Παρασκευή, 26 Απρίλιος 2024

Συγκλονιστική η ομιλία Μπουτάρη

Η ομιλία του Γιάννη Μπουτάρη για το Ολοκαύτωμα ήταν θαρραλέα και πραγματικά συγκλονιστική. Ο κ. Μπουτάρης είπε τις άβολες αλήθειες που μέχρι σήμερα κανένας επίσημος φορέας δεν ήθελε να παραδεχθεί. Τις αλήθειες που ακόμα και οι περισσότεροι Ελληνες Εβραίοι φοβούνταν να πουν δημόσια υπό τον φόβο του υφέρποντος αντισημιτισμού. Είπε όμως τις αλήθειες που εμείς, οι Ελληνες Εβραίοι της νέας γενιάς, έχουμε ακούσει από τους γονείς μας και τους ελάχιστους παππούδες μας που επέζησαν από το Ολοκαύτωμα.

Ισως η ομιλία του να δώσει το έναυσμα για μια αυτοκριτική της ελληνικής πολιτείας η οποία θα αρχίσει να επουλώνει τις πληγές που παραμένουν ανοιχτές εδώ και 73 χρόνια.

Τις πληγές που η περιφρόνηση των επιζώντων του Ολοκαυτώματος, η καταλήστευση της περιουσίας τους και η προστασία των συνεργατών των ναζί έχουν αφήσει ανοιχτές όλα αυτά τα χρόνια.

Οι παππούδες μας, οι γονείς μας αλλά και εμείς είδαμε τον αναθεωρητισμό της Ιστορίας από την πολιτεία και το ξέπλυμα των δωσιλόγων και των συνεχιστών τους από το πολιτικό σύστημα.

Είδαμε τους ηρωικούς συμπατριώτες μας, στους οποίους οφείλουμε την ύπαρξή μας, να υποφέρουν από τις εξορίες και τους διωγμούς.

Είδαμε τους ιδεολογικούς ηγέτες των νεοναζί να απαλλάσσονται από την ελληνική Δικαιοσύνη και ξεδιάντροπους αντισημίτες να μπαίνουν στη Βουλή εκπροσωπώντας διάφορα κόμματα.

Επιτέλους βλέπουμε τώρα να αρθρώνεται ένας άλλος λόγος από έναν αγαπητό και ανεξάρτητο δήμαρχο που φαίνεται αποφασισμένος να μιλήσει τη γλώσσα της αλήθειας, όσο κι αν αυτή πονάει.

Ελπίζω ότι μια κυβέρνηση νέων ανθρώπων, απαλλαγμένη από αντισημιτικά «βαρίδια», θα καλωσορίσει την ιστορική αλήθεια γκρεμίζοντας τους μύθους του παρελθόντος.

Λυπάμαι μόνο που δεν ζουν οι παππούδες μας για να απαλυνθεί λίγο ο πόνος με τον οποίο έφυγαν. Ζούμε όμως εμείς που θα κρατήσουμε τη μνήμη τους ζωντανή και θα αντισταθούμε στον αντισημιτισμό και σε κάθε μορφή ρατσισμού.

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 2/2/2018.

Η συγκλονιστική ομιλία Μπουτάρη για τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης

Με μια συγκλονιστική ομιλία έδωσε το "παρών" στα εγκαίνια του μουσείου του Ολοκαυτώματος στη Θεσσαλονίκη ο Δήμαρχος της πόλης, Γιάννης Μπουτάρης. Μια ομιλία που πραγματικά αξίζει να παραθέσουμε ολόκληρη.

"Ποιοι θρήνησαν το 1945 τους εξαφανισμένους γείτονές τους; Ποια μνημεία στήθηκαν; Ποιες τελετές έγιναν; Μόνη η κοινότητα, καθημαγμένη και ρακένδυτη πάλευε να ανασυστήσει την ύπαρξή της και να θρηνήσει τους νεκρούς της. Η πόλη, η κοινωνία, η χώρα ολόκληρη, αδιαφόρησαν. Κρύφτηκαν πίσω από το δάχτυλό τους. Έκαναν πως δεν ήξεραν τι συνέβη, ποιος το έκανε, ποιος βοήθησε, ποιος προστάτευσε όταν άλλοι, πολλοί γκρέμιζαν, έκαιγαν, έκλεβαν, καταλάμβαναν τον χώρο και τα υπάρχοντα των πολλών απόντων και των λιγοστών παρόντων", είπε μεταξύ άλλων με αίσθηση "αυτοκριτικής" για την πολιτεία εκείνης της εποχής και τους συμπατριώτες μας ως προς το πώς στάθηκαν απέναντι στις διώξεις των Εβραίων.

"Ο Δήμος Θεσσαλονίκης έχει ολοένα και μεγαλύτερη επίγνωση του βάρους της ιστορίας που η πόλη καλείται να σηκώσει. Τώρα που οι επιζώντες μάς αφήνουν και η σκυτάλη της μνήμης περνά σε όλους και όλες εμάς, ο Δήμος σκοπεύει να συνεχίσει να μετατρέπει τη σιωπή σε λόγο, λόγο παρηγορητικό, αλλά και λόγο θαραλλέο", ανέφερε ακόμη.

"Το Ολοκαύτωμα των Εβραίων της Ευρώπης, το Ολοκαύτωμα των δικών μας Εβραίων, δοκιμάζει τα όρια της λογικής. Και ο μόνος τρόπος να αναμετρηθούμε μαζί του είναι να αποδεχτούμε ότι θα είναι πάντα κομμάτι αυτού που είμαστε ως Θεσσαλονικείς, Έλληνες και Ευρωπαίοι: μια σκισμένη σελίδα γραμμένη σε μια άγνωστη γραφή, μια αλήθεια που περιμένει πάντα την αποκρυπτογράφησή της", κατέληξε.

Ολόκληρη η ομιλία Μπουτάρη:

"Κάποια στιγμή το καλοκαίρι του 1945 η Μπουένα Σαρφατή βγήκε από το σπίτι της. Εβραία, τριάντα ετών, Σαλονικιά πάππο προς πάππο, η Μπουένα είχε μόλις γυρίσει στη Θεσσαλονίκη έχοντας διαφύγει στο βουνό, πολεμώντας αρχικά με τον ΕΔΕΣ, μετά με το ΕΑΜ και, τελικά, δραπετεύοντας στην Παλαιστίνη. Ο αδερφός της Ελιάου, η αδερφή της Ρεγγίνα, η εκατοντάχρονη γιαγιά της Μίριαμ και οι θείες της δεν είχαν την ίδια τύχη. Από τα βαγόνι του τρένου που τους μετέφερε στο Άουσβιτς-Μπίρκεναου είδαν για τελευταία φορά την πόλη που αποκαλούσαν "Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων" μιαν ανοιξιάτικη μέρα του 1943. Λίγες ώρες μετά την άφιξή τους οδηγήθηκαν στα κρεματόρια μαζί με άλλες χιλιάδες ομοθρήσκους τους. Η ζωή τους και μαζί η ζωή της εβραϊκής Θεσσαλονίκης, της Θεσσαλονίκης μας, έγιναν στάχτη που σκορπίστηκε στις αφιλόξενες πεδιάδες της Πολωνίας.

Ηταν οι συγγενείς της Μπουένα "μάρτυρες"; Τους τιμούμε αν τους μνημονεύουμε έτσι; Μας τιμά να τους μνημονεύουμε έτσι; Η σημερινή «Ημέρα Μνήμης των Εβραίων Μαρτύρων και Ηρώων του Ολοκαυτώματος» μας προκαλεί να στοχαστούμε γύρω από το ερώτημα αυτό. Οι συγγενείς της Μπουένα όπως και όλοι οι άλλοι Εβραίοι της Ευρώπης δεν επέλεξαν να μαρτυρήσουν. Δεν επέλεξαν δηλαδή να θυσιάσουν συνειδητά τη ζωή τους για ένα υψηλότερο ιδανικό, τη θρησκευτική τους πίστη ή την ιδεολογία τους. Δεν διάλεξαν τον θάνατο, πολύ απλά γιατί δεν είχαν καν το δικαίωμα αυτής της επιλογής. Και για τον λόγο αυτό δεν τους αξίζει να τους αντιμετωπίζουμε σήμερα σαν άγιους, όλοι εμείς, Χριστιανοί και Ευρωπαίοι, που για αιώνες συχνά τους αντιμετωπίζαμε σαν διαβόλους. Άνθρωποι ήταν και αυτό ζητούσαν να είναι.

Κάποιοι ελάχιστοι, όπως η Μπουένα, γλύτωσαν. Μόλις χίλιοι θεσσαλονικείς Εβραίοι από τους 45 –και βάλε– χιλιάδες. Γλύτωσαν την εκτόπιση, το Άουσβιτς, την πορεία θανάτου, τα στρατόπεδα εργασίας. Γλύτωσαν γιατί άντεξαν την ανείπωτη βία, τους εξευτελισμούς, τα ιατρικά πειράματα, τους βιασμούς. Και αφού γλύτωσαν, επέστρεψαν στη γενέθλια πόλη. Ως ήρωες; Κάθε άλλο. Εβραίοι που είχαν διαφύγει στο βουνό, είχαν κρυφτεί στις πόλεις, ή αποδράσει στην Παλαιστίνη, αντιμετώπισαν όσους και όσες επέστρεφαν από τα στρατόπεδα ως προδότες, συνεργάτες των Γερμανών, τις δε γυναίκες ως πόρνες. Οι Χριστιανοί πάλι, είδαν στους επιζήσαντες "ανεκμετάλλευτα κομμάτια σαπουνιού" κατά την αναφορά αμερικανού δημοσιογράφου, μια απειλή από ένα παρελθόν που δεν έλεγε να πεθάνει. Ήρωες ήταν κατά τον Ελληνικό Βορρά μόνον εκείνοι οι πέντε νεαροί Εβραίοι που αφού πολέμησαν στο Αλβανικό Μέτωπο και επέζησαν στα κρεματόρια, έπεσαν τον Οκτώβριο του 1948 "ηρωϊκώς στις μάχες του Γράμμου και άλλων ορέων, ενώ εμάχοντο κατά των συμμοριτών".

Για την Μπουένα, μαρτύρια και ηρωισμοί είχαν εξίσου μικρή αξία καθώς προσπαθούσε να μαζέψει τα συντρίμμια και να ξαναχτίσει τη ζωή της από την αρχή. Πώς όμως να ένιωθε όταν ακόμη και οι πιο μικρές απολαύσεις άνοιγαν διάπλατα τα τραύματα του παρελθόντος; Πόσο αβάσταχτος πρέπει να ήταν ο πόνος της όταν ανακάλυπτε ότι το χάρτινο χωνάκι στο οποίο ο Αρμένης πωλητής ξηρών καρπών τής πρόσφερε μια Κυριακή απόγευμα τα αγαπημένα της στραγάλια, αυτό το χάρτινο χωνάκι ήταν στην πραγματικότητα ένα φύλλο χαρτί σκισμένο από την Παλαιά Διαθήκη της οικογένειάς της;

Το σκισμένο αυτό χαρτί είναι το παρελθόν της Μπουένα, αλλά και το παρελθόν της πόλης μας: ένα παρελθόν που μας καταδιώκει και μας στοιχειώνει. Είναι ένα παρελθόν σιωπηλό, αόρατο, αλλά παρόν. Είναι το μαρμαρόστρωτο προαύλιο του Αγίου Δημητρίου, φτιαγμένο από εκατοντάδες ταφόπλακες από το κατεστραμμένο από Γερμανούς και Έλληνες χριστιανούς υπαλλήλους του Δήμου εβραϊκό νεκροταφείο της πόλης, υλικό «άνευ αξίας» κατά τον επιβλέποντα της αναστύλωσης αρχαιολόγο Στυλιανό Πελεκανίδη. Είναι το Νοσοκομείο Αχέπα και το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο που οικοδομήθηκαν πάνω σε μια από τις σημαντικότερες νεκροπόλεις της Ευρώπης. Είναι οι εβραϊκές ταφόπλακες που στρώθηκαν μπροστά στο Στρατηγείο και πέριξ του Βασιλικού Θεάτρου, εκείνες που χρησιμοποίησε ο Δήμος Θεσσαλονίκης τον Νοέμβριο του 1948 για την κατασκευή οδών και πεζοδρομίων παρά τις έντονες διαμαρτυρίες της ισραηλιτικής κοινότητας. Είναι εκείνες οι ταφόπλακες που στοιβάζονταν σε δημόσια θέα μπροστά στο Λευκό Πύργο και στον περίβολο της Διεθνούς Έκθεσης ακόμη και μέχρι τον Δεκέμβρη του 1948. Είναι η ασημένια τσάντα, οικογενειακό κειμήλιο, που το 1946 η Μπουένα Σαρφατή είδε έκπληκτη να κρατά με στυλ μια χριστιανή οικογενειακή φίλη. Είναι το οικογενειακό χαλί που μια άλλη έκπληκτη Εβραία επιζήσασα αντίκρισε σε σπίτι χριστιανών οικογενειακών φίλων. Είναι το βιβλίο που βρέθηκε τυχαία, μόλις μια δεκαετία πριν, στη βιβλιοθήκη της Φιλοπτώχου Αδελφότητος Ανδρών Θεσσαλονίκης προτού επιστραφεί στο Εβραϊκό Μουσείο, μια πράξη που τιμά την Αδελφότητα.

