Τις περισσότερες φορές τα πράγματα δεν είναι απλά∙ δεν είναι μαύρο - άσπρο. Το σίγουρο, πολλά δεν είναι αυτονόητα στην ευρωπαϊκή εμπειρία. Τουλάχιστον, αυτό φάνηκε στη συνέντευξη του πρωθυπουργού την Τετάρτη το βράδυ στην ΕΡΤ.
Στο Εurogroup του Ιουνίου, με σύμφωνη τη Γερμανία, θα εκφραστεί η άποψη ότι η Ελλάδα δεν θα χρειαστεί πρόσθετη (προληπτική) πιστωτική γραμμή στήριξης. Πρόκειται για θετική εξέλιξη∙ ανακτάται σημαντικό μέρος της εθνικής κυριαρχίας. Αυτό δίνει την αίσθηση στο εσωτερικό, ίσως το πολιτικό σήμα, ότι η χώρα θα επιστρέψει μετά τον Αύγουστο στις αγορές, ότι θα είναι κανονικό μέλος της ευρωζώνης και ότι η κυβέρνηση θα έχει την ευχέρεια να εφαρμόσει πολιτικές της επιλογής της; Από τη συνέντευξη, δεν προέκυψε κάτι τέτοιο, ούτε καν τέτοια πρόθεση. Και αυτό δείχνει προσγειωμένο πρωθυπουργό∙ επίσης καλό.
Σίγουρα, η υπόθεση του χρέους είναι η σημαντικότερη παράμετρος της ελληνικής περιπέτειας. Από τούτη τη στήλη, στο παρελθόν, είχε επισημανθεί ότι η υπερχρέωση με κύκλο λιτότητας/ύφεσης εμποδίζει τις επενδύσεις, υπονομεύοντας τη δυνητική μελλοντική ανάπτυξη. Παρά την κοινή παραδοχή ότι «όλοι θα ωφεληθούν από μέτρα ελάφρυνσης του χρέους» (δηλώσεις του επιτρόπου Νομισματικών Υποθέσεων Πιερ Μοσκοβισί), ουδείς στο Eurogroup δεσμεύεται στην Ευρώπη προσώρας. Θα υπάρξουν ρήτρες προϋποθέσεων και δυνατότητα αναστολής των ευεργετικών εφαρμογών της ελάφρυνσης για την οικονομία στην περίπτωση που θα υπάρχει εκτροπή από συμφωνημένους στόχους. Η ομπρέλα του πιο πιθανού εργαλείου θα ονομάζεται «ενισχυμένη εποπτεία».
Ανεξάρτητα από το αν θα συμμετάσχει με οικονομική στήριξη ή μόνο με επίβλεψη, το ΔΝΤ θα κρατήσει ρόλο «τεχνικού συμβούλου» στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας της Ελλάδας. Κατά τα λεγόμενα της Κριστίν Λαγκάρντ «το ΔΝΤ ασφαλώς μπορεί να εμπλακεί και θα εμπλακεί με διάφορους τρόπους, με διάφορα εργαλεία στην υπόθεση της Ελλάδας...» Θα είναι θετικό, αν η θέση του ΔΝΤ για την ελάφρυνση του χρέους θα βαρύνει υπέρ της Ελλάδας.
Επομένως, η κρίσιμη ύλη έχει να κάνει με το σκέλος «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις». Οι ελληνικές κυβερνήσεις, θέλοντας να απεμπολήσουν τις ευθύνες της υπερχρέωσης της χώρας, απεικόνισαν τις μεταρρυθμίσεις όχι ως αναγκαίες, αλλά ως εντολή των Βρυξελλών μέσω των γραφειοκρατών και τεχνικών κλιμακίων. Αυτή η πεποίθηση υπάρχει ακόμα στα μυαλά πολλών κυβερνητικών (αλλά και στα μυαλά πολλών Ευρωπαίων ακροδεξιών, αντισυστημικών, λαϊκιστών και εθνικιστών).
Ισως, όχι άδικα, αν κάποιος σκεφτεί τις ιδιοτέλειες της «διάσωσης» και διάφορες άλλες παραδοχές, όπως αυτή του πρώην επικεφαλής οικονομολόγου της Παγκόσμιας Τράπεζας Καουσίκ Μπασού (καθηγητή Οικονομικής στο Πανεπιστήμιο Cornell): «Το "κάντε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις" είναι η ασφαλέστερη συμβουλή. Κανείς δεν ξέρει τι ακριβώς σημαίνει. Αλλά εάν το ΑΕΠ αυξηθεί: "Σας το είπαμε". Εάν συρρικνωθεί: "Δεν κάνατε τις μεταρρυθμίσεις που σας είπαμε"».
Αλλά αυτή τη φορά φαίνεται κάτι διαφορετικό. Είδαμε έναν πρωθυπουργό να σκέφτεται πάνω σε κοινούς κανόνες του σύνθετου ευρωπαϊκού παιχνιδιού. Δεν θέλει σύγκρουση ή παρανόηση με τις Βρυξέλλες ακόμα και για την εφαρμογή των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας. Ως προς τούτο, χαρίζει τις κραυγές και τις προσπάθειες αποσταθεροποίησης της χώρας στην αντιπολίτευση που ακόμα κινείται στη συνταγή ότι αυτή καθαυτήν η συμμετοχή στην ευρωζώνη θα έλυνε μαγικά τα διαρθρωτικά προβλήματα της οικονομίας εφόσον η χώρα θα επωφελούνταν εσαεί από τα χαμηλά επιτόκια.
