Σάββατο, 26 Απρίλιος 2025

Είναι ο ΣΥΡΙΖΑ κόμμα μίας χρήσης;

Ο πρόεδρος της Ν.Δ. χαρακτήρισε τον ΣΥΡΙΖΑ «κόμμα της κρίσης» και άρα «κόμμα μίας χρήσης». Ενδιαφέρον, ποιος το λέει αυτό. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν είναι ένας αυτοδημιούργητος πολιτικός, αλλά γόνος μιας πανίσχυρης πολιτικής δυναστείας, της ισχυρότερης στην Ελλάδα. Ισχυρότερης και από τους Παπανδρέου και από τους Καραμανλήδες.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης - παππούς, στην Κρήτη, στα 1889-90, είναι αυτός που πατρονάρισε ώστε να εκλεγεί βουλευτής ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Μια δυναστεία λοιπόν που παραπέμπει στο ολιγαρχικό πολιτικό σύστημα του προπερασμένου αιώνα εναντίον ενός κόμματος «μίας χρήσης». Ανανέωση ή αναπαλαίωση της Ελλάδας; Δεν είναι ήδη ρετρό οι δύο από τους τρεις πολιτικούς αρχηγούς (Μητσοτάκης, Γεννηματά) να είναι γόνοι, άνθρωποι χωρίς καμιά ιδιότητα που θα τους αναδείκνυε σε αρχηγούς, πέραν του κληρονομημένου ονόματος;

Δεν θα φαίνεται σαν επιστροφή στο μακρινό παρελθόν το ενδεχόμενο μια χώρα όπου η κυβέρνηση και πρώτος δήμος της περιέρχονται στην πιο παλιά πολιτική οικογένεια; Μπορεί να καυχηθεί κανείς ότι η οικογενειοκρατία σημαίνει εκσυγχρονισμός, πρόοδος της δημοκρατίας και της ισονομίας των πολιτών; Ο Μητσοτάκης, άθελά του, συνοψίζει το πολιτικό πρόβλημα ακριβώς σ' αυτό το ερώτημα.

Αλλά είναι ο ΣΥΡΙΖΑ «κόμμα μίας χρήσης»; Με βάση την πεποίθηση ότι αποτελεί συναισθηματική και αδικαιολόγητη αντίδραση στην κρίση, χωρίς μέλλον, κάτι σαν παροδική καταιγίδα, πορεύτηκε η Ν.Δ. και το ΚΙΝ.ΑΛΛ. και τα φιλικά τους ΜΜΕ, όχι μόνο από το 2015, θεωρώντας τον παρένθεση και ζητώντας κάθε τρίμηνο εκλογές, αλλά από το 2012, όταν ο δίδυμος σεισμός εκείνου του χρόνου κλόνισε το προηγούμενο κομματικό σύστημα.

Μπορεί να διαψεύστηκαν από την ανθεκτικότητά της κυβέρνησης, από τη βελτίωση των οικονομικών δεικτών, από τη σύσσωμη ευρωπαϊκή αποδοχή της λύσης του Μακεδονικού. Ωστόσο η ιδέα της παροδικότητας υπαγορεύει τις θεωρίες για «στρατηγική ήττα», αλλά και τις αυταπάτες για επιστροφή στο προ της κρίσης κομματικό σύστημα. Ας την εξετάσουμε λοιπόν.

Πρόσφατα κυκλοφόρησε το συλλογικό έργο «ΣΥΡΙΖΑ, ένα κόμμα εν κινήσει. Από τη διαμαρτυρία στη διακυβέρνηση» σε επιμέλεια Γιάννη Μπαλαμπανίδη, (εκδ. Θεμέλιο). Πρόκειται για ένα συλλογικό πορτρέτο του κόμματος «που αναδύθηκε αιφνιδίως, προκάλεσε έντονα πάθη, εκτοξεύτηκε μέσα από τις αντιφάσεις του και (μοιάζει να) εγκαθιδρύθηκε ως βασικός παίκτης εξουσίας, αφήνοντας βαθύ αποτύπωμα στην εποχή του, για το καλό ή το κακό».

Στην έκδοση αυτή συγκεντρώνονται μελέτες από 19 από τους καλύτερους νέους πολιτικούς επιστήμονες και ιστορικούς, συνομήλικους λίγο πολύ, του εγχειρήματος ΣΥΡΙΖΑ. Και επειδή οι συγγραφείς συγκρίνουν τη δουλειά τους με τις μελέτες των δασκάλων τους για το ΠΑΣΟΚ, δηλαδή εκείνες που γράφηκαν στη δεκαετία του 1980 και 1990, θα έλεγα ότι είναι καλύτερη.

Γιατί σε εκείνες τις μελέτες, η ανάλυση υποχωρούσε στη δεοντολογία. Οι συγγραφείς δηλαδή τότε είχαν έναν κανόνα στο μυαλό τους και μετρούσαν με τη μεζούρα τις αποκλίσεις. Στον τόμο αυτό δεν υπάρχει η αντίληψη ότι η Ελλάδα είναι εξαίρεση ή απόκλιση από την Ευρώπη. Αντίθετα, ξεδιπλώνεται η αντίληψη ότι μέσα από την κρίση που έπληξε την Ελλάδα προκύπτει ένας πειραματισμός ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος, στον οποίο δοκιμάζονται πολλά υλικά, ευρωπαϊκά και ελληνικά.