Ποιοι θρήνησαν το 1945 τους εξαφανισμένους γείτονές τους; Ποια μνημεία στήθηκαν; Ποιες τελετές έγιναν; Μόνη η κοινότητα, καθημαγμένη και ρακένδυτη πάλευε να ανασυστήσει την ύπαρξή της και να θρηνήσει τους νεκρούς της. Η πόλη, η κοινωνία, η χώρα ολόκληρη, αδιαφόρησαν. Κρύφτηκαν πίσω από το δάχτυλό τους. Έκαναν πως δεν ήξεραν τι συνέβη, ποιος το έκανε, ποιος βοήθησε, ποιος προστάτευσε όταν άλλοι, πολλοί γκρέμιζαν, έκαιγαν, έκλεβαν, καταλάμβαναν τον χώρο και τα υπάρχοντα των πολλών απόντων και των λιγοστών παρόντων. Ο θρήνος άλλωστε ήταν ατομικός. Χρειάστηκε να περάσουν είκοσι περίπου χρόνια, να φτάσουμε στο 1962 για να γίνει ένα μνημείο στη μνήμη των θυμάτων. Πού; Μέσα στο νέο εβραϊκό νεκροταφείο, ωσάν το ζήτημα να αφορούσε μόνο συγγενείς και μέλη της εβραϊκής κοινότητας της πόλης.

Και όταν 35 χρόνια μετά έγινε επιτέλους πραγματικότητα ένα μνημείο σε δημόσιο χώρο, αυτό εξορίστηκε στις παρυφές του κέντρου σε σημείο δυσδιάκριτο. Και όταν το μνημείο αυτό επανατοποθετήθηκε επιτέλους στο φυσικό του χώρο, την Πλατεία Ελευθερίας, περισσότερο υπήρξε έκπληξη παρά ικανοποίηση. Επρεπε να φτάσει το 2004 για να καθιερώσει η Βουλή των Ελλήνων με ψήφισμα ομόφωνα την Ημέρα Μνήμης. Έπρεπε να φτάσει το 2011 για να υπάρξει αντίστοιχη μέρα μνήμης για την πόλη μας και το 2014 για να αποκτήσει το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης μνημείο που αναδεικνύει την καταστροφή του νεκροταφείου. Και ίσως να μην είναι τόσο μακριά η μέρα που θα δούμε μια αντίστοιχη αναθηματική πλάκα στον περίβολο του Αγίου Δημητρίου, στον "Άγιο Δημήτριο των νεκρών Εβραίων", στο πραγματικό εβραϊκό μαυσωλείο της Θεσσαλονίκης.

Ο Δήμος Θεσσαλονίκης έχει ολοένα και μεγαλύτερη επίγνωση του βάρους της ιστορίας που η πόλη καλείται να σηκώσει. Τώρα που οι επιζώντες μάς αφήνουν και η σκυτάλη της μνήμης περνά σε όλους και όλες εμάς, ο Δήμος σκοπεύει να συνεχίσει να μετατρέπει τη σιωπή σε λόγο, λόγο παρηγορητικό, αλλά και λόγο θαραλλέο. Επιθυμούμε η ανάπλαση της Πλατείας Ελευθερίας και το Μουσείο του Ολοκαυτώματος να αποτελέσουν το νέο μνημονικό άξονα της πόλης, την αφετηρία και την απόληξη της μεγάλης, πολυπολιτισμικής, χριστιανικής, μουσουλμανικής, και εβραϊκής διαδρομής της Θεσσαλονίκης.

Η Πλατεία Ελευθερίας είναι ένας χώρος δημοκρατίας, όπου το 1908 όλοι οι Θεσσαλονικείς, Μουσουλμάνοι, Χριστιανοί και Εβραίοι, πανηγύρισαν μαζί την ανακήρυξη του οθωμανικού συντάγματος. Είναι επίσης ένας χώρος ξεριζωμού και προσφυγιάς, το σημείο από όπου αναχωρούσαν το 1922-1923 οι μουσουλμάνοι παλιοί Θεσσαλονικείς και όπου ξεμπάρκαραν οι νέοι, οι Μικρασιάτες και Πόντιοι πρόσφυγες. Και είναι τέλος ένας τόπος μαρτυρίου, δημόσιου εξευτελισμού των θεσσαλονικέων Εβραίων, όπου το Μαύρο Σάββατο της 9ης Ιουλίου 1943 οι Γερμανοί διαπόμπευσαν μπροστά στα μάτια και ελλήνων χριστιανών 9.000 άρρενες Εβραίους.

Είναι ένας τόπος δύσκολος αυτή η πλατεία. Μας υπενθυμίζει ότι το Ολοκαύτωμα στη Θεσσαλονίκη είναι ο πιο βαρύς κρίκος σε μια μακρά αλυσίδα βίας και εξανδραποδισμού. Μας υπενθυμίζει ότι οι Εβραίοι της ήταν αδιάσπαστο κομμάτι ενός πολύχρωμου μωσαϊκού, ότι η «Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων» ήταν ταυτόχρονα και η «Βαβέλ της Μεσογείου». Επιθυμούμε η Πλατεία Ελευθερίας να είναι ένα σημείο όπου οι δύσκολες, τραυματικές μνήμες όλων των κατοίκων αυτής της πόλης δεν θα ανταγωνίζονται η μία την άλλη, αλλά αντίθετα θα συνυπάρχουν αρμονικά: θα συνδιαλέγονται ζωηρά και θα προωθούν μια κουλτούρα συνύπαρξης και αλληλοσεβασμού ώστε η βαριά κληρονομιά του παρελθόντος να μετατραπεί σε εφαλτήριο ενός καλύτερου μέλλοντος. Η νέα Πλατεία Ελευθερίας θα συμβολίζει την περηφάνια όλων των Θεσσαλονικών για την πόλη τους, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της.

Κάποιες εκατοντάδες μέτρα πιο πέρα, το Μουσείο του Ολοκαυτώματος θα συμβολίζει την ντροπή μας. Για όσα έγιναν, για όσα κάναμε, και κυρίως για όσα δεν μπορέσαμε ή δεν θελήσαμε να κάνουμε, γηγενείς και πρόσφυγες, δεξιοί και αριστεροί κατά και μετά τον πόλεμο. Το Μουσείο είναι μια οφειλή της πόλης αλλά και ένα προσωπικό στοίχημα για μένα. Είναι μια οφειλή στους Εβραίους της, ως θεσσαλονικείς, Έλληνες και Σεφαραδίτες. Το Μουσείο υπερβαίνει την πόλη και την Ελλάδα και επανεγγράφει τη Θεσσαλονίκη ως μητρόπολη των Σεφαραδιτών Εβραίων της Μεσογείου. Φιλοδοξεί να πει την άγνωστη ιστορία του Ολοκαυτώματος των Εβραίων της Μεσογείου και των Βαλκανίων, των σεφαραδιτών Εβραίων της Θεσσαλονίκης και της Κέρκυρας, των Χανίων και της Πάτρας, αλλά και του Βελιγραδίου, των Σκοπίων, του Μοναστηρίου, και του Σαράγεβο, της Τεργέστης και του Λιβόρνο. Ευελπιστεί να μετατρέψει τη σκισμένη σελίδα της Μπουένα Σαρφατή σε ιστορική γνώση. Να αναδείξει μια πτυχή του Ολοκαυτώματος που συχνά παραβλέπεται λόγω της έμφασης στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη και με τον τρόπο αυτό να καταστήσει τη Θεσσαλονίκη τόπο μνήμης αλλά και κέντρο έρευνας και μελέτης διεθνούς ακτινοβολίας. Και, τέλος, ευελπιστεί να γίνει ένας χώρος όπου οι πολίτες όλης της γης, ειδικά οι νέοι θα μαθαίνουν τα αποτελέσματα της καταπάτησης των ανθρώπινων δικαιωμάτων.

Πολλοί μας ρωτούν γιατί. Γιατί αυτή η όψιμη έμφαση στην ιστορία και τη μνήμη των θεσσαλονικιών Εβραίων; Η βεβήλωση του μνημείου του Ολοκαυτώματος μόλις την προηγούμενη Κυριακή και ο εμπρησμός της ιστορικής κατοικίας μιας εβραίας και μουσουλμάνας θεσσαλονικιάς, θα αρκούσαν θαρρώ ως απάντηση. Αλλά, προσωπικά, προτιμώ να απαντήσω παραφράζοντας τον Πρίμο Λέβι. "Εδώ, δεν υπάρχουν γιατί", του απάντησε ο Γερμανός φρουρός, μόλις ο Λέβι έφθασε στο Άουσβιτς. "Εδώ, δεν υπάρχουν γιατί" θα μπορούσα να απαντήσω και εγώ σε όσους παραξενεύονται με την επιμονή μου. Το Ολοκαύτωμα των Εβραίων της Ευρώπης, το Ολοκαύτωμα των δικών μας Εβραίων, δοκιμάζει τα όρια της λογικής. Και ο μόνος τρόπος να αναμετρηθούμε μαζί του είναι να αποδεχτούμε ότι θα είναι πάντα κομμάτι αυτού που είμαστε ως Θεσσαλονικείς, Έλληνες και Ευρωπαίοι: μια σκισμένη σελίδα γραμμένη σε μια άγνωστη γραφή, μια αλήθεια που περιμένει πάντα την αποκρυπτογράφησή της".

*Δημοσιεύτηκε στο news247 στις 31/1/2018.

Αν ο Τσίπρας κάνει πίσω στο Σκοπιανό, κινδυνεύει να γίνει μπούμερανγκ για τη χώρα

Ο καθηγητής πολιτικής ιστορίας και αντιπρόεδρος του ΕΛΙΑΜΕΠ, αν και πιστεύει ότι «ανοίξαμε μια ανόητη ιστορία», κρίνει ότι τώρα είναι η ώρα να λυθεί μια και καλή το ζήτημα.

Και μιλά για ευτυχείς και δυστυχείς συγκυρίες, με αφορμή την έκδοση του τελευταίου του βιβλίου «Ελευθέριος Βενιζέλος: Ο οραματιστής του εφιτκού» (εκδόσεις Μεταίχμιο)

- Κύριε Βερέμη, το καινούργιο σας βιβλίο αφορά στον Ελευθέριο Βενιζέλο. Τις μεγάλες προσωπικότητες, τις γεννά η εποχή τους; ...

«Ο Ελευθέριος Βενιζέλος έχει κριθεί από την ιστορία: Αν είμαστε ό,τι είμαστε σήμερα, σε μεγάλο βαθμό το χρωστάμε σ΄εκείνον. Η εποχή παίζει έναν ρόλο αλλά είναι και μια ευτυχής σύμπτωση, ένας άνθρωπος με τέτοιες ικανότητες να γεννηθεί και να βρεθεί την κατάλληλη στιγμή στη χώρα. Οπως υπάρχουν και ατυχείς συγκυρίες».

- Τώρα ζούμε μια ατυχή συγκυρία;

«Ναι, γιατί δεν έχουμε ηγεσίες ανάλογες με τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει. Μπορεί βέβαια να αλλάξει αυτό. Αυτά τα πράγματα αλλάζουν από τη μια στιγμή στην άλλη».

- Πράγματι, πιστεύετε, ότι είναι τώρα η ώρα να λυθεί στο Σκοπιανό;

«Βέβαια και είναι τώρα. Γιατί είναι η στιγμή που η Αμερική ασκεί πίεση στη γειτονική μας χώρα να δεχτεί μια σύνθετη ονομασία. Αυτό ήταν το δικό μας το ζητούμεμο. Και η Ντόρα Μπακογιάννη το είχε πει πριν από δέκα χρόνια αλλά και όλοι, νομίζω, ότι κινούμαστε σ΄αυτή την κατεύθυνση. Και τώρα ξαφνικά θυμηθήκαμε τα προ 25ετίας κι ότι δεν θέλουμε να υπάρχει το όνομα Μακεδονία. Ελεος πια... Δεν θα βάλουμε μυαλό...».

- Πώς κρίνετε τη στάση του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα;

«Ο πρωθυπουργός, πρώτον, δεν αντιβαίνει τις πεποιθήσεις του κόμματός του ως προς το θέμα της σύνθετης ονομασίας, άρα είναι συνεπής με αυτό. Και δεύτερον κάνει και μία ζημιά στη Νέα Δημοκρατία στην εσωτερική της ενότητα. Αρα με ένα σμπάρο, δύο τριγόνια. Εξυπνη κίνηση εκ μέρους του. Εγώ είμαι υπέρ αυτής της ενέργειας και λέω μπράβο του που το έκανε. Ωστόσο φοβάμαι μήπως ο Τσίπρας παρασυρθεί από τα πλήθη που θα κραυγάζουν στο Σύνταγμα και πει "τι θέλουμε και μπλέκουμε τώρα" και κάνει πίσω. Για να μην χάσει ψηφοφόρους. Πράγματι αυτό με φοβίζει. Η άλλη εκδοχή είναι να πανηγυρίσει ότι έλυσε το πρόβλημα».

- Μπορεί δηλαδή να την κάνει την κωλοτούμπα...

«Ναι, όλα είναι πιθανά και το φοβάμαι. Ελπίζω να το ξεπεράσει, βλέποντας το θετικό της ιστορίας. Δεν θα την ξαναβρούμε αυτή την ευκαιρία. Αλλιώς η συνέχεια προοιωνίζεται άσχημη. Γιατί θα πούνε οι Αμερικανοί, αφού οι Ελληνες δεν το θέλουν αλλά το θέλουν οι άλλοι, ας πάμε με τους άλλους, τους καλούς. Και θα πάρουν την ενδιάμεση συμφωνία ως πρόκριμα και θα τους βάλουν ούτως ή άλλως στο ΝΑΤΟ. Ανοίξαμε μια ανόητη ιστορία που και την κυβέρνηση θα βλάψει και την αντιπολίτευση. Ο κόσμος αντέδρασε συσσωρεύοντας την κόντρα. Αν και ήταν μια καλή ενέργεια από πλευράς του Αλέξη Τσίπρα, αν δεν ολοκληρωθεί κινδυνεύει να γίνει μπούμερναγκ για τη χώρα. Είμαστε επί ξηρού ακμής. Ελπίζω να σοβαρευτούμε...».