Ακριβώς το «να κυβερνάς χωρίς να κάνεις τίποτα» ήταν η λογική που επέτρεψε στα ευρωπαϊκά τεχνικά όργανα να παριστάνουν τους ειδικούς –καλύτερα, τους μάγους– στις ελληνικές κυβερνήσεις: να υποδεικνύουν, να απαγορεύουν, να συγχαίρουν και να προστατεύουν, δηλαδή, να επιβάλλουν έναν μονοδιάστατο «τεχνοκρατικό πατερναλισμό» –κατά την έκφραση του οικονομολόγου Ζαν Πισανί-Φερί– τόσο περίπλοκο, πέραν κάθε δημοκρατικής νομιμοποίησης, ώστε μόνον οι νομάδες των τεχνικών κλιμακίων να ξέρουν τι επιτρέπεται, τι είναι ανεκτό ή τι απαγορεύεται, σ' ένα άκαμπτο σύστημα παρακολούθησης εθνικών λογαριασμών και προϋπολογισμών.
Από την άλλη, σήμερα μόνον στην Ευρώπη μπορούν να δρομολογηθούν θετικές εξελίξεις, παρά τις αδυναμίες και τις αγκυλώσεις. Υπό το ειδικό βάρος των προβλημάτων της Ιταλίας, διαφαίνονται τάσεις: λιγότερο μιας ένωσης που θα συνδυάζει συλλογική πειθαρχία, αλληλεγγύη και αμοιβαιοποίηση των χρεών, και περισσότερο αυτή της εθνικής ευθύνης, η λογική της οποίας οδηγεί, σε ακραίες περιπτώσεις, σε ενδεχόμενα κρατικών πτωχεύσεων.
Το αν η Ευρώπη θα επιτρέψει στις κυβερνήσεις να ασκήσουν πολιτικές της επιλογής τους θα είναι ένα στοίχημα υπέρ της Ευρώπης. Θα είναι μια αρχή κοινών στόχων αλλά και αναγνώρισης διαρθρωτικών διαφορών. Το ίδιο ισχύει για τις κυβερνήσεις.
Θα μπορούν να πείσουν τις αγορές και τους δανειστές τους για την ορθότητα των επιλογών τους; Στην Ελλάδα πρέπει να αλλάξουμε πολλά ώστε να πετύχουμε αναδιάταξη της οικονομίας μέσα στην Ευρώπη. Και, μόνο του, είναι ένα καλό στοίχημα για την Αριστερά.
Δυνατότητες υπάρχουν, όπως και πλεονεκτήματα. Υπάρχουν όμως και στρεβλώσεις που θρέφουν τους τεχνοκρατικούς πατερναλισμούς. Η πρόκληση έγκειται στο ξεκλείδωμα εκείνων των μεταρρυθμίσεων, που θα επιτρέψουν να συμβούν τα καλά πράγματα.
*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 15/6/2018.
Σπάνια δοκιμάζει κανείς τόσο βαθιά ικανοποίηση, όπως η χτεσινή, με την υπογραφή μια συμφωνίας που τερματίζει ιστορικές εκκρεμότητες πολλών ιστορικών περιόδων. Μια καινούργια μέρα έδιωξε τα φαντάσματα του παρελθόντος, που η τελευταία εφιαλτική εμφάνισή τους ήταν στη συζήτηση δυσπιστίας στη Βουλή. Και είναι κρίμα που στις Πρέσπες δεν πήγαν οι ηγέτες των κομμάτων της αντιπολίτευσης, για να συνεορτάσουν την ιστορική στιγμή της συμφιλίωσης.
Η συμφωνία τερματίζει μια υπερεκατονταετή διαμάχη που είχε ξεκινήσει από τις αρχές του 20ού αιώνα για την τύχη των εδαφών τής πάλαι ποτέ Μακεδονίας. Μέσα από δύο αιματηρούς πολέμους του 20ού αι. καθορίστηκαν τα σύνορα και η κατανομή των εθνών σ' αυτά. Στην ίδια περιοχή γράφηκε και ο τραγικός επίλογος του εμφυλίου πολέμου. Οι εκκρεμότητες έγιναν πάλι εμφανείς με τον σεισμό του 1989 και τη συνακόλουθη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.
Σήμερα, πολλά από τα προβλήματα που μας κληροδότησε εκείνη η εποχή στα Βαλκάνια έχουν λυθεί και οι πληγές επουλώνονται. Θα ήταν τεράστιος αναχρονισμός η διαιώνιση αυτής της εκκρεμότητας. Τα προσφυγικά κύματα από την Αλβανία και τις άλλες βαλκανικές χώρες έχουν σχεδόν εκμηδενιστεί και οι μετανάστες της δεκαετίας του 1990, στην πλειονότητά τους, έχουν ενσωματωθεί πλέον στην ελληνική κοινωνία, τα παιδιά τους δεν τα ξεχωρίζεις πλέον.
