ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Η Fondation Gabriel Péri (Ίδρυμα Gabriel Péri ) και ο Όμιλος «Δημοκρατία, Ελευθερία, Δικαιοσύνη» (εν Ελλάδι φίλοι της Fondation Gabriel Péri ), σας προσκαλούν σε εκδήλωση-συζήτηση την Πέμπτη 29 Ιουνίου 2017 με θέμα:
ΤΑ ΝΕΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ. ΤΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΓΑΛΛΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΡΟΣΦΑΤΟ ΕΚΛΟΓΙΚΟ ΚΥΚΛΟ ΣΕ ΕΥΡΩΠΑΙΚΕΣ ΧΩΡΕΣ
Η εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί την Πέμπτη 29 Ιουνίου στις 18 μ.μ στη αίθουσα της ΕΣΗΕΑ (3ος όροφος) , Ακαδημίας 20
Ομιλητές της εκδήλωσης είναι :
Μιχάλης Βακαλούλης, Καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Paris VIII
Κώστας Μελάς, Οικονομολόγος, Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Κώστας Βεργόπουλος: Πρόεδρος του προσωρινού Επιστημονικού Συμβουλίου του Ομίλου «Δημοκρατία, Ελευθερία, Δικαιοσύνη», Καθηγητής στο 8Ο Πανεπιστήμιο Παρισιού .
Την εκδήλωση παρουσιάζει ο Κωστής Μελαχρoινός, οικονομολόγος
Συντονιστής της συζήτησης Αλφόνσος Βιτάλης , Δημοσιογράφος/ Πολιτικός Επιστήμων
Το μεγάλο , με πανευρωπαϊκή και παγκόσμια εμβέλεια Γαλλικό Ίδρυμα , Fondation Gabriel Péri ,που άνοιξε από την Ελλάδα τον Φεβρουάριο του 2017 την μεγάλη συζήτηση για τον κρίσιμο κύκλο διαδοχικών εκλογικών αναμετρήσεων σε μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, πρωτίστως στη Γαλλία, (αλλά και σε Ολλανδία ,Γερμανία κ.α) και την επίδραση που αυτές θα έχουν , όχι μόνο στο πολιτικό σκηνικό , αλλά και στις οικονομίες της Ευρωζώνης, συνεχίζει αυτό τον κύκλο της συζήτησης με την αποτίμηση πολιτική, κοινωνική και οικονομική εν' όψει και των Γερμανικών Εκλογών.
Τα ερωτήματα που θα τεθούν στη συζήτηση , αλλά και οι παράμετροι που θα επιχειρηθεί να φωτιστούν , θα είναι καταλυτικά για την αποκωδικοποίηση και την κατανόηση της ροής των εξελίξεων εντός και εκτός Ελλάδας .
Στο πρώτο μέρος της συνέντευξης αναλύσαμε τους περιορισμούς που υπάρχουν στο πλαίσιο της ΕΕ να ασκηθεί αριστερή πολιτική. Ας δούμε τώρα την εσωτερική πολιτική σκηνή. Ποιο είναι το μέλλον της ελληνικής κεντροαριστεράς;
Δεν υπάρχουν επαρκώς τεκμηριωμένες συγκριτικές μελέτες που να μας επιτρέπουν να πιθανολογήσουμε αν το ΠΑΣΟΚ θα ανακάμψει ή όχι. Συνήθως τα κόμματα που χάνουν α) την πολύ ισχυρή θέση τους στο κομματικό σύστημα, β) το κεντρικό τμήμα του πυρήνα της εκλογικής τους βάσης και γ) συνδέεται η πτώση τους με την πτώση ενός καθεστώτος δεν ανακάμπτουν σημαντικά. Είτε εξαφανίζονται είτε επιβιώνουν σε ένα πολύ κατώτερο του παλαιού επίπεδο επιρροής. Αλλά αυτό προκύπτει από παραδείγματα κομμάτων που προέρχονται από άλλες κομματικές οικογένειες, όχι από την σοσιαλδημοκρατική. Μόνο ένα σοσιαλιστικό κόμμα εξαφανίστηκε από τον χάρτη, το ιταλικό την περίοδο Κράξι. Με μια περίπτωση δεν μπορείς να έχεις θεωρία. Ωστόσο, το ότι σήμερα, εκτός της κατάρρευσης του ΠΑΣΟΚ, κινδυνεύουν ιστορικά κόμματα, όπως το Εργατικό στην Ολλανδία και το Σοσιαλιστικό στην Γαλλία, αποτελεί ισχυρή ένδειξη ότι μια σημαντική, ριζική ανάκαμψη του παλαιού Πασοκικού χώρου θα είναι δύσκολη.
Η Κεντροαριστερά δεν έχει πεθάνει
Πώς βλέπεις τις πολλές διεργασίες στο χώρο;
Η στρατηγική του ΠΑΣΟΚ υπό την κ. Γεννηματά, θα μπορούσε να συνοψιστεί ως εξής: «κυριαρχία εντός της Κεντροαριστεράς δια της ισχύος». Η αδυναμία που επιδεικνύει το Ποτάμι και η αμηχανία του εκτός σημερινού ΠΑΣΟΚ στελεχικού δυναμικού της κεντροαριστεράς ενισχύει αυτή τη στρατηγική. Από τη σκοπιά του στενού κομματικού και εκλογικού συμφέροντος του υπάρχοντος ΠΑΣΟΚ δεν είναι εσφαλμένη ως στρατηγική. Ούτε έχει αποτύχει ακόμη, αν και υπέστη πλήγμα με τις τελευταίες εξελίξεις στην Κεντρική Επιτροπή. Εμπεριέχει όμως ένα κρίσιμο μειονέκτημα: στηρίζεται στην ενεργοποίηση των παλαιών δομών, ιδιαίτερα των υπολειμμάτων δομών και στελεχών στην Τοπική Αυτοδιοίκηση και στο συνδικαλισμό. Αν η ηγεσία Γεννηματά επιτύχει, το ΠΑΣΟΚ, μέσω της Δημοκρατικής Συμπαράταξης, θα κυριαρχήσει εντός της κεντροαριστεράς – και σε ευνοϊκές συνθήκες θα μπορούσε να έλξει τμήμα από τους απογοητευμένους από την πολιτική ΣΥΡΙΖΑ. Θα ήταν, όμως, ένα ΠΑΣΟΚ ποιοτικά πολύ χειρότερο από το παλαιό, διότι θα έτεινε να συγκεντρώσει στο εσωτερικό του ό,τι πιο συντηρητικό διέθετε από τον παλαιό του χώρο. Τα πιο εκσυγχρονιστικά και πιο μοντέρνα στελέχη, όσα είχαν πιο συνεκτική αντίληψη και είχαν συμμετάσχει λιγότερο, ή είχαν εκτεθεί λιγότερο, σ' αυτό το τρομερό αλισβερίσι που εκπροσώπησε το ΠΑΣΟΚ, είτε ιδιωτεύουν είτε έχουν διασπαρεί στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Οι δυνάμει φορείς φρεσκάδας βρίσκονται στην πλειοψηφία τους εκτός της Δημοκρατικής Συμπαράταξης. Τα δε μοντέρνα λαϊκά στρώματα έφυγαν προς τον ΣΥΡΙΖΑ και δεν θα έλκονταν από ένα τέτοιο ΠΑΣΟΚ. Είτε θα παραμείνουν, διατηρώντας αποστάσεις, κοντά σε συριζαίϊκα δίκτυα, είτε θα διερευνήσουν άλλες επιλογές είτε θα προτιμήσουν την πλήρη ιδιώτευση. Η στρατηγική Γεννηματά, εάν επιτύχει, διασώζει το σύστημα «ΠΑΣΟΚ» αλλά περιορίζει την δυναμική επανεπέκτασης της κεντροαριστεράς.
Η απλή αναλογική, δεν θα λειτουργήσει, δεν θα επηρεάσει τις εξελίξεις;
Αυτό που μπορώ να πω αυτή τη στιγμή είναι ότι η Κεντροαριστερά στην Ελλάδα, με δεδομένη την κρίση ταυτότητας του ΣΥΡΙΖΑ, δεν έχει πεθάνει. Η ευκαιρία επιστροφής της στο παιγνίδι συνδέεται με τις αδυναμίες του ΣΥΡΙΖΑ και με την καλή ποιότητα ενός τμήματος του σκόρπιου στελεχικού της δυναμικού. Δεν είναι πια τόσο δυσμενείς οι συνθήκες για την Κεντροαριστερά, δυσμενέστατη είναι η εσωτερική της συνθήκη. Επίσης, λείπει η σημαντική προσωπικότητα. Όταν οι «δομές» και οι ταυτίσεις υποχωρούν, ο ρόλος των πολιτικών ηγετών ενισχύεται. Να σημειώσω ότι ακόμη κι αυτή τη στιγμή, παρά τη φθορά της, στον χώρο της ευρείας Αριστεράς και Κεντροαριστεράς μια προσωπικότητα κυριαρχεί και λέγεται Αλέξης Τσίπρας. Τελεία. Είτε τον αγαπάς είτε τον μισείς είτε αμφιβάλλεις είναι η κεντρική φιγούρα πολιτικής αναφοράς σε αυτό τον ευρύ χώρο. Θα επιμείνω, ωστόσο, στο κεντρικό: δεν υπάρχουν επαρκώς τεκμηριωμένες μελέτες που να μας επιτρέπουν να πιθανολογήσουμε με σοβαρότητα αν η κεντροαριστερά θα ανακάμψει σημαντικά ή όχι. Και η αυτοκτονία και η θετική έκπληξη εμπεριέχονται ως δυνατότητες στη νέα κατάσταση.
Η ηγεσία Μητσοτάκη δημιούργησε πολλές ελπίδες στο χώρο αυτό και γενικότερα στο λεγόμενο εκσυγχρονιστικό χώρο. Ωστόσο, η νέα ηγεσία φάνηκε κατώτερη των περιστάσεων. Φυσικά, δεν έχει παρουσιάσει ακόμη το πρόγραμμά της. Το κάνει συνειδητά, επικοινωνιακά δεν είναι εσφαλμένη ιδέα, διότι θέλει να διατηρήσει το πλεονέκτημα της έκπληξης πριν τις εκλογές, εφόσον τώρα έχει έτσι και αλλιώς προβάδισμα στις δημοσκοπήσεις. Όμως, το διπλό μήνυμα που εκπέμπει αυτή τη στιγμή πάσχει. Στο πολιτικό του σκέλος, με το «είστε ψεύτες», ποντάρει στην απώλεια του ηθικού πλεονεκτήματος του ΣΥΡΙΖΑ. Το μήνυμα είναι αβαθές, ο κόσμος στον οποίο απευθύνεται η ΝΔ έχει πιο σύνθετες προσλαμβάνουσες από την απλοϊκή αυτή τακτική ή από την εξίσου απλοϊκή «εκλογές εδώ και τώρα». Διερωτώμαι αν πλήρωσαν συμβούλους για να καταλήξουν σε αυτά τα συνθήματα. Στο οικονομικό του σκέλος, το μήνυμα είναι εξίσου αβαθές. Αυτό που προτείνει η ΝΔ είναι μείωση των κρατικών δαπανών, με στόχο η εξοικονόμηση να μετατραπεί σε μείωση φόρων, η οποία θα διευκολύνει την οικονομική ανάκαμψη. Προφανώς γίνονται ακόμη σπατάλες αλλά το Δημόσιο αυτή τη στιγμή λειτουργεί με αναπνευστήρα. Εάν σε κάποιο τομέα θα μπορούσαν να περικοπούν δαπάνες θα έπρεπε την ίδια στιγμή η εξοικονόμηση δημόσιων πόρων να μεταφερθεί σε άλλο κρατικό τομέα – διότι το σύστημα είναι υπό κατάρρευση. Ο κόσμος γνωρίζει τα προηγούμενα. Δεν είναι πειστικά. Είναι, επίσης, βαθύτατα εσφαλμένα. Οι κυβερνήσεις, δεξιές, κεντρώες ή αριστερές, δεν έχουν δικαίωμα να καταστρέψουν το μοναδικό μηχανισμό που έχει εφευρεθεί για τη διεύθυνση της κοινωνίας σε συνθήκες καπιταλισμού, το κράτος. Όλες οι χώρες που πέτυχαν οικονομικά στηρίχτηκαν σε ισχυρά κράτη, από τη Γερμανία μέχρι την Ιαπωνία και την Κίνα. Η σμίκρυνση του κράτους θεωρείται πλέον εσφαλμένη πολιτική και από τους σοβαρούς νεοφιλελεύθερους. Το capacity building του κράτους είναι η κρίσιμη παράμετρος για την οικονομική ανάπτυξη, όχι η σμίκρυνσή του κράτους ή η μείωση της παρεμβατικότητας του. Και το capacity building χρειάζεται ισχυρούς θεσμούς και πόρους, όχι μείωση των πόρων. Το αφήγημα της ΝΔ είναι, προς το παρόν, κατώτερο των προσδοκιών.
Ο ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση και στην αντιπολίτευση
Ποια η γνώμη σου για τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση;
Δεν νομίζω ότι μπορούμε να κατανοήσουμε τις ανεπάρκειες του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση αν δεν κατανοήσουμε τις ανεπάρκειες του ΣΥΡΙΖΑ, και γενικά της Αριστεράς, στην αντιπολίτευση. Ας υπενθυμίσουμε τι συνέβη στην Ελλάδα, εξετάζοντας τα γεγονότα υπό το φως της σωρευμένης εμπειρίας της ευρωπαϊκής Αριστεράς και του εργατικού κινήματος.