Το βιβλίο, χωρίς να υποκαθιστά μια ιστορία της κρίσης, διαβάζεται και ως ιστορία της κρίσης. Νομίζω ότι η έκδοση αυτή δίνει μια τεκμηριωμένη απάντηση, με στοιχεία από αλλεπάλληλες εκλογικές μετακινήσεις κατά τη διάρκεια χρόνων, στη θεωρία για την προσωρινότητα του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία τάχα θα εκλείψει με την επιστροφή στην κανονικότητα.

Δεν διαπιστώνουμε μόνο μια συνολική μετατόπιση τριών εκατομμυρίων ψήφων του ΠΑΣΟΚ σε τέσσερις διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις, αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ ακολούθησε την ίδια αλματώδη πορεία εκείνου του κόμματος, στα 1974-1981, που δημιούργησε ένα από τα μακροβιότερα ελληνικά πολιτικά συστήματα στην ελληνική ιστορία. Δίνει τεκμηριωμένη απάντηση και στις μεταμορφώσεις και μετατοπίσεις του ΣΥΡΙΖΑ που δεν ήταν μικρότερου βεληνεκούς από εκείνες του ΠΑΣΟΚ.

Η σύγκριση με το ΠΑΣΟΚ θεωρείται συνήθως αρνητική λόγω της κατάληξης αυτού το κόμματος. Ωστόσο εξέφρασε μια ιστορική ανάγκη: την άρνηση, τον τερματισμό και την υπέρβαση της μετεμφυλιακής περιόδου. Διεύρυνε τη Μεταπολίτευση και διαχειρίστηκε την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ, στην οποία προηγουμένως είχε αντιταχθεί. Εκείνα τα κόμματα από τα οποία το ΠΑΣΟΚ άντλησε μαζικά ψήφους ήταν η προδικτατορική Αριστερά (ΕΔΑ) και Κεντροαριστερά (μέρος της Ε.Κ.), σχηματισμοί που εξέφρασαν ανάλογες ανάγκες στην εποχή τους, και αυτά κόμματα χωρίς συνέχεια.

Παρατηρούμε επομένως ότι η δημοκρατική παράταξη στην Ελλάδα δεν εκφράζεται από ένα κόμμα παγιωμένης καθεστωτικής διαχρονίας, όπως η Δεξιά, αλλά από κομματικούς σχηματισμούς, οι οποίοι ανεξαρτήτως ιστορικής προέλευσης ανταποκρίνονται στις ιστορικές προκλήσεις της εποχής τους. Και ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ακόμη μέλλον αλλαγών και μετασχηματισμών. Αν δεν αλλάξει, ένας νέος σχηματισμός θα τον αντικαταστήσει, αργά ή γρήγορα.

Συμπέρασμα: Εχει δίκαιο ο πολιτικός γόνος. Το δίλημμα είναι αναπαλαίωση με δοκιμασμένα τζάκια ολιγαρχικού κοινοβουλευτισμού, πατροναρισμένα από λατινοαμερικάνικου τύπου νονούς, ή διάλογος και πειραματισμός με τη ρέουσα ιστορία;

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 6/5/2019. 

Η οικοδόμηση της Ε.Ε. και οι ευρωεκλογές

Η οικοδόμηση της ένωσης κρατών ήταν μια φιλόδοξη προσπάθεια. Σίγουρα, τα μέλη πέτυχαν κάποιο βαθμό οικονομικοπολιτικής ενοποίησης και κοινούς δημοσιονομικούς και νομισματικούς θεσμούς. Από την άλλη, η κρίση της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής αποκάλυψε αδυναμίες. Ταυτόχρονα, ανέδειξε τη διεθνή επιρροή των πιστωτριών χωρών, όπως π.χ. της Γερμανίας, και τις αδυναμίες των χωρών-οφειλετών, όπως π.χ. της Ελλάδας.

Παράλληλα, μετά τη συνεχιζόμενη περιπέτεια των Βρετανών, ενισχύθηκε η κοινή δέσμευση των λοιπών μελών για την ακεραιότητά της Ενωσης, της Ευρωζώνης και του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Τέλος, εκφράστηκαν οι βαθύτατες διαφωνίες ως προς την κατεύθυνση των θεσμικών μεταρρυθμίσεων που έχει ανάγκη το κοινό ευρωπαϊκό σπίτι. Συνεπώς, ενώ βρίσκεται στην ατζέντα των επόμενων χρόνων, το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση συναντά δυσκολίες γιατί υπάρχουν διαφωνίες τόσο ως προς τις μεταρρυθμίσεις καθαυτές και την ιεράχισή τους, όσο και προς την ποιότητα και την κατεύθυνσή τους.

Έτσι, στις 26 Μαΐου η Ελλάδα θα διεκδικήσει τη μοίρα της στο «κέντρο» των ευρωπαϊκών εξελίξεων. Οι υποψήφιοι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, προέρχονται από τη συνήθη δεξαμενή: έμπειρα κομματικά στελέχη, τηλεπερσόνες, πρωταθλητές, δημοσιογράφοι, καθηγητές πανεπιστήμιων, ηθοποιοί κ.λπ. Οπως το 2014, θα εκλεγούν ‒σύμφωνα με την κατανομή των κρατών‒ 21 Ευρωβουλευτές σ' ένα Σώμα 751 βουλευτών.

