Σάββατο, 27 Απρίλιος 2024

Κανονικότητα ή ανθεκτικότητα;

Καταλαβαίνει κανείς ότι η κρίση, το να μην ξέρεις τι θα ξημερώσει αύριο, πώς θα είναι η ζωή σου τα επόμενα χρόνια, το άγχος για υπαρκτές και ενδεχόμενες αναστατώσεις, όλα αυτά δημιουργούν τη λαχτάρα της κανονικότητας. Κανονικότητα στην οικονομία, στην πολιτική, στην καθημερινή ζωή. Αλλά όσο την προσεγγίζει κανείς την έννοια της κανονικότητας τόσο φευγαλέα αποδεικνύεται.

Η έννοια της κανονικότητας βέβαια ιδεολογικοποιήθηκε και πολιτικοποιήθηκε, μέσα από την εσωτερίκευση της ενοχής. Δεν είμαστε «κανονικό» έθνος, ούτε «κανονική» κοινωνία, δεν έχουμε «κανονική» ιστορία – και βεβαίως δεν έχουμε «κανονική» δημοκρατία.

Είναι «κανονικό» να κυβερνά η Αριστερά; Αυτή η έννοια της κανονικότητας τείνει να αντικαταστήσει άλλες, προηγούμενες νομιμοποιητικές έννοιες, όπως πρόοδος και συντήρηση, εκσυγχρονισμός και αναχρονισμός. Οχι ότι σ' εκείνες έλειπε το στοιχείο της συμμόρφωσης σ' έναν ιδεατό κανόνα, αλλά στην έννοια της κανονικότητας λείπει η δυναμική διάσταση της προσδοκίας, η προσομοίωση της πορείας στον χρόνο, η σύνδεση του μελλοντικού και επικείμενου με κάτι καλύτερο από το παρελθοντικό.

Ας συμφωνήσουμε, λοιπόν, ότι η Ελλάδα δεν είναι μια «κανονική» χώρα. Τότε ποια είναι; Μήπως η Βρετανία του Brexit; Μήπως η Αμερική του Τραμπ και των σκοτωμών σε σχολεία και πανεπιστήμια; Μήπως η Γαλλία με δεύτερο κόμμα τη Λεπέν; Μήπως η Ισπανία με την Καταλονία; Μήπως η κομμένη στη μέση Ιταλία, ανάμεσα Πέντε Αστέρες και Λέγκα του Βορρά;

Μήπως η Αυστρία με συγκυβέρνηση ακροδεξιών; Μήπως η Γερμανία με τρίτο κόμμα τους νοσταλγούς του ναζισμού; Μας φαίνεται βασίλειο της κανονικότητας η Ευρώπη, με Ουκρανία και Συρία στα σύνορά της, με καραβάνια προσφύγων να συνωστίζονται στις πύλες της, με τον ρατσισμό να ανεβαίνει στο εσωτερικό της, με τον διαρκή φόβο της τρομοκρατίας στις μεγάλες πόλεις της; Δεν χρειάζεται ενδεχομένως να ψάξουμε για κανονικότητα αλλού, γιατί ο κανόνας συλλαμβάνεται πάντα ως ευρωπαϊκός. Ισως σε νησίδες, πράγματι να υπάρχει κανονικότητα. Αλλά θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς τούτη την εποχή, εποχή κανονικότητας;

Αν κάτι χαρακτήριζε τη μεταπολεμική κανονικότητα, τα χρόνια της ανάπτυξης, ήταν η πρόοδος. Κάθε δεκαετία ζούσαμε ανετότερα και πλουσιότερα από την προηγούμενη, κάθε γενιά βελτίωνε της ζωή της σε σχέση με την προηγούμενη, υπήρχε μια γενικευμένη άνοδος της κατώτερης προς τη μεσαία τάξη.

Αυτό έχει πάψει να συμβαίνει ακόμη και πριν από την κρίση του 2008. Τουλάχιστον στις δυτικές χώρες, τον αναπτυγμένο κόσμο. Ανοδος σημειώθηκε, βέβαια, αλλά ως προς την Κίνα και την Ινδία, όπου πράγματι σχηματίστηκε μια κατώτερη μεσαία τάξη που ενδεχομένως υπερβαίνει αριθμητικά Ευρώπη και Αμερική.

Αλλά και σε ένα ευρύτερο χρονικό πλαίσιο, η ίδια η νεωτερικότητα χαρακτηρίζεται από τη φράση «κάθε τι σταθερό, εκρήγνυται στον αέρα», εμβληματική φράση με την οποία ο Μαρξ περιέγραφε την καινούργια εποχή, μετά τις δυνάμεις που εξαπέλυσε ο βιομηχανικός καπιταλισμός στον κόσμο και οι οποίες υπονομεύουν κάθε σταθερότητα, κάθε κανονικότητα.

Πόσο μάλλον στον εικοστό αιώνα, όταν εκατομμύρια άνθρωποι, στις πιο απόμακρες γωνιές της Ευρώπης, που πίστευαν πως είναι ασφαλείς, είδαν αναπάντεχα, πολέμους και καταστροφές να αναστατώνουν τη ζωή τους, τα σπίτια και το βιος τους να χάνεται, τις γνώσεις και τις δεξιότητές τους να αχρηστεύονται. Οτιδήποτε σταθερό είχαν στη ζωή τους τινάχτηκε στον αέρα!

Αυτή τη δυσάρεστη διαπίστωση πρέπει να την έχουμε συνεχώς στον νου μας στην Ελλάδα, καθώς βγαίνουμε από τη φάση της μνημονικής επιτήρησης. Μια ξαφνική άνοδος της τιμής των καυσίμων, μια κρίση σε οποιοσδήποτε σημείο του εύθραυστου οικονομικού οικοδομήματος, μπορεί να εξαντλήσει τα αποθέματα, να σβήσει τις μικρές αναζωπυρώσεις της οικονομίας και να βυθίσει τη χώρα ξανά σε μια κρίση, πριν προλάβει να ανασυνταχθεί από την προηγούμενη. Και αυτά δεν είναι υποθετικά σενάρια.

Παρά τη σταθεροποίηση πολλών χωρών σε σχέση με την κρίση του 2008, οι ρυθμοί ανάπτυξης καρκινοβατούν, το ιδιωτικό χρέος διογκώνεται υπέρμετρα και η οικονομία όσο στενεύει η παραγωγική της βάση σε σχέση με τα χρηματο-οικονομικά παράγωγα, τόσο πιο ασταθής γίνεται. Πάρα πολλοί αναλυτές και έγκυρα οικονομικά έντυπα προβλέπουν νέα οικονομική κρίση, χειρότερη του 2008, τα επόμενα δυο χρόνια. Αν προσθέσουμε τη σταθερά αυξητική τάση των προσφυγικών ροών και τις αυξανόμενες κλιματικές αναστατώσεις, η συζήτηση για την κανονικότητα πρέπει να αντικατασταθεί από τη συζήτηση για την ανθεκτικότητα.

