Σάββατο, 27 Απρίλιος 2024

Το μέλλον διασφαλίζεται με εθνική στρατηγική

Αν η γεωγραφία καθορίζει τα βασικά δεδομένα ενός τόπου, η πολιτική στρατηγική οφείλει να τα ερμηνεύσει, να συνθέσει με βάση τις εσωτερικές και διεθνείς τάσεις, να οριοθετήσει στόχους. Οι στρατηγικές επιλογές και η υλοποίησή τους δημιουργούν νέα δεδομένα τα οποία επηρεάζουν με τη σειρά τους τις εξελίξεις, τις νοοτροπίες, τις συμπεριφορές. Γεωγραφία και συνειδητή στρατηγική επιλογή οφείλουν να συνάδουν με τις πραγματικές δυνατότητες, να αναδεικνύουν τις προοπτικές, να πείθουν για τις ισορροπίες, να διασφαλίζουν το μέλλον της χώρας και του ελληνισμού.

Οι φιλοδοξίες από μόνες τους δεν επαρκούν, συχνά γίνονται μάλιστα και αιτίες καταστροφών προσώπων ή και εθνών. Η ιστορία όλων ανεξαιρέτως των χωρών βρίθει αντίστοιχων παραδειγμάτων και η ελληνική διαχρονική εμπειρία δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση. Το αντίθετο μάλιστα. Στην πρόσφατη ανατύπωση (η πρώτη έκδοση έγινε από τις εκδόσεις ΠΑΠΑΖΗΣΗ το 1993) του σημαντικού βιβλίου του Ιωάννη Λουκά «Αιγαίο Πέλαγος. Ιστορία και γεωπολιτική του Ελληνισμού από την προϊστορία ώς τους Αλεξανδρινούς Χρόνους» που κυκλοφόρησε από την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ αναλύονται οι επιλογές, οι επιπτώσεις τους, τα διδάγματα και φαίνεται και η συσχέτιση και η διαχρονία των στοιχείων της περιόδου εκείνης. Συμμαχίες και συγκρούσεις με τον τότε ισχυρό, επεκτατικό ασιατικό παράγοντα, επιλογές οπλικών συστημάτων με βάση τα τεχνολογικά δεδομένα της εποχής, αντιφάσεις και διλήμματα, δημαγωγοί και εθνικοί ηγέτες, συμμαχίες, συγκυρίες και ανατροπές. Δεν πρόκειται όμως για απλή ιστορική καταγραφή γεγονότων, το ενδιαφέρον του βιβλίου έγκειται στα διδάγματα, στην πρωτότυπη και θαρραλέα εξαγωγή συμπερασμάτων, γι αυτό και θεωρώ χρησιμότατο αυτό το βιβλίο.

 Η δημοκρατία της Αθήνας ήταν συνυφασμένη με τις μεγάλες επιλογές: ναυτικό ή στεριά, κατασκευή πλοίων ή αγροτική παραγωγή, πολλοί, ναι πολλοί ναύτες ή λίγοι γαιοκτήμονες, όλα αυτά υποδηλώνουν πολιτικές επιλογές υψίστης σημασίας. Θεμιστοκλής και Περικλής, αλλά και Αλκιβιάδης και τύραννοι. Η επιβίωση του ελληνισμού συνδέθηκε αναντίρρητα με τη θάλασσα, τα νησιά, το Αιγαίο πέλαγος και τις αποικίες, (μέχρι και η Σπάρτη ενστερνίστηκε εξ ανάγκης αυτή την επιλογή, γράφει ο Ι. Λουκάς) τουλάχιστον μέχρι την επικράτηση των Μακεδόνων. Στη μελέτη αυτή όλα δείχνουν οικεία, σαν να έγιναν όλα χτες κι όλα αυτά διαδραματίστηκαν κι επαναλήφθηκαν σε μάχες, σε ναυμαχίες, σε νίκες και σε ήττες, σε καταδίκες, εξοστρακισμούς και για κάποιες πόλεις επιλεκτική, αργυρώνητη συχνά συνεργασία με τον Μεγάλο πέρση Βασιλιά της εποχής. Οι εξαίσιες κατακτήσεις του ελληνικού πνεύματος αμαυρώνονται πάντοτε από τις διχόνοιες και τους εμφυλίους πολέμους, αυτή την κατάρα του ελληνισμού.

