Εισαγωγή
Εδώ που φτάσαμε και χωρίς βαρύγδουπες αναλύσεις, πρέπει να απαντήσουμε κυρίως στο ερώτημα «τί κάνουμε τώρα». Το τώρα συνδέεται σαφέστατα με το αύριο, με το μέλλον, με την επιβίωση της χώρας. Η κατάσταση της οικονομίας είναι γνωστή, η σύνθεση του ΑΕΠ, έστω όπως αυτό υπολογίζεται, επίσης, ενώ οι νοοτροπίες, οι πρακτικές των πολιτών, αλλά και η λειτουργία του θεσμικού και πολιτικού συστήματος δεν προοιωνίζουν αισιοδοξία. Πάμε στην παραγωγή λοιπόν, αφού εκεί θα κριθεί η μάχη της επιβίωσης. Παραγωγή ελληνικών προϊόντων για κατανάλωση, για εξαγωγές, για μεταποίηση. Πού θα στηριχθούμε; Σε ένα νέο ενδογενές αγροκεντρικό μοντέλο, δηλαδή κυρίως στον πρωτογενή τομέα. Στα βασικά δηλαδή.
Η λογική του αγρο-κεντρικού μοντέλου
Να δούμε καθαρά το πρόβλημα. Δεν παράγουμε αρκετά, εισάγουμε πολλά αγαθά, τα ελλείμματα, οι ανισορροπίες στην οικονομία είναι διαχρονικές. Οι δυσκολίες της ανάγνωσης των αριθμών και των στοιχείων, λόγω της εκτεταμένης παραοικονομίας και της μικρής ελληνικής οικογενειακής επιχείρησης, δεν πρέπει να οδηγήσουν στην υποτίμηση του προβλήματος. Για την δημιουργία των απαραίτητων νέων θέσεων εργασίας δεν περιμένουμε θαύματα: το δημόσιο αδυνατεί, οι επιχειρήσεις κλείνουν, το εμπόριο έχει δυσκολίες, ο τουρισμός λειτουργεί ανάλογα με τη συγκυρία. Πώς θα δημιουργηθούν λοιπόν νέες θέσεις εργασίας; Η απάντηση βρίσκεται στην αυτο-απασχόληση και συγκεκριμένα στον αγροτικό τομέα. Από τη μια άκρη της χώρας μέχρι την άλλη οι νέοι και οι άνεργοι επιστρέφουν στο χωριό, πολλοί διστάζουν αφού δεν υπάρχει βοήθεια και βρίσκονται χωρίς στήριξη, συχνά χωρίς γνώση. Η κρίση οδηγεί τους ανθρώπους στον αγώνα για επιβίωση, στην αυτο-κατανάλωση, μέσα από την αγροτική παραγωγή. Κυριαρχεί όμως η γραφειοκρατία, η έλλειψη φαντασίας, στην ουσία η άρνηση της πραγματικότητας. Κι όμως η χώρα έχει σημαντικά πλεονεκτήματα (κλίμα, γεωγραφία, διατροφικό πολιτισμό, βιοποικιλότητα, ιστορική παράδοση), μπορεί να πρωτοστατήσει, να κάνει τη στροφή στην παραγωγή, στην ποιότητα, στην ανάδειξη του τοπικού προϊόντος, του τοπικού πολιτισμού, όπως γίνεται σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Έχουμε επιπλέον την παράδοση, τα βιώματα των κοινοτήτων, τις παρακαταθήκες του κοινοτισμού που προσαρμοσμένες στα σημερινά δεδομένα μπορούν να αποτελέσουν ένα νέο πεδίο δράσης, συνεργασίας, κοινωνικής ένταξης, αναγνώρισης ενός νέου ρόλου: αυτού του παραγωγού, του δραστήριου και ενεργού του οικονομικού συντελεστή. Με ή χωρίς επιδοτήσεις, με μικρή ή μεσαία περιουσία, με μικρό θερμοκήπιο ή διαφοροποιούμενες παραγωγές λαχανικών ένα νέο ζευγάρι θα προσπαθήσει κάτι νέο, διαφορετικό, δημιουργικό. Με σκληρή εργασία, με αγάπη για τα δέντρα, τα ζωντανά ή τα λαχανικά, με αγάπη και φροντίδα με ό,τι καταπιάνεται καθημερινά. Όλα τα άλλα θα έρθουν.
Ποιότητα ζωής, οικονομικό ενδιαφέρον, αυτο-απασχόληση και αυτό-κατανάλωση, συνεργασία και λειτουργική σχέση με την κοινότητα, τοπικές συνέργειες, αυτά είναι τα νέα στοιχεία, μακριά από την κρίση της πόλης. Δεν γίναμε ποτέ βιομηχανική χώρα, η φούσκα των υπηρεσιών έσκασε, τα δανεικά τέλειωσαν, τί απομένει; Να οργανώσουμε την επιστροφή στην ύπαιθρο, την παραγωγή αγαθών, την ένταξη των νέων στο χωριό, στη μικρή κοινότητα. Χωρίς να υποτιμούμε τα προβλήματα, ας δούμε ρεαλιστικά το μέλλον. Μόνο ο αγροτικός τομέας μπορεί σήμερα να δώσει πλούτο, πρώτη ύλη για τη βιοτεχνία, τη βιομηχανία, το εμπόριο, την αγορά, τις εξαγωγές. Η λύση είναι η αγροτική επιχειρηματικότητα, η απάντηση στην κρίση είναι η αγροτική παραγωγή. Από το «φύγε από το χωριό» του '60 φτάσαμε στο «πίσω στο χωριό» του 2016. Ήρθε η ώρα για τα ξεχασμένα χωριά να πάρουν την εκδίκησή τους, η πόλη δεν δίνει πλέον καμία ελπίδα. Κι η ελπίδα είναι η παραγωγή, η σκληρή καθημερινή εργασία, η συνεργασία με τους συντοπίτες, η συνέργεια με τους άλλους παραγωγούς, με τη βιοτεχνία και το εμπόριο. Εν ολίγοις, η κρίση οδηγεί τη χώρα σε ένα άλλο οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο, ενδογενές, βιώσιμο, παραγωγικό, και ταυτόχρονα εξωστρεφές και δημιουργικό.
Οταν μιλάμε για θέματα βιώσιμης ανάπτυξης το στοιχείο της τοπικότητας πρέπει βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Το ενδιαφέρον για το τοπικό δεν είναι απλά μια πρόχειρη, απλοϊκή, αυθόρμητη απάντηση στην ισοπεδωτική παγκοσμιοποίηση, στην απρόσωπη αγορά. Είναι η καρδιά του προβλήματος που ζούμε σήμερα. Ολα ανάγονται πλέον σε ζήτημα ανταγωνισμού κι έτσι τόσο οι μετεγκαταστάσεις επιχειρήσεων σε απόμακρες χώρες, όσο και οι εισαγωγές φθηνών προϊόντων προκύπτουν σαν κάτι το λογικό. Κι όμως το τοπικό έχει ασύγκριτα πλεονεκτήματα γιατί είναι χειροπιαστό, δίπλα σου, συνδέεται με την εγχώρια ιστορία, με την κοινωνική τεχνογνωσία, με την διατήρηση των θέσεων εργασίας, με την ζωή σου, την αγάπη για τον τόπο και τους ανθρώπους του.
Στο βιβλίο του «Sans plus attendre! » (KER éditions, 2014) o τεχνοκράτης και ακτιβιστής της βιώσιμης ανάπτυξης Guibert del Marmol, αναδεικνύει την οικονομική δραστηριότητα με βάση την τοπικότητα, σαν μια ξεχωριστή διάσταση. Τονίζει με έμφαση τα ειδικά χαρακτηριστικά της, όπως είναι η σχέση της με το υπάρχον οικοσύστημα, η αυτοκατανάλωση αγαθών, οι τοπικές συνέργειες μεταξύ των διαφόρων επαγγελματικών ομάδων, η δημιουργία δικτύων συνεργασίας μεταξύ παραγωγών, δικτύων χρηματοδότησης επιχειρήσεων και προώθησης προϊόντων, κοκ.
Αν αναλύσουμε ένα-ένα όλα αυτά τα χαρακτηριστικά θα δούμε ότι οι τοπικές συνέργειες αφορούν την γεωργία, δηλαδή τη βάση της παραγωγής των αγαθών, τη βιοτεχνία και την μεταποίηση, τις υπηρεσίες όπως είναι ο τουρισμός και η εστίαση, κοκ. Ολα αυτά δείχνουν ότι, χωρίς να είναι κανείς αφελής ή εξωπραγματικός, είναι δυνατή μια άλλη θεώρηση της ανάπτυξης, όχι απλά στη βάση των δεικτών μεγέθυνσης του ΑΕΠ, αλλά στη βάση της βιωσιμότητας των δράσεων. Κι αυτό σημαίνει πολλά θετικά για τον άνθρωπο, για το περιβάλλον, την εργασία, την ποιότητα ζωής και για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των μελλοντικών γενεών.
Η τοπικότητα αποτελεί λοιπόν μια καίρια διάσταση, όχι με την έννοια του κλειστού τοπικισμού, αλλά με την έννοια της ανάπτυξης συνεργασιών πρώτα μέσα στην τοπική κοινότητα παραγωγών, αλλά και με άλλες όμορες κοινότητες ή και με μακρινές περιοχές που ασπάζονται τα ίδια κίνητρα και αρχές. Υπάρχουν πολλά τέτοια δίκτυα και συνεργασίες που αφορούν την κατανάλωση (έντιμο εμπόριο), τον εναλλακτικό τουρισμό, τις επενδύσεις (ηθικές τράπεζες), τον πολιτισμό. Τοπικότητα σημαίνει ανάδειξη των χαρακτηριστικών της κάθε περιοχής με πνεύμα ανοιχτό, με ικανότητα σύνθεσης ανάμεσα στο παλιό και το νέο, με ευρηματικότητα και με διάθεση συνεργασίας, με χρήση σύγχρονων τεχνολογιών, με νέους τρόπους δράσης.
Η γοητεία του τοπικού και η αυθεντικότητά του, η αξιοποίηση και η ενασχόληση με τις γνώσεις και τα βιώματα των προηγούμενων γενεών, η προστασία του περιβάλλοντος, η ανάδειξη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του τοπίου, η παραγωγή και προώθηση τοπικών προϊόντων, όλα αυτά μπορούν να συνθέσουν το νέο μοντέλο ενδογενούς και βιώσιμης ανάπτυξης που τόσο έχουμε ανάγκη. Το παλιό μοντέλο μας οδήγησε σε αδιέξοδο, ήρθε η ώρα να δράσουμε δημιουργικά και πρωτίστως τοπικά. Να επωφεληθούμε από τις νέες τεχνολογίες που μας δίνουν τη δυνατότητα να γνωρίζουμε τί γίνεται αλλού, αλλά να μην υποβαθμίσουμε - λόγω μιμητισμού ή αδράνειας – τις τοπικές, ενδογενείς δυνατότητες.
Η Ελλάδα έχει, χάρη στη γεωγραφία και την ιστορία της, μοναδικά πλεονεκτήματα. Μάλιστα οι τοπικές ιδιαιτερότητες, το περιορισμένο και το μικρό, το πεδινό, το ορεινό, το νησιώτικο, το μικρο-κλίμα και τα ποικίλα όρια που θέτουν οι ορεινοί όγκοι της πατρίδας μας, θεωρούνται ως βασικός λόγος ανάπτυξης της ελληνικού πολιτισμού. Από τις νησιά-πόλεις-κράτη της αρχαιότητας μέχρι τις κοινότητες της σύγχρονης περιόδου, οι ανάγκες επιβίωσης και επικοινωνίας διαμόρφωσαν πρακτικές, αρχές, συμπεριφορές, βιώματα που έδωσαν την δυνατότητα στον έλληνα να αξιοποιήσει με μέτρο τα πάντα. Την ομορφιά του τοπίου, τα ντόπια υλικά, τις τέχνες, τις γεύσεις, τις γραμμές και τις αρετές που πρέπει να διέπουν τον ανθρώπινο βίο.
Η σύγχρονη θεώρηση, εμπλουτισμένη με τις τεχνολογικές ανακαλύψεις, μπορεί να αναδείξει την τοπικότητα ως κεντρική συνισταμένη της πραγματικής οικονομίας, αξιοποιώντας αυτό ακριβώς το στοιχείο της άμεσης σχέσης της με την παραγωγή και τις επιχειρήσεις. Πόσο μακριά μπορεί να πάει εξάλλου η αβυσσαλέα απόσταση που χωρίζει σήμερα την παραγωγή αγαθών με τις διεθνείς υπηρεσίες, ιδιαίτερα αυτές των τραπεζών και του χρηματοπιστωτικού τομέα; Το νήμα έχει ορισμένα φυσικά όρια, κάποτε σπάει. Κι έσπασε....
Αγρο-συνέργειες
Επιχειρώ μια νέα προσέγγιση της τοπικής ανάπτυξης που βασίζεται σε τρεις παραμέτρους:
-Πρώτη είναι η παράμετρος της κρίσης. Η κρίση είναι βαθιά, συστημική, και για την Ελλάδα τίθεται πλέον άμεσα το θέμα της επιβίωσης μεγάλου μέρους του πληθυσμού. Δεν πρέπει συνεπώς να μείνουμε στα καθιερωμένα και στο πολιτικώς ορθό, αλλά ως επιστήμονες, πρέπει να έχουμε την παρρησία να προειδοποιήσουμε την Πολιτεία και την κοινωνία και να αναδείξουμε τις εφικτές λύσεις. Έρχονται χρόνια δύσκολα, σκληρά και πρέπει να ετοιμασθούμε κατάλληλα. Η διεθνής κρίση εντείνει εξάλλου σε πολλές περιοχές του πλανήτη την επισιτιστική κρίση κι αυτό δίνει μια ιδιαίτερη διάσταση στο θέμα που μας απασχολεί.
-Δεύτερη παράμετρος είναι η αγροτική παραγωγή, ως συνιστώσα μιας ανάπτυξης νέου τύπου: τοπικής, εθνικής, παραγωγικής, δυναμικής με βάση κυρίως το παραδοσιακό μας οπλοστάσιο και την βαθιά ιστορική εμπειρία, με παράλληλη βέβαια χρήση των νέων μεθόδων και με σεβασμό στο οικοσύστημα. Μας ενδιαφέρει μια γεωργία πολυσχιδής, που παράγει πολλά προϊόντα και όχι μόνο αυτά που επιδοτούνται, μια γεωργία που συνδυάζει την εκλογικευμένη παραγωγή, την παραδοσιακές μεθόδους του τόπου και τις σύγχρονες πρακτικές που είναι φιλικές προς το περιβάλλον. Στόχος η παραγωγή προϊόντων ποιότητας, η μεταποίησή τους κοντά στους χώρους παραγωγής, η προώθηση των αγαθών στην αγορά με αποτελεσματικούς τρόπους και η νέα σχέση του παραγωγού τόσο με τον συνάδελφο παραγωγό (ομάδες παραγωγών, τοπικές δράσεις) όσο και με τον έμπορο και τον καταναλωτή, μέσα από τον αλληλοσεβασμό και τον αντίστοιχο επιμερισμό των ωφελημάτων σε ισότιμη βάση.