Η ανθεκτικότητα, ανεξαρτήτως ιδεολογικού πλαισίου καταγωγής, πρέπει να ανασημασιοδοτηθεί και να αποτελέσει την κατευθυντήριο γραμμή της πολιτικής, και εδώ να επιτευχθούν ευρύτερες συγκλίσεις. Γιατί ανθεκτικότητα σημαίνει πως η χώρα, το πολίτευμα, ο πιο ευάλωτος πληθυσμός, πρέπει κατά το δυνατόν να θωρακιστεί με θεσμούς, δίκτυα ασφαλείας και εξόδους κινδύνου, απέναντι στις επόμενες, ξαφνικές ή αναμενόμενες, γνωστές ή αναπάντεχες αναταράξεις.

Η ανθεκτικότητα δεν είναι αμυντική πολιτική, αλλά πολιτική στρατηγική πρόβλεψης και πρόληψης σε μια εξ ορισμού θυελλώδη εποχή. Δεν είναι δημοφιλής ιδέα, ούτε επιδεικνύει αισιοδοξία. Είναι όμως ένας αναγκαίος, ρεαλιστικός και ριζικός προσανατολισμός, αν σκέφτεται κανείς μακροπρόθεσμα και σε βάθος.

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 2/4/2018. 

Ποια συνταγματική αναθεώρηση;

Τελικά, τι γίνεται με τη συνταγματική αναθεώρηση; Γιατί τόσο η ΝΔ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ - δηλαδή τα μόνα κόμματα που διαθέτουν τον απαιτούμενο αριθμό (50) βουλευτών για να ξεκινήσει η σχετική διαδικασία - έχουν μείνει τόσα χρόνια στα λόγια παρά τις επανειλημμένες και συχνά λαϊκιστικές διακηρύξεις τους;
Απάντηση στα εύλογα αυτά ερωτήματα των πολιτών δεν έχει ακόμη δοθεί. Υποτίθεται ότι αρχικά το εμπόδιο ήταν η πενταετία που έπρεπε να παρέλθει από την προηγούμενη αναθεώρηση, του 2008. Τελικά, όμως, πέρασε άλλη μια πενταετία και η αναθεώρηση καρκινοβατεί, με ορατό τον κίνδυνο να παραπεμφθεί και πάλι στις ελληνικές καλένδες.
Πού βρίσκεται σήμερα η αναθεώρηση; Η μεν κυβέρνηση, η οποία εμφανώς αγνοεί τον θεσμικό ρόλο της αλλά και τους σημερινούς συσχετισμούς, προσπαθεί μάταια να κρύψει την ανυπαρξία επεξεργασμένης συνταγματικής πολιτικής πίσω από μια ψευδαίσθηση «διαλόγου με τον λαό» (περιφέροντας ανά τας πόλεις και τας αγυιάς, μέσω μιας αμφιλεγόμενης Επιτροπής, ορισμένες γενικόλογες και μαξιμαλιστικές εξαγγελίες αλλά και αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο σχετικού - αντισυνταγματικού σε κάθε περίπτωση - δημοψηφίσματος). Η δε ΝΔ αποφάσισε ,επιτέλους, έπειτα από χρόνια πολιτικής αοριστολογίας, να οργανώσει μια ευρεία εκδήλωση, προσπαθώντας να διαμορφώσει, επιτέλους, συγκεκριμένες αναθεωρητικές θέσεις και προτάσεις. Με αυτά τα δεδομένα, είναι αξιοπρόσεκτη μια εντελώς μινιμαλιστική πρόταση που διατυπώθηκε από τον συνάδελφο Νίκο Αλιβιζάτο: να περιορισθεί η αναθεώρηση, προκειμένου να καταστεί ευχερέστερη, μόνο σε 5+1 σημεία, στα οποία έχουν σημειωθεί ευρύτερες συγκλίσεις (ευθύνη υπουργών, βουλευτική ασυλία, επιλογή ηγεσίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων, ενίσχυση ανεξάρτητων Αρχών, εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας και αλλαγή του τρόπου αναθεώρησης του Συντάγματος). Αυτή υιοθετήθηκε ήδη, όπως ανακοινώθηκε, από το Κίνημα Αλλαγής και τη ΝΔ, όχι όμως και από τον ΣΥΡΙΖΑ, που φαίνεται να επιμένει - θεμιτά καταρχήν - σε ευρύτερη ιδεολογικοπολιτική συζήτηση. Αρα, προς το παρόν δεν φαίνεται να διαμορφώνονται οι όροι της απαιτούμενης από το Σύνταγμα ευρύτερης συναίνεσης (180 ή έστω, εναλλακτικά, 151 ψήφοι).
Ωστόσο, δεδομένου ότι η πολιτική αφετηρία της πρότασης είναι όντως ενδιαφέρουσα, θα μπορούσε ίσως να επιλεγεί ο εξής συγκερασμός:
Πρώτον, να κατατεθούν ως τάχιστα στη Βουλή όλες οι προτάσεις για τις αναθεωρητέες διατάξεις ώστε να φανεί το ιδιαίτερο ιδεολογικοπολιτικό στίγμα τους (π.χ. θα ήταν ενδιαφέρον να δούμε τι θα πουν πλέον τα κόμματα τόσο για τον χωρισμό Κράτους - Εκκλησίας όσο και για τη σύσταση Συνταγματικού Δικαστηρίου ύστερα από την πρόσφατη «ελληνοχριστιανική» και όζουσα «θεοκρατικού» κατηχητισμού ερμηνεία του Συμβουλίου της Επικρατείας, που μοιάζει να αρνείται πλέον να ερμηνεύει το Σύνταγμα υπό το πρίσμα μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής - ανοιχτής και δημοκρατικής - κοινωνίας).
Δεύτερον, να συμφωνηθεί ότι η Επιτροπή που θα συσταθεί στη Βουλή, μετά την υποβολή των προτάσεων, θα φέρει στην Ολομέλεια μόνον εκείνες που συγκεντρώνουν ευρύτερη συναίνεση. Αυτές, βέβαια, μπορεί να αποδειχθούν περισσότερες από τις 5+1, συμπεριλαμβάνοντας, για παράδειγμα, είτε τη συνταγματική καθιέρωση ενός αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης, για ενίσχυση της προστασίας των κοινωνικών δικαιωμάτων, είτε τον δικαστικό έλεγχο των πράξεων νομοθετικού περιεχομένου, για να μην επαναληφθούν φαινόμενα που τραυματίζουν το πολίτευμα, είτε την απαλλαγή του Προέδρου της Δημοκρατίας από τον στενό κορσέ που του έχει φορέσει η αναθεώρηση του 1986 ως προς την άσκηση ορισμένων ρυθμιστικών αρμοδιοτήτων είτε, ακόμη, και κάποιο από τα δύο προαναφερθέντα θέματα (έστω και με 151).