Έχουν αποκατασταθεί οι σχέσεις ανάμεσα στους γειτονικούς πληθυσμούς και η αμφίδρομη διέλευση των συνόρων έχει γίνει κανόνας. Με τη συμφωνία αυτή ανοίγει ο δρόμος να ξεπεραστούν οι τελευταίες εχθρότητες και υποψίες και με την Αλβανία. Η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να αναπτύξει σχέσεις και κοινές δράσεις, όπως έχουν αναπτύξει άλλωστε στα σύνορά τους και οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Χρειάζεται και η κοινωνία να αναλάβει πρωτοβουλίες, τα Πανεπιστήμια, οι οργανώσεις των πολιτών κοινές δράσεις. Αλλά και η Εκκλησία. Ας ευχηθούμε να δούμε σύντομα κοινό συλλείτουργο στον Αγιο Αχίλλειο με τους προκαθημένους της Αρχιεπισκοπής Αχρίδας και της Εκκλησίας της Ελλάδος. Θα δώσει μήνυμα ειρήνης.
Τι μας κληροδότησε αυτή η περίοδος; Την άνοδο του εθνικισμού, όχι μόνο ως διακριτού πολιτικού ρεύματος αλλά και μέσα στα κόμματα, και κυρίως Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ. Η Χρυσή Αυγή μέσα από τα συλλαλητήρια για το Μακεδονικό προέκυψε. Και κάθε χρονιά που περνούσε, σε κάθε φάση του μακεδονικού ζητήματος ανέβαιναν οι τόνοι της εθνικής αδιαλλαξίας, το είδαμε και αυτό στην τελευταία συζήτηση στο Κοινοβούλιο.
Από την αποδοχή της διπλής ονομασίας στην απόρριψή της, από το όνομα, στη συζήτηση για τη γλώσσα και την ταυτότητα. Τα ζητήματα αυτά θα πρέπει να αντιμετωπιστούν, όχι μόνο με τη δύναμη του συμβολισμού των εικόνων, όπως η χτεσινή, αλλά και με την υπομονετική εξήγηση, με την προσπάθεια αλλαγής της ιστορικής συνείδησης. Με τη δημιουργία ενός καινούργιου πατριωτικού αισθήματος, ανοιχτού και έλλογου, πατριωτισμού όχι του μοιρολογιού αλλά των χαρούμενων τραγουδιών, όπως υπέμνησε ο πρωθυπουργός στην υπογραφή της συμφωνίας.
Η συμφωνία αυτή είναι ένα από τα λίγα επιτεύγματα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στα εθνικά θέματα, σημαντικό όσο και η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση το 2004. Ανοίγοντας την πόρτα της Ε.Ε. πρώτα στην Κύπρο και τώρα στη Βόρεια Μακεδονία, η Ελλάδα αναβαθμίζει και τον εαυτό της ως πόλο της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, πράγμα διόλου αυτονόητο στα προηγούμενα χρόνια που βυθιζόταν στην κρίση και απειλούνταν με Grexit.
Η συνείδηση αυτής της πορείας μόνο αυτοπεποίθηση μπορεί να χαρίσει σ' αυτόν τον περιφρονημένο από δικούς και ξένους λαό. Γιατί η αυτοπεποίθηση και η αξιοπρέπεια, και όχι η ανασφάλεια και η ταπείνωση, είναι αναγκαίες για τις σωστές αποφάσεις.
Η συμφωνία αυτή μπερδεύει τις παγιωμένες ιδεολογικές γραμμές και θα προκαλέσει ισχυρές πολιτικές μετατοπίσεις. Τον Αλ. Τσίπρα, ως προς τα εθνικά ζητήματα, τον συνδέουν περισσότερα με τον Κων. Μητσοτάκη και τον Κ. Σημίτη, παρά με τους τωρινούς αρχηγούς της Ν.Δ. και του ΚΙΝ.ΑΛΛ. Και άραγε μπορεί κανείς να αντιπαραθέτει αυτά τα δύο κόμματα ως ευρωπαϊκά, στον «αντιευρωπαϊσμό» της Αριστεράς; Αλήθεια, πού φωλιάζει ο λαϊκισμός τώρα, μετά την τελευταία μακεδονική κρίση; Διαλύει επίσης ένα από τα ιδεολογικά σχήματα-σιδερένια λαβίδα στον λαιμό του πολιτικού σώματος.
Το ερμηνευτικό σχήμα που δημιουργεί μια διχαστική γεωγραφία της πολιτικής: αφ' ενός οι πολιτικές δυνάμεις του εκσυγχρονισμού, της λογικής, της ευθύνης, της τόλμης και αφ' ετέρου η ιδεολογία των μη προνομιούχων που είναι συντηρητική, βρίσκει καταφύγιο στη θρησκεία και στο έθνος, φοβάται τις μεγάλες αλλαγές. Πού βρίσκεται η νεωτερικότητα και πού ο εθνορομαντισμός, πού η δημαγωγία και πού η ευθύνη τώρα;
Ένα ένα τα προβλήματα των δικαιωμάτων, όπως της ιθαγένειας, του συμφώνου συμβίωσης, της υιοθεσίας κ.ά., λύνονται. Δύσκολα μεν, αλλά λύνονται. Μένουν προφανώς πολλά, και κυρίως μια έντιμη και ειλικρινής διαπραγμάτευση με την Εκκλησία, καθώς και μια τολμηρή μεταρρύθμιση στην Παιδεία. Βγαίνοντας από την κρίση, η χώρα χρειάζεται ιδεολογική ανακαίνιση.
*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 18/6/2018.
Αν η αντιπολίτευση έπαιζε σκάκι και όχι τάβλι, θα έσπευδε να συνδράμει στη λύση του νέου Μακεδονικού. Πρώτον, γιατί δεν θα το είχε μπροστά της όταν θα ερχόταν η σειρά της να κυβερνήσει και επίσης τις όποιες αντιδράσεις θα τις χρεωνόταν κυρίως η κυβέρνηση και δευτερευόντως η ίδια. Αλλά ένα πράγμα η στρατηγική, άλλο τα ζάρια.