- Και οι αντιδράσεις του κυρίου Καμμένου;

«Τον κύριο Καμμένο τον ξέρουμε, χρόνια. Δεν αποτελεί έκπληξη. Αλλά δεν σκοπεύει να φύγει από την κυβέρνηση γι΄αυτόν τον λόγο. Πότε θα ξαναγίνει υπουργός Εθνικής Αμύνης; Συνεπώς, δεν έχει να χάσει τίποτα. Εριξε και μια ρουκέτα περί εθνοπατριωτισμού. Δυστυχώς, ο κίνδυνος είναι, λόγω των οικονομικών, κυρίως, προβλημάτων, να μετατεθεί το μένος ενός μεγάλου μέρους της κοινωνίας, σ΄αυτή τη λύση. Είναι κακό να μπλέξουμε τη δυσαρέσκεια για την οικονομική μας κατάντια με το ζήτημα της λύσης της σύνθετης ονομασίας».

- Τα συλλαλητήρια τι δείχνουν;

«Τα συλλαλητήρια είναι δικαίωμα του λαού. Σαφώς είναι αντισυστημική αυτή η εκδήλωση. Ο κόσμος πηγαίνει για να εκφράσει και την αντιθεσή του στην κυβέρνηση. Κι είναι αστείο: Εγώ που δεν είμαι υπέρ της κυβέρνησης, σ΄αυτό το ζήτημα λέω να προχωρήσει και να τελειώνουμε. Μετά από χρόνια ανοησίας φτάσαμε επιτέλους σε μια συναίνεση».-

- Ο κίνδυνος από την πιθανή σαλαμοποίηση του ζητήματος, έτσι όπως εκφράζεται από την αξιωματική αντιπολίτευση και την αντιπολίτευση γενικώς, δεν σας προβληματίζει;

«Πρέπει να δούμε τι πακέτο θα μας φέρουν. Το θέμα του αλυτρωτισμού που σωστά επισημαίνει η αντιπολίτευση είναι πολύ σοβαρό. Είναι καλό να μην υπάρχουν αλυτρωτικές νύξεις. Θυμάμαι, πριν από χρόνια, είχαμε βρεθεί με τον Γκλιγκόροφ σε ένα συνέδριο και του είπα γιατί κάνει αυτές τις κίβδηλες αναφορές στην αρχαιότητα. Συμφώνησε λέγοντάς μου ότι είναι Σλάβοι και δεν έχουν καμία σχέση με τους αρχαίους Ελληνες. "Αλλά όλοι αυτοί οι νέοι θέλουν παραμύθια, θέλουν τον Μεγαλέξανδρο", μου είπε».

- Μακεδονικό έθνος υπάρχει;

«Ιστορικά όχι. Τώρα όμως δημιουργήθηκε. Η Αμερική είναι το απόλυτο παράδειγμα έθνους».

- Την στάση της εκκλησίας στο ζήτημα, πως τη σχολιάζετε;

«Η εκκλησία έχει χάσει τον μπούσουλα. Αλλά αυτό συμβαίνει από τότε που εκκλησία και κράτος πάνε μαζί. Κι αυτό είναι το δράμα για την εκκλησία».

- Ηταν, είναι, λάθος η στάση του Ιερώνυμου; Η ταύτισή του με την κυβέρνηση;

«Από τη φύση του είναι ένας μετριοπαθής άνθρωπος ο Ιερώνυμος. Ωστόσο με τη στάση του αυτή μπέρδεψε τον κόσμο. Αυτές οι εμπλοκές μπερδεύουν τον κόσμο. Επρεπε να κρατηθεί μακριά και να μην μπει στην πολιτική. Η εκκλησία ασχολείται με τη σωτηρία της ψυχής μας. Μας παρηγορεί επειδή θα πεθάνουμε. Καλό θα ήταν να μην είχε πάρει θέση υπέρ ή κατά του συλλαλητηρίου».

- Εθνικισμός και φιλοπατρία: Μπερδεύτηκαν οι δύο έννοιες;

«Ο εθνικισμός έπαιξε έναν θετικό ρόλο όταν η χώρα μας επαναστάτησε εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τότε ήταν μια νεωτερική ιδεολογία για να πει στους Ελληνες ότι έχετε δικαίωμα να αυτοπροσδιορίζεστε. Και καλώς έγινε. Από εκεί και πέρα αν σε κάθε βήμα βγάζεις τον εθνικισμό σαν ελιξήριο της αιώνιας νεότητάς σου, δεν γίνεται δουλειά».

 *Δημοσιεύτηκε στην iefimerida στις 29/1/2018. 

Η διέξοδος της αναθεώρησης τους Συντάγματος

Υπάρχει μέλλον έτσι όπως λειτουργεί σήμερα η πολιτική στην Ελλάδα; Σε σχέση με τις διαπιστώσεις και την δικαιολογημένα έκδηλη απαισιοδοξία του κ. Γιάννη Λούλη (βλ. άρθρο του στην «Καθημερινή» 23-24 Δεκ. 2017, με τίτλο «Ποιό μέλλον με αυτό το κομματικό σύστημα;»), θα ήθελα να σημειώσω τα εξής:

-Οι γνωστές «ρίζες του κακού», δεν αφορούν μόνο την μεταπολιτευτική περίοδο, η ιστορική έρευνα έχει αποδείξει ότι τα φαινόμενα αυτά υπάρχουν από καταβολής του ελληνικού κράτους.

-Οι κοινωνικές συμπεριφορές αλλάζουν είτε χάριν παιδείας, είτε λόγω βιαίων εξελίξεων (πόλεμοι, ήττες, καταστροφές, κλπ). Η κατάσταση στην παιδεία είναι γνωστή και δεν θέλουμε σήμερα νέες τραγωδίες. Αυτά που ζούμε ως χώρα είναι ήδη πολλά και δύσκολα.

-Αφού λοιπόν δεν ελπίζουμε ότι με τις σημερινές νοοτροπίες θα αλλάξουν τα πολιτικά κόμματα, τότε πάμε στον άλλο πόλο, τις δομές. Θα έλεγα χάριν συντομίας, τους πολιτειακούς θεσμούς, αυτό είναι το κύριο ζήτημα. Υπάρχει τρόπος διεξόδου κι αυτός είναι η αναθεώρηση του Συντάγματος.

-Με την αλλαγή του Συντάγματος θα προκύψει αναγκαστικά μια νέα δυναμική. Το σύστημα της Προεδρικής Δημοκρατίας μπορεί να δημιουργήσει μια νέα πολιτική κατάσταση, περιορίζοντας τον ρόλο των κομμάτων, ενδυναμώνοντας τον ρόλο των πολιτών και ενισχύοντας των ρόλο της Βουλής.

-Κυρίως όμως μια τέτοια συνειδητή, δημοκρατική και ριζική αλλαγή μπορεί να δημιουργήσει ελπίδες για μια άλλη, υπεύθυνη συμπεριφορά του κράτους, της διοίκησης, των επιχειρήσεων, της οικογένειας, των πολιτών. Μπορεί να ξεκινήσει μια νέα περίοδος, αυτή της 4ης Ελληνικής Δημοκρατίας, και να αναδειχθεί μια νέα Ελλάδα, απαλλαγμένη αφενός από τις κακές συνήθειες του παρελθόντος και εμπλουτισμένη αφετέρου με τα διδάγματα της κρίσης.

Και το κύριο είναι ακριβώς αυτό, η δημιουργία ελπίδας για το αύριο.

*Δημοσιεύτηκε στην huffington post στις 24/12/2017. 

Ολοκαύτωμα: τραύμα και στίγμα

Πρέπει να διαβάζουμε την Ιστορία προς τα πίσω; Μετά το Αουσβιτς δεν μπορεί πλέον να γράψει κανείς ποιήματα, είχε πει ο Αντόρνο∙ μετά τα κρεματόρια, μόνο η Ιστορία βοηθάει. Η Ευρώπη, το μεγαλύτερο επίτευγμα, είχε υποθηκευτεί: την ένωσαν τα σύμβολα του τρομερού παρελθόντος της.

«Αν οι Ευρωπαίοι διατηρήσουν ζωντανό αυτόν τον δεσμό, αν το παρελθόν της Ευρώπης θέλει να παρέχει ηθικό σκοπό στο παρόν, τότε αυτό το παρελθόν θα πρέπει να διδάσκεται από την αρχή... Η "Ευρωπαϊκή Ενωση" μπορεί να είναι μια απάντηση στην Ιστορία, αλλά δεν θα γίνει ποτέ υποκατάστατό της». Ετσι έκλεινε το μνημειώδες έργο του «Η Ευρώπη μετά τον Πόλεμο» (εκδ. Αλεξάνδρεια) ο ιστορικός Τόνι Τζαντ.

Τα εργοστάσια θανάτου, όπου σε λίγες ώρες εξολοθρεύονταν χιλιάδες άνδρες, γυναίκες, παιδιά, είναι κάτι που κανείς δεν πρέπει να ξεχάσει. Η 27η Ιανουαρίου επιλέχθηκε ως Διεθνής Ημέρα Μνήμης των Θυμάτων του Ολοκαυτώματος: την ημέρα εκείνη του 1945, τα σοβιετικά στρατεύματα απελευθέρωσαν το μεγαλύτερο στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Πολωνία, το Αουσβιτς-Μπίρκεναου.

Ο όλεθρος των «πρόθυμων δημίων» ήταν απότοκος της διδασκαλίας του μίσους∙ της κατασκευής του «εχθρού» που, μαζί με τα τρένα και τα τάγματα θανάτου, πήρε τη μορφή χιονοστιβάδας γεγονότων που φαίνονταν αδιανόητα. Αλλά έγιναν. Η καταστροφικότητα των μέσων συνέπεσε απολύτως με την καταστροφικότητα του σκοπού.

Ολα ήταν γραμμένα πολύ πριν από το 1939, όταν άρχισε επίσημα ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος. Απλά ο κόσμος δεν είχε διαβάσει εγκαίρως το μήνυμα. Οι διωγμοί είχαν αρχίσει πριν από την άνοδο του Χίτλερ στην Καγκελαρία το 1933. Απλώς, τον Αύγουστο του 1939 ο Χίτλερ έριξε το «ready made» του κράτους που θα αποκόμιζε οφέλη από τον πόλεμο. «Ο άνθρωπος οφείλει να αγωνίζεται ώστε να κλείσει την πόρτα της καρδιάς του στο έλεος – πρέπει να γίνει ανελέητος».

Ποια ήταν τα στάδια; Ο αντισημιτισμός, που υπεράσπιζε μια μυθική εθνική κοινότητα ομοιογενών και «ανώτερων» από τους «κατώτερους», τους χειρότερους εχθρούς της, αλλά και οι πολιτικές του χιτλερικού καθεστώτος μετά το 1933. Οι περίπου 500.000 Γερμανοεβραίοι μετατράπηκαν σε αποδιοπομπαίους για όλα τα δεινά που αντιμετώπιζε η Γερμανία: κατηγορήθηκαν ως υπαίτιοι για την ήττα στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, για τον υπερπληθωρισμό (1921-1923) και για τη Μεγάλη Υφεση του 1930. Οι Εβραίοι ήταν οι πρώτοι που βίωσαν πογκρόμ εξόντωσης.

Ακολούθησαν οι Νόμοι της Νυρεμβέργης του 1935∙ και η Νύχτα των Κρυστάλλων το 1938, η οποία έσπασε το τελευταίο χαλινάρι. «Ουαί και αλίμονο αν έστω κι ένας από αυτούς ή τους πληρωμένους από αυτούς συνεργούς τους τολμήσει να σηκώσει το φονικό του χέρι ενάντια σε έναν Γερμανό! Οχι ένας, αλλά όλοι οι Εβραίοι θα κριθούν ένοχοι έστω και για έναν νεκρό ή τραυματισμένο Γερμανό... Υπάρχει ένα μόνο δίκαιο, το δικό μας δίκαιο... και εμείς θα αποφασίσουμε πότε και πώς θα γίνει πράξη...

Καμία επίγεια δύναμη δεν μπορεί να μας σταματήσει. Θα επιλύσουμε διά παντός το εβραϊκό ζήτημα...» («Das Schwarze Korps», επίσημη εφημερίδα των SS, Νοέμβριος 1938). Η απόφαση να εξολοθρευτούν όλοι οι Εβραίοι και οι κομμουνιστές έγινε ολοφάνερη κατά την εξέλιξη της Επιχείρησης Μπαρμπαρόσα στη Ρωσία. Είχε μεσολαβήσει το «Σχέδιο Μαδαγασκάρη», σύμφωνα με το οποίο, μετά την πτώση της Γαλλίας, η νήσος Μαδαγασκάρη θα ετίθετο στη δικαιοδοσία του Γ' Ράιχ και θα μετατρεπόταν σε απέραντο στρατόπεδο που θα εποικιζόταν από τα εκατομμύρια των Εβραίων της Ευρώπης.

Το σχέδιο εγκαταλείφθηκε στη Διάσκεψη του Βάνζεε το 1942 όπου ετέθη το θέμα της Τελικής Λύσης του Εβραϊκού Ζητήματος: της επιτομής της γενοκτονίας. «Τι θα κάνουμε με τις γυναίκες και τα παιδιά; Αποφάσισα να βρω μια εντελώς ξεκάθαρη λύση και για αυτό το θέμα.

Θεωρώ ότι δεν έχω κανένα δικαίωμα να ξεριζώσω (ausrotten) τους άντρες -με άλλα λόγια, να τους σκοτώσω ή να βάλω να τους σκοτώσουν- και να αφήσω πίσω τους εκδικητές με τη μορφή παιδιών να μεγαλώσουν και να αναμετρηθούν με τους γιους και τα εγγόνια μας. Επρεπε να παρθεί η δύσκολη απόφαση να εξαφανιστούν οι άνθρωποι αυτοί από το πρόσωπο της γης» (Χάινριχ Χίμλερ, αρχηγός των SS, Οκτώβριος 1943).

Η Χάνα Αρεντ δίνοντας διαχρονικό περιεχόμενο στη σύλληψη της «περιττής ανθρωπότητας» έγραφε: «Το στρατόπεδο συγκέντρωσης στη ναζιστική Ευρώπη υπήρξε το εργαστήρι στο οποίο αναπροσδιορίστηκε το ποιος λογίζεται ανθρώπινο ον και ποιος όχι. Η ουσία του έγκειται στην προσπάθεια να αφαιρεθεί η ανθρώπινη ιδιότητα και να καταστήσει ομάδες ανθρώπων περιττές».

