μηχανισμός έχει σχεδιαστεί για να λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο: να κουκουλώνει, δίχως να εξηγεί την αποσύνθεση. Η άλλη, είναι η μιντιακή εικόνα που, με πρόχειρο τίτλο, λέει περίπου: «Θρήνος, οργή, απελπισία πάνω στα συντρίμμια και τους τάφους».

Αυτή η εικόνα μετατρέπει τον δημόσιο χώρο σε αρένα καταγγελίας. Δεν λειτουργεί ως βήμα περίσκεψης, περισυλλογής, συνεννόησης, σχεδιασμού και κοινοτικής περιβαλλοντικής μέριμνας. Κάπως έτσι θριαμβεύει η αλαζονεία, η ύβρις εναντίον της φύσης, ο θόρυβος των επικοινωνιολόγων και των διαφημιστών∙ κάπως έτσι μετατρέπεται κάθε αίτημα και κάθε διεκδίκηση σε οργή, μηδενισμό και μανία εκδίκησης.

Στο θεσμικό επίπεδο, η εκτελεστική εξουσία δακτυλοδείχνει τη νομοθετική, και σπεύδει για δικαίωση στη δικαστική. Ο λαβύρινθος αρμοδιοτήτων, αναρμοδιοτήτων, το blame game, η στρατηγική του αντιπολιτευτικού μαστιγώματος και η καταστροφολογία δείχνουν μόνο συγκάλυψη, πολιτική ανευθυνότητα και αμοραλισμό, ωσάν η χώρα να διανύει περίοδο ομαλότητας. Και όλα αυτά τη στιγμή που, εξ ανάγκης και ύστερα από την πολυετή συστηματική διάλυσή της, επιβάλλεται η μεταρρύθμιση -ναι, η μεταρρύθμιση- όλης της θεσμικής οργάνωσης.

Αυτές είναι εικόνες Ελλάδας; Δυστυχώς. Οι εικόνες πλιάτσικου ματαιώνουν τις εικόνες αλληλεγγύης. Η Ελλάδα που τώρα υποφέρει, θα γυρίσει αύριο στη μακαριότητά της έως την επόμενη καταστροφή. Σε κρίσιμες φάσεις, όπου οι θεσμοί δεν χρήζουν απλώς διαχείρισης αλλά πρέπει να επινοούνται και να δημιουργούνται, τα πολιτικά αντανακλαστικά αποτυγχάνουν παταγωδώς.

Τη στιγμή που χρειάζεται η μέγιστη αποφασιστικότητα και τόλμη, το πολιτικό προσωπικό -χωρίς αυθόρμητες λαϊκές συναινέσεις και πάνω σ' ένα θολό συνονθύλευμα παθών- αισθάνεται χαμένο∙ παρουσιάζεται με ευαίσθητες δημοκρατικές φενάκες ως κήρυκας προϋποθέσεων που δεν υφίστανται.

Κανονικά, κάθε μέρα στην Ελλάδα θα έπρεπε να παίζεται ο ιψενικός «εχθρός του λαού». Αντίθετα, στη χώρα αναβαίνει καθημερινά το δράμα της βαθιάς αυτοεξαπάτησης. Το είδος που ζητάει τον εξευρωπαϊσμό του αλλά μαζί με το κουσούρι της ανεντιμότητας του δεξιού χεριού που αγνοεί τι κάνει το αριστερό - χωρίς να λογαριάσουμε τη θολή πολιτική δωροδοκία, την τακτοποίηση της αυθαιρεσίας και το σκληρό δημοσιονομικό χρήμα.

Η Ελλάδα έχει γίνει σύμβολο του περίεργου μείγματος πραγματισμού και ψευδαίσθησης, δημοκρατίας και προνομίου, βλακείας και ευπρέπειας, του λεπτού δικτύου συμβιβασμών πάνω στο οποίο κινεί τον εαυτό της σε γνωστά μπαζώματα.

Από τη μία πλευρά η κυβέρνηση θα πρέπει να εξηγήσει τις αντιφάσεις της πολιτικής της∙ την αποτυχία της να καταλάβει κάποιο από τα μαθήματα που της ήταν ανοιχτά. Ως μη όφειλε, όπως το παλαιό πολιτικό προσωπικό, αρνείται να καταβάλει το τίμημα του ξεβολέματος της κοινής γνώμης και των ψηφοφόρων που παραδίνονται σε ταξίματα, ανέξοδες υποσχέσεις και αποζημιώσεις.

Από την άλλη, η κοινή γνώμη, που ξυπνάει αίφνης γιατί πνίγεται, θα πρέπει να δει πως όλο το προηγούμενο διάστημα βρισκόταν πίσω από πολιτικές που ήταν εντελώς ασύμβατες μεταξύ τους. Μαζί με τους βαθμούς αυτοδιοίκησης οφείλει να αφυπνιστεί από τον δικό της λήθαργο των τελευταίων δεκαετιών.