Με αναλογικό σύστημα και σε ενιαία εκλογική περιφέρεια, οι Ελληνες θα εκφράσουν την προτίμησή τους βάζοντας έως τέσσερις σταυρούς στο αγαπημένο τους ψηφοδέλτιο. Ως προς τη μορφολογία της, η απερχόμενη ομάδα Ευρωβουλευτών αριθμούσε 5 γυναίκες και 16 άντρες. Ως προς τη συμμετοχή τους σε πολιτικές ομάδες, οι έξι από τους Ευρωβουλευτές μετείχαν στην Ομάδα της Ενωμένης Αριστεράς, οι πέντε στην Ομάδα του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, οι τέσσερις στην Ομάδα των Σοσιαλδημοκρατών, ένας μετείχε στην Ομάδα των Ευρωπαίων Συντηρητικών και Μεταρρυθμιστών, ενώ πέντε βουλευτές δεν προσχώρησαν σε καμία πολιτική ομάδα και, στην περίπτωση αυτή, ανήκαν στους μη εγγεγραμμένους.

Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι στις Ευρωεκλογές του 2014 από το σύνολο των εγγεγραμμένων (10.013.834), ψήφισε το 59,33%, με την αποχή στο υψηλό 40,67%. Από τα παραπάνω ελάχιστα πολιτικά μπορούν να εξαχθούν ως προς τα προβλήματα της Ευρώπης αλλά και ως προς την ιεράρχηση των εθνικών θεμάτων. Έχουν περάσει ήδη 40 χρόνια από την προσχώρηση της Ελλάδας στην τότε ΕΟΚ, το 1979. Όμως η ιστορία, ενώ είναι ένας καλός οδηγός, δεν λύνει τη θεωρητική διαμάχη μεταξύ κράτους, αγοράς και διεθνών οργανισμών, όπως η Ε.Ε.

Ούτε απαντά στα πιεστικά προβλήματα του βάθους και της ποιότητας της δημοκρατίας, δηλαδή της επερχόμενης πολιτικής που, ipso facto, θα επηρεάσει και τα συναφή ζητήματα της οικονομίας και της συνολικής ευημερίας τόσο στα εθνικά όσο και στα ευρωπαϊκά συμφραζόμενα. Στην Ευρώπη, πολύ πριν από τις Ευρωεκλογές, έχουν ήδη αρχίσει οι συζητήσεις για ένα ευρύ δημοκρατικό-προοδευτικό μέτωπο ενάντια στην άνοδο της Ακροδεξιάς, του εθνικισμού και του άκρατου νεοφιλελευθερισμού, οι οποίες δεν αρκούν. Στην Ελλάδα, δεν έγινε κάτι ανάλογο από τις δυνάμεις που όφειλαν να το κάνουν. Ούτε συμφωνήθηκε κάποια πολιτική οικονομικής ανάταξης και σταθεροποίησης.

Απεναντίας, ιστορικά αποδείχθηκε το αποτύπωμα των αποσταθεροποιητικών πολιτικών. Και χωρίς καμία εξήγηση από την πλευρά των υπευθύνων Ν.Δ. και ΚΙΝ.ΑΛΛ., η συζήτηση γύρω από τη μακροοικονομική πολιτική, μετατράπηκε σε εθνικιστική διαμάχη και σε ακροδεξιό πολιτικό ξεπεσμό περί «επικινδυνότητας της Αριστεράς», με το απλουστευτικό και υβριστικό «Γιατί εμείς μπορούμε καλύτερα». Δεν απαντήθηκαν ούτε εθνικά θέματα, ούτε οι θεσμικές παρεμβάσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Παραδείγματος χάριν, το δημοψηφισματικό «Η μάχη είναι τελικά για τη φανέλα, για τη ΝΔ» δεν δείχνει ούτε την αναγκαία ταπεινότητα και σοβαρότητα για τα εθνικά θέματα, ούτε απαντά στα συνολικότερα προβλήματα της Ενωσης, τα οποία δημιουργήθηκαν με τη σύμπραξη τραπεζιτών και της ευρωπαϊκής Δεξιάς, του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος του ανθέλληνα υποψηφίου για την προεδρία Μ. Βέμπερ.

Λόγου χάρη, η ΕΚΤ ενδιαφέρεται περισσότερο για τον πληθωρισμό και λιγότερο για την ανεργία και την ανάπτυξη. Τι θα κάνουν; Το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης που θεσπίστηκε στη τρίτη φάσης της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) για να διασφαλίσει υγιή δημοσιονομική συμπεριφορά των χωρών της Ε.Ε., έχει προβλήματα τα οποία αναγνωρίστηκαν από όλους μετά την Μεγάλη Ύφεση του 2008, και ειδικότερα μετά την κρίση του ευρώ και την κρίση χρέους στην Ευρωζώνη.

Ο Γάλλος οικονομολόγος Ζαν Πισανί-Φερί, σε πρόσφατο άρθρο του με τίτλο «When Facts Change, Change the Pact» (Όταν αλλάζουν τα δεδομένα, αλλάζεις το Σύμφωνο» επικρίνει το Σύμφωνο Σταθερότητας του 1997. «Είναι –γράφει- σαν τα νέα ρούχα του αυτοκράτορα. Ο καθένας βλέπει ότι δεν υπάρχουν, αλλά λίγοι το παραδέχονται ανοιχτά. Αυτή η ανόητη σιωπή, είναι και κακή οικονομία και κακή πολιτική». Τι θα κάνουν με αυτά τα ζητήματα; Θα ζητήσει η Ν.Δ. και το ΚΙΝ.ΑΛΛ. να αλλάξουν, επωφελώς, για την Ευρώπη και, οπωσδήποτε, επωφελώς για τα εθνικά συμφέροντα;

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 3/5/2019. 