Ως προς τη στρατηγική. Το αφετηριακό ερώτημα είναι: Ποιοι είναι οι στόχοι της Ελλάδας στα Βαλκάνια; Η αυτονόητη απάντηση είναι: Πρώτον, η πολιτική σταθεροποίηση της περιοχής και, δεύτερον, η είσοδός της σε έναν δρόμο ανάπτυξης που θα ανεβάσει το βιοτικό επίπεδο ώστε να μη λειτουργεί ανταγωνιστικά προς τα κάτω, ως προς την Ελλάδα. Τι συμβαίνει στα κεντρικά Βαλκάνια; Μια ρευστοποίηση των συνόρων και δημιουργία λιλιπούτειων κρατών με προβληματική βιωσιμότητα και κυρίως προβληματική συμβίωση των πληθυσμιακών ομάδων που τα συναποτελούν.
Τι θέλει η Ελλάδα; Να επωφεληθεί από τις διαφορές τους, να βάλει σφήνες και να δημιουργήσει ρήγματα; Ή να συμβάλει στη δημιουργία, αφενός, ενός διακρατικού πλαισίου συμβίωσης και σταθερότητας και, αφετέρου, ενός εσωτερικού κοινωνικού συμβολαίου ανάμεσα στους πολίτες διαφορετικής εθνοτικής και θρησκευτικής προέλευσης; Καθώς στην περιοχή αυτή το ένα δεν γίνεται χωρίς το άλλο, γιατί μικρά κράτη και μεγάλες μειονότητες αποτελούν δυνητικά αιτίες αποσταθεροποίησης, η απάντηση είναι αυτονόητη.
Επομένως, η Ελλάδα δεν είναι παράγοντας σταθερότητας μόνο ως προς τη Μέση Ανατολή και την Τουρκία, πρέπει να παίξει αυτό τον ρόλο και ως προς τα Βαλκάνια. Αυτή είναι μια ιστορική συγκυρία που πρέπει να αδράξουμε τη σημασία της, και μάλιστα τώρα που βρισκόμαστε στην έξοδο αυτού του κύκλου της κρίσης. Επομένως, σκοπός μας πρέπει να είναι να συμβάλουμε στην κοινωνική ειρήνη και την πολιτική σταθερότητα των γειτονικών χωρών.
Τώρα ως προς το διαφιλονικούμενο. Πρέπει οι Ελληνες να εγκαταλείψουν τον υπερφίαλο τρόπο συμπεριφοράς, που εκφράζεται συχνά με κωμικό τρόπο. Δεν είναι σοβαρό να νομίζεις ότι μπορείς εσύ να βαφτίσεις μια χώρα που ήδη αυτοαποκαλείται με ένα ορισμένο όνομα, και όταν επίσης όλοι οι άλλοι, παντού στον κόσμο, την αποκαλούν με αυτό το ίδιο το όνομα. Η Ελλάδα δεν έχει καμιά διεθνή κατανόηση σ' αυτό, κι ούτε θα μπορούσε να έχει. Επομένως στη συζήτηση πρέπει να πάει με ενσυναίσθηση αυτού του προβλήματος. Και εδώ βρίσκεται το δίλημμα. Θα περιχαρακωθεί στο «η μη λύση είναι η καλύτερη λύση», αναβάλλοντας επ' αόριστον το ζήτημα, ή θα ακολουθήσει τους στρατηγικούς της στόχους;
Πρέπει να αντιληφθούμε τι σημαίνει το όνομα Μακεδόνες για τους ίδιους. Το αφήγημα που προκύπτει από την Disneyland των Σκοπίων, με τα εκατοντάδες αγάλματα στο κέντρο της πόλης, καθώς και από το μεγάλο μουσείο της, είναι ότι θέλουν να θεωρούν τον εαυτό τους κληρονόμο όλων των πολιτισμών που άνθησαν ή πέρασαν από την περιοχή. Γι' αυτό κι ο Αλέξανδρος δίπλα στον Ιουστινιανό, τον Κύριλλο και Μεθόδιο, τον Αγιο Κωνσταντίνο, τη Μητέρα Τερέζα, τους Βούλγαρους μεσαιωνικούς τσάρους, τους χαϊντούκους, τους αμέτρητους «δασκάλους του γένους», τους ακτιβιστές του μακεδονικού αγώνα και τους παρτιζάνους. Επομένως, το όνομα δείχνει προς τη Μακεδονία όχι ως εθνολογικό, αλλά ως γεωγραφικό προσδιορισμό.
Τι αποκλείει όμως; Τις οθωμανικές και μουσουλμανικές κληρονομιές των Βαλκανίων. Δηλαδή τη μουσουλμανική αλβανική μειονότητα. Αυτή δεν αντιπροσωπεύεται καθόλου σ' αυτό το συμβολικό πάνθεον. Και εκεί είναι το λεπτό πρόβλημα ισορροπίας ανάμεσα στην πλειονότητα και στη μειονότητα. Πρέπει να βοηθηθούν ώστε να συνυπάρξουν. Αυτό είναι το πρωτεύον. Μα ρωτούν ορισμένοι: Η χρήση του όρου Μακεδονία δεν σημαίνει αλυτρωτισμό; Το πρώτο μάθημα της γλωσσολογίας είναι ότι οι λέξεις αποκτούν νόημα από τις φράσεις, από τη θέση τους σ' αυτές, και η λέξη Μακεδονία δεν εξαιρείται. Επομένως, όχι, δεν σημαίνει. Εχουν κουράσει και είναι παντελώς εκτός εποχής οι βαρύγδουπες εθνικές ρητορείες.
