Σε 1,5 περίπου χρόνο συμπληρώνονται 2 αιώνες από το 1821 δηλαδή την ιδρυτική πράξη της σύγχρονης Ελλάδας αλλά και του σύγχρονου ελληνικού κράτους του οποίου η επίσημη δημιουργία επήλθε λίγα χρόνια αργότερα. Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 είναι ένα γεγονός που δεν έχει καταλάβει την αρμόζουσα θέση του στην ευρωπαϊκή ιστορία. Είναι η πρώτη επιτυχημένη Επανάσταση του 19ου αιώνα, η πρώτη Επανάσταση που βάλλει ευθέως κατά της περίφημης συμφωνίας της Βιέννης του 1815, η πρώτη Επανάσταση που πλήττει την Οθωμανική Αυτοκρατορία στο μαλακό υπογάστριό της, η Επανάσταση που ξεκινά τη διάσπαση της «ορθόδοξης κοινότητας των Βαλκανίων» εισάγοντας εθνικά στοιχεία και, τέλος, η Επανάσταση που θα ξεκινήσει την επαναχάραξη των ευρωπαϊκών συνόρων, διαδικασία που θα ολοκληρωθεί έναν αιώνα αργότερα, στην πιο τοπική κλίμακα με τους Βαλκανικούς Πολέμους και στην ευρωπαϊκή με τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Σηματοδοτεί δε την έναρξη του ελληνικού 19ου αιώνα, πλούσιου σε γεγονότα που θα καταλήξει με το τέλος των Αυτοκρατοριών και την ίδρυση των ευρωπαϊκών εθνών-κρατών και θα οδηγήσει στον τριπλασιασμό της Ελλάδας εδαφικά αλλά και στη συρρίκνωση του Ελληνισμού πολιτισμικά με τη Μικρασιατική καταστροφή. «Νέου τύπου Επανάσταση – νέου τύπου επαναστάτες. Μπορεί ανάμεσα στους ανθρώπους της εξέγερσης να είναι περισσότερο οι αυθόρμητοι "αγωνιστές" και λιγότεροι οι ενσυνείδητοι επαναστάτες, όλοι τους όμως είναι στρατευμένοι –άλλος λιγότερο και άλλο περισσότερο– στο όραμα του εθνικού κράτους (...) Πράγματι ένα μείγμα νεωτερικών διανοουμένων, βγαλμένο από την κοιτίδα του διαφωτισμού, ανθρώπινο δυναμικό από τον χώρο της οικονομικής ζωής (έμποροι, βιοτέχνες, ναυτικοί), παραδοσιακοί άρχοντες σε διαδικασία υπέρβασης της τοπικής τους ταυτότητας, ένοπλοι «κλεφταρματολοί» ή επαγγελματοποιημένοι στρατιωτικοί στα έμμισθα σώματα της Επτανήσου υπηρετούν τώρα την ιδέα της εθνικής απελευθέρωσης. Η μεγάλη αλλαγή του χριστιανού υποτελούς σε δυνάμει Έλληνα πολίτη έχει ήδη αρχίσει». Με αυτό τον σύντομο αλλά τόσο περιεκτικό ορισμό ένας από τους σημαντικότερους μελετητές του 1821, ο καθηγητής Β. Παναγιωτόπουλος συμπυκνώνει την περίεργη αλλά και τόσο πετυχημένη ώσμωση των διαφορετικών συνιστωσών του Ελληνισμού σε μια ιδιότυπη και συχνά ετερόκλητη σύγκλιση που αποσκοπούσε σε ένα βασικό και κοινό σκοπό έστω και αν οι νοηματοδοτήσεις του ήταν συχνά διαφορετικές: την ελευθερία. Το 1821 θα περάσει μέσα από κάποιες προσεγμένες προθήκες, μέσα από κάποια ίσως σπάνια εκθέματα και κάποιες προσεγμένες λεζάντες αλλά θα χάσει την ευκαιρία να αναδειχθεί σε ένα φαινόμενο και όχι απλά σ' ένα μουσειακό έκθεμα. Το ελληνικό κράτος ως ο κληρονόμος αλλά και το δημιούργημα αυτής της Επανάστασης όφειλε την επέτειο των 2 αιώνων να την αναδείξει, να τιμήσει από τη μια μεριά τους φουστανελοφόρους πολεμιστές αλλά και δυτικότροπους διανοούμενους, τους εκκλησιαστικούς λειτουργούς αλλά και τους ξένους που συμμετείχαν σε αυτή την Επανάσταση που πήγε κόντρα σε όλη την ευρωπαϊκή ισορροπία δυνάμεων του ειρηνικού για την Ευρώπη 19ου αιώνα και από την άλλη μεριά να εορτάσει την ιδρυτική πράξη της συγκρότησής του αναδεικνύοντας τις φάσεις διαμόρφωσης του από το τότε στο σήμερα. Η ανάδειξη του 1821 δυο αιώνες μετά, το ενωτικό του μήνυμα, η απεύθυνση σε όλες τις δυνάμεις που αποτελούν πλέον το κοινωνικό σώμα, από εκείνους που έφυγαν στο εξωτερικό μέχρι τους μετανάστες, θα ήταν όχι μόνο μια ανάδειξη του νεωτερικού ιστορικού βάθους της Ελλάδας αλλά και της δυνατότητας του μετασχηματισμού της ως σήμερα, από επαρχία της οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε χώρα μέλος της Ε.Ε.