Διαβάζοντας Μουζέλη

Το βιβλίο του μας θυμίζει πόσο τυχεροί είμαστε στη χώρα μας που έχουμε τόσο σπουδαίους διανοούμενους.

Ο ομότιμος καθηγητής του LSE Νίκος Μουζέλης, στο βιβλίο του «Ματιές στο μέλλον - καπιταλισμός, σοσιαλδημοκρατία, κοινωνικό κράτος» (μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια) έχει την απάντηση στην ερώτηση που απασχολεί τη σύγχρονη παγκόσμια προοδευτική διανόηση: Πώς μπορεί να γίνει το πέρασμα από τον σημερινό βάρβαρο σε έναν πιο ανθρώπινο καπιταλισμό που θα έχει σαν στόχο τη μείωση των ανισοτήτων και την εξάπλωση πολιτικών, κοινωνικών, οικονομικών δικαιωμάτων στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας. Αυτός ο στόχος –σημειώνει ο Μουζέλης– προϋποθέτει νέες λύσεις στα δύο βασικά προβλήματα των αναπτυγμένων χωρών: Στο πρόβλημα της ανεργίας και της συρρίκνωσης του κοινωνικού κράτους.

Θα σταθώ στο σκεπτικό του για το δεύτερο, που στηρίζεται στην «αρχή της γενναιόδωρης επιλεκτικότητας». Ο Μουζέλης υποστηρίζει ότι πρέπει να σπάσει το ταμπού της αριστεράς για την καθολικότητα των παροχών ανεξάρτητα από εισοδηματικά κριτήρια και να περάσουμε σε μια ριζική ανακατανομή των κοινωνικών πόρων ώστε να προσφέρονται υψηλού επιπέδου υπηρεσίες μόνο στα μη εύπορα κοινωνικά στρώματα. Αποδεικνύει ότι η αρχή της καθολικότητας των παροχών αντί να αμβλύνει το χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών το εντείνει, για να καταλήξει ότι μια νέα σοσιαλδημοκρατική στρατηγική πρέπει να προτάξει το πέρασμα από τη σημερινή άκρως αναποτελεσματική και άδικη καθολικότητα στη γενναιόδωρη επιλεκτικότητα: Τίποτα δωρεάν για τις εύπορες τάξεις, μερική βοήθεια στις μικρομεσαίες και πλήρης κάλυψη αναγκών των οικονομικά ευάλωτων ομάδων.

Με άλλα λόγια, σύμφωνα με την πρόταση του Ν. Μουζέλη, πρέπει επιτέλους να συμφωνήσουμε ως κοινωνία ότι δεν μπορεί το παιδί του άνεργου και το παιδί του εφοπλιστή να παίρνουν δωρεάν το πανεπιστημιακό σύγγραμμα, ούτε ο εκατομμυριούχος και ο άπορος να έχουν τις ίδιες δυνατότητες πρόσβασης στις δομές της δημόσιας υγείας.

Με το βιβλίο αυτό ο Μουζέλης απαντά στις θεωρίες ότι ο καπιταλισμός θα καταρρεύσει, αντιτείνοντας ότι χωρίς να είναι αιώνιος, θα είναι μαζί μας για πολλά χρόνια ακόμη. Και αναρωτιέται μέσα στο σημερινό πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης ποια είναι η πιο ανθρώπινη μορφή που μπορεί να πάρει. Εκκινώντας από τη θέση ότι το παγκόσμιο σύστημα είναι νεοφιλελεύθερο με την έννοια ότι δεν υπάρχει πολιτικός έλεγχος των αγορών, σημειώνει ότι αποτελείται από τρία υποσυστήματα, το αυταρχικό (κυρίως της Κίνας), το νεοφιλελεύθερο (των ΗΠΑ), το ημι-σοσιαλδημοκρατικό (κυρίως της ΕΕ). «Το πρώτο -γράφει- καταργεί τα πολιτικά δικαιώματα των πολιτών, το δεύτερο είναι κοινωνικά βάρβαρο ενώ το τρίτο, παρά τις σημερινές νεοφιλιλελεύθερες και λαϊκιστικές τάσεις, διασώζει σε σημαντικό βαθμό τα επιτεύγματα της κλασικής σοσιαλδημοκρατίας». Κατά την εκτίμησή του, ο κινεζικός κολοσσός μάλλον μεσοπρόθεσμα θα ηγεμονεύσει, ενώ οι ΗΠΑ θα διατηρήσουν την πρωτιά στο χώρο των εξοπλισμών με τη βοήθεια της ρομποτικής και της τεχνητής νοημοσύνης. Αντί ενός τρίτου παγκόσμιου πολέμου, προβλέπει ότι μάλλον θα έχουμε μια ισορροπία τρόμου με τη Ρωσία να παίζει εξισορροπητικό ρόλο μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων. Το συμπέρασμά του είναι ότι αν η ευρωζώνη κατορθώσει να ενοποιηθεί όχι μόνο στον τραπεζικό/οικονομικό τομέα αλλά και στον πολιτκό και κοινωνικό, αν περάσει από τη γερμανοκρατούμενη Ευρώπη σ' αυτή των Ευρωπαίων πολιτών θα καταστεί μετά τις ΗΠΑ και την Κίνα ο τρίτος παίκτης στο παγκόσμιο γίγνεσθαι «συμβάλλοντας χειραφετικά στη διαμόρφωση του κόσμου που έρχεται».

