Δευτέρα, 17 Φεβρουάριος 2025

Ευρώπη 1957-2017 «Η κόλασή μου είναι οι άλλοι»

Στις 25 Μαρτίου 1957 στη Ρώμη, στη μεγάλη αίθουσα του Καπιτωλίου με τις τοιχογραφίες, κυρώνονταν οι δύο διεθνείς συνθήκες: Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) και Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (ΕΥΡΑΤΟΜ). Γεννιόταν η Κοινή Αγορά —ο πρόδρομος της Ενωμένης Ευρώπης.

Ο Πολ-Ανρί Σπάακ του Βελγίου, ο Κριστιάν Πινό της Γαλλίας, ο Κόνραντ Αντενάουερ της Γερμανίας, ο Αντόνιο Σένι της Ιταλίας, ο Ζοζέφ Μπεχ του Λουξεμβούργου και ο Γιόζεφ Λουνς της Ολλανδίας έβαζαν την υπογραφή τους στα κείμενα που αφορούσαν κυρίως το εμπόριο: την κατάργηση των τελωνειακών δασμών. Ο Σπάακ είχε δηλώσει: «Η σημερινή ημέρα θα καταγραφεί ως ένας από τους σημαντικότερους σταθμούς στην Ιστορία της Ευρώπης».

Είχε προηγηθεί όλεθρος. Το 1945 η Ευρώπη, απ' άκρου εις άκρον, ήταν κατεστραμμένη. Επειτα από δύο πολέμους, η κυρίαρχος του πλανήτη είχε χρεοκοπήσει. Τον Σεπτέμβριο του 1946 ο Ουίνστον Τσόρτσιλ έλεγε στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης: «Πρέπει να ξαναδημιουργήσουμε την ευρωπαϊκή οικογένεια... τις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης...

Εάν κατ' αρχήν όλα τα κράτη της Ευρώπης δεν είναι πρόθυμα ή ικανά να μετάσχουν στην ένωση, θα πρέπει εντούτοις να προχωρήσουμε, να συγκεντρώσουμε και να συντονίσουμε τους πρόθυμους... Η Γαλλία και η Γερμανία θα πρέπει να έχουν μαζί το προβάδισμα».

Χρόνια αργότερα, ο κοινωνιολόγος του LSE, λόρδος Ραλφ Ντάρεντορφ, είχε αναφερθεί στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ το 1996 στην παλιά ομιλία του Τσόρτσιλ. Παρ' ότι τα γερμανικά εγκλήματα δεν είχαν ξεχαστεί, ο Τσόρτσιλ είχε υποστηρίξει «ότι πρέπει να τεθεί ένα τέλος στην τιμωρία... Πρέπει να υπάρξει... μια ευλογημένη πράξη άφεσης».

Ο Ντάρεντορφ εκτιμούσε πως ο Τσόρτσιλ δεν ήταν ο συμπονετικός, ο γενναιόδωρος πατερούλης της νίκης, αλλά ο οξυδερκέστερος και πρώτος ψυχροπολεμικός θιασώτης, ο οποίος υποστήριξε το 1946 τον συμβιβασμό με τη Γερμανία και την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση που θα βασιζόταν σε μια γαλλογερμανική συμμαχία. Το οικονομικο-πολιτικό ευρωπαϊκό άβαταρ σκοπών βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη.

Από το 1957 η Ευρώπη βίωσε ευημερία και ειρήνη. Με μόνη εξαίρεση την πρώην Γιουγκοσλαβία, ξεπέρασε τους παράγοντες που την οδήγησαν στους δύο πολέμους: τη γεωγραφική της διαίρεση, τις παλιές φυλετικές αντιθέσεις και την επικίνδυνα παθητική προσκόλλησή της σε ηγέτες τύπου Χίτλερ και Μουσολίνι.

Τα χρόνια εκείνα κυριαρχούσε η ιδέα ότι «ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Καταδικασμένος, γιατί δεν δημιούργησε, δεν έπλασε μόνος του τον εαυτό του κι ωστόσο ταυτόχρονα ελεύθερος, γιατί από τη στιγμή που πετάχτηκε στον κόσμο, είναι υπεύθυνος για ό,τι κάνει». Βέβαια, με το «ελεύθερος» ο Ζαν-Πολ Σαρτρ εννοούσε ότι αν κάποιος κατηγορείται για τις πράξεις του είναι ελεύθερος να αποκρύψει την αλήθεια και να αποποιηθεί τις ευθύνες του για να μην τιμωρηθεί αλλά και για να αποφύγει την ντροπή.

Τα είχε πει στο «Κεκλεισμένων των Θυρών» το 1944 όπου ίσχυε –όπως περίπου στην Ευρώπη σήμερα– το «no exit». Οι ήρωές του, ο Γκαρσίν, η Ινές και η Εστέλ, παγιδεύονται στο δωμάτιο∙ και χωρίς να ξέρουν πώς και γιατί βρέθηκαν κλεισμένοι εκεί μέσα ή τι είναι αυτό που υποτίθεται ότι πρέπει να κάνουν, αρχίζουν να αλληλοβασανίζονται. Σε κατάσταση «no exit» διαπιστώνουν ότι όλες οι προσπάθειές τους να καλέσουν βοήθεια είναι μάταιες. Αλλά ανακαλύπτουν τη μεταξύ τους δυναμική.

Στον άνδρα αρέσει η μία από τις δύο γυναίκες∙ αλλά αυτή είναι λεσβία και της αρέσει η άλλη γυναίκα. Η άλλη, όμως, δεν είναι λεσβία και της αρέσει ο άνδρας –που, με τη σειρά του, δεν τη βρίσκει του γούστου του. Σύντομα συνειδητοποιούν ότι βρίσκονται στην κόλαση. Και το μάθημα του παιχνιδιού είναι αυτό που διατυπώνει προς το τέλος του έργου ο Γκαρσίν: «Η κόλασή μου είναι οι άλλοι».

Αυτό περίπου διαπίστωσαν οι ηγέτες της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ισπανίας και της Ιταλίας την περασμένη Δευτέρα, 60 χρόνια μετά τη Ρώμη και 98 χρόνια μετά τη Συνθήκη του 1919, στη μίνι σύνοδο κορυφής στις σημαδιακές Βερσαλλίες, τασσόμενοι υπέρ μιας Ευρώπης πολλών ταχυτήτων που θα επιτρέπει σε ορισμένες χώρες-μέλη της Ε.Ε. να προοδεύουν πιο γρήγορα από άλλες.

Παρ' ότι συνεπές με την αλληγορία του Ζαν-Πολ Σαρτρ, συνεπές με το πνεύμα του 1957, το συμπέρασμα μοιάζει περισσότερο με την ισορροπία του νομπελίστα Νας: ανάμεσα σε εγωιστικούς και υπολογιστικούς «παίκτες» απλώνεται ένα παιχνίδι μη συνεργαζόμενων που υποτίθεται ότι δίνει μια κάποια λύση. Αφήνει, όμως, τους πάντες ικανοποιημένους;

Εχουν αλλάξει πολλά από το 1957. Και το 2017 είναι έτος άγχους –που δεν κρύβεται– για το μέλλον της Ευρώπης.

Οσο για την Ελλάδα; Από το 1957 σημειώνω δύο ξεχωριστά ιδρυτικά γεγονότα. Πρώτον, αρχίζει να πετά η εθνική Ολυμπιακή. Το δεύτερο –επιτυχές έως τις μέρες μας– είναι η επινόηση του φραπέ από τον Δημήτριο Βακόνδιο.

Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 10/3/2017.

Kατοπτρικοί εαυτοί, μακροπρόθεσμες αβεβαιότητες

Αν πείτε σε έναν εγκληματία, έλεγε ο Αλμπέρ Καμί, ότι τα κρίματά του δεν οφείλονται στην άθλια φύση του, μήτε στον χαρακτήρα του, αλλά σε διάφορες ατυχείς συγκυρίες, θα σας ήταν εξαιρετικά ευγνώμων.

Στη δική μας περίπτωση, λόγου χάριν, εξαιρετικά ευγνώμονες θα πρέπει να νιώθουν οι τεχνοκράτες του ΔΝΤ. Η συμμετοχή του ΔΝΤ στα ευρωπαϊκά πράγματα και στην υπόθεση της Ελλάδας περισσότερο ευνόησε τη διεθνή θέση του ΔΝΤ παρά την ελληνική οικονομία.

Επιπλέον, ευνόησε το πλεονασματικό Βερολίνο, το οποίο ενώ απέσπασε τα πλεονεκτήματα της ηγετικής θέσης του στην Ευρώπη, δεν θέλησε -ούτε και θέλει- να επωμιστεί το παραμικρό βάρος της ηγεμονίας.

Θεωρητικά, δεν ήταν αυτό που θα έπρεπε να συμβεί, τουλάχιστον σε επίπεδο Ευρώπης. Ηδη από το 2010, οι πολιτικοί και οι εμπειρογνώμονες που κινήθηκαν σε μονόδρομους λιτότητας και εσωτερικών υποτιμήσεων είχαν υποσχεθεί μεγάλα οφέλη σε αντάλλαγμα των θυσιών.

«Η ιδέα ότι τα μέτρα λιτότητας ενδέχεται να προκαλέσουν στασιμότητα είναι εσφαλμένη», είχε δηλώσει τον Ιούνιο του 2010 ο Ζαν-Κλοντ Τρισέ, ο τότε πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Με προσήλωση θρησκευτικού τύπου αλλά και με βεβαιότητα υποστήριζε -όπως γίνεται και σήμερα με το γαϊτανάκι των θεσμών- πως η βίαιη προσαρμογή και η δημοσιονομική πειθαρχία θα εμπνεύσουν εμπιστοσύνη και πως αυτό θα οδηγούσε σε οικονομική ανάπτυξη. Τα πράγματα, όμως, πήραν διαφορετική τροπή.

Στα καθ' ημάς, από τη στιγμή που η πολιτική τάξη στην Ελλάδα δεν είχε κάποιο δικό της σχέδιο ανάταξης της οικονομίας και της κοινωνίας, η Ελλάδα αποδείχθηκε παράδειγμα προς παγκόσμια αποφυγή.

Η χώρα δέχτηκε την απώλεια της κυριαρχίας της, υπέστη τους εκβιαστικούς και εξευτελιστικούς όρους που επέβαλε το club του Βερολίνου με τη βοήθεια του ΔΝΤ: δρακόντειες μειώσεις στις δημόσιες δαπάνες, περικοπές στους κατώτατους μισθούς του ιδιωτικού τομέα και στις συντάξεις, απόλυση εκατοντάδων χιλιάδων δημοσίων υπαλλήλων, αύξηση της φορολογίας, μαζικές ιδιωτικοποιήσεις... Ολα αυτά δεν είχαν μόνο τις γνωστές συνεπαγωγές στο εσωτερικό.