Ο δε επιζών Πρίμο Λέβι άφησε ένα επιμύθιο: «... ένας πολιτισμένος λαός, που μόλις είχε αφήσει πίσω του την πολιτισμική άνθηση της Βαϊμάρης, έτρεξε πίσω από έναν τσαρλατάνο... Κι όμως, ο Χίτλερ κέρδισε την απόλυτη υπακοή και εγκωμιάστηκε μέχρι την καταστροφή. Συνέβη, μπορεί να συμβεί ξανά. Αυτή είναι η ουσία των όσων μπορούμε να πούμε».

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 26/1/2018. 

Οι πόλεμοι της νοημοσύνης

Οι χώρες που υποτιμούν την αριστεία και αδιαφορούν για τα εκπαιδευτικά τους συστήματα οδηγούνται με γρήγορους ρυθμούς σε ένα καταστροφικό περιθώριο.

Είναι χειρουργός, νευρολόγος, συγγραφέας, επιχειρηματίας και ο άνθρωπος που καθημερινά ασχολείται με την τεχνητή νοημοσύνη. Σε τελευταίο βιβλίο του, με τίτλο Ο Πόλεμος της Νοημοσύνης (La guerre des intelligences, εκδόσεις J.C.Lattes), ο δρ. Λωράν Αλεξάντρ (Laurent Alexandre) κρούει τον κώδωνα του κινδύνου.
«Η τεχνητή νοημοσύνη (ΤΝ)», μάς λέει, «ανατρέπει τα πάντα στην ζωή του ανθρώπου. Η ισχύς των υπολογιστών δεν θα πάψει, ως φαίνεται, να προοδεύει και, αν δεν ληφθούν μέτρα προσαρμογής σε αυτήν, οι επιπτώσεις του φαινομένου θα είναι δραματικές. Η ήδη παρατηρούμενη έκρηξη της ΤΝ γεννήθηκε από την ικανότητα των υπολογιστών να ενσωματώνουν εκατομμύρια δισεκατομμυρίων δεδομένα της εποχής των Big Data. Έχουμε έτσι το φαινόμενο της "βαθειάς μάθησης" (deep learning), μέσω του οποίου η ΤΝ βιομηχανοποιείται και αποτελεί ήδη κορυφαίο συντελεστή παραγωγής απίστευτου πλούτου».
Και όχι μόνον. Αυτή η βιομηχανοποίηση της ΤΝ, επειδή παράγει απίστευτο πλούτο με μεγάλη ταχύτητα, είναι σήμερα και η κατ' εξοχήν πηγή μεγάλων ανισοτήτων. Κάτι που πεισματικά αρνούνται να καταλάβουν τόσον οι πολιτικοί όσο και οι περισσότεροι επώνυμοι οικονομολόγοι. Έτσι, στην παραγωγή πλούτου, για παράδειγμα, δεν λαμβάνουν υπ' όψιν τους ένα πολύ απλό γεγονός: Πώς γίνεται και 135 ερευνητές-παραγωγοί λογισμικού στην Microsoft παράγουν μέσα σε έναν χρόνο 100 φορές περισσότερο πλούτο απ' ό,τι 200.000 εργαζόμενοι στην βιομηχανία Ρενώ; Παράλληλα, μοιράζονται μέρος του πλούτου αυτού, με αποτέλεσμα η μέσα ετήσια αμοιβή της εργασίας στα ερευνητικά κέντρα της Microsoft, της Google ή της Intel να είναι από δέκα έως και τριάντα φορές υψηλότερη από την αντίστοιχη ενός εξειδικευμένου εργαζόμενου στην αυτοκινητοβιομηχανία.
«Φανταστείτε», μάς λέει ο δρ. Λωράν Αλεξάντρ, «ότι η What's Up, μία εταιρεία που απασχολεί 55 άτομα συνολικά, εξαγοράστηκε ως γνωστόν προς 23 δισεκατομμύρια δολλάρια από την Facebook ύστερα από δύο χρόνια ύπαρξής της. Με διαφορετικά λόγια, η προστιθέμενη αξία της εταιρείας αυτής ήταν σχεδόν ίση με την αντίστοιχη 200.000 εργαζομένων στην Πεζώ τα 100 τελευταία χρόνια ... Πρέπει επιτέλους να το καταλάβουν οι πολιτικοί και οι επιχειρηματίες ότι μπήκαμε σε μία νέα και ανατρεπτική εποχή, όπου η ΤΝ αλλάζει όλους τους κανόνες του παιχνιδιού. Η ΤΝ επηρεάζει δραματικά πλέον και τους ανθρώπινους δείκτες ευφυΐας, είναι έτσι και ένα νευρο-ψυχολογικό φαινόμενο που θα επιφέρει σοβαρές επιπτώσεις και στην ιατρική επιστήμη. Κάθε χρόνο που περνάει, η ικανότητα μάθησης της ΤΝ πολλαπλασιάζεται επί 100. Την ώρα λοιπόν που κανονικά χρειάζονται περί τα 30 χρόνια για να εκπαιδευτεί και να μορφωθεί ένας μηχανικός, η ΤΝ μπορεί αυτό να το πετύχει μέσα σε μερικές ώρες. Κατά συνέπεια, έχουμε επίσης δραματικές εξελίξεις τόσο στο γνωστικό επίπεδο όσο και σε αυτό της αγοράς εργασίας».
Δυστυχώς, υποστηρίζει ο Γάλλος χειρουργός και συγγραφέας, τα εκπαιδευτικά συστήματα βρίσκονται πάνω από 100 χρόνια μακριά από τις εξελίξεις αυτές. «Οι μόνοι που το έχουν συνειδητοποιήσει είναι ορισμένοι Ασιάτες πολιτικοί και επιχειρηματίες, γι' αυτό και επενδύουν μαζικά στην γνώση, στις δεξιότητες και στα ταλέντα. Στην Σιγκαπούρη, λόγου χάρη, οι δάσκαλοι και οι καθηγητές όχι μόνον χαίρουν πολύ υψηλού κύρους, αλλά πληρώνονται ίσως και τρεις φορές παραπάνω από ανώτερα και ανώτατα στελέχη επιχειρήσεων, υπουργούς και άλλους κρατικούς λειτουργούς. Η πολιτική εξουσία θεωρεί ότι έχουν τεράστιο έργο να επιτελέσουν, τούς εμπιστεύεται τους νέους και τα μυαλά τους και τα αποτελέσματα είναι ήδη χειροπιαστά. Η μικρή αυτή χώρα είναι ο πρώτος εξαγωγέας γνώσης στον κόσμο, με κόστος το οποίο μετά βίας φθάνει το 10% της συνολικής υπεραξίας που αποκομίζει», μάς τονίζει ο δρ. Λωράν Αλεξάντρ.
Θα πρέπει να υπογραμμίσουμε, από την άποψη αυτή, ότι η Σιγκαπούρη πρωτοπορεί στο αποκαλούμενο «deep learning», που στην ουσία είναι ένα σύστημα μάθησης το οποίο εδράζεται σε ένα κύκλωμα «τεχνητών νευρώνων», ψηφιακών, οι οποίοι επιτρέπουν σε έναν υπολογιστή να αποκτήσει ορισμένες ιδιότητες του ανθρώπινου εγκεφάλου. Όπως τονίζει ο δρ. Λωράν Αλεξάντρ, «το 2030 το σύστημα αυτό θα έχει μπει στην τρίτη φάση του, στο πλαίσιο της οποίας τα μωρά θα μπορούν να προγραμματίζονται γι' αυτά που θα πρέπει να μάθουν».
Στην ελληνική εκπαίδευση έχει ακούσει κανείς κάτι απ' όλα αυτά που προηγούνται;

*Δημοσιεύτηκε στην "Ναυτεμπορική" στις 2/1/2018. 

Να μιλήσουμε για το κοινωνικό ζήτημα

Κάποια στιγμή είχε γίνει ο εξής διάλογος ανάμεσα στον περίφημο ντετέκτιβ Σέρλοκ Χολμς και τον κ. Λεστρέιντ της Σκότλαντ Γιαρντ, μια νύχτα που ο Λεστρέιντ από αμηχανία μιλούσε για τον καιρό και τις εφημερίδες. Ο Χολμς τον κοιτούσε επίμονα.
-Τίποτα αξιόλογο σ' εκκρεμότητα; είχε ρωτήσει.
-Α, όχι, κύριε Χολμς, τίποτε ιδιαίτερο!
-Τότε μιλήστε μου γι' αυτό.

Ας μιλήσουμε λοιπόν γι' αυτό. Το μόνο σίγουρο είναι ότι το σύνολο των ενηλίκων του πλανήτη έχει γεννηθεί τον 20ό αιώνα. Το 2018 είναι σημαντικό γιατί, τυπικά, θα μπει στη χορεία των ενηλίκων η πρώτη φουρνιά όσων γεννήθηκαν τον 21ο αιώνα, με μόνο ένα καθήκον: «γήρανση το συντομότερο δυνατό». Γιατί το λέω αυτό; Σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση για την Παγκόσμια Ανισότητα του 2018, απλά, πλουτίζουν οι πλούσιοι και φτωχαίνουν οι περισσότεροι. Ποιοτικά παρόμοιες, αν και λιγότερο έντονες, τάσεις χαρακτηρίζουν το σύνολο των χωρών της Ευρώπης, όπως η Γαλλία, η Γερμανία αλλά και το Ηνωμένο Βασίλειο. Για την Ελλάδα, οι οικονομικοί-κοινωνικοί δείκτες είναι γνωστοί. Δεν χρειάζεται επανάληψη η ανεργία και η φτώχεια.

Αλλά αν μιλήσει ο Λα Ροσφουκό από τον μακρινό 17ο αιώνα, θα μας πει ότι σήμερα «ενοχλούμαστε συχνά μ' αυτούς που διαπραγματεύονται διότι, πάντοτε σχεδόν, θυσιάζουν το συμφέρον των φίλων τους στο συμφέρον της επιτυχίας των διαπραγματεύσεων, οι οποίες μετατρέπονται, τελικά, σε δικό τους συμφέρον, μιας που θα έχουν την τιμή να λένε ότι πέτυχαν σε αυτό που είχαν αναλάβει».

Λοιπόν, «διασώθηκε» η Ελλάδα αλλά όχι οι Ελληνες. Κι αν θέλουμε να μιλήσουμε για το σχετικά πρόσφατο παρελθόν, το πράγμα φάνηκε από τη μήτρα του. Με την κρίση των ενυπόθηκων δανείων στις ΗΠΑ, το κράτος και η Ομοσπονδιακή Τράπεζα διέσωσαν τους τραπεζίτες αλλά όχι τους πολίτες. Και, πιο συγκεκριμένα, τόσο σε παγκόσμιο επίπεδο όσο και στο ευρωπαϊκό, μέχρι να φτάσουμε στην περίπτωση της Ελλάδας, βλέπουμε τη μετεξέλιξη του ίδιου μοντέλου: τις αλεπούδες να φυλάνε το κοτέτσι.

Οταν ο οικονομολόγος Τζον Κένεθ Γκάλμπρεϊθ έγραφε πριν από 40 χρόνια το «Η εποχή της αβεβαιότητας», περιέγραφε έναν γνώριμο κόσμο που βασανιζόταν πρόσκαιρα από τις «κρίσεις του πετρελαίου» και του στασιμοπληθωρισμού. Ομως, σε μια εποχή που οι προοπτικές για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ήταν ρόδινες. Η Δανία, η Ιρλανδία και, κυρίως, η Βρετανία είχαν μόλις προσχωρήσει σε μια ταχύτατα αναπτυσσόμενη Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Η τότε ΕΟΚ ήταν κεντρομόλος και όχι φυγόκεντρος∙ έλκυε. Η εικόνα της, με τόσα μανιφέστα ομοσπονδιοποίησης των λαών, ήταν η πολιτική εικόνα της Ενωσης στην οποία όλοι επιδίωκαν να ενταχθούν προκειμένου να επιτύχουν δημοκρατία και ταχύτερη ανάπτυξη.

Σήμερα, ο ιστορικός και φιλόσοφος Εντσο Τραβέρσο στο βιβλίο του «Τα νέα πρόσωπα του φασισμού» (Εκδόσεις του 21ου, 2017) διαπιστώνει –δεν είναι ο μόνος– ότι η Ευρώπη έχει απομακρυνθεί από το αρχικό σχέδιο των αλληλέγγυων λαών και κρατών. Η Ε.Ε. έχει διαβρώσει την εθνική κυριαρχία των κρατών-μελών της και έχει παραδώσει την ήπειρο στην πλανητική ηγεμονία των χρηματιστικών αγορών. Η ελληνική κρίση έδειξε ποια ήταν η αληθινή ηγεσία της Ε.Ε. (η ΕΚΤ, το ΔΝΤ και η Κομισιόν ως πολιτικός βραχίονας της Ε.Ε.).

Μιλάμε, δηλαδή, για πολιτικές επιλογές –και όχι για πολιτικά εικονοσχήματα–, οι οποίες για τους πολλούς προκαλούν οπισθοδρομκή αντίδραση στην έλλειψη ορίζοντα προσμονής, και στους λίγους, ήδη πλούσιους (μεγάλες εταιρείες και τράπεζες), παρέχουν πλήρη ελευθερία κινήσεων εις βάρος των πολλών. Μερικοί (Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ, Ποτάμι, ΔΗΜΑΡ και ένα κρίσιμο μέρος της κυβέρνησης) όλο αυτό το κατανοούν ως πραγματικότητα του διεθνούς ανταγωνισμού, την οποία μάλιστα εξυμνούν και καθαγιάζουν ως επωφελή για τους πάντες. Αλλά δεν είναι έτσι.