Είναι επίσης εντελώς υποκριτική η θέση ότι αν η κυβέρνηση δεν προτείνει μια λύση, τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν πρόκειται να συναινέσουν. Ολοι το γνωρίζουν ότι ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις δεν υπάρχει ομοφωνία, όλες τις τέμνει μια διαχωριστική γραμμή που αφορά τα εθνικά θέματα. Επομένως, εδώ είναι εμφανής η μικροπολιτική στόχευση.
Η Ελλάδα δεν μπορεί πλέον να κυβερνηθεί από μονοκομματικές ή μονοπαραταξιακές κυβερνήσεις, και πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι εφόσον οι ιδεολογικές γραμμές γύρω από κρίσιμα ζητήματα δεν μπορούν πλέον να είναι συμπαγείς αλλά αλληλοτέμνονται, η χώρα δεν μπορεί να προχωρήσει παρά με μικρούς και επιμέρους ιστορικούς συμβιβασμούς. Αυτό δεν είναι απαραιτήτως κακό. Αρκεί την τακτική να την καθορίζει η στρατηγική. Και βέβαια άλλη τακτική υιοθετείς αν θεωρείς ότι η κυβέρνηση είναι το μεγαλύτερο κακό, και οποιαδήποτε ευκαιρία πρέπει να χρησιμοποιηθεί για την ανατροπή της, και άλλη αν ξεκινήσεις από το ερώτημα ποιος είναι ο ρόλος της Ελλάδας στην παγκόσμια σκακιέρα μετά την κρίση.
*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 8/1/2018.
Λίγο η μεταπολεμική ευφορία των πρώτων «ένδοξων χρόνων», λίγο η ένταξη αντισυστημικών μέχρι τότε κομμάτων, κυρίως σοσιαλδημοκρατικών και εργατικών, στα κομματικά συστήματα στη Δύση, ώθησαν, τη δεκαετία του 1960, πολιτικούς επιστήμονες, ως επί το πλείστον Αμερικανούς, να υποστηρίξουν, παρά τον «ψυχρό πόλεμο», το «τέλος των ιδεολογιών». Με τον όρο εννοούσαν λιγότερο αυτό που ο Φουκουγιάμα αργότερα αποκάλεσε «τέλος της ιστορίας» και περισσότερο το κατά τον Λιοτάρ τέλος των «μεγάλων αφηγήσεων».
Οι κατοπινές εξελίξεις δικαίωσαν μόνο μερικώς τους εν λόγω πολιτικούς επιστήμονες. Μερικώς, καθώς λίγο μετά ο παρισινός Μάης και οι αντιδράσεις ενάντια στον πόλεμο στο Βιετνάμ ανέδειξαν νέα δεδομένα, όπως τη σημασία της Ουτοπίας. Εδειξαν ότι οι ιδεολογίες ζουν και βασιλεύουν προσαρμοζόμενες σε παραμέτρους όπως το διεθνές περιβάλλον, η τεχνολογία, οι επιταγές διαχείρισης, τα ταξικά συμφέροντα και οι συσχετισμοί δύναμης.
Μετά το 1974 στην Ελλάδα κυριάρχησαν οι μεγάλες αφηγήσεις. Οι αποκλεισμοί και οι αποστερήσεις του μετεμφυλιακού καθεστώτος, η κατάρρευση της Δικτατορίας και η εμφάνιση νέων πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων συγκρότησαν μία κρίσιμη κατάσταση που όλα φαίνονταν δυνατά. Οι μεγάλες αφηγήσεις λειτούργησαν ως ορίζοντας, ως λιμάνι αλλά και ως μέσο κινητοποίησης του κόσμου. Ταυτόχρονα λειτούργησαν και ως παραμορφωτικός καθρέφτης και ως μέσο φυγής από την πραγματικότητα.
Μοιραία, μετά την κυβερνητική αλλαγή του 1981, οι μεγάλες αφηγήσεις έχασαν πολλή από τη γοητεία τους. Το κενό ήρθε να καλύψει ο «εκσυγχρονισμός» στις διάφορες παραλλαγές του, σημιτική, νεοκαραμανλική. Και οι δύο απέτυχαν παταγωδώς. Αναπαρήγαγαν πολλά (αν όχι όλα) από τα αρνητικά του παρελθόντος και δεν ανταποκρίθηκαν σε όσα επαγγέλλονταν. Αναπαρήγαγαν τις πελατειακές σχέσεις, εξέθρεψαν τον συντεχνιασμό και ταυτόχρονα δεν απάντησαν στα επαγγελλόμενα: εστίαση στο καθημερινό, ισονομία, καλύτερη διαχείριση, αποτελεσματικό κράτος. Ετσι φθάσαμε στα 2009 και στην κρίση.
Η ραγδαία ανατροπή των κομματικών συσχετισμών στη διάρκεια της κρίσης ανακαλεί σε πρώτη ματιά αυτήν του 1974 αλλά δεν έχουν μεταξύ τους τίποτε κοινό. Η Μεταπολίτευση είναι η περίοδος των ουτοπιών και των μεγάλων αφηγήσεων.