1) Στην Ελλάδα, ένα από τα πιο προοδευτικά συστήματα συλλογής φόρων στην Ευρώπη μετατράπηκε σε κεντρικό μηχανισμό φορολογικής ασυλίας για τη μεγάλη θάλασσα των αυτοαπασχολουμένων και για τον κόσμο της μεσαίας και μεγάλης επιχείρησης. Ως συνέπεια, ο ελληνικός δημόσιος τομέας απέκτησε εν μέρει σοσιαλδημοκρατικά χαρακτηριστικά με κριτήριο τις δαπάνες και την ενδυνάμωση των προνοιακών μηχανισμών, στα δε φορολογικά του έσοδα θα μπορούσε να κατηγοριοποιηθεί ως (νέο) φιλελεύθερος καθώς βρισκόταν πιο κοντά στον μέσο όρο χωρών που ανήκουν στο φιλελεύθερο μοντέλο καπιταλιστικής συγκρότησης (Μ. Βρετανία, Ιρλανδία, ΗΠΑ). Η απουσία ισορροπίας ήταν ακραία. Και καλύφτηκε με ψευτοαριστερούς βερμπαλισμούς. Ειδικότερα, το παράδειγμα της φορολογικής πολιτικής του ΠΑΣΟΚ, με τους μισθωτούς και συνταξιούχους να αναλαμβάνουν το μεγάλο βάρος των φόρων, σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκή χώρα με σοσιαλδημοκρατική παράδοση και, γενικότερα, ισχυρή Αριστερά θα εθεωρείτο ένα σκάνδαλο κολοσιαίων διαστάσεων.
2) Οι μεγάλες ανισότητες στις μισθολογικές απολαβές των εργαζομένων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα (intra sector ανισότητες), οι ανισότητες μεταξύ μισθωτών του δημοσίου και ιδιωτικού τομέα καθώς και οι ακραίου μεγέθους ανισότητες απολαβών μεταξύ του μεγαλύτερου τμήματος των μισθωτών (insiders) και των επιδομάτων των ανέργων (όποιος δεν ντρέπεται, διότι πρέπει να ντρεπόμαστε ως κοινωνία, ας συγκρίνει τα 454 ευρώ του επιδόματος ανεργίας πριν την κρίση, και για ένα έτος μόνο, με τις τότε μέσες μισθολογικές απολαβές στον ΟΛΠ, στην ΤΡΑΜ ΑΕ, στην ΔΕΗ, στον ΟΤΕ ή στον ΟΣΕ κλπ., μέσες απολαβές που, ανάλογα με την επιχείρηση, ξεπερνούσαν συνήθως τα 2000-2500 ευρώ). Οι ανισότητες αυτές αντιστρατεύονταν πλήρως τον πιο σκληρό πυρήνα της ιστορικής ιδεολογίας της αριστεράς και του εργατικού κινήματος. Το ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα έχει επιδείξει σοκαριστική αναλγησία – «αναλγησία» είναι η μόνη λέξη που ταιριάζει στην περίπτωση – απέναντι στους άνεργους και στους outsiders, δημιουργώντας φυσικά μεγάλα ρήγματα στο εσωτερικό των λαϊκών τάξεων. Επιπλέον, υποτιμάται ότι οι χαμένοι αυτού του μεταπολιτευτικού πολιτικού και συνδικαλιστικού μοντέλου υπήρξαν διπλά χαμένοι: είχαν χαμηλούς μισθούς και επιδόματα και ταυτόχρονα καλούνταν να πληρώσουν τις υψηλές τιμές προϊόντων και υπηρεσιών που οφείλονταν ταυτόχρονα στον πληθωρισμό κερδών (κεφάλαιο) και στον πληθωρισμό μισθών που προκαλούσαν οι προνομιούχοι μισθωτοί.
3) Το ελληνικό κράτος ως διαπλεκόμενο και πελατειακό ήταν, και από άποψη δικαίου και από άποψη ταξική, μεροληπτικό: αλλοίμονο σε κάποιον που τύχαινε να μην έχει μόρφωση, αν ταυτόχρονα δεν είχε οικογενειακό δίκτυο ή πολιτικό δίκτυο να τον στηρίξει. Ειδικότερα, το ελληνικό κοινωνικό κράτος ήταν ταξικά μεροληπτικό (η μείωση της φτώχειας στην δεκαετία του 2000, μετά τον υπολογισμό της συμβολής των κοινωνικών δαπανών, ήταν στην Ελλάδα πολύ μικρότερη της αντίστοιχης μείωσης στις χώρες της ΕΕ). Ήταν, επίσης, αντιαναπτυξιακό, εξ ού και η έμφαση στις συντάξεις. Φυσικά, το ελληνικό κράτος δεν ήταν μεγάλο, όπως υποστηρίζει ένας νεοφιλελευθερισμός του συρμού. Χρεοκόπησε όχι λόγω υπερβολικών δαπανών, αλλά λόγω υστέρησης εσόδων. Χρεοκόπησε όμως και λόγω κακής κατανομής των δαπανών. Αναποτελεσματικό, κοινωνικά άδικο και αντιαναπτυξιακό, αυτά ήταν τα τρία χαρακτηριστικά του ελληνικού κράτους.
Τι έκανε η εκτός ΠΑΣΟΚ Αριστερά για όλα αυτά; Φυσικά τα κατήγγειλε, Προπάντων όμως τα υποτίμησε. Η Αριστερά, επηρεασμένη από την επέλαση των νεοφιλελεύθερων ιδεών, οδηγήθηκε σε μια αμυντική στάση υπεράσπισης του κρατικού «κεκτημένου». Υποβάθμισε τις δημοσιονομικές στρεβλώσεις, την απουσία κουλτούρας δημοσίου συμφέροντος στο εσωτερικό της διοίκησης, ακόμη και τις ταξικές επιπτώσεις των αναποτελεσματικών και διεφθαρμένων φοροεισπρακτικών μηχανισμών. Σπανίως δε μίλησε για τις προκλητικές ανισότητες στις μισθολογικές απολαβές, οι οποίες τσάκιζαν την υλική και ψυχική ενότητα του κόσμου της εργασίας (κάτι που φάνηκε στην διάρκεια της κρίσης). Σπανίως, επίσης, μίλησε για την αντι-αναπτυξιακή δομή του κράτους πρόνοιας. Παραδόξως, με τις επιλογές, αμέλειες και παραλείψεις της η εκτός ΠΑΣΟΚ Αριστερά «κάλυψε» την μεταφορά εισοδήματος από τη μισθωτή εργασία στον κόσμο του κεφαλαίου (μεγάλου και μικρού) και των ελεύθερων επαγγελματιών που υλοποιούσε ο ελληνικός φορολογικός μηχανισμός και το διαπλεκόμενο και αναποτελεσματικό κράτος.
Αναπόφευκτα, και δυστυχώς, οι ανεπάρκειες στην αντιπολίτευση επηρέασαν την κυβερνητική δράση. Όταν η τρόικα απέρριψε την οικονομική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα βρέθηκε χωρίς επεξεργασμένη συνολική πολιτική και χωρίς επεξεργασμένες τομεακές πολιτικές. Βρέθηκε στο κενό. Ας κατανοήσουμε ότι ήταν ιστορικά ένα κόμμα του 4% και ότι δεν είχε τα κίνητρα και τους καταναγκασμούς που θα του επέβαλαν να κινηθεί γρήγορα στην κατεύθυνση διαμόρφωσης συγκεκριμένων πολιτικών. Όσο όμως και αν είναι κανείς επιεικής, οφείλει να δει την ουσία. Δεν υπήρχε κουλτούρα ισχυρών και μη διαπραγματεύσιμων policy προτεραιοτήτων.
Η προστιθέμενη αξία
Ποιες προτεραιότητες, με δεδομένη την πίεση των ξένων, θα έπρεπε να έχει ο ΣΥΡΙΖΑ; Πες μου ένα δύο παραδείγματα ανεπάρκειας.
Η πίεση της εποπτείας είναι ασφυκτική. Ιδιαίτερα για ένα αριστερό κόμμα. Ωστόσο, κάποιες μεγάλες και μικρές μεταρρυθμίσεις θα μπορούσαν να φέρουν τη σφραγίδα ΣΥΡΙΖΑ. Πρώτη σε προτεραιότητα θα όφειλε να είναι μια μεγάλη μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος και της φορολογικής διοίκησης. Εάν αυτό το κεντρικό θέμα δεν το επιλύσει ο ΣΥΡΙΖΑ, ποιος θα το λύσει; Η επίλυσή του όμως δεν είναι απλώς τεχνοκρατικό πρόβλημα, διότι συνεπάγεται συγκρούσεις με κοινωνικές ομάδες, ιδιαίτερα σε περίοδο μεγάλης κρίσης. Οι ελεύθεροι επαγγελματίες, το μικρό και μεγάλο κεφάλαιο είναι οι πρωταθλητές της φοροδιαφυγής, οι αγρότες και το εφοπλιστικό κεφάλαιο οι πρωταθλητές της νόμιμης φοροαποφυγής – την οποία συμπληρώνουν και με μια ισχυρή δόση φοροδιαφυγής. Τους φόρους πληρώνουν οι μισθωτοί του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και ένα τμήμα του επιχειρηματικού κόσμου που δεν μπορεί εύκολα να ξεφύγει. Ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως και οι προηγούμενες κυβερνήσεις της κρίσης, έκαναν προσπάθειες σε αυτή την κατεύθυνση. Ιδιαίτερα στον τομέα της μηχανοργάνωσης. Η σημερινή κυβέρνηση, ωστόσο, δεν οργάνωσε ένα μεγάλο κοινωνικό διάλογο, με κοινωνικούς φορείς, τεχνοκράτες, λογιστές και τα κόμματα της δημοκρατικής αντιπολίτευσης με σκοπό την διαμόρφωση ενός νέου σταθερού φορολογικού συστήματος μετά 1-2 χρόνια από την έναρξη του διαλόγου. Οι θεσμοί με μακρά διάρκεια δεν χτίζονται αλλιώς. Δεν χτίζονται με πόλωση. Επίσης, η στελέχωση της φορολογικής διοίκησης φαίνεται να παραμένει απολύτως ανεπαρκής.
Η κοινωνία έχει ανάγκη από θετικά παραδείγματα. Έχει ανάγκη να αλλάξει ο ψίθυρος, να αλλάξει το κλίμα. Αντί να λέμε «ο τάδε δεν μου έδωσε απόδειξη», θα έπρεπε να λέμε «τουλάχιστον με τον ΣΥΡΙΖΑ σχεδόν όλοι δίνουν αποδείξεις!». Το «κάτι αλλάζει», το «κάτι άλλαξε» είναι που μετράει. Αυτή θα έπρεπε να είναι η προστιθέμενη αξία του ΣΥΡΙΖΑ. Αλήθεια, το υπουργείο Παιδείας, που νομοθετεί απαλλαγή διδάκτρων για τα μεταπτυχιακά των φτωχών φοιτητών, πως θα το υλοποιήσει; Με κριτήριο τη φορολογική δήλωση; Ο Θεός να μας φυλάει. Δεν υποστηρίζω ότι δεν υπήρχε πρόοδος στα φορολογικά επί ΣΥΡΙΖΑ. Υποστηρίζω ότι για ένα αριστερό κόμμα η πρόοδος είναι ανεπαρκής. Και αν μου επιτρέπεται να αναφερθώ στην εκλογική διάσταση, ο ΣΥΡΙΖΑ, αν δεν παραμείνει «ιδιοκτήτης» του θέματος κοινωνική δικαιοσύνη, δεν θα πάει μακριά.
Ένα άλλο παράδειγμα;
Επίτρεψε μου να δώσω ένα παράδειγμα μικρής μεταρρύθμισης. Η ΕΡΤ έπρεπε να λειτουργεί ως πρότυπο δημόσιας και ανοικτής τηλεόρασης. Και θα ήταν πολύ εύκολο αυτό, με δεδομένη την αυτοαπαξίωση, και στον τομέα της πολιτικής ενημέρωσης και στον τομέα του πολιτισμού, των ιδιωτικών καναλιών. Αυτό δεν έγινε. Μια κυβέρνηση συγκροτεί την διαφοροποίηση της από τον αντίπαλο, τον όποιο αντίπαλο, με θετικά παραδείγματα. Όχι μόνο με αναφορές στο παρελθόν και με καταγγελίες. Συγκροτεί την ταυτότητα της με την δημιουργία θεσμών μακράς διάρκειας – τους οποίους στο τέλος και οι αντίπαλοί της θα αποδεχθούν εκόντες, άκοντες, άλλως θα τους τιμωρήσει το εκλογικό σώμα.
Το τέλος ενός μικρού ονείρου
Η γνώμη σου για το παράλληλο πρόγραμμα;
Το παράλληλο πρόγραμμα είναι πράγματι ένα παράδειγμα «θετικής» κοινωνικής πολιτικής. Η πρόσβαση των ανασφάλιστων στο σύστημα υγείας και το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα είναι δύο μέτρα-φάροι που έχουν μεγάλη σημασία. Δεν έχουν αναδειχτεί αρκετά, ούτε με αρκετή τεκμηρίωση. Βέβαια, η εκλογική αξία του παράλληλου προγράμματος θα είναι μικρή, διότι δεν ανατρέπει τις περικοπές στο κυρίως κοινωνικό κράτος που υλοποιούνται μέχρι και σήμερα. Καλύπτει όμως επείγουσες ανάγκες. Με 35,6% του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, αυτό είναι σημαντικό.
Κατά τη γνώμη σου, η δημοσκοπική πτώση του ΣΥΡΙΖΑ τι καταγράφει; Έχει περιθώρια ανάκαμψης;
Καταγράφει μια μεγάλη απογοήτευση, το τέλος ενός μικρού ονείρου. Καταγράφει, επίσης, την αίσθηση της κοινωνίας ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν ανεπαρκής διαχειριστικά αλλά και ότι η ηγεσία του δεν είπε όλη την αλήθεια για το τι γίνεται.