Τα ανωτέρω προϋποθέτουν, βέβαια, ότι θα πρυτανεύσει επιτέλους νηφαλιότητα και μετριοπάθεια ώστε να μην ξαναχαθεί η ευκαιρία να γίνουν ορισμένες από καιρό ώριμες τροποποιήσεις. Οσο δε για τις ευρύτερες, ριζικότερες αλλά και ιδεολογικοπολιτικά επίμαχες, αυτές θα έχουν μεν προταθεί ένθεν κακείθεν, αλλά θα κριθούν σε ευθετότερο χρόνο και με ευχερέστερη πλέον διαδικασία, αποτελώντας ταυτόχρονα κριτήριο για τη μελλοντική πολιτική και προγραμματική αξιολόγηση των κομμάτων.

*Δημοσιεύτηκε στα "Νέα" στις 23/3/2018. 

Θεόδωρος Μητράκος, Υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος: "Μέλημα των τραπεζών πρέπει να αποτελεί επίσης η προστασία του παραγωγικού ιστού και η διασφάλιση θέσεων εργασίας, και όχι μόνο η ανάκτηση μέρους των απαιτήσεών τους"

Πόσο εφικτοί θεωρείτε ότι είναι οι στόχοι των πλεονασμάτων που συμφώνησε η κυβέρνηση με τους θεσμούς;

«Όπως γνωρίζετε, το πρωτογενές αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης για το 2017 διαμορφώνεται σε επίπεδο υψηλότερο του 3% του ΑΕΠ, υπερβαίνοντας σημαντικά τον στόχο του προγράμματος (1,75%). Ακόμα μεγαλύτερη υπέρβαση του δημοσιονομικού στόχου του προγράμματος είχαμε το 2016, με πλεόνασμα 3,8%, έναντι στόχου μόλις 0,5%. Κατά συνέπεια, τα τελευταία έτη παρατηρείται δημοσιονομική υπεραπόδοση, η οποία μάλιστα συγκρατήθηκε από την έκτακτη διανομή κοινωνικού μερίσματος προς το τέλος κάθε έτους, όταν δηλαδή υπήρχαν και αξιόπιστες προβλέψεις για το τελικό αποτέλεσμα.
Η εμπειρία αυτή σε συνδυασμό με την επάνοδο σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης και η εκτίμηση ότι η δημοσιονομική πειθαρχία αποτελεί πλέον πεδίο κοινής αποδοχής τόσο για το πολιτικό προσωπικό της χώρας όσο και για τους κοινωνικούς και παραγωγικούς εταίρους, δείχνουν ότι είναι εφικτή η επίτευξη των στόχων για πρωτογενές αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης ύψους 3,5% του ΑΕΠ με βάση τα μέτρα που περιγράφονται στο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής (ΜΠΔΣ 2018-2021). Χαμηλότεροι στόχοι φυσικά θα ήταν για όλους μας πιο επιθυμητοί.

Από την άλλη, δεν μπορούμε να αγνοούμε το κοινωνικό κόστος που συνεπάγεται η εφαρμογή της αναγκαίας συσταλτικής δημοσιονομικής πολιτικής για την επίτευξη των συμφωνημένων πλεονασμάτων. Μεσοπρόθεσμα η επίτευξη τόσο υψηλών πλεονασμάτων μειώνει την αναπτυξιακή δυναμική. Αυτό εξάλλου το βιώσαμε τα τελευταία χρόνια όπου, με ευθύνη κυρίως των θεσμών, υποτιμήθηκε η απόδοση των δημοσιονομικών μέτρων, με αποτέλεσμα τα υπερπλεονάσματα που δημιουργήθηκαν από τις εσφαλμένες αυτές εκτιμήσεις να στερήσουν πολύτιμους πόρους από την ελληνική οικονομία και να δυσχεράνουν την ταχύτερη επιστροφή της σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης».

Η διευθέτηση του χρέους θα επηρεάσει καθοριστικά τη μεταμνημονιακή πορεία της χώρας. Πού θεωρείτε ότι πρέπει να τοποθετηθεί ο πήχης των διεκδικήσεων από την Ελλάδα;

«Η διευθέτηση του χρέους με τρόπο ώστε να διασφαλίζεται ξεκάθαρα η μακροχρόνια βιωσιμότητά του θα ήταν μία εξαιρετικά θετική εξέλιξη για την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Κατ' αρχάς θα διευκολύνει την ομαλή πρόσβαση του Ελληνικού Δημοσίου στις διεθνείς κεφαλαιαγορές με ευνοϊκούς όρους χρηματοδότησης. Παράλληλα, θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών, στηρίζοντας τις θετικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας για τα επόμενα έτη. Δυστυχώς όμως ο πήχης της διευθέτησης του χρέους δεν τίθεται από τη δική μας πλευρά, αλλά από την πλευρά των πιστωτών, των οποίων οι απόψεις μάλιστα δε συγκλίνουν κατ' ανάγκη. Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει επανειλημμένα τοποθετηθεί με συγκεκριμένες αναλύσεις αναφορικά με τα ελάχιστα χαρακτηριστικά της απαιτούμενης διευθέτησης του ελληνικού χρέους. Σε πρώτη φάση έχουμε τα βραχυπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης που ενέκρινε το Eurogroup τον Δεκέμβριο του 2016 και έχουν ήδη εφαρμοστεί. Σε αυτά συγκαταλέγονται η εξομάλυνση των αποπληρωμών των δανείων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF), η παραίτηση (για το 2017) από το περιθώριο επιτοκίου ύψους 200 μονάδων βάσης που σχετίζεται με την επαναγορά χρέους από το δεύτερο πρόγραμμα και η αξιοποίηση της χρηματοδότησης του EFSF και του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) για τον περιορισμό των κινδύνων από τα κυμαινόμενα επιτόκια.

Σε δεύτερη φάση, από τις συζητήσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη για τον προσδιορισμό των μεσοπρόθεσμων μέτρων αναδιάρθρωσης του χρέους και τη διασύνδεσή τους με την ανάπτυξη φαίνεται πιθανή κάποια χρονική μετάθεση των πληρωμών τόκων ή και των χρεολυσίων από τα δάνεια του EFSF και ενδεχομένως μείωση του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 2% του ΑΕΠ από το 2021, με παράλληλη αξιοποίηση του δημοσιονομικού χώρου για την ενίσχυση του δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης και την προσήλωση στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Θετική επίσης εξέλιξη θα αποτελέσει, εφόσον τελικά επιτευχθεί, μία συμφωνία για απόδοση των επιλέξιμων κερδών από τα χαρτοφυλάκια ANFA και SMP που διακρατούν οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος. Σε κάθε περίπτωση, πιστεύω ότι μπορεί και πρέπει πλέον να διασφαλιστεί κατά τρόπο απολύτως πειστικό η μακροχρόνια βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, συγκρατώντας τις ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες μεσοπρόθεσμα εντός του ορίου του 15% του ΑΕΠ. Η διευθέτηση αυτή θα επηρέαζε καθοριστικά την πορεία της ελληνικής οικονομίας για πάρα πολλά χρόνια».