-Ο συνδυασμός των δύο πρώτων παραμέτρων μας οδηγεί στο κύριο θέμα της ταραγμένης εποχής μας, στο κοινωνικό ζήτημα, στο πώς θα «κάνουμε χωριό», δηλαδή πώς θα ξαναφτιάξουμε την κοινωνία μας. Το παλιό μοντέλο της ξέφρενης κατανάλωσης και του ατομικισμού απέτυχε, πρέπει τώρα να προτάξουμε το νέο. Στο νέο μοντέλο κοινωνικής συμβίωσης θα κυριαρχεί το μέτρο, η εργασία, η υπομονή, η συνεργασία, η δικαιοσύνη, η ανθρώπινη σχέση, η συμμετοχή στην κοινότητα. Στο νέο σύστημα θα κυριαρχεί η πραγματική οικονομία, όχι η φούσκα, όχι το αλόγιστο δάνειο, το δεύτερο εξοχικό, η τρίτη τηλεόραση, το τέταρτο αυτοκίνητο, κοκ. Το νέο οικονομικό αλλά και κοινωνικό αίτημα είναι αυτό του μέτρου, της κοινότητας, της ανθρωπιάς.
Γι αυτό το «πίσω στο χωριό», έχει νόημα σήμερα. Ο άνθρωπος ιστορικά εξελίχθηκε κι έφτιαξε το χωριό, την μικρή τοπική κοινότητα όπου δημιουργήθηκε η ανθρώπινη, βιοτική σχέση. Ο μοντερνισμός σε όλες του τις εκδοχές υποβάθμισε το χωριό και τους ανθρώπους του και ο καπιταλισμός έκανε τελικά την πόλη προωθώντας τη βιομηχανία και τις υπηρεσίες. Ηρθε η ώρα φαίνεται όπου το χωριό θα πάρει την εκδίκησή του, αφού ο αχαλίνωτος χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός καταστρέφει την οικονομία, την κοινωνία, το περιβάλλον, την επιχείρηση. Ο πολίτης αναζητεί διέξοδο, ο άνθρωπος θέλει πειστικές λύσεις.
Η γεωργία δεν είναι απλά ένας ακόμα οικονομικός συντελεστής, εμπεριέχει όλα τα στοιχεία που οριοθετούν έναν τρόπος ζωής. Εργασία, συμμετοχή, ταύτιση με τη φύση, άμεση σχέση με τους ανθρώπους, παράδοση, οικογένεια, κοινότητα. Η γεωργία είναι μια πειστική απάντηση στο σημερινό αδιέξοδο και μια απάντηση στην κρίση, αφού ο αγροτικός τομέας από τη φύση του και την εκτεταμένη παρουσία του στην ενδοχώρα παρουσιάζει πολλά πλεονεκτήματα προσωπικού ή κοινωνικού χαρακτήρα. Πέρα από τα εμφανή πλεονεκτήματα που συνδέονται με τον τρόπο ζωής κοντά στη φύση, ο αγροτικός τομέας παρουσιάζει υψηλό δείκτη συνέργειας με άλλους κλάδους και τομείς της πραγματικής οικονομίας : μεταποίηση, εξαγωγές, υποδομές, τουρισμός, πολιτισμός, εστίαση, κατανάλωση, κοκ, Όλοι αυτοί οι τομείς συνδέονται με τον αγροτικό χώρο, επηρεάζονται από τις δραστηριότητές του, εξαρτώνται από τις πρώτες ύλες του (δημητριακά, φρούτα, λαχανικά, μέλι, κρέας, γάλα, τυροκομικά, ξυλεία, αλιεύματα, κοκ) και αποτελούν τη βάση για την ανάπτυξη συναφών υπηρεσιών μέσα στην οικονομική ζωή. Οι τομείς αυτοί συνολικά συνθέτουν έναν ευρύτερο κύκλο που αποκαλώ «σύστημα αγρο-συνεργειών». Το σύνολο των θέσεων εργασίας αφορά στην ουσία την πραγματική μας οικονομία, ενδιαφέρει όλες σχεδόν τις οικογένειες και είναι διάσπαρτο σε ολόκληρη την επικράτεια.
Η μεγέθυνση, αλλά και η νέα σύνθεση του ΑΕΠ θα προέλθει μόνο μέσα από την αύξηση της παραγωγής στους κλάδους της πραγματικής οικονομίας. Γι αυτό είναι απαραίτητο να εμπεδωθεί μια διαφορετική αντίληψη σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη: μια ανάπτυξη βιώσιμη και ποιοτική, με αναζωογόννηση της υπαίθρου, με ενίσχυση της κοινωνικής και οικονομικής συνοχής, με εθνική αλληλεγγύη, με μέτρα ουσιαστικής στήριξης των αγροτών και κίνητρα για κάθε νέο παραγωγό προϊόντων και υπηρεσιών σε τοπικό επίπεδο. Χρειαζόμαστε ένα παραγωγικο-κεντρικό μοντέλο, αντί της σημερινής καταναλωτικής φούσκας των εισαγωμένων προϊόντων. Δηλαδή στροφή στην πραγματική οικονομία, στον άνθρωπο και στο προϊόν του κόπου του, με έμφαση στην ποιοτική παραγωγή. Και βεβαίως χρειαζόμαστε μια άλλη σχέση ανάμεσα στον παραγωγό και στον καταναλωτή, με πλήρη αξιοποίηση των σύγχρονων συστημάτων προώθησης προϊόντων και κατάλληλων συνεργασιών. Η έκφραση «Πίσω στο χωριό» εκφράζει όντως μια ανάγκη, αλλά και δεν πρέπει να γίνει μια παγίδα για αφελείς ή ευκαιρία κερδοσκοπίας από επιτήδειους. Η εποχή των πανάκριβων μελετών και της υιοθέτησης εκ μέρους των αγροτών ακατάλληλων μοντέλων καλλιέργειας και εκτροφής ζώων πέρασε και την πληρώσαμε ακριβά. Ξέρουμε πλέον πώς να φυλαχθούμε, ξέρουμε πώς να στηριχθούμε στις τοπικές δυνατότητες.
Η γενικευμένη οικονομική κρίση και η σκληρή πολιτική της λιτότητας προκαλούν στη χώρα μας πρωτοφανή οικονομική ύφεση, δραματική αύξηση της ανεργίας και κυρίως ανεργία των νέων. Η μετεγκατάσταση εκατοντάδων χιλιάδων ανέργων στο χωριό, στην επαρχία και η ένταξή τους στην αγροτική παραγωγή και στο ευρύτερο σύστημα των «αγρο-συνεργειών» με οργανωμένο τρόπο, με τεχνικο-επιστημονική υποστήριξη, διοικητική υποβοήθηση και κίνητρα θα δώσει διέξοδο και εργασία σε όσους το επιθυμούν και παράλληλα θα αυξήσει την εθνική παραγωγή, μειώνοντας τις εισαγωγές και αυξάνοντας τις εξαγωγές. Αλλά αυτό πρέπει να γίνει με σχέδιο, με στόχους και με συμμετοχή των ίδιων των παραγωγών: μόνο η συνειδητή συμμετοχή τους, ατομική και συλλογική, θα διασφαλίσει τη νέα προοπτική. Το κράτος δεν μπορεί και δεν πρέπει να καλύπτει τα χρέη των συνεταιρισμών, δεν χρειάζονται οι συνεταιρισμοί παλιού τύπου και οι παραγωγοί πρέπει να μετέχουν υπεύθυνα, με περηφάνεια, με δικαιώματα και υποχρεώσεις, στο εθνικό παραγωγικό και φορολογικό σύστημα.
Επιστροφή στο χωριό λοπόν. Ενα χωριό σύγχρονο, όπου η πρόσβαση και η επικοινωνία είναι πλέον εύκολη, ειδικά με τη χρήση των νέων τεχνολογιών, οι υποδομές λειτουργικές, η ποιότητα ζωής καλύτερη σε σχέση με το δράμα των πόλεων, η καθημερινότητα ανθρώπινη. Ενα χωριό όμως που παράγει, που αποτελεί οργανωμένη κοινωνία αλληλεγγύης, ενεργό τοπική κοινότητα, που ζει μέσα από την ουσιαστική συνεργασία των ανθρώπων, των παραγωγών, των βιοτεχνών, του εμπορίου, των τουριστικών επιχειρήσεων και των καταναλωτών. Ένα χωριό, που στηρίζει συνειδητά και συστηματικά τα τοπικά μας προϊόντα, που εκπέμπει ποιότητα σχέσεων, κοινωνική ανταπόκριση και ενισχύει την ευημερία του ατόμου μέσα από την ασφάλεια της συμμετοχής του στην κοινότητα.
Για την προώθηση του νέου συστήματος των «αγρο-συνεργειών» απαιτείται ριζικός επανασχεδιασμός των δημοσίων πολιτικών, επανεξέταση των κοινοτικών και εθνικών επιδοτήσεων, αναθεώρηση της τεχνικής εκπαίδευσης, σύνδεση της παραγωγής με την εγχώρια και τη διεθνή αγορά, εθνική πολιτική γης. Το νέο παραγωγικό μοντέλο θα είναι αγρο-κεντρικό, δυναμικό, ποιοτικό, εξωστρεφές. Κι αυτό σημαίνει εργασία, επενδύσεις, συνέργειες, ώστε να υπάρξει ισχυρή οικονομική ανάκαμψη, αμοιβαίο όφελος και ανάδειξη του εθνικού δυναμικού μέσα από μια πραγματικά βιώσιμη ανάπτυξη. Η προώθηση του οικονομικού μοντέλου των αγρο-συνεργειών συνεπάγεται ανατροπή του σημερινού υπερ-συγκεντρωτικού κράτους αφού η υιοθέτησή του θα επιφέρει ουσιαστική αποκέντρωση των οικονομικών δραστηριοτήτων, αναδιοργάνωση της διοίκησης με επίκεντρο την περιφέρεια, αναθεώρηση των δημοσίων πολιτικών ώστε να λάβουν επιτέλους υπόψη τους την βαθιά κρίση, μεγάλης κλίμακας μετεγκατάσταση των ενδιαφερομένων ανέργων από την πρωτεύουσα και τις άλλες μεγάλες πόλεις στην ύπαιθρο, ενίσχυση της μικρής αγροτικής επιχειρηματικότητας και γενικότερα συνεκτικές προσπάθειες για διασφάλιση της επιβίωσης του πληθυσμού σε εποχή κρίσης και αυξανόμενης φτώχειας. Οι νέοι παραγωγικοί και επαγγελματικοί Συνεταιρισμοί, οι ομάδες παραγωγών, οι Δήμοι, οι Περιφέρειες έχουν ένα λαμπρό πεδίο μπροστά τους και η συνεργασία αγροτικών και αστικών Δήμων μπορεί να δημιουργήσει νέα πρότυπα οικονομικής συνεργασίας για κοινό όφελος.
Ο κόσμος που ζούμε είναι ασταθής, οι ισορροπίες που γνωρίζαμε έχουν αλλάξει, τα μέλλον θα εξαρτηθεί εν πολλοίς από τις δικές μας ενέργειες. Να δούμε άμεσα πού μπορούμε καλύτερα, ποιά είναι τα εθνικά συγκριτικά μας πλεονεκτήματα, πώς θα δράσουμε έξυπνα για να βελτιώσουμε διεθνώς τη θέση μας. Αν διαβάσει κανείς τις πρόσφατες μελέτες σχετικά με τις δυνατότητες ανάπτυξης της χώρας και αντιμετώπισης της κρίσης, παρατηρεί δύο κυρίως πράγματα: μια συχνή αναφορά στον αγροτικό τομέα και ταυτόχρονα, μια έλλειψη εξειδίκευσης των προτάσεων. Αναγνωρίζονται, συχνά, οι μεγάλες δυνατότητες του τομέα, αλλά όταν πάμε στο πώς και με ποιό τρόπο, η αμηχανία είναι εμφανής. Το μεγάλο άλμα και στοίχημα της ελληνικής οικονομίας σημαίνει κυρίως στροφή στην παραγωγή, συνειδητή επιλογή κατανάλωσης ντόπιων προϊόντων, συστηματική προβολή του made in Greece. Γι αυτό πρέπει επειγόντως να συζητήσουμε για κίνητρα, μηχανισμούς στήριξης των νέων, μικρο-δάνεια με χαμηλό επιτόκιο, με δυό λόγια για ένα αποτελεσματικό σύστημα υποστήριξης των παραγωγών, έξω από την απογοητευτική σημερινή γραφειοκρατία. Πρέπει να δούμε το όλο θέμα υπό το πρίσμα της νέας, μικρής αγροτικής επιχειρηματικότητας.
Θεωρώ ότι πρέπει να δράσουμε τώρα υπεύθυνα και με εθνικό σχέδιο. Η κρίση είναι βαθιά, δεν είναι μόνο κρίση αριθμών, τίθενται θέματα αξιών, επιλογών, κατεύθυνσης. Εχουμε ως χώρα μια μοναδική μακραίωνη ιστορική εμπειρία, ξέρουμε τί είναι χωριό, δηλαδή κοινότητα ανθρώπων, έχουμε τον απαράμιλλο διατροφικό μας πολιτισμό, το εκπληκτικό μας περιβάλλον και την πλούσια βιοποικιλότητα. Δεν μπορούμε συνεπώς να συνεχίσουμε έτσι, δηλαδή να εισάγουμε τα πάντα, να χρεώνουμε για τις αλόγιστες ενέργειές μας τις επόμενες γενιές, να υποθηκεύουμε το μέλλον της πατρίδας μας. Η ενασχόληση με τη γεωργία απαιτεί κυρίως ισορροπημένη προσέγγιση, προσωπική διάθεση. Ενα νέο ζευγάρι, γιατί γι αυτό τελικά μιλούμε, αντί να κάθεται άνεργο στην Αθήνα, μπορεί, με σχετικά μικρό κεφάλαιο και κυρίως με διάθεση εργασίας, να κερδίσει επάξια τη ζωή του, να δημιουργήσει τις βάσεις για ένα αξιοπρεπές μέλλον στην επαρχία. Στην επαρχία που σνομπάρεται σήμερα από τα ίδια τα παιδιά μας. Πεποίθησή μου είναι ότι έχουμε σαν κοινωνία όλα αυτά που χρειάζονται για να ξεκινήσουμε μια νέα πορεία, με ένα ενδογενές παραγωγικό μοντέλο, όπου ο πρωτογενής τομέας θα έχει καθοριστικό ρόλο. Δεν πιστεύω ότι το μοντέλο της οικονομίας των υπηρεσιών αποτελεί λύση, αφού οι υπηρεσίες πρέπει να στηρίζονται στην παραγωγή και στη μεταποίηση. Αν όλα είναι εισαγόμενα δεν υπάρχει διέξοδος. Θέλουμε ένα μοντέλο παραγωγικό, αγρο-κεντρικό, δηλαδή στην ουσία ένα ανθρωπο-κεντρικό, αφού χωρίς τον παραγωγό, τον άνθρωπο, δεν έχει ενδιαφέρον καμμία δραστηριότητα. Υπό την έννοια αυτή η επιλογή του χωριού, της γεωργίας ως τρόπου ζωής είναι σημαντική προσωπική αλλά και πολιτική επιλογή, είναι επιλογή ανθρωπίνων σχέσεων, διαφορετικής οργάνωσης του κοινωνικού βίου. Η ευημερία δεν ταυτίζεται με την κατοχή υλικών αγαθών. Ο αγρότης, ο παραγωγός μπορεί, χάρη στην επαφή του με τη φύση να αναδείξει τη νέα ισορροπία, δηλαδή την ηθική διάσταση της ανάπτυξης και την κοινωνική χρησιμότητα των παραγομένων προϊόντων. « Ο αληθινός πολιτισμός προέρχεται μέσα από τη φύση και είναι αγνός, λιτός και απλός » (Masanobu Fukuoka) Το μέλλον μας θα διαμορφωθεί με βάση αυτές τις αρχές καθώς και από την συμμετοχή μας στην κοινότητα, το τέλος του υπερβολικού καταναλωτισμού και του ατομικισμού είναι πλέον ορατό. Ετσι όλα μπορούν να αλλάξουν. Σε αυτό το πλαίσιο ο γεωργός, ο παραγωγός, το χωριό με τα αυθεντικά του έθιμά του και τον ιδιαίτερο τρόπο ζωής, έχουν ένα νέο κοινωνικό και οικονομικό ρόλο.