Ευτυχώς, ο κόσμος αλλάζει. Και η Ελλάδα μαζί του. Οι έξεις δεν είναι μόνιμες. Μεταβάλλονται δύσκολα∙ όμως, αλλάζουν και εξαιτίας τέτοιων απροσδόκητων (;) καταστάσεων. Οι παρελθοντικές εμπειρίες, τα γεγονότα και οι θεομηνίες διαμορφώνουν τρέχουσες πρακτικές και το πλαίσιο της συναντίληψης και της δράσης μας γι' αυτές. Οι προκλήσεις είναι μεγάλες. Οι δυσκολίες θα οφείλονται -παραφράζοντας ελαφρώς τον Μπέρτραντ Ράσελ- κυρίως στην «απροθυμία της ανθρώπινης (διάβαζε της ελληνικής) φυλής να συναινέσει στη διάσωσή της».

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 25/11/2017.

Το απείκασμα της μνήμης

Το σύνθημα γεφυρώνει επάλληλους κόσμους. Αλλά η ερμηνεία του -σε ίδιους δρόμους, σε διαφορετικούς χρόνους- διαφέρει. Οι νέοι του 1973, στρατευμένοι, εξόριστοι, μισοπαράνομοι, χωρίς σχέδια μέλλοντος, δεν ένιωθαν ηττημένοι. Οι νέοι του 2017, νόμιμοι και φορολογικά ενήμεροι, νιώθουν ταπεινωμένοι, ηττημένοι, εξόριστοι στο σπίτι.

Οσο μεγαλώνουμε, το «Ψωμί - Παιδεία - Ελευθερία» της δικής μας ευθύνης, γίνεται γρίφος. Ενα οφειλόμενο απείκασμα του συρμού που, πολλές φορές, ακούστηκε εν κενώ, στα πέριξ του δημόσιου μνημειακού κτιρίου, παραδομένου στους αστικούς μύθους της Πατησίων πλάι στο Εθνικό Μουσείο.

Το Πολυτεχνείο κακοποιημένο, έδρα αυτιστικών μικροσυμμοριών και τρωκτικών, δίνει ελάχιστα σε σχέση με όσα θα 'πρεπε. Το ίχνος του, τόσο γενικό, σίγουρα είναι διαχρονικό. Οι αποχρώσεις του, όμως, καλούν για διαφορετικές μεταχειρίσεις του πληθυντικού επείγοντός του.

Το «Πολυτεχνείο του 1973» είναι μνήμη μιας νίκης. Στην πραγματικότητα, μιας μισονίκης για τη δημοκρατία και την εθνική αξιοπρέπεια. Το '73 κλονίστηκε μεν το καθεστώς Παπαδόπουλου, απονομιμοποιήθηκε το «πολιτικό» πείραμα της ψευδοκυβέρνησης Μαρκεζίνη, αλλά έφερε στο προσκήνιο τον πιο σκληρό δικτάτορα Ιωαννίδη και σήμανε την αρχή της κυπριακής τραγωδίας το 1974.

Αλλά ακόμα κι αν μιλάμε για νίκη, αυτή η νίκη, όπως φάνηκε εκ των υστέρων, δεν ήταν αμετάκλητη. Δεν θα ξαναδούμε εύκολα τανκς στην Αθήνα. Είδαμε όμως τι εστί μεταδημοκρατία: «Είστε ελεύθεροι να ψηφίσετε ό,τι θέλετε αλλά θα ακολουθείτε την πολιτική που εμείς θέλουμε».

Οπως ενοχλούσε και τότε, ενοχλεί και τώρα. Αλλά με αρκετές παραμορφώσεις. Καταλαμβάνει τον δημόσιο λόγο ως αναμνηστική τελετή του ξεσηκωμού των φοιτητών κατά της χούντας στη Νομική τον Φεβρουάριο του '73 και μετά, τον Νοέμβριο, στον χώρο του Πολυτεχνείου∙ με ανέξοδες κομματικές ανακοινώσεις, λίγη τσίκνα από βρόμικο, ανούσιο αντιαμερικανισμό και πολλούς σχολιασμούς και στεφάνια «υπέρ». Καταλαμβάνει τον μιντιακό και τηλεοπτικό του χρόνο με online αναμεταδώσεις, ανταποκρίσεις, παραπολιτικά, χιλιοπαιγμένα αφιερώματα.

Τι άλλαξε; Πολλά και τίποτα. Και αυτό λέει ότι δεν μπορείς πάντα να λογαριάζεις την ιστορία σου σαν σε πίνακα ενεργητικού και παθητικού, ακόμη και στα συμφραζόμενα ενός κόσμου που αλλάζει.