Πότε θεωρείτε ότι θα πρέπει να αρθούν πλήρως τα capital controls;

«Από τον Ιούνιο του 2015, οπότε και επιβλήθηκαν οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων, έχει επέλθει σημαντική χαλάρωσή τους, με προσεκτικά βήματα, λαμβάνοντας υπ' όψιν την πρόοδο στην εφαρμογή του προγράμματος, τη σταδιακή βελτίωση των οικονομικών συνθηκών, την ανάκτηση της εμπιστοσύνης, καθώς και τη βελτίωση των συνθηκών ρευστότητας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Ενδεικτικά ως προς τη χαλάρωση των περιορισμών, εκτός της δυνατότητας ανάληψης όλου του ποσού που κατατίθεται σε μετρητά ή μεταφέρεται από το εξωτερικό, παρέχεται πλέον η δυνατότητα ανάληψης μετρητών έως του ποσού των 2.300 ευρώ τον μήνα. Ακόμη, απελευθερώθηκε πλήρως το άνοιγμα νέων λογαριασμών, ενώ έχουν αυξηθεί σημαντικά τα όρια των εμπορικών συναλλαγών των επιχειρήσεων με το εξωτερικό, τα οποία εγκρίνονται σε επίπεδο τραπεζών, γεγονός που επιτρέπει την ταχύτερη διεκπεραίωση των συναλλαγών και την ευκολότερη διεξαγωγή του εμπορίου. Επίσης, έχει διευκολυνθεί η μεταφορά κεφαλαίων από τα νοικοκυριά στο εξωτερικό μέσω πιστωτικών ιδρυμάτων (2.000 ευρώ ανά ημερολογιακό δίμηνο). Είναι φανερό ότι η σταδιακή άρση των περιορισμών συμβαδίζει με την αύξηση της εμπιστοσύνης στο τραπεζικό σύστημα, αλλά και συντελεί σε αυτήν.

Όπως καταλαβαίνετε, είναι δύσκολο να εκτιμήσει κανείς χρονικά την πλήρη εκπλήρωση των προϋποθέσεων που θα οδηγήσουν στην άρση όλων των κεφαλαιακών περιορισμών. Οι επόμενες αλλαγές πάντως θα πρέπει να συνεχίσουν να είναι καλά σχεδιασμένες, ώστε να βελτιωθεί αποτελεσματικά η λειτουργία της οικονομίας, χωρίς να διαταραχθεί η ρευστότητα του συστήματος».

Υπό ποίες προϋποθέσεις το τραπεζικό σύστημα θα αναλάβει ενεργότερο ρόλο στη χρηματοδότηση του επιχειρείν;

«Το 2017 τόσο ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής όσο και οι καθαρές ροές της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις διαμορφώθηκαν, έστω και οριακά, σε θετικό πρόσημο, αντανακλώντας τη βελτίωση της ρευστότητας των τραπεζών που αποτελεί τον πιο σημαντικό παράγοντα ώστε να αναλάβουν ενεργότερο ρόλο στη χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα. Κατά τη διάρκεια του 2017 οι τράπεζες μείωσαν στο μισό τη χρηματοδότησή τους από τον μηχανισμό παροχής έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα (ELA, Δεκέμβριος 2017: 21,6 δισ. ευρώ, Δεκέμβριος 2016: 43,6 δισ. ευρώ). Επίσης, μείωσαν σημαντικά τον δανεισμό τους από πράξεις αναχρηματοδότησης του Ευρωσυστήματος (Δεκέμβριος 2017: 12 δισ. ευρώ, Δεκέμβριος 2016: 23 δισ. ευρώ). Παράλληλα, παρατηρήθηκε αύξηση των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα για δεύτερη συνεχή χρονιά, με τον ετήσιο ρυθμό μεταβολής να διαμορφώνεται σε 4,7% (από 3,4% το 2016). Σημαντική εξέλιξη αποτέλεσε και η αποκατάσταση της πρόσβασης των ελληνικών τραπεζών στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές μέσω της έκδοσης καλυμμένων ομολογιών από τις συστημικές τράπεζες, ύψους 2,3 δισ. ευρώ.

Η βελτίωση των οικονομικών συνθηκών θα επιδράσει θετικά τόσο στη ζήτηση όσο και στην προσφορά δανείων, με την τελευταία να εκτιμάται ότι θα ενισχυθεί και από την αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και τη βελτίωση της πιστωτικής συμπεριφοράς των δανειοληπτών, εξελίξεις που θα συμβάλουν στην απελευθέρωση χρηματοδοτικών πόρων και στη μείωση του κόστους πιστωτικού κινδύνου των τραπεζών. Φαίνεται λοιπόν ότι έχουμε μία συνεχή βελτίωση όλων εκείνων των παραγόντων που θα επιτρέψουν στο τραπεζικό σύστημα να ανακτήσει σταδιακά τον διαμεσολαβητικό του ρόλο μεταξύ αποταμίευσης και επενδύσεων και να αναλάβει ενεργότερο ρόλο στη χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας».

Μέσα από την αναδιάρθρωση των «κόκκινων» επιχειρηματικών δανείων οι τράπεζες θα αλλάξουν τον χάρτη του εγχώριου επιχειρείν; Πού πρέπει να στοχεύσουν και πώς να κινηθούν;

«Γίνεται αντιληπτό ότι η αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα συμβάλει στην απελευθέρωση πόρων για τη χρηματοδότηση της υγιούς επιχειρηματικότητας και τη στροφή της ελληνικής οικονομίας προς καινοτόμους και εξαγωγικούς κλάδους. Ο εντοπισμός των επιχειρήσεων με προοπτικές βιωσιμότητας, για τις οποίες θα πρέπει να εφαρμοστούν από τις τράπεζες μακροπρόθεσμες λύσεις αναδιάρθρωσης, σε συνδυασμό με την προσέλκυση νέων κεφαλαίων, είναι μια δύσκολη διαδικασία. Από τη μία πλευρά πρέπει να επιβραβεύεται η υπεύθυνη επιχειρηματικότητα, η οποία δικαιούται μια δεύτερη ευκαιρία, και από την άλλη πρέπει να επιδεικνύεται αυστηρότητα στους στρατηγικούς κακοπληρωτές. Στην κατεύθυνση αυτή, οι τράπεζες επιβάλλεται να διευρύνουν το ταχύτερο δυνατόν τις λύσεις που προτείνουν στους δανειολήπτες και να προχωρήσουν στη λήψη πιο δραστικών αποφάσεων, ιδίως όσον αφορά τις ενέργειες αναδιάρθρωσης βιώσιμων επιχειρήσεων, τη συντονισμένη αντιμετώπιση των οφειλετών με πολλαπλούς πιστωτές, τον εντοπισμό των στρατηγικών κακοπληρωτών και την εφαρμογή οριστικής λύσης για τις μη βιώσιμες επιχειρήσεις.