Αποικίες σημαίνει πολιτική και εμπόριο, ανεφοδιασμός σε τρόφιμα, ελεύθερες ναυτικοί οδοί, δηλαδή αυτοκρατορία. Η Αττική ήταν πάντα εξαρτώμενη από τις εισαγωγές τροφίμων, δεν αρκούσε ποτέ, ούτε και τώρα, πολύ περισσότερο, αρκεί, η τοπική παραγωγή, για να θρέψει την πρωτεύουσα. Πόσα φορτηγά, πλοία, αεροπλάνα και τρένα χρειάζονται για να προμηθευτεί τα απαραίτητα αγαθά η πρωτεύσουσα σήμερα; Γι αυτό και η σύνθεση του ΑΕΠ, έχει διαχρονικά μεγάλη σημασία. Ποια είναι η ορθή ισορροπία ανάμεσα στους τρεις τομείς; Αυτό εξαρτάται από την ιστορική στιγμή, αλλά δεν είναι κάτι που γίνεται αυτόματα, το αποτέλεσμα δεν είναι άμοιρο επιλογών, αποφάσεων και ευθυνών. Μαθαίνουμε στο σημαντικό αυτό βιβλίο ότι οι τράπεζες, με την σύγχρονη αντίληψη του όρου, ιδρύθηκαν στην κλασσική εποχή, αναπτύχθηκαν στην πράξη (λόγω του εύκολου κέρδους...) σε βάρος του δευτερογενούς τομέα, επειδή εγκαταλείφθηκε σταδιακά η αγγειοπλαστική. Η αγγειοπλαστική όμως διεσφάλιζε την μεταφορά αγροτικών προϊόντων, έτσι το εμπορικό ναυτικό έφτιαχνε πλούτο, κουβαλούσε πρώτες ύλες και έφερνε βεβαίως σε επαφή τον ελληνισμό με άλλους λαούς.

Το κύριο συμπέρασμα είναι ότι χρειάζεται η ορθή και λειτουργική ισορροπία των τριών τομέων της οικονομίας, πρωτογενούς, δευτερογενούς και τριτογενούς. Σήμερα η ανισορροπία στο ελληνικό και διαρκώς συρρικνούμενο ΑΕΠ είναι εμφανής, ενώ στο ισχνό αυτό ΑΕΠ πάνω από το 90% οφείλεται στις υπηρεσίες, περίπου 3,5% αφείλεται στον αγροτικό τομέα και το υπόλοιπο στη μεταποίηση. Εισάγουμε τα πάντα και πουλούμε τα πάντα.Είναι αυτό το μοντέλο βιώσιμο; Φυσικά και δεν είναι, και όσο κι αν είμαστε ευχαριστημένοι με τον τουρισμό, γνωρίζουμε ότι είναι ένας τομέας ευαίσθητος, επηρεάζεται από πολλούς εξωγενείς παράγοντες, υφίσταται πιέσεις λόγω ανταγωνισμού και βεβαίως, παράλληλα με τις θετικές του επιδράσεις, ωθεί και στην αύξηση των καταναλωτικών αγαθών, δηλαδή στην αύξηση του εμπορικού μας ελλείμματος λόγω εισαγωγών. (Ντομάτες Πολωνίας και αυγά Αλβανίας...). Χρειάζονται συνεπώς συνέργειες, συνεργασίες του τουρισμού, της μεταποίησης και των παραγωγών, τοπικές δράσεις ανάδειξης του πολιτισμού, της γαστρονομίας, της βιοποικιλότητας. Κι όλα αυτά σημαίνουν πρώτα ποιοτική παραγωγή. Η ορθή και λειτουργική ισορροπία ανάμεσα στους τρεις τομείς χρειάζεται ε (δημιουργών κατά τον Πλάτωνα), επανακαθορισμό των πολιτικών, αύξηση της συμμετοχής της μεταποίησης στο ΑΕΠ και βεβαίως αύξηση της αγροτικής παραγωγής. Δεν ωφελεί γενικά η μεγέθυνση του εθνικού προϊόντος αν δεν υπάρχει ένα βιώσιμο μοντέλο που διασφαλίζει ενδογενή παραγωγή, θέσεις εργασίας για τους νέους και ποιοτικά προϊόντα.