Προϋποθέσεις επιτυχίας
Πώς όμως θα γίνει αυτή στροφή; Πώς θα ξεκινήσει μια σοβαρή και αξιόπιστη εθνική προσπάθεια για παραγωγή και προκοπή. Ας δούμε πρώτα τις ρεαλιστικές προϋποθέσεις που σχετίζονται με την συγκυρία. Ποιες είναι οι πτυχές εκείνες που προσδιορίζουν σήμερα την οικονομική και κοινωνική θέση των αγροτών; Προτάσεις υπάρχουν, μελέτες υπάρχουν, εμπειρία υπάρχει.
Στην Ελλάδα ειδικά, λόγω της γήρανσης του πληθυσμού, του δημογραφικού προβλήματος και της επί σειρά δεκαετιών εγκατάλειψης της γεωργίας, πρέπει να γίνει άμεσα η επεξεργασία μιας πολιτικής αγροτικής ανάπτυξης, με διαμόρφωση εθνικών στόχων και εξειδίκευση ανά Περιφέρεια και προϊόν. Με την ευκαιρία της νέας ΚΑΠ πρέπει να θέσουμε ως στόχο την δραστική μείωση του κόστους παραγωγής, την στροφή στην ποιότητα και την εξωστρέφεια και κυρίως την προσέλκυση νέων στον αγροτικό χώρο. Η κρίση είναι ευκαιρία, η αγροτική επιχειρηματικότητα πρέπει να μπει σε νέα βάση, αλλά χωρίς νέους στην παραγωγή αυτό είναι ανέφικτο. Οι παρεμβάσεις όμως πρέπει να είναι μελετημένες και συνολικές, αφού η κοινωνική απαξίωση του αγρότη αποτελεί βασική αιτία αποστροφής της νεολαίας προς το αγροτικό επάγγελμα.
Συμπερασματικά θεωρώ ότι τα φορολογικά και τα ασφαλιστικά μέτρα θα πρέπει να είναι εργαλείο και συνάρτηση μιας συγκροτημένης δημόσιας αγροτικής πολιτικής που σήμερα δυστυχώς δεν υπάρχει. Αυτή η νέα πολιτική θα αποσκοπεί στην ριζική αλλαγή των όρων άσκησης αγροτικής δραστηριότητας, με άμεσο εξορθολογισμό των υφισταμένων ρυθμίσεων, τόνωση της επιχειρηματικότητας και της οικογενειακής εκμετάλλευσης, ώστε η χώρα μας να αξιοποιήσει με επιτυχία τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα. Προτάσεις υπάρχουν, τόσο για τη συμβατική όσο και για τη βιολογική γεωργία, αλλά αυτό που λείπει είναι η βούληση για ορθολογισμό και διαμόρφωση εθνικής πολιτικής αγροτικής ανάπτυξης. Η παραγωγή, η μεταποίηση, η ποιότητα, οι εξαγωγές, η κοινωνική ασφάλιση, οι επενδύσεις, οι επιδοτήσεις, ο ΕΛΓΑ, οι συντάξεις, κοκ, όλα αυτά είναι στοιχεία για μια συνεκτική πολιτική που θα καλύπτει σαφώς και τη φορολογική πτυχή. Το ζητούμενο είναι η νέα αυτή πολιτική, να λειτουργεί με τρόπο δίκαιο, ανταγωνιστικό και αποτελεσματικό, ώστε να επιβιώσει και να προκόψει ο πρωτογενής τομέας για να αντισταθεί η χώρα στην κρίση. Διαφορετικά η φθίνουσα πορεία του χώρου θα συνεχιστεί και οι συνέπειες για την εθνική οικονομία θα είναι δυσβάστακτες.
Η πολιτική πρέπει συνεπώς τώρα να παρέμβει. Προτείνω να συνέλθει άμεσα το Εθνικό Συμβούλιο Αγροτικής Πολιτικής, με συμμετοχή όμως και των εκπροσώπων των παραγωγών, για να συντάξει πόρισμα και να προτείνει νέες κατευθύνσεις. Το πόρισμά του να σταλεί στη νέα Βουλή, όπου θα πρέπει να συσταθεί άμεσα μια διακομματική επιτροπή για σύνταξη έκθεσης και διατύπωση προτάσεων σχετικά με το μέλλον της εθνικής αγροτικής παραγωγής. Ολα τα άλλα θα ακολουθήσουν. Τα λόγια τέλειωσαν, ήρθε η ώρα της πράξης. Η νέα ΚΑΠ αφήνει πολλά περιθώρια σε κάθε κράτος μέλος στην εφαρμογή της πολιτικής και καθορισμό των προτεραιοτήτων.
Αντί επιλόγου
Το συμπέρασμα είναι απλό. Ερχονται σκληρά χρόνια για όλους και περισσότερο για τους παραγωγούς. Στην εποχή της σύγχυσης και της ανασφάλειας, πρέπει να δούμε πώς θα διασφαλίσουμε το μέλλον τους. Που συνδέεται με το μέλλον της χώρας. Ένα μέλλον βιώσιμο, με αξιοπρέπεια, με ρεαλισμό και σχέδιο. Ο σύγχρονος κόσμος υπολογίζει τις χώρες που παράγουν, που δημιουργούν, που εξάγουν. Η Ελλάδα πρέπει να δημιουργήσει ένα νέο, ενδογενές, ανθρωπο-κεντρικό μοντέλο. Κι αυτό σημαίνει ένα μοντέλο αγρο-κεντρικό, όπου θα συνυπάρχουν οι διαστάσεις της παραγωγής, της συνεργασίας, της δημιουργίας. Με τη νεολαία στην παραγωγή, με την επαρχία αναζωογοννημένη, την κοινωνία αισιόδοξη. Μπορούμε, αν το θελήσουμε.
Η δημοκρατία είναι σε κάποια πράγματα όπως η Ιστορία. Δεν είναι εξελικτική ή κυκλική. Δεν πάει κατ' ανάγκην από το καλό στο καλύτερο. Κι αν ακυρωθεί, δεν είναι καθόλου αυτονόητο ότι θα επανέλθει στην πρότερή της μορφή. Μπορεί κάλλιστα να μη λειτουργήσει, σε έσχατες περιπτώσεις να καταλυθεί.
Η δυσλειτουργία ή το πισωγύρισμα μπορεί να επέλθει εμπρόθετα, μπορεί όμως να προκύψει από αντιδράσεις, κακοπροαίρετες αλλά και καλοπροαίρετες. Αυτό είναι φυσιολογικό, καθώς δημοκρατία δεν είναι μόνο η έκφραση, περιοδικά, γνώμης και ψήφου.
Προϋποθέτει έναν συνδυασμό αρχών και αξιών που διασφαλίζουν δύο πράγματα: κοινές αξίες, αρχές και κανόνες αφενός, δικαιώματα, αφετέρου, στο διαφορετικό. Στον συνδυασμό των δύο αυτών στοιχείων, στη δοσολογία τους, κρίνεται και η ποιότητα της δημοκρατίας.
Χωρίς κοινές αξίες μια δημοκρατία αδυνατεί να λειτουργήσει, να υπάρξει. Οι αξίες κυμαίνονται από τις πιο στοιχειώδεις, όπως οι θεμελιώδεις ελευθερίες και τα θεμελιώδη δικαιώματα, έως συγκεκριμένα κοινωνικά δικαιώματα, όπως η καθολική πρόσβαση στην εκπαίδευση όλων των βαθμίδων και στην υγεία.
Οι κοινές αξίες δεν ταυτίζονται με τις κοινές αναφορές που χρειάζονται τα έθνη για να υπάρξουν. Οι δεύτερες είναι απότοκα περισσότερο της ανάγκης συνύπαρξης, οι πρώτες είναι λελογισμένες. Οι δεύτερες εστιάζουν στην ομοιομορφία, οι πρώτες αφήνουν χώρο στη διαφορά.
Από την άλλη, δημοκρατία σημαίνει αποδοχή της ετερότητας, της διαφοράς. Αλλιώς, επιτρέπει, αν δεν ενθαρρύνει, σε ομάδες και άτομα να εκφράσουν την ιδιαιτερότητά τους, τις ανησυχίες τους, τις παραδόσεις τους. Σε αντίθεση με εθνικά κράτη που έβλεπαν και ακόμη βλέπουν τη διαφορά, ιδεολογική και πολιτισμική, ως απειλή για τη συνοχή τους, η δημοκρατία την προασπίζει θεωρώντας την πνοή δημιουργίας.
Ασφαλώς, τα παραπάνω δεν είναι ομόφωνα δεκτά. Εδώ υπεισέρχονται οι ιδεολογικές διαφορές, τα κοσμοείδωλα. Ανάλογα με την οπτική τους κάποιοι, ιδιαίτερα οι συντηρητικοί, δίνουν περισσότερο βάρος στα κοινά, άλλοι, οι φιλελεύθεροι κυρίως, αλλά και οι ριζοσπάστες της Αριστεράς, στις διαφορές.
Το διακύβευμα έγκειται στη σύνθεση των δύο πτυχών. Παρότι η σύνθεση είναι ζητούμενο και πυροδοτεί συγκρούσεις, ήπιες ή εντονότερες, υπάρχουν τρία κομβικά σημεία η καταπάτηση των οποίων απονευρώνει τη δημοκρατία, την καθιστά μη περιεκτική.
Η δημοκρατία έχει αρχές και κανόνες που ισχύουν ανεξάρτητα από το ποιος κυβερνά. Εδώ δεν ισχύει η ερμηνεία τους α λα καρτ, κατά το δοκούν. Το ίδιο ισχύει και για το περίφημο «κρατικό συμφέρον» (raison d' etat) το οποίο προβάλλει όλο και πιο συχνά, ιδιαίτερα σε κρίσεις και σε κρίσιμες καταστάσεις, ως ο υπέρτατος νόμος, με το επιχείρημα ότι διακυβεύονται εθνικά ή κρατικά συμφέροντα.
Αρχές και κανόνες είναι καθολικοί, ισχύουν για όλους, χωρίς εξαίρεση. Ισχύουν για τις αρχές και για τους πολίτες. Δεν μπορεί, ενδεικτικά, κάποιοι έγκλειστοι να έχουν πρόσβαση στη μάθηση και άλλοι όχι. Επιπλέον, η τήρηση των αρχών από τους πολίτες δεν μπορεί να επαφίεται στην ευχέρειά τους.
Ο νόμος δεν «είναι το δίκιο του εργάτη» ούτε οι «αγωνιστές» έχουν περισσότερα δικαιώματα από τους μη «αγωνιστές». Ούτε ακόμη κάποιοι, όπως στο παρελθόν η Χρυσή Αυγή, μπορούν να φτιάχνουν παράλληλα «σχολεία» για τα παιδιά τους γιατί τα δημόσια δεν πλάθουν «σωστούς» Ελληνες. Τα παιδιά δεν είναι κτήματα των γονέων, προστατεύονται και αυτά από διεθνείς συμβάσεις και νόμους.
Οσον αφορά, τέλος, το πεδίο του σεβασμού της ετερότητας και της διαφοράς, αυτό είναι εξίσου σημαντικό με εκείνο των κοινών κανόνων. Η αρχή δοκιμάζεται διαρκώς σήμερα: από τον σεβασμό ατόμων με αναπηρίες μέχρι τον σεβασμό των κάθε λογής μειονοτήτων, των δικαιωμάτων των μεταναστών και των προσφύγων.
Οπως η προηγούμενη έτσι κι αυτή η αρχή δεν μπορεί να ακρωτηριαστεί ή να ακυρωθεί στο όνομα κάποιου υπέρτατου συμφέροντος, της κατάταξης των ανθρώπων σύμφωνα με εθνικότητα ή θρησκεία, ή ακόμη με αυτό που η πλειοψηφία θεωρεί ορθό.
Αναντίρρητα, καμία αρχή και αξία, κανένας νόμος δεν είναι υπεράνω κριτικής. Συχνά και αυτά είναι διαπερατά σε ανισότητες και αδικίες. Από την άλλη, ακούγεται παράταιρη σήμερα, σε καιρούς όξυνσης των κάθε λογής ανισοτήτων και κυριαρχίας της μεταπολιτικής, η συνηγορία για αρχές, κανόνες και αξίες.
Αυτές ακριβώς οι εξελίξεις θαρρώ αναδεικνύουν τη σημασία τους, καθώς περισσότερο από ποτέ μπορούν να λειτουργήσουν ως ελάχιστη ασπίδα στη βαρβαρότητα της ωμής ισχύος.
Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 18/1/2017.
Σε κάποιους αναρχικούς και αντιεξουσιαστικούς χώρους υπάρχει μεγάλη σύγχυση γύρω από τα ζητήματα της δημοκρατίας και της εξουσίας. Μάλιστα κάποιοι χρησιμοποιούν τον όρο «άμεση δημοκρατία» είτε ως σχετιζόμενο με την αναρχία είτε ως μέσον ή διαδικασία προς αυτήν. Χρειάζονται λοιπόν κάποιες διευκρινίσεις.
Η δημοκρατία είναι η πραγματική λαϊκή κυριαρχία: όταν ο λαός ο ίδιος μπορεί να αλλάζει τον νόμο και να λαμβάνει τις κύριες αποφάσεις. Οταν ασκεί άμεσα την εξουσία υπό όλες τις μορφές της, κυβερνητική, νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική.
Η δημοκρατία δεν μπορεί παρά να είναι άμεση, πράγμα που συνεπάγεται ότι είναι αδιανόητη με αντιπροσώπους, κόμματα και αναθέσεις. Γι' αυτό τα σημερινά αντιπροσωπευτικά πολιτεύματα δεν είναι πραγματικές δημοκρατίες, είναι φιλελεύθερες ολιγαρχίες.