Ο Μουζέλης δεν αισιοδοξεί αλλά και δεν παραιτείται. Πιστεύει ότι «η ραγδαία επιστημονική και τεχνολογική πρόοδος σε συνδυασμό με το άνοιγμα των παγκόσιμων αγορών άλλαξαν ριζικά τη μορφή του μετανεωτερικού κόσμου. Αλλαξαν την ισορροπία δύναμης μεταξύ Δύσης και Ανατολής, βοήθησαν την ανάπτυξη της καπιταλιστικής ημι-περιφέρειας αύξησαν τον μέσο χρόνο ζωής και έβγαλαν ένα σημαντικό κομμάτι της ανθρωπότητας έξω από την απόλυτη εξαθλίωση. Χωρίς όμως να μειώσουν την πρωτοφανή συγκέντρωση του πλούτου στο 1% χωρίς να σταματήσουν τη ραγδαία οικολογική καταστροφή. Η μόνη αχτίδα φωτός, η μόνη εκπολιτιστική δύναμη παραμένει η ΕΕ».

Το βιβλίο αυτό ανοίγει νέους δρόμους στη συζήτηση για το μέλλον της σοσιαλδημοκρατίας που δείχνει ετοιμοθάνατη αλλά μπορεί να ανακάμψει εάν υιοθετήσει νέες στρατηγικές, όπως αυτές που υποδεικνύει ο Νίκος Μουζέλης και οι οποίες οπωσδήποτε θα πυροδοτήσουν συζητήσεις σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.

Το βιβλίο αυτό μας θυμίζει πόσο τυχεροί είμαστε στη χώρα μας που έχουμε τόσο σπουδαίους διανοούμενους και οφείλουν να το διαβάσουν πρώτα απ' όλους όσοι τον έχουν κανιβαλίσει (για την άποψή του υπέρ του διαλόγου ΣΥΡΙΖΑ-ΚΙΝΑΛ), μήπως και κάτι καταλάβουν για τη δική του δύναμη σκέψης, για το δικό του διεθνές κύρος και για τη δική τους αθλιότητα.

*Δημοσιεύτηκε στην "Athens Voice" στις 7/1/2019. 

Κώστας Καραντινινής: Ολιγοπωλιακές συνθήκες φρενάρουν την ανάπτυξη της ελληνικής γεωργίας

Επικρατεί συχνά η αντίληψη, όσον αφορά τον αγροτικό τομέα της χώρας, ότι το μοντέλο της μικρής κλίμακας αποτελεί ανάχωμα και πρέπει να δώσει τη θέση του σε αγροτικές επιχειρήσεις μεγαλύτερου μεγέθους για να έλθει η ανάπτυξη. Σε αυτό συντελεί και η κεντρική θεωρία των οικονομικών για τις οικονομίες κλίμακας που γίνονται εφικτές όταν οι επιχειρηματικές μονάδες αποκτήσουν ένα κρίσιμο μέγεθος και μπορούν να μειώσουν το κόστος παραγωγής, αυξάνοντας έτσι την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων. Ισχύει, όμως, τελικά ότι η πρόοδος στην ελληνική γεωργία περνά απαραίτητα μέσα από τη μεγέθυνση; Ο Κώστας Καραντινινής, καθηγητής Οικονομικών σήμερα στο Πανεπιστήμιο της Σουηδίας και παλιότερα στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης, με μεγάλη και διεθνή επιρροή σε θέματα αγροτικής οικονομίας, είναι σαφής: «Το μοντέλο της μικρής κλίμακας όχι μόνο δεν αποτελεί μειονέκτημα, αλλά με τη σωστή αξιοποίηση μπορεί να είναι στρατηγικό πλεονέκτημα της ελληνικής αγροτικής παραγωγής».