Παρόλα αυτά, για το 1821 η κρίσιμη 5ετία 2015-2019, όταν θα έπρεπε να σχεδιαστεί η ανάδειξή του ως εθνικού και ευρωπαϊκού φαινομένου, πήγε χαμένη. Κανένας κεντρικός σχεδιασμός, καμία κατεύθυνση αλλά κυρίως καμία διάθεση συζητήσεων, δημιουργίας, ανοίγματος του ιστορικού ορίζοντα από το 1821 στο σήμερα. Οι ιδιωτικοί μουσειακοί φορείς –όπως αυτός που έχω την ευθύνη της διεύθυνσης– προσανατολίζονται στην ανάδειξη κάποιων εκθεμάτων που σχετίζονται με την περίοδο ή στη διοργάνωση κάποιων εκθέσεων ανάλογα με το ύψος των δυνατοτήτων τους ή των χορηγιών που θα λάβουν, προσπαθώντας κυρίως να αναδείξουν κάποια κομμάτια της μνήμης πολύτιμα μεν, σκόρπια δε. Λείπουν, όμως, οι μεγάλες θεματικές ενότητες , οι νέες τεχνολογίες, ακόμα ίσως και οι ενσώματες μουσειακές εμπειρίες. Λείπει η μεγάλη εικόνα της εποχής, ο μετασχηματισμός στο σήμερα. Το 1821 θα περάσει μέσα από κάποιες προσεγμένες προθήκες, μέσα από κάποια ίσως σπάνια εκθέματα και κάποιες προσεγμένες λεζάντες αλλά θα χάσει την ευκαιρία να αναδειχθεί σε ένα φαινόμενο και όχι απλά σ' ένα μουσειακό έκθεμα. Προφανώς, ο χρόνος πλέον λειτουργεί αντίστροφα μέχρι το 2021, παρόλα αυτά, θα μπορούσαν να γίνουν κάποια πράγματα σε κεντρικό επίπεδο: μια βάση εκδηλώσεων σε όλο το πολιτισμικό φάσμα ώστε η παλέτα να γίνει πιο πολύχρωμη και πιο συμμετοχική (τι ωραίο που θα ήταν παιδιά μεταναστών 2ης γενιάς που έχουν πάει εδώ σχολείο να έλεγαν πως το αντιλαμβάνονται το '21 ή να κάνουν συγκρίσεις με αντίστοιχες επετείους στις χώρες προέλευσης των γονιών τους), μια μελέτη των προγραμματισμένων εκθέσεων ώστε να αποφευχθούν επικαλύψεις και να εκτεθούν όσο το δυνατόν περισσότερα στοιχεία από την προεπαναστατική προετοιμασία και τα επαναστατικά χρόνια. Επίσης, η δημιουργία θεματικών ενοτήτων όπως η έννοια της ελευθερίας στο χθες και στο σήμερα, η παρέμβαση του ξένου παράγοντα στη πορεία προς τη διαμόρφωση κράτους, τον μετασχηματισμό των κοινοτήτων, την πρόσληψη του 1821 στα Βαλκάνια και στην Ευρώπη. Για να γίνω και κάπως πιο τολμηρός, στο ιστορικό πεδίο έχουμε καταφέρει σήμερα να έχουμε κάποιες σύγχρονες ιστορίες του Νεότερου Ελληνισμού, κάποιες ίσως πιο τολμηρές περιοδολογήσεις, το 2021 θα μπορούσαμε να έχουμε μια νέα συνολική θεώρηση του 1821 που θα ξεκινά από το χθες και θα φτάνει στο σήμερα; Εκεί όπου η δημόσια και ιδιωτική σφαίρα θα συναντιόντουσαν, το Θέατρο και το Μουσείο θα συνεργαζόντουσαν, εκεί όπου ετερόκλητες δυνάμεις του Πολιτισμού θα φώτιζαν με την δική τους θέαση το μεγάλο γεγονός που προκάλεσε μετακίνηση των ιστορικών τεκτονικών πλακών στη περιοχή των Βαλκανίων αλλά και της Ανατολικής Μεσογείου. Το 1821 το αξίζει γιατί είναι η χρονιά που έθεσε τις βάσεις να τεθούν ως αρχές άλλα προτάγματα και άλλα οράματα, για να μπορεί ο κάθε πολίτης της νέας δομής που δημιουργήθηκε να δρα και να σκέφτεται ελεύθερα γιατί όποιος «ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά».
*Δημοσιεύτηκε στην lifo.gr στις 21/7/2019.
**Ο Στέφανος Καβαλλιεράκης είναι ιστορικός, Διευθυντής του Μουσείου Πόλεως των Αθηνών – Ιδρύματος Βούρου-Ευταξία.
Πάνε ήδη επτά χρόνια από τις εκλογές του 2012 που δικαίως αποκλήθηκαν «διπλός εκλογικός σεισμός», όταν οι τεκτονικές πλάκες του πολιτικού μας συστήματος μετακινήθηκαν βίαια. Eπιφέροντας όχι μόνο έναν κατακερματισμό του κομματικού σκηνικού και μια αποσταθεροποίηση των κομμάτων εξουσίας της Μεταπολίτευσης, αλλά και μια ιστορική ανατροπή των συσχετισμών στα αριστερά του Κέντρου.
Η κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ έδωσε το όνομα στον νέο κύκλο φθοράς της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, με το φάσμα του «pasokification» να στοιχειώνει κόμματα όπως το ολλανδικό, το γαλλικό ή το γερμανικό, ενώ η εκτόξευση του τότε αντιμνημονιακού ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσε την αφετηρία της πιο παράδοξης ίσως διαδρομής αριστερού κόμματος από τη διαμαρτυρία στη διακυβέρνηση.
Η ελληνική περίπτωση ήταν μια ευρωπαϊκή ανορθογραφία, και παραμένει, αφού παρά την κρίση της η σοσιαλδημοκρατία πουθενά αλλού δεν υποκαταστάθηκε από ένα κόμμα εξ αριστερών της. Οι εκλογές του 2019 μοιάζουν ένας «διπλός μετασεισμός» με τον οποίο αποκρυσταλλώνεται μια νέα πολιτική γεωμορφολογία.