Προκάλεσαν τις αντιδράσεις όλων των άλλων που είδαν στον καθρέφτη τον εαυτό τους ως Ελληνες.

Για ακόμα μία φορά, η λιτότητα σε κατάσταση ύφεσης στην Ελλάδα δεν προκάλεσε μόνο κοινωνικά δεινά. Υπήρξε αυτοκαταστροφική από καθαρά δημοσιονομική άποψη: ο συνδυασμός της αύξησης των εσόδων σε κατάσταση ύφεσης της οικονομίας δείχνει χώρα που ρουφιέται μακροπρόθεσμα.

Και η επιδείνωση των προοπτικών μειώνει στην ουσία την εμπιστοσύνη των αγορών και, άρα, περιορίζει την προοπτική επενδύσεων, ενθαρρύνοντας αποκλειστικά την αρπαγή μέσω εγκαθίδρυσης νεο-αποικίας - γεγονός που καθιστά δυσκολότερο τον μελλοντικό χειρισμό του χρέους.

Κάποιοι θα πρέπει να αναρωτηθούν σοβαρά πώς η χώρα στην οποία έχει διαλυθεί η αγορά εργασίας (περίπου 25% η ανεργία), η χώρα που αρνείται συστηματικά το μέλλον στους ταλαντούχους, που γυρίζει την πλάτη στους νέους της (50,4% τον Μάρτιο του 2016 η ανεργία των νέων στην Ελλάδα και 20,9% στην ευρωζώνη)... πώς, υποτίθεται, θα μπορέσει να επιτύχει αρκετή ανάπτυξη για να εξυπηρετήσει το χρέος της;

Αλλά μια και μιλάμε για εαυτούς στον καθρέφτη, ας δούμε το επίπεδο της κουβέντας στην Ελλάδα: η ψευδολογία, η ανικανότητα, η ιδιοτέλεια, η απόλυτη υποταγή των κυβερνώντων στους δανειστές θεωρούνται λύση του προβλήματος και βαφτίζονται επιτυχία και πολιτική αρετή. Το χειρότερο; Βαφτίζονται αριστερή πολιτική!

Υποτίθεται ότι συντηρείται ευημερία πάνω από τις δυνάμεις μας. Ομως, ό,τι συντηρείται είναι χωρίς θεμέλιο, χωρίς περιεχόμενο. Νευρωτικές εκτονώσεις ευτελούς αισθητικής, μαξιμαλισμοί, συμπλεγματικές ανατάσεις, θεατρινισμοί και λαμέ καρακατσουλιά, προς προαγωγή της φτήνιας, της τζάμπα μαγκιάς και της αθλιότητας.

Επιπόλαιες χαράξεις, επιχειρηματικότητες με δάνεια του αέρα, αυτοσχεδιαστικές αντιδράσεις, φοροαποφυγές και φοροδιαφυγές, χωρίς πολιτισμό και παιδεία, δίχως ευγένεια, χωρίς προοπτικές.

Δυστυχώς, τα «γραφικά και τα ιδιότυπα», που έλεγε ο Μάνος Χατζιδάκις το 1979, δεν μπήκαν στο συρτάρι. Απεναντίας, αφέθηκαν στην πλήρη αναπαραγωγή τους όλες εκείνες οι δυνάμεις που απεργάστηκαν τις χρόνιες αδυναμίες της χώρας να τοποθετηθεί στα σημαντικά ζητήματα. Με αποτέλεσμα, αντί η κρίση να διδάσκει και να ενοποιεί, να διχάζει έναν ανώριμο πληθυσμό, διχασμένο ήδη από τα χιλιάδες μικροσυμφέροντα.

Από αισθητική άποψη θα μπορούσε κάποιος αισιόδοξος να πει πως τα σύννεφα που μαζεύονται (μέσα και τα ροζ) αγγίζουν συναισθήματα σχεδόν ανθρώπινα. Εδώ όμως μιλάμε για όρια της απόλυτης αφαίρεσης και άρνησης της πραγματικότητας∙ μιλάμε για υψηλή συγκέντρωση βαριών, γκρίζων νεφών - προπορευόμενους δείκτες σοβαρής καταιγίδας.

Ενδιαφέροντα όλα και επαναστατικά, δεν λέω∙ και δημοκρατικά με έξω τους δημοκράτες, με τα λάστιχα της Πόρσε να δίνουν ταξικές συνεντεύξεις, με τους μηδενιστές να βάζουν φωτιά στο Γαλλικό Ινστιτούτο και με μια πολιτική τάξη στο Λάμα-Λάμα-Νάμα-Νάμα-Νέμια.

Τα γραφικά και τα ιδιότυπα, που έλεγε ο Χατζιδάκις το 1979, ακόμα τα έχουμε παντιέρα. Και νάμα-στε τώρα, με μακροπρόθεσμες αβεβαιότητες... όχι για το πώς θα συμμαζευτούμε, αλλά για το πόσο φτωχότεροι θα γίνουμε.

Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 3/3/2017.

Απλά μαθήματα για την Ευρώπη

Τα τελευταία χρόνια συζητιέται μετ' επιτάσεως η ανικανότητα και η δραματική αποτυχία των ελίτ να διαχειριστούν την κρίση: και των ευρωπαϊκών και των εγχώριων. Ολοι, στο εσωτερικό και έξω από την Ελλάδα αναγνωρίζουν (;) το δυσανάλογο μερίδιο που πληρώνουν οι αδύνατοι σε σχέση με το ποσοστό της ευθύνης τους. Αυτό, όμως, δεν δίνει ούτε μία ψίχα ελπίδας.

Στο μέτρο που μας αφορά, μερικά ερωτήματα είναι ανοιχτά. Το 2017 θα είναι μια καλή χρονιά; Ποιος ο βραχυπρόθεσμος ορίζοντας; Στις εκλογές της Ολλανδίας, της Γαλλίας και της Γερμανίας, η εθνικιστική Ακροδεξιά διατυπώνει αιτήματα διάλυσης της Ευρώπης.

Η Ε.Ε. πρέπει να συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις για την έξοδο της Βρετανίας. Η Ευρώπη πρέπει να διερευνήσει τρόπους συνεννόησης με τον νέο Αμερικανό πρόεδρο, ο οποίος πιστεύει ότι η διατλαντική συμμαχία είναι «άνευ αντικειμένου».

Η υπόθεση της Ελλάδας και του ελληνικού χρέους βρίσκεται σε εκκρεμότητα, με αποτέλεσμα η ελληνική κοινωνία και οικονομία να βρίσκονται στην εντατική και το Grexit στο τραπέζι κ.λπ.

Στην ουσία, η δογματική εμμονή σε μεταρρυθμίσεις λιτότητας είναι αυτή που δίνει πολιτική τροφή στις δυνάμεις που θέλουν να διαλύσουν την ευρωζώνη και να ακυρώσουν όλα τα πραγματικά και τα εξίσου σημαντικά συμβολικά πλεονεκτήματα της Ενωσης: δημοκρατία, συνεργασία, αλληλεγγύη και αδελφοσύνη λαών.

Η περίπτωση της Μεγάλης Βρετανίας απέδειξε την πλήρη παραβίαση των κανόνων της αποτελεσματικότητας των απλών μαθημάτων πολιτικής οικονομίας. Υποτίθεται, ότι η όποια ελεύθερη επιλογή θα βελτίωνε τη θέση ορισμένων, χωρίς να επιβαρύνει τη θέση των υπολοίπων. Στην πραγματικότητα, η επιλογή της αποχώρησης επιβάρυνε τόσο την ίδια τη Μεγάλη Βρετανία όσο και το σύνολο της Ε.Ε.

Οι περισσότερες μελέτες καταλήγουν σε παρόμοια συμπεράσματα. Παραδείγματος χάριν, το Ηνωμένο Βασίλειο θα κληθεί να πληρώσει τη μερίδα του λέοντος του κόστους του Brexit (http://cep.lse.ac.uk/pubs/download/brexit02_technical_paper.pdf).

Εάν το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ε.Ε. συμφωνήσουν τελικά σε νέες σχέσεις με βάση το πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), προβλέπεται ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα χάσει περίπου 110 δισ. ευρώ, ενώ η Ε.Ε. θα χάσει περίπου 50 δισ. ευρώ.

Δεδομένου ότι η οικονομία της Ε.Ε. είναι περίπου πέντε φορές μεγαλύτερη από εκείνη του Ηνωμένου Βασιλείου, αυτό σημαίνει ότι το κόστος για το Ηνωμένο Βασίλειο, ως ποσοστό του ΑΕΠ, θα είναι περίπου δέκα φορές μεγαλύτερο. Τι δείχνει αυτό το παράδειγμα;

Ανεξάρτητα από κακές επιλογές και ανόητες ρητορικές «περί διαπραγματεύσεων κ.λπ.», δείχνει ότι μια «κακή συμφωνία» θα είναι στην πραγματικότητα καλύτερη για το Ηνωμένο Βασίλειο από μία «διαφωνία σε όλα». Το ίδιο ισχύει και για την Ε.Ε. Το ίδιο ισχύει και για την Ελλάδα.

Είναι αυτό το επιθυμητό αποτέλεσμα; Οχι. Το παραπάνω παράδειγμα αφήνει περιθώρια στις επιλογές της ελληνικής πολιτικής; Ελάχιστα έως κανένα. Υπάρχουν άλλοι τρόποι; Υπάρχουν.

Ομως, εάν στο ευρωπαϊκό πλαίσιο πολιτικής παράχθηκαν επιβραδύνσεις, αποπληθωρισμός, ανεργία, αβεβαιότητα, οργή και εθνικισμός, αυτό οφείλεται στο ότι η Ευρώπη απέτυχε στις κρίσιμες αποφάσεις που αφορούσαν την ενίσχυση της ανάπτυξης και της συλλογικής ευημερίας. Ομοίως, στην Ελλάδα, η ανικανότητα προκάλεσε τα αισθήματα οικονομικής δυσπραγίας που μόλυναν τα όνειρα της επόμενης γενιάς.

Αυτά περίπου λέει ο Ιταλός οικονομολόγος του Χάρβαρντ, Μάρκο Μανιάνι, στο βιβλίο του «Creating Economic Growth: Lessons for Europe», 2014 (Δημιουργώντας ανάπτυξη: Μαθήματα για την Ευρώπη). Μιλώντας περίπου για την Ιταλία, υποστηρίζει ότι οι ηγέτες των χωρών μπορούν –εάν θελήσουν– να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων και να εφαρμόσουν μια σειρά μεταρρυθμίσεων και δράσεων χαμηλού κόστους για την ενίσχυση της ανάπτυξης.