Η περίοδος της κρίσης είναι αυτή του «σταματήματος της κατρακύλας», της επιβίωσης. Ετσι, το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ είναι λιγότερο ριζοσπαστικό από αυτό του ΠΑΣΟΚ το 1981. Εχουν, ωστόσο, ένα κοινό που εξηγεί και τις εναντίον τους έντονες αντιδράσεις: στρέφονται ενάντια στο «κατεστημένο», είναι αντιεστάμπλισμεντ. Αυτό συνδέει τα δύο κόμματα, αυτό εξηγεί σε μεγάλο βαθμό τη στροφή των παπανδρεϊκών στον Τσίπρα, όπως και ψηφοφόρων της «λαϊκής Δεξιάς» οι οποίοι αποτελούν την εκλογική δεξαμενή του ΣΥΡΙΖΑ.
Σήμερα περνάμε σε μία νέα φάση. Για να αφήσουμε πίσω την κρίση, κάθε κόμμα που θέλει να κυβερνήσει οφείλει να ξεπεράσει τις δύο μεγάλες παθογένειες του παρελθόντος, τις πελατειακές σχέσεις και τη φυγή από την πραγματικότητα. Ταυτόχρονα, οφείλει να προσθέσει δύο στοιχεία που έλειψαν τα προηγούμενα χρόνια και μας οδήγησαν εδώ που είμαστε: χρηστή αποτελεσματική διαχείριση, στρατηγικός σχεδιασμός.
Ολοι συμφωνούμε ότι χρειαζόμαστε μια χρηστή διοίκηση και ένα κράτος αποτελεσματικό που διασφαλίζει την ισοπολιτεία και βελτιώνει την καθημερινότητα των πολιτών. Ακούγεται αυτονόητο αλλά δεν είναι καθόλου εύκολο να γίνει, καθώς εγκλείει σχέσεις εξουσίας, προϋποθέτει σαφή λόγο από κυβερνώντες και αντιπολιτευόμενους, απαιτεί στελέχη με δεξιότητες και ικανότητες.
Διόλου τυχαίο που τα κομματικά πάθη ανάβουν κάθε φορά που τίθεται ζήτημα στελέχωσης των δημόσιων υπηρεσιών ή ακόμη που στελέχη της διοίκησης «κρύβονται» πίσω από κόμματα. Εδώ χρειάζεται συναίνεση από τις πολιτικές δυνάμεις, ώστε να συμφωνήσουν σε ένα ελάχιστο αποδεκτών κανόνων. Ετσι θα παύαμε να ασχολούμαστε με τα αυτονόητα και όλοι θα στρέφονταν σε πιο δημιουργικές προτάσεις και πρακτικές.
Εξίσου σημαντικός είναι και ο στρατηγικός σχεδιασμός, όρος άγνωστος στον πολιτικό μας λόγο. Εδώ φαίνονται τα όρια και η μερική διάψευση της επαγγελίας του «τέλους των ιδεολογιών». Ο στρατηγικός σχεδιασμός δοκιμάζει και την ικανότητα των πολιτικών κομμάτων να επεξεργαστούν σαφείς προγραμματικούς στόχους και να περιγράψουν τα μέσα για την υλοποίησή τους. Εκεί θα κριθούν όσοι έχουν σχέδιο και όσοι απλά διαχειρίζονται τα πράγματα.
Εκεί θα φανεί ποιος είναι προοδευτικός και ποιος όχι, ποιος έχει όραμα και ποιος δεν έχει, ποιος παρεμβαίνει για να αλλάξει καταστάσεις και ποιος κρύβεται μέσω μεγάλων αφηγήσεων ή μέσω επινοήσεων της στιγμής, μέσω αλλιώς, κατά Λεβί-Στρος, του ιδεολογικού μπρικολάζ. Διαφορετικά, είμαστε καταδικασμένοι στους άγονους, συχνά αυτάρεσκους, κομματικούς διαπληκτισμούς.
*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 11/6/2018.
Αν η γεωγραφία καθορίζει τα βασικά δεδομένα ενός τόπου, η πολιτική στρατηγική οφείλει να τα ερμηνεύσει, να συνθέσει με βάση τις εσωτερικές και διεθνείς τάσεις, να οριοθετήσει στόχους. Οι στρατηγικές επιλογές και η υλοποίησή τους δημιουργούν νέα δεδομένα τα οποία επηρεάζουν με τη σειρά τους τις εξελίξεις, τις νοοτροπίες, τις συμπεριφορές. Γεωγραφία και συνειδητή στρατηγική επιλογή οφείλουν να συνάδουν με τις πραγματικές δυνατότητες, να αναδεικνύουν τις προοπτικές, να πείθουν για τις ισορροπίες, να διασφαλίζουν το μέλλον της χώρας και του ελληνισμού.