Το 1914 οι ηγεμόνες στη Γερμανία και σε όλες τις χώρες θεωρούσαν τη δουλειά τους οικογενειακό δικαίωμα και παράδοση. Αλλά, αν ήταν η κληρονομιά που έδινε σε κάποιον τα προσόντα για αξιώματα, τότε η σωφροσύνη δεν αποτελούσε προϋπόθεση. Ούτε η έλλειψή της αποτελούσε λόγο για να πάει κάποιος σπίτι του. Αντίθετα η σωφροσύνη ήταν μια απειλή γι' όσους δεν τη διέθεταν και, επομένως, υπήρχε σοβαρός λόγος για να εξαιρούν όσους τη διέθεταν. Αυτή η τάση επικρατούσε το 1914. Σήμερα έχει αλλάξει ελαφρώς το πράγμα. «Σε όλη την Ευρώπη, τα κόμματα εξουσίας, είτε δεξιά είτε αριστερά, δεν στρατολογούν πια διανοούμενους αλλά επικοινωνιολόγους» (Εντσο Τραβέρσο).

Ομως, έτσι εντείνεται το κοινωνικό ζήτημα. Και όσο δεν μιλάμε γι' αυτό, δεν θα υπάρχει πειστικό αφήγημα. Γιατί αν θες να πεις κάτι, το λες στους εταίρους κοιτώντας τους στα μάτια. Αν έχεις κάτι να πεις, το λες καθαρά σε περήφανους ανθρώπους και όχι σε ταπεινωμένους που εδώ και χρόνια έχουν ενσωματώσει αποκλειστικά και μόνον την ταυτότητα του φορολογούμενου και του καματερού. Γι' αυτά θα πρέπει να μιλάμε κάθε μέρα, ανοιχτά.

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 6/1/2018.

Αριστερός εκσυγχρονισμός

Θεμελιώδες χαρακτηριστικό των σύγχρονων κοινωνιών (μοντέρνων, νεωτερικών ή καπιταλιστικών σύμφωνα με τους όρους του) ήταν για τον Μαξ Βέμπερ η απομάγευση. Με τον όρο εννοούσε δύο πράγματα. Οι σύγχρονες κοινωνίες και τα μέλη τους λειτουργούσαν λιγότερο με γνώμονα την παράδοση και περισσότερο με την έλλογη κρίση. Από την άλλη, οι κοινωνίες οργανώνονται με βάση ορθολογικούς κανόνες.

Γνώριζε, βέβαια, ότι η απομάγευση δεν ήταν δεδομένη ακόμη και στις πιο αναπτυγμένες κοινωνίες της εποχής του. Ετσι, σε αντιδιαστολή με το σύγχρονος, επινοήθηκε ο όρος εκσυγχρονισμός που υποδηλώνει τη δυναμική διαδικασία μετάβασης στη συνθήκη της απομάγευσης.

Ο εκσυγχρονισμός απέκτησε τη δική του μαγεία εφόσον κάθε κοινωνία επιδιώκει να γίνει μοντέρνα. Αλλού (Μεγάλη Βρετανία) ο εκσυγχρονισμός ήταν έργο της αστικής τάξης, αλλού (Γερμανία) συμμαχία κοινωνικών δυνάμεων με το κράτος, αλλού (Νότια Ευρώπη) έργο πολιτικών δυνάμεων στηριγμένων στο κράτος.

Από τις ιδιαιτερότητες της Νότιας Ευρώπης, ο όποιος εκσυγχρονισμός ήταν λιγότερο έργο συντηρητικών πολιτικών δυνάμεων και περισσότερο προοδευτικών, κυρίως των σοσιαλιστών, γεγονός που εξηγεί και τη σημαντική τους εκλογική απήχηση.

Στην Ελλάδα, για λόγους ιστορικούς, βασικοί φορείς του εκσυγχρονισμού αποδείχτηκαν «προοδευτικές» δυνάμεις, μετά το 1974 το ΠΑΣΟΚ. Η ατολμία των συντηρητικών δυνάμεων σε συνδυασμό με το πελατειακό κράτος έδωσαν τη δυνατότητα στο ΠΑΣΟΚ να λειτουργήσει ως εκσυγχρονιστική δύναμη δύο φορές: μία ως ριζοσπαστική πολιτική παράταξη υπό τον Αν. Παπανδρέου και μία δεύτερη ως «μετριοπαθές» κόμμα των αστικών στρωμάτων των πόλεων υπό τον Κ. Σημίτη.

Την πρώτη φορά, παρά τα ριζοσπαστικά πρώτα μέτρα, η διαδικασία έμεινε μετέωρη, καθώς ο φορέας της δεν κατάφερε να διαχειριστεί οράματα και διακυβέρνηση. Τη δεύτερη, παρά τους όρκους πίστης στον εκσυγχρονισμό, αδυνάτισε να κυβερνήσει και οδήγησε στα ακριβώς αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Επέτρεψε σε οργανωμένες ομάδες, μέσα και έξω από το κράτος, να αυτονομηθούν και να ωθήσουν σε μια κατακερματισμένη συντεχνιακή κοινωνία. Στη συνθήκη αυτή ο όρος εκσυγχρονισμός απαξιώθηκε σε βαθμό εξαφάνισης από τον πολιτικό λόγο.

Μπορεί ο εκσυγχρονισμός να μην περνά στον πολιτικό λόγο, είναι όμως, ιδιαίτερα μετά την κρίση, πανταχού παρών: στην οικονομία, τους θεσμούς, το κράτος, τη διοίκηση, την εκπαίδευση - ιδιαίτερα την τριτοβάθμια. Στο ασφυκτικό πλαίσιο των μνημονιακών της δεσμεύσεων η κυβέρνηση με τη σειρά της εκλογικεύει θεσμούς, ώστε να είναι πιο λειτουργικοί, πιο δίκαιοι, πιο αποτελεσματικοί. Δεν είναι διόλου παράδοξο ότι, παρά τις αστοχίες, τα καταφέρνει καλύτερα από προηγούμενες κυβερνήσεις. Γιατί δεν έχει τα πελατειακά δίκτυα των προηγούμενων, τις δεσμεύσεις τους, είναι πιο δοσμένη στην άσκηση της διακυβέρνησης.

Η εκλογίκευση, αστικός εκσυγχρονισμός λένε κάποιοι, εξηγεί σ' έναν βαθμό και την ανθεκτικότητα του κυβερνητικού συνασπισμού. Σ' αυτό βοηθούν ασφαλώς και η απαξίωση των κομμάτων που κυβέρνησαν τη χώρα από το 1974 ώς το 2015 και η κραυγαλέα αδυναμία τους να αρθρώσουν λόγο για τα τελούμενα και τα μελλούμενα. Αυτά αποτυπώνονται γλαφυρά στις μετρήσεις της κοινής γνώμης, παρά τη σφοδρότατη κριτική αντιπολίτευσης και φίλα προσκείμενων ΜΜΕ στη συμπολίτευση. Πολλοί ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ αποστασιοποιήθηκαν από αυτόν, αλλά λίγοι στράφηκαν σε άλλα κόμματα. Την ίδια στιγμή οι βασικότεροι ανταγωνιστές του ελάχιστα αποκομίζουν εκλογικά.

Πέρα από την προσμονή, στην αναμονή των ψηφοφόρων βαραίνει και το περιεχόμενο του επιχειρούμενου εκσυγχρονισμού. Ο τεχνοκράτης, σημείωνε ο Βέμπερ, ξέρει πώς να κάνει κάτι, αλλά οι επιλογές μιας κοινωνίας είναι δική της δουλειά, μέσω του πολιτικού. Μπορεί το εφικτό ή μη τεχνικά ενός πράγματος να περιορίζει τις δυνατότητες επιλογής, αλλά αυτή δεν είναι πάντα μία. Αρα το περιεχόμενο του εκσυγχρονισμού και η υλοποίησή του δεν είναι μονοσήμαντα, είναι, αντίθετα, κοινωνικά χρωματισμένα. Με την έννοια αυτή ο επιχειρούμενος εκσυγχρονισμός μπορεί να ονομαστεί αριστερός γιατί εστιάζει σε έννοιες συστατικές της ταυτότητας της Αριστεράς, όπως η κοινωνική δικαιοσύνη, η ισότητα, τα κοινωνικά δικαιώματα...

Ο επιχειρούμενος αριστερός εκσυγχρονισμός είναι από τους βασικότερους λόγους που κρατά το ακροατήριο του ΣΥΡΙΖΑ, ιδιαίτερα τα λαϊκά στρώματα, σε αναμονή. Η στάση αυτή είναι το κλειδί για τις ερχόμενες εκλογές. Αν συνεχίσει στον δρόμο του αριστερού εκσυγχρονισμού, αποφεύγοντας τα αυτογκόλ, είναι πολύ πιθανό ότι θα τις κερδίσει και θα αλλάξει προς το καλύτερο τη χώρα. Και τα δύο εξαρτώνται κυρίως από αυτόν.

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 11/1/2018. 

Μακεδονικό: Τώρα δεν συζητάμε όπως τότε, συζητάμε κάτω από τη βαριά σκιά του τότε

Διαβάζοντας τα ρεπορτάζ στον Τύπο και τις σχετικές συζητήσεις μελαγχολεί κανείς, ύστερα από τόσα που πάθαμε και μάθαμε, να χρησιμοποιούνται κατά κόρον ο όρος «Σκοπιανός», «Σκόπια, «κράτος των Σκοπίων» και να εννοούν την FYROM κ.τ.λ. Συνεχίζεται δηλαδή, το καθεστώς της επιβολής «μιας απαξιωτικής και υποτιμητικής πολιτογράφησης» όπως την ονόμαζε ο Ελεφάντης. Μήπως πρέπει να ξαναμιλήσουμε για το πώς τίθενται αυτά τα ζητήματα, πως κρίνεται –αρνητικά– η στάση μας ως χώρας διεθνώς; Υπάρχει, εξάλλου, η καταδίκη της χώρας από το Δικαστήριο της Χάγης.

Ποιες είναι οι συντεταγμένες του προβλήματος; Πρώτο, το δικαίωμα του εθνικού αυτοπροσδιορισμού και αυτοκαθορισμού είναι μια από τις θεμελιώδεις αρχές της πολιτικής νεωτερικότητας, και πριν 200 χρόνια η ελληνική επανάσταση υπήρξε σταθμός σε αυτή την πορεία. Θεωρείται αδιανόητο, διεθνώς, ότι μια χώρα εγείρει αξιώσεις για το πώς θα ονομάζεται μια άλλη, και μάλιστα όταν ήδη ονομάζεται επί 70 χρόνια (ως ομόσπονδο και στη συνέχεια ως ανεξάρτητο κράτος) της ζητά να αλλάξει το όνομά της. Δεύτερο, 130 χώρες και ανάμεσά τους οι ΗΠΑ, η Κίνα και η Ρωσία, αποκαλούν τη χώρα με το συνταγματικό της όνομα. Τρίτο, το θέμα ήλθε τώρα, ως προς το ΝΑΤΟ. Ζητούν από την Ελλάδα να άρει τις αντιρρήσεις που σχετίζονται με το όνομα. Πρόκειται για μια εκκρεμότητα που πρέπει να λήξει.

Δεν υπάρχουν όμως και ευαισθησίες από την πλευρά των Ελλήνων διαμορφωμένες επίσης δεκαετίες;

Ναι, πολλοί φοβούνται ότι το σκέτο Μακεδονία, ενδέχεται να υποθηκεύσει την ελληνική Μακεδονία. Ωστόσο, υπάρχουν πάρα πολλά παραδείγματα γειτονικών περιοχών που μοιράζονται με παραλλαγές το ίδιο όνομα, π.χ. Μεξικό – Νέο Μεξικό, Ιρλανδία –Βόρεια Ιρλανδία, Βρετανία-Βρετάνη κλπ. χωρίς η μία να απειλείται από την άλλη. Ούτε είναι οι «σφετερισμοί» ονομάτων που οδηγούν σε «αλυτρωτικές» βλέψεις. Άλλωστε, οι σφετερισμοί ονομάτων είναι συνηθισμένοι στην ιστορία. Και ο όρος Ρωμιοσύνη-Ρωμιοί, Ρουμανία, Ρούμελη, Λατινική Αμερική, σφετερισμοί από τους Ρωμαίους είναι και παράγωγα του ονόματός τους. Το ζήτημα θα μπορούσε να μείνει εκεί αν δεν είχε υπάρξει η κληρονομιά των συλλαλητηρίων και η έκρηξης του εθνικισμού από τις αρχές του 1990, και μην ξεχνάτε ότι σ' αυτό το πλαίσιο αναπτύχθηκε η ακροδεξιά στην Ελλάδα. Στα συλλαλητήρια για το Μακεδονικό πρωτοεμφανίστηκε δημόσια και σε μαζικές συγκεντρώσεις η Χρυσή Αυγή. Όλα αυτά άφησαν ιδεολογικά καθιζήματα στο μυαλό πολλών. Τώρα δεν συζητάμε όπως τότε, συζητάμε κάτω από τη βαριά σκιά του τότε.