Ο Μανιάνι προτείνει μια στρατηγική έξι σημείων με καταλύτες τους πολίτες, τις κυβερνήσεις, την εκλεγμένη αυτοδιοίκηση σε πόλεις και περιφέρειες και τους επικεφαλής των επιχειρήσεων: την οικοδόμηση ανθρώπινου και δημοκρατικού πολιτικού κεφαλαίου∙ την απελευθέρωση της δίκαιης επιχειρηματικής δημιουργικότητας∙ την καινοτομία∙ την ενίσχυση της πολιτιστικής δημιουργίας∙ την αξιοποίηση της πολιτισμικής πολυμορφίας∙ και την προώθηση της κοινωνικής κινητικότητας.

Βέβαια, μιλάμε για ιδέες, τελείως αντίθετες με τους εκβιασμούς του ΔΝΤ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Μιλάμε για διαφορετικά υποδείγματα. Και τα υποδείγματα αυτά λένε ότι, εάν δεν υπάρχει μαγικός τρόπος εξάλειψης των δεινών της κοινωνίας, τουλάχιστον υπάρχει ακόμα δυνατότητα άμβλυνσης των προβλημάτων και βελτίωσης της ευημερίας.

Εφόσον παράγεται πολιτική. Οσο δεν παράγεται πολιτική, οι καλοί συλλέκτες γραμματοσήμων, οι μάγοι και λοιποί κληρονόμοι θα απομαγεύουν τα πάντα και οι τοκιστές θα αποστεώνουν τον βίο και τους κόπους του. Στην Ελλάδα οι κυβερνήσεις λάτρεψαν το χρέος: αυτοί που εμφανίζονται ως ειδικοί ή ως θεραπευτές της νόσου είναι οι μόνιμοι φορείς και οι μοναδικοί αίτιοι της μετάδοσής της.

Υπάρχει ελπίδα στη συλλογική απελπισία; Κάθε φορά που φτάνω στα δύσκολα, θυμάμαι τον Μαρκούζε, όπως έκλεινε τον «Μονοδιάστατο άνθρωπο», με αυτό που είχε πει ο Μπένγιαμιν: «Αν έχουμε ακόμη μιαν ελπίδα, τη χρωστάμε σε αυτούς που δεν έχουν απολύτως καμιά».

Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 23/2/2017.

Αγροτικό επάγγελμα, λειτούργημα ή αποστολή;

Η αξία του μόχθου, η καλλιέργεια της γης, η αγάπη της αγροτικής παραγωγής φαίνονται για πολλούς παράταιρα, απόμακρα. Είναι επάγγελμα τελικά η ενασχόληση με τη γη ή είναι «αποστολή», δηλαδή ανώτερο κοινωνικό λειτούργημα; Η ευρωπαϊκή αντίληψη και ειδικά η αρχαία ελληνική και η ρωμαϊκή παράδοση είναι σαφείς. Μυθολογία, σύμβολα, γραπτά κείμενα, μνημεία, προφορική παράδοση, όλα συντείνουν προς τη δεύτερη, ευγενή εκδοχή. Δεν πρόκειται για επάγγελμα, για άσκηση βιοπορισμού, για συντεχνία. Πρόκειται για βάθρο κοινωνίας, για θεμελιώδη επιλογή. «Σύμφωνα με μια παράδοση ο Ρωμύλος είχε απαγορεύσει εντελώς την άσκηση επαγγελμάτων από τους Ρωμαίους, που όφειλαν να θεωρούν αποστολή τους τη στρατιωτική υπηρεσία και τη γεωργία, ενώ η άποψη ότι ο γεωργός και όχι ο βιοτέχνης ή ο έμπορος είναι η ηθικώς υπέρτερη μορφή στην κοινωνία διατηρήθηκε και μετά τον Κάτωνα και τον Κικέρωνα, ώς την αυτοκρατορική εποχή» (GEZA ALFODLY, «Ιστορία της ρωμαϊκής κοινωνίας», έκδοση ΜΙΕΤ, Αθήνα 1988).

Η απαξίωση της αγροτικής εργασίας στην εποχή μας είναι εμφανής. Η μιζέρια της μεταπολεμικής περιόδου ώθησε γενιές ολόκληρες «μακριά από το χωριό». Η εξωτερική και εσωτερική μετανάστευση ήρθαν ως επιστέγασμα μιας διπλής σύμπτωσης: της τεχνολογικής εξέλιξης και της ανάγκης εμβασμάτων. Η πρόοδος ταυτίστηκε με την εγκατάλειψη της υπαίθρου. Η σύγχρονη εποχή δεν αγαπά την αγροτική εργασία, η φιλελεύθερη και η μαρξιστική θεωρία και η πρακτική την θεωρεί κατώτερη των άλλων, προτιμά τις υπηρεσίες, την υπαλληλία, το κατάστημα, το εμπόριο. Γίνεται όμως εμπόριο χωρίς πρώτη ύλη; Χωρίς αγροτικό προϊόν μπορεί να υπάρξει μεταποίηση; Κι εδώ είναι η αντίφαση. Μέχρι τώρα, πολλοί πίστεψαν ότι ...οι εισαγωγές θα δώσουν τη λύση. Μόνο που εισαγωγές σημαίνει χρέος, εξάρτηση, αποεπένδυση, παρασιτισμός. Βλέπουμε σήμερα δυστυχώς τα αποτελέσματα της οικονομίας των εισαγωγών και των ελλειμμάτων.

Εδώ και χρόνια η φορολογική διοίκηση έχει το πάνω χέρι στα αγροτικά πράγματα. Το ποιός είναι αγρότης δεν καθορίζεται από το αρμόδιο Υπουργείο, αλλά από μια γραφειοκρατία που έχει ως αποστολή τη συλλογή φόρων. Οντως ο νόμος σήμερα προβλέπει πλέον τα σχετικά και τις προϋποθέσεις, κύριος στόχος όμως είναι το θέμα του αφορολόγητου. Βρήκα μια κατανοητή εξήγηση του νομικού πλαισίου από τον φοροτεχνικό κ. Παπαδημητρίου, στο http://bit.ly/2lU0fMy. Ας ελπίζουμε ότι αυτό το πλαίσιο θα είναι κάτι το σταθερό γιατί κάθε νέος νόμος, εγκύκλιος ή και κανονισμός επιδοτήσεων έχει τον δικό του ορισμό για το ποιός είναι κατά κύριο επάγγελμα αγρότης. Ολα αυτά αλλάζουν συχνά, οι ενδιαφερόμενοι το μαθαίνουν τελευταίοι, οι Υπουργοί έρχονται και παρέρχονται αμήχανοι και η γραφειοκρατία συνεχίζει το βιολί της.

Τώρα τα πράγματα έμπλεξαν κι άλλο λόγω της κρίσης και της απαραίτητης διεύρυνσης της φορολογικής βάσης. Ασφαλιστικό, φορολογικό, λογιστικά βιβλία, εργόσημο, «ιστορικά δικαιώματα», κοκ, με δυο λόγια όλα τα θέματα των αγροτών, έγιναν ένα κουβάρι, ένας γόρδιος δεσμός. Και Μέγας Αλέξανδρος δεν φαίνεται στον ορίζοντα...Με ποιόν θα συνομιλούν οι αγρότες; Με την μακρινή ΕΕ; Με την κυβέρνηση; Με ποιόν στην κυβέρνηση; Με Υπουργό, Περιφερειάρχη, τον ΟΠΕΚΕΠΕ ή το σύστημα ΟΣΔΕ; Βλέπετε τις δυσκολίες συνεννόησης στη σημερινή συγκυρία. Ολοι πετούν το μπαλάκι στην εξέδρα...Προς το παρόν οι αγρότες καλό είναι να συνεννοούνται πρώτα με τον λογιστή τους για να ελαχιστοποιήσουν τη ζημία. Θα κρατήσουν τα δικαιώματα επιδότησης; Θα μεταβιβάσουν στα παιδιά τους την εκμετάλλευση; Θα θεωρείται φορολογητέο εισόδημα για τους συνταξιούχους η επιδότηση ή η ενοικίαση του χωραφιού; Κανένας δεν ξέρει, αλλά η φορολογική διοίκηση ξέρει καλά και θα εφαρμόσει τον φηφισθέντα, ναι φηφισθέντα νόμο που προβλέπει την μείωση των αγροτικών συντάξεων κατά 60% για όλους, δηλαδή και για τους συνταξιούχους αγρότες που έχουν πρόσθετο εισόδημα...Εκτός κι αν υπάρξει τώρα πολιτική πρωτοβουλία (κυβέρνηση, Βουλή, κόμματα αντιπολίτευσης;) για να λυθεί το πρόβλημα, αφού η αδικία είναι ολοφάνερη. Αν δεν λυθεί το θέμα, οι σημερινοί συνταξιούχοι αγρότες θα πεινάσουν και οι κατά κύριο επάγγελμα αγρότες θα λιγοστεύουν με δραματικό ρυθμό.

Αυτά κια άλλα αντίστοιχα είναι τα θέματα που πρέπει να προτάξουν οι αγρότες-παραγωγοί, δεν έχει κανένα νόημα σήμερα η κομματική, καθοδηγούμενη διαμαρτυρία. Η πολυδιάσπαση είναι πολυτέλεια, το να στέλνεις λάθος μήνυμα στην κοινωνία με τρακτέρ στους δρόμους ή αστείες κομματικές φιέστες, είναι καταστροφικό. Ολα από την αρχή, με σχέδιο, με στόχο, αλλοιώς δεν υπάρχει περίπτωση να προκύψει λύση.

Ο νόμος σήμερα θεωρεί τους αγρότες ελεύθερους επαγγελματίες, αλλά όχι παραγωγούς. Εκεί είμαστε, δεν είναι κατά νόμο, όπως θάπρεπε, παραγωγοί προϊόντων και υπηρεσιών (περιβάλλον, οικοσύστημα, βιοποικιλότητα) για την κοινωνία. Θεωρούνται ελεύθεροι επαγγελματίες, γι αυτό και πέφτουν όλοι κατά πάνω τους, για να τους αποτελειώσουν. Οχι, χωρίς ύστερες σκέψεις, αλλά αυτά θα τα βγουν στη συνέχεια. Νοιάζεται κανείς για το μέλλον της παραγωγής, του χωριού, του τόπου. Κοινωνία χωρίς παραγωγούς μπορεί να υπάρξει; Χώρα χωρίς χωριά μπορεί να σταθεί; Θα έχουμε εθνική παραγωγή, διατροφική επάρκεια και ασφάλεια, χωρίς νέους ανθρώπους; Ηδη η σημερινή μικρή εθνική παραγωγή στηρίζεται στην εργασία των ξένων εργατών, μονίμων, νομίμων, παρανόμων και εποχικών-μετακλητών (http://www.agronews.gr/news/agora-ergasias/arthro/153172/pio-polles-theseis-metakliton-agrergaton-sti-makedonia/) . Κι αυτό σε εποχή υψηλής ανεργίας των νέων...τόσο στην Αθήνα, όσο και την επαρχία. Ποιός θα αλλάξει αυτά τα πράγματα, αυτές τις αντιλήψεις, αυτή τη γραφειοκρατία που πνίγει κάθε ελπίδα;

Ποιός πολιτικός θα σταθεί ως πρότυπο βίου; Ποιός δάσκαλος θα διδάξει στα παιδιά μας αγάπη για τη φύση, «τα αγαθά τοις κόποις κτώνται», τη λαϊκή σοφία των παροιμιών υπέρ του κόπου, του μόχθου, του έντιμου βίου; Ισως η Ανάγκη...