Το θέμα της επιβίωσης του έθνους δεν βασίζεται βεβαίως σήμερα στις ίδιες παραμέτρους με αυτές της κλασσικής εποχής. Διαχρονικά όμως πάντα ετίθετο το δίλημμα: επιβίωση και υποταγή ή επιλογή ευφυούς κάθε φορά στρατηγικής που θα αναδείξει τα γεωστρατηγικά, υλικά και πνευματικά, πλεονεκτήματα του ελληνισμού; Αυτά ποικίλουν μεν από εποχή σε εποχή λόγω των εξελίξεων, έχουν όμως μια σταθερή γεωγραφική βάση, μια ενιαία αναφορά στον χώρο. Οσο απολύτως απαραίτητη είναι η ικανότητα αποτροπής, οι σύγχρονοι εξοπλισμοί και η διακλαδική συνεργασία των Ενόλων Δυνάμεων, τόσο απολύτως απαραίτητη είναι η ισχυρή και ανταγωνιστική οικονομία και η εξισορρόπηση του ΑΕΠ. Το εσωτερικό μέτωπο ωστόσο, το πολιτικό σύστημα, πρέπει να είναι σε θέση να παράγει πολιτική δράση, με θεσμικό πλαίσιο που διασφαλίζει δημοκρατία, συνεργασία και εμπιστοσύνη και όχι τυφλό κομματικό πάθος. Σήμερα τα διλήμματα τίθενται αλλοιώς λόγω των σημαντικών τεχνολογικών εξελίξεων, των νέων διεθνών προτεραιοτήτων, αλλά στα θέματα στρατηγικής οι εθνικές επιδιώξεις πρέπει να είναι σαφείς. Δεν χρειαζόμαστε λοιπόν ούτε νέους εμφυλίους ή άλλους διχασμούς, αλλά αντίθετα νηφάλια επεξεργασία των δεδομένων για την αξιοποίηση όλων των δυνάμεων του ελληνισμού και πρωτίστως του ανθρώπινου παράγοντα. Δεν χρειαζόμαστε πολλά κομματικά μανιφέστα στα θέμα της εθνικής στρατηγικής, αλλά ειλικρινή συνεργασία, αφού υπάρχουν πολλοί εναλλακτικοί τρόποι προβολής της κομματικής σημαίας.

Εκεί είμαστε λοιπόν, στην αρχή, στο κύριο και μόνιμο αίτημα, που είναι η αποτύπωση εθνικής στρατηγικής, Τώρα. Τα οικονομικά, δημογραφικά, πολιτιστικά, ενεργειακά και πολιτικά δεδομένα είναι γνωστά. Τα διπλωματικά δεδομένα είναι επίσης γνωστά (ΝΑΤΟ/ΗΠΑ) και η απαιτούμενη ενεργός συμμετοχή μας στην ΕΕ/ευρωζώνη είναι το κύριο θεσμικό πλαίσιο προς αξιοποίηση. Με προτάσεις, αξιοπιστία, σοβαρότητα. Τα εξωτερικά μας σύνορα είναι και εξωτερικά σύνορα της ΕΕ, ενώ η Τουρκία, που ας ελπίσουμε ότι θα εξελιχθεί κάποτε σε μια κανονική δημοκρατική χώρα που σέβεται το διεθνές δίκαιο, έχει δεσμευτεί ήδη από τον Μάρτιο του 1995 (Συμφωνία Τελωνειακής Ένωσης Τουρκίας και ΕΕ) να σέβεται τους κανόνες της καλής γειτονίας, το διεθνές δίκαιο και την ειρηνική επίλυση των διαφορών, χωρίς να προσφεύγει σε χρήση άλλων κατά της ΕΕ μέσων (όπως κάνει σταθερά το τελευταίο διάστημα η Τουρκία με προκλήσεις, άσκηση βίας, απειλές). Υπενθυμίζω ότι με την συμφωνία αυτή, χάρη στην προσωπική επιμονή του Α. Παπανδρέου, η Ελλάδα κατοχύρωσε πολιτικά την απόφαση έναρξης διαπραγματεύσεων ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ.

*Δημοσιεύτηκε στην huffingtonpost.gr στις 7/5/2018. 

Μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος: Δημοσιογραφία και έννομη τάξη

Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσίασε η εκδήλωση της ΕλΕΔΑ για τους Μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος που πραγματοποιήθηκε την Τρίτη 29 Μαΐου 2018.

Η Πρόεδρος της ΕλΕΔΑ Κλειώ Παπαπαντολέων επισήμανε εισαγωγικά ότι αφορμή ήταν η υπόθεση της Μαρίας Εφίμοβα, της οποίας ζητείται η έκδοση από την Ελλάδα στη Μάλτα επειδή συνέβαλε στην αποκάλυψη ενός σκανδάλου διαφθοράς που άγγιξε την κορυφή της πολιτικής ηγεσίας της Μάλτας. Μέχρι σήμερα ο χώρος των δικαιωμάτων είχε ασχοληθεί με ζητήματα που συναρθρώνονται γύρω από το θέμα των whistleblowers, όπως η ελευθερία της έκφρασης και του τύπου, το δικαίωμα στην ενημέρωση, τα δικαιώματα των κατηγορουμένων. Ποτέ όμως δεν είχε ανοίξει αυτό καθεαυτό το θέμα των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος. Το ενδιαφέρον εστιάζεται κυρίως στον ιδιότυπο ρόλο που έχουν πλέον τα πρόσωπα αυτά στην κοινωνία και στην έννομη τάξη, που μέχρι τώρα τα αντιμετωπίζει μάλλον με αμηχανία.

Ο δημοσιογράφος Γιάννης Παπαδόπουλος αναφέρθηκε στο τίμημα