Ευκαιρίες και προοπτικές

Οι απόψεις του κ. Καραντινινή δεν έχουν επιρροή μόνο στον ακαδημαϊκό χώρο, αλλά επεκτείνονται ευρύτερα στη δημόσια σφαίρα. Έχοντας βαθιά γνώση της ελληνικής αγροτικής οικονομίας βαλμένης στο διεθνές της πλαίσιο, του ανατέθηκε από την Task Force η συγγραφή συνολικής μελέτης για τις ευκαιρίες και τις προοπτικές της ελληνικής γεωργίας μέσα στην κρίση. Όπως υποστηρίζει στη μελέτη που συντάχθηκε το 2014, «τα στοιχεία που έχουμε δεν επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς ότι οι μικρές γεωργικές εκμεταλλεύσεις αποτελούν εμπόδιο στην ανάπτυξη και στη μεγέθυνση. Αντιθέτως δείχνουν ότι αυτό που μειώνει τα κόστη είναι οι οικονομίες κλίμακας που βρίσκονται πριν και μετά το στάδιο της παραγωγής. Επιπλέον, όχι μόνο είναι λάθος ότι αποτελεί μειονέκτημα η δομή των μικρών αγροτικών μονάδων, αλλά με τη σωστή εκμετάλλευση το μοντέλο των εκμεταλλεύσεων μικρής κλίμακας θα ήταν ένα τεράστιο πλεονέκτημα. Όταν η προέλευση ενός ελαιολάδου είναι μια πλαγιά στη Μάνη ή ένα οροπέδιο στην Κρήτη, αυτό αποτελεί ένα δυνητικό πλεονέκτημα και θα μπορούσε να δώσει την "ετικέτα" που διαφοροποιεί και δίνει υπεραξία στο προϊόν, ειδικά για τον σημερινό καταναλωτή που ενδιαφέρεται πάρα πολύ για τη μοναδικότητα, την προέλευση και την τοπικότητα των τροφίμων». Ανάμεσα στα εμπόδια που πρέπει να ξεπεραστούν, σύμφωνα με τον καθηγητή, για να βρουν τα ελληνικά τρόφιμα τη θέση που τους αξίζει στις διεθνείς αγορές είναι οι στρεβλώσεις αγορών που δεν σχετίζονται με τον ίδιο τον πρωτογενή τομέα και ανεβά ζουν πολύ το κόστος των προϊόντων. Αυτό που εξηγεί, κατά τον ίδιο, τη διαφορά της τιμής που χαρακτηρίζει συχνά τα ελληνικά σε σχέση με τα προϊόντα άλλων ευρωπαϊκών χωρών είναι «το μήκος της αλυσίδας παραγωγής και αυτό όχι από την άποψη της γεωγραφικής απόστασης, αλλά με την έννοια του μεγάλου αριθμού των ενδιαμέσων. Ανάμεσα στην τιμή του παραγωγού μέχρι τον τελικό καταναλωτή παρεμβάλλονται πολλοί μεσάζοντες. Παράλληλα υπάρχουν σήμερα ολιγοπωλιακές ως μονοπωλιακές καταστάσεις σε τοπικό επίπεδο που οδηγούν σε αυξήσεις της τιμής πάνω από την αμοιβή του παραγωγού, χωρίς απαραίτητα να ανταποκρίνονται στις υπηρεσίες που προσφέρονται. Πέρα από τις στρεβλώσεις στις αγορές των προϊόντων, όμως, έχουμε ενδείξεις ότι επικρατούν συνθήκες χαμηλού ανταγωνισμού και στις αγορές των εισροών, με αποτέλεσμα να ανεβαίνει ακόμη περισσότερο το τελικό κόστος. Η διασφάλιση της ανταγωνιστικότητας, επομένως, δεν εξαρτάται από το μικρό μέγεθος του κλήρου, αλλά από τη διαμόρφωση υγιούς επιχειρηματικού κλίματος και την αντιμετώπιση των στρεβλώσεων που δεν σχετίζονται με άλλες αγορές και όχι τις αγορές γεωργικών προϊόντων».

Στρατηγικό πλεονέκτημα

Ειδικά για τον κλάδο του ελαιολάδου, ο Κώστας Καραντινινής θεωρεί ότι κεντρικό στρατηγικό πλεονέκτημα αποτελούν η διαφοροποίηση και η τοπικότητα, που κάνουν ένα ελαιόλαδο να ξεχωρίζει από ένα άλλο. Αναφερόμενος στην πολυσυζητημένη μελέτη της McKinsey που υποστηρίζει τη λειτουργία λίγων μεγάλων μονάδων τυποποίησης σε όλη την επικράτεια, ο κ. Καραντινινής εκφράζει την αντίθεσή του: «Οι τοπικές, συχνά παραδοσιακές, τεχνικές μπορούν να δώσουν προϊόντα με μοναδικά τοπικά χαρακτηριστικά. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα πρέπει να αναβαθμιστούν σε υψηλότερα τεχνολογικά πρότυπα, αλλά με τρόπους που θα διατηρούν την υψηλή ποιότητα και τα ειδικά χαρακτηριστικά κάθε ποικιλίας, εδάφους, ιστορίας και κληρονομιάς, με στρατηγικούς τρόπους που θα αυξάνουν την προστιθέμενη αξία και θα παρέχουν υψηλές αποδόσεις. Μία (ή δύο) μεγάλες μονάδες μεταποίησης για όλη την επικράτεια που θα επεξεργάζονται το σύνολο της εθνικής παραγωγής ελαιολάδου, όπως προτείνεται από διάφορους κύκλους, δεν θα το επιτύχουν αυτό. Αντί να προωθήσει μονάδες μεταποίησης μεγάλης κλίμακας, η ελληνική στρατηγική για τη βιομηχανία του ελαιολάδου θα πρέπει να ενθαρρύνει τη διαφοροποίηση των προϊόντων με βάση τα οργανοληπτικά και άλλα ειδικά χαρακτηριστικά κάθε προϊόντος ξεχωριστά. Ιδιαίτερη σημασία έχει η σύνδεση της παραγωγής, της μεταποίησης και της προώθησης του ελληνικού ελαιολάδου με την προαγωγή της μεσογειακής διατροφής και τον τουριστικό κλάδο, όπου αυτό είναι εφικτό. Για να επιτευχθεί αυτό, δεν απαιτείται οικονομία μεγάλης κλίμακας στον πρωτογενή τομέα».