Αντιπολιτευτική μικρόνοια

Ήταν αναμενόμενο, νομίζω, το Μακεδονικό ζήτημα, εφόσον επανήλθε στο τραπέζι, να περάσει γρήγορα στην εσωτερική πολιτική. Με τα ως τώρα δεδομένα, πόσο, θεωρείς ότι θα δυσκολέψει αυτό να ωριμάσει και να βρεθεί λύση;

Η σύνδεση των εθνικών προβλημάτων με την εσωτερική πολιτική είναι κανόνας. Να σημειώσουμε όμως δυο πράγματα. Πρώτο, ότι από την Μεταπολίτευση και έπειτα, όλα τα κόμματα που εναλλάσσονται στην εξουσία, αποδέχονται τους βασικούς προσανατολισμούς της εξωτερικής πολιτικής, με μικρές και συγκυριακές διαφορές. Δεν ήταν δηλαδή διαφορές που να εκφράζουν και να προκαλούν την αλληλεξάρτηση εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής. Το δεύτερο είναι ότι το Μακεδονικό ήταν εξαρχής φορτισμένο ζήτημα και στην εσωτερική πολιτική. Λ.χ. στον Μεσοπόλεμο, οι περισσότεροι από όσους Σλαβομακεδόνες δεν είχαν εκδιωχθεί και επεδίωκαν την ένταξή τους στην Ελλάδα, εντάχθηκαν στο αντιβενιζελικό-φιλομοναρχικό στρατόπεδο. Την ίδια εποχή το ΚΚΕ είχε θέσει θέμα αυτονόμησης της Μακεδονίας, πράγμα που είχε προκαλέσει τεράστια αντίδραση. Την εποχή του εμφυλίου πολέμου, οι αριστεροί καταδιώκονταν ως «εαμοσλάβοι». Ταυτόχρονα, δημιουργήθηκε ένα πολιτικό προσωπικό που διεκδικούσε την κληρονομιά των «μακεδονομάχων» σε όλα τα κόμματα. Στη Βόρεια Ελλάδα αυτή ήταν η ραχοκοκαλιά του αστισμού της. Το ΠΑΣΟΚ σήκωσε πολύ ψηλά το θέμα και το έκανε θέμα εσωτερικής πολιτικής, ακολουθώντας μια φιλοσερβική πολιτική και παίζοντας το χαρτί του ονόματος με το εμπάργκο της ΠΓΔΜ το 1994. O Σαμαράς ανέτρεψε την κυβέρνηση Μητσοτάκη καιροσκοπώντας στη δημιουργία ενός ούλτρα εθνικιστικού κόμματος, της Πολιτικής Άνοιξης. Σήμερα εκπλήσσει μεν ότι ο υιός Μητσοτάκης αρνείται την κληρονομιά του πατρός, αλλά στόχος της αντιπολίτευσης είναι να ανατραπεί η κυβέρνηση με κάθε τρόπο. Ακόμη και σε βάρος των μακροπρόθεσμων λύσεων που θα ωφελούσαν την ίδια την αντιπολίτευση όταν θα έρθει η ώρα της να κυβερνήσει, όπως συμβαίνει στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες. Γιατί αν η ΝΔ δεν συναινέσει τώρα στη λύση του προβλήματος θα το βρει μπροστά της όταν θα έρθει η σειρά της να κυβερνήσει. Και με χειρότερους όρους. Είναι δυνατό να επικρατεί τόση μικρόνοια, ώστε το μείζον και διαρκές να θυσιαστεί στο έλασσον άμεσο;

Η ΝΔ δυσκολεύεται να τοποθετηθεί με σαφήνεια, ή με βάση πιο αυστηρούς όρους. Πόσο κατά την γνώμη σου αυτό έχει μικροπολιτική στόχευση και πόσο έχει ιδεολογική βάση;

Είναι και τα δυο. Η ΝΔ προσπαθεί να ζεύξει δυο τάσεις, αφενός τη συντηρητική παραδοσιακή, ένα ακροατήριο άλλωστε που διεκδικούν και τα άλλα δεξιά ή δεξιότερα κόμματα, και ένα νεοφιλελεύθερο με δυσανεξία ως προς τα παραδοσιακά ερείσματα, πέραν όσων μπορεί να χρησιμοποιήσει εργαλειακά: νόμος και τάξη, νεοδαρβινισμός. Η ηγεσία ξέρει και καταλαβαίνει τις διαστάσεις του προβλήματος, αλλά στοιχηματίζει σε πιθανότητες. Βέβαια, το παιχνίδι αυτό δεν είναι αβλαβές, γιατί χρησιμοποιείται η δημαγωγία. Εύκολα βγαίνει από το μπουκάλι, αλλά δύσκολα μαζεύεται. Η πλειοδοσία στα εθνικά είναι η χειρότερη μορφή της. Ενδημική στην Ελλάδα, αλλά με ιδιαίτερη δυναμική σε μια εποχή που ευνοεί τη ροπή προς τον ακροδεξιό εθνικισμό. Και επειδή τα τελευταία χρόνια εκτοξευόταν προς την Αριστερά η κατηγορία του Εθνολαϊκισμού, τώρα καταλαβαίνει κανείς ότι πρόκειται για free floating signifier (ελεύθερα κυμαινόμενο σημαίνον).

Οι μεταβολές της εποχής

Σημειώνεις στο άρθρο σου στην «Εφημερίδα των Συντακτών» ότι όλες τις πολιτικές δυνάμεις τέμνει μια διαχωριστική γραμμή που αφορά τα εθνικά θέματα. Πόσο άλλαξε αυτό σε σχέση με το 1992; Δεν δυσκολεύει αυτό και σήμερα περισσότερο την ΝΔ;

Η διαχωριστική γραμμή γύρω από τα εθνικά θέματα τέμνει οριζοντίως τα κόμματα, αλλά και την ελληνική κοινωνία. Είναι ιστορικά ενδιαφέρον γιατί συμβαίνει αυτή η τομή. Ο Φίλιππος Ηλιού, όταν είχε ξεσπάσει το νέο Μακεδονικό στις αρχές της δεκαετίας του '90 μιλούσε για τις «αρχαϊκότητες» της ελληνικής κοινωνίας. Πράγματι, το εθνικιστικό κύμα της δεκαετίας του 1990 προκάλεσε έκπληξη σε μια Ελλάδα που βρισκόταν ακόμη στο προοδευτικό πνεύμα της μεταπολίτευσης και των αλλαγών που πράγματι είχε προωθήσει το ΠΑΣΟΚ. 'Η που νόμιζε ότι βρισκόταν εκεί. Αλλά στις σχεδόν τρεις δεκαετίες από τότε, είδαμε στην Ευρώπη τον εθνικισμό και την άκρα δεξιά να καλπάζει. Δεν ήταν η αναβίωση των ιδεολογικών αρχαϊκοτήτων, αλλά μια ισχυρή αντίδραση στην παγκοσμιοποίηση και στον χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό που διαλύει τις κανονικότητες του μεταπολεμικού συμβολαίου και τις νοοτροπίες που βασίζονταν σε αυτές. Στο βαθμό που το κράτος πρόνοιας βασιζόταν στο εθνικό κράτος, τα απεικάσματα της εθνικής κυριαρχίας, η αναδίπλωση στην εθνική ιδεολογία λειτούργησε ως μορφή ψυχολογικής υπεραναπλήρωσης. Θα πρέπει να δούμε τις αρχαϊκότητες όχι ως επιβιώσεις, αλλά ως αντιδράσεις στις μεταβολές της εποχής. Αυτές οι μεταβολές επηρεάζουν κόσμο που ανήκει σε όλα τα μαζικά κόμματα. Η εθνικιστική αναδίπλωση εκφράστηκε και τότε σε όλα τα κόμματα, και συνεχίζει να εκφράζεται σήμερα γιατί έχει πλέον εγκατασταθεί στο κέντρο του ιδεολογικού αστερισμού. Η κρίση άλλωστε βιώθηκε κυρίως ως προσβολή της εθνικής αξιοπρέπειας. Και ήταν προσβολή του αισθήματος αξιοπρέπειας που διεύρυνε το ακροατήριο όσων μιλούσαν για επιβουλή εναντίον της Ελλάδας. Τι είναι π.χ. η λαϊκή δεξιά, ένα μέρος της οποίας ανήκει στη ΝΔ, ένα άλλο στους ΑΝΕΛ; Και στην Αριστερά αναπτύχθηκαν ισχυρές παρόμοιες τάσεις. Από την άλλη πλευρά, έχει αναπτυχθεί το κίνημα των δικαιωμάτων, η υποστήριξη του αυτοπροσδιορισμού, η κριτική στους παραδοσιακούς ρόλους των φύλων, η κριτική στην οικογένεια, στις παραδοσιακές ιεραρχημένες κοινωνικότητες. Και αυτή η τάση είναι διάχυτη στα κόμματα. Σε άλλα κόμματα ως έκφραση του νεοφιλελευθερισμού, σε άλλα, όπως στα κόμματα και στους σχηματισμούς της αριστεράς, συνδεδεμένη με την κριτική στο νεοφιλελευθερισμό. Πολλές φορές οι ιδεολογικές συγγένειες σε ορισμένα ζητήματα είναι περισσότερο στενές σε ομάδες ανάμεσα στα κόμματα, παρά εντός του ίδιου κόμματος. Υπάρχουν, όμως, ζητήματα στα οποία οι ιδεολογικές συγγένειες διασπώνται. Το κοινωνικό ζήτημα, η υποστήριξη των φτωχών τάξεων και των μεταναστών αφενός, τα δικαιώματα αυτοπροσδιορισμού, ο αντι-εθνικισμός, ο φεμινισμός και τα κινήματα που διεκδικούν τον σεξουαλικό αυτοπροσδιορισμό αφετέρου, τέμνονται, δημιουργώντας τουλάχιστον τέσσερις βασικές υποκατηγορίες, και πολλές μικρότερες αποχρώσεις, οι οποίες έχουν διασπαρθεί σε όλες ανεξαιρέτως τις πολιτικές δυνάμεις, και στην Αριστερά.

Και η Αριστερά για το Μακεδονικό, τι ευθύνες έχει;

Η Αριστερά στην Ελλάδα έμαθε το μάθημα από τις προηγούμενες θέσεις της στο Μακεδονικό, που την είχαν απομονώσει ως προδοτική, και στα 1990 ήταν εξαιρετικά επιφυλακτική. Το μεν ΚΚΕ ξέφευγε με γενικότητες, το δε ΚΚΕ εσ. τότε απέφευγε τη διαφοροποίηση από τα άλλα κόμματα. Διαφοροποιήθηκε στη συνέχεια, και νομίζω ότι κομβική στιγμή ήταν η συγκέντρωση που οργάνωσε το περιοδικό Πολίτης στο Πάντειο, 6 Μαίου 1992 (ομιλητές: Φ. Ηλιού, Αγγ. Ελεφάντης, Σπ. Ασδραχάς, Β. Παναγιωτόπουλος, και εγώ) η διακήρυξη των 169 και η αρθρογραφία που ακολούθησε (βλ. και «Ο Ιανός του Εθνικισμού και η ελληνική βαλκανική πολιτική» εκδ. Πολίτης 1993) Στη συνέχεια διαφοροποιήθηκαν και οι κοινοβουλευτικοί εκπρόσωποι της.

Ο γεωπολιτικός παράγοντας είναι παρών

Έχεις υποστηρίξει ότι το ζήτημα της επιδίωξης λύσης στο Μακεδονικό συνδέεται με την στρατηγική που πρέπει να έχει η Ελλάδα στην παγκόσμια σκακιέρα μετά την κρίση. Το ίδιο ισχύει, όπως εδώ, και για τα Βαλκάνια. Πώς μεταφράζεται αυτό σε πρωτοβουλίες από την πλευρά της Ελλάδας;

Κοιτάξτε τον σημερινό χάρτη της περιοχής: Κατακερματισμός μικρών κρατών της πρώην Γιουγκοσλαβίας: Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Μαυροβούνιο, Κόσσοβο, ΠΓΔΜ με προβληματική οικονομική βιωσιμότητα, αλλά μεγάλες μειονότητες και σχεδόν αγεφύρωτες εθνοτικές διαφορές με προϊστορία εχθροτήτων. Τι πρέπει όμως να κάνει μια χώρα σαν την Ελλάδα; Η ύπαρξη ενός σταθερού γεωγραφικού περιβάλλοντος, η οικονομική αναβάθμιση της περιοχής, η ενίσχυση έργων στην περιοχή που να συνδέουν την Ελλάδα με την κεντρική και ανατολική Ευρώπη, συνεπάγονται μια πολιτική φιλική προς τους γείτονες, μια πολιτική σταθεροποίησης και δημιουργίας αισθήματος ασφάλειας. Μικροπροβλήματα πάντοτε υπάρχουν μεταξύ γειτόνων, το ζήτημα είναι οι μείζονες επιδιώξεις. Γι αυτό μιλάμε για στρατηγική.

Μπορούμε να πούμε, ότι όταν άρχισε το ζήτημα, το 1992, υπήρχε η «εθνική αφύπνιση» στην Ευρώπη, ενώ τώρα έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα τα γεωπολιτικά, οικονομικά;

Και τότε και τώρα ο γεωπολιτικός παράγοντας είναι παρών. Βέβαια τότε το επίδικο ήταν το κενό που άφησε η ενωμένη Γιουγκοσλαβία. Σήμερα, τα διακυβεύματα έχουν μετατοπιστεί, στα σύνορα Ουκρανίας-Ρωσίας, στη Συρία και στην κοιλάδα του Ευφράτη. Υπάρχουν επίσης καινούργια, όπως το μεταναστευτικό ρεύμα. Ειδικότερα ως προς τα Βαλκάνια από όπου διέρχεται αυτό το ρεύμα, υπάρχουν δύο επιλογές: Πλησιέστερα προς τις χώρες του Βίσεγκραντ ( Τσεχία, Ουγγαρία, Πολωνία , Σλοβακία), ή προς την Ευρώπη του Νότου (Ελλάδα-Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Κύπρος και Μάλτα); Εδώ η Ελλάδα έχει να παίξει ένα μείζονα ρόλο.

Υπάρχει το έδαφος σήμερα για μεγάλα συλλαλητήρια ή για συγκρότηση ενός τόξου εθνο-πατριωτικού; Άρχισε να κινείται και η Εκκλησία. Η ΝΔ θα μπορέσει να «παίξει» με ένα τέτοιο ρεύμα χωρίς να χάσει τα πιο μετριοπαθή στρώματα;

Η άκρα δεξιά έπαιξε με τρία κόμματα που εμφανίστηκαν διαδοχικά: την Πολιτική Άνοιξη, το ΛΑΟΣ και τη Χρυσή Αυγή. Δεν είναι μικρό το ποσοστό της τελευταίας. Νέο κόμμα, τύπου «Λίγκα του Βορρά», δεν βλέπω. Φυσικά παραμένει το άγχος της ΝΔ πώς δεν θα χάσει στο ζήτημα αυτό τα στρώματα που γαλουχήθηκαν με τις ιδέες του Μακεδονικού. Όσο για την ελλαδική εκκλησία υιοθετεί τη θέση της σερβικής εκκλησίας. Ενδοεκκλησιατικές έριδες ορίων και δικαιοδοσίας που επενδύονται με εθνική ρητορική. Ξένα προς το γράμμα και το πνεύμα του χριστιανισμού.