Το κομματικό σύστημα ξεπέρασε τον κατακερματισμό του, καθώς εξαφανίστηκαν οι μικροί παίκτες που διεκδίκησαν μερίδιο από τα κενά πολιτικής εκπροσώπησης που παρήγαγε η κρίση, στα αριστερά (ΔΗΜΑΡ, ΛΑ.Ε.), στο κέντρο (Ποτάμι) ή στα δεξιά (ΑΝ.ΕΛΛ., Χρυσή Αυγή)· ένα από τα δύο μεγάλα κόμματα της Μεταπολίτευσης, η Νέα Δημοκρατία, όχι μόνο διασώθηκε αλλά επανέκαμψε αυτοδύναμο, υποσχόμενο μια νέα «κανονικότητα» με ένα μείγμα οικονομικού φιλελευθερισμού και πολιτισμικού συντηρητισμού που συντονίζεται με ευρύτερες διεθνείς τάσεις· τέλος, η ανατροπή συσχετισμών ισχύος στα κεντροαριστερά παγιώνεται προσώρας, με τον ΣΥΡΙΖΑ ως πόλο του νέου δικομματισμού και το ΚΙΝ.ΑΛΛ. σε δεύτερο ρόλο κεντρώας δύναμης.
Από την άποψη της εκλογικής κοινωνιολογίας, ο ΣΥΡΙΖΑ πέτυχε, παρά την ήττα του, έναν μείζονα στρατηγικό στόχο: την υποκατάσταση του άλλοτε κραταιού ΠΑΣΟΚ. Διαδικασία που αποτυπώθηκε στις εκλογές του 2012 και ομογενοποιήθηκε περαιτέρω το 2015, όταν η συριζαϊκή ψήφος ενσωμάτωσε πολλαπλά ρήγματα της ελληνικής κρίσης (και όχι μόνο), γεωγραφικά, δημογραφικά, κοινωνικά – αποκτώντας ερείσματα στα αστικά κέντρα και τις «λαϊκές συνοικίες», στις νεότερες και παραγωγικές ηλικίες, σε εκείνους που έθιγε περισσότερο η κρίση (outsiders).
Από την άλλη, το ΚΙΝ.ΑΛΛ. διατηρεί ένα ποσοστό που του επιτρέπει να ελπίζει ότι θα παραμείνει κόμμα «relevant», δηλαδή ικανό να επηρεάζει τις εξελίξεις· ωστόσο, από τη θέση ενός ελάσσονα και αμήχανου παίκτη, καθώς ατύχησε η βασική του επιδίωξη για «στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ». Και το κυριότερο: με μια εκλογική βάση γερασμένη, που επιβεβαιώνει την εικόνα αντεστραμμένης ηλικιακής πυραμίδας που είχαμε δει στην εκλογή επικεφαλής του σχηματισμού, αλλά και με ένα πολιτικό προσωπικό που φυλλορροεί προς τα αριστερά ή σε κυβερνητικές θέσεις προς τα δεξιά.
Είναι όμως οι εξελίξεις προδιαγεγραμμένες; Η απάντηση είναι όχι. Οι δύο χώροι είναι αναγκασμένοι να μπουν σε μια διαδικασία αναστοχασμού, στρατηγικού αναπροσανατολισμού και ενδεχομένως επανεξέτασης της μεταξύ τους σχέσης. Ο ΣΥΡΙΖΑ, παρά την κατοχύρωση μιας ευρείας βάσης ψηφοφόρων (που ωστόσο κρατούν ακόμη απόσταση, δεν ταυτίζονται με το κόμμα που ψήφισαν) και παρά την εμπειρία διακυβέρνησης, δεν μπορεί απλώς να γίνει ένα «νέο ΠΑΣΟΚ» επαναλαμβάνοντας την ιστορία ως φάρσα. Από την άλλη, το ΚΙΝ.ΑΛΛ. οφείλει να επεξεργαστεί τα διδάγματα από την αδυναμία να βρει νέα πατήματα μετά την ήττα του 2012.
Οι διαδοχικές απόπειρες ανασυγκρότησης της Κεντροαριστεράς περιορίστηκαν συχνά σε μια συζήτηση ανάμεσα σε κύκλους και προσωπικότητες παρά σε πραγματικούς κοινωνικούς χώρους (τον δημόσιο χώρο είχε καταλάβει ο ΣΥΡΙΖΑ, τουλάχιστον έως το 2015). Πολλώ μάλλον, ενδύθηκαν μια ιδεολογική αμηχανία που παρέπεμπε σε ξεπερασμένα σχήματα: η συγκρότηση ενός ανεύρετου «φιλελεύθερου μεταρρυθμιστικού Κέντρου», η κοινότοπη παραδοχή της αναγκαιότητας των «μεταρρυθμίσεων» (χωρίς συνήθως να εξειδικεύονται), η απροϋπόθετη αποδοχή των «αγορών» και η δαιμονοποίηση του μεταπολιτευτικού «κρατισμού», η απόφανση ότι δεν υπάρχουν πια αριστερές ή δεξιές απαντήσεις.
Αλλά σε μια εποχή που διεθνώς επανακάμπτει η πολιτική πόλωση και η διάκριση Αριστερά-Δεξιά (όσο και αν αυτή κρύφτηκε στα καθ' ημάς κάτω από το μνημόνιο-αντιμνημόνιο), η αδυναμία προσανατολισμού σε συνδυασμό με την απώλεια κοινωνικών αναφορών υπονόμευσαν κάθε προσπάθεια ανασύστασης. Απέμεινε το είδωλο του αλλοτινού ΠΑΣΟΚ ως μνημονικός τόπος. Χαρακτηριστική εικόνα το πρόσφατο συνέδριο, με τα στελέχη μιας αναδυόμενης νέας γενιάς να γίνονται το ντεκόρ σε μια ρετροσπεκτίβα της ηρωικής ανδρεϊκής εποχής.