Οι φιλοδοξίες από μόνες τους δεν επαρκούν, συχνά γίνονται μάλιστα και αιτίες καταστροφών προσώπων ή και εθνών. Η ιστορία όλων ανεξαιρέτως των χωρών βρίθει αντίστοιχων παραδειγμάτων και η ελληνική διαχρονική εμπειρία δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση. Το αντίθετο μάλιστα. Στην πρόσφατη ανατύπωση (η πρώτη έκδοση έγινε από τις εκδόσεις ΠΑΠΑΖΗΣΗ το 1993) του σημαντικού βιβλίου του Ιωάννη Λουκά «Αιγαίο Πέλαγος. Ιστορία και γεωπολιτική του Ελληνισμού από την προϊστορία ώς τους Αλεξανδρινούς Χρόνους» που κυκλοφόρησε από την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ αναλύονται οι επιλογές, οι επιπτώσεις τους, τα διδάγματα και φαίνεται και η συσχέτιση και η διαχρονία των στοιχείων της περιόδου εκείνης. Συμμαχίες και συγκρούσεις με τον τότε ισχυρό, επεκτατικό ασιατικό παράγοντα, επιλογές οπλικών συστημάτων με βάση τα τεχνολογικά δεδομένα της εποχής, αντιφάσεις και διλήμματα, δημαγωγοί και εθνικοί ηγέτες, συμμαχίες, συγκυρίες και ανατροπές. Δεν πρόκειται όμως για απλή ιστορική καταγραφή γεγονότων, το ενδιαφέρον του βιβλίου έγκειται στα διδάγματα, στην πρωτότυπη και θαρραλέα εξαγωγή συμπερασμάτων, γι αυτό και θεωρώ χρησιμότατο αυτό το βιβλίο.
Η δημοκρατία της Αθήνας ήταν συνυφασμένη με τις μεγάλες επιλογές: ναυτικό ή στεριά, κατασκευή πλοίων ή αγροτική παραγωγή, πολλοί, ναι πολλοί ναύτες ή λίγοι γαιοκτήμονες, όλα αυτά υποδηλώνουν πολιτικές επιλογές υψίστης σημασίας. Θεμιστοκλής και Περικλής, αλλά και Αλκιβιάδης και τύραννοι. Η επιβίωση του ελληνισμού συνδέθηκε αναντίρρητα με τη θάλασσα, τα νησιά, το Αιγαίο πέλαγος και τις αποικίες, (μέχρι και η Σπάρτη ενστερνίστηκε εξ ανάγκης αυτή την επιλογή, γράφει ο Ι. Λουκάς) τουλάχιστον μέχρι την επικράτηση των Μακεδόνων. Στη μελέτη αυτή όλα δείχνουν οικεία, σαν να έγιναν όλα χτες κι όλα αυτά διαδραματίστηκαν κι επαναλήφθηκαν σε μάχες, σε ναυμαχίες, σε νίκες και σε ήττες, σε καταδίκες, εξοστρακισμούς και για κάποιες πόλεις επιλεκτική, αργυρώνητη συχνά συνεργασία με τον Μεγάλο πέρση Βασιλιά της εποχής. Οι εξαίσιες κατακτήσεις του ελληνικού πνεύματος αμαυρώνονται πάντοτε από τις διχόνοιες και τους εμφυλίους πολέμους, αυτή την κατάρα του ελληνισμού.
Αποικίες σημαίνει πολιτική και εμπόριο, ανεφοδιασμός σε τρόφιμα, ελεύθερες ναυτικοί οδοί, δηλαδή αυτοκρατορία. Η Αττική ήταν πάντα εξαρτώμενη από τις εισαγωγές τροφίμων, δεν αρκούσε ποτέ, ούτε και τώρα, πολύ περισσότερο, αρκεί, η τοπική παραγωγή, για να θρέψει την πρωτεύουσα. Πόσα φορτηγά, πλοία, αεροπλάνα και τρένα χρειάζονται για να προμηθευτεί τα απαραίτητα αγαθά η πρωτεύσουσα σήμερα; Γι αυτό και η σύνθεση του ΑΕΠ, έχει διαχρονικά μεγάλη σημασία. Ποια είναι η ορθή ισορροπία ανάμεσα στους τρεις τομείς; Αυτό εξαρτάται από την ιστορική στιγμή, αλλά δεν είναι κάτι που γίνεται αυτόματα, το αποτέλεσμα δεν είναι άμοιρο επιλογών, αποφάσεων και ευθυνών. Μαθαίνουμε στο σημαντικό αυτό βιβλίο ότι οι τράπεζες, με την σύγχρονη αντίληψη του όρου, ιδρύθηκαν στην κλασσική εποχή, αναπτύχθηκαν στην πράξη (λόγω του εύκολου κέρδους...) σε βάρος του δευτερογενούς τομέα, επειδή εγκαταλείφθηκε σταδιακά η αγγειοπλαστική. Η αγγειοπλαστική όμως διεσφάλιζε την μεταφορά αγροτικών προϊόντων, έτσι το εμπορικό ναυτικό έφτιαχνε πλούτο, κουβαλούσε πρώτες ύλες και έφερνε βεβαίως σε επαφή τον ελληνισμό με άλλους λαούς.