Μέλημα των τραπεζών πρέπει να αποτελεί επίσης η προστασία του παραγωγικού ιστού και η διασφάλιση θέσεων εργασίας, και όχι μόνο η ανάκτηση μέρους των απαιτήσεών τους.

Είναι γεγονός ότι, στο νέο αισιόδοξο περιβάλλον που διαμορφώνεται, μέσα από τη διαχείριση του προβλήματος του ιδιωτικού χρέους το τραπεζικό σύστημα μπορεί και οφείλει να συμβάλει, στο μέτρο του δυνατού, στη στροφή της ελληνικής οικονομίας προς κλάδους αυξημένης προστιθέμενης αξίας, που χαρακτηρίζονται από εξωστρέφεια και δυναμική και αφορούν εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες, με έμφαση στην καινοτομία και τις νέες τεχνολογίες. Οι αναγκαίες αναδιαρθρώσεις πρέπει επίσης να βρίσκονται σε αρμονία με την ολοκληρωμένη αναπτυξιακή στρατηγική για την εδραίωση ενός νέου υποδείγματος βιώσιμης και δίκαιης ανάπτυξης, η οποία αναμένεται να αποτελέσει σύντομα αντικείμενο διαβούλευσης. Η συνολική διευθέτηση των οφειλών με δίκαιο, αποτελεσματικό και κοινωνικά ευαίσθητο τρόπο μπορεί να αποβεί επωφελής για όλους τους εμπλεκομένους, ενισχύοντας επιπλέον την κοινωνική συνοχή. Η όλη διαδικασία είναι βέβαιο ότι απαιτεί κοινωνικές συγκλίσεις, οι οποίες, μετά τα τόσο πλούσια διδάγματα και το τεράστιο οικονομικό και κοινωνικό κόστος της τρέχουσας κρίσης, είναι σήμερα κατά τη γνώμη μου εφικτές».

Πρέπει και μέσα από ποια διαδικασία να προστατευθεί η πρώτη κατοικία έναντι των πλειστηριασμών;

«Η πρώτη κατοικία προστατεύεται. Ο νόμος 3869/2010, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, προστατεύει την πρώτη κατοικία των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων με βάση μια σειρά από εύλογα κριτήρια, όπως το εισόδημα, η αξία της ακίνητης περιουσίας, η ικανότητα αποπληρωμής και η επίδειξη πνεύματος συνεργασίας. Τα κριτήρια αυτά έχουν θεσπιστεί ώστε η προστασία της πρώτης κατοικίας να παρέχεται μόνο σε όσους την έχουν πραγματικά ανάγκη γιατί αδυνατούν να πληρώσουν και όχι σε "στρατηγικούς κακοπληρωτές" που κρύβονται πίσω από τις ευεργετικές διατάξεις του νόμου. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να επισημάνω ότι μη εξυπηρετούμενα δάνεια ύψους περίπου 13 δισ. ευρώ έχουν υπαχθεί σε καθεστώς νομικής προστασίας, εκ των οποίων περίπου 9 δισ. ευρώ αφορούν στεγαστικά δάνεια και περίπου 3 δισ. ευρώ καταναλωτικά δάνεια. Νομίζω ότι τα μεγέθη αυτά καταδεικνύουν τον βαθμό προστασίας που έχει παράσχει η πολιτεία στα δύσκολα αυτά χρόνια της κρίσης. Ειδικότερα, αίτηση υπαγωγής στο ν. 3869/2010 έχουν σωρευτικά υποβάλει περίπου 165.000 άτομα, εκ των οποίων περίπου 13.000 υποβλήθηκαν το α' εξάμηνο του 2017. Είναι ενθαρρυντικό ότι μετά από τα μέτρα που έχουν ληφθεί (π.χ. πρόσληψη δικαστών, διάθεση δικαστικών αιθουσών) ο αριθμός των αιτήσεων σε εκκρεμότητα έχει αρχίσει να μειώνεται.

Επιτρέψτε μου να επιμείνω στην αναγκαιότητα της εφαρμογής εύλογων κριτηρίων για την προστασία της πρώτης κατοικίας. Η προστασία των ευάλωτων δανειοληπτών, και ιδιαίτερα της πρώτης κατοικίας τους, αποτελεί αυτονόητο στόχο της κοινωνικής πολιτικής στο πλαίσιο ενός κράτους δικαίου. Με το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο, μπορεί να αποβεί προς το συμφέρον όλων των εμπλεκομένων, ακόμα και των τραπεζών. Εξάλλου, ο ν. 3869/2010 ήδη προβλέπει την επιδότηση από το Δημόσιο μέρους της δόσης στο πλαίσιο μιας μακροχρόνιας συμφωνίας ρύθμισης υπό συγκεκριμένα κριτήρια και προϋποθέσεις, αποτρέποντας την αναγκαστική ρευστοποίηση της "λαϊκής κατοικίας".

Από την άλλη, αποτελεί αδήριτη ανάγκη η άσκηση πίεσης προς τους αποκαλούμενους "στρατηγικούς κακοπληρωτές" που εκμεταλλεύονται ευνοϊκές διατάξεις νόμων ή/και δυσλειτουργίες του συστήματος απονομής της Δικαιοσύνης, ώστε να μην αποπληρώνουν τις δανειακές τους υποχρεώσεις, ενώ έχουν τη σχετική οικονομική δυνατότητα.

Αν μπορέσουμε να βρούμε την ισορροπία, τότε και ο τραπεζικός τομέας θα διάκειται πιο ευνοϊκά στην προστασία των οικονομικά ασθενέστερων. Η ρευστοποίηση οικιστικών ακινήτων χαμηλής εμπορικής αξίας σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί προτεραιότητα των τραπεζών».