Δημοσιεύτηκε στο metarithmisi.gr στις 18/2/2017.

2017: Η ΕΥΡΩΠΗ ΣΕ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΞΕΛΙΞΕΩΝ. ΟΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΓΑΛΛΙΚΩΝ ΕΚΛΟΓΩΝ

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

Η Fondation Gabriel Péri (Ίδρυμα Gabriel Péri ) και ο Όμιλος «Δημοκρατία, Ελευθερία, Δικαιοσύνη» (εν Ελλάδι φίλοι της Fondation Gabriel Péri ), σας προσκαλούν σε εκδήλωση-συζήτηση την Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2017 με θέμα:

2017: Η ΕΥΡΩΠΗ ΣΕ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΞΕΛΙΞΕΩΝ. ΟΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΓΑΛΛΙΚΩΝ ΕΚΛΟΓΩΝ

Η εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί την Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου στις 17.30 μ.μ στη μεγάλη αίθουσα της ΕΣΗΕΑ (1ος όροφος) , Ακαδημίας 20

Ομιλητές της εκδήλωσης είναι :

Michel Maso, Διευθυντής Fondation Gabriel Péri

Μιχάλης Βακαλούλης , Καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Paris VIII

Κώστας Μελάς, Οικονομολόγος , Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

Παρέμβαση: Κώστας Βεργόπουλος : Πρόεδρος του προσωρινού Επιστημονικού Συμβουλίου του Ομίλου «Δημοκρατία, Ελευθερία, Δικαιοσύνη», Καθηγητής στο 8Ο Πανεπιστήμιο Παρισιού .

Την εκδήλωση παρουσιάζει ο Κωστής Μελαχρoινός

Συντονιστής της συζήτησης: Αλφόνσος Βιτάλης , Δημοσιογράφος/ Πολιτικός Επιστήμων

Η εκδήλωση πραγματοποιείται με την υποστήριξη του Ελληνικού Ινστιτούτου Επιχειρηματικότητας και Αειφόρου Ανάπτυξης

Η ειδησεογραφία της φτώχειας, φτωχή πολιτική

Τι εννοούσε ο Γερμανός κοινωνιολόγος Ούλριχ Μπεκ όταν μιλούσε για κοινωνία της διακινδύνευσης, για κοινωνία του ρίσκου; Εβλεπε ότι τα κοινωνικά περιβάλλοντα φαντάζουν ρευστά, εύθραυστα∙ μιλούσε για κοινωνικές μεταβλητές που –όταν δεν τις βλέπουμε, όταν και τις βγάζουμε έξω από τα κοινωνικά μοντέλα μας– μπορούν να προκαλέσουν κακά, απρόβλεπτα αποτελέσματα.

Εννοούσε ότι έχει γίνει εξαιρετικά σημαντικός ο ρόλος των ΜΜΕ στην κατασκευή της φτώχειας ή ακόμα και στη δυνητική δημιουργία της.

Μερικοί με γεμάτα στομάχια και πορτοφόλια, αίφνης, ανακάλυψαν με αταραξία το εξής: ότι η φτώχεια της Nέας Πολιτικής Οικονομίας θα πρέπει να φαντάζει εύλογη, επιστημονική, εξιλαστήρια ή και επιθυμητή. Κάτι σαν αναγκαιότητα για εθνικούς, κοινοτικούς ή παγκόσμιους σκοπούς.

Η ελληνική εμπειρία τα τελευταία χρόνια έδειξε αυτό που αρνήθηκε να δει το μιντιακό σύστημα: την ειδησεογραφία της φτώχειας ως δίκαιης, μονόδρομης, επιβεβλημένης. Επίσης, η πρόσφατη ευρωπαϊκή ιστορία έδειξε τα πλέον αντιφατικά: ηγέτες, κόμματα, πολιτικές ομάδες και τεχνοκράτες να είναι τόσο απασχολημένοι με τη δημοσιονομική προσαρμογή και τιμωρία των αμαρτωλών, με αποτέλεσμα να αμελούν να σώσουν τους λαούς τους, το σπίτι τους.

Το online αποτέλεσμα; Η ανακύκλωση της αύξουσας φτώχειας από μια φάμπρικα αυτοεκπληρούμενων προφητειών – ακόμα και στην περίπτωση που η ζωή συνεχίζεται και δεν υφίστανται παγκόσμιες συνθήκες για κάτι τέτοιο.

Και όλα αυτά, σαν να μη βιώθηκε ποτέ η ευημερία, τα αγαθά της δημοκρατίας και της ειρήνης∙ και την έλευση μεγαλύτερης φτώχειας να αποτελεί ένα κυριολεκτικό, αναπόδραστο γεγονός. Η εμμονική λατρεία του σκανδάλου, της αποκλειστικής είδησης, η πυκνή κυκλοφορία ψεύδους (fake news) έδωσαν ώς εδώ ένα ταμείο που γέμιζε με την παράταση των δεινών, της αβεβαιότητας, της απελπισίας.

Στην όψιμη φάση της κρίσης, εκτός από τη δική τους ένδεια –αυτό που ονομάζουμε «κρίση του Τύπου»– τα ΜΜΕ διαπραγματεύτηκαν και δικαιολόγησαν τη φτώχεια, ωσάν η μόνη προοπτική να ήταν ο πηχτός ζόφος, ωσάν οι σχολιαστές του (τηλεπερσόνες, αναλυτές, τεχνοκράτες και πολιτικοί συνδαιτυμόνες) να είναι οι κομιστές της μόνης αλήθειας∙ ωσάν «αυτή η πραγματικότητα» να είναι λογική.

Αυτό που λέω, εδώ, είναι ότι η υπόθεση της κουλτούρας της πραγματικής φτώχειας, εν μέρει, πολλαπλασιάστηκε μιντιακά∙ και ως προς το περιεχόμενό της και ως προς την επίδρασή της στο συλλογικό φαντασιακό που, τέλος, πήρε τη μορφή μιας «νέας κανονικότητας», μιας ειμαρμένης στις αποκρυσταλλώσεις της κοινής γνώμης.

Λειτούργησε, δηλαδή, σαν μια θεοδικία που «απέδειξε» ότι στις κοινωνικές διεργασίες, στο σπίτι, στο σχολείο, στην εργασία, στην αγορά, στη χώρα, στην Ε.Ε., στην παγκόσμια τάξη δεν υπάρχει κάτι στραβό ή κάποια αδικία∙ ή ότι τα πάθη των φτωχών και των ανοικοκύρευτων οφείλονται στην εμπλοκή του αίματός τους στο προπατορικό αμάρτημα. Αυτή η κυρίαρχη ιδέα συσκοτίζει μερικά σημαντικά.

Πρώτον, συσκοτίζει το γεγονός της τεράστιας οικονομικής ανισότητας του 21ου αιώνα (ξαναδιαβάστε τον Τομάς Πικετί), την οποία καλείται να χειριστεί ένα οικονομικοπολιτικό σύστημα που δεν έχει εξελιχθεί από τον 18ο και τον 19ο αιώνα.

Δεύτερον, συσκοτίζει το αίτημα της καλής διακυβέρνησης. Πολιτική που δεν κάνει τη δουλειά, που δεν είναι πειστική, ανθρώπινη, δίκαιη, εκτός από την επιδείνωση της δικής της εικόνας, προκαλεί επιδείνωση της κοινωνίας μετατρέποντας την ανημπόρια και την ανισότητα σε κοινωνική παγίδα.

Τρίτον, στην Ελλάδα και την Ευρώπη, παραγκώνισε το ζήτημα της δημοκρατίας. Κανείς δεν θέλει μια δημοκρατία εξαρτημένη, ακρωτηριασμένη. Αν και αυτό είναι μια μεγαλύτερη κουβέντα που θα έπρεπε να βρίσκεται ψηλά στην ατζέντα της Κεντροαριστεράς ή της σοσιαλδημοκρατίας, η εξουσία των πολιτών περιορίστηκε στη δυνατότητα να διώχνουν μια κυβέρνηση που δεν αρέσει και να την αντικαθιστούν με μιαν άλλη που ίσως να αρέσει καλύτερα.

Και αυτό με τη σειρά του, συσκοτίζει το ότι οι μεγάλες αποφάσεις λαμβάνονται σε άλλες σφαίρες που όλοι γνωρίζουν: ισχυρές ομάδες (G-8, G-20 κ.λπ.), διεθνείς οργανισμοί, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Παγκόσμια Τράπεζα, Παγκόσμια Οργάνωση Εμπορίου, ΟΟΣΑ, διευθυντήριο Βρυξελλών, μεγάλες τράπεζες, λόμπι μεγάλων εταιρειών κ.ά.

Κανείς από αυτούς τους οργανισμούς δεν είναι δημοκρατικός. Ομως, η συζήτηση γίνεται για το αν οι παρεμβάσεις τους ή οι προβλέψεις τους είναι σωστές ή εσφαλμένες.

Το επιμύθιο. Η καλύτερη μιντιακή στήριξη δεν μπορεί να υποκαταστήσει ελλείπουσες πολιτικές ούτε να παίξει ρόλο πολιτικής, παρά το γεγονός ότι οι πολιτικές της φτώχειας πέτυχαν χάρη στις επικοινωνιακές τεχνικές και στη διαπλοκή μιντιακού και πολιτικού συστήματος – που απ' όλους πρώτα σπεύδουν να αποκαθάρουν τον εαυτό τους και να διασωθούν.

Η κατάσταση αυτή γίνεται διπλά επικίνδυνη γιατί ξεχνά ότι η είδηση δεν είναι λυσάριο που υπαγορεύει επιλογές, ερμηνείες του βίου και τη μοίρα του κάθε λαού.

Στο μέτρο, μάλιστα, που η ειδησεογραφία της φτώχειας ηθικοποίησε το «δίκαιο του πιστωτή» –που ιστορικά απεργαζόταν την αδυναμία πληρωμής του «δεμένου» οφειλέτη– δείχνει να λατρεύει την απελπισία και να την προκαλεί, βάζοντας ομάδες και λαούς τον έναν απέναντι στον άλλο.

Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 17/2/2017.