Η προϋπόθεση της λύσης

Ο Ελεφάντης σε ένα του άρθρο στον «Πολίτη» (τεύχος 120) ανησυχούσε για το «εθνικό άγχος» που τότε είχε διαμορφωθεί, τον υπορρέοντα ή και δηλωμένο εθνικισμό λόγω του Μακεδονικού με κίνδυνο να οδηγήσει και στην εθνική ταπείνωση. Αυτό πόσο έχει ξεπεραστεί τώρα;

Έχουμε διέλθει από την εθνική ταπείνωση στη διάρκεια της κρίσης, χωρίς να απαλλαγούμε από το «εθνικό άγχος». Η προϋπόθεση της λύσης είναι η διασφάλιση της αμοιβαιότητας και του αισθήματος αξιοπρέπειας. Αλλά προϋπόθεση της προϋπόθεσης είναι να αναγνωρίσουμε πώς έχουν τα πράγματα. Το όνομα Νέα Μακεδονία, αν υποθέσουμε ότι έχει γίνει αποδεκτό και από τις δυο πλευρές, φαίνεται πως θα μπορούσε να εξασφαλίσει αυτή την αμοιβαιότητα.

Η ελληνική Μακεδονία έγινε ελληνική
Μία ιστορική αναδρομή

Ο Φίλιππος Ηλιού σε μια συνέντευξή του, στον Νίκο Φίλη, στην «Εποχή» (21/2/1993) –όπου, θυμίζω, διατύπωσε τη γνωστή του θέση ότι η ελληνική Μακεδονία έγινε ελληνική τον διανυόμενο αιώνα– διατύπωσε την ιδέα ότι η χώρα μας, στην κρίση τότε, «θα μπορούσε να έχει, όχι έναν ανώτερο ρόλο, αλλά έναν πρόσκαιρο οδηγητικό, υπό τον όρο ότι θα έπαιζε το παιχνίδι της σύγκλισης και του σεβασμού των ιδιαιτεροτήτων και όχι το παιχνίδι της αντιπαλότητας». Αυτή η ιδέα δεν μας χρειάζεται ως οδηγός και σήμερα; Υπάρχουν διατυπώσεις ανώτατων εκπροσώπων της κυβέρνησης που εκφράζουν αυτό το πνεύμα, αλλά και άλλες που απομακρύνονται από αυτό όπως ότι δημιουργείται «νέα δυναμική για την χώρα μας στην ευρύτερη περιοχή».

Τι σημαίνει «η ελληνική Μακεδονία έγινε ελληνική»; Ιστορικά, η Μακεδονία ήταν μια γεωγραφική περιοχή στην καρδιά των Βαλκανίων με ασαφή όρια στην οποία, στη διάρκεια της ιστορίας, συνεμείχθησαν πολλοί λαοί. Οι υπήκοοι του Φίλιππου και του Αλεξάνδρου με τις φυλές που κατέκτησαν, οι έποικοι από άλλες ελληνικές πόλεις και οι Ρωμαίοι, οι Σλάβοι, οι Βούλγαροι, οι Αλβανοί, οι Οθωμανοί ,οι Βλάχοι, οι Εβραίοι και πολλοί άλλοι. Στις πόλεις ακούγονταν κυρίως ελληνικά, τούρκικα, λαντίνο. Στα χωριά κυρίως σλάβικα, αλβανικά και βλάχικα. Υπήρχαν χωριά χριστιανικά, χωριά μουσουλμανικά και μεικτά. Οι ελληνικοί πληθυσμοί ήταν πυκνότεροι προς το νότο και τα παράλια του Αιγαίου, σπάνιζαν στο Βορρά. Στην ίδια τη Θεσσαλονίκη οι Έλληνες ήταν το ένα τρίτο του πληθυσμού. Ακόμη λιγότεροι οι σλαβόφωνοι. Καθώς αναπτύχθηκαν εθνικά κράτη γύρω από τη Μακεδονία, τα τέλη του 19ου αιώνα και κυρίως στους Βαλκανικούς πολέμους, έγινε μια σκληρή και πολύνεκρη διαμάχη για την απόκτηση της Μακεδονίας και για τον προσδιορισμό της ταυτότητας των κατοίκων της. Η Ελλάδα πήρε την νότια Μακεδονία, η Βουλγαρία την ανατολική, η Σερβία την κεντρική και βόρεια. Οι Έλληνες κατέβαλαν σύντονες προσπάθειες να εξελληνίσουν την νότια Μακεδονία, και το κατάφεραν μεταφέροντας εκεί τους πρόσφυγες του Πόντου και της Μικρασίας, και οι Βούλγαροι κατάφεραν αντίστοιχα να εκβουλγαρίσουν το ανατολικό κομμάτι της. Στην Μακεδονία που περιήλθε στην Γιουγκοσλαβία, δημιουργήθηκε ένα εθνικό κίνημα Μακεδόνων το οποίο είχε ρίζες στις αρχές του 20ου αιώνα, μέσα από πολύπλοκες σχέσεις με το βουλγαρικό εθνικό κίνημα. Μέσα από την ομοσπονδιακή διαίρεση του κράτους, στα 1990 προέκυψε η σημερινή Δημοκρατία της Μακεδονίας με δυο συνιστώσες, την σλαβόφωνη-χριστιανική και την αλβανόφωνη-μουσουλμανική. Επομένως, η ελληνική Μακεδονία δεν ήταν, αλλά έγινε ελληνική, όπως η βουλγαρική Μακεδονία έγινε βουλγαρική. Έτσι, και η δημοκρατία της Μακεδονίας έγινε μακεδονική. Αλλά το κυριότερο εθνολογικής φύσεως πρόβλημα της είναι η εθνική ενοποίηση των δύο συνιστωσών, της, δηλαδή της σλαβόφωνης-ορθόδοξης πλειονότητας και της αλβανόφωνης-μουσουλμανικής μειονότητας. Η υιοθέτηση εθνικών ονομάτων οφείλει να υπηρετεί τη σταθερότητα και τη συμφιλίωση, τη δημιουργία ενός, κατά το εφικτόν, «εθνικού εμείς» που να χωράει όλους. Για το λόγο αυτό η έμφαση σε γεωγραφικούς και όχι εθνοτικούς προσδιορισμούς (όπως λ.χ. σλαβομακεδόνες κλπ). Μια παρόμοια αντίληψη φαίνεται να καλλιεργεί και η μνημειακή και μουσειακή πολιτική στην ΠΓΔΜ. Θεωρούμε δικό μας ό,τι άνθισε και πέρασε από τον τόπο αυτό, από την προϊστορία έως σήμερα. Αυτή η θέση κυριαρχεί και στο μεγάλο μουσείο στο κέντρο της πόλης, αλλά και στον μνημειακό της διάκοσμο. Σε αντίθεση λ.χ. με το παλιότερης σύλληψης εθνολογικό μουσείο, ή την παλιά γειτονιά όπου κυριαρχούν οι οθωμανικές –μουσουλμανικές κληρονομιές. Το ζήτημα επομένως δεν είναι αν θα αποκαθηλώσουν τον Αλέξανδρο, άλλωστε πολλές χώρες στην κεντροανατολική Ευρώπη μοιράζονται σύμβολα και προσωπικότητες, αλλά να ενσωματώσουν επίσης οθωμανικές και αλβανικές κληρονομιές. Αυτό κατά τη γνώμη μου είναι το ουσιαστικότερο για τη σταθερότητα της χώρας.

*Δημοσιεύτηκε στην "Εποχή" στις 14/1/2018. 

«Ζούμε στην εποχή της αλληλεγγύης χωρίς πολιτική»

Ο ΟΗΕ ενδιαφέρεται κατά βάση για τα likes και τα shares των social media, αλλά δεν προσβλέπει σε μια πιο ουσιαστική ανάμειξη των πολιτών με τα ζητήματα αλληλεγγύης που θέτει, ούτε ενδιαφέρεται για τη διατύπωση μιας πρότασης για πιο ριζική κοινωνική αλλαγή.

Θυμάστε τον τραγουδιστή του πανκ-ροκ Μπομπ Γκέλντοφ, εμπνευστή του Live Aid το 1985; Ηταν η μαραθώνια συναυλία για την ανακούφιση του λιμού στην Αιθιοπία, που γύρισε την πλάτη στις κούφιες υποσχέσεις των πολιτικών και συγκέντρωσε 30 εκατ. δολάρια σε δωρεές και 120 εκατ. στερλίνες από πωλήσεις αναμνηστικών.

Ποια είναι η διαφορά εκείνης της ανθρωπιστικής πρωτοβουλίας από αυτήν της Αντζελίνα Τζολί για τους πρόσφυγες ή του Χαβιέ Μπαρδέμ που συμμετείχε στην καμπάνια «Ούρλιαξε Τώρα» των Γιατρών Χωρίς Σύνορα;

Η Λίλυ Χουλιαράκη, στο συναρπαστικό δοκίμιό της «Ο ειρωνικός θεατής. Η αλληλεγγύη χτες και σήμερα» (μτφρ. Γιώργος Καράμπελας, εκδ. Νήσος), παρακολουθεί τη σχέση ανάμεσα στο «Πώς νιώθω» και στο «Τι μπορώ να κάνω» για να εκφράσω την αλληλεγγύη μου στους ευάλωτους «άλλους».

Διερευνά πώς έχουν αλλάξει κατά τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες οι επικοινωνιακές πρακτικές του ανθρωπισμού (ειδικότερα οι εκκλήσεις, οι διασημότητες, οι συναυλίες, οι ειδήσεις) και επισημαίνει ότι έχει αναδυθεί μια ατομικιστική ηθική ως κίνητρο του πράττειν.

Σήμερα που η άνιση διανομή των πόρων και οι σχέσεις εξουσίας Δύσης-Νότου αναπαράγουν την ευημερία της πρώτης και διαιωνίζουν τη φτώχεια του δεύτερου, η Δύση, σημειώνει η συγγραφέας, μετατρέπεται σε ειρωνικό θεατή της οδύνης όσων υποφέρουν. Ο αναπτυγμένος κόσμος μας, με άλλα λόγια, μετατρέπεται σε έναν δημόσιο δρώντα που στέκει με σκεπτικισμό (και όχι πια με οίκτο) απέναντι σε κάθε έκκληση για αλληλέγγυα δράση, ενώ την ίδια στιγμή παραμένει ανοιχτός σε έναν λαϊφστάιλ αλτρουισμό.

Καθηγήτρια ΜΜΕ και Επικοινωνίας στο London School of Economics (LSE), με πολλές έρευνες πεδίου στο ενεργητικό της, η Χουλιαράκη ασκεί δριμύτατη κριτική στις δημόσιες εκφάνσεις της «ειρωνικής αλληλεγγύης» που δεν αποβλέπει σε καμία παρέμβαση στις πολιτικές συνθήκες της ανθρώπινης τρωτότητας. Παράλληλα, όμως, εκθέτει και την αμφισημία που χαρακτηρίζει τη νεοφιλελεύθερη ηγεμονία στην ηθική του ανθρωπισμού. Ζούμε, εξηγεί, στην εποχή μιας νέας φιλανθρωπίας, η όποια έχει επαναπροσδιορίσει τη σχέση ανάμεσα στην αλληλεγγύη και την αγορά.

Δεν είναι τυχαίο ότι ο «Ειρωνικός θεατής» («The ironic spectator» - η μελέτη γράφηκε στα αγγλικά) έχει βραβευθεί το 2015 από τη Διεθνή Ενωση Επικοινωνίας ICA. Αυτό το καίριο βιβλίο προχωρά ένα βήμα πέρα από την εμβριθή ανάλυση. Υπερασπίζεται σθεναρά μια επιστροφή στο θέατρο ως καταλληλότερη επικοινωνιακή δομή του ανθρωπισμού και θέτει ευθέως ένα κρίσιμο ερώτημα: Μήπως τελικά, αντί να συνεχίσουμε να αποφεύγουμε τη σχέση του ανθρωπισμού με την πολιτική, είναι καλύτερο να αναγνωρίσουμε αυτή τη σχέση πλήρως;

Μήπως, λέει η Χουλιαράκη, «αντί να καταφεύγουμε στην αγορά και τις λογικές της, ήρθε η ώρα να συζητήσουμε ανοιχτά τα πολιτικά προβλήματα της αλληλεγγύης –δηλαδή τα δύσκολα προβλήματα της αιτιότητας (τι ή ποιος φταίει;), της δικαιοσύνης (ποιο είναι το δίκαιο;) και της ετερότητας (ποιοι είναι οι "άλλοι";)– ως κοινωνία των πολιτών και όχι ως καταναλωτές ή χρήστες του twitter;».

Σε οικονομικό επίπεδο, οι οργανώσεις αρωγής κυρίως, αλλά και δικαιωμάτων, αποφεύγουν την πολιτική και καταφεύγουν σε εταιρικές μορφές διαχείρισης του ανθρώπινου πόνου και σε σύγχρονες στρατηγικές επικοινωνίας-μάρκετινγκ του ανθρωπιστικού τους έργου (δεν είναι τυχαία η συνεργασία της Διεθνούς Αμνηστίας με τα μεγάλα διαφημιστικά γραφεία υπεύθυνα για «responsible advertising»). Πουλάνε δηλαδή το brand τους ως ένα προϊόν που δεν έχει σχέση με την πολιτική, αλλά που μπορεί να παρέμβει επιχειρησιακά ώστε να επιτύχει «αποτελέσματα»

Ο Μπομπ Ντίλαν όταν τραγουδά το «Hurricane» το 1975 ενάντια στον ρατσισμό της αμερικανικής Δικαιοσύνης δεν είναι «ειρωνικός θεατής», ούτε ο Πίτερ Γκάμπριελ όταν τραγουδά το 1980 το «Biko», ενάντια στο απαρτχάιντ. Τι τους διαφοροποιεί από την Αντζελίνα Τζολί;

Σωστά. Ούτε ο Μπομπ Ντίλαν ούτε ο Πίτερ Γκάμπριελ ήταν τότε «ειρωνικοί θεατές». Δεν είναι ίδιες όλες οι μορφές αλληλεγγύης των διασημοτήτων, και είναι σημαντικό να τις διαφοροποιήσουμε με βάση δύο χαρακτηριστικά: Το πρώτο είναι το ευρύτερο μήνυμα στο οποίο είναι ενταγμένη η αλληλεγγύη των διασημοτήτων και το δεύτερο είναι η σχέση των διασημοτήτων με την κοινωνία των πολιτών. Ο Ντίλαν και ο Γκάμπριελ, λ.χ., υπήρξαν, κατά κάποιο τρόπο, ακτιβιστές της εποχής τους. Είχαν, δηλαδή, ένα πολιτικό αφήγημα κοινωνικής κριτικής και μιλούσαν ως καλλιτέχνες σ' ένα επίπεδο κινηματικό.