Η ηγεσία του δείλιασε να ενισχύσει την ποιότητα του ανθρώπινου δυναμικού που ήταν, και αυτό το θεωρώ φυσιολογικό, ανεπαρκές. Δεν αντιλήφθηκε γρήγορα ότι είχε μπροστά της έναν πολύ μικρό διάδρομο, τον οποίο έπρεπε να εκμεταλλευτεί, να τον κάνει μικρό δρόμο και μετά μεγαλύτερο. Οι εσωκομματικές ισορροπίες του 2015 εμπόδισαν ανοίγματα σε ανθρώπους με ισχυρή τεχνογνωσία – και τότε, το 2015, όταν το κύρος του ΣΥΡΙΖΑ ήταν πολύ υψηλό, τα ανοίγματα αυτά ήταν εύκολα. Αν δίνω τόσο έμφαση στην τεχνογνωσία είναι ακριβώς γιατί τα περιθώρια που αφήνει το σύστημα της ΕΕ στα περιφερειακά κράτη είναι υπερβολικά μικρά. Οι κανόνες έχουν διατυπωθεί από τους ισχυρούς, το κανονιστικό και τεχνικό πλαίσιο είναι αυστηρό και νοσηρά περίπλοκο και χρόνος εκμάθησης, ιδιαίτερα αν εκπροσωπείς μια μικρή, χρεοκοπημένη και υπό εποπτεία χώρα, δεν υπάρχει. Εκεί που χρειαζόταν μεγάλη γνώση και ισχυρή πολιτική βούληση, αλλά και θεσμική μνήμη, ο ΣΥΡΙΖΑ πήγε με την βούληση αλλά χωρίς την γνώση και την θεσμική μνήμη. Επίσης, η μεγάλη κίνηση του πρωθυπουργού, η επιλογή Βαρουφάκη, δεν λειτούργησε, γεγονός που χάλασε την όποια διάταξη δυνάμεων.
Μετά τις πρώτες αποτυχίες, η κυβέρνηση προσπάθησε να ωραιοποιήσει τα πράγματα. Και ταυτόχρονα κατέφυγε σε κινήσεις ελέγχου της πολιτικής ατζέντας αλλά και ενίσχυσης των συγκρουσιακών μοτίβων απέναντι στην αντιπολίτευση. Ωστόσο το ελληνικό εκλογικό σώμα είναι και εκλεπτυσμένο και πραγματιστικό. Γνωρίζει το παιγνίδι ελέγχου της ατζέντας πολύ καλά (έχει αποτυπωθεί πολλές φορές δημοσκοπικά αυτό). Έχει την εμπειρία της κατάχρησης επικοινωνιακών στερεοτύπων από το παλαιό ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ. Έχει εκπαιδευτεί. Επίσης, έχει εκπαιδευτεί στην πόλωση. Ας μου συγχωρέσετε την διατύπωση, αλλά το ελληνικό εκλογικό σώμα είναι πολύ σοφιστικέ για να «τσιμπήσει». Ο πολωτικός λόγος που δεν στηρίζεται σε ένα διαφορετικό οικονομικό σχέδιο και στην ικανότητα να υλοποιείς διαφορετικές πολιτικές από ένα σημείο και πέρα όχι μόνο αυτοακυρώνεται αλλά γίνεται μπούμερανγκ, διότι ο κόσμος θεωρεί ότι παίζεις ένα πολύ παλιό παιγνίδι. Χάνεις τη φερεγγυότητά σου. Άλλο η πόλωση που στηρίζεται στην απόσταση πολιτικών μεταξύ δύο κομμάτων (τέτοια ήταν η πόλωση το 2014 και 2015) και άλλο η ρητορική ή ψυχολογική πόλωση. Το πολωτικό μοντέλο – δεν θα πω λαϊκίστικο, διότι ο όρος παραπέμπει σε κάτι πιο σύνθετο – απομακρύνει ψυχολογικά από ένα κόμμα τα πιο μορφωμένα στρώματα αλλά και αυτό που θα ονόμαζα «μοντέρνα λαϊκά στρώματα». Τα «μοντέρνα λαϊκά στρώματα» ήταν η αιχμή του δόρατος της ισχύος του ΣΥΡΙΖΑ. Απομακρύνει αυτές τις δύο ομάδες, που κάθε άλλο παρά προνομιούχες είναι, χωρίς να συγκρατεί τα παραδοσιακά λαϊκά στρώματα, λόγω της λιτότητας. Το μεγαλύτερο μέρος του εκλογικού σώματος του ΣΥΡΙΖΑ θα κατανοούσε την μεγάλη στροφή (άλλωστε επιβλήθηκε από την εποπτεία) αν συνοδευόταν από διαχειριστική επάρκεια, ειλικρίνεια και απουσία πολλών τακτικισμών.
Το διακύβευμα για τον ΣΥΡΙΖΑ
Ήδη γίνεται κριτική, ότι η εφαρμογή μιας τέτοιας πολιτικής μπορεί να οδηγήσει σε μια ιδεολογική μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ. Πώς το προσεγγίζεις αυτό;
Ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει με άνθρωπο που έχει χτυπηθεί από αυτοκίνητο. Είναι ο ίδιος, αλλά δεν έχει πνευματική, ψυχολογική και σωματική ισορροπία, δεν μπορεί να κάνει αυτά που θέλει. Ο κόσμος του ΣΥΡΙΖΑ και ο σχηματισμός ΣΥΡΙΖΑ δεν έχουν βρει τη νέα ισορροπία. Αυτό που διακυβεύεται για τον ΣΥΡΙΖΑ, με δεδομένους τους υπάρχοντες καταναγκασμούς και την σκληρή Επιτροπεία, με δεδομένα τα χαρακτηριστικά του ανθρώπινου δυναμικού που συγκροτεί την οργάνωσή του, το εκλογικό σώμα που τον στήριξε ή τον στηρίζει ακόμη, αυτό που διακυβεύεται είναι να προσπαθήσει, σταδιακά, αυτό τον μικρό διάδρομο να τον διευρύνει και να διαμορφώσει μια Αριστερά που θα προσπαθήσει να συνδυάσει τα λαϊκά συμφέροντα με το δημόσιο συμφέρον σε συνθήκες ισχυρών διεθνών καταναγκασμών. Δύσκολη ισορροπία. Εάν συνεχίσει να υλοποιεί πολιτικές λιτότητας, κάτι για το οποίο έχει δεσμευτεί, χωρίς ισχυρά αντισταθμίσματα, τότε δεν θα την βρει. Χρειάζεται θετικές πολιτικές για να παραμείνει ιδιοκτήτης των θεματικών «κοινωνική δικαιοσύνη», «νέο versus παλαιό», «εντιμότητα versus διαπλοκή και διαφθορά». Αν παίξει, κάτω από την μεγάλη πίεση, παιγνίδια με επιχειρηματικούς ομίλους και εκδότες θα τείνει να μοιάσει πολύ στα παλαιά κόμματα. Εφόσον δεν κατάφερε να ανατρέψει την πολιτική των μνημονίων, η επόμενη – και μόνη υπαρκτή – κόκκινη γραμμή είναι το «νέο» και η «έντιμη και με κανόνες» διαχείριση. Αν δεν γίνει σεβαστή αυτή η απόλυτη κόκκινη γραμμή, θα επέλθει το χάος.
Παρά την εγκατάλειψη των στόχων του, οι μεταρρυθμίσεις (οι σοβαρές, όχι αυτές που πουλούν «αριστεροσύνη»), η οικονομική ανάπτυξη, η βελτίωση της διαχειριστικής επάρκειας θα μπορούσαν να σταθεροποιήσουν την επιρροή του και να του επιτρέψουν να διατηρήσει την κυρίαρχη θέση του στο εσωτερικό της ευρείας Αριστεράς. Στο πλαίσιο αυτό, η σχέση ανάμεσα σε λεκτική πόλωση και διαβούλευση πρέπει να τροποποιηθεί υπέρ της δεύτερης.
Η άλλη τακτική να προσφύγει σε εκλογές με κάποιο πρόσχημα που θα δημιουργηθεί («να πέσουμε στα αριστερά»), η καλλιέργεια της ακραίας «κενής πόλωσης» ή η επαναφορά, από ορισμένους υπουργούς, συχνά με χυδαίο τρόπο, του αντιδεξιού συνδρόμου (ας μην υποτιμάται ότι τα κόμματα της αριστεράς είναι πολιτισμικές συλλογικότητες όχι απλώς εκλογικές μηχανές) θα ήταν κατά την άποψή μου εσφαλμένη. Η κοινωνία σε έχει εκλέξει και σου έχει δώσει εντολή να κυβερνήσεις. Όταν πεις φεύγω, δεν κυβερνώ, ο κόσμος δεν το συγχωρεί. Ακόμη και σήμερα, εξάλλου, γνωρίζοντας τι συμβαίνει, το 60% του πληθυσμού δεν θέλει εκλογές. Μια ποδοσφαιρική ομάδα που κατεβαίνει στο γήπεδο μόνο για να χάσει, απαξιώνεται απόλυτα. Η μαγεία της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας στηρίζεται στον κανόνα ότι ένα μεγάλο κόμμα κατεβαίνει στην αρένα για να κερδίσει. Είναι κρίσιμο στοιχείο στην λειτουργία του δημοκρατικού συστήματος η εντιμότητα στην διεκδίκηση της νίκης.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Η Εποχή" στις 25/6/2017.
Τι μας λέει η Ιστορία, η εμπειρία; Αν πάρουμε τον Χέγκελ τοις μετρητοίς, μας λέει ότι οι άνθρωποι και οι κυβερνήσεις δεν διδάχτηκαν ποτέ τίποτα από την Ιστορία∙ ότι ενώ θα μπορούσαν να επιλέξουν άλλες συνθέσεις, να γυρίσουν σελίδα, επέλεξαν αυτά που επιτάχυναν την εξέλιξή τους και, κατόπιν εορτής, προχώρησαν σε λυτρωτικές συνθέσεις. Ισχύει κάτι τέτοιο για τον 21ο αιώνα;
Οχι, γιατί ο 21ος αιώνας είναι ακόμα μικρός. Η εικόνα που δίνουν τα σήματά του «μοιάζει» απλώς με την εικόνα των σημάτων στις αρχές του 20ού αιώνα. Ομως, ο 20ός αιώνας εις πείσμα πολλών αντίθετων έγκαιρων και επαναλαμβανόμενων σημάτων απέδειξε τελικά ότι το πικρό συμπέρασμα –δεν μαθαίνουμε τίποτα από την Ιστορία–, εν μέρει, ήταν εσφαλμένο.
Στο μέτρο που μας αφορά, οι ευρωπαϊκές χώρες έψαξαν τα διδάγματα του παρελθόντος και, μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, ανέπτυξαν ανάλογα τις πολιτικές τους, άλλες σωστές, άλλες λανθασμένες.
Ωστόσο, η περιγραφή της Ιστορίας από τον Κικέρωνα ως testis temporum, magister vitae -«μάρτυρας χρόνου, δάσκαλος ζωής»– χαρακτήρισε ευεργετικά και για πολλές ειρηνικές δεκαετίες την εμπειρία του προηγούμενου αιώνα. Το ζητούμενο είναι ο 21ος αιώνας.
Ποιο είναι το μεγάλο κάδρο; Κατ' αρχάς είναι το ξήλωμα. Η δυτική συμμαχία βρίσκεται σε κενό, ακριβώς εβδομήντα χρόνια από την ομιλία του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, του στρατηγού Τζορτζ Μάρσαλ στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ τον Ιούνιο του 1947, όταν είχαν τεθεί τα θεμέλια της βοήθειας προς την Ευρώπη - γνωστής ως Σχέδιο Μάρσαλ.
Μετά την πρόσφατη επίσκεψη του Τραμπ στην Ευρώπη, η προεκλογική Ανγκελα Μέρκελ έφτασε κοντά στη διακήρυξη του θανάτου της Βορειοατλαντικής σχέσης: «Οι εποχές στις οποίες μπορούσε κανείς να βασιστεί στους άλλους έχουν σε έναν βαθμό παρέλθει, όπως συνειδητοποίησα τις τελευταίες ημέρες. Εμείς οι Ευρωπαίοι πρέπει να πάρουμε τις τύχες μας στα χέρια μας...» Βέβαια, η παραδοχή δεν είναι μονοσήμαντη. Δεν είναι όμως και ευοίωνη.
Κατά δεύτερον είναι η μετανεωτερική ανομία. Ο Αμερικανός πρόεδρος, χωρίς καθαρή ευρωπαϊκή ατζέντα, τορπιλίζοντας τη συμφωνία του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή, ασκεί διεθνή πολιτική (με τα μέλη της οικογένειάς του) τουιτάροντας καταιγιστικούς χρησμούς και αφορισμούς: «Πρέπει να σταματήσουμε να είμαστε πολιτικά ορθοί...
Αν δεν φερθούμε έξυπνα, η κατάσταση θα χειροτερέψει». Σε ένα από τα τρία νέα tweets που έκανε μέσα σε μισή ώρα με αφορμή το νέο τρομοκρατικό χτύπημα στο Λονδίνο, επιτέθηκε στον μουσουλμάνο δήμαρχο του Λονδίνου, Σάντικ Καν.
Η ηρωίδα του Nickelodeon, η Αριάνα Γκράντε, εκφράζοντας τη δυτική ποπ κουλτούρα, ανάρτησε στον λογαριασμό της στο twitter σκηνές live από τη συναυλία One Love Manchester που διοργανώθηκε στη μνήμη των 22 θυμάτων του Μάντσεστερ, δύο εβδομάδες μετά την επίθεση.