Από την άλλη, ο ΣΥΡΙΖΑ αποδείχθηκε το πιο ανθεκτικό από τα «new parties» που γέννησε η κρίση στην Ευρώπη, από το Podemos έως τα 5 Αστέρια. Κόμμα «εν κινήσει», προχώρησε σε πολυεπίπεδες προσαρμογές της φυσιογνωμίας του από την αντιμνημονιακή, αντισυστημική και λαϊκιστική διαμαρτυρία στην υπεύθυνη, ευρωπαϊκά προσανατολισμένη διακυβέρνηση, από τους ΑΝ.ΕΛΛ. στην Προοδευτική Συμμαχία, από το «Go back, Madame Merkel» στο άνοιγμα στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία.
Ωστόσο, οι αιτίες της επιτυχίας ήταν εν μέρει και οι λόγοι της ήττας. Οι αναπροσαρμογές είχαν ως κινητήριο μοχλό μια σχετικώς αυτονομημένη ηγεσία, πράγμα «κανονικό» στην εποχή της «προεδροποίησης» των κομμάτων αλλά ανοίκειο για ένα κόμμα κληρονόμο της ανανεωτικής Αριστεράς, ωστόσο ουδέποτε εντάχθηκαν σε ένα συνεκτικό ιδεολογικό αφήγημα, υπονομεύτηκαν από το ύφος εξουσίας και στηρίχτηκαν στην αδιαμεσολάβητη σχέση του ηγέτη με τον εκλογικό «λαό» χωρίς να αποκτήσουν ρίζες στην κοινωνία των πολιτών και στους θεσμούς συλλογικής εκπροσώπησης.
Η απουσία ιδεολογικής σπονδυλικής στήλης και οι εύθραυστες κοινωνικές αναφορές μοιάζει να είναι κοινά στοιχεία, αν και με διαφορετικό τρόπο, στα δύο κόμματα της ευρύτερης Κεντροαριστεράς. Ενα ερώτημα είναι εάν η μεταξύ τους σχέση θα μετεξελιχθεί στην κατεύθυνση του ανταγωνισμού ή της συμβίωσης.
Η ευρωπαϊκή εμπειρία δείχνει στην κατεύθυνση μιας «ανταγωνιστικής συμβίωσης». Ο ιστορικά μεγάλος παίκτης, η σοσιαλδημοκρατία, μοιάζει αδύναμος να επανακάμψει σε κυρίαρχη θέση, πειραματίζεται με διάφορους δρόμους: επιστροφή στα θεμελιώδη στη Βρετανία, μετεξέλιξη στη Γαλλία, ανανέωση διά της συνομιλίας με τη ριζοσπαστική Αριστερά (Ισπανία, Πορτογαλία) ή τους Πράσινους (Γερμανία). Η εποχή πάντως φαίνεται να ευνοεί μια σοσιαλδημοκρατία του 1970 παρά έναν σοσιαλφιλελευθερισμό του 1990.
Αυτό διόλου δεν σημαίνει μια ρετρό επιστροφή στα παραδεδομένα. Σε μια εποχή που σφραγίζεται από την επέλαση ενός οικονομικά υπερφιλελεύθερου νεοσυντηρητισμού, παραμένει ζητούμενο για τις απανταχού «αριστερές» μια σύνθεση πολιτικής εκπροσώπησης των διάχυτων υλιστικών αιτημάτων για ισότητα μέσα σε έναν διεθνοποιημένο κόσμο με τις μετα- υλιστικές μέριμνες των υποκειμένων, την εξατομίκευση, τα ατομικά δικαιώματα (που λοιδορεί η νεοσυντηρητική επίθεση στην «πολιτική ορθότητα»), την οικολογική ευαισθησία.
Τα ίδια ζόρικα ερωτήματα ισχύουν για τη δική μας ευρύτερη Κεντροαριστερά. Για το ΚΙΝ.ΑΛΛ. που αντιμέτωπο με το δίλημμα «ανανέωση ή παρακμή» δεν μπορεί να κινηθεί δεξιότερα παρά μόνο επί ποινή οριστικής απαξίωσης, όσο και για τον ΣΥΡΙΖΑ που βρίσκεται μπροστά σε μια παραλλαγή του παλαιότερου διλήμματος «εμβάθυνση (της ριζοσπαστικής φυσιογνωμίας) ή μετεξέλιξη (σε πολυσυλλεκτικό κόμμα κυβερνητικής εναλλαγής)». Σε κάθε περίπτωση, η προοπτική διαμόρφωσης μιας πληθυντικής Αριστεράς περνάει και μέσα από την ανοιχτή συνομιλία των δύο χώρων – όπως έλεγε κάποιος, ονόματα και διευθύνσεις είναι γνωστά.
*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 29/7/2019.
Όταν ακούς εξαγγελίες προγράμματος πρόνοιας και κοινωνικής αλληλεγγύης και «όραμα δίκαιης και αποτελεσματικής άσκησης κοινωνικής πολιτικής» δεν έχεις παρά να δείξεις τη δέουσα προσοχή. Πολύ δε περισσότερο όταν εξαγγέλλεται... άρση των κακώς κειμένων των προηγούμενων ετών (εννοείται της καταστροφικής διακυβέρνησης των Συριζαίων).
Θα ξεπεράσω τη λατρεία της κ. Μιχαηλίδου για τα οριζόντια και κάθετα επίπεδα όταν προσπαθεί να ξεδιπλώσει την επιστημοσύνη της. Το λέω αυτό, γιατί παρακολουθώντας τις εξαγγελίες του κυβερνητικού προγράμματος πρόνοιας στη Βουλή, και συγκρίνοντάς τες με παλιότερη ομιλία της στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών για τη βιομηχανοποίηση και την ανανέωση στον χώρο της βιομηχανίας (καθήμενη πλάι σε έναν ανέκφραστο Τάσο Γιαννίτση), διαπίστωσα ένα copy paste περί οριζοντίων και κάθετων επιπέδων στις θεωρητικές της ανησυχίες – τώρα και στις πολιτικές της επιδόσεις.