Η Αντζελίνα Τζολί είναι μέρος μιας μεγάλης καμπάνιας «mutual branding» για τον ΟΗΕ. Προσδίδει, δηλαδή, στον Οργανισμό το «συμβολικό» κεφάλαιο του παγκοσμίως γνωστού ονόματός της και κερδίζει η ίδια «ηθικό» κεφάλαιο από τον ΟΗΕ, φτιάχνοντας ένα ισχυρό ανθρωπιστικό προφίλ.

Το μήνυμά της όμως δεν απευθύνεται σε εμάς ως πολίτες του κόσμου αλλά ως καταναλωτές της εμπορικής κουλτούρας των διασημοτήτων. Ο ΟΗΕ ενδιαφέρεται κατά βάση για τα likes και τα shares των social media, αλλά δεν προσβλέπει σε μια πιο ουσιαστική ανάμειξη των πολιτών με τα ζητήματα αλληλεγγύης που θέτει, ούτε ενδιαφέρεται για τη διατύπωση μιας πρότασης για πιο ριζική κοινωνική αλλαγή. Πώς θα μπορούσε άλλωστε, όταν και ο ίδιος ο Οργανισμός και οι διασημότητες που τον στηρίζουν είναι μέρος του υπάρχοντος συστήματος διακυβέρνησης...

Ηταν δηλαδή... λιγότερο αλληλέγγυα η Αντζελίνα Τζολί προς το δράμα των προσφύγων, όταν προσγειώθηκε στη Μυτιλήνη;

Η προσφορά της Τζολί είναι σημαντική. Η ίδια (όπως και άλλοι) έχει κάνει τη διαφορά και έχει βελτιώσει τη ζωή πληθυσμών με μεγάλες και επείγουσες ανάγκες. Ομως υπάρχει άλλη μία διάσταση σε αυτή την υπόθεση: η νέα αλληλεγγύη της Τζολί, του Κλούνεϊ και άλλων σύγχρονων διασημοτήτων αποτελεί μέρος μιας νέας, πραγματιστικής «κουλτούρας της αλληλεγγύης», η οποία έχει συμβιβαστεί με την εργαλειακή διαχείριση της παγκόσμιας φτώχειας και προκρίνει τον ακτιβισμό του twitter, χωρίς όραμα δίκαιης ανακατανομής του παγκόσμιου πλούτου και κοινωνικής αλλαγής.

Αυτή είναι η αλληλεγγύη που στον «Ειρωνικό θεατή» αποκαλώ «αλληλεγγύη του μετα-ανθρωπισμού».

Η Δύση αμφιταλαντεύεται λοιπόν απέναντι στους ευάλωτους άλλους (είτε είναι εντός είτε εκτός δυτικού κόσμου). Παρ' όλα αυτά, πλήθος διεθνείς οργανισμοί, σταρ, καλλιτεχνικά γεγονότα, δημοσιογραφικές παρεμβάσεις πριμοδοτούν ανθρωπιστικές πρακτικές στο όνομά τους. Ολα αυτά δεν ανοίγουν άραγε τον δρόμο για πολιτικές και θεσμικές αλλαγές;

Το ερώτημα αυτό δεν επιδέχεται μια απλή απάντηση του «ναι» ή «όχι». Το ανθρωπιστικό κίνημα, δηλαδή οι οργανώσεις αρωγής και ανάπτυξης (aid and development) και προοδευτικά οι οργανώσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων (human rights), σίγουρα αποτελεί αυτή τη στιγμή τον κύριο υπερ-εθνικό μηχανισμό διαφύλαξης των βασικών αναγκών και δικαιωμάτων των ευάλωτων πληθυσμών ανά τον κόσμο.

Το υπερ-πολιτικό θεσμικό αυτό πλαίσιο έχει εν πολλοίς «εξανθρωπίσει» ένα σύστημα παγκόσμιας διακυβέρνησης που στηριζόταν αποκλειστικά στην ωμή εξουσία των ισχυρών. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι θεσμοί αυτοί του ανθρωπισμού βρίσκονται έξω από το πλέγμα εξουσίας που κατά κάποιο τρόπο εξανθρωπίζουν. Τουναντίον, βρίσκονται στο κέντρο του συστήματος αυτού, ενισχύοντας τη σχέση τους μαζί του σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο.

Σε πολιτικό επίπεδο, οι παρεμβάσεις των οργανώσεων αυτών, από την αλληλεγγύη σε σεισμόπληκτους ώς τα δικαιώματα των προσφυγικών πληθυσμών, είναι ζωτικές και απαραίτητες. Ταυτόχρονα, όμως, βλέπουμε και φαινόμενα γραφειοκρατικοποίησης, αδυναμίας παρέμβασης, έλλειψης πολιτικής βούλησης ή και ακόμη συνεργασίας με διεφθαρμένα καθεστώτα που σήμερα έχουν εν πολλοίς υπονομεύσει τον χαρακτήρα αυτών των οργανώσεων ως «υπερ-πολιτικών» δομών που δρουν για το καλό της ανθρωπότητας.

Αυτές οι πρακτικές έχουν αναδείξει την αναπόφευκτη (και συχνά ύποπτη) σχέση του ανθρωπισμού, ως θεσμού και ιδεολογίας, με την πολιτική και αυτό ακριβώς αντιμετωπίζουν ως πρόβλημα οι οργανώσεις αυτές σήμερα.

Σε οικονομικό επίπεδο, λοιπόν, οι οργανώσεις αρωγής κυρίως, αλλά και δικαιωμάτων, αποφεύγουν την πολιτική και καταφεύγουν σε εταιρικές μορφές διαχείρισης του ανθρώπινου πόνου και σε σύγχρονες στρατηγικές επικοινωνίας-μάρκετινγκ του ανθρωπιστικού τους έργου (δεν είναι τυχαία η συνεργασία της Διεθνούς Αμνηστίας με τα μεγάλα διαφημιστικά γραφεία υπεύθυνα για «responsible advertising»).

Πουλάνε δηλαδή το brand τους ως ένα προϊόν που δεν έχει σχέση με την πολιτική, αλλά που μπορεί να παρέμβει επιχειρησιακά ώστε να επιτύχει «αποτελέσματα». Αυτός ο απο-πολιτικοποιημένος πραγματισμός της αλληλεγγύης είναι το αντικείμενο κριτικής του «Ειρωνικού θεατή».

Στην Ελλάδα της κρίσης (...και της παράδοσης των θεσμικά ευνοημένων ευεργετών) πολλοί εξακολουθούν να περιμένουν τη λύση από τον φιλάνθρωπο καπιταλισμό. Πού χωλαίνει αυτή η υπόθεση;

Το κρίσιμο ερώτημα που πρέπει να θέσουμε είναι: Ποια είναι τα όρια και το κόστος αυτής της μορφής φιλανθρωπίας που οι Bishop and Green (2010) αποκαλούν «φιλάνθρωπο καπιταλισμό»; Το βασικό κόστος είναι ακριβώς αυτό που χαρακτηρίζεται όφελος της φιλανθρωπίας: ότι δηλαδή οι παρεμβάσεις που κάνει είναι διορθωτικές αλλά όχι θεσμικές.

Αρκείται δηλαδή η φιλανθρωπία στην ευεργεσία, που συνήθως πρόκειται για ένα συγκείμενο έργο σε πεπερασμένο χρονικό διάστημα, και παραβλέπει τα μεγάλα δομικά ζητήματά του γιατί δεν υπάρχουν (και πώς θα μπορέσουν να διαμορφωθούν) οι προϋποθέσεις για μια πιο ισότιμη κατανομή και διαχείριση του πλούτου και για μια πραγματική αναγκο-κεντρική ρύθμιση του πλούτου για όλους τους πολίτες (όπως παρατηρεί ο Πικετί το 2014 στη μελέτη του για τις δυναμικές συσσώρευσης του παγκόσμιου πλούτου).

Και πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς άλλωστε, αφού ο εταιρικός και προσωπικός πλούτος της φιλανθρωπίας συσσωρεύεται υπό συνθήκες που κάνουν την ατομική ευημερία των πολλών δύσκολη έως αδύνατη υπόθεση.

Η φιλανθρωπία, από αυτή την άποψη, μπορεί να θεωρηθεί η καλοκάγαθη όψη του μετα-ανθρωπιστικού καπιταλισμού, ο όποιος κερδίζει έπαινο και προβολή στη δημόσια σφαίρα επειδή στρατεύεται στην υπόθεση της ανθρώπινης τρωτότητας και των αναγκών της, αλλά δεν ενδιαφέρεται να αλλάξει τις συνθήκες παραγωγής ανισοτήτων και τρωτότητας στην κοινωνία. Θέλει μόνο να την ανακουφίσει περιστασιακά.

Ποιες ζωές μετράνε περισσότερο στις οθόνες μας;

Η επικοινωνία της τρωτότητας είναι ένα πρόβλημα που παραμένει ανοικτό. Η Λίλυ Χουλιαράκη ήδη από το 2013 κατέδειξε στο «Θέαμα της οδύνης» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης) ότι το πρόβλημα του ευρωκεντρισμού είναι βασικό σε όλες τις εθνικές τηλεοράσεις. Πρόσφατα διηύθυνε μαζί με τη Μύριαμ Γεωργίου μια μελέτη του LSE για τον τρόπο με τον οποίο ο ευρωπαϊκός Τύπος σε οκτώ χώρες της Ε.Ε. κάλυψε την προσφυγική κρίση του 2015 (http://www.lse.ac.uk/media-and-communications/research/research-projects...). Και το νέο της βιβλίο επικεντρώνεται στις ψηφιακές μορφές μαρτυρίας από τις πολεμικές ζώνες της Μέσης Ανατολής. Σχολιάζει λοιπόν:

«Η θεσμική δημοσιογραφία διέπεται από δύο αντιφατικές "οικονομίες". Την οικονομία της "ενημέρωσης" και την οικονομία της "προστασίας" (της αισθητικής και της αξιοπρέπειας) των θεατών. Οταν πρόκειται για "δικούς μας", δηλαδή Ευρωπαίους ή γενικότερα Δυτικούς, τότε έχουμε πλήρη κάλυψη, ή ακόμη και συνεχή ροή, αποφεύγουμε να δείχνουμε σκληρές εικόνες και φροντίζουμε να μνημονεύσουμε ή ακόμη και να τιμήσουμε τα θύματα.

»Οταν όμως πρόκειται για κρίσεις εκτός της Δύσης, τότε μετά βίας έχουμε είδηση, σχεδόν ποτέ δεν έχουμε συνεχή ροή, έχουμε ελάχιστη και αποσπασματική πληροφόρηση και ποτέ δεν έχουμε "προσωποποίηση" των νεκρών, δηλαδή ποτέ δεν μαθαίνουμε κάτι γι' αυτούς. Αντιθέτως, η είδηση συχνά επικεντρώνεται σε μια "πορνογραφία" του ανθρώπινου πόνου, όπου σκληρές εικόνες γίνονται μέρος του συγκινησιακού φορτίου των ειδήσεων με σκοπό την τηλεθέαση αλλά όχι τη βαθύτερη κατανόηση ή τη συναίσθηση της οδύνης αυτών των ανθρώπων.

»Ετσι η διακίνηση της είδησης υπόκειται σε διαστρωματώσεις "προστασίας" του θεατή που διαμορφώνουν μια ιεραρχία της ανθρώπινης τρωτότητας και εν τέλει "κλειδώνουν" έξω από τον δικό μας κόσμο όλους όσοι δεν ανήκουν γεωγραφικά και πολιτισμικά στην Ευρώπη, στη Δύση. Αυτό το συμβολικό σύνορο είναι αποτέλεσμα του τρόπου με τον όποιο οι δύο ειδησεογραφικές οικονομίες οργανώνουν την αφήγηση της είδησης με βάση εγωκεντρικές, και συχνά ξενοφοβικές, πολιτικές και πολιτισμικές προτεραιότητες που αναπαράγουν στερεότυπα για "εμάς" και τους "άλλους".

»Τα social media απ' την πλευρά τους έχουν βοηθήσει πολύ στην πιο ελεύθερη διακίνηση των ειδήσεων από χώρες εκτός Δύσης. Από την "αραβική άνοιξη" ώς τον πόλεμο της Σύριας, οι ειδήσεις κινημάτων διαμαρτυρίας, κρίσεων και πολεμικών συγκρούσεων γίνονται πιο πολυφωνικές και πολύπλοκες.

»Παρ' όλα αυτά, οι αφηγηματικές οικονομίες (π.χ. τα μεγάλα ειδησεογραφικά δίκτυα) που επιλέγουν ποιες ζωές μετράνε περισσότερο στις οθόνες μας, αξιοποιούν τις νέες πηγές πληροφορίας και εικόνας προς το συμφέρον τους, ενώ παράλληλα τις καθυποτάσσουν στις δικές τους προτεραιότητες. Ετσι οι ειδήσεις συνεχίζουν να διαχωρίζουν τον κόσμο βάσει των γνωστών κατηγοριών ανάμεσα σε "εμάς" και στους "άλλους"».

 *Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 28/12/2017.