Και οι Εργατικοί και Συντηρητικοί ανοίγουν προεκλογικό blame game για την αποδυνάμωση της αστυνομίας. Και στην Παναγία των Παρισίων, οι παρευρισκόμενοι θεωρούν αυτονόητο να έχουν ψηλά τα χέρια. Βέβαια, μέσω των λογαριασμών τους στο twitter μεταδίδουν ειδήσεις όλες οι ιστοσελίδες, οι εφημερίδες και τα πρακτορεία της Μέσης Ανατολής.
Στη «γηραιά» ήπειρο των οικονομικών-πολιτικών κύκλων, του αξεδιάλυτου Brexit, η ένταση της οικονομίας -ο παράγοντας που θα έπρεπε να επηρεάζει τις αποφάσεις των ψηφοφόρων- έχει υποκατασταθεί από την ένταση της τρομοκρατίας και η «ψήφος του φόβου» υπονομεύει τη δυτική δημοκρατική νομιμοποίηση, μαζί με την ασφάλεια.
Το μεγαλύτερο μέρος του στρατηγικού πλαισίου της συμφωνίας Ε.Ε.-Τουρκίας παραμένει ασταθές. Η Ελλάδα της μακροχρόνιας ανεργίας και των νεοπληβείων, του αξεδιάλυτου χρέους και των μνημονιακών υποχρεώσεων, αντιμετωπίζει έναν εξηκονταετή νάρθηκα (!) στην οικονομία και την κοινωνία, που είναι παράλογος και δεν βοηθά.
Η τουρκική κυβέρνηση, μετά το δημοψήφισμα, είναι όλο και πιο αυταρχική και απρόβλεπτη και ο νεοσουλτάνος της Τουρκίας δεν σταματά την αντιευρωπαϊκή ρητορική και τα περιφερειακά παιχνίδια με επίκεντρο το Κουρδικό.
Και ενώ η Ευρώπη υποφέρει από την αρχιτεκτονική της, τη λιτότητα και τα σχέδια προσαρμογής, οι εθνικές κυβερνήσεις της δείχνουν να υποφέρουν από διάφορες ταυτόχρονες πολιτικές κρίσεις που σχετίζονται με τη μετανάστευση, αλλά κυρίως δείχνουν να υποφέρουν από την τρομοκρατία, την οποία συνδέουν με τη μετανάστευση και την προσφυγική ροή από τη Μέση Ανατολή και την Αφρική.
Τέλος, η Συρία αλλά και η Λιβύη -οι κύριες εστίες του τζιχαντισμού- παραμένουν βυθισμένες στο χάος και στον εμφύλιο αποτελώντας τις βασικές δεξαμενές της βίαιης μετακίνησης και της διόγκωσης του προσφυγικού.
Εν τω μεταξύ, στις περιφερειακές συγκρούσεις ανοίγει ο κύκλος των διαφορών Σαουδικής Αραβίας και Κατάρ ενώ, μ' αυτά και με τ' άλλα, ο γιος του Μπιν Λάντεν, ο Χάμζα Μπιν Λάντεν, ετοιμάζεται να αναβιώσει το παγκόσμιο δίκτυο της Αλ Κάιντα με κέντρο όχι μόνον το Αφγανιστάν και το Πακιστάν, σχεδιάζοντας μελλοντικές αναβιώσεις της 11ης Σεπτεμβρίου.
Ολα αυτά είναι ένα ζωτικό μετανεωτερικό χάος, και όχι το νηφάλιο τέλος της κρίσης. Μπορεί και όχι. Οι δεκαετίες θα δείξουν.
Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 11/6/2017.
Το άρθρο γράφτηκε πριν από το τρομοκρατικό χτύπημα στο Λονδίνο. Είμαι σίγουρος ότι το φλέγμα και η στωικότητα του βρετανικού λαού θα νικήσουν το μίσος κατά της δημοκρατίας.
Λίγο πριν από τις βρετανικές εκλογές, οι προβλέψεις των «έγκυρων» σχολιαστών της συστημικής κοινοτοπίας ανατρέπονται πάλι από το «απρόσμενο» κλείσιμο της ψαλίδας μεταξύ των Βρετανών Συντηρητικών και των Εργατικών.
Οταν η Τερέζα Μέι προκήρυξε τις πρόωρες εκλογές, οι Συντηρητικοί προηγούνταν πάνω από 20 μονάδες. Τώρα προηγούνται από 3 ώς 5 μονάδες. Μπορεί να καταλήξουμε σε Βουλή χωρίς πλειοψηφικό κόμμα. Δύσκολο μεν, αλλά με τη λαϊκή τάση σ' αυτή την κατεύθυνση.
Οι εκλογές, πίστευε η Μέι, θα της έδιναν πλήρη κυριαρχία σε κόμμα και κυβέρνηση και θα διέλυαν τους Εργατικούς για μια γενιά. Η «αναπόφευκτη» αναγκαιότητα της συντηρητικής νίκης συναντούσε την επιθυμία όσων μισούν εξίσου Κόρμπιν και Τσίπρα.
Στη Βρετανία, όπως και στην Ελλάδα, τα συστημικά ΜΜΕ, περίπου το 80% του Τύπου, επιδόθηκαν σε μια τεράστια εκστρατεία παραπληροφόρησης και «δολοφονίας χαρακτήρα» του Τζέρεμι Κόρμπιν. Παρόμοια με τις επιθέσεις στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά με μεγαλύτερο επαγγελματισμό από τα «Νέα» και το «Πρώτο Θέμα».
Θα ακούσουμε λοιπόν πάλι ότι η πολιτική «τρελάθηκε», ότι «πέσαμε από τα σύννεφα». Αλλά οι πρόσφατες εκλογές και τα δημοψηφίσματα δείχνουν ότι «Εκπληξη υπάρχει μόνο όταν δεν έχουμε έκπληξη. Κάθε τι που ήταν σταθερό στην πολιτική εξανεμίστηκε». Αυτά γράφαμε στην «Εφ.Συν.» μετά την προκήρυξη των εκλογών (http://www.efsyn.gr/arthro/gallia-vretania-simeiosate-h-opos-haos).
Οι παραδοσιακοί τρόποι ανάλυσης δεν ισχύουν πια, οι πολίτες ξαναμπαίνουν δυναμικά στο κέντρο των εξελίξεων, απορρίπτουν το business as usual.
Η μεταμόρφωση
Πώς έγινε αυτή η μεγάλη αλλά προβλέψιμη ανατροπή; «Στην εποχή των τεράτων», γράφαμε, «χρειαζόμαστε όραμα και φαντασία, ηγέτες και θάρρος, σύστημα στο χάος. Οι λαοί ξυπνούν. Θα ακολουθήσουν οι αριστερές ηγεσίες ή θα τους αφήσουν βορά της Δεξιάς;». Οι Εργατικοί, βγαίνοντας από μεγάλες και ιστορικές ήττες, άκουσαν το αίτημα της ριζικής αλλαγής πλεύσης.
Παρουσίασαν ένα πειστικό και πλήρως κοστολογημένο εκλογικό πρόγραμμα κατά της λιτότητας. Υπόσχονται να αυξήσουν τη χρηματοδότηση του Εθνικού Συστήματος Υγείας, του πιο αγαπημένου θεσμού των Βρετανών, να καταργήσουν τα δίδακτρα των εννιά χιλιάδων λιρών τον χρόνο για τις προπτυχιακές σπουδές (ένα μέτρο με μεγάλη σημασία για τους χιλιάδες Ελληνες φοιτητές), να βελτιώσουν τις κοινωνικές υπηρεσίες για τους ηλικιωμένους, να δημιουργήσουν παιδικούς σταθμούς για όλα τα παιδιά προσχολικής ηλικίας, να ανεβάσουν τον ελάχιστο μισθό, να εθνικοποιήσουν τους σιδηροδρόμους και να αυξήσουν τον αριθμό των αστυνομικών. Ταυτόχρονα, υποστηρίζουν τη συνέχιση ισχυρών δεσμών με την Ευρωπαϊκή Ενωση, υπερασπιζόμενοι το 48% των πολιτών που ψήφισαν Remain και έχουν δαιμονοποιηθεί από τα δεξιά ΜΜΕ.
Συνδυάζοντας την ταξική άμυνα με την επίθεση κατά της ξενοφοβίας και του ρατσισμού, ο Κόρμπιν υιοθέτησε το «είμαστε το 99%» του Σάντερς –που τον υποστηρίζει ανοικτά– και έγινε εκπρόσωπος του λαού έναντι των ελίτ και των φίλων της Ευρώπης έναντι του καταστροφικού Brexit. Χωρίς τυπική συμφωνία με τους Φιλελεύθερους, τους Πράσινους, τους Σκοτσέζους και τους Ουαλούς εθνικιστές για κοινούς υποψηφίους, ουσιαστικά αποδέχτηκε μια άτυπη συνεργασία κατά του νεοφιλελευθερισμού της Μέι.
Πρόκειται για σιωπηλή αλλά ριζική μεταμόρφωση του Κόρμπιν, που ενώ ήταν ο λιγότερο δημοφιλής αρχηγός των Εργατικών, έχει φτάσει στο κατώφλι της Downing Street. H πορεία του και η προεκλογική εκστρατεία του αποτελούν μάθημα για όλα τα αριστερά κόμματα.
Μετά τις δύο νίκες του στις κομματικές εκλογές, ο Κόρμπιν ακολούθησε πολιτική ανοίγματος στην κοινωνία και οραματική αναδιάρθρωση της κομματικής οργάνωσης και ιδεολογίας μέσα από πολύπλευρη θεωρητική και ιδεολογική διαβούλευση. Κυρίως μπόρεσε να μετατραπεί από συνεπής αριστερός πολιτικός σε εν δυνάμει εθνικό ηγέτη.
❶ Το κόμμα
Εχοντας απέναντί του την πλειοψηφία των βουλευτών και των στελεχών του κόμματος, ο Κόρμπιν απευθύνθηκε στην κοινωνία. 400.000 νέα μέλη γράφτηκαν κάνοντας το ετοιμοθάνατο κόμμα να ξανανιώσει. Η στρατολόγηση δεν είναι αυτοσκοπός όμως. Αντίθετα, τα μέλη απέκτησαν σημαντική συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων για τοπικά, περιφερειακά και κλαδικά θέματα.
Δημοψηφίσματα, οριζόντιες δικτυώσεις και τοπικά συνέδρια διαμορφώνουν σχέδια προτάσεων για νέες πολιτικές που μετά εξειδικεύονται από τους τομείς του κόμματος. Ηταν λοιπόν άνοιγμα σε ιδέες και μεθόδους, με χρήση της γνώσης και της τεχνογνωσίας της νέας γενιάς, που τώρα πηγαίνει μαζικά στους Εργατικούς. Ετσι ήταν η κατάσταση και σε μας πριν από τρία χρόνια.
Οι αντίπαλοι της Αριστεράς βρίσκονται βέβαια έξω από το κόμμα, αλλά ο Κόρμπιν μάς δίνει σημαντικό μάθημα. Πρέπει να μιλήσει η Αριστερά στις προσδοκίες και τους φόβους των πολιτών και ειδικά των νέων μας, ιστορικά της πιο μορφωμένης γενιάς, να τους δώσει μήνυμα δημιουργικότητας και αισιοδοξίας. Σε πρόσφατο ταξίδι στην Αυστραλία συναντήθηκα με νοσταλγούς νεο-μετανάστες.
Πρέπει να αποκτήσουν την ελπίδα για επιστροφή ή, αν παραμείνουν στην ξενιτιά, δυνατότητα στενής σχέσης με την οικονομία της γνώσης, προς την οποία πρέπει να κινηθούμε.
❷ Το όραμα
Ο Κόρμπιν παραμένει ταυτόχρονα σταθερός και αμετακίνητος στις ιδεολογικές καταβολές του, παρά τις συνεχείς επιθέσεις των ΜΜΕ. Δεν αποκήρυξε την πίστη στον σοσιαλισμό, τον μονομερή πυρηνικό αφοπλισμό και την κατάργηση της μοναρχίας, ούτε απολογήθηκε για τις σχέσεις του με απελευθερωτικά κινήματα όπως το Σιν Φέιν και ο ΙΡΑ.
Οι θέσεις αυτές δεν είναι πλειοψηφικές στο κόμμα και ως δημοκράτης ακολουθεί την άποψη της πλειοψηφίας. Αλλά διατηρεί τις αρχές του και τιμά την ιστορία του.
Οι ριζοσπαστικές ιδέες προσθέτουν το οραματικό στοιχείο στην πολιτική σύγκρουση για την καθημερινότητα και ανοίγουν μια μεγάλη συζήτηση για το μέλλον της Αριστεράς και της κοινωνίας. Να προσθέσουμε ότι οι Εργατικοί χρησιμοποιούν εκτεταμένα αριστερές δεξαμενές γνώσης. Η δική μας Αριστερά είναι πίσω. Επειδή η κυβέρνηση είναι πολιτική, επειδή αρνείται την εξουσία των τεχνοκρατών, πρέπει να έχει λεπτομερείς και διεξοδικές τεκμηριώσεις χρησιμοποιώντας πρωτογενή έρευνα και τις μελέτες αριστερών think tanks.
Πρέπει λοιπόν να μάθουμε από τον Κόρμπιν. Θα φύγουμε αργά ή γρήγορα από τη μέγκενη της επιτροπείας και του πραξικοπήματος διαρκείας. Αλλά η συζήτηση για τη μετάβαση προς στον αριστερό ορίζοντα πρέπει να αρχίσει τώρα προετοιμάζοντας τη μετατόπιση της λαϊκής οργής από τον φιλελεύθερο λαϊκισμό στη ριζοσπαστική Αριστερά. Αυτή είναι δουλειά ενός νέου μεγάλου κόμματος.