Η δημοκρατική κοινωνία διέπεται από νέες σημασίες και αξίες, απαιτεί νέους θεσμούς και νόμους που δεν υπάρχουν σήμερα εντός της καπιταλιστικής και κοινοβουλευτικής θέσμισης. Τίθεται έτσι το ζήτημα της νέας οργάνωσης με την οποία θα πορευτεί η δημοκρατική κοινωνία, άρα το ζήτημα των θεσμών, του πολιτεύματος και της εξουσίας.
Η άμεση δημοκρατία δεν είναι μια ακαθόριστη έννοια ή μόνο διαδικασία, είναι και νόμοι και καθεστώς, έχει συγκεκριμένους θεσμούς, δικαιώματα, habeas corpus, άμεση παιδευτική συμμετοχή, αρχή της πλειοψηφίας κ.λπ.
Αντιθέτως, η αναρχική ιδεολογία είναι αόριστη έως αντιφατική όσον αφορά τους θεσμούς και την εξουσία. Διαβάζουμε λ.χ. στο κείμενο ενός ηλικιωμένου αναρχικού: «Αναρχία σημαίνει ένα κοινωνικό καθεστώς...από το οποίο είναι εξοβελισμένη κάθε θεσμοθετημένη μορφή καταναγκασμού και, κατά συνέπεια, κάθε θεσμισμένη μορφή πολιτικής εξουσίας».
Σε μεταγενέστερο όμως κείμενό του αυτή η άποψη αναιρείται, έστω μερικώς και αορίστως, χωρίς ίχνος κάποιας αυτοκριτικής: «Ο αναρχισμός δεν προϋποθέτει καθόλου μια μη θεσμισμένη κοινωνία, το αντίθετο, θεωρητικοποιεί μια μη συνειδητή και αναστοχαστική αυτο-θέσμιση της ανθρώπινης συλλογικότητας».
Είναι εμφανές πως εν προκειμένω υπάρχει σύγχυση και αντιφατικότητα, στοιχεία που χαρακτηρίζουν μεγάλο μέρος των αναρχικών. Ενα κραυγαλέο παράδειγμα σύγχυσης είναι το ότι αποκαλούν τα σημερινά ολιγαρχικά πολιτεύματα «αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες» ή απλώς «δημοκρατίες», ενώ δέχονται πως η αντιπροσώπευση και το κράτος είναι ξένα με τη δημοκρατία και τη λαϊκή κυριαρχία.
Στο ζήτημα της εξουσίας υπάρχει μια μεγάλη διαφορά της δημοκρατίας από την αναρχική ιδεολογία. Η τελευταία στρέφεται κατά της εξουσίας γενικώς, όπως δηλώνουν και οι σχετικές αυτοαναφορές με τους όρους αντιεξουσιαστές, αντιεξουσία κ.ά.
Ομως η εξουσία υπήρχε πάντα και θα υπάρχει, διότι η κοινωνία για να υπάρξει και να λειτουργήσει χρειάζεται λ.χ. νόμους, τους οποίους πρέπει κάποιοι να νομοθετήσουν και όλοι να εφαρμόσουν, και αυτό απαιτεί καθεστώς και θεσμούς, δηλαδή εξουσία. Το ουσιαστικό επομένως είναι ποιος ασκεί την εξουσία και πώς την ασκεί. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα κράτος.
Ενα παράδειγμα είναι η αρχαία δημοκρατία στην οποία δεν υπήρχε κράτος, υπήρχε όμως εξουσία η οποία δεν ήταν αλλοτριωμένη, δεν ήταν κτήμα ενός προσώπου, ενός κόμματος ή μιας τάξης, δεν ανήκε σε κανέναν, αλλά σε όλους τους πολίτες. Δεν υπήρχε διαχωρισμός εξουσίας και κοινωνίας, αλλά ταύτιση του πολιτικού σώματος με το κοινωνικό.
Αμεση συνέπεια είναι και η σύγχυση στο ζήτημα της συλλογικής ελευθερίας, η οποία στη δημοκρατία νοείται ως συμμετοχή όλων των πολιτών στην εξουσία. Ο Αριστοτέλης το εκφράζει ως εξής: Ελευθερίας δε εν μεν το εν μέρει άρχεσθαι και άρχειν. Ετσι, η πολιτική έννοια της συλλογικής ελευθερίας χάνεται από το πεδίο της αναρχικής ιδεολογίας, αφού έχει χαθεί πρώτα η εξουσία.
O αναρχισμός διατείνεται επίσης πως σε μια συνέλευση οι αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται με ομοφωνία, με γενική συναίνεση. Ομως η δημοκρατία βασίζεται στην αρχή της πλειοψηφίας, η οποία έχει νόημα μόνο όταν γίνεται δεκτό ότι κάθε ψήφος είναι ισοδύναμη με οποιαδήποτε άλλη. Αυτό σημαίνει πως όλες οι γνώμες είναι ισοδύναμες και συνεπώς «ο αριθμός των γνωμών υπέρ μιας απόφασης έχει κάποιο βάρος, δημιουργεί ένα τεκμήριο ορθότητας».
Αλλωστε σε ένα δημοκρατικό καθεστώς η πλειοψηφία και η μειοψηφία δεν είναι σταθερές και δεδομένες, αλλάζουν αναλόγως του προς συζήτηση θέματος. Συνεπώς, κάποιος που ανήκει στη μειοψηφία σε κάποια ψηφοφορία μπορεί κάλλιστα σε μια επόμενη ψηφοφορία να ανήκει στην πλειοψηφία.
Φυσικά, θα πρέπει να υπάρχει προστασία των κάθε είδους μειοψηφιών και όχι καταπίεσή τους -να εκφράζουν λ.χ. ελεύθερα τις απόψεις τους-, καθώς επίσης αυξημένη πλειοψηφία για μερικά σοβαρά ζητήματα.
Η αρχή της πλειοψηφίας νοείται εδώ ως εφαρμοζόμενη στις λαϊκές συνελεύσεις ενός δημοκρατικού καθεστώτος, όχι ως εικονική πλειοψηφία των εκλογικών συστημάτων στα κοινοβούλια των αντιπροσωπευτικών πολιτευμάτων. Ούτε επίσης ως αναγκαστική εφαρμογή σε κάποιες ολιγάριθμες πολιτικές ή ιδεολογικές ομάδες, στις οποίες μπορεί να είναι εφικτή η ομοφωνία.
Στην περίπτωση όμως που η αναγκαστική ομοφωνία επιβάλλεται στις πολυπληθείς συνελεύσεις, τότε η πλειοψηφία καταντά εν τέλει δέσμια της μειοψηφίας, ακόμα κι αν αυτή η τελευταία είναι πολύ μικρή. Ειδικότερα για τις σημερινές κοινωνίες που το άτομο έχει πολλαπλές χρονοβόρες ενασχολήσεις, δεν υπάρχει ο άπειρος χρόνος για πολύωρες συνελεύσεις και επαναλήψεις αυτών μέχρι να επιτευχθεί ομοφωνία.
Το αποτέλεσμα από τις λανθασμένες προκείμενες των αναρχικών είναι η ατελέσφορη περιπλάνησή τους σε θεωρητικά ιδεώδη, η οποία περιπλέκεται όταν συμπλέκεται με εσχατολογικά ιδεολογήματα του κομμουνισμού, εμποδίζοντας έτσι τη δημοκρατική πορεία.
Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 19/1/2017.
H σχετική με την ελληνική τριτοβάθμια εκπαίδευση βιβλιογραφία της τελευταίας τριακονταετίας ανήκει σε τρεις κατηγορίες.
Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει αρκετές εξαιρετικές μελέτες Ιστορίας της εκπαίδευσης, Ιστορίας της εκπαιδευτικής πολιτικής και ελάχιστες μελέτες που προσεγγίζουν κριτικά τα οικονομικά της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και το νομικό πλαίσιο της θεσμικής της οργάνωσης.
Η δεύτερη κατηγορία αποτελείται από έργα καθαρά θετικιστικής προσέγγισης που εγκλωβίζονται στην παρουσίαση ποσοτικών δεδομένων για το κοινωνιολογικό προφίλ και την απασχόληση των αποφοίτων.
Η τρίτη κατηγορία αφορά ορισμένα έργα πολιτικών προτάσεων περί της αναδιοργάνωσης των πανεπιστημίων και εκ των υστέρων αποτίμησης αυτών των προσπαθειών.
Τα τελευταία συχνά ενίοτε γράφονται με αυτοβιογραφικό τόνο για να δικαιολογήσουν την αποτυχία των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων.
Τα έργα της δεύτερης και τρίτης κατηγορίας συνήθως στερούνται σοβαρού θεωρητικού υπόβαθρου και βασίζονται σε νεο-φιλελεύθερες κοινοτοπίες.
Στην καλύτερη περίπτωση, αναπαράγουν με στρεβλό τρόπο θεωρητικές προσεγγίσεις που έχουν διατυπωθεί στα μέσα της δεκαετίας του 1970.
Σε αυτό το πλαίσιο, το βιβλίο του Παντελή Κυπριανού έρχεται αφενός να καλύψει ένα σημαντικό κενό και αφετέρου να δημιουργήσει προοπτικές για μια ολιστική και συστημική κριτική προσέγγιση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και των κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών διαδικασιών που αυτή κινητοποιεί.
Αντικείμενο της μελέτης του Κυπριανού είναι «η ανάλυση της μαγείας του πτυχίου, των αντιλήψεων και των δοξασιών που αναπτύχθηκαν γύρω από αυτό διαχρονικά και η εκάστοτε εικόνα της κοινωνίας για τους πτυχιούχους».
Αφετηρία της προσέγγισης αποτελεί η πρόσληψη της γνώσης ως διαδικασίας απομάγευσης του κόσμου, ως μιας προσπάθειας του ανθρώπου «να διαχειρίζεται λιγότερο παθητικά, περισσότερο ενεργητικά, τα όσα τελούνται μέσα και γύρω του».
Στην πραγματικότητα, όπως ο Κυπριανός επισημαίνει, στο πλαίσιο του ελληνικού κράτους των τελευταίων δύο αιώνων, η μάθηση, και μαζί της οι θεσμοί καλλιέργειας και διάχυσής της, μετατράπηκαν από μέσο απομάγευσης του κόσμου σε μέσο επίτευξης ενός οποιοδήποτε σκοπού.
Κατά συνέπεια, η γνώση «ταυτίστηκε με το συμβολικό της αποκρυστάλλωμα, το πτυχίο» και απέκτησε τη δική της μαγεία που λειτούργησε «ως μέσο χειραγώγησης και κοινωνικού ελέγχου».
Η πορεία αυτή έχει ιστορικό βάθος: βασίζεται στην αξιοδότηση της γνώσης στο πλαίσιο του ελληνικού Διαφωτισμού, συνδέεται με την ώθηση συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων να επενδύσουν στο πανεπιστήμιο ως μηχανισμό ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας και συνέβαλε στον μύθο «της αγάπης των Ελλήνων για τα γράμματα».
Οπως όμως ο Κυπριανός επισημαίνει, ο μύθος αυτός ενέχει κάποιο βαθμό αλήθειας για την μέχρι το 1880 περίοδο, όταν αυξάνεται συνεχώς ο αριθμός των Ελλήνων φοιτητών της ημεδαπής και αλλοδαπής.
Από το 1880 μέχρι το 1960 ο αριθμός μένει στάσιμος ή αυξάνεται ελάχιστα.
Οπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο συγγραφέας, «από τον Μεσοπόλεμο μέχρι το 1981 ο αριθμός των φοιτητών κυμαίνεται στον μέσο όρο, αν όχι χαμηλότερα, των άλλων δυτικών χωρών».
Η πλέον σημαντική αύξηση στον 20ό αιώνα σημειώνεται στη δεκαετία του 1990. Η μελέτη του Κυπριανού αποδομεί και δύο άλλους μύθους: τον μύθο ότι «τα παιδιά των φτωχών σπουδάζουν στο πανεπιστήμιο» και τον μύθο περί ύπαρξης υπερβολικού αριθμού «αιώνιων φοιτητών».
Αναλύοντας πληθώρα ποσοτικών και ποιοτικών δεδομένων, ο συγγραφέας διαψεύδει εμφατικά την αντίληψη ότι σημαντικό τμήμα των φοιτητών του 19ου και του 20ού αιώνα προέρχεται από λαϊκά στρώματα.
Η μαζικοποίηση του πανεπιστημίου ευνόησε –πέραν των διαχρονικά ευνοημένων κληρονόμων της ανώτερης τάξης- τα μεσαία στρώματα.
Τα παιδιά της αγροτικής και της εργατικής τάξης ωφελήθηκαν ελάχιστα.
Επιπλέον, βάσει συγκεκριμένων πρωτογενών στοιχείων που αφορούν τους δείκτες αποφοίτησης στο 19ο και στον 20ό αιώνα, ο Κυπριανός αποδεικνύει ότι «αντίθετα με τη συντηρητική δοξασία, που εξιδανικεύει το παρελθόν, σήμερα αποφοιτούν περισσότεροι απ' ό,τι στο παρελθόν».
Οπως χαρακτηριστικά επισημαίνει, «μέχρι τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, μόλις ένας στους δύο φοιτητές έπαιρνε πτυχίο, ενώ στη δεκαετία του 1960 αποφοιτούσαν δύο στους τρεις εγγεγραμμένους», ποσοστό παρόμοιο με αυτό που ισχύει και σήμερα.
Το μεγάλο πλεονέκτημα αυτού του βιβλίου είναι ότι εξετάζει όλες τις πτυχές του κοινωνικού κόσμου των πανεπιστημίων και των αποφοίτων: εκκινώντας από την πορεία ανάπτυξης του πανεπιστημιακού θεσμού στην Ευρώπη αναλύει τη συγκρότηση του πανεπιστημιακού τοπίου στην Ελλάδα και του ελληνικού φοιτητικού πληθυσμού στην ημεδαπή και το εξωτερικό.
Προσεγγίζει διεξοδικά τις κοινωνικές πορείες των Ελλήνων αποφοίτων των πανεπιστημίων του εξωτερικού εστιάζοντας στην κοινωνική ανταλλακτική αξία των πτυχίων και τη σχέση του με τις κοινωνικές ανισότητες.
Τέλος, επιχειρεί μια συνθετική ματιά στις τροχιές των αποφοίτων στον δημόσιο και ιδιωτικό χώρο εξηγώντας τις διαφορές και ομοιότητες ανάμεσα στην Ελλάδα και άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Η προσήλωση του συγγραφέα στη συγκριτική ανάλυση της κατάστασης στην Ελλάδα παράλληλα με αυτήν που υφίσταται σε άλλες βιομηχανικές κοινωνίες (κυρίως τη Γαλλία, Γερμανία, Μεγάλη Βρετανία και ΗΠΑ), του επιτρέπει να υπερβεί τις κοινοτοπίες περί «ελληνικής ιδιαιτερότητας».
Ο Κυπριανός αναμετριέται θεωρητικά και με εντυπωσιακή άνεση με μια πληθώρα θεμάτων που ξεπερνούν τη θεματολογία της ιστορίας των εκπαιδευτικών θεσμών.