Ποσοστά πτωχείας, δυσαρέσκειας, φόβου

Τα τετελεσμένα της εκλογής Τραμπ, το Brexit, το δημοψήφισμα στην Ιταλία και η ενίσχυση των ευρωσκεπτικιστών των Πέντε Αστέρων, ο διχασμός της Αυστρίας με την Ακροδεξιά ante portas, οι επικείμενες εκλογές στη Γαλλία (Μάιος), στη Γερμανία (Σεπτέμβριος) έχουν ανοίξει την ατζέντα και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.

Το θέμα είναι η ποιότητα και το σθένος της δημοκρατίας, η αναβίωση του ακροδεξιού εξτρεμισμού και του εθνικισμού∙ η ανάκαμψη των ιδεών του αποκλεισμού και του ρατσιστικού μίσους.

Οι περισσότεροι αναλυτές, ήδη κεχηνότες από το Brexit και τα πρώτα δείγματα της προεδρικής (υπο)γραφής στις ΗΠΑ, μάλλον αυτοπαρηγορούνται. Εκφράζουν αμφιβολίες για το εάν και κατά πόσο θα μπορούσαν να αγγίξουν την εξουσία, λ.χ., το Εθνικό Μέτωπο της Μαρίν Λεπέν ή το εθνικιστικό λαϊκιστικό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD). Παραβλέπουν ότι ιδέες και συναισθήματα που τροφοδότησαν το φαινόμενο Τραμπ ή το Brexit είναι παρόντα στη Γαλλία και τη Γερμανία - στον ίδιο ή και σε μεγαλύτερο βαθμό.

Η παγκόσμια έρευνα που πραγματοποιήθηκε μεταξύ Οκτωβρίου και Νοεμβρίου του 2016 σε 23 χώρες και δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 2017 δείχνει ότι έξι στους δέκα ερωτηθέντες υποστηρίζουν πως η κοινωνία τους είναι κατακερματισμένη∙ ότι οκτώ στους δέκα, κατά μέσο όρο, έχουν ελάχιστη εμπιστοσύνη στα πολιτικά κόμματα (Γερμανία 80%, Γαλλία 83%)∙ ότι ένας στους τρεις υποστηρίζει πως η χώρα του θα ήταν ισχυρότερη εάν σταματούσε η μετανάστευση (https://www.ipsos-mori.com/Assets/Docs/Polls/ipsos-global-advisor-power-...).

Για τoν πυρήνα της Ευρώπης, η ίδια έρευνα δείχνει ότι η δυσαρέσκεια στην πολιτική είναι στενά συσχετισμένη με αισθήματα νατιβισμού. Τι είναι ο νατιβισμός; Θα μπορούσαμε να τον πούμε και «αυτοχθονισμό» ή «εθνοκεντρισμό».

Ομως, ο Κας Μούντε, ένας βαθύς μελετητής του πολιτικού εξτρεμισμού στις δυτικές δημοκρατίες, τον ορίζει σαφέστερα: «ιδεολογία που υποστηρίζει ότι τα κράτη θα έπρεπε να κατοικούνται αποκλειστικά από μέλη της αυτόχθονης ομάδας (του "έθνους") και ότι τα μη αυτόχθονα στοιχεία (άτομα και ιδέες) απειλούν θεμελιωδώς την ομοιογένεια του έθνους-κράτους».

Στην έρευνα, εκτός από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Βρετανία, από την πλευρά της ηπειρωτικής Ευρώπης, μετείχαν Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία, Σουηδία, Βέλγιο, Ουγγαρία, Σερβία (λείπει η Ελλάδα). Στις 23 χώρες κατά μέσο όρο, οκτώ στους δέκα (81%) δεν έχουν εμπιστοσύνη στα πολιτικά κόμματα (η πλειοψηφία σε κάθε χώρα) και το 71% δεν έχουν εμπιστοσύνη στην κυβέρνησή τους - με την Ευρώπη πάνω από τον μέσο όρο (στη Γερμανία 70%, στη Γαλλία 77%, στην Ιταλία 80% και στην Ισπανία 89%).

Δύο στους τρεις (68%) δεν έχουν εμπιστοσύνη στα μέσα μαζικής ενημέρωσης (στη Γερμανία το ποσοστό είναι 70%, στη Γαλλία 68%, στην Ιταλία 73%, στην Ισπανία 78%). Το 61%, κατά μέσο όρο, δεν έχουν εμπιστοσύνη στις μεγάλες εταιρείες και το 59% δεν έχουν εμπιστοσύνη στις τράπεζες. Κατά μέσο όρο, έξι στους δέκα (59%) δεν έχουν εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη. Περίπου το 52% δεν εμπιστεύονται τους διεθνείς οργανισμούς - με την Ευρώπη να ξεπερνά τον μέσο όρο (Γερμανία 59%, Γαλλία 65%, Ιταλία 64%, Ισπανία 77%, Βέλγιο 63%).

Η έρευνα -μεταξύ άλλων- δείχνει πόσο ελκυστική είναι η ρητορική τύπου Τραμπ στους παραμελημένους λαούς. Συγκεκριμένα, κατά μέσο όρο, το 63% θα ήθελαν να ψηφίσουν κάποιο κόμμα ή έναν ηγέτη που «να είναι ενάντια στις ελίτ και να νοιάζεται για τους απλούς ανθρώπους», ή κάποιον που να θέλει να ανατρέψει ριζικά το σύστημα.

Ωστόσο, πολλές λεγόμενες «πλουραλιστικές» θέσεις είναι εξίσου δημοφιλείς. Το 67% λένε ότι θα ήταν πιθανό να ψηφίσουν κόμμα ή ηγέτη που να ακούει τις εναλλακτικές απόψεις, το 56% κάποιον που να είναι διατεθειμένος να κάνει συμβιβασμούς και το 52% κάποιον που να στηρίξει τα δικαιώματα των μειονοτήτων.

Σίγουρα θα είχε ενδιαφέρον να βλέπαμε τις αντίστοιχες στάσεις στην Ελλάδα που, ως υπόδειγμα γονατισμένης χώρας, δονείται στον ίδιο παγκόσμιο ρυθμό. Πάντως, εξαιρώντας το -μάλλον κενόδοξο- ευρωπαϊκό άβαταρ περί «πλουραλισμού», τα ευρήματα αποκαλύπτουν την ανησυχητική έλλειψη εμπιστοσύνης στο παραδοσιακό πολιτικό σύστημα, αλλά και σε βασικούς θεσμούς, όπως κόμματα, μέσα ενημέρωσης, τράπεζες, διεθνείς οργανισμοί, πολυεθνικές κ.ά.

Ορθώνονται αναχώματα στην γκρίζα, δυσοίωνη πλευρά του κόσμου; Σίγουρα όχι από τον στενό χώρο της οικονομικής θεώρησης και της τεχνοκρατίας τύπου ΔΝΤ. Μάλλον, αν εντάξουμε στα επιχειρήματά μας τα ελλείποντα: δημοκρατία, εντιμότητα, ανθρωπιά. Και το άλλο:

Μπορεί η Ευρώπη να αλλάξει το υπόδειγμα; Μπορεί να αναθεωρήσει ρουτίνες και αποκρυσταλλώσεις για την παγκοσμιοποίηση, την οικονομία, την πολιτική ή και τη βία; Εάν ναι, θα εννοούσαμε πως ο κόσμος ανήκει σε όλους∙ ότι «του ανθρώπου ήτο η γη και το πλήρωμα αυτής». Αλλά ποιος ωφελείται από το διεθνές blame game;

Ποιοι αντιστέκονται στο όραμα ενός κόσμου ειρήνης, ασφάλειας, δικαιοσύνης και ευημερίας; Οσοι κερδίζουν από τον κόσμο της αδικίας, της βίας, των συγκρούσεων και της καχυποψίας. Σκεφτείτε το ξανά: οι Τραμπ στα τιμόνια των κρατών.

Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 10/2/2017. 

Μέρες που μας τρομάζουν - Οικονομία ή πολιτική;

Τις τελευταίες μέρες το πολιτικό κλίμα μόνον απαντήσεις δεν δίνει στην υπαρξιακή κρίση που βιώνουν η κοινωνία, η οικονομία αλλά και η ίδια η πολιτική.

Και ενώ τα πράγματα κινούνται μεταξύ αισιοδοξίας και απαισιοδοξίας ως προς την έκβαση της αξιολόγησης, στο εσωτερικό επιχειρείται ξανά όξυνση του δημόσιου διαλόγου – αν υποθέσουμε ότι γίνεται διάλογος.

Ομως, τα θέματα που συζητούνται –κυρίως όσα δεν συζητούνται– προμηνύουν διεθνοεγχώριες ταλαιπωρίες.

Θα μπορέσει η Ελλάδα; Εχει αποτραπεί οριστικά ο κίνδυνος κατάρρευσης της χώρας;

Η απάντηση στο πρώτο είναι, ναι, αλλά με προϋποθέσεις.

Η απάντηση στο δεύτερο είναι, όχι. Ομως, σε κάθε περίπτωση, αυτό που θα πρέπει να έχει κάποιος κατά νου είναι η διαφορετική ερμηνεία της επιτυχίας ή της αποτυχίας του προγράμματος της Ελλάδας στον εσωτερικό διάλογο, και η διαφορετική ερμηνεία, και για άλλους λόγους, μιας πιθανολογούμενης ανάκαμψης ή ενός Grexit στην ευρωπαϊκή και διεθνή σκηνή.

Η Ελλάδα δεν είναι μόνη, δεν είναι απομονωμένη και δεν είναι νησί.

Το Brexit, λόγου χάρη, δυσκολεύει την πρώην αυτοκρατορία να αποδείξει πως είναι νησί.

Ποια είναι τα πολιτικά πράγματα που τρομάζουν;

Πρώτον, ότι η Ελλάδα κινείται στο πλαίσιο μιας Ευρώπης που δεν αντιδρά άμεσα και αποφασιστικά στα ζητήματα που άπτονται των δυνατοτήτων της – ας πούμε, στα δημόσια οικονομικά των χωρών-μελών της.

Εδώ, η οικονομία υποτάσσεται στην κοντόφθαλμη πολιτική.

Δεύτερον, ότι η Ευρώπη αδιαφορεί για τα κύματα του πολιτικού εθνικισμού, επειδή έχει υποτάξει την πολιτική στην οικονομία.

Ετσι, από την ακροδεξιά Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία μέχρι το λαϊκιστικό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), ο εθνικισμός, η μισαλλοδοξία και οι πολιτικές των ταυτοτήτων δρέπουν καρπούς με μεταλλάξεις της ακροδεξιάς και αντιευρωπαϊκής ρητορικής, άλλοτε κατά της πολυφωνίας και της Ε.Ε., άλλοτε κατά του πολιτικού φιλελευθερισμού, κατά της παγκοσμιοποίησης και –κυρίως– κατά των «άλλων» αδύναμων μεταναστών και προσφύγων.