Επιπλέον, απαλλάχθηκα από το στερεότυπο του λεγόμενου «ξύλινου λόγου» το οποίο είχα ταυτίσει με το ΚΚΕ. Λάθος! Ξύλινος μπορεί να είναι και ο λόγος που διατυπώνει μία νέα σε ηλικία τεχνοκράτης που χρησιμοποιεί τα τυπικά της προσόντα και τη διαδρομή της σε διεθνείς οργανισμούς για να πείσει το ακροατήριό της πως «θα κάνει καλά τη δουλειά». Πολύ δε περισσότερο, όταν αυτός ο προγραμματικός λόγος διατυπώνεται γλυκά, συντηρητικά, εξωπραγματικά και... αντιεπιστημονικά και, φυσικά, δεν θεραπεύει καμία νοσούσα πραγματικότητα.
Έστω ότι οριζόντιος άξονας είναι «το δημογραφικό μας πρόβλημα» και πρώτος κάθετος είναι «ενδυνάμωση του θεσμού της οικογένειας». Η τυπική δημογραφία στο δικό μου πανεπιστήμιο έλεγε ότι η αύξηση του πληθυσμού νοείται με δύο τρόπους: (α) με φυσική αύξηση μέσω μεγαλύτερου αριθμού γεννήσεων σε σχέση με τους θανάτους και (β) με τεχνητή αύξηση, π.χ. μέσω της μετανάστευσης.
Δεν θα μπω σε λεπτομέρειες κοινωνικής δημογραφίας. Αλλά, είναι βέβαιο ότι το επίδομα των 2.000 ευρώ για κάθε γέννηση θα προκαλέσει αντιστροφή της δημογραφικής τάσης; Όσοι Ελληνες μεγαλώνουν παιδιά, εδώ, γελάνε με τον ακτιβισμό του νεοδημοκρατικού κράτους. Και φυσικά, η Ελλάδα δεν ξεφεύγει από το ευρωπαϊκό μοντέλο της μεταναστευτικής πολιτικής.
Οι μετανάστες είναι καλοί όσο «λιάζονται», είναι αόρατοι και εργατικό δυναμικό στα όρια της σύγχρονης δουλείας. Δεν είδα κάποια πρόνοια προς την κατεύθυνση ένταξης των μεταναστών στον γενικό πληθυσμό ‒ ενώ πρόκειται για υπαρκτό πρόβλημα που καμία κυβέρνηση, ούτε εδώ ούτε στην Ευρώπη, δεν ακούμπησε επί της ουσίας, ούτε ποιοτικά ούτε ποσοτικά.
Και σχολιάζοντας λίγο τον κάθετο άξονα της «ενδυνάμωσης του θεσμού της οικογένειας», να ρωτήσω αφελώς «Ποιας οικογένειας;» Προφανώς, αν κατάλαβα καλά, γίνεται κουβέντα για τη νεωτερική φυσικοποιημένη οικογένεια του '50 στο «The Ozzie and Harriet Show», όπου οι ευτυχισμένοι σύζυγοι-γονείς, ο Οζι και η Χάριετ, με τους δύο γιους, τον Ντέιβιντ και τον Ρίκυ, μας έκαναν να γελάμε.
Η οικογένεια που εννοεί η κ. υφυπουργός Εργασίας, απλά, δεν υπάρχει. Είναι προφανώς μια οικογένεια ορθοδόξων, με θρησκευτικό κατά προτίμηση γάμο, που γεννούν δύο τρία παιδιά πριν τα τριάντα τους τα οποία μεγαλώνουν σε βρεφονηπιακούς, που τα «κακομαθαίνουν» οι παππούδες και οι γιαγιάδες τους. Αυτό το ιδεατό μοντέλο οικογένειας, ζει σ' ένα υπόδειγμα αγοράς εργασίας, όπου όλο το εργατικό δυναμικό απασχολείται, όπου δεν υπάρχουν ξένοι, αλλόθρησκοι ή αλλοεθνείς, όπου δεν υπάρχει εγκληματικότητα, που λειτουργούν οι δημόσιες συγκοινωνίες, οι αποχετεύσεις και οι ΟΤΑ και που όλα τα εμβόλια, μαζί και οι ξένες γλώσσες, είναι δωρεάν.
Ο Ρουσσώ στο «Κοινωνικό Συμβόλαιο», πράγματι, όριζε το μέγεθος του πληθυσμού ως ασφαλέστερο σημάδι επίτευξης του σκοπού αναπαραγωγής κι ευημερίας της πολιτικής κοινότητας. «Μην αναζητήσετε αλλού ‒έγραφε‒ αυτό το τόσο διαφιλονικούμενο σημείο. Με δεδομένο ότι όλα τα άλλα είναι ίσα, η κυβέρνηση υπό την οποία, χωρίς ξένους πόρους, χωρίς πολιτογραφήσεις, χωρίς αποικίες, οι πολίτες αυξάνονται και πληθύνονται είναι ασφαλώς η άριστη· και η χειρότερη, όταν ένας λαός λιγοστεύει και μαραζώνει. Όσοι ξέρετε να μετράτε, έφτασε η σειρά σας: λογαριάστε, μετρήστε και παραβάλλετε».
Το καλύτερο θα ήταν η κ. υφυπουργός να σταματήσει να μας διαβάζει τα manual των υποδειγμάτων. Να πει κάτι που να βγαίνει από την ψυχή της και την πραγματική κοινωνία. Να πει τι θα κάνει για το δημογραφικό και τις αφανείς υποχρεώσεις που συνεπάγεται. Θα ορίσει φόρο αγαμίας, θα απαγορεύσει τα προφυλακτικά και τη συνουσία εκτός γάμου; Θα ορίσει πλάνο ώστε το 2030 οι Ελληνες να είναι 15 εκατομμύρια; Ο προηγούμενος πρωθυπουργός κόμπαζε ότι πήρε την ανεργία από το 28% και την πήγε 20-22%. Εβαζε τελεία, και έλεγε «Πέτυχα». Δεν έλεγε ότι ηγείται μιας χώρας υπερχρεωμένης με την υψηλότερη ανεργία στην Ε.Ε.