Πώς βλέπετε την εξέλιξη της αγοράς ακινήτων, μετά τη σημαντική «διόρθωση» που υπέστη από το 2008 και μετά; Εκτιμάτε ότι έχει πιάσει «πάτο» ή θα συνεχιστεί η απομείωση της αξίας των ακινήτων;

«Κατά τη διάρκεια του 2017, τόσο η αγορά κατοικίας όσο και η αγορά επαγγελματικών ακινήτων παρουσίασαν τα πρώτα θετικά δείγματα σε όλους σχεδόν τους τομείς. Πιο συγκεκριμένα, καταγράφηκαν σταθεροποιητικές ή ακόμα και θετικές ενδείξεις στις τιμές και στα μισθώματα, στο επενδυτικό ενδιαφέρον, ακόμα και στην κατασκευαστική δραστηριότητα, ειδικά για συγκεκριμένες κατηγορίες επαγγελματικών ακινήτων, όπως τα ξενοδοχεία, τα καταστήματα και τα βιομηχανικά κτήρια. Παράλληλα, οι Ανώνυμες Εταιρείες Επενδύσεων σε Ακίνητη Περιουσία (ΑΕΕΑΠ) προχώρησαν σε επενδύσεις ύψους 200 εκατ. ευρώ, ενώ νέοι ξενοδοχειακοί όμιλοι εισήλθαν στην τουριστική αγορά, όχι μόνο στα νησιά αλλά και στην Αθήνα, η οποία φαίνεται να προσελκύει το επενδυτικό ενδιαφέρον για ακίνητα επαγγελματικής αλλά και οικιστικής χρήσης στο πλαίσιο των βραχυχρόνιων μισθώσεων.

Με άλλα λόγια, έχουμε από πολλές διαφορετικές κατευθύνσεις βάσιμες ενδείξεις ότι ο καθοδικός κύκλος των τιμών στην ελληνική κτηματαγορά, που ξεκίνησε το 2009, πιθανότατα ολοκληρώνεται. Όσο η εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομία αποκαθίσταται, τόσο αυξάνεται η κινητικότητα στην αναζήτηση επενδυτικών ευκαιριών, σε μια αγορά που έχει υποστεί τεράστια υποτίμηση τα τελευταία εννέα έτη. Αξίζει να σημειωθεί ότι η εκτιμώμενη από την Τράπεζα της Ελλάδος σωρευτική πτώση των τιμών των διαμερισμάτων από το 2008 μέχρι και το τέλος του 2017 ανέρχεται σε 42%. Η αντίστοιχη πτώση των τιμών επαγγελματικών γραφείων και καταστημάτων από το 2010 (έτος από το οποίο ξεκινάει η καταγραφή των σχετικών στοιχείων από την Τράπεζα της Ελλάδος) έως και το τέλος του α' εξαμήνου του 2017 ανέρχεται σε περίπου 30%, και προφανώς θα ήταν ακόμα μεγαλύτερη αν προσμετρηθεί και η διόρθωση της αγοράς τα πρώτα χρόνια της κρίσης.

Η σταδιακή σταθεροποίηση των τιμών των ακινήτων που καταγράφεται τα τελευταία τρίμηνα εκτιμάται ότι θα συνεχιστεί και τα επόμενα, ενώ η αρνητική επίδραση από τη ρευστοποίηση εξασφαλίσεων, στο πλαίσιο της διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων από τις τράπεζες, θα είναι βραχυπρόθεσμη και θα αφορά τα ακίνητα υποδεέστερων χαρακτηριστικών. Οι τράπεζες έχουν χαρτογραφήσει τα χαρτοφυλάκιά τους και, όπως φαίνεται, ξεκινούν τις ρευστοποιήσεις εξασφαλίσεων με ακίνητα μεγάλης αξίας, επαγγελματικά, για τα οποία υπάρχει αγοραστικό ενδιαφέρον. Επιλέγουν μάλιστα να αποκτούν οι ίδιες σημαντικά ακίνητα σε περίπτωση μη ικανοποιητικών τιμών στους πλειστηριασμούς. Μεσοπρόθεσμα, η αναθέρμανση της αγοράς αναμένεται να ενισχύσει τη ζήτηση ακινήτων υψηλών προδιαγραφών και επενδυτικών χαρακτηριστικών, συμπαρασύροντας τελικώς ανοδικά τη ζήτηση σε όλο το φάσμα της ελληνικής κτηματαγοράς. Εξάλλου, επισημαίνεται ότι η ευρωπαϊκή αγορά ακινήτων τα τελευταία έτη έχει εισέλθει σε έντονο ανοδικό κύκλο, γεγονός που αναμένεται να συμπαρασύρει σταδιακά και την ελληνική αγορά, στο πλαίσιο και των αυξημένων τουριστικών ροών προς τη χώρα μας.

Εκτιμώ επομένως ότι η ελληνική αγορά ακινήτων, παρουσιάζοντας σημαντικά ανταγωνιστικές αποδόσεις σε σχέση με τις περισσότερες χώρες της Ε.Ε., αλλά και πραγματικές ευκαιρίες, θα αρχίσει σταδιακά να ανακάμπτει και να διαδραματίζει ενεργό ρόλο στη συνολική ανάπτυξη της οικονομίας της χώρας».

Δημιουργία bad bank

Πόσο εφικτή είναι η πρόταση περί ίδρυσης bad bank για τα «κόκκινα» δάνεια;

«Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσιοποίησε πρόσφατα κατευθυντήριες οδηγίες (Blueprint) για τη μορφή και τα χαρακτηριστικά που θα μπορούσε να έχει ένας φορέας κεντρικής διαχείρισης μη εξυπηρετούμενων δανείων (Asset Management Company - AMC) στο πλαίσιο του κοινοτικού δικαίου. Η υιοθέτηση της Οδηγίας για την Ανάκαμψη και Εξυγίανση των Πιστωτικών Ιδρυμάτων (Bank Recovery and Resolution Directive - BRRD) και οι κανόνες για την έγκριση ενδεχόμενης κρατικής βοήθειας από τη Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (DG Comp) δημιουργούν ένα αρκετά περιοριστικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο οφείλουν να κινηθούν οι πρωτοβουλίες για τη δημιουργία AMC.

Σε κάθε περίπτωση, αποτελεί ιδιαίτερα θετική εξέλιξη ότι το θέμα αυτό επανέρχεται στον δημόσιο διάλογο με θεσμικό τρόπο και η σχετική συζήτηση έχει ξεκινήσει. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται η σχετική αναφορά στην πρόσφατη Έκθεση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος κατά την οποία θα μπορούσε να εξεταστεί το ενδεχόμενο μεταβίβασης μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων σε έναν ή περισσότερους κεντρικούς φορείς που θα μπορούσαν να δημιουργηθούν για τον σκοπό αυτό. Πρόκειται για ένα δύσκολο εγχείρημα που χρήζει προσεκτικής μελέτης και σχεδιασμού, καθώς εκτός από τις επιπτώσεις στα χρηματοοικονομικά μεγέθη των τραπεζών θα πρέπει να ληφθούν υπ' όψιν και ενδεχόμενες δημοσιονομικές επιπτώσεις μιας τέτοιας πρωτοβουλίας».

Περισσότεροι «παίκτες»

Η τραπεζική αγορά «αντέχει» περισσότερους παίκτες;

«Ο ελληνικός τραπεζικός τομέας εμφανίζει πολύ υψηλό βαθμό συγκέντρωσης, με τα τέσσερα συστημικά πιστωτικά ιδρύματα να αντιπροσωπεύουν το 97% του συνολικού ενεργητικού. Η συγκέντρωση αυτή είναι αποτέλεσμα εξαγορών και συγχωνεύσεων, καθώς και της εξυγίανσης πιστωτικών ιδρυμάτων κατά τη διάρκεια της πολυετούς κρίσης.