Η Ευρώπη υπέστη πλήγμα από το Brexit και η εκλογή του Τραμπ στο τιμόνι των ΗΠΑ προκαλεί ήδη πολιτικοοικονομικούς παγκόσμιους τριγμούς και αβεβαιότητες.

Κι όμως, η ερμηνεία όλων αυτών των μεταβολών διατυπώθηκε, ξανά, στη γλώσσα της οικονομίας από τη mainstream πολιτική.

Οτι, δηλαδή, η παγκοσμιοποίηση άφησε τους περισσότερους εκτός, στη φτώχεια∙ ότι η υποτονική ανάκαμψη από το 2008 έχει κάνει τους ανθρώπους να πιστεύουν ότι η ζωή για τα παιδιά και τα εγγόνια τους θα είναι, για πρώτη φορά μεταξύ των γενεών, ουσιαστικά χειρότερη από ό,τι είναι σήμερα∙ ότι ο πλούτος συγκεντρώνεται στο κορυφαίο 1% της κοινωνίας και ότι οι μεσαίες τάξεις φτωχοποιούνται κ.λπ. κ.λπ.

Ομως τι γινόταν το 2010; Οι πολιτικοί της Ευρώπης έδειξαν προς στιγμήν τρομαγμένοι από την υποταγή της πολιτικής στα στενά οικονομικά συμφέροντα.

Πανικοβλήθηκαν από τη διάχυση των αμερικανικών τοξικών ομολόγων στο ευρωπαϊκό σύστημα.

Πρώτη απ' όλους η καγκελάριος Μέρκελ και, από κοντά, η τότε ομάδα που συγκροτούσε τον πυρήνα της Ευρώπης, ο Νικολά Σαρκοζί, ο Χέρμαν βαν Ρομπάι, ο αμίμητος Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο (νυν υπάλληλος της αμερικανικής τράπεζας επενδύσεων Goldman Sachs), από κοντά και ο πρωθυπουργός «των διεφθαρμένων» Γιώργος Παπανδρέου κ.ά., κατηγορούσαν τις αγορές, τα hedge funds, τους κερδοσκόπους, τους «άρπαγες και τους τιμωρούς των κρατικών ομολόγων».

Ο Αντερς Μποργκ (υπουργός Οικονομικών της Σουηδίας) ήθελε να οδηγηθεί στην πυρά ο «αγγλοσαξονικός καπιταλισμός των αγορών» και ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ μιλούσε «για οργανωμένη παγκόσμια επίθεση κατά του ευρώ».

Κανείς τους τότε δεν είχε παραδεχθεί ότι το ευρώ –για να χρησιμοποιήσω μόνο μια φράση του Κρούγκμαν– ήταν ένας ζουρλομανδύας.

Αλλά το χειρότερο ήταν ότι δεν το παραδέχθηκαν ποτέ.

Αντιμετώπισαν με μονομέρεια την κρίση οικονομικά, ενώ η αρχιτεκτονική της Ενωσης αλλά και οι αδυναμίες του ευρώ ήταν πολιτικές.

Γιατί φτάσαμε σε μέρες που τρομάζουν; Γιατί οι ελληνικές κυβερνήσεις επιδόθηκαν σε σενάρια «success story» και σε λατρείες κενών κρανίων –όπου οι μυημένοι μαζεύονταν και καταριούνταν τα μνημόνια που οι ίδιοι ψήφισαν– πράττοντας, πέραν τούτου, ουδέν.

Γιατί η ευρωπαϊκή αμφιθυμία μεταξύ πολιτικής και οικονομίας εδραίωσε την πεποίθηση ότι οι ελίτ αποκρύπτουν την πραγματικότητα στους ψηφοφόρους τους.

Για την Ελλάδα, ιδιοτελώς πώς, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί διά των εκπροσώπων των κρατών-μελών, ασπάστηκαν τον ντετερμινισμό της προτεσταντικής ηθικής, ότι οι Ελληνες δεν διαθέτουν το είδος των πόρων, τα στοιχεία της κουλτούρας ή τα εργαλεία που θα τους οδηγήσουν στην ευημερία.

Σύμφωνα με το «δόγμα Σόιμπλε», οι Ελληνες ακολούθησαν εσφαλμένες πολιτικές και στρατηγικές και, άρα, τιμωρούνται.

Ωστόσο, μελετώντας την πολιτική της Ευρώπης από το 2010 έως τις σημερινές εξελίξεις –που κανείς δεν προέβλεψε, κυρίως η Αριστερά–, μπορεί να συμπεράνει το εξής: δεν ήταν η διάσταση μεταξύ πολιτικής και οικονομίας αλλά ένα ολόκληρο σύμπλοκο μετανεωτερικής πολιτικής οικονομίας που, πέραν της ρητορικής καταδίκης των ανεξέλεγκτων αγορών, όχι μόνο δεν έκανε κάτι, αλλά επέλεξε την τιμωρία των «Συβαριτών του ένοχου και εθελόδουλου Νότου», αποδιαρθρώνοντας οικονομίες, δημιουργώντας κοινωνικά ερείπια, απολιτική οργή, ενισχύοντας ευρωσκεπτικισμούς, καχυποψίες, εθνικισμούς αλλά και τον φασισμό – δηλαδή, ό,τι είχε συμβεί στον Μεσοπόλεμο που οδήγησε στον Β' Παγκόσμιο.

Και όλα αυτά, σε μια ενεργό παγκόσμια καμπή, όπου –ιστορικά, πολιτισμικά, γεωπολιτικά– η Ευρώπη θα όφειλε να επιλέξει τα εντελώς αντίθετα, για πάνω από επτά δισεκατομμύρια λόγους.

Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 3/2/2017.

Οι άνθρωποι που έβλεπαν τα τρένα να περνούν

Στα πρώτα χρόνια της Επανάστασης των Μπολσεβίκων στη Ρωσία, καταργήθηκαν οι διαφορές πρώτης, δεύτερης και τρίτης θέσης στα τρένα, χωρίς όμως να αλλάξουν τα τρένα. Το αποτέλεσμα ήταν κάποια στιγμή να αρχίσουν να δρομολογούνται για τις νέες ηγετικές ομάδες διαφορετικές αμαξοστοιχίες, γρήγορες και άνετες. Τα παλιά, εξισωτικά και εξισωμένα, αργά τρένα έμειναν για όλους τους υπόλοιπους. Συμπέρασμα; Ο εξισωτισμός είναι διαφορετική πολιτική από τη μείωση των ανισοτήτων, η οποία δεν μπορεί να γίνει χωρίς μια πολιτική εκσυγχρονισμού και ανάπτυξης.

Η πρόταση του ΙΕΠ για τις αλλαγές στο Λύκειο και την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, θα έλεγε κανείς ότι κινείται στο πνεύμα των προτάσεων του Εθνικού και Κοινωνικού Διαλόγου για την Παιδεία (https://chronos.fairead.net/liakos-porismata-2). Ωστόσο, τα επί μέρους ανατρέπουν αυτή τη διαπίστωση και, δυστυχώς, καθιστούν την πρόταση προβληματική. Οι συμβιβασμοί που επιχειρεί το Υπουργείο δεν βελτιώνουν τις μεταρρυθμίσεις. Μειώνουν τη δυναμική τους και αποδιαρθρώνουν τη λογική τους. Ιδιαίτερα οι πιέσεις των συνδικαλιστών και ορισμένων κομματικών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, όσες καλές προθέσεις και να τους αποδώσει κανείς, οδηγούν στις ράγες των παλιών τρένων.

Ο Εθνικός και Κοινωνικός Διάλογος ανέδειξε σε μείζον πρόβλημα την εδώ και δεκαετίες ακύρωση του Λυκείου, την τυχαία και με έλλειψη κάθε λογικής εισαγωγή στο πανεπιστήμιο και τις δραματικές συνέπειες της υποβάθμισης της επαγγελματικής και τεχνολογικής εκπαίδευσης. Συνέπειες που μοιράζονται και στους δύο τύπους Λυκείου. Έστρεψε επομένως την προσοχή του αφενός στον μετασχηματισμό και στην άνοδο του επιπέδου του Λυκείου και αφετέρου στη σύνδεση της εισαγωγής στο πανεπιστήμιο με μια λογική κατανομή των φοιτητών σε ΑΕΙ και ΤΕΙ, αναλόγως των ικανοτήτων και των ενδιαφερόντων τους. Αποτέλεσμα των συζητήσεων ήταν η πρόταση για την αναδιοργάνωση της δομής της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην κατεύθυνση του «4+2», δηλαδή σε ένα τετραετές Γυμνάσιο, όπου θα ολοκληρωνόταν η εγκύκλιος παιδεία, και σε ένα διετές Λύκειο, τόσο Γενικό, όσο και Επαγγελματικό-Τεχνολογικό.

Η παρούσα πρόταση του ΙΕΠ πράγματι επικεντρώνεται στις δύο τελευταίες τάξεις, πράγματι μειώνει ριζικά τον αριθμό των μαθημάτων και τα συγκεντρώνει σε λίγες μαθησιακές ενότητες, πράγματι εισάγει τη δοκιμιακή εργασία και τις δημιουργικές δραστηριότητες, πράγματι καθιερώνει το εθνικό απολυτήριο, από το οποίο εξαρτά την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο. Ωστόσο, μέσα σε μια λογική συμβιβασμών, αποδυναμώνει την πρόταση, την καθιστά προβληματική στην εφαρμογή της, δημιουργεί ανασφάλεια ως προς την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο, κινδυνεύει ακόμη να αποδυναμώσει και τη μορφωτική και εκπαιδευτική αποστολή του Λυκείου – συνεχίζοντας ακριβώς, με άλλη μορφή, τη σημερινή διάλυση.

Πριν προχωρήσω στην ανάλυση να επισημάνω ότι υπάρχουν δυο σχέδια του ΙΕΠ. Το ένα δημοσιεύτηκε στην Αυγή (17.1.17) και το άλλο στάλθηκε στα μέλη της Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής. Παραδόξως, το δεύτερο είναι περισσότερο φειδωλό στις πληροφορίες που δίνει για τις προθέσεις του Υπουργείου, από ότι εκείνο της Αυγής (που υπαγορεύτηκε επίσης από το Υπουργείο). Το αντίθετο θα ανέμενε κανείς. Φαίνεται ότι ακόμη τα πράγματα είναι ρευστά, μετά τις πληροφορίες για πιέσεις ακόμα μεγαλύτερης ρευστοποίησης της πρότασης (Εφ. Συν., 20.1.17).