Βεβαίως, η κ. υφυπουργός, όταν λέει ότι «εμείς θα το κάνουμε σωστά», να θέλει να μας πείσει πως αν ο Ρουσσώ ή ο Μαρξ ήξεραν τις τυφλές δυνάμεις που θα απελευθέρωναν, θα έγραφαν αλλιώς σήμερα το «Κοινωνικό Συμβόλαιο» ή το «Κεφάλαιο». Το συζητάμε αν επιθυμεί, αλλά δημογραφικό δεν λύνουμε.
*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 26/7/2019.
Μετά τις βουλευτικές εκλογές του Ιουλίου το κοινοβουλευτικό τοπίο βρήκε νέες ισορροπίες. Για ένα διάστημα έτσι θα λειτουργεί, αλλά οι βαθύτερες ανάγκες θα πιέζουν για ανακατατάξεις. Κι εννοώ ανάγκες υπαρκτές της οικονομίας και της κοινωνίας κι όχι υπαρξιακές όσων κάνουν προσθαφαιρέσεις ποσοστών για να φτιάξουν στο μυαλό τους νέα σχήματα.
Γιατί οι επαγγελματίες του χώρου (αναλυτές, δημοσιογράφοι, πολιτικοί, δημοσκόποι) πρέπει να αναρωτηθούν τί επιθυμούν οι πολίτες, αντί να προτρέχουν και να προτείνουν συγχωνεύσεις κομμάτων.
Ο πολιτικός χάρτης κάθε χώρας εκφράζει κυρίως την πολιτική της ιστορία. Κινήματα, ρήξεις, συμμαχίες, αλλά και προσωπικότητες και τα επιτεύγματα των κυβερνώντων συνθέτουν ένα πολύχρωμο μωσαϊκό. Τα θεμελιώδη, όπως και στην οικονομία, δεν αλλάζουν εύκολα, αλλά υπάρχουν πάντα περιθώρια πρωτοβουλιών και νέων προτάσεων, η πολιτική ζωή εξελίσσεται συνήθως απρόβλεπτα.
Για τις λεγόμενες πολιτικές δυνάμεις του κέντρου, το κύριο στοιχείο ήταν ο ετεροπροσδιορισμός. Η μετεμφυλιακή παρακαταθήκη, οι ακρότητες του εμφυλίου, γενικότερα η βία της εποχής εκείνης, όλα αυτά συνέτειναν σε δύο αντιφατικά πράγματα. Πρώτον της ενδυνάμωσης στη συνείδηση των πολιτών της έννοιας του κέντρου, ως πόλου που αφενός απαλλάσσει από την συμμετοχή στη μια ή στην άλλη παράταξη, αφετέρου οριοθετεί την πολιτική συζήτηση εκτός του πεδίου του εθνικού διχασμού. Δεύτερον, στην επικίνδυνη επιλογή της δημιουργίας υπόπτων, δηλαδή των «συνοδοιπόρων», προκειμένου να ανακοπεί κάθε προσπάθεια δημιουργίας κινημάτων που δεν ασπάζονται την λογική του σκληρού διχασμού, το τρομερό «εμείς ή αυτοί», επιλογή πρωτίστως του νικητή.
Η ιστορία έδειξε ότι το κέντρο στη χώρα μας υπήρχε και υπάρχει σε διάφορες μορφές πάντοτε, αλλά η κατίσχυσή του στη νεώτερη εποχή έγινε πανηγυρικά με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, το 1981. Ορόσημο απετέλεσε βεβαίως η μεγάλη επιτυχία της Ένωσης Κέντρου, πριν την επιβολή της δικτατορίας. Κόμμα χωρίς αναφορές και χωρίς σχέση με τον εμφύλιο, το ΠΑΣΟΚ και ο Ανδρέας Παπανδρέου, επέτυχαν την εθνική συμφιλίωση κι έτσι έκλεισε οριστικά αυτή η τραγική περίοδο της ιστορίας μας. Επωφελήθηκαν φυσικά από αυτή την εξέλιξη όλα τα πολιτικά κόμματα, η δημοκρατία εμπεδώθηκε και η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΕ άνοιξε συνάμα ένα νέο ελπιδοφόρο πολιτικό κεφάλαιο με σταθεροποιημένους πολιτικούς θεσμούς.
Δυστυχώς η οικονομία δεν ακολούθησε την ίδια πορεία και τα αποτελέσματα είναι επίπονα. Οταν η οικονομία δεν ωφελείται από τον ενάρετο κύκλο της πολιτικής, τότε ο εκτροχιασμός είναι βέβαιος.
Στο σημερινό όμως τοπίο τι ακριβώς συμβαίνει; Το κέντρο υπάρχει, αλλά θα χάνει έδαφος αν δεν βρει έναν νέο, αυτόνομο τρόπο παρουσίας και δράσης. Ο ιστορικός ετεροπροσδιορισμός σε σχέση με την Δεξιά και την Αριστερά, δεν θα είναι πειστική επιλογή, αν δεν συνοδεύεται από προτάσεις πολιτικής που ανοίγουν νέους δρόμους και που ανταποκρίνονται στα νέα δεδομένα. Και τούτο διότι αν στην μετεμφυλιακή Ελλάδα η ανάγκη οριοθέτησης απέναντι στους δύο πόλους είχε ζωτική σημασία, αυτό συνέβαινε διότι η κομματική πολιτική κυριαρχούσε παντού. Το άτομο, η οικογένεια, η άσκηση εμπορικής δραστηριότητας, ο διορισμός στο δημόσιο, η μετανάστευση, όλα ήταν ελεγχόμενα, η δημόσια δράση του καθένα ήταν προβλέψιμη. Σήμερα το οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό τοπίο είναι πολύπλοκο και ρευστό, ο πολίτης απολαμβάνει τις κεκτημένες ελευθερίες, οι νέες τεχνολογίες επικοινωνίας ανατρέπουν διεθνώς τα δεδομένα και η κρίση άλλαξε τις παλιές πρακτικές.