Ενα είναι σίγουρο: οι καμποτινισμοί των συνταγματαρχών, οι λαμπαδοφορίες, οι χαιρετισμοί «κλαρίνο», οι «παράτες», τα «εφ' όπλου», τα «επί δεξιά και επ' αριστερά» και λοιπά καψώνια που γέμιζαν τη Γυάρο και τις φυλακές, έχουν δώσει τη θέση τους στους καμποτινισμούς των νεοφιλελεύθερων φονταμενταλιστών, τα σενάρια των «success stories», τη «δημοσιονομική προσαρμογή», τη «μείωση των δημοσίων δαπανών», τις «μεταρρυθμίσεις» και τα νέου τύπου καψώνια που αύξησαν το χρέος και μείωσαν το ΑΕΠ. Το άλλο σίγουρο είναι, σχηματικά μιλώντας, ότι ο «επαναστατημένος κόκκινος» του '73 έγινε ο «κόκκινος δανειολήπτης» του 2017.

Ο χρόνος που διανύθηκε μας λέει επιπλέον ότι λειτούργησε περισσότερο ως κομματικός χρόνος διαμόρφωσης ψευδών συνειδήσεων, και λιγότερο ως αναστοχαστικός χρόνος. Η υπόθεση «Πολυτεχνείο» και η κληρονομιά του εκφράστηκε με αξιοζήλευτη ποικιλία συνθηματολογικών κλιμακώσεων, από τους «300 προβοκάτορες» της «Πανσπουδαστικής» του 1973 έως την ιαχή «Ο αγώνας τώρα δικαιώνεται» του 1981, με τον Α. Παπανδρέου να μιλάει για «πορεία του λαού που ανταποκρίνεται στο όραμα και τη θυσία της γενιάς του Πολυτεχνείου».

Ο ίδιος το 1990, καταπονημένος, συνοδευόμενος από τη Δήμητρα, δήλωνε ενώπιον της «Κεφαλής»: «Θα μείνουμε όρθιοι σε αυτές τις δύσκολες ώρες για τη χώρα μας, με εθνικούς κινδύνους, με καταστροφή του πραγματικού ιστού της οικονομίας μας, με κινδύνους, πραγματικά, πολιτικούς και κοινωνικούς, θα μείνουμε στις επάλξεις του αγώνα». Ποιος ήταν «ο αγώνας»; Η ενσωμάτωση στο πολιτικό σύστημα μερικών καταληψιών «ειδικού βάρους» (πες με Δαμανάκη).

Ισως, το μετέπειτα συλλήβδην «ανάθεμα» στο πνεύμα της φοιτητικής εξέγερσης και της Μεταπολίτευσης. Ακούστηκαν πολλά, και γράφτηκαν περισσότερα όλα αυτά τα χρόνια. Το κομματικό φοιτητικό κίνημα, με σταδιακή έκπτωση, ρητά ή άρρητα -με κύρια ευθύνη της Αριστεράς-, τοποθέτησε το άκοπο «Κατά της εντατικοποίησης» υψηλότερα από το δικαίωμα και την υποχρέωση στη μάθηση, στρώνοντας χαλί στην ΠΑΣΟΚοποίηση του κράτους και δίνοντας την ευχέρεια σε αγράμματους πυχιούχους -πολιτικούς και δημόσιους λειτουργούς- να συμβάλουν στη μεταπολιτευτική αναποτελεσματικότητά του.

Το άλλο σταθερό μοτίβο είναι ότι από τις «Επιχειρήσεις Αρετή» και τις άλλες προσπάθειες επεμβάσεων στα Εξάρχεια των Μποσινάκη και Αρκουδέα έως την ανόητη «ανομία των Εξαρχείων» της σημερινής Ν.Δ., η αποκωδικοποίηση του εξεγερσιακού της νεολαίας γίνεται αποκλειστικά υπό το πρίσμα του νόμου και της τάξης και όχι μέσα από την αποκωδικοποίηση του κοινωνικού και πολιτικού που γεννά το εξεγερσιακό.

Ετσι, ξανά, η μαθητική νεολαία –όλοι γεννημένοι μετά το 2000– θα ξαναγιορτάσει φέτος «το Πολυτεχνείο»... με τα γνωστά στερεότυπα, υπό τα σαλπίσματα της λιτότητας και τη βουβαμάρα για το άλυτο χρέος. Ενδεχομένως, γιορτάζει τη μετατροπή της στιγμιαίας δημιουργικής φαντασίας σε μακροχρόνια αποδημιουργία, καταστροφή και δυστοπία. Ισως, πάλι, όχι.

Το είχαμε γράψει και πέρυσι: Ο κύκλος «νεολαία» δεν έχει κλείσει – πρώτοι στην ανεργία, σε απώλειες δομών παιδείας, πρώτοι στο διώξιμο ταλαντούχων. Ο κύκλος μένει ανοιχτός, 44 χρόνια μετά.

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 17/11/2017.