1. Η κατανομή των σχολικών τάξεων σε βαθμίδες της εκπαίδευσης υπηρετεί μια λογική, μια φιλοσοφία για τον χαρακτήρα της εκπαίδευσης σε κάθε ηλικιακή βαθμίδα. Η πρώτη τάξη Λυκείου στην πρόταση του Διαλόγου γινόταν η τέταρτη του Γυμνασίου, προκειμένου να ξεδιπλωθεί ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα εγκύκλιας παιδείας, διευρύνοντας την υποχρεωτική εκπαίδευση. Στη νέα πρόταση μένει εντελώς ξεκρέμαστη (και είναι παράδοξο να ολοκληρώνεται η υποχρεωτική εκπαίδευση στο μέσο μιας εκπαιδευτικής βαθμίδας). Η εκπεφρασμένη «διακομματική» αντίθεση των συνδικαλιστών στο διετές Λύκειο, κρατάει όμηρο μια ολόκληρη σχολική χρονιά και δεν της επιτρέπει να ενταχθεί στον οργανικό σχεδιασμό του Γυμνασίου.

Το παράξενο είναι ότι η τάξη αυτή εντάσσεται, θεωρητικά, στην εντεκαετή υποχρεωτική εκπαίδευση, αλλά εγκλωβίζεται στον προθάλαμο του διετούς Λυκείου, αντί να συνδεθεί λειτουργικά με το τριετές Γυμνάσιο. (Η πρόταση του Διαλόγου ήταν δωδεκαετής υποχρεωτική εκπαίδευση: 2 χρόνια Νηπιαγωγείο + 6 Δημοτικό + 4 Γυμνάσιο.)

Με την πρόταση που είχε διαμορφωθεί στο πλαίσιο του Εθνικού Διαλόγου προβλεπόταν, παράλληλα με τη διεύρυνση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, και η ριζική αναμόρφωση του προγράμματος του Γυμνασίου, ώστε να ενταχθούν σε αυτό ο τεχνολογικός αλφαβητισμός, η οπτικοακουστική εκπαίδευση, η επιχειρηματικότητα και η πολιτειότητα, να αντιμετωπιστεί ο κατακερματισμός των γνωστικών αντικειμένων, να επιτευχθεί η εξοικείωση με τις τέχνες.

Μέσα από τον δρόμο αυτό θα υποστηρίζονταν οι έφηβοι απόφοιτοι του τετραετούς γυμνασίου, ώστε να γνωρίσουν τις κλίσεις και τις δεξιότητές τους, να αντιληφθούν καλύτερα τις επιθυμίες τους και, σε συνδυασμό με αληθινή υποστήριξη σε θέματα προσανατολισμού και αυτογνωσίας, να μπορέσουν να αποφασίσουν κατά πόσον θα ακολουθήσουν το Γενικό ή το Τεχνολογικό-Επαγγελματικό Λύκειο ή αν θα επιλέξουν κάποια τεχνική σχολή.

Θα μπορούσε μάλιστα να εξετάσει κανείς, εξαιτίας της ταχύτερης πλέον πολιτισμικής ωρίμανσης των παιδιών, να ενταχθεί και η τελευταία τάξη του δημοτικού σε ένα πενταετές γυμνάσιο που θα αποτελούσε έναν γερό κορμό παιδείας.

2. Καταλαβαίνω βέβαια ότι η πρόταση του Διαλόγου για τετραετές Γυμνάσιο και διετές Λύκειο απαιτεί προετοιμασία διοικητικής και κτηριακής αναδιοργάνωσης, επομένως θα χρειαζόταν μια μεταβατική περίοδος προσαρμογής. Αλλά αυτό σημαίνει ότι μεταβατικά η πρώτη λυκείου θα πρέπει να μπει στον εκπαιδευτικό προγραμματισμό του Γυμνασίου. Διαφορετικά λείπει ο προσανατολισμός, πράγμα που σημαίνει ότι η τάξη καθίσταται νεκρός χρόνος. Στην πρόταση του ΙΕΠ εξαφανίστηκε επίσης ο θεσμός του καθηγητή-συμβούλου, που θα συμβούλευε τα παιδιά, αναλόγως των κλίσεων και των ικανοτήτων τους, να κατευθυνθούν στο Γενικό ή στο Επαγγελματικό Λύκειο.

3. Είναι σε βάρος και του Γενικού Λυκείου και του Επαγγελματικού Λυκείου η χαλάρωση του Λυκείου (ακούστηκε το σύνθημα «όχι στο σκληρό και ελιτίστικο Λύκειο»). Η «μπουλουκοποίηση της εκπαίδευσης» είναι κοινωνική αδικία απέναντι στα παιδιά και στους δασκάλους που προσπαθούν, δεν σέβεται ούτε και ενθαρρύνει τη διαφοροποίηση σε πορείες ανάλογα με τα ενδιαφέροντα και τις ικανότητες των παιδιών στους δύο τύπους Λυκείου. Άλλωστε το Λύκειο που πρέπει να τελειώσουν όλοι, θέλουν δεν θέλουν, τους ενδιαφέρει ή όχι, δεν μπορεί παρά να είναι ένα σχολείο υποβαθμισμένο, που ο μόνος λόγος για να το παρακολουθήσεις είναι το απολυτήριο που θα σου δώσει – απόλυτη υποβάθμιση δηλαδή.

4. Στα Πορίσματα του Διαλόγου σχετικά με το διετές Λύκειο, υπήρχε η πρόταση για 2 υποχρεωτικά μαθήματα και 4 επιλεγόμενα, ένα από κάθε κύκλο, πράγμα που με την διαβάθμιση των μαθημάτων εξασφάλιζε μια ισορροπία ανάμεσα στη γενική και την ειδική μόρφωση. Διασφάλιζε ότι θα συνεχιζόταν η γενική καλλιέργεια των παιδιών και ότι αυτά δεν θα εγκλωβίζονταν στη μονομέρεια της μίας ή της άλλης κατεύθυνσης. Λ.χ. εξασφάλιζε ότι ο υποψήφιος γιατρός, στα δύο χρόνια του Λυκείου θα συνέχιζε να μελετάει Ιστορία, ενώ ο αυριανός δικηγόρος ή φιλόλογος θα συνέχιζε επί δύο χρόνια να καλλιεργεί τη μαθηματική του σκέψη. Στην πρόταση του ΙΕΠ, το πρόγραμμα διαφοροποιείται με μια κλιμάκωση από τη δεύτερη στην τρίτη λυκείου, συνεχίζοντας τη λογική του κατακερματισμού και ανοίγοντας παράθυρο στα φροντιστήρια, αφού η τρίτη λυκείου θα αναδειχθεί και πάλι στο πεδίο μάχης της Εισαγωγής, ακυρώνοντας τις προηγούμενες τάξεις.

5. Αν διατηρηθούν οι εισιτήριες εξετάσεις με τη μορφή που έχουν τώρα, δίπλα στη συμμετοχή του εθνικού απολυτηρίου, η μια μορφή αργά ή γρήγορα θα καταβροχθίσει την άλλη. Εκείνο που χρειάζεται και πρέπει να το πούμε δυνατά, καθαρά και κατηγορηματικά είναι η εγκυρότητα των εξετάσεων μέσα στο Λύκειο. Δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτό καμία μεταρρύθμιση.

6. Για την εγκυρότητα των εξετάσεων χρειάζεται ένα κοινό αποθετήριο, μία βιβλιοθήκη θεμάτων πάνω στα οποία θα εξετάζονται οι μαθητές, και όχι στο τι, πόσο και πώς διδάσκει κάθε καθηγητής. Το αποθετήριο αυτό πρέπει να είναι σωστά φτιαγμένο και σταθμισμένο, προσβάσιμο από όλους τους μαθητές, με τη δυνατότητα των καθηγητών και των καθηγητριών να το εμπλουτίζουν με θέματα. Η περιγραφική αξιολόγηση στις δύο τελευταίες τάξεις δεν έχει νόημα χωρίς τη στάθμιση των ικανοτήτων και τη μαθηματική τους απόδοση, ώστε το απολυτήριο να μπορεί να αποτελέσει πράγματι καθοδηγητικό μέσο εισόδου στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Η αρνητική εμπειρία της τράπεζας θεμάτων οφείλεται στον τρόπο κατασκευής και επιβολής της. Αυτός όμως δεν είναι λόγος για να απορριφθεί η ιδέα, αλλά για να κατασκευαστεί σωστά. Χωρίς μια βιβλιοθήκη θεμάτων δεν γίνονται σταθμισμένες εξετάσεις, και χωρίς σταθμισμένες εξετάσεις, αντίο στην εγκυρότητα του απολυτηρίου για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.

7. Είναι αδιανόητο να ισχύσει η σχέση 80/20 μεταξύ προφορικού και γραπτού βαθμού για να διαμορφωθεί ο τελικός βαθμός του εθνικού απολυτηρίου, όπως προβλέπει η πρόταση του ΙΕΠ. Προφανώς και πρέπει να συνυπολογίζεται η προφορική επίδοση, αλλά με τρόπο που δεν θα οδηγήσει τελικά στην πλήρη ακύρωσή της. Γιατί είναι απολύτως βέβαιο ότι με τη σχέση στο 80/20, δεν θα υπάρχει καθηγητής που δεν θα βάλει άριστα στους μαθητές του, ακυρώνοντας έτσι την προφορική αξιολόγηση. Παράλληλα, θα οργιάζουν οι φήμες περί εκμαυλισμού των εκπαιδευτικών και η πίεση που θα τους ασκείται από γονείς και μαθητές θα είναι αφόρητη. Οι απόφοιτοι του Λυκείου δεν μπορούν να μπαίνουν σε πανεπιστημιακές σχολές, αν αυτές δεν φτιαχτούν ορθολογικά. Δεν υπάρχει καμιά ένδειξη ότι οι πανεπιστημιακοί, λόγω και της αυτονομίας, θα συναινέσουν σε αυτό, και η εισαγωγή στις σχολές αντί σε τμήματα θα προκαλέσει περισσότερα προβλήματα από όσα θα λύσει. Αντίθετα, η πρόταση του Εθνικού Διαλόγου είναι κινητικότητα εντός του πανεπιστημίου, πρωτεύουσα και δευτερεύουσα ειδικότητα, κοινά πτυχία ανάμεσα σε ειδικότητες.