Η ιστορική λοιπόν και καθιερωμένη για τις παλαιότερες γενιές των κεντρογενών πολιτική των ίσων αποστάσεων από τους δύο πόλους, δεν ελκύει, τουλάχιστον τους νέους.
Τα δεδομένα άλλαξαν, η ανάγκη αυτονομίας, πρωτοτυπίας και αυθεντικότητας ενισχύονται, οι προτάσεις των κομμάτων κρίνονται γρήγορα σε σχέση με το προσδοκώμενο αποτέλεσμα. Κι αυτό κρίνεται πρώτα στο οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, και στη συνέχεια, αν αξιολογηθεί θετικά, τότε διοχετεύεται στον χώρο της πολιτικής. Αυτή η δραματική αλλαγή και εξάρτηση των ρόλων (οικονομία – κοινωνία – πολιτική), σαφώς επιδέχεται πολλές ερμηνείες, αλλά ισχύει. Κι αυτό φαίνεται στην πρόσληψη των προβλημάτων εκ μέρους των πολιτών, στην κατηγοριοποίησή τους, στην ιεράρχησή τους. Προηγείται σαφώς η οικονομία, η ανεργία, η επιβίωση.
Αν λοιπόν το Κέντρο πρέπει να εκφραστεί, να υπάρξει και να κυριαρχήσει στην πολιτική, θα πρέπει λογικά να ακολουθήσει αυτή την κοινωνιολογική εξέλιξη και συσχέτιση. Κι αυτό απαιτεί επεξεργασία προτάσεων, διατύπωση συνεκτικών θέσεων, σαφές σχέδιο. Γι αυτό οι συνήθεις οδοί και τρόποι δεν καρποφορούν, ούτε για το ίδιο το Κέντρο, αλλά ούτε και για τους πολιορκητές του. Δεν αρκούν δηλαδή η διεύρυνση με πολιτικά πρόσωπα, οι συναλλαγές βουλευτών, οι προσχωρήσεις στελεχών. Σχέδιο για τη χώρα απαιτείται, σχέδιο για την ανασυγκρότηση, την ανάκαμψη και την βιώσιμη ανάπτυξη, εκεί θα κριθούν όλα τα κόμματα. Στη συνοχή των πολιτικών και στη βιωσιμότητα των δράσεων.
Εκεί θα κριθεί βεβαίως και το Κέντρο, και η κεντρο-αριστερά γενικότερα, αφού ο παλαιού τύπου ετεροπροσδιορισμός δεν ανταποκρίνεται στις σημερινές ανάγκες. Και η ανάγκη κινεί τα πράγματα, κάτι ήξερε ο Βίκτωρ Ουγκώ.
Αυτοπροσδιορισμός λοιπόν χρειάζεται με πειστικό σχέδιο για την επόμενη φάση. Αλλιώς η διαφαινόμενη κανονικότητα θα προσκρούσει στην σκληρή πραγματικότητα, αφού είναι γνωστό ότι η οικονομική και κοινωνική κατάσταση είναι έκρυθμη.
*Δημοσιεύτηκε στο neopolitevma.gr στις 23/7/2019.
Η πείρα έδειξε ότι ο ενθουσιασμός ή η απογοήτευση είναι καλό να εκφράζονται στο τέλος της κοινοβουλευτικής τετραετίας, όταν πρόγραμμα και υπεσχημένα είναι προ πολλού σε δρόμο υλοποίησης.
Παρά την αυστηρή επιτήρηση και το πλαίσιο των ακολουθητέων μέτρων που θέτει η Ε.Ε., οι προσδοκίες των ψηφοφόρων από τη νεοεκλεγείσα κυβέρνηση είναι πολλές.
Προσδοκία των ψύχραιμων και σκεπτόμενων πολιτών είναι το πολιτικό προσωπικό να δουλέψει για το κοινό όφελος και όχι για κομματικά ή προσωπικά οφέλη. Είναι ο μόνος τρόπος η αυτοδύναμη κυβέρνηση να υπερβεί την πόλωση που θα την εκτροχίαζε από το σχέδιο της παραγωγικής ανάκαμψης της χώρας.
Οταν γίνει το πολυαναμενόμενο, οι κυβερνώντες να θέσουν σε δεύτερη μοίρα κομματικά οφέλη, προτάσσοντας το συμφέρον της κοινωνίας, τότε και η Ε.Ε. θα αναγνωρίσει εμπράκτως τις συνέπειες των λαθών της στη διαχείριση του ελληνικού χρέους, θα αναθεωρήσει τους όρους εξόφλησής του, συνυπολογίζοντας τον κρίσιμο ρόλο της Ελλάδας στο νοτιοανατολικό σύνορό της, ενώ οι αποφάσεις του Ε.Σ. θα επιδείξουν την υπευθυνότητα και το αίσθημα δικαιοσύνης που επιβάλλει το επαχθές και μη βιώσιμο χρέος χώρας-μέλους της Ε.Ε.
Θετική μεταχείριση έτυχαν επιτηρούμενες χώρες που προέταξαν με εθνική συναίνεση τη σωτηρία τους, συνειδητοποιώντας εγκαίρως ότι διαπραγματευόμενες σε κατάσταση πολιτικού διχασμού και αυστηρής εποπτείας θα ήταν αναγκαστικά υποχωρητικότερες στους επιτηρητές και αυταρχικότερες στους πολίτες.