Η διεισδυτική και κριτική του ματιά, η οικονομία της ανάλυσης και η έμφαση στη μακρά διάρκεια προσφέρει στον αναγνώστη τη δυνατότητα κατανόησης των πολλαπλών σχέσεων ανάμεσα στο πολιτικό συγκείμενο, τις κοινωνικές ανακατατάξεις, την εξέλιξη του πανεπιστημιακού θεσμού και τις πορείες των πτυχιούχων.
Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Σνυτακτών" στις 14/1/2017.
Είναι η πρώτη φορά που μια χώρα, πάνω από μισή δεκαετία, δείχνει να έχει χάσει κάθε ικανότητα να εσωτερικεύει και να αφομοιώνει κάθε είδος εμπειρίας που θα τροποποιούσε με μικρά, έστω, σταθερά και θετικά βήματα τη ροή των πραγμάτων. Χαμένοι σε μια πολύ πονεμένη ιστορία που έχει τη δική της ένταση και το δικό της βάθος, μετρώντας από το 2007-2008 στις ΗΠΑ και αμέσως μετά στην Ευρώπη, το τοπίο στην ίδια την Ευρώπη και την Ελλάδα έχει αλλάξει ριζικά.
Ανεξάρτητα από τις επιλογές του παρόντος, οι συνέπειες της κρίσης απλώνουν ένα βαρύ σύννεφο για το μέλλον και –το χειρότερο– εμποδίζουν κάθε προσπάθεια να διαγνωστούν οι κοινωνικοπολιτικές παθογένειες, να εντοπιστεί το σωστό «φάρμακο», να μπει ένα τέλος στις πολιτικές που ανακυκλώνουν την ύφεση, την ανασφάλεια, που οδηγούν στην παρακμή. Αλλά σε ποιες πολιτικές;
Το 2016 (σίγουρα θα μπορούσαμε να συμπεριλάβουμε και το 2015 με το ελληνικό δημοψήφισμα) χαρακτηρίστηκε έτος της «επανάστασης των ψηφοφόρων», ένα είδος οργίλης και ισοπεδωτικής αντίδρασης εναντίον όλων των mainstream πολιτικών ελίτ που δεν είχαν την τόλμη να πουν αλήθειες και να διαχειριστούν την κρίση.
Ετσι, οι Βρετανοί επέλεξαν τα «ταξίματα της αυτοκρατορίας» και το Brexit που οδηγεί την Αγγλία σε αποχώρηση από την Ε.Ε. με καθαρά αντιευρωπαϊκό και αντιμεταναστευτικό περιεχόμενο. Οι Αμερικανοί επέλεξαν τον απρόβλεπτο Τραμπ που έταξε στην αμερικανική υπο-τάξη και στα συντηρητικά μεσοστρώματα το «πρώτα η Αμερική».
Το ζήτημα είναι ότι οι «σωτήρες» της Αγγλίας, όπως και οι δισεκατομμυριούχοι και πολυεκατομμυριούχοι σωτήρες της Αμερικής –όπως αύριο οι σωτήρες της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ιταλίας κ.λπ.– δεν έχουν κάποιο σχέδιο. Προβάλλουν αιτήματα «πρωτείων», «ανωτερότητας» και «αναφαίρετα δικαιώματα αυτοεξαίρεσης», καλλιεργούν απομονωτισμούς, ρατσισμούς, μισαλλοδοξίες, αναβιώνουν εθνικισμούς και ρεβανσισμούς.
Αρνούμενοι την παραμικρή ευθύνη για την όποια κακοδαιμονία, για το όποιο ανεπιθύμητο κακό, προσχωρούν σε ένα ατέρμονο παγκόσμιο blame game, σε ένα αλισβερίσι μετάθεσης ευθυνών, εκτοξεύουν κατηγορίες, δείχνουν εχθρούς, ενόχους, κατασκευάζουν εσωτερικές απειλές και έχθρες μεταξύ των λαών.
Η Ελλάδα ακόμα και σε αυτό το πλαίσιο δείχνει την υστέρησή της. Σίγουρα είναι μεθυστικός ο χορός των εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων του Αρτέμη Σώρρα που θα βγάλουν τους Ελληνες από το χρέος και το τέλμα.
Δεν έχει καμία σημασία που τα δισεκατομμύρια είναι αόρατα, ούτε φαίνεται να ενοχλεί μερικούς που η ηγεσία της Χρυσής Αυγής χαιρετά φασιστικά. Η «σωτηριολογία» πάντοτε σαγήνευε και αποκοίμιζε πλήθη και συνειδήσεις. Το ζήσαμε. Πάντα καλλιεργούσε την αίσθηση ότι τα χειρότερα έχουν περάσει –ενώ δεν έχει περάσει τίποτα.
Αλλά και ποιος θα μπορούσε να ζητήσει από τους Ελληνες ή και τους Ευρωπαίους, ίσως και από τους Αμερικανούς, να είναι αισιόδοξοι;
Το δίχως άλλο, κάθε γενιά έχει το δικαίωμα να σκέφτεται και να οραματίζεται πώς θα ξαναφτιάξει τον κόσμο. Ομως, για τις παρούσες γενιές αυτή η αποστολή ίσως να είναι δυσκολότερη γιατί θα πρέπει να δουν και να παρακάμψουν, εκτός από τις αρνήσεις, όλα εκείνα τα μαγικά ταξίματα που στερούν από τον βίο –και τον πολιτικό βίο– την αξιοπρέπεια που του αρμόζει.
Οι δύσκολοι καιροί –αξίζει να το θυμόμαστε αυτό– δεν είναι θλιβερό προνόμιο του παρόντος. Η Ευρώπη μετά τον Πόλεμο είχε αρκετά πραγματικά και ηθικά διλήμματα, καθώς ένιωθε να βγαίνει από την Ιστορία. Και τότε, αυτός ο κίνδυνος δεν ήταν υπόθεση εργασίας, σενάριο ή αόριστη απειλή.
Ηταν βεβαιότητα –όπως είναι και τώρα αρκετά πράγματα που προοικονομούν δεινά που αρνούμαστε να δούμε. Ηταν ορίζοντας που φαινόταν μοιραίος και αξεπέραστος. Απλώς, τότε η Ευρώπη και οι πολιτικές ηγεσίες έκαναν αμοιβαίες υποχωρήσεις, φρόντισαν να περιορίσουν τα μαγικά κόλπα κάποιων και τις «σωτηριολογίες» αρκετών άλλων.
Θυμηθείτε τι έλεγε ο Καμί στην απονομή του Νόμπελ, ακριβώς εξήντα χρόνια πίσω: «...Σ' έναν κόσμο που απειλείται με διάλυση, όπου υπάρχει ο κίνδυνος ο μεγάλοι μας ιεροεξεταστές να εγκαταστήσουν για πάντα το βασίλειο του θανάτου, η γενιά μας γνωρίζει πως πρέπει, μετά από μια ξέφρενη κούρσα ενάντια στον χρόνο, να παγιώσει ανάμεσα στα έθνη μια ειρήνη που να μην ταυτίζεται με τη δουλεία, να συμφιλιώσει πάλι την εργασία και την πνευματική καλλιέργεια και να ξαναφτιάξει μ' όλους τους ανθρώπους ένα ενιαίο τόξο».
Γιατί τα έλεγε αυτά που, ενώ διαβάζονται τόσο απλά, είναι τόσο δύσκολο να γίνουν πράξη; Γιατί είχε βιώσει στο πετσί του –μαζί με τα εκατομμύρια των Ευρωπαίων– την καταστροφή, τον φασισμό, τον πόλεμο∙ τα έλεγε γιατί είχε γράψει την «Πανούκλα».
Και ήξερε πολύ καλά –όπως και ο ήρωάς του, ο γιατρός Ρίε– αυτό που αγνοούσε το σαγηνεμένο πλήθος:
... ότι, δηλαδή, ο βάκιλος της πανούκλας δεν πεθαίνει ούτε εξαφανίζεται∙ ότι μπορεί να κοιμάται δεκάδες χρόνια στα έπιπλα και στα ρούχα, να καιροφυλακτεί υπομονετικά στα δωμάτια και στα υπόγεια και ότι, ίσως, θα ερχόταν μια μέρα που, προς γνώση και συμμόρφωση των ανθρώπων, η πανούκλα θα ξυπνούσε τα ποντίκια της και θα τα έστελνε να πεθάνουν σε μια ευτυχισμένη πολιτεία
Ο,τι γίνεται σήμερα: κεφάλαια σταθεροποίησης και συναντήσεις κορυφής απλώς διασκεδάζουν λίγο την κατάσταση και δίνουν την ψευδαίσθηση μιας κανονικότητας που δεν αρέσει σε κανέναν –παρά μόνο σε όσους τάζουν σωτηρία εφ' όλης της ύλης.
Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 13/1/2017.
Διάβασα το κυριακάτικο άρθρο του Τάκη Θεοδωρόπουλου, στο οποίο αποφαίνεται ότι «η Αθήνα δεν είναι πολυπολιτισμική». Το βασικό επιχείρημά του είναι πως η Ελλάδα δεν διέθετε αποικίες, όπως η Γαλλία, και γι' αυτό οι δικοί μας μετανάστες είναι αδύνατο να ενταχθούν στις χαλαρές δομές της χώρας. Είναι άλλωστε χειρότεροι μετανάστες από τους άλλους, γιατί είναι αδέσποτοι (έτσι τους αποκαλεί) και «παρ-άτυποι» (δεν του αρέσει του Τάκη Θεοδωρόπουλου η πολιτική ορθότητα και γι' αυτό προβαίνει σε έναν ατυχή και κάπως ανατριχιαστικό παραλληλισμό με τα άτυπα κύτταρα και τον καρκίνο). Γράφει μάλιστα περίπου ως αξίωμα ότι οι Αφρικανοί μετανάστες της πόλης ασχολούνται (όλοι;) με την πορνεία και τα ναρκωτικά. Αντίθετα, είναι πολύ γλυκός και επιεικής με τους Αλβανούς, επειδή στη δεκαετία του '90 είχε γνωρίσει τη δεκαεξάχρονη τότε Ντίνα, η οποία ήθελε να σπουδάσει φυσικομαθηματική και της άρεσε η ποίηση του Καββαδία. Τη δεκαετία του '90 δεν υπήρχε, όμως, αυτή η εξιδανικευμένη εικόνα για τους Αλβανούς. «Δεν θα γίνεις Ελληνας ποτέ, Αλβανέ», ήταν ένα από τα δημοφιλή συνθήματα και όχι μόνο σε ακροδεξιούς κύκλους, αλλά και σε πιο μετριοπαθή περιβάλλοντα. Την πρώτη δεκαετία της νέας χιλιετίας, όχι πολύ παλιά δηλαδή, Αλβανοί σημαιοφόροι μαθητές, όπως ο Οδυσσέας Τσενάι, δέχονταν επιθέσεις επειδή τολμούσαν να ακουμπήσουν την ελληνική σημαία. Δόθηκαν μάχες τότε όχι μόνο για τέτοιου είδους επουσιώδη, συμβολικά ζητήματα, αλλά και για τον νόμο περί ιθαγενείας, ώστε να μπορούν τα παιδιά μεταναστών που μετέχουν της ελληνικής παιδείας να μην αισθάνονται μονίμως ξένα στη χώρα όπου μεγαλώνουν. Τα προσφυγόπουλα που επισκέπτονται από φέτος τα ελληνικά σχολεία, στο πλαίσιο της προσπάθειας να μην ιδρυματοποιηθούν σε κάποιον απομακρυσμένο καταυλισμό, θα μάθουν γρήγορα την ελληνική γλώσσα, θα μεγαλώσουν εδώ, θα ερωτευτούν, θα κάνουν παιδιά με τη σειρά τους, θα γίνουν Ελληνες φορολογούμενοι πολίτες, θα βοηθήσουν το ασφαλιστικό σύστημα να μην καταρρεύσει, θα συνδράμουν στην αντιμετώπιση της υπογεννητικότητας. Κάποιοι θα γίνουν αθλητές, επιστήμονες και πολιτικοί. Κάποιοι θα γίνουν εγκληματίες, συνάδελφοι ανθρώπων που είχαν Ελληνες γονείς και προγόνους. Αυτή είναι η έννοια της πολυπολιτισμικής κοινωνίας.
Η αρχή του ρατσισμού είναι οι γενικεύσεις και υπεραπλουστεύσεις. Βασίζονται σε εμπειρικές παρατηρήσεις (η 16χρονη Ντίνα, «πορνεία και ναρκωτικά, σου λένε οι κάτοικοι») και όχι σε στοιχεία. Ο Τάκης Θεοδωρόπουλος βδελύσσεται την πολιτική ορθότητα, αλλά διολισθαίνει στο άλλο άκρο. Την αυθαιρεσία της μετα-αλήθειας, που βασίζεται στον ανεξήγητο φόβο και αψηφά τα στατιστικά στοιχεία. Σύμφωνα με τα στοιχεία της αστυνομίας, το πρώτο εξάμηνο του 2016 τα αδικήματα που αφορούν σεξουαλική εκμετάλλευση μειώθηκαν σημαντικά σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα του 2015, του 2014 και του 2013, ενώ στον τομέα της διακίνησης ναρκωτικών ο αριθμός των δραστών που είναι ημεδαποί είναι συστηματικά πενταπλάσιος σε σύγκριση με τους αλλοδαπούς.
Δημοσιεύτηκε στην "Καθημερινή" στις 29/12/2016.
Στον κόσμο των μεταμορφώσεων, μερικές είναι ορατές∙ άλλες πάλι, όχι. Κάποιες φορές λύνουμε τα προβλήματα αφήνοντάς τα να μας καταβροχθίζουν –με τρόπο που θα ταίριαζε καλύτερα στον Κάφκα... ή στην Ελλάδα.
Ομως, οι ορατοί μετασχηματισμοί, έστω ό,τι βλέπουμε, μας υποχρεώνουν να σκεφτούμε σοβαρά το μέλλον, το ποιοι είμαστε, τις χαμένες ευκαιρίες, τα λάθη μας, το τι θα θέλαμε.
Καθώς το 2016 έφτανε στο τέλος του, ο Σουηδικός Οργανισμός Διεθνούς Αναπτυξιακής Συνεργασίας (SIDA) κάλεσε δεκατρείς διακεκριμένους οικονομολόγους –μεταξύ των οποίων ο νομπελίστας Τζόζεφ Στίγκλιτζ και άλλοι τρεις πρώην επικεφαλής οικονομολόγοι της Παγκόσμιας Τράπεζας– να δώσουν ένα γενικό περίγραμμα στο θέμα της ανάπτυξης και των προκλήσεών της.
Οι επιφανείς οικονομολόγοι, πράγματι, συνυπέγραψαν τη «Συναίνεση αρχών για τον σχεδιασμό της πολιτικής στον σύγχρονο κόσμο» –γνωστή και ως Εκθεση της Στοκχόλμης (http://www.sida.se/globalassets/sida/eng/press/stockholm-statement.pdf).