Φέτα και παρμιτζιάνο

Για τις προοπτικές της φέτας, που αποτελεί ένα από τα κύρια εξαγωγικά προϊόντα της χώρας μας, ο κ. Καραντινινής επισημαίνει ότι το δυναμικό του διάσημου τυριού παραμένει ακόμη σε μεγάλο βαθμό αναξιοποίητο. Και αυτό διότι, σύμφωνα με τον ίδιο, «ο ανταγωνισμός μεταξύ εξαγωγών απειλεί να καταστήσει τη φέτα αδιαφοροποίητο βασικό προϊόν. Οι μικρές παραγωγές που ενισχύουν την ιδιαιτερότητα και συνδέουν το προϊόν με τον ειδικότερο τόπο προέλευσης μπορούν να προσδώσουν μεγαλύτερη υπεραξία και να χτίσουν μια ισχυρότερη ταυτότητα του προϊόντος. Παράλληλα πρέπει να γίνει συλλογική διαχείριση του προϊόντος με στόχο τη διαφύλαξη της ποιότητας διότι κατά τη γνώμη μου ο λόγος που η τιμή της φέτας δεν είναι ανάλογη του δυναμικού της είναι επειδή η γνησιότητα του προϊόντος δεν διαφυλάσσεται. Υπάρχουν στην Ευρώπη επιτυχημένα παραδείγματα συλλογικής διαχείρισης άλλων τυριών ΠΟΠ που μπορούν να φανούν χρήσιμα και για τη φέτα, όπως είναι το "μοντέλο γκούντα" στην Ολλανδία, το "μοντέλο παρμιτζιάνο" στην Ιταλία. Ιδιαίτερα σημαντικές είναι επίσης οι ευκαιρίες που προσφέρει ο τουρισμός, που δεν αξιοποιούνται για την προώθηση της φέτας αλλά και των υπόλοιπων γεωργικών προϊόντων. Η Ελλάδα έχει κάθε χρόνο 30 εκατ. επισκέπτες, το οποίο, αν το αναγάγεις σε όρους κατανάλωσης, αντιστοιχεί στην ετήσια ζήτηση μιας πόλης όπως η Πάτρα. Αν σκεφτείς επιπλέον ότι όλοι οι τουρίστες που επισκέπτονται την Ελλάδα είναι και δυνητικά καταναλωτές ελληνικών προϊόντων, θα έπρεπε να αξιοποιήσουμε το γεγονός αυτό για να κάνουμε προώθηση των ελληνικών προϊόντων».

*Δημοσιεύτηκε στο "Βήμα της Κυριακής'" στις 31/3/2019. 

Πόσες αλήθειες αντέχουμε;

Μια από τις ειδήσεις της περασμένης εβδομάδας ήταν η σύλληψη του 47χρονου Αυστραλού Τζούλιαν Ασάνζ, ιδρυτή του ιστότοπου WikiLeaks. Καθώς προηγήθηκε άρση της επταετούς ασυλίας του από την πρεσβεία του Ισημερινού στο Λονδίνο, ο Ασάνζ συνελήφθη από τη βρετανική αστυνομία και, μάλλον, ανοίγει ο δρόμος για την έκδοσή του στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Οταν πρωτοπαρουσιάστηκε το WikiLeaks, ως μη κερδοσκοπικός οργανισμός μέσων ενημέρωσης, όλοι μίλησαν για αμφιλεγόμενο παίκτη της διεθνούς πολιτικής και διπλωματίας. Οταν ξεκίνησε τη λειτουργία του, γύρω στο 2006, διαχειριζόταν μια βάση δεδομένων με πάνω από 1,2 εκατομμύρια έγγραφα.

Ο ιστότοπος δημοσίευε διαβαθμισμένα έγγραφα και διαρροές από ανώνυμες πηγές, τα οποία υπό διαφορετικές συνθήκες δεν θα έβλεπαν το φως της δημοσιότητας. Το site καθώς κέρδισε την παγκόσμια αναγνώριση, φορτώθηκε και όλα τα στοιχεία των πετυχημένων χολυγουντιανών σεναρίων. Τα είχε όλα: επαναστατημένα νιάτα απέναντι σε κακές κυβερνήσεις, ακτιβισμό, διαφάνεια, λογοκρισία, κυνηγητό, κατασκοπεία, εσωτερικές ίντριγκες, συνωμοσιολογία, πολιτική εμβέλεια. Το WikiLeaks ικανοποίησε το αίτημα για διαφάνεια στον νεαρό 21ο αιώνα, σε μια στιγμή που η διαφάνεια κρίθηκε από όλους ως κρίσιμη αναγκαιότητα.

Η «μάχη των αποκαλύψεων» των τελευταίων χρόνων και της «δημοσιοποίησης των απορρήτων» στα δελτία ειδήσεων και κρεμασμένη στα πρωτοσέλιδα των μεγάλων δημοσιογραφικών οργανισμών του κόσμου, αιφνιδίασε την παγκόσμια κοινή γνώμη. Το WikiLeaks κέρδισε βραβεία, έγινε θέμα, κέντρισε το ενδιαφέρον. Κυρίως, ενόχλησε τους ισχυρούς και τους ενόχους. Φυσικό ήταν ένα μεγάλο μέρος της προσοχής των μέσων ενημέρωσης να στραφεί στον ιδρυτή, τον Τζούλιαν Ασάνζ.