Ο ταξικός και ο δικαιωματικός πυλώνας της ιδεολογίας πρέπει να μπουν στην πρώτη γραμμή, το όραμα να συνοδέψει τη βελτίωση της καθημερινότητας. Κάθε πολιτική πρέπει να σχεδιάζεται από τα κάτω και να εφαρμόζεται ως ένα βήμα στο σχέδιο κοινωνικού μετασχηματισμού.
Η αριστερή διακυβέρνηση αλλάζει την ισορροπία δύναμης μεταφέροντας συνεχώς πόρους και αρμοδιότητες από το κεφάλαιο και το κράτος στους πολίτες, που παίρνουν σταδιακά τη ζωή στα χέρια τους. Ετσι χτίζονται η δημοκρατία και η ισότητα του 21ου αιώνα. (http://www.efsyn.gr/arthro/aristero-orama-toy-21oy-aiona)
❸ Εθνικός ηγέτης
Αλλά υπάρχουν και στιγμές που ο αγώνας για την ηγεμονία κερδίζεται από τον πολιτικό που αφήνει προσωρινά τις ταξικές προτεραιότητες και αναλαμβάνει την εκπροσώπηση των κοινών. Τότε το μερικό γίνεται καθολικό και η υπεράσπιση του κοινού καλού ενώνει αντίθετες δυνάμεις όταν οι ηγεσίες τους επιμένουν στο κακώς εννοούμενο κομματικό συμφέρον.
Βρισκόμαστε σε τέτοια κρίσιμη καμπή. Η υπεράσπιση της λαϊκής κυριαρχίας και αξιοπρέπειας, η απόκρουση της επίθεσης των ξένων ορντο-σαδιστών και των εγχώριων παρατρεχάμενών τους μεταμορφώνουν τον πολιτικό σε ηγέτη και την επιμέρους ιδεολογία σε έκφραση εθνικής αναγέννησης. Αυτό είναι το στοίχημα της Αριστεράς σε Βρετανία και Ελλάδα.
Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 6/6/2017.
Όλες οι κοινωνίες, και οι μεσαιωνικές, είχαν αρχές και αξίες στο όνομα των οποίων λειτουργούσαν οικονομικότερα. Η αστική κοινωνία, χάρη και στη Γαλλική Επανάσταση, τις διεύρυνε και συγκρότησε ένα πλέγμα χάρη στο οποίο σήμερα συνυπάρχουμε και ζούμε. Από τη διάκριση των εξουσιών και τα ανθρώπινα δικαιώματα έως την απαγόρευση της αυτοδικίας και την αξιοκρατία.
Δεν χρειάζεται να γνωρίζουμε την αγγλική συνταγματική ιστορία ούτε να έχουμε διαβάσει Μοντεσκιέ για να καταλάβουμε ότι η διάκριση των εξουσιών σε πολλές χώρες, αν όχι όλες, καταστρατηγείται από τους έχοντες εξουσία, εκτελεστική, οικονομική ή κάτι άλλο.
Οσο θωρακισμένοι κι αν είναι οι δικαστές αδυνατούν να μείνουν παντελώς ανεξάρτητοι, ιδιαίτερα μάλιστα όταν δεν υπάρχει σχετική παράδοση και ανάλογες προϋποθέσεις. Δεν χρειάζεται να έχουμε μελετήσει Μπουρντιέ για να κατανοήσουμε ότι η αξιοκρατία συμπλέκεται συχνά με την κληρονομιά, τη νομιμοποιεί και συνήθως την αναπαράγει.
Ούτε ακόμη να έχουμε εντρυφήσει στη Σχολή της Φρανκφούρτης για να δούμε πώς διαμορφώνονται προτιμήσεις και επιλογές σε διάφορα πράγματα. Ούτε, βέβαια, ακόμη Μαρξ για να διαπιστώσουμε πώς οι οικονομικές ανισότητες διευρύνονται, λίγοι καρπώνονται τεράστιο μέρος του πλούτου και δύνανται να υπαγορεύουν στις «τρεις εξουσίες» τα δικά τους θέλω.
Tα παραπάνω δεν μπορούν ουδόλως να διαγράψουν τις μνημονευθείσες αρχές και αξίες. Καμία κοινωνία, καμία κυβέρνηση δεν έχει μέλλον αν στη βάση κάποιου υποτιθέμενου ρεαλισμού παραμερίσει αρχές και αξίες και μεριμνήσει να προσεταιριστεί τους ισχυρούς, τους ολιγάρχες στην περίπτωσή μας, για να διατηρηθεί στην εξουσία.
Καμία χώρα δεν έχει ακόμη μέλλον αν επιτρέψει σε αυτόκλητους «σωτήρες», όπως κι αν αυτοπροσδιορίζονται, να ενεργήσουν ως τιμωροί όσων θεωρούν υπαίτιους για κάθε κακό. Ο θυμός και η οργή δεν νομιμοποιούν την αυτοδικία και τους αυτόκλητους μασκοφόρους εκδικητές. Μπορούν, αντίθετα, κάλλιστα να οδηγήσουν σε καθεστώτα ανελεύθερα με λογής στρατόπεδα και χώρους βασανιστηρίων.
Αξίες και αρχές, προφανώς, δεν διασφαλίζουν άτομα και ομάδες από ανισότητες και αδικίες. Η λειτουργία τους είναι διττή. Να συγκροτήσουν ένα ασφαλές πλαίσιο λειτουργίας που θα προστατεύει από την αυθαιρεσία, κρατική και ατομική.
Και να παράσχουν στους πιο αδύναμους μια ομπρέλα που περιλαμβάνει, πέρα από την ατομική ασφάλεια, τη δυνατότητα έκφρασης και διασφάλισης των αναγκαίων όρων επιβίωσης και διεκδίκησης των βασικότερων κοινωνικών αγαθών.
Tο περιεχόμενο, συνεπώς, των αξιών δεν είναι εκ προοιμίου δοσμένο. Ιδιαίτερη σημασία έχει η μάχη των ιδεών, η μάχη για το νόημα των λέξεων. Οποιος θέλει να λέγεται προοδευτικός και να βαραίνει στον δημόσιο χώρο, άτομο, συλλογικότητα, πολιτικό κόμμα, υποχρεούται να δώσει τη μάχη στο πεδίο αυτό αν θέλει ο λόγος του να πιάσει τόπο, να μην το πάρει ο αέρας με το πρώτο φύσημα.
Είναι λάθος να λέμε ότι έχουμε διαφορετική αντίληψη για μια λέξη, την οποιαδήποτε, όπως ας πούμε την αξιοκρατία - ένα από τα ριζοσπαστικά φαντασιακά του ανερχόμενου αστισμού. Διαφορετική αντίληψη σημαίνει ότι όλες οι ιδέες έχουν την ίδια αξία, κάτι που δεν στέκει. Με σεβασμό στον άλλο και το διαφορετικό, οφείλουμε να καταδείξουμε ότι μια ιδέα είναι καλύτερη από μια άλλη, γιατί είναι δικαιότερη και συμβάλλει στο καλό των πολλών.
Για να μείνω στην αξιοκρατία. Αξιοκρατία δεν σημαίνει ότι είναι αυτονόητα καλύτερος όποιος έχει καλύτερο βιογραφικό. Δεν είναι καλύτερος αν είναι κληρονόμος, αν έχει μπάρμπα ή αν κατείχε χάρη στο κόμμα τη μια δημόσια θέση μετά την άλλη. Πολύ καλύτερος είναι εκείνος που χωρίς πλάτες και φανφάρες ακολουθεί μια διαδρομή που προάγει τον ίδιο και τους γύρω του.
Αυτό σημαίνει ότι πέρα από το περιεχόμενο μιας αξίας μετρά εξίσου και η κοινωνική της αξιολόγηση. Με άλλα λόγια το ειδικό βάρος που ως κοινωνία δίνουμε σ' αυτές. Είναι άλλο πράγμα να αξιοδοτούμε πρακτικές όπως η «μαγκιά» και η «καπατσοσύνη» που νομιμοποιούν κάποιους να είναι παντός καιρού, βρέξει-χιονίσει στον αφρό. Και άλλο πρακτικές όπως η κοινωνική προσφορά, η συνέπεια και ο μόχθος του ανθρώπου της δουλειάς, του εκπαιδευτικού στο χωριό και στην πόλη, του νοσοκόμου που τρέχει να σώσει ζωές.
Με την έννοια αυτή έχουμε πολλή δουλειά να κάνουμε ως κοινωνία ώστε έννοιες και αξίες όπως ο εθελοντισμός, η αλληλεγγύη, η κοινωνική προσφορά, η εντιμότητα και η συνέπεια να μπουν στην καθημερινότητά μας, να αποκτήσουν το βάρος που τους πρέπει. Ποιος θα είχε αντίρρηση αν αυτά λαμβάνονται υπόψη στην εισαγωγή στα ΑΕΙ, στις δημόσιες υπηρεσίες, στην επιλογή των στελεχών;
Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 29/5/2017.
Τα αγγλικά, πιο πάνω, δεν «δείχνουν» επαρχιωτισμό. Υπογραμμίζουν κάτι άλλο: Πόσο διεθνή, επίκαιρα και καθημερινά είναι τα παραπάνω θέματα, στις 'δυτικές' κοινωνίες και πόσο στενά συνδέονται (πλέον) με την καθημερινότητά μας.
Πριν μόλις 24 μήνες οι παραπάνω όροι ήταν «άγνωστοι» στο ευρύ κοινό. Ηταν θέμα αναζήτησης των λίγων 'εκλεκτών' της Δημοσιογραφίας των πανεπιστημίων, των υποψιασμένων συνδικαλιστών των ενώσεων, άντε, και των διευθυντών των «έγκυρων» ΜΜΕ. Τώρα, οι παραπάνω λέξεις, διαπερνούν σχεδόν το σύνολο της πολιτικής, της αρθρογραφίας, αλλά ακόμα και των συζητήσεων 'καφενείου'.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, βιώνουμε μια ακραία «εσωτερική» Δημοσιογραφική υπόθεση, που όμως ανοίγει μια βεντάλια θεμάτων που σχετίζονται τόσο με το απλό ποινικό δίκαιο, όσο και την ίδια την Δημοκρατία.
Που τελειώνει η "ελευθερία" στα Social Media ;
Πόσο 'προσωπικές' μπορεί να είναι οι «ακραίες» φρονήσεις οποιουδήποτε δημόσιου προσώπου ;
Η ιδιότητα του μέλους του ΔΣ της ΕΣΗΕΑ (άρα και προβεβλημένου εκπροσώπου μεγάλης ομάδας δημοσιογράφων) μπορεί να λειτουργεί 'περιοριστικά' (άρα και με διαφορετικές «ευθύνες») για τον φέροντα ;
Σε ανθρώπινο, ηθικό επίπεδο: Μπορεί κανείς να εύχεται το 'κακό' στον συνάνθρωπό του ; (..να πεθάνει, να ακρωτηριασθεί, κλπ..)
Υπάρχει 'πολλαπλασιαστικό΄ αποτέλεσμα ; Δηλαδή , υπάρχει πιθανότητα η 'φρόνηση' ενός δημόσιου προσώπου, να αντηχήσει, ως πράξη, από ένα άλλο μέλος της ίδιας κοινωνίας ;
Αν είχε όντως συλληφθεί ο αυτουργός (κ.ΓΦ), όπως προς στιγμήν κοινωνήθηκε, θα είχε κέρδος το ποινικό μας σύστημα; Το δικαιϊκό ; Η δημοσιογραφία; Η κοινωνία ;
Είναι 'τιμωρήσιμη' η πράξη του ; Και αν ναι, σε ποιο επίπεδο ; Το ποινικό; Του 'συναφιού' ; Της κοινωνίας ; Άλλο ;
..Οσο και αν σε φιλοσοφικό επίπεδο τα παραπάνω ερωτήματα δεν είναι καινούργια, έρχονται με επίταση να μας απασχολήσουν λόγω του 'περιστατικού Φιλιππάκη'. (Για τους μην γνωρίζοντες: Ο κ. Γ. Φιλιππάκης, δημοσιογράφος και μέλος της ΕΣΗΕΑ, διατύπωσε 'υποστηρικτική' άποψη για την τρομοκρατική επίθεση κατά του κ. Παπαδήμου, θεωρώντας άξιο μιας αντίστοιχης, τον κ. Στουρνάρα).
..Πάμε λοιπόν να ξαναδούμε τα θέματα που ανοίγονται: Αν η κοινωνία έχει κάτι να κερδίσει από αυτό το περιστατικό, θα είναι απότοκο μιας ψύχραιμης και αποστασιοποιημένης θεώρησης όλων των ερωτημάτων που εγείρονται, και όχι μόνον όσων προκύπτουν από την (δικαιλογημένη) φόρτιση των ημερών.
Θεώρηση πρώτη: Είναι υποκρισία και στρουθοκαμηλισμός να παραβλέπουμε πως υπάρχει ενα μεγάλο κομάτι της κοινωνίας που διαβάζει με ικανοποίηση τέτοιου τύπου στάσεις. Εχει καταγραφεί πως ακόμα και οι δολοφονίες της 17Ν είχαν συγκρίσημη αποδοχή. Το διαδίκτυο , με μία απλή ανάλυση περιεχομένου, επιβεβαιώνει αυτούς τους φόβους. Το τρέχον «καθεστώς πραγμάτων» (οικονομική ανέχεια, εξαθλίωση μεγάλων ομάδων, παρατεταμένη κοινωνική ανασφάλεια κ.α.) επιτείνει τέτοιες συμπεριφορές. Δυστυχώς είναι μέρος της ανθρώπινης φύσης. Αν ένας απλός πολίτης διατυπώσει (όπως πολλοί έκαναν) παρόμοια άποψη, κανένας εισαγγελέας δεν θα ασχοληθεί. Το όφελος της ελευθεροτυπίας και των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, 'έρχεται' μαζί με το κόστος της ασύδοτης, μη-υπεύθυνης ελευθεριότητας λόγου. Οπως και άλλα πράγματα , η υπεύθυνη πολιτειότητα επαφίεται στην συνείδηση του καθενός μας και δεν είναι (ούτε πρέπει να γίνει) ποτέ κανονιστικά ρυθμιζόμενη.