Οι βασικές κατευθυντήριες αρχές στις οποίες κατέληξαν είναι οι παρακάτω:
Πρώτον, η ανάπτυξη, αλλιώς η αύξηση του ΑΕΠ, οφείλει να είναι μοχλός συλλογικής ευημερίας, ήτοι μέσον και όχι αυτοσκοπός.
Δεύτερον, η αναπτυξιακή πολιτική δεν θα πρέπει να γίνεται με αποκλεισμούς και ανισότητες –αυτό ως απάντηση στο Brexit και τη νίκη Τραμπ που συντελέστηκαν, εν μέρει, εξαιτίας φαινομένων υπερβολικής ανισότητας.
Τρίτον, η προστασία του περιβάλλοντος και η βιωσιμότητά του θα πρέπει να είναι μονόδρομος και όχι συμπλήρωμα των αναπτυξιακών πολιτικών, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο.
Τέταρτον, θα πρέπει να εξασφαλίζεται ισορροπία μεταξύ αγοράς, κράτους και κοινωνίας κατά τέτοιο τρόπο ώστε οι κρατικές λειτουργίες και οι όποιες παρεμβάσεις να είναι συλλογικά αποδεκτές, δίκαιες και αποτελεσματικές.
Πέμπτον, θα πρέπει να εφαρμόζονται ευέλικτες πολιτικές για την επίτευξη της μακροοικονομικής σταθερότητας και όχι άκαμπτες και δογματικές πολιτικές που πολλές φορές λειτουργούν εις βάρος της μακροοικονομικής σταθερότητας (βλέπε Ε.Ε.).
Εκτον, σε σχέση με τις ογκούμενες ανισότητες και την πτώση της διαπραγματευτικής δύναμης της εργασίας τονίζεται η προσοχή στις τεχνολογικές εξελίξεις και στην επίδρασή τους στην αύξηση των ανισοτήτων, καθώς και η ανάγκη να αυξηθούν οι δράσεις για την ενίσχυση του ανθρώπινου κεφαλαίου.
Στον βαθμό που οι τεχνολογικές εξελίξεις, π.χ. η ρομποτική, εκτοπίζουν την εργασία, το πρόβλημα της εργασίας έναντι του κεφαλαίου δεν πρέπει να μετατρέπεται σε διεθνές πρόβλημα εργασίας έναντι της εργασίας.
Εβδομον, στον βαθμό που μια οικονομία λειτουργεί καλύτερα όταν υπάρχει εμπιστοσύνη μεταξύ των ανθρώπων, ψηλά στην ημερήσια ατζέντα οφείλουν να βρίσκονται οι κανόνες, οι αξίες και οι νοοτροπίες που επηρεάζουν θετικά τις οικονομικές επιδόσεις (π.χ. η καταπολέμηση της διαφθοράς, της φοροδιαφυγής, η επιβράβευση των ορθών πρακτικών κ.λπ.).
Ογδοον, ο ρόλος της διεθνούς κοινότητας είναι σημαντικός στις διάφορες επιλογές των εθνικών πολιτικών, τις ροές κεφαλαίων από και προς τις αναδυόμενες οικονομίες, τις μεταναστευτικές πολιτικές, τις εμπορικές πολιτικές, τους φορολογικούς παραδείσους, τη διεθνή ασφάλεια, την τρομοκρατία κ.ά.
Looking forward (κοιτάζοντας το μέλλον), η εξασέλιδη έκθεση κλείνει συμπερασματικά: «Αν οι χώρες ακολουθήσουν πιο ρεαλιστική πολιτική εξισορρόπησης της αγοράς, του κράτους και της κοινωνίας για να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις της ανάπτυξης, αν η διεθνής κοινότητα συνεργαστεί για να περιορίσει τις απειλές των παγκόσμιων δυνάμεων και επωφεληθεί από τις νέες ευκαιρίες που παρέχει η τεχνολογική πρόοδος, τότε μπορεί να μεταφράσει την πρόοδο σε συλλογική ευημερία που θα συμπεριλάβει και τους πιο αδικημένους.
Μπορούμε να έχουμε έναν κόσμο με κοινή ευημερία. Τα λάθη και οι επιτυχίες του παρελθόντος μάς δείχνουν ένα σύνολο αρχών γύρω από τις οποίες οι πολιτικές αυτές θα μπορούσαν να κωδικοποιηθούν σε εθνικά συγκείμενα αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο. Είναι πλέον καιρός να εφαρμοστούν συστηματικά αυτές οι αρχές για τον σχεδιασμό των αναπτυξιακών οικονομικών πολιτικών».
Στο κείμενο των δεκατριών οικονομολόγων υπάρχει η παραδοχή ότι αρκετές από τις παραδοσιακές συστάσεις οικονομικής ορθοδοξίας υπήρξαν εσφαλμένες και καταστροφικές.
Οτι η ασκούμενη πολιτική, κακώς, βασίστηκε σε έναν κόσμο υποδειγμάτων, σε απλές ασκήσεις ή σε παλιομοδίτικες εμμονές ελέγχου της δημοσιονομικής αρετής, του πληθωρισμού, σε προβολές μακροοικονομικής σταθερότητας κ.λπ., αφήνοντας την αγορά στη συνέχεια να κάνει τα υπόλοιπα.
Δεν υπάρχει, όμως, ούτε μία φορά η λέξη δημοκρατία. Σίγουρα υπονοείται. Αλλά θα ήταν προτιμότερο, σε όλες τις μεταβλητές που περιγράφει η Εκθεση να υπήρχε μία σαφής αρχή που να συνδέει την ανάπτυξη της οικονομίας με την ανάπτυξη της δημοκρατίας.
Γιατί αν οι πολίτες εισακούονται από τις κυβερνήσεις τους και αισθάνονται ότι αντιμετωπίζονται με δίκαιο τρόπο, αντλούν μεγαλύτερη ικανοποίηση από την πολιτική και είναι περισσότερο διατεθειμένοι να σηκώσουν βάρη για το κοινό καλό.
Σε απλοποιημένη εκδοχή, θεωρούμε δημοκρατικές τις σχέσεις ανάμεσα στην Πολιτεία και τους πολίτες αν διέπονται από ευρεία, ισότιμη, ασφαλή και αμοιβαίως δεσμευτική διαβούλευση. Το αντίθετο θα ήταν αυτό που ξέρουμε: μια στενότερη, περισσότερο άνιση, λιγότερο προστατευμένη και λιγότερο δεσμευτική διαβούλευση.
Τότε το θέμα της ανάπτυξης και της συλλογικής ευημερίας θα εξέπιπτε εύκολα σε διαχείριση πολιτικής ψευδολογίας –κάτι που έγινε με το Brexit και θα γίνει με τους δισεκατομμυριούχους του Τραμπ.
Με τι κόστος; Να συνεχίζεται η ακατανοησία μας για τα πράγματα, προοικονομώντας μαζική απέχθεια για την πολιτική, μαζί με την απομείωση των πιθανοτήτων για βελτίωση της ζωής στον πλανήτη το 2017.
Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 7/1/2017.
Συνέντευξη του Γενικού Γραμματέα Τηλεπικοινωνιών & Ταχυδρομείων, κ. Βασίλη Μαγκλάρα για την ανάπτυξη της ευρυζωνικότητας υψηλού εύρους 100 Mbps και την ευρωπαϊκή πολιτική, στην εκπομπή του Πρώτου Προγράμματος «Athens Calling» (Δευτέρα 28/11/16), στον δημοσιογράφο Περικλή Βασιλόπουλο.
Καλώς ήρθατε και πάλι στο AthensCalling. Η Αθήνα καλεί εντός και εκτός συνόρων. Όσοι είναι εκτός συνόρων που και οι πιο πολλοί εδώ πέρα στην Ευρώπη θα’ ναι και μια δύο ώρες πίσω, είμαστε μια χαρά. Εντός τώρα συνόρων είναι λίγο αργούτσικα, είναι 23:17 και όπως σας είπαμε έχουμε στην τηλεφωνική μας γραμμή τον κ. Βασίλη Μαγκλάρα, ο οποίος είναι Γενικός Γραμματέας Τηλεπικοινωνιών στο καινούριο ενιαίο Υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης.
Β: Κύριε Μαγκλάρα χαίρετε.
Μ: Καλησπέρα, καλησπέρα και στους ακροατές σας.
Β: Εδώ έχουμε και τον κ. Κανούτα, τον καθηγητή του πανεπιστημίου
Μ: Καλησπέρα κ. Κανούτα
Β: και τον κ. Μιχαλίτση
Μ: Καλησπέρα
Β: Και έχουμε ήδη μπει μέσα έχουμε συζητήσει για το 5G ότι και ο Junker λέει ότι μέχρι το 2020 πρέπει να έχουμε πολλές πόλεις στην Ευρώπη που να έχουν δίκτυα και 5G και υψηλές ταχύτητες στην ευρυζωνικότητα, στα δίκτυα, τα επίγεια δίκτυα κε Μαγκλάρα
Μ: Δυστυχώς δεν σας άκουσα ήμουν στον Moscovici
Β: Α στον Moscovici
Μ: Εσείς έχετε πιάσει τον Junker, εγώ είχα τον Moscovici, οπότε…
Β: Τι είπε ο κ. Moscovici, στο Μέγαρο ήταν, έτσι δεν είναι?
Μ: Όχι ήταν στο Ελληνοαμερικανικό Επιμελητήριο
Β: Ελληνοαμερικάνικο Επιμελητήριο μάλιστα
Μ: Δεξίωση στο Intercontinental… είπε αυτά που λέει ο κος Moscovici (γέλιο)
Β: Θα βοηθήσει, ότι πια έρχεται, έρχεται γίνεται τη Δευτέρα, αλλά από εκεί και πέρα μετά τηλεφωνεί ένας άλλος Υπουργός, που δεν είναι ο κος Moscovici, μεγάλης χώρας και του λέει απ είναι νωρίς.
Μ: Θα βοηθήσει αν κάνουμε ρυθμίσεις
Μ: Κοιτάξτε κ. Βασιλόπουλε ξέρετε η Ευρώπη δε βρίσκεται σ’ αυτή την κατάσταση
που βρίσκεται τυχαία. Υπάρχουν συγκεκριμένες ιδέες και συγκεκριμένοι άνθρωποι που τρέχουν όλο το Project το ευρωπαϊκό. Γι’ αυτό άκουγα και πριν λίγο, πριν ξεκινήσει και βγω στον αέρα, άκουγα και την συζήτηση σας στο τέλος δηλαδή για τον κοινό φορέα, για τη ρυθμιστική αρχή.
Και θέλω απλώς να δηλώσω ότι δεν είναι έτσι απλό και αγαθό που φαίνεται, υπάρχουν πολλά πράγματα από κάτω, όπως ποιος θα κάνει τους διαγωνισμούς, προς όφελος ποιανού, ποιος θα κρατάει επίσης τα χρήματα που είναι πάρα πολλά από τους διαγωνισμούς γιατί υπάρχουν και αυτές οι ιδέες. Κι όλα αυτά βρίσκονται σε ένταση και με την Ευρώπη να μην έχει αυτές τις…. πώς να το πω, να μην είναι στο pick της ηθικότητας και της αγαθότητας της, όπως θα ήταν ας πούμε 20 χρόνια πριν. Νομίζω ότι πρέπει να είμαστε λίγο επιφυλακτικοί στις νέες ευρωπαϊκές ιδέες και στην ευρωπαϊκή γραφειοκρατία, όχι ότι δεν είμαστε ευρωπαϊστές ή δεν την αγαπάμε την Ευρώπη απλώς βρισκόμαστε σε μια κρίση.
Β:Το προτείνει πάντως η επιτροπή αυτό, προτείνει να φτιαχτεί μια ενιαία Ευρωπαϊκή Επιτροπή αλλά αν είναι αλήθεια αυτό που λέτε με τι εμπιστοσύνη μπορεί να έχουν επομένως οι χώρες, διότι σε πολλά θέματα είτε οικονομικής πολιτικής είτε θεσμικής πολιτικής.
Μ: Κυριαρχούν ομάδες κρατών που επιβάλλουν απόψεις πάνω σε άλλες, άρα δεν υπάρχει εμπιστοσύνη απ’ όλους.
Β: Είναι άλλο με το νόμισμα, το νόμισμα….
Μ: Κι εδώ υπάρχουν και στο νόμισμα δε νομίζω ότι τα έχουν πάει και ιδιαίτερα καλά
Β: Και στο νόμισμα τώρα πια…. τώρα πια έχουμε δυσκολίες ως Ευρώπη γενικά και με το νόμισμα
Μ: Κι εδώ υπάρχουν κε Βασιλόπουλε, επίσης στο φάσμα υπάρχουν διαφορετικά συμφέροντα, υπάρχουν διαφορετικές εντάσεις, διαφορετικές ανάγκες από χώρα σε χώρα, είναι άλλα τα συμφέροντα της τηλεόρασης, άλλα τα συμφέροντα των δημόσιων οργανισμών που χρησιμοποιούνε φάσμα, άλλα τα συμφέροντα της κινητής τηλεφωνίας. Όλα αυτά δεν είναι τα ίδια. Όπως ας πούμε….
Β: Βεβαίως θα μπορούσε να πει κάποιος κε Μαγκλάρα, εάν ήταν η Ευρώπη σε μια άλλη φάση πιο ισορροπημένη, πιο δυναμική αυτά όλα τα συμφέροντα θα μπορούσαν να λυθούν σε πανευρωπαϊκό επίπεδο με ένα συντονισμένο τρόπο αλλά στη σημερινή κατάσταση είναι η αλήθεια που υπάρχει φάσμα και αντίθεση Βορρά – Νότου, Ανατολής – Δύσης με την ΕΕ μου φαίνεται δύσκολο
Μ: Θα σας δώσω τώρα έτσι ας πούμε και μια πληροφορία να σας βγάλω και από τη συνηθισμένη σας ροή, ή σκέψη, να σας πω ας πούμε για παράδειγμα στο θέμα του Roaming υπάρχουν πολύ μεγάλες εντάσεις σήμερα μεταξύ των νότιων και των βόρειων χωρών. Οι νότιες χώρες οι οποίες είναι χώρες υποδοχής τουριστών έχουν, κερδίζουν χρήματα και το κράτος και οι εταιρείες, σημαντικά χρήματα από το Roaming. Οι βόρειες χώρες που είναι χώρες εξαγωγής τουριστών θα θέλουνε να μην χάνουν, να μην πληρώνουν οι πολίτες τους χρήματα σε εταιρείες οι οποίες, τις εγχώριες, τις ντόπιες εδώ που βρίσκονται.