Ο Ασάνζ, για πολλούς, εμφανίστηκε ως μία από τις πλέον αμφιλεγόμενες μορφές των μίντια της εποχής μας: ήρωας της ιντερνετικής εποχής, μιντιακός ποπ σταρ, κυνηγός κυβερνητικών κεφαλών, στενός κροσές της Χίλαρι, αλλά και βιαστής ή θύμα σκευωρίας. Κάποιος παλιός συνεργάτης του παρουσίαζε τον Ασάνζ ως εγωιστή, αναξιόπιστο, με τάσεις μεγαλομανίας κ.ά. Πράγματι, ο Γερμανός Ντάνιελ Ντόμσαϊτ-Μπεργκ στο βιβλίο του «Η ιστορία και τα μυστικά του WikiLeaks» (Κέδρος, 2011), γράφει ως ένας insider.

Γνωστός με το ψευδώνυμο Ντάνιελ Σμιτ, ήταν εκπρόσωπος Τύπου του WikiLeaks. Με σπουδές Πληροφορικής και με εξειδίκευση στην ασφάλεια δικτύων, τα πρώτα χρόνια της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας εργάστηκε σε μεγάλες πολυεθνικές. Η δράση του σε ζητήματα διαφάνειας και ελεύθερης διακίνησης πληροφοριών στο διαδίκτυο τον οδήγησε στον Ασάνζ.

Με υπότιτλο στο πρωτότυπο «Τα χρόνια μου με τον Τζούλιαν Ασάνζ στην πιο επικίνδυνη ιστοσελίδα του κόσμου», ο πρώην υπ' αριθμόν δύο του WikiLeaks, αφηγείται το πώς σχεδίασαν με τον Τζούλιαν Ασάνζ, σελίδα προς σελίδα, την πασίγνωστη πλατφόρμα αποκαλύψεων, σχολιάζοντας εν είδει ημερολογίου όλο το παρασκήνιο της οργάνωσης και λειτουργίας της. Βέβαια, αυτό δεν ήταν το μόνο βιβλίο γύρω από το WikiLeaks, τον Ασάνζ, τον κόσμο των μπλόγκερ και των «χακτιβιστών».

Το 2011 δημοσιεύτηκαν, στον ίδιο κύκλο, το «Φανερά μυστικά: WikiLeaks, πόλεμος και αμερικανική διπλωματία» του Αλεξάντερ Σταρ από τους Times της Νέας Υόρκης, το βιβλίο του Αυστραλού δημοσιογράφου Άντριου Φόουλερ με τίτλο «Ο Πιο Επικίνδυνος Άνθρωπος του κόσμου» για τον Τζούλιαν Ασάνζ που αποτέλεσε βάση σεναρίου, το «WikiLeaks: Ο πόλεμος του Τζούλιαν Ασάνζ κατά των απορρήτων» γραμμένο από τους δημοσιογράφους του «Guardian» Ντέιβιντ Λάι και Λιούκ Χάρντινγκ που επίσης συζητιέται σαν βάση χολιγουντιανού σεναρίου, το «Τζούλιαν Ασάνζ - WikiLeaks: Ο μαχητής της αλήθειας» όπου οι συγγραφείς Βάλερυ Γκισάλα και Σόφι Ραντερμέκερ σκιαγραφούν το πορτρέτο του και, τέλος, το βιβλίο «WikiLeaks και η εποχή της διαφάνειας» του δημοσιογράφου Μάικαχ Σάιφρυ.

Γυρίστηκαν πολιτικά θρίλερ, όπως «The Fifth Estate» ή, επί το ελληνικότερον, «Ο άνθρωπος που πούλησε τον Κόσμο», το «We Steal Secrets: The Story of WikiLeaks»... Μεγάλη αίσθηση έκαναν και τα βιβλία του Ασάνζ, όπως η πειρατική «Αυτοβιογραφία», το «Οταν η Google συνάντησε το WikiLeaks», το «Cypherpunks» κ.ά. Αλλά γιατί τα σχολιάζουμε όλα αυτά; Γιατί το WikiLeaks και ο ιντερνετικός ακτιβισμός, έδειξαν μια εξαιρετικά δυσδιάκριτη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην αλήθεια, τη διαφάνεια, τις συνωμοσίες και τις ευλογοφάνειες. Σήμερα, στα πρωτοσέλιδα και τις ειδήσεις κυριάρχησε, ξανά, «η ζωή του Τζούλιαν Ασάνζ στην πρεσβεία του Ισημερινού» στο Λονδίνο, το skateboard, η τύχη του γάτου του ή οι καβγάδες με το προσωπικό. Δεν υπήρχε ούτε μία σελίδα για τις αποκαλύψεις του, ως προς την ουσία τους.

Η περίπτωση του WikiLeaks υπήρξε εγχείρημα ενός μέσου που δεν φοβήθηκε αυτούς που κινούν τα νήματα ή, καλύτερα, υπήρξε το μέσο που κατέληξε να κινεί νήματα προσδοκώντας να αλλάξει την ενημέρωση της κοινής γνώμης. Έγινε καλύτερος ο κόσμος, ή για μία ακόμα φορά νίκησε ο Καναδός προφήτης του διαδικτύου, ο καθηγητής Μάρσαλ Μακ Λούαν, που υποστήριζε ότι «το μέσον είναι το μήνυμα»; Το WikiLeaks αποκάλυψε αλήθειες, δημοσιοποίησε πράγματα που υποπτευόμασταν στις αναλύσεις μας. Ταυτόχρονα, όμως, έθεσε ορισμένα παράπλευρα ερωτήματα. Αποκωδικοποιήσαμε σωστά τις πληροφορίες; Πόσες αλήθειες αντέχουμε; Πώς τις χρησιμοποιούμε;

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 19/4/2019.