Θεώρηση δεύτερη: Ο κ. ΓΦ δεν είναι οποιοσδήποτε. Οπως κάθε παλιός 'καταξιωμένος' δημοσιογράφος, επηρεάζει πολλούς, έχει προνομιακό άμβωνα, η άποψη του πολλαπλασιάζεται ex officio, και επιπλέον... Εκπροσωπεί, με το όνομά του, την εικόνα του, κύρος, δημόσιο λόγο και πολιτεία (και όχι μόνον στα γραφεία της οδού Ακαδημίας..), μια μεγάλη ομάδα Επικοινωνητών.
Θεώρηση τρίτη: Οι ψυχολόγοι με εξειδίκευση στα ΜΜΕ, γνωρίζουν (και διδάσκουν) πως υπάρχει (και μάλιστα επιτείνεται διαχρονικά) κάτι που λέγεται μιμητική εγκληματική συμπεριφορά. Δηλαδή ένα προβεβλημένο έγκλημα, μπορεί να προκαλέσει 'αντίγραφα' που σε άλλη περίπτωση δεν θα εκδηλωνόντουσαν. Στο περιστατικό που εξετάζουμε, και με δεδομένες τις γνωστές κοινωνικές συνθήκες, θα ήταν εθελοτυφλία (..ως άνω..) να παραβλέψουμε πως μία τέτοια ακραία , προβεβλημένη, έστω και προσωπική στάση, ΔΕΝ θα έχει συνέπειες σε ομάδες πληθυσμού που είναι ευεπίφορες σε βίαιες αντιδράσεις.
Θεώρηση τέταρτη: Αφορά την καθαρά ηθική διάσταση του θέματος: Όποιος και αν είμαι, όποιος και αν είναι απέναντί μου: «Δικαιούμαι» να χαίρομαι με τον πόνο του άλλου ; Πόσο μάλλον, να εύχομαι να πάθει το ίδιο ένας τρίτος, όσο αμφίσημη και αν θεωρείται η δημόσια θητεία του. Ποσο μάλλον που η Ιστορία είναι εν εξελίξει, και κανείς δεν γνωρίζει με σιγουριά ποιοι είναι οι θύτες και ποια τα θύματα. (..Και μια αυτοαναφορική σκέψη: Το τελευταίο ισχύει για ολους μας ανεξαιρέτως, από τον κ. Γιώργο Παπανδρέου, μέχρι την θεία μου την Γιαννούλα. Επίσης κρατάμε κατα νου πως ο 'Κυρίαρχος Λαός' ΔΕΝ είναι μια υπερβατική ηθική αξία που είναι εντελώς ανεύθυνη της Πολιτικής και των Πολιτικών. Σαρξ εκ Σαρκός).
Θεώρηση πέμπτη : Ευτυχώς ο κ. ΓΦ δεν συνελήφθη. Οπως και σε άλλες περιπτώσεις σύλληψης εκφραστών ακραίων θέσεων το αποτέλεσμα δεν θα είχε σχέση με την επιδίωξη. Θα αποπροσανατόλιζε και θα ακύρωνε κάθε τρέχον δυνητικό όφελος (για την κοινωνία) από αυτή την 'περιπέτεια' που μοιάζει να είναι 'δημοσιογραφική', αλλά δεν είναι (μόνον).
Θεώρηση έκτη : Ποιο είναι το Έγκλημα και ποια η Τιμωρία ; Για το πρώτο υπάρχουν μερικές χρήσιμες σκέψεις πιο πάνω. Για το δεύτερο, σε μια Δημοκρατία, υπάρχει η Εκκλησία του Δήμου (..ναι, λειτουργεί. ..Και τα συχνά αφοριζόμενα κοινωνικά ΜΜΕ, την υποβοηθούν, μαζί με κάθε καλών προθέσεων ΜΜΕ, διαδραστικό ή γραμμικό), οι θεσμοί (π.χ. η ΕΣΗΕΑ και όχι μόνον..), αλλά και η στάση που τηρούμε κάθε ένας από εμάς που διατυπώνει δημόσιο λόγο.
..Και είμαστε εμείς, οι τελευταίοι, δημοσιογράφοι, συνδικαλιστές, δάσκαλοι και ενεργοί πολίτες που πρέπει ψύχραιμα να ξανα-δούμε το φαινόμενο, να θεωρήσουμε εαυτούς ως μέρος του προβλήματος (προηγείται και είναι θεμέλιο μιας εικαζόμενης λύσης..) και έτσι να συμβάλλουμε, με λίγες κραυγές και περισσή περίσκεψη, στην συγγραφή του επίλογου.
Δημοσιεύτηκε στο news247.gr στις 29/5/2017.
Η μεγάλη εικόνα περιέχει παλινδρομήσεις και αντινομίες που λίγο-πολύ θυμίζουν τις ιδρυτικές θεμελιώσεις των αγορών σε αντιδιαστολή με όλες τις προηγούμενες οικονομικο-κοινωνικές διευθετήσεις. Λόγου χάρη, πριν από τη Βιομηχανική Επανάσταση οι οικονομικές ήταν εμπεδωμένες στις κοινωνικές σχέσεις∙ οι κανόνες της αμοιβαιότητας, της αναδιανομής του εισοδήματος και των κοινωνικών καθηκόντων είχαν μεγαλύτερο βάρος από τα μέτρα των αγορών.
Σήμερα, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: οι κοινωνικές, εταιρικές σχέσεις ορίζονται από τις οικονομικές. Ακριβώς αυτό το σχήμα είχε περιγράψει ο Καρλ Πολάνυι στον «Μεγάλο Μετασχηματισμό» για το μεγάλο διάστημα 1830-1940 - ένα έργο για την άνοδο και την πτώση της φιλελεύθερης αγοράς που αντέχει στις μέρες μας.
Ο Τραμπ, το Brexit, η επάνοδος με αξιώσεις κυβέρνησης των εθνικιστικών, αυταρχικών, ρατσιστικών και αντιευρωπαϊκών κομμάτων, ο απομονωτισμός, οι φράχτες στα σύνορα, οι προστατευτισμοί, οι αντιμεταναστευτικές πολιτικές δεν είναι παρά απότοκα της σύγκρουσης των επιταγών της παγκοσμιοποίησης από τη μία, και της αναζήτησης της κοινωνικής ευημερίας στο εσωτερικό των εθνικών κρατών από την άλλη.
Αν επεξεργαστούμε καλύτερα αυτή τη σύγκρουση θα δούμε τις επενέργειες της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας να αντιφάσκουν με τις επιτεύξεις της δημοκρατικής πολιτικής ζωής στο εσωτερικό των εθνικών κρατών.
Ετσι, στην Ευρώπη, οι συζητήσεις για «το μέλλον της Ευρώπης» συνεχίζονται -και έτσι θα 'πρεπε-, με μια διαφορά: γίνονται εν κενώ, σαν να μην υπάρχει παρόν και σαν να μην υπάρχει η πύκνωση των εμπειριών του πρόσφατου παρελθόντος· σαν να υπάρχει έλλειψη ιστορίας και ερειπίων.
Η κανονική θέση θα έπρεπε να ήταν: Για να υπάρξει μέλλον, θα πρέπει να στηθεί το σκηνικό του παρόντος. Ο άνεργος θα πρέπει να ζήσει τώρα. Το αγέννητο για να γεννηθεί θα πρέπει οι μέλλοντες γονείς του να βρίσκονται στη σανίδα σωτηρίας τώρα.
Τελικά, δεν είναι και τόσο παράδοξο ότι ο φιλοευρωπαϊσμός και ο αντιευρωπαϊσμός δεν παίζονται μέσα από δράσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά στα εθνικά ακροατήρια, με εθνικά υλικά και αφηγήσεις που ικανοποιούν αιτήματα εκλογικών ή δημοψηφισματικών αναγκών, τα οποία, αμέσως μετά, ξεχνιούνται ή τουλάχιστον δεν παράγουν χειροπιαστά κοινωνικοπολιτικά αποτελέσματα.
Ο Εμανουέλ Μακρόν, λέει, είναι ο νεότερος ηγέτης της Γαλλίας από την εποχή του Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Και ο Ματέο Ρέντσι της Ιταλίας ήταν 39 ετών όταν ανέλαβε την πρωθυπουργία και ο Τσίπρας ήταν 40-41 χρόνων. Αλλά αυτά δεν παράγουν κάτι.
Αυτό που μπορεί να λέει κάτι είναι η λαϊκή ρήση: «Με καμία κυβέρνηση» όσον αφορά τους πολιτικούς εκλογικούς κύκλους, η κατάρρευση, όχι μόνο στη Γαλλία, των παλαιών κομματικών σχηματισμών εξουσίας, η παραγωγή αντιευρωπαϊσμού και οι κυβερνητικές ικανότητες -του φιλοευρωπαϊκού πλαισίου- να δίνουν ώθηση στο ευρωπαϊκό σχέδιο και, ταυτόχρονα, να διασώζουν ό,τι έχει απομείνει από το κράτος πρόνοιας∙ να δημιουργούν θέσεις εργασίας στις χώρες τους.
Αλλά το ευρωπαϊκό σχέδιο, αν υπάρχει τέτοιο, υπάρχει με τους συστατικούς του όρους: δηλαδή, προς όφελος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, οι πρώην εχθροί παραγκώνισαν την έχθρα και οι Γερμανοί ηγέτες ενεργώντας προσεκτικά ως «καλοί Ευρωπαίοι» άρχισαν να αποκαθιστούν βήμα βήμα μια εντελώς κατεστραμμένη εθνική φήμη.
Εξαιτίας της στήριξης της Ε.Ε. και χάρη στον γαλλογερμανικό άξονα προχώρησε η επανένωση των δύο Γερμανιών, με τη Γερμανία σήμερα να είναι ο μεγάλος δικαιούχος της Ευρωπαϊκής Ενωσης - και πριν και κατά τη διάρκεια της κρίσης του ευρώ.
Ομως, εφόσον η Γερμανία, από το 2010, έχει επικρατήσει στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, έχει μετατρέψει την Ενωση σε χώρα του γερμανικού ορντολιμπεραλισμού, της αέναης λιτότητας και της ανεργίας, με απόψεις κατά της Γαλλίας και κατά των χωρών της Νότιας Ευρώπης, με λάφυρο την Ελλάδα. Ετσι, είναι αρκετά εύκολο για την Ανγκελα Μέρκελ και τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε να παίζουν τον ρόλο των πραγματικών υπερασπιστών της ευρωπαϊκής ιδέας εντός και εκτός Γερμανίας, με αντιευρωπαϊκή πολιτική.
Φυσικά, όπως επιμένει ο Γιούργκεν Χάμπερμας, αυτός είναι ένας πολύ εθνικός τρόπος θεώρησης των πραγμάτων. Βέβαια, οι Χριστιανοδημοκράτες δεν φοβούνται ότι ο Τύπος πρόκειται να ενημερώσει τους Γερμανούς ψηφοφόρους σχετικά με τους χίλιους λόγους για τους οποίους οι λοιποί ψεκασμένοι, ο Ελληνας του δημοψηφίσματος, ο Ιταλός, ο Αγγλος, ο Γάλλος, ο Αυστριακός και ο Ολλανδός, μπορεί να βλέπουν να πράγματα τελείως διαφορετικά.
«Με μια στάλα πολιτικής αποφασιστικότητας», είχε πει ο Χάμπερμας, «η κρίση του κοινού νομίσματος θα μπορούσε να προκαλέσει αυτό που κάποιοι κάποτε προσδοκούσαμε από μια κοινή ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική: τη δυνατότητα να μοιράζεσαι ένα κοινό ευρωπαϊκό πεπρωμένο ασφάλειας, ευημερίας για όλους... Μια συνείδηση που, βέβαια, ξεπερνάει τα εθνικά σύνορα...».
Και το είχε πει γιατί, όπως πολλοί άλλοι, πιστεύει ότι όσο δεν πέφτει αυτή η σταγόνα, οι αναγκαίες πολιτικές θα μένουν ανενεργές και θα παγιώνονται τα προβλήματα τα οποία καλούνται να λύσουν ελπιδοφόροι - όπως ήταν ο Ολάντ, ο Ρέντσι, όπως ο Τσίπρας αν θέλετε, ίσως, όπως και ο Μακρόν.
Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 19/5/2017.
Η αξιολόγηση της δημόσιας διοίκησης, δηλαδή των δημοσίων πολιτικών, των δομών και των δημοσίων υπαλλήλων είναι μια από τις πιο παρεξηγημένες διαδικασίες του Ελληνικού πολιτικό-διοικητικού συστήματος. Κατά τη φάση της αξιολόγησης των δημοσίων πολιτικών ελέγχονται τα αποτελέσματα της πολιτικής τόσο από δημόσιους, όσο και από κοινωνικούς δρώντες, με στόχο τον πιθανό επαναπροσδιορισμό των προβλημάτων και των προτεινόμενων λύσεων. Έτσι για παράδειγμα, μια σημαντική αλλαγή στην εκπαιδευτική πολιτική της χώρας, όπως αυτή που προτείνεται σήμερα, εφόσον ψηφισθεί και εφαρμοσθεί θα πρέπει να αξιολογηθεί μετά από ένα εύλογο διάστημα εφαρμογής ανεξαρτήτου κυβέρνησης ή υπουργού. Το βασικό πρόβλημα προκύπτει καθώς το ζητούμενο συνήθως είναι η πολιτική επιτυχία, η οποία είναι σαφώς διαφορετική από την επιτυχία της δημόσιας πολιτικής. Η πολιτική επιτυχία αναφέρεται στην αύξηση της εκλογικής προοπτικής, καθώς ο βασικός στόχων των εκλεγμένων πολιτικών είναι να παραμείνουν στην εξουσία και δεν έχει καμία σχέση με την εκτίμηση των αποτελεσμάτων (τι «δουλεύει» και τι όχι), η οποία θα διευκόλυνε τους διαμορφωτές της πολιτικής να προχωρήσουν σε βελτιώσεις της δημόσιας πολιτικής. Κατά τον τρόπο αυτό, η αξιολόγηση των δημοσίων πολιτικών χάνει την αξία της καθώς περιορίζεται σε μια στείρα αντιπαράθεση μεταξύ των κομμάτων που τις εφαρμόζουν και μεταξύ των ψηφοφόρων τους που τις στηρίζουν στη βάση της κομματικής τους προτίμησης. Τα επιστημονικά εργαλεία για την ίδια την ουσιαστική αξιολόγηση μένουν ανέγγιχτα.