Β: Roaming είναι η περιαγωγή να πούμε στους ακροατές μας
Μ: Η περιαγωγή ναι και θέλουν να καταργήσουν. Αυτό σημαίνει πολύ μεγάλα προβλήματα για πολλές εταιρίες κινητής τηλεφωνίας στην Ελλάδα. Σημαίνει επίσης πολύ μεγάλη απώλεια εσόδων για το κράτος γιατί υπάρχουν διάφοροι φόροι που προστίθενται στους λογαριασμούς των κινητών και στα κέρδη των εταιριών κινητής τηλεφωνίας. Άρα λοιπόν ένα ενιαίο κανονιστικό πρότυπο για την Ευρώπη, δε συμφέρει την Ελλάδα, δημιουργεί μεγάλα προβλήματα και δημιουργεί μεγάλες εντάσεις και άδικες κιόλας, έτσι; Σκεφτείτε επίσης τι θα συμβεί εάν υπάρξει απεριόριστο roaming, εάν κάποιος με σχεδόν μηδενική χρέωση αγοράζει ένα κινητό από τη Βουλγαρία και το χρησιμοποιεί συνεχώς στην Ελλάδα. Υπάρχει και αυτό το ζήτημα επίσης.
Β: Δηλαδή να πηγαίνουν Έλληνες να παίρνουν το κινητό από τη Βουλγαρία
Μ: Όχι Έλληνες μόνο, οποιοσδήποτε, από την Πολωνία, από οπουδήποτε. Να υπάρχει ένα μαγαζί που εισάγει εδώ πέρα από οποιοδήποτε μέρος της Ευρώπης, από μια Χ εταιρεία, που χωρίς κόστος και χωρίς επενδύσεις, χωρίς να πληρώνει κεραιοσυστήματα , χωρίς να κάνει απολύτως τίποτα. Μια μικρή εταιρεία πουλάει εδώ πέρα, εισπράττει ένα ελάχιστο κόστος, γιατί δεν έχει η ίδια κόστος, εισπράττει ένα πολύ ελάχιστο τίμημα γιατί δεν έχει η ίδια κόστος συντήρησης μιας μεγάλης εταιρείας με κεραιοσυστήματα, με χιλιάδες κεραίες με άλλες υποδομές και χρησιμοποιείται αυτό το κινητό στη χώρα υποδοχής χωρίς όφελος. Δηλαδή αυτό θα μπορούσε για παράδειγμα να δημιουργήσει, να καταστρέψει εταιρίες κινητής τηλεφωνίας, την επόμενη 15ετία.
Β: Είναι ένα είδος αθέμιτου ανταγωνισμού αυτό!
Μ: Είναι μεγάλα τα προβλήματα. Όταν σκεπτόμαστε λοιπόν ευρωπαϊκά δεν σημαίνει πάντα καλά, πολλές φορές είναι και άσχημα.
Β: Καλά υπάρχουν πολλοί τρόποι που εφαρμόζεται η Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση σίγουρα όπως είπατε, πριν το είπατε κι εσείς στη σημερινή φάση θέλει μεγάλη προσοχή διότι οι εντάσεις αυτές όπως και με το νόμισμα όπως και με τη δημοσιονομική πολιτική μπορεί να κάνουν κακό. Από την άλλη πρέπει να μένουμε στο ευρύτερο στις οικονομικές κλίμακες που κάνει η Ευρώπη γιατί μερικές από αυτές μας ωφελούν. Για πείτε μας λοιπόν κε Μαγκλάρα και ως αρμόδιος Γενικός Γραμματέας πως πάει το θέμα της Ευρυζωνικότητας στην Ελλάδα και σχετικά με αυτούς τους μεγάλους στόχους που έχει η Ευρώπη για τον τόπο.
Μ: Κοιτάξτε μια και είναι αργά θα το περιγράψω έτσι πολύ απλά. Η Ελλάδα σήμερα είναι στον πάτο της Ευρώπης, είμαστε στην 28η θέση και δεν είναι σήμερα, στον πάτο βρισκόμαστε από το 2014, για να μην έχουμε παράξενες ιδέες για κάποιους που θεωρούν ότι είναι αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης πολιτικής τελευταίου χρόνου και για να ξεφύγουμε από αυτό τον πάτο θα χρειαστούν αρκετή προσπάθεια, αρκετά χρήματα και αρκετός χρόνος γιατί οι υποδομές δεν είναι κάτι που φτιάχνεται από τη μια μέρα στην άλλη. Άρα λοιπόν σκεφτείτε την Ελλάδα στην 28η θέση με τη Μάλτα στην 1η θέση της Ευρώπης, τη Βουλγαρία οκτώ θέσεις πάνω από εμάς, την Κύπρο στη μέση περίπου και εμείς σταθερά σε θέματα που έχουν αξία για την οικονομία και για τη ζωή των πολιτών και για τις υπηρεσίες που δέχονται.
Β: Είμαστε 28οι στην ταχύτητα, στη χωρητικότητα;
Μ: Είμαστε 28οι στα δίκτυα και είμαστε 28οι σε διείσδυση των υποδομών, είμαστε και στον πάτο στο δείκτη DESI, το λεγόμενο Digital, Economy& SocietyIndex. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να σκεφτούμε ριζοσπαστικά σε αυτό το κομμάτι.
Β: Και τι έχετε σκεφτεί τώρα;
Μ: Κοιτάξτε εδώ πέρα αυτό που πρέπει να γίνει είναι να πάμε γρήγορα και με σεβασμό στις ιδιωτικές επενδύσεις που έχουν συμβεί έως τώρα και βέβαια έχοντας πάντα κατά νου την ιδιωτική αγορά και τις εταιρίες που μπορούν να επενδύσουν εκεί, να πάμε γρήγορα σε ένα δίκτυο οπτικής ίνας όσο πιο γρήγορα μπορούμε. Να πάμε σε αυτό το δίκτυο που θα δώσει μια νέα δυνατότητα στην οικονομία να αναπτυχθεί στην ψηφιακή εποχή πλέον και όχι με τις παλιές παραδοσιακές μεθόδους.
Β:Η οπτική ίνα όμως, αυτό που λένε το fibertothehome κι όλα αυτά είναι ακριβά συστήματα.
Μ: Ακριβό σπορ, έτσι να το πούμε (γέλιο)
Β: Έχετε κάποιο ιδιαίτερο πρόγραμμα;
Μ: Κοιτάξτε, έχουμε 400 εκατ. από την ΕΕ που μπορούμε να τα χρησιμοποιήσουμε, έχουμε πολλούς ιδιώτες που θα θέλανε να επενδύσουν….
Β: Κάτι για 2,5 δις είχα ακούσει για το fiber
Μ: Ίσως ενδεχομένως να είναι και παραπάνω. Ο ΟΤΕ έχει εξαγγείλει άλλωστε επενδύσεις πολύ μεγάλες εδώ πέρα χρειάζεται ο ρυθμιστικός ρόλος του κράτους να κατευθύνει και εταιρίες. Και η Vodafone και η Wind από κοινού έχουν εξαγγείλει επενδύσεις, η Forthnet βρίσκεται στη διαδικασία αναζήτησης επενδυτών για τις επενδύσεις και βέβαια θα έχουν όπως σας είπα και πολλοί ακόμα παίκτες που θα θέλανε μέσα σε ένα διαυγές και ξεκάθαρο σχέδιο και με βάση το ρυθμιστή, την ΕΕΤΤ να παίζει το ρόλο που της έχει ανατεθεί από την πολιτεία, να ρυθμίζει σωστά…
Β: Του ανεξάρτητου ρυθμιστή
Μ: Βέβαια, και το κάνει αυτό νομίζω με την καινούρια διοίκηση και τον κο Τσαμάκη, έχει έναν εξαιρετικό…
Β: Γιατί με την προηγούμενη διοίκηση ο κος Μιχαλίτσης είχε πρόβλημα;
Μ: Κοιτάξτε, δεν είναι σε εμάς, εγώ νομίζω
Β: Το είχαμε κάνει σε άλλες φορές, είχε πρόβλημα γιατί συνδυάζεται και με το κλείσιμο της ΕΡΤ, έτσι μερικά άτομα
Μ: Κοιτάξτε αυτές είναι πολιτικές που δε έγιναν από πρόσωπα, αυτό ήθελα να πω εγώ τώρα για να είμαι δίκαιος από ένα, δύο πρόσωπα.
Β: Γίνανε από πολιτική κατεύθυνση
Μ: Ήτανε μια πολιτική κατεύθυνση και πολιτική βούληση. Εδώ λοιπόν το πρόβλημα ήταν διπλό, αφενός ποια είναι η πολιτική κατεύθυνση και αφετέρου αν αφήνεις όντως το ρυθμιστή ανεξάρτητο να παίξει το ρόλο που του αναλογεί και που πρέπει να παίξει. Νομίζω ότι στην παρούσα φάση τα έχουμε και τα δύο στη σωστή σειρά και βούληση έχουμε να πάνε καλά τα πράγματα και να είναι το παιχνίδι ανοικτό και ξεκάθαρο
Β: Άλλωστε και η δημιουργία ενός ενιαίου Υπουργείου, υπερυπουργείου θα έλεγε κάποιος, άλλωστε είναι το τρίτο στη σειρά των υπουργείων που είναι το καινούριο υπουργείο που είστε κι εσείς Γενικός Γραμματέας, το Υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών & Ενημέρωσης, δίνει αυτό κοινό πλαίσιο για τη συνδυασμένη πολιτική οικονομιών κλίμακος και για τα δίκτυα τηλεπικοινωνιών και για τα δίκτυα τηλεοράσεως και για τη γενική ψηφιακή στροφή της Ελλάδος προς το 2020
Μ: Κοιτάξτε είναι σίγουρα μια πολύ μεγάλη μεταρρύθμιση από μόνη της η ίδρυση του Υπουργείου αυτού, συνενώνει πολλές ..
Β: Αλλά πρέπει να παράξει έργο βεβαίως, γι’ αυτό το έχουμε πει, υπουργεία μπορεί να κάνουμε…
Μ: Κοιτάξτε η Γενική Γραμματεία παράγει έργο, η Γενική Γραμματεία Ψηφιακής Πολιτικής παράγει έργο ήδη.
Β: Και η Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης ήδη μετά….
Μ: Η Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης είχε μια πολύ μεγάλη παραγωγή, όλα αυτά τα διαφορετικά αφηγήματα τώρα θα ενωθούνε
Β: Ιδίως η Τρίτη Γραμματεία ήτανε στην καρδιά των πολιτικών εξελίξεων τους τελευταίους τέσσερις μήνες. Λοιπόν τα είπαμε αυτά, είχαμε και τον κύριο Πλειόαπό το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, έχουμε μιλήσει για τις τεχνολογίες δικτύων περιεχομένου τηλεόρασης, λοιπόν να ολοκληρώσουμε τις τηλεπικοινωνίες που είναι ο διπλανός χώρος κ. Μαγκλάρα. Άρα σχεδιάζετε να κάνετε γρήγορες κατευθύνσεις να καλύψουμε το κενό που έχουμε.
Μ: Κοιτάξτε θέλουμε να έχουμε ένα σχέδιο συνολικό. Ως τώρα υπάρχουν διαφορετικά αφηγήματα ο καθένας το προηγούμενο διάστημα αυτά τα αφηγήματα έκλεισαν εταιρίες, διέλυσαν εταιρίες, ο καθένας άνοιγε μια τρύπα στο υπέδαφος και έβαζε ένα καλώδιο. Νομίζω ότι αυτό δεν είναι ένα συνολικό σχέδιο σωστό που έχει προσφέρει προστιθέμενη αξία ούτε για την οικονομία αλλά ούτε βοηθάει και τις εταιρίες. Άρα νομίζω ότι αν καταφέρουμε να συνενώσουμε εκεί πέρα τις διαφορετικές βουλήσεις και να βγάλουμε μια κοινή συνιστώσα για το πώς θα πάμε στο μέλλον και να το σχεδιάσουμε αυτό, το αποδεχτούμε όλοι και βάλουμε και τη δημόσια συνεισφορά σε αυτό που είναι 400 εκατ. και βέβαια να έχει και δίκτυο προς όλους, το οποίο θέλει να προσφέρει υπηρεσία, νομίζω ότι μπορούμε γρήγορα να πάμε. Είναι φιλόδοξο βέβαια αυτό πρέπει να σας πω, η αλήθεια είναι αλλά η φιλοδοξία δε μας λείπει και ούτε η ικανότητα να οργανώνουμε.
Β: Πάντως λοιπόν μια ερώτηση και ο κ. Κανουτάς και να τελειώνουμε.
Καν: -κ. Μαγκλάρα ήθελα να ρωτήσω το εξής, στις 2 Δεκεμβρίου νομίζω είναι το Συμβούλιο Υπουργών όπου θα συζητηθεί αυτή η ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Είμαστε καλά προετοιμασμένοι γι αυτό?
Β: Δεν ακούσατε? Θα δώσει μάχη ο κος Μαγκλάρας γι’ αυτό, και ο Υπουργός
Μ: Είμαστε πολύ καλά και ο Υπουργός πολύ καλά προετοιμασμένος . Έχουμε ένα τεράστιο ντοσιέ το οποίο το διαβάζουμε στην κάθε λεπτομέρεια του, έχει 14 παρεμβάσεις το Συμβούλιο. Είναι κάποιες τις οποίες πρέπει να μιλήσουμε, σε κάποιες άλλες απλώς να τις ακούσουμε, κάποιες έχουν νομοθετική πρωτοβουλία. Είναι έτσι ένα πολύ πολύπλοκο ζήτημα, υπάρχει μετά και το δείπνο των Υπουργών όπου και εκεί θα γίνουν παρεμβάσεις, είμαστε ιδιαίτερα καλά προετοιμασμένοι και έτσι θέλουμε γιατί είναι και τεχνικό το ζήτημα, δεν πρέπει
Β: Άλλωστε ο κος Παππάς είναι συνηθισμένος από μάχες … (γέλιο) χοντρές στην Ελλάδα, άλλου τύπου, οπότε θα είναι…
Λοιπόν πάντως ο τομέας γενικά ψηφιακής θεματολογίας, ψηφιακή στρατηγική 2020 θα είναι κρίσιμο και για την Ελλάδα και για την ανάπτυξη και για τις τηλεπικοινωνίες και για την τηλεόραση, που όπως λέει και ο κ. Κανουτάς σε λίγο θα γίνουν merge διότι σε λίγο θα βλέπουμε την τηλεόραση από 5G
Μ: Να κάνω και μια παρατήρηση εδώ πέρα από το 5G είναι ότι υπήρχε ένα σχέδιο για την Ευρώπη το 2020 όπου εκεί ήταν προσανατολισμένα και τα χρήματα της ΕΕ, τέλος πάντων υπήρχε και συνεννόηση για το πώς θα αξιοποιηθούνε ήδη αυτό το όραμα που στην Ελλάδα δεν έχουμε καν ξεκινήσει να το εφαρμόζουμε είναι παρωχημένο πλέον, ήδη ο Πρόεδρος Γιούνγκερ ανακοίνωσε το GigabitSociety, το νέο όραμα για την Ευρώπη, αδιάλειπτες ταχύτητες του GDDS, συνεπώς πρέπει κι εμείς να ανασχεδιάσουμε το δικό μας όραμα πάρα πολύ γρήγορα και να αρχίσουμε να το εφαρμόζουμε να μη μείνουμε δηλαδή απλώς……..
Β: Ωραία σε κανένα εξάμηνο που θα έχετε μπει και θα έχετε εφαρμόσει μερικά από αυτά που είπαμε τώρα θα σας καλέσουμε εδώ στο στούντιο θα φωνάξουμε και τον κ. Κανουτά και τον κ. Μιχαλίτση, θα χουμε και το ηχητικό, θα λέμε κ. Μαγκλάρα……..