Το κύριο συμπέρασμα είναι ότι χρειάζεται η ορθή και λειτουργική ισορροπία των τριών τομέων της οικονομίας, πρωτογενούς, δευτερογενούς και τριτογενούς. Σήμερα η ανισορροπία στο ελληνικό και διαρκώς συρρικνούμενο ΑΕΠ είναι εμφανής, ενώ στο ισχνό αυτό ΑΕΠ πάνω από το 90% οφείλεται στις υπηρεσίες, περίπου 3,5% αφείλεται στον αγροτικό τομέα και το υπόλοιπο στη μεταποίηση. Εισάγουμε τα πάντα και πουλούμε τα πάντα.Είναι αυτό το μοντέλο βιώσιμο; Φυσικά και δεν είναι, και όσο κι αν είμαστε ευχαριστημένοι με τον τουρισμό, γνωρίζουμε ότι είναι ένας τομέας ευαίσθητος, επηρεάζεται από πολλούς εξωγενείς παράγοντες, υφίσταται πιέσεις λόγω ανταγωνισμού και βεβαίως, παράλληλα με τις θετικές του επιδράσεις, ωθεί και στην αύξηση των καταναλωτικών αγαθών, δηλαδή στην αύξηση του εμπορικού μας ελλείμματος λόγω εισαγωγών. (Ντομάτες Πολωνίας και αυγά Αλβανίας...). Χρειάζονται συνεπώς συνέργειες, συνεργασίες του τουρισμού, της μεταποίησης και των παραγωγών, τοπικές δράσεις ανάδειξης του πολιτισμού, της γαστρονομίας, της βιοποικιλότητας. Κι όλα αυτά σημαίνουν πρώτα ποιοτική παραγωγή. Η ορθή και λειτουργική ισορροπία ανάμεσα στους τρεις τομείς χρειάζεται ε (δημιουργών κατά τον Πλάτωνα), επανακαθορισμό των πολιτικών, αύξηση της συμμετοχής της μεταποίησης στο ΑΕΠ και βεβαίως αύξηση της αγροτικής παραγωγής. Δεν ωφελεί γενικά η μεγέθυνση του εθνικού προϊόντος αν δεν υπάρχει ένα βιώσιμο μοντέλο που διασφαλίζει ενδογενή παραγωγή, θέσεις εργασίας για τους νέους και ποιοτικά προϊόντα.
Το θέμα της επιβίωσης του έθνους δεν βασίζεται βεβαίως σήμερα στις ίδιες παραμέτρους με αυτές της κλασσικής εποχής. Διαχρονικά όμως πάντα ετίθετο το δίλημμα: επιβίωση και υποταγή ή επιλογή ευφυούς κάθε φορά στρατηγικής που θα αναδείξει τα γεωστρατηγικά, υλικά και πνευματικά, πλεονεκτήματα του ελληνισμού; Αυτά ποικίλουν μεν από εποχή σε εποχή λόγω των εξελίξεων, έχουν όμως μια σταθερή γεωγραφική βάση, μια ενιαία αναφορά στον χώρο. Οσο απολύτως απαραίτητη είναι η ικανότητα αποτροπής, οι σύγχρονοι εξοπλισμοί και η διακλαδική συνεργασία των Ενόλων Δυνάμεων, τόσο απολύτως απαραίτητη είναι η ισχυρή και ανταγωνιστική οικονομία και η εξισορρόπηση του ΑΕΠ. Το εσωτερικό μέτωπο ωστόσο, το πολιτικό σύστημα, πρέπει να είναι σε θέση να παράγει πολιτική δράση, με θεσμικό πλαίσιο που διασφαλίζει δημοκρατία, συνεργασία και εμπιστοσύνη και όχι τυφλό κομματικό πάθος. Σήμερα τα διλήμματα τίθενται αλλοιώς λόγω των σημαντικών τεχνολογικών εξελίξεων, των νέων διεθνών προτεραιοτήτων, αλλά στα θέματα στρατηγικής οι εθνικές επιδιώξεις πρέπει να είναι σαφείς. Δεν χρειαζόμαστε λοιπόν ούτε νέους εμφυλίους ή άλλους διχασμούς, αλλά αντίθετα νηφάλια επεξεργασία των δεδομένων για την αξιοποίηση όλων των δυνάμεων του ελληνισμού και πρωτίστως του ανθρώπινου παράγοντα. Δεν χρειαζόμαστε πολλά κομματικά μανιφέστα στα θέμα της εθνικής στρατηγικής, αλλά ειλικρινή συνεργασία, αφού υπάρχουν πολλοί εναλλακτικοί τρόποι προβολής της κομματικής σημαίας.
Εκεί είμαστε λοιπόν, στην αρχή, στο κύριο και μόνιμο αίτημα, που είναι η αποτύπωση εθνικής στρατηγικής, Τώρα. Τα οικονομικά, δημογραφικά, πολιτιστικά, ενεργειακά και πολιτικά δεδομένα είναι γνωστά. Τα διπλωματικά δεδομένα είναι επίσης γνωστά (ΝΑΤΟ/ΗΠΑ) και η απαιτούμενη ενεργός συμμετοχή μας στην ΕΕ/ευρωζώνη είναι το κύριο θεσμικό πλαίσιο προς αξιοποίηση. Με προτάσεις, αξιοπιστία, σοβαρότητα. Τα εξωτερικά μας σύνορα είναι και εξωτερικά σύνορα της ΕΕ, ενώ η Τουρκία, που ας ελπίσουμε ότι θα εξελιχθεί κάποτε σε μια κανονική δημοκρατική χώρα που σέβεται το διεθνές δίκαιο, έχει δεσμευτεί ήδη από τον Μάρτιο του 1995 (Συμφωνία Τελωνειακής Ένωσης Τουρκίας και ΕΕ) να σέβεται τους κανόνες της καλής γειτονίας, το διεθνές δίκαιο και την ειρηνική επίλυση των διαφορών, χωρίς να προσφεύγει σε χρήση άλλων κατά της ΕΕ μέσων (όπως κάνει σταθερά το τελευταίο διάστημα η Τουρκία με προκλήσεις, άσκηση βίας, απειλές). Υπενθυμίζω ότι με την συμφωνία αυτή, χάρη στην προσωπική επιμονή του Α. Παπανδρέου, η Ελλάδα κατοχύρωσε πολιτικά την απόφαση έναρξης διαπραγματεύσεων ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ.
*Δημοσιεύτηκε στην huffingtonpost.gr στις 7/5/2018.