Αντίστοιχα, η συχνή και πολυεπίπεδη αξιολόγηση των δομών της δημόσιας διοίκησης μπορεί να οδηγήσει σε βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών, σε μείωση του κόστους της δημόσιας διοίκησης και σε καλύτερες συνθήκες εργασίας για τους δημόσιους υπαλλήλους. Μπορεί επίσης να βελτιώσει τη σχέση μεταξύ πολιτών και δημόσιας διοίκησης καθώς σημαντική παράμετρος της αξιολόγησης είναι η γνώμη των πολιτών για τις παρεχόμενες υπηρεσίες. Ωστόσο, στην Ελλάδα, η αξιολόγηση των δομών της δημόσιας διοίκησης συνήθως αντιμετωπίζεται με μεγάλη επιφύλαξη, καθώς ταυτίζεται με κλείσιμο ή συγχώνευση οργανισμών και υπηρεσιών και άρα αβέβαιο μέλλον για τους εργαζόμενους, αλλά και για την παροχή των σχετικών υπηρεσιών. Η επιφύλαξη αυτή είναι δικαιολογημένη, καθώς συχνά οι διαδικασίες αξιολόγησης εντείνονται σε περιόδους λιτότητας ακριβώς για αυτό το λόγο. Στην Ελλάδα, δε, πολλοί οργανισμοί και υπηρεσίες αξιολογήθηκαν για πρώτη φορά ακριβώς για αυτό το σκοπό μέσα στα χρόνια της κρίσης. Η χρήση της αξιολόγησης με αποκλειστικό στόχο τη συρρίκνωση του δημοσίου τομέα φυσικά της στερεί την αναπτυξιακή και μεταρρυθμιστική προοπτική της.
Η αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων έρχεται να συμπληρώσει τα δύο άλλα επίπεδα αξιολόγησης που μόλις περιγράφηκαν. Στα επιτυχημένα συστήματα διοίκησης ανθρώπινου δυναμικού, η αξιολόγηση καταρχάς συνδέεται με την προσωπική ανάπτυξη και βελτίωση των υπαλλήλων. Συνδυάζει στοιχεία αυτοαξιολόγησης και αξιολόγησης από πολίτες, συναδέλφους και προϊσταμένους. Σε ένα επόμενο στάδιο η αξιολόγηση μπορεί να συνδεθεί με τη λογική του μισθού με βάση την απόδοση, δηλαδή μια λογική που αποσυνδέει την αμοιβή των δημοσίων υπαλλήλων από την αρχαιότητα και τη συνδέει με κριτήρια όπως η απόδοση, η επιτυχής ολοκλήρωση προγραμμάτων και η επίτευξη στόχων. Για να είναι ένα τέτοιο σύστημα επιτυχημένο πρέπει να ακολουθείται σωστή μεθοδολογία αξιολόγησης της απόδοσης των υπαλλήλων. Η απόλυση ενός υπαλλήλου με βάση την αξιολόγηση του δεν είναι ένα σύστημα που συναντάται ή προτείνεται, εκτός αν η αξιολόγηση οδηγήσει σε αποκαλύψεις πειθαρχικών παραπτωμάτων ή διαφθοράς. Και σε αυτή την περίπτωση πάντως τίθενται σε λειτουργία άλλες πειθαρχικές διαδικασίες που όντως μπορούν να οδηγήσουν και στην απόλυση. Από την άλλη πλευρά, είναι ανεπαρκής όταν λαμβάνει χώρα στο κενό χωρίς να υπάρχει αντίστοιχο κλίμα και διαδικασίες αξιολόγησης στη χώρα. Και σε αυτήν την περίπτωση η εισαγωγή της συνήθως αντιμετωπίζεται με δυσπιστία, καθώς θεωρείται ότι μπορεί να οδηγήσει σε μείωση μισθού, σε μετακίνηση ή και σε απόλυση δημοσίων υπαλλήλων. Η ελληνική περίπτωση ομοιάζει δυστυχώς με την τελευταία περιγραφή.
Παρά τους παραπάνω θεωρητικούς προβληματισμούς για την υλοποίηση της αξιολόγησης δημοσίων υπαλλήλων στην Ελλάδα, η πλειοψηφία της κοινής γνώμης τάσσεται σαφώς υπέρ της απόλυσης δημοσίων υπαλλήλων μετά από αρνητική αξιολόγηση. Η πρόσφατη έρευνα της Prorata αποκάλυψε ότι το 63% των ψηφοφόρων συμφωνεί με τις απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων, ενώ μόνο το 18% διαφωνεί με αυτές. Τα ποσοστά αποδοχής των απολύσεων είναι ακόμα υψηλότερα μεταξύ μελών συγκεκριμένων κατηγοριών απασχόλησης, όπως οι ελεύθεροι επαγγελματίες (68%). Τα υψηλά ποσοστά αυτών που επιθυμούν την απόλυση των δημοσίων υπαλλήλων όταν η επίδοση τους αξιολογείται αρνητικά αποδεικνύουν την αγανάκτηση του κόσμου με τη δημόσια διοίκηση και την έλλειψη θετικού κλίματος για τις διαδικασίες αξιολόγησης. Αν όμως επιθυμούμε την προώθηση των μεταρρυθμίσεων της δημόσιας διοίκησης, η σύνδεση της αξιολόγησης με την απόλυση των δημοσίων υπαλλήλων θα δημιουργήσει ακόμα μεγαλύτερη δυσπιστία και αντιστάσεις ως προς τον θεσμό της αξιολόγησης. Κάτι τέτοιο θα εμποδίσει παρά θα διευκολύνει την εύρεση καλύτερων λύσεων για τα δημόσια προβλήματα ή/και τη λιγότερο κοστοβόρα λειτουργία του δημόσιου τομέα.
Δημοσιεύτηκε στους Θεματικούς Πυρήνες της Prorata στις 13/2/2017.
Ο Μίλερ αναδεικνύει τα χαρακτηριστικά του λαϊκισμού, αναλύει τη λειτουργία του στο πολιτικό σκηνικό και διευκρινίζει ότι οι λαϊκιστές ηγέτες έχουν έρθει στην εξουσία με τη συνεργασία των συντηρητικών ελίτ. Επίσης, εξηγεί με ποιον τρόπο η έννοια του λαϊκισμού χρησιμοποιείται για τη δυσφήμηση κομμάτων και κινημάτων, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ και το Podemos.
• Ολο και συχνότερα τα τελευταία χρόνια συναντάμε τον όρο «λαϊκισμός», ο οποίος φαίνεται να αποτελεί το όνομα για διαφορετικά φαινόμενα. Ως αποτέλεσμα υπάρχει μεγάλη σύγχυση γύρω απ' αυτόν. Ποιος είναι ο δικός σας ορισμός;
Ο καθένας που ασκεί κριτική στις ελίτ δεν σημαίνει ότι είναι αυτόματα λαϊκιστής. Βασικά, οι λαϊκιστές ισχυρίζονται πάντα ότι αυτοί και μόνον αυτοί εκπροσωπούν τον λαό ή αυτό που οι λαϊκιστές ονομάζουν συχνά «τον πραγματικό λαό» ή «τη σιωπηλή πλειοψηφία». Αυτή η ρητορική, η οποία πιθανώς αρχικά ακούγεται ακίνδυνη, έχει δύο ολέθριες συνέπειες:
Πρώτον, όλοι οι άλλοι πολιτικοί ανταγωνιστές χαρακτηρίζονται από τους λαϊκιστές ως μέρος της διεφθαρμένης ελίτ.
Δεύτερον, στους πολίτες οι οποίοι δεν υποστηρίζουν τους λαϊκιστές αμφισβητείται η θέση τους ως κατάλληλων μελών του λαού.
Με άλλα λόγια, οι λαϊκιστές δεν είναι απλώς «αντι-συστημικοί» (όταν βρίσκονται στην αντιπολίτευση). Περισσότερο, το πλέον κρίσιμο χαρακτηριστικό τους, είναι ο αντι-πλουραλισμός.
Αυτός μεταφράζεται σε αποκλεισμούς στο κομματικό επίπεδο -όλοι οι υπόλοιποι πολιτικοί είναι «ανέντιμοι»- και, λιγότερο προφανώς, σε αποκλεισμούς στο επίπεδο των πολιτών: οι αντίπαλοι των λαϊκιστών παρομοιάζονται απ' αυτούς με εθνοπροδότες. Να σημειώσω ότι για τους λαϊκιστές όλα τα πολιτικά θέματα ηθικοποιούνται αμέσως. Δεν υπάρχει η έννοια της νόμιμης διαφωνίας σχετικά με πολιτικές (και, στο τέλος, σχετικά με αξίες), μόνο καλοί εναντίον διεφθαρμένων και προδοτών.
• Υπάρχει όντως δεξιός και αριστερός λαϊκισμός και σε τι συνίσταται η διαφορά τους;
Εάν παρακολουθήσετε την προσέγγισή μου, τότε ο αριστερός λαϊκισμός δεν αποτελεί μια αντίφαση εν τοις όροις, αντίθετα απ' αυτό που ισχυρίζονται ορισμένοι φιλελεύθεροι και ορισμένοι στην Αριστερά.
Ο Τσάβες ήταν ξεκάθαρα λαϊκιστής: μετά από ένα σημείο κατέστη αδύνατο να διαφωνήσεις μαζί του χωρίς να σε κηρύξουν εχθρό του λαού ή του σχεδίου για τον σοσιαλισμό του 21ου αιώνα.
Με άλλα λόγια, επρόκειτο για έναν πλήρη αντι-πλουραλισμό στο όνομα του λαού. Ωστόσο, το Podemos και ο ΣΥΡΙΖΑ -παρότι ορισμένοι από τους ηγέτες τους αποκαλούνται λαϊκιστές- δεν ταιριάζουν στο πρότυπό μου.
Βέβαια, πρέπει να έχουμε κατά νου ότι πρόκειται για νεαρά κόμματα που βρίσκονται σε εξέλιξη με πολλά διαφορετικά ρεύματα και έτσι αυτή η κρίση είναι υπό δοκιμή.
• Τα τελευταία χρόνια βλέπουμε στην Ευρώπη σημαντική άνοδο της Ακροδεξιάς: Ορμπαν, Καζίνσκι, Λεπέν, Βίλντερς, AfD. Δεν μπορεί να μην παρατηρήσουμε όχι μόνο έναν εμφανή ανορθολογισμό της ψήφου, αλλά και της ίδιας της εκστρατείας. Πιστεύετε ότι διανύουμε μια περίοδο στην οποία η ανορθολογική πολιτική γίνεται ο κανόνας στη Δύση;
Θα ήμουν πολύ προσεκτικός με την απόρριψη αυτών των πολιτικών, και κυρίως των ψηφοφόρων τους, ως ανορθολογικών. Εάν σκεφτούμε τους πιο επιτυχημένους απ' αυτούς που αναφέρατε, το αξιοπρόσεκτο είναι ακριβώς ότι το κόμμα του Ορμπαν το 2010 και του Καζίνσκι το 2015 έκαναν σχετικά μετριοπαθείς προεκλογικές καμπάνιες: δεν είπαν στον λαό ότι ήθελαν να καταλάβουν το κράτος, επίσημα ή ανεπίσημα να αλλάξουν το Σύνταγμα κ.λπ.
Γενικά, η εικόνα ενός φαινομενικά ακαταμάχητου κύματος λαϊκισμού και ανορθολογισμού -η οποία αναπαρήχθη ατελείωτα σε πολλά ΜΜΕ τους μήνες μετά την εκλογή Τραμπ- είναι βαθύτατα αποπροσανατολιστική. Τελικά, ο Νάιτζελ Φάρατζ δεν κατάφερε τα πάντα για το Brexit από μόνος του.
Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος εξαρτήθηκε σε μεγάλο βαθμό από παραδοσιακούς συντηρητικούς, όπως ο Μπόρις Τζόνσον και ο Μάικλ Γκόουβ. Ο δρόμος για το Brexit προετοιμάστηκε επίσης επί μακρόν από έναν βαθύτατα αντιευρωπαϊκό Τύπο.
• Και στις ΗΠΑ;
Παρομοίως, ο Τραμπ δεν έγινε πρόεδρος ως υποψήφιος ενός καινοτόμου, αμεσοδημοκρατικού κινήματος διαμαρτυρίας κατά του κατεστημένου. Μάλλον εκπροσωπούσε ένα πολύ κατεστημένο κόμμα και χρειάστηκε επίσης τις ευλογίες μεγάλων ονομάτων των Ρεπουμπλικανών, όπως ο Ρούντι Τζουλιάνι, ο Νιουτ Γκρίνγκριτς και o Κρις Κρίστι.