Μ: (Γέλιο) Για να κάνετε αντιπαραβολή λόγων και πράξεων
Β: Όχι θα λέμε τι έγινε βρε παιδί μου. Αλλά φαίνεστε ότι είστε πολύ δυναμικός και πραγματιστής εκτός από ιδεολόγος οπότε θα βγάλετε δουλειά.
Μ: Με μεγάλη μου χαρά. Μ’ αρέσει να προχωράνε τα πράγματα. Λοιπόν καλό βράδυ και στους ακροατές σας κε Βασιλόπουλε, στον κ. Κανουτά και στον κ. Μιχαλίτση. Καλό βράδυ.
Β: Σας ευχαριστούμε πολύ. Γεια σας.
«Ποιον καλώ όταν θέλω να μιλήσω με Ευρώπη;». Ηταν μια προβοκατόρικη ερώτηση, η πατρότητα της οποίας αποδίδεται στον Χένρι Κίσινγκερ. Και λέει πολλά. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον, όμως, έχει η απάντηση. Ο Γάλλος οικονομολόγος Ζαν Πισανί-Φερί έκανε την ανάλυση των τηλεφωνικών κλήσεων του Αμερικανού υπουργού Οικονομικών, Τίμοθι Γκάιτνερ, μεταξύ Ιανουαρίου του 2010 και Ιουνίου του 2012 (http://bruegel.org/2013/02/tim-geithner-and-europes-phone-number/).
Από τη μελέτη προέκυψε, με βάση τις τηλεφωνικές κλήσεις στην περίοδο κλιμάκωσης της ελληνικής κρίσης, ότι ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών συνομιλούσε για τα ευρωπαϊκά θέματα, πρώτον, με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (114 κλήσεις), δεύτερον, με τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (58 κλήσεις), τρίτον, με τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε (36 κλήσεις)· η τέταρτη κατά σειρά επαφή ήταν με τον Γάλλο υπουργό Οικονομικών.
Τι δείχνει αυτή η ιστορία; Δείχνει ότι το ΔΝΤ απαντούσε στα ευρωπαϊκά θέματα. Εδειξε ότι η Ε.Ε. απαντούσε μέσω των τεχνοκρατών της ΕΚΤ· ότι η Ευρώπη, αντί να έχει μέλημα τη φροντίδα των πολιτών της, ενδιαφερόταν για την κατάσταση των τραπεζών και των αγορών της.
Εδειξε ότι η Ευρώπη στηριζόταν στον γαλλογερμανικό άξονα, δηλαδή, στις δύο χώρες που, προς στιγμήν, είχαν ξεχάσει τα δικά τους δεινά του 1945 και την αδυναμία τους να εξοφλήσουν τα χρέη τους.
Επιπλέον, αυτή η ιστορία έδειξε ότι ο ευρωπαϊκός πυρήνας πίεσε τον ευρωπαϊκό Νότο με ιδιοτέλεια, επέβαλε μνημόνια λιτότητας, εντός του ευρώ, με ιστορική αμνησία αλλά και με ολέθριες συνέπειες. Δείχνει, τέλος, τη δημιουργία ενός υφιστάμενου αυτοκαταστροφικού ευρωπαϊκού μοντέλου πραγματικής συλλογικής τιμωρίας. Τιμωρίας, μάλιστα, διαγενεακού τύπου: τους Baby Boomers να φτύνουν κατάμουτρα τους Millennials.
Στο σημείο αυτό, και σε σχέση με τους τεχνοκράτες που δίνουν λύσεις σε καθαρά πολιτικά και οικονομικά προβλήματα, ο Γιούργκεν Χάμπερμας -ένας από τους πιο σημαντικούς κοινωνικούς και πολιτικούς στοχαστές στον κόσμο σήμερα- έκανε τη δημόσια παρέμβασή του. Στο βιβλίο του με τίτλο «The Lure of Technocracy» («Το θέλγητρο της τεχνοκρατίας», 2013) παρουσιάζει μια συνεκτική, ευρεία υπεράσπιση του σχεδίου της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Εξηγεί τα αδέξια βήματα που έγιναν για τη διεθνοποίηση της δημοκρατίας και τη συνταγματοποίηση του διεθνούς δικαίου κατά τη διάρκεια των τελευταίων 25 ετών και προτείνει στους βασικούς συντελεστές της Ευρωπαϊκής Ενωσης (πολιτικούς, κόμματα και κράτη-μέλη) μια διέξοδο στην τρέχουσα οικονομικο-πολιτική κρίση.
Ομως, ενάντια στις τεχνοκρατικές πολιτικές που υποστηρίζει ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και το Βερολίνο. Τα μέτρα που επιβάλλονται εις βάρος των οικονομικά ασθενέστερων χωρών, λέει, υπονομεύουν την αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών-μελών και εγκαταλείπουν την ευημερία στις ιδιοτροπίες των αγορών.
«Μόνο εάν η τεχνοκρατική προσέγγιση αντικατασταθεί από τον βαθύτερο εκδημοκρατισμό των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων, μόνον τότε η Ε.Ε. θα μπορεί και πάλι να θέσει υπό πολιτικό έλεγχο, σε υπερεθνικό επίπεδο, τον ανεξέλεγκτο καπιταλισμό της αγοράς και να εκπληρώσει την υπόσχεσή της ως υπόδειγμα κοινωνίας».
Προφανώς, λίγο ενδιαφέρει αν ο Χάμπερμας θα μείνει στην ιστορία ως ο ασπρομάλλης προφήτης της νέας δημοκρατικής Ευρώπης και μιας ευρωζώνης χειραφετημένης από εθνικά μίση. Το θέμα είναι ότι οι ελίτ της Ε.Ε. έχουν πρόθεση να συνεχίσουν να διαδραματίζουν –μέσω των τεχνοκρατών– ένα παιχνίδι μικροπολιτικής για πολλά ανοιχτά θέματα: Brexit, ευρωατλαντικές σχέσεις, σχέσεις με Ρωσία, εκλογές στη Γαλλία, στη Γερμανία, προσφυγικό-μεταναστευτικό, πόλεμος, τρομοκρατία κ.ά.
Το ίδιο κάνουν και με την ελληνική κυβέρνηση. Από το 2010 είχαν υποτιμηθεί τελείως οι μακροοικονομικές συνέπειες του προγράμματος που επιβλήθηκε στην Ελλάδα.
Οι τεχνοκράτες του ΔΝΤ και η Λέσχη του Βερολίνου πίστευαν ότι με την περικοπή των μισθών και την αποδοχή πρόσθετων μέτρων λιτότητας, οι ελληνικές εξαγωγές θα αυξηθούν και η οικονομία θα επιστρέψει σύντομα στην ανάπτυξη. Πίστευαν, επίσης, ότι η πρώτη αναδιάρθρωση του χρέους θα οδηγούσε στη διαχειρισιμότητα του χρέους.
Επειδή η αποτυχία φανερώνει περισσότερα από όσα κουκουλώνει η επιτυχία, σε ένα τέτοιο κλίμα, η Ελλάδα δεν έχει να περιμένει πολλά. Το βασικό σήμερα στην Ε.Ε. δεν είναι η περαιτέρω ολοκλήρωση. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση είναι χθεσινή∙ αυτό που κινδυνεύει, αύριο, είναι η δημοκρατία στην Ευρώπη.
Και (με τα λόγια του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη) πριν «πάσαι σχεδόν αι νήσοι του Αιγαίου υποταχθούν», θα πρέπει εμείς οι ίδιοι να σοβαρευτούμε. Και πρώτο -αν πιστεύει στη δημοκρατία- θα πρέπει σοβαρευτεί το «κόμμα Σόιμπλε», μαζί με όποιον έχει απομείνει να σκέφτεται χωρίς αντικαταθλιπτικά.
«Αλλως δε, ουδέν καλύτερον εζήτουν ή να εύρωσίν τινα, εις ον να υποταχθώσιν. Ως φαίνεται η δουλεία είναι πάντοτε προτιμοτέρα της αναρχίας, όπως η λέπρα είναι προτιμοτέρα της πανώλους... Διότι πάσα χώρα εν τη Ανατολή είχε πέσει εις τας χείρας του τυχόντος». Ούτε καν στο «αόρατο χέρι», αλλά «εις τας χείρας του τυχόντος»...
Εδώ, στην κουβέντα περί δημοκρατίας στην Ευρώπη, θα ήταν ίσως χρήσιμο να θυμηθούμε τον Αϊνστάιν: «Αν, από την αρχή, μια ιδέα δεν φαντάζει τρελή, τότε δεν υπάρχει καμιά ελπίδα γι' αυτή την ιδέα».
Ο καθένας ας διαβάσει όπως θέλει αυτά τα λόγια∙ αλλά, μάλλον, αυτό που θα ήθελε να μας πει είναι ότι το δικαίωμα σ' ένα δύσκολο -ετεροχρονισμένο για την εποχή μας- ιδανικό θα παραμένει σταθερά ένα ανθρώπινο δικαίωμα. Και η Ευρώπη το έχει ανάγκη όσο ποτέ άλλοτε.
Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 29/12/2016.
Η οικονομική ιστορία της χώρας μας είναι γνωστή. Οι πολιτικές παράμετροι, ο τρόπος λειτουργίας του πολιτικού συστήματος, η συμπεριφορά διοίκησης, συντεχνιών και πολιτών επίσης. Τα δάνεια, ειδικά μετά την εθνική καταστροφή του 1922 και τον εμφύλιο πόλεμο της περιόδου 1946-1949, οι κρατικές και οι ιδιωτικές επενδύσεις και βεβαίως οι άδηλοι πόροι έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στην απογείωση της ελληνικής οικονομίας.
Η ανάπτυξη αυτή ήταν όντως στρεβλή, αλλά η κατάσταση της χώρας ήταν τότε δραματική και η φτώχεια ανυπόφορη. Ο αυταρχισμός, η μετανάστευση και η αστυφιλία ήταν οι κύριες συνιστώσες της δεκαετίας που ακολούθησε τον εμφύλιο. Η σύνθεση του ΑΕΠ ήταν από τότε προβληματική. Ο τομέας των υπηρεσιών είχε την τάση να διογκώνεται, ενώ ο πρωτογενής τομέας – λόγω φυσικών και όχι μόνο δυσκολιών – έχανε έδαφος. Οι εισαγωγές ήταν διαχρονικά μεγαλύτερες των εξαγωγών κι αυτό χειροτέρεψε με την αύξηση της κατανάλωσης, το εύκολο χρήμα και την εισροή των κοινοτικών επιδοτήσεων μετά το '81.
Ακόμα και σήμερα και παρά την κρίση, το οικονομικό μοντέλο της χώρας δεν ευνοεί την ντόπια παραγωγή και μεταποίηση. Ο τομέας των υπηρεσιών διογκώνεται, εξάγουμε για επεξεργασία ακόμα και τα είδη που συλλέγονται για ανακύκλωση, εξάγουμε πρώτη ύλη (πχ φρούτα) και εισάγουμε έτοιμα προϊόντα (πχ μαρμελάδες). Πρόσφατα, η πρόεδρος του Συμβουλίου Ανταγωνιστικότητας των ΗΠΑ κα Ντέμπορα Γουίνς-Σμίθ δήλωσε ότι «πριν από έναν χρόνο που βρισκόμουν στην Ελλάδα έμαθα για την περίπτωση μιας ελληνικής επιχείρησης που στηρίζεται σε εγχώρια προϊόντα αλλά αναγκάζεται να τα συσκευάζει εκτός Ελλάδας ακριβώς λόγω του κόστους της γραφειοκρατίας και των περιορισμών. Και όταν ρώτησα πού ολοκληρώνεται η παραγωγή του προϊόντος, μου απάντησαν στην Ελβετία! Δηλαδή, είναι πιο ανταγωνιστικό για εκείνους από άποψη κόστους να κατασκευάζουν ένα εγχώριο προϊόν στην Ελβετία αντί στην Ελλάδα» (http://www.tovima.gr/finance/article/?aid=782215).
Αυτή η κατάσταση της κυριαρχίας των υπηρεσιών ταυτίζεται διαχρονικά με τον μεταπρατισμό, τις εισαγωγές, τον παρασιτισμό. Οσο το μοντέλο που έχουμε δεν χτυπά την γραφειοκρατία, δεν στρέφεται προς την ενδογενή ανάπτυξη, δεν στηρίζει την εγχώρια παραγωγή και την μεταποίηση, τόσο θα αυξάνεται ο τομέας των υπηρεσιών και των εισαγωγών, από ελλαδικές επιχειρήσεις, αλλά και από τις ελληνικές επιχειρήσεις που μετακομίζουν στην Βουλγαρία.
Τα προβλήματα όμως ήταν γνωστά από την εκπληκτική σε ρυθμό ανόρθωσης δεκαετία του '60: μελέτες, στατιστικά, ρόλος του κράτους, επενδύσεις, ξένη βοήθεια, κοκ (βλ. André Blanc, «L' économie des Balkans», PUF, Paris, 1965). Οι άδηλοι πόροι έσωζαν την κατάσταση και το κράτος ακολούθως έκανε λίγο απόλα για να ικανοποιήσει τις ποικίλες πελατείες: προκλητικά δάνεια, εθνικοποιήσεις, προσλήψεις, οικονομικές παρεμβάσεις με χίλια τεχνάσματα.
Και τώρα; Η αλληλεξάρτηση των συμφερόντων, οι κομματικές παθογένειες, η πελατοκρατεία, η ανικανότητα (μην την υποτιμούμε), τα μεγάλα λάθη μας καθώς και τα χειροπιαστά λάθη των δανειστών, θα λειτουργήσουν ως ανάχωμα αδράνειας; Τίποτε δεν μπορεί να ξεκινήσει από το κράτος, τη διοίκηση, τους επιστήμονες, τις επιχειρήσεις, τους πολίτες; Είμαστε καταδικασμένοι στην κατρακύλα δίχως τέλος;
Δεν το πιστεύω κι ελπίζω ότι τα παθήματα θα μετουσιωθούν σε δημιουργικές πρωτοβουλίες. Σε όλους τους χώρους υπάρχουν ικανοί άνθρωποι. Λείπει μια νέα μέθοδος, μια λυτρωτική κίνηση, ένα πρόσωπο και μια ομάδα που θα εκφράσουν το αύριο. Με επίγνωση της κατάστασης, με σχέδιο, με αυταπάρνηση. Αν κερδηθεί η εμπιστοσύνη, αν κοιτάξουμε το μέλλον, όλα αλλάζουν. Και η σύνθεση του ΑΕΠ (έτσι κι αλλοιώς η κρίση σχετικοποίησε τα νούμερα), και οι κομματικοί συσχετισμοί (τάχουμε δει όλα πλέον) και οι διεθνείς σχέσεις (κι εκεί όλα είναι διαφορετικά σε σχέση με το 2009).
Τί μένει; Η ελπίδα, αφού η ανάγκη είναι επιτακτική.
Δημοσιεύτηκε στην metarithmisi.gr στις 24/12/2016.