Συνοδεύτηκε από μεγάλη μείωση του αριθμού των απασχολουμένων στις τράπεζες, μέσω της εφαρμογής προγραμμάτων εθελουσίας εξόδου και του εξορθολογισμού του δικτύου καταστημάτων.

Δεδομένης όμως της βελτίωσης των οικονομικών συνθηκών, παρατηρείται κινητικότητα και ενδιαφέρον επενδυτών για δραστηριοποίηση στην εγχώρια τραπεζική αγορά. Εξάλλου και διεθνώς παρατηρείται αυξημένο ενδιαφέρον για ανάπτυξη μικρού μεγέθους τραπεζών οι οποίες στοχεύουν σε συγκεκριμένους τομείς της οικονομίας, όπως για παράδειγμα είναι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Επίσης, υπενθυμίζω ότι η χορήγηση νέας τραπεζικής άδειας στην ελληνική αγορά αποτελεί αρμοδιότητα του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού στο πλαίσιο της τραπεζικής ένωσης και συνεπώς το όποιο ενδιαφέρον των επενδυτών θα επικεντρώνεται σε υφιστάμενες μικρές τράπεζες, που ήδη διαθέτουν τραπεζική άδεια.

Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η Credicom, η οποία πρόσφατα μετονομάστηκε σε Praxia Bank και σύμφωνα με το επιχειρησιακό της σχέδιο σε πρώτη φάση θα επικεντρωθεί στη χρηματοδότηση μεσαίων και μεγάλων εταιρειών. Ανάλογο επενδυτικό ενδιαφέρον φαίνεται να προσελκύει και η Επενδυτική Τράπεζα Ελλάδος, η οποία ανήκει στον εκκαθαριστή της Λαϊκής Τράπεζας Κύπρου και ασχολείται κυρίως με την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών».

*Δημοσιεύτηκε στην "Ναυτεμπορική" στις 28/3/2018. 

Δυσκολίες διαχείρισης έκτακτων καταστάσεων

Ο χειρισμός των υποθέσεων των 8 Τούρκων αξιωματικών και στη συνέχεια των δύο Ελλήνων στρατιωτικών υπενθύμισε τις ελλείψεις και δυσκολίες λειτουργίας του ελληνικού θεσμικού συστήματος εθνικής ασφαλείας. Είναι γνωστές οι λεγόμενες «ελληνικές ιδιαιτερότητες»: έλλειψη κουλτούρας ασφαλείας, αξιοκρατίας και επαγγελματισμού –η ύπαρξη εξαιρετικών στελεχών απλώς επιβεβαιώνει τη γενικότερη διαπίστωση και δίδει μια αίσθηση του τι θα μπορούσε να επιτευχθεί με περισσότερη οργάνωση και σοβαρότητα–, υποβαθμισμένη εκπαίδευση και επιμόρφωση, καθώς και έλλειψη εμπειρίας και εξοικείωσης του πολιτικού κόσμου.

Ιδιαίτερα ο τελευταίος παράγοντας ευθύνεται σε σημαντικό βαθμό για την αρνητική παράδοση σε «γκρίζες» και «μαύρες» επιχειρήσεις, με κορυφαίο παράδειγμα την υπόθεση Οτσαλάν (επιλογή του Ναϊρόμπι όπου δραστηριοποιούνταν εκατοντάδες Αμερικανοί πράκτορες μετά τις βομβιστικές επιθέσεις του 1998 ως ασφαλούς ενδιάμεσου προορισμού), αλλά και τη διαχείριση πρακτόρων εξωτερικού (Στηβ Λάλας), ειδικών περιπτώσεων όπως οι 5 Αφγανοί μεταφραστές της Ελληνικής Δύναμης στο Αφγανιστάν και σημαντικότερη εξαίρεση την επιχείρηση «Χρυσόμαλλο Δέρας».

Στην περίπτωση των οκτώ επισημαίνεται η απουσία αντανακλαστικών μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα στη γειτονική χώρα και η αδυναμία επίλυσης του προβλήματος την πρώτη ώρα εμφάνισής του. Οσον αφορά τους «δύο», ορθώς προκρίθηκε αρχικά μια στρατηγική διαχείρισης χαμηλών τόνων και σε διμερές επίπεδο αλλά πολύ γρήγορα –και παράλληλα– προχωρήσαμε σε διεθνοποίηση του ζητήματος απέναντι σε έναn ηγέτη που μάλλον αντιδρά πεισματικά σε τέτοιου είδους πιέσεις, εκτός αν συνοδεύονται από αξιόπιστες απειλές υψηλού κόστους. Η δε γενικότερη στάση μας έναντι της γειτονικής χώρας χαρακτηρίζεται από εμπλοκή σε επικοινωνιακούς καβγάδες, σπασμωδικές ενέργειες και «φλύαρες» δηλώσεις αντί για αποστολή μηνυμάτων μέσω μετρημένων κινήσεων.

Η απουσία κεντρικού συντονισμού σε ζητήματα εθνικής ασφάλειας και η προβληματική συνεργασία μεταξύ συναρμόδιων υπηρεσιών για τη διαχείριση των αναφυομένων κρίσεων αποτελούν μακροχρόνιες παθογένειες. Πρόκειται για μια σημαντική αδυναμία σε μια εποχή όπου οι κρίσεις, οι ψυχολογικές επιχειρήσεις, οι κάθε μορφής μαύρες και γκρίζες επιχειρήσεις, αλλά και ο υβριδικός πόλεμος αποτελούν ολοένα και συχνότερο φαινόμενο.

*Δημοσιεύτηκε στην "Καθημερινή" στις 4/4/2018. 

Εικοσιένα: Η πάνω και η κάτω κλεφτουριά

Η ανεξαρτησία προέκυψε από πλήθος παραγόντων: προϊόν των πολεμικών επιτυχιών των Ελλήνων (κυρίως από το 1821 έως το 1824), του ρομαντισμού και των φιλελλήνων, του ανταγωνισμού των Μεγάλων Δυνάμεων κ.ά.

Το Πρωτόκολλο του Λονδίνου το 1830 θεωρήθηκε «έντιμος συμβιβασμός» για τα συμφέροντα των τελευταίων. Ενώ αρχικά οι Άγγλοι επέμεναν στο δόγμα της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με σκοπό να ανακόψουν την επιρροή της Ρωσίας στα Βαλκάνια, από το 1823 με τον Τζορτζ Κάνινγκ έκαναν στροφή στην εξωτερική πολιτική βλέποντας τις νέες ευκαιρίες μέσω των απελευθερωτικών κινημάτων που θα κατώρθωναν να συγκροτήσουν νέα κράτη- προτεκτοράτα.