Αυτό που συνέβη στις 8 Νοεμβρίου δεν ήταν ένας ελεύθερος θρίαμβος για τον λαϊκισμό, αλλά μια επιβεβαίωση του πώς έχει εξελιχθεί στην πραγματικότητα η οπαδική πολιτική στις ΗΠΑ: το 90% των αυτοπροσδιοριζόμενων ως Ρεπουμπλικανών ψήφισαν υπέρ του Τραμπ.
Ξεκάθαρα, δεν θα μπορούσαν να φτάσουν να ψηφίσουν Δημοκρατικούς, ακόμα και εάν ορισμένοι Ρεπουμπλικανοί δήλωναν στις δημοσκοπήσεις ότι είναι βαθύτατα προβληματισμένοι με την υποψηφιότητα Τραμπ.
• Αρα λειτουργούν συμπληρωματικά με το κατεστημένο;
Μέχρι σήμερα, κανένας δεξιός λαϊκιστής δεν έχει έρθει στην εξουσία στη Δυτική Ευρώπη ή στη Βόρεια Αμερική χωρίς τη συνεργασία των κατεστημένων συντηρητικών ελίτ.
Η εικόνα από τα μίντια ενός ακαταμάχητου κύματος -ή η θεωρία που πλασάρει η Λεπέν για μια τις ελίτ που πέφτουν σαν ντόμινο η μία μετά την άλλη- υπερεκτιμά σε τεράστιο βαθμό τη δύναμη των λαϊκιστών. Και αποσπά την προσοχή από την ευθύνη των συντηρητικών.
• Πόσο επηρεάζουν οι λαϊκιστές το πολιτικό σύστημα;
Υπάρχει ένας επιπλέον κίνδυνος στην παρανόηση του λαϊκισμού. Μετά τις ολλανδικές εκλογές, πολλά κανάλια -από το ένα άκρο έως το άλλο- έσπευσαν να ανακηρύξουν μια «μετα-λαϊκιστική στιγμή».
Μια τέτοια προοπτική δεν βλέπει τη διάκριση ανάμεσα στον λαϊκισμό ως αίτημα για ένα ηθικό μονοπώλιο στην αντιπροσώπευση και σε ιδιαίτερες πολιτικές ιδέες οι οποίες έχουν μια συγγένεια με τον λαϊκισμό -σκεφτείτε τους περιορισμούς στους πρόσφυγες και τους μετανάστες- αλλά δεν είναι καθαυτό λαϊκιστικές.
Στην Ολλανδία ο Βίλντερς, ο οποίος όντως είναι λαϊκιστής, τα πήγε χειρότερα απ' ό,τι αναμενόταν. Δύσκολα θα μπορούσε κάποιος να πει ότι «έχασε», δεδομένων των κερδών του κόμματός του σε έδρες.
Ομως ο συμβατικός αντίπαλός του, ο φιλελεύθερος πρωθυπουργός Μαρκ Ρούτε, υιοθέτησε πολλά από τη ρητορική του Βίλντερς, λέγοντας ότι οι μετανάστες που δεν θέλουν να συμπεριφέρονται «φυσιολογικά» πρέπει να εγκαταλείψουν τη χώρα.
Ο Ρούτε δεν έγινε λαϊκιστής – δεν ισχυρίζεται ότι είναι ο μοναδικός εκπρόσωπος του αυθεντικού ολλανδικού λαού. Ομως η πολιτική κουλτούρα μετατοπίζεται προς τα δεξιά, χωρίς κανενός είδους κατάλληλη δημοκρατική εξουσιοδότηση από τους πολίτες και οι μειονότητες έχουν αρκετούς λόγους για να ανησυχούν.
Μ' αυτή την έννοια, αντί να βλέπουμε τη μετα-λαϊκιστική στιγμή που ήδη αναγγέλθηκε από τους δημοσιογράφους, ίσως γινόμαστε μάρτυρες της νίκης των λαϊκιστών, παρότι επισήμως δεν έχουν νικήσει.
• Οι διαμαρτυρίες ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό και την παγκοσμιοποίηση χαρακτηρίζονται από τις κυβερνήσεις ως «λαϊκισμός». Αποτελεί αυτό έναν βολικό τρόπο για να υπερβούν κάθε κριτική και να εξουδετερώσουν τα κοινωνικά και πολιτικά κινήματα;
Ναι, πολύ συχνά, όταν οι παρατηρητές -ή οι εκπρόσωποι της Ε.Ε.- αποκαλούν το Podemos και τον ΣΥΡΙΖΑ λαϊκιστές, είναι για να τους δυσφημήσουν και τελικά τους βάζουν στην ίδια κατηγορία με τη Λεπέν. Αλλά, για να υπογραμμίσω για ακόμα μία φορά τη διαφορά, αυτά τα κόμματα δεν είναι από θέση αρχών αντιευρωπαϊκά με τον τρόπο που είναι η Λεπέν. Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι η διαμαρτυρία δεν αποτελεί πρόβλημα για τη δημοκρατία.
Αντίθετα, το γεγονός ότι οι πολίτες ψηφίζουν ή διαμαρτύρονται ειρηνικά δείχνει ότι έχουν την ελπίδα ότι θα ακουστούν. Τα τελευταία χρόνια, η ενέργεια των «κινημάτων των πλατειών» στην Αθήνα και τη Μαδρίτη διοχετεύτηκε σε σχηματισμούς όπως ο ΣΥΡΙΖΑ και το Podemos. Οι τελευταίοι κατάφεραν να φέρουν στις κάλπες εκείνους που παλιότερα απείχαν.
Σε ένα διαφορετικό πολιτικό σύμπαν, η διαμαρτυρία θα μπορούσε να διαχωριστεί πλήρως από την κοινοβουλευτική πολιτική: ίσως κάποιοι πολίτες να είχαν καταλήξει στη βία. Αντίθετα, τα κομματικά συστήματα στη Νότια Ευρώπη έδειξαν μια εκπληκτική ικανότητα να εκφράσουν τις νέες ανησυχίες και τις συγκρούσεις (κυρίως γύρω από την ευρωκρίση και τη διαφθορά).
Μ' αυτή την έννοια, δεν αντανακλούν τόσο μια κρίση εκπροσώπησης, όπως λέγεται συχνά, αλλά το γεγονός ότι ίσως τα πολιτικά συστήματα μπορούν να ανανεωθούν.
Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 13/5/2017.
Και τώρα τι; Μπορούμε να μιλάμε για νίκη των φιλοευρωπαϊκών, δημοκρατικών δυνάμεων; Για ήττα του εθνικισμού; Αυτό είναι, περίπου, το ερώτημα για αρκετούς στη Γαλλία και την Ευρώπη.
Με βάση τα αποτελέσματα του δεύτερου γύρου των προεδρικών εκλογών, ο Μακρόν έλαβε το 66,1% και η Λεπέν το 33,9%. Η αποχή ξεπέρασε το ένα τέταρτο (25,4%), ενώ τα λευκά έφτασαν στο 11,5%. Ο Μακρόν θα βρίσκεται στην προεδρία για τα επόμενα πέντε χρόνια.
Οι κάλπες επίσης έδειξαν ότι, σε εθνικό επίπεδο, 10,6 εκατομμύρια Γάλλων (το 1/3 των ψηφοφόρων) ήθελαν τη Λεπέν στην προεδρία. Παρότι η Ακροδεξιά προσδοκούσε ένα μεγαλύτερο ποσοστό, κάθε άλλο παρά περιθωριοποιημένη είναι σε εθνικό επίπεδο:
πήρε 4 εκατομμύρια περισσότερες ψήφους σε σχέση με το 2012 και, άρα, η Λεπέν -το αντιδημοκρατικό, ρατσιστικό, αντιευρωπαϊκό κόμμα της- επαίρεται για το ότι θα είναι η βασική αντιπολιτευτική δύναμη απέναντι στον Εμανουέλ Μακρόν την επόμενη πενταετία, δεδομένης της κατάρρευσης των δύο βασικών μεταπολεμικών γαλλικών κομμάτων και του κατακερματισμού της Αριστεράς.
Επιπλέον, σύμφωνα με μετεκλογικές δημοσκοπήσεις, πάνω από το 40% των ψηφοφόρων του Μακρόν δήλωσαν ότι ψήφισαν κατά της εθνικίστριας Λεπέν και όχι υπέρ του Μακρόν. Ετσι, το 66,1% δεν σημαίνει απόλυτη νίκη ούτε γαλλική επιταγή υπέρ του προγράμματός του, εφόσον η εφαρμογή του ή όχι θα καθοριστεί και από το αβέβαιο αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών στις 11 και 18 Ιουνίου.
Επομένως, ο Μακρόν θα πρέπει να κάνει ό,τι απέτυχε να κάνει ο απερχόμενος Ολάντ: πρώτον, να συσπειρώσει γύρω του τους Γάλλους και, δεύτερον, να αλλάξει το τρέχον μοντέλο της Ευρώπης.
Στην Ε.Ε., μετά τη νίκη Μακρόν, την ανησυχία διαδέχθηκε η μακαριότητα. Τα θεσμικά όργανα της Ε.Ε. διαμήνυσαν στη Γαλλία «αποφασιστικότητα και εφαρμογή των αναγκαίων οικονομικών μεταρρυθμίσεων».
Λίγες ώρες μετά την εκλογή Μακρόν, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, επέκρινε τους Γάλλους για δημοσιονομική ανευθυνότητα στο σκέλος των δαπανών: «Πολύ χρήμα σε λάθος πράγματα». Η Γαλλία αναμένεται να έχει δημοσιονομικό έλλειμμα που ξεπερνά το 3% του ΑΕΠ που θέτει η Ε.Ε. για τις χώρες της ευρωζώνης - κανόνας που, στην ουσία, ήταν μια γαλλική επινόηση.
Στην προεκλογική εκστρατεία του, ο Μακρόν υποσχέθηκε εφαρμογή του 3% με περικοπή έως και 120.000 θέσεων εργασίας από τον δημόσιο τομέα, ύψους 60 δισ. ευρώ για την πενταετία, με το επιχείρημα ότι το Βερολίνο θα σεβαστεί το Παρίσι εφόσον η Γαλλία ανακτήσει την πρότερη αξιοπιστία της μέσω των οικονομικών μεταρρυθμίσεων... λιτότητας.
Ομως, ας μην ξεχνάμε ότι σχετικά με την οικονομία, το εμπόριο, τα πιθανά οφέλη που προσδοκά η Γαλλία από μια σκληρή γραμμή στο Brexit, ακόμα και για το ελληνικό χρέος, ο Μακρόν ήδη έχει επικριθεί από τη γερμανική ηγεσία:
«Οι Γάλλοι βάζουν ιδέες, αλλά εμείς βάζουμε το χέρι στην τσέπη». Μόνον ο υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας, Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, είδε τη νίκη Μακρόν ως «πρόκληση για την ηγεσία της Ε.Ε.», υπονοώντας ότι η φιλοευρωπαϊκή στάση και η νίκη του «είναι επίσης μια εντολή για εμάς τους Γερμανούς: θα πρέπει να κάνουμε περισσότερα για την Ευρώπη και όχι να κουνάμε το δάχτυλο».
Ετσι, οι γερμανικές βουλευτικές εκλογές τον Σεπτέμβριο του 2017 θεωρούνται ορόσημο για περαιτέρω εξελίξεις σε όλη την Ευρώπη, δεδομένου του αιτήματος του γαλλικού φιλελεύθερου Κέντρου για αλλαγές στην Ευρώπη. Κατά τον Μακρόν: «Η Ε.Ε. είτε θα αλλάξει είτε θα αντιμετωπίσει ένα πιθανό Frexit».
Ομως, το 2017, στη σκιά του εορτασμού των 70 χρόνων του Σχεδίου Μάρσαλ, οι τρέχουσες αναλύσεις δεν απαντούν σε κανένα από τα ζωτικά προβλήματα της Ενωσης που έχει χτιστεί από κράτη με ορισμένο αριθμό εργαλείων και πολλές αδυναμίες για τη συνολική ευημερία.
Ακόμα και η καταπολέμηση του λαϊκισμού σημαίνει την αναδημιουργία οράματος και νοήματος, δηλαδή μακροπρόθεσμο κοινωνικοοικονομικό και πολιτικό σχέδιο, όπως αυτό του 1947 - που ακόμα απουσιάζει.
Το 82% των Ευρωπαίων θέλει μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα της Ε.Ε. στον αγώνα κατά της τρομοκρατίας, το 78% για την ευημερία, το 75% στον αγώνα για την καταπολέμηση της φορολογικής απάτης, το 74% όσον αφορά τη μετανάστευση, το 71% όσον αφορά την προστασία των εξωτερικών συνόρων και το 66% στον τομέα της ασφάλειας και της άμυνας.
Η Ε.Ε. έχει δείξει μάλλον αδυναμία να συμβάλει στη σταθεροποίηση των οικονομικών κύκλων, των προϋπολογισμών ή ακόμη στη διατήρηση της ασφάλειας και του κράτους δικαίου. Η ανοικοδόμηση ενός ευρωπαϊκού πολιτικού και κοινωνικού μοντέλου ηπειρωτικής κλίμακας εμποδίζεται από εμμονές, υπαγορευμένες εθνικές λύσεις, την αναζωπύρωση των εθνικισμών∙ από την άρνηση των κρατών για αλληλεγγύη∙ την άρνηση καταπολέμησης των ανισοτήτων.
Αυτό είναι που θέλουν οι πολίτες καθώς ψάχνουν να ξαναβρούν τη μοίρα τους στον μεταβαλλόμενο κόσμο; Αυτό θέλουν οι Γάλλοι, οι 'Αγγλοι, οι Ισπανοί, οι Ιταλοί, οι Έλληνες και οι άλλοι; Σε αυτά απαντήσεις δεν υπάρχουν.
Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 12/5/2017.