Με διεθνείς συσχετισμούς στην ακρώρεια μεταξύ Δύσης και Εγγύς Ανατολής, κρίσιμους σε ζητήματα που μας αφορούν άμεσα, τα προγράμματα των μνημονιακών κυβερνήσεων της τελευταίας 10ετίας λειτουργούν ως οι δύο όψεις του πλαισίου που όρισε η Ε.Ε. για την εξόφληση του μη βιώσιμου χρέους μας.
Το πρόγραμμα αναδιανομής του εισοδήματος μεσαίων και πτωχών στρωμάτων, με αποτέλεσμα την πτωχοποίηση της κοινωνίας, που υλοποίησε ο ΣΥΡΙΖΑ μετά την αποτυχημένη διαπραγμάτευση για το χρέος, είναι η μια όψη του προγράμματος που έθεσε ως πλαίσιο η Ε.Ε.
Στο στενό αυτό πλαίσιο, που καταδικάζει τη χώρα σε παραμόνιμη ύφεση, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν παρέδωσε τη διακυβέρνηση με άδεια τα δημόσια ταμεία, αλλά δεν προστάτεψε τη ΔΕΗ.
Η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος της ευρωπαϊκής πολιτικής για τη χώρα μας είναι το πρόγραμμα που αναλαμβάνει να υλοποιήσει ο νέος πρωθυπουργός, με τη διαβεβαίωση ότι θα είναι προς όφελος της χώρας, αρκεί να τηρηθεί αυστηρός έλεγχος των δημοσίων δαπανών με όρους αξιοκρατίας και αντι-ηγεμονισμού, ώστε να μπούμε σε σταθερή πορεία παραγωγικής ανόρθωσης.
Με δεδομένο το είδος των μέτρων, αυτό μπορεί να γίνει εάν οι δύο όψεις της προβλεπόμενης πολιτικής αντικριστούν και διασαφηνισθούν οι ενεργές και εν δυνάμει αλληλο-συσχετίσεις τους, ώστε να καταστούν οργανικά μέρη μιας σύνθετης πολιτικής, θετικής για το σύνολο της κοινωνίας.
Το πνεύμα, όμως, της μεσότητας που εκφράζει μια τέτοια συνδυαστική πολιτική, απαιτεί αξιοποίηση των αρίστων ανεξαρτήτως ιδεοληψιών, ελεγκτικούς μηχανισμούς, κυρώσεις.
Είναι γνωστό ότι μια οργανική ολότητα είναι σε αλληλεξάρτηση με τα μέρη που τη συναποτελούν. Για να γίνει εμπράκτως σεβαστή αυτή η αδιαμφισβήτητη αρχή, απαιτείται ευρύτητα πνεύματος και ο διάλογος -προϋπόθεση για την τόσο αναγκαία ομοψυχία.
Με εμπειρία πολιτικής ζωής δύο αιώνων, οι Ελληνες πολίτες έχουν κουραστεί με τον ηγεμονισμό των δεξιών και κεντροδεξιών κυβερνήσεων. Αξιώνοντας ηγεμονισμό και η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, άμα τη αναλήψει των καθηκόντων της, το 2015, έθεσε κι αυτή το κόμμα πάνω από την κοινωνία, με αποτέλεσμα άκρως ανταγωνιστικές στάσεις και πρακτικές, που αναγκαστικά ευνόησαν την αναξιοκρατία και τον λαϊκισμό στη διοίκηση και στην παιδεία.
Είναι πλέον σαφές ότι οι πολίτες αξιώνουν μια κοινοβουλευτική και όχι μια καθεστωτική δημοκρατία, με εναλλασσόμενα στην εξουσία κόμματα ικανά να επιλύουν τα άπειρα προβλήματα της κρατικής μηχανής, χωρίς ηγεμονικούς μικρο-μεγαλισμούς που επιβάλλουν ασύμφορους συμβιβασμούς, υπαναχωρήσεις και δουλοπρέπεια εντός και εκτός των συνόρων.
Σε ένα τέτοιο αντι-ηγεμονιστικό και αυτο-κρινόμενο πλαίσιο προς όφελος της κοινωνίας και όχι των κομμάτων, δεν θα υπάρχουν σκανδαλωδώς κερδισμένοι και κατάφωρα ζημιωμένοι Ελληνες. Γιατί είναι παγκοίνως γνωστό πως, όταν ένα μικρό μέρος της κοινωνίας γίνεται άπληστο για μη φορολογημένο πλουτισμό, αυθαίρετες δανειοληψίες και γενικότερα, άνομες συναλλαγές, τότε το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας γονατίζει από την ανεργία, την ανασφάλιστη εργασία, την οικονομική, ηθική και πνευματική εξαθλίωση. Και τότε η αποσταθεροποίηση επισπεύδει τη διάλυση.
Με δεδομένους τους όρους, μια κυβέρνηση που συμμερίζεται ΕΜΠΡΑΚΤΩΣ τις θυσίες που επιβλήθηκαν στους πολίτες της, υποχρεώνεται να συνδυάσει μέτρα ενίσχυσης για τους πολίτες κάτω των ορίων της φτώχειας με πρακτικές παραγωγικής ανάπτυξης στους κρίσιμους τομείς της οικονομίας και της παιδείας. Ώστε όσο η παραγωγικότητα θα αυξάνει, να μειώνεται η επιδοματική πολιτική ως όλο και λιγότερο αναγκαία.
Για φανατικούς του κομματισμού, τέτοιου είδους ισορροπία φαντάζει ισορροπία τρόμου. Για τους πολίτες με συνείδηση των κινδύνων που διατρέχει η χώρα, πρόκειται για την αναγκαία, σε τόσο δύσκολες φάσεις, μεσότητα.
*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 17/7/2019.