Το νεοσύστατο κρατίδιο υπήρξε εξαρχής δέσμιο του διεθνούς συστήματος ασφαλείας και του βρετανικού, τότε, χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Και η πρώτη ελληνική πτώχευση του 1826-1827 είχε μια ιδιομορφία: η Ελλάδα δεν ήταν καν κράτος.

Εν μέρει η χρηματοδότηση του Αγώνα έγινε από ελληνικά κεφάλαια του εξωτερικού και κεφάλαια Ελλήνων πλοιοκτητών που είχαν αβγατίσει το εμπόριό τους χάρη στη Συνθήκη Κιουτσούκ-Καϊναρτζή. Κατά τα άλλα, από το σύνολο των δύο δανείων του 1824 και του 1825, ονομαστικού ύψους 2.800.000 λιρών, μόνον το 20% έφτασε στον σκοπό του.

Το 40% πήγε σε προμήθειες και ασφάλειες των μεσαζόντων, ενώ με το υπόλοιπο αγοράστηκε ένα πλοίο και παραγγέλθηκαν άλλα τέσσερα ‒ για να φτάσουν μόνο δύο πλοία στην Ελλάδα, μετά την Επανάσταση.

Το πιο σκληρό μέτρο για την αποπληρωμή των δανείων ήταν η υποθήκευση των «εθνικών κτημάτων» που είχαν εγκαταλειφθεί από τους Τούρκους ιδιοκτήτες τους.

Στο εσωτερικό, ό,τι απέμεινε από το δάνειο, χρησιμοποιήθηκε για εξαγορά βουλευτών, για μισθούς στρατιωτικών (12.000 αξιωματούχοι σε σύνολο δύναμης 20.000 ανδρών) και της διοίκησης.

Κατά κοινή ομολογία, το δάνειο υποκίνησε τον αμοραλισμό, την κοινωνική σήψη και τους δύο εμφυλίους του 1824. Ήδη, η πάνω και η κάτω κλεφτουριά ‒η αριστοκρατία της εθνικής εικονοποιίας και οι ρακένδυτοι του Αγώνα‒ ήταν εμφανής.

Με το «ταμείον κενόν», κατά δήλωση της Επιτροπής Ταμείου της Βουλής, η Ελλάδα είχε ήδη πτωχεύσει το 1825. Οι φατρίες διαγκωνίστηκαν για την απομύζηση του πλούτου: «νόμος και ισχύς, αι λίραι του δανείου».

Όπως σημείωνε ο Κ. Παπαρηγόπουλος για την οικονομική ασφυξία, δεν είχαν μείνει ούτε 20.000 λίρες για να σωθεί το Μεσολόγγι. Τον Απρίλιο του 1826, η κυβέρνηση Α. Ζαΐμη είχε βρει στο ταμείο μόνον 16 γρόσια∙ ούτε μία λίρα.

Στις 11 Ιανουαρίου του 1828 το δίκροτο «Γουωρσπάϊτ» έφθασε στην Αίγινα με τον Ιωάννη Καποδίστρια. Στις 12 Ιανουαρίου τα ελληνικά και ξένα πλοία με «πυροβολικάς αντιχαιρήσεις», όλες οι αρχές του νησιού, όλος ο λαός υποδέχτηκαν τον πρώτο Κυβερνήτη για την επίσημη έπαρση της ελληνικής σημαίας στην προκυμαία.

Ομως, στις 10 Φεβρουαρίου του 1829 ο Κυβερνήτης έγραφε από την Αίγινα στον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη (ο οποίος αργότερα είχε τύψεις για τη δολοφονία του Καποδίστρια):

«Ήθελα να έχω κάμποσα εκατομμύρια τάλλιρα δια να σας δώσω όσα ζητείτε, αλλά καθώς σας είπα το μεν ιδιαίτερό μου ταμείον είναι κενόν, το δε δημόσιον μόλις δύναται να επαρκέσει εις τας μάλλον κατεπειγούσας χρείας του τρέχοντος Φεβρουαρίου και το πολύ του ημίσεως Μαρτίου. Τούτο είναι γνωστότατον και δύνασθε αυτοπροσώπως να το βεβαιωθήτε, βλέποντες τα κατάστιχα της επί των οικονομικών επιτροπής...Υπομείνατε καθώς υπομένω και υπομένω ίσως επέκεινα της ανθρωπίνης δυνάμεως».

Ωστόσο, η πρώτη πτώχευση έτρεχε να συναντήσει την επόμενη του 1843. Τι είχε πάει στραβά; Κανείς δεν έβλεπε την πάνω και την κάτω κλεφτουριά. Κανείς δεν διαπίστωνε ότι «ο κινητικός πληθυσμός που αναζητούσε δημόσιες σχέσεις κι έτρεχε κατά μάζες» όπως έγραφε ο Εντμόντ Αμπού στο «Η Ελλάδα του Όθωνος» το 1854.

Κι ας φώναζε ο Μακρυγιάννης ότι «...η αλήθεια είναι πικρή και όσοι κάμαμεν το κακόν, μας κακοφαίνεται, ότι και το κακό το θέλομε και το νιτερέσιον να το κάνωμε και καλούς πατριώτες θέλουμε να μας λένε. Και αυτό δεν γίνεται».

Ούτε αργότερα διαπιστώθηκε το φαινόμενο των κρατικοδίαιτων και των άλλων –όχι μόνο του Εικοσιένα– σε σχέση με τα κοινά και τα δημόσια ταμεία. Ούτε καν σήμερα, διακόσια χρόνια μετά.

Τον Καραϊσκάκη, «οι μεν πατέρα κράζοντάς τον, οι δε σωτήρα της Ελλάδος, άλλοι φόβητρον των Τούρκων και άλλοι αιώνιον καύχημα της Ελλάδος... τον έθαψαν... μετά τριών ωρών θρηνολογίας...» (Χρ. Περραιβού, «Απομνημονεύματα πολεμικά», Τόμ. Β΄, Αθήναι, 1836, κι αυτό ήταν όλο.

Βέβαια, υπήρξε ο Σολωμός, υπήρξε ο Κάλβος με τη Λύρα του πριν τις Ωδές: «Εσάς προσμένει η γη μου∙ εκεί τα σφάγια, και τ' άνθη εκεί πλουτίζουσι, και η σμύρνα χίλιους ναούς∙ τους έκτισαν της ιεράς Ελευθερίας τα χέρια».

Αλλά υπήρξε από κοντά κι η παραδοχή του Κωστή Παλαμά: «Το Εικοσιένα; Έχουμε ως την ώρα την ιστορία του; Φοβάμαι πως όχι. Τη μυθολογία του; Φοβάμαι πως ναι» (βλ. Κ. Παλαμάς «Σημειώματα στο περιθώριο», εκδ. Στιγμή, 2017).

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 22/3/2018.