Εν κατακλείδι, είναι ευθύνη της Αριστεράς να αναβαθμίσει τη δημόσια εκπαίδευση και να αναδείξει τον κρίσιμο ρόλο του Λυκείου. Αν αυτό δεν γίνει τώρα, θα γίνει με όρους κοινωνικού δαρβινισμού αύριο. Εκείνο που η Αριστερά ωστόσο δεν δικαιούται, είναι να αφήσει τα παιδιά των δημόσιων σχολείων να στερούνται παιδείας, διότι επιλέγει να ικανοποιήσει όσους τρομάζουν στην ιδέα της αλλαγής που θα τους ξεβολέψει. Η «συναίνεση» είναι αναγκαία, αλλά συναίνεση ποιων; Σέβομαι τον συνδικαλισμό, συγκαταλέγομαι άλλωστε ανάμεσα στους μελετητές της ιστορίας του, αλλά σκοπός του συνδικαλισμού είναι να υπερασπίσει την αξιοπρέπεια των μελών του στις υλικές και τις ηθικές της διαστάσεις. Δεν είναι έργο του να χαράζει εκπαιδευτική πολιτική και να υπαγορεύει μεταρρυθμίσεις. Δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι. Προφανώς το έργο της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης είναι δύσκολο, προφανώς χρειάζονται ελιγμοί και δημιουργία ευρύτερων συναινέσεων, αλλά αυτές πρέπει να έχουν άξονα προπαντός την κοινωνία. Όχι τις κλειστές επαγγελματικές ή πολιτικές ομάδες. Η πειστικότητα ενός εγχειρήματος εξαρτάται από τη συνοχή και τη λειτουργικότητά του, και οι συμβιβασμοί δεν πρέπει να καταλήγουν στην αποδιοργάνωσή του.

Και, για να επιστρέψουμε στην ιστορία της αρχής, η εκπαίδευση –και προπαντός η δημόσια–, χρειάζεται καινούρια και γρήγορα τρένα για όλους και όχι τα εξισωμένα αργόσυρτα. Διαφορετικά, άλλοι θα επιβιβάζονται στα μεν και άλλοι στα δε, με αποτέλεσμα να μεγαλώνουν οι αποστάσεις που τους χωρίζουν από τον τελικό προορισμό τους. Όσοι μπορούν να πληρώσουν, θα επιλέγουν την ιδιωτική εκπαίδευση και κάθε χρονιά τα τμήματα του International Baccalaureate θα πολλαπλασιάζονται. Πώς αλλιώς να το πω; Η κοινωνικοποίηση της φτώχειας, με παγιωμένες κοινωνικές ανισότητες, όπως στην Ελλάδα σήμερα, αποβαίνει σε βάρος εκείνων που έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη. Τις αστοχίες της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης δεν θα τις πληρώσουν τα παιδιά του Κολλεγίου και των σχολείων των ελίτ, αλλά τα παιδιά των δημόσιων σχολείων και των λαϊκών τάξεων.

Δημοσιεύτηκε στο διαδικτυακό περιοδικό "Χρόνος" στις 22/1/2017.

Ζητείται Παγκόσμια Ατζέντα 2017 για τα Παιδιά

Από τη δεκαετία του 1990, με ένα σημείωμα ανάμεσα στην ελπίδα και την απόγνωση, θα πάμε στην Εκθεση της UniCef για τα παιδιά, για να δούμε κάτι που δεν θέλουμε να βλέπουμε: ότι η παιδική ηλικία δεν είναι οικουμενική∙ ότι η απώλειά της βρίσκεται κάτω από τη μύτη μας.

Πρώτα το σημείωμα. «Εναποθέτουμε σε εσάς τις ελπίδες μας... γιατί υποφέρουμε πάρα πολύ στην Αφρική και χρειαζόμαστε τη βοήθειά σας για να αντιμετωπίσουμε τη φτώχεια και για να σταματήσουμε τον πόλεμο. Αλλά αυτό που χρειαζόμαστε περισσότερο είναι η μόρφωση. Σας ζητάμε να μας βοηθήσετε να σπουδάσουμε για να γίνουμε και εμείς που ζούμε στην Αφρική σαν κι εσάς...

»Τέλος, σας ικετεύουμε να μας συγχωρήσετε πολύ που τολμήσαμε να γράψουμε αυτό το γράμμα... μην ξεχνάτε ότι σ' εσάς είναι που πρέπει να παραπονεθούμε για τη αδυναμία μας στην Αφρική».

Αυτά τα ορνιθοσκαλίσματα είχαν βρεθεί στο τσεπάκι του Φοντέ Τουρέ Κέιτα, που, μαζί με τον Αλασίν Κέιτα, είχε τρυπώσει από τη Γουινέα στην καταπακτή του συστήματος προσγείωσης του Μπόιγκ 747 της Σαμπένα για να πάει στο Βέλγιο.

Ενας υπάλληλος του αεροδρομίου των Βρυξελλών ανακάλυψε στο σύστημα προσγείωσης τα παγωμένα σώματα των δύο εφήβων, μαύρα και αδύναμα, κουλουριασμένα, άψυχα ... (Την είδηση είχε αποτυπώσει ο Ελβετός κοινωνιολόγος Ζαν Ζιγκλέρ στο βιβλίο του «Η ιδιωτικοποίηση του κόσμου και οι νέοι κοσμοκράτορες»). Τότε, λέγαμε πως ήταν από τα εκ γενετής εσταυρωμένα του κόσμου τούτου. Αλλά, δεν ήταν έτσι. Ηταν αυτό που είχε πει ο ιερός Αυγουστίνος τον 4ο αιώνα μ.Χ.

«Η φιλανθρωπία δεν μπορεί να είναι υποκατάστατο της δικαιοσύνης που ουδέποτε απονεμήθηκε». Το γεγονός, όμως, έδειχνε και κάτι άλλο: την αδύνατη στεγανοποίηση των χωρών που εξάγουν τη φτώχεια και την απελπισία.

Με τις συνεχιζόμενες, σήμερα, συγκρούσεις στο Ιράκ, τη Λιβύη, τη Συρία και την Υεμένη κ.α., ο κόσμος πληρώνει τη μέρα που -κακοξυπνημένος- ο Μπους ο νεότερος είδε σε έναν ζωολογικό κήπο μερικούς πιθήκους να μοιάζουν με τον Σαντάμ Χουσεΐν και σκέφτηκε, μαζί με τον Τόνι Μπλερ, να τους «εκδημοκρατίσει».

Αυτό είναι ένα μερίδιο της δυτικής ευθύνης τόσο για τους ανθρώπους της Μέσης Ανατολής όσο και για τους ανθρώπους της Δύσης. Οι πρώτοι ξεριζώνονται και οι δεύτεροι εισπράττουν την προσφυγιά, τη μετανάστευση και την τρομοκρατία - μαζί με τις διευρυνόμενες πλέον ανισότητες στο εσωτερικό των δυτικών χωρών.

Ναι, αλλά μαζί με τους πρόσφυγες μετακινούνται όλο και περισσότερο τα παιδιά. Ιδού μερικά από τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα, στο τέλος του 2016 ο ΟΗΕ για τα μετακινούμενα παιδιά (https://www.unicef.org/media/media_92725.html.).

Το 2015, πάνω από 100.000 ασυνόδευτα ανήλικα ζήτησαν άσυλο σε 78 χώρες - τριπλάσιος αριθμός σε σχέση με το 2014. Σήμερα, τα παιδιά αποτελούν δυσανάλογο και αυξανόμενο ποσοστό σε σχέση με εκείνους οι οποίοι έχουν αναζητήσει καταφύγιο έξω από τη χώρα γέννησής τους: αγγίζουν περίπου το ήμισυ του συνόλου των προσφύγων.

Το 2015, περίπου το 45% των παιδιών-προσφύγων υπό την προστασία της Υπατης Αρμοστείας προερχόταν από τη Συρία, το Ιράκ και το Αφγανιστάν. Επίσης, υπολογίζεται ότι 17 εκατομμύρια παιδιά βρίσκονται εκτοπισμένα στο εσωτερικό των χωρών τους -παιδιά που έχουν ανάγκη ανθρωπιστικής βοήθειας και πρόσβασης σε κρίσιμες υπηρεσίες σίτισης, υγείας, περίθαλψης, εκπαίδευσης.

Σε ολόκληρο τον κόσμο, σχεδόν 50 εκατομμύρια παιδιά έχουν ξεριζωθεί από τις εστίες τους. Τα 28 εκατομμύρια από αυτά διώχθηκαν αναγκαστικά εξαιτίας των συγκρούσεων - δεν έφυγαν με δική τους επιλογή, όπως έφυγαν το '90 τα δύστυχα αδέρφια Φοντέ Τουρέ και Αλασίν Κέιτα.

Ομως, αυτό που μένει ίδιο για τους Κέιτα του κόσμου τούτου είναι ότι τα περισσότερα παιδιά μεταναστεύουν με την ελπίδα να βρουν μια καλύτερη, μια ασφαλέστερη ζωή. Και τι βρίσκουν; Τραυματισμένα από τις συγκρούσεις και τη βία, αντιμετωπίζουν επιπλέον κινδύνους: υποσιτισμό, αφυδάτωση, εμπορία, απαγωγή, βιασμούς, ακόμη και θάνατο. Κινδυνεύουν να ξεβραστούν άψυχα στις ακτές της Αλικαρνασσού, όπως ο Αλαν Κούρντι, και στα θαλάσσια περάσματα της Μεσόγειου.

Στις χώρες που ταξιδεύουν ή και στον τελικό προορισμό τους, συχνά αντιμετωπίζουν ξενοφοβία, διακρίσεις και αποκλεισμό. Ομως, για τη Δύση, φαίνεται πως ο αποκλεισμός είναι η άλλη όψη της σωτηρίας - από τη σκοπιά ενός ολόκληρου συστήματος αξιών, που, ενώ δεν ήθελε μύγες στην κρεβατοκάμαρά του, ουδέποτε σταμάτησε να σκορπάει ζάχαρη, φιλανθρωπία και νουθεσίες.

Η Εκθεση της UniCef για τα παιδιά είναι όντως αφυπνιστική και λέει κάτι σημαντικό: όταν εξασφαλίζονται ασφαλείς και θεσμικοί δρόμοι, η μετανάστευση των παιδιών μπορεί να προσφέρει ευκαιρίες τόσο για τα παιδιά όσο και για τις χώρες υποδοχής τους. Αυτό, όμως, δεν είναι υπόθεση μόνον της Ελλάδας ούτε ήσυχων και καλών ανθρώπων που μαζεύουν γραμματόσημα, αλλά επιτακτικό αίτημα μιας Παγκόσμιας Ατζέντας του 2017 για τα Παιδιά.

Εως τώρα, ο πλούσιος κόσμος, με απόλυτη υποκρισία, διαλέγει τον πόλεμο και όχι την ειρήνη∙ τη φιλανθρωπία και όχι τη δικαιοσύνη. Και με τη φιλανθρωπία (συν τις ΜΚΟ να υποκαθιστούν ελλείπουσες πολιτικές) πετυχαίνει το απίθανο: με μία μόνο πράξη ταπεινώνει τον άλλο και ταυτόχρονα νιώθει ενάρετος, με καθαρή συνείδηση. Τα παιδιά, όμως, δεν σώζονται από το «αόρατο χέρι» που ποτέ δεν απλώνεται.

Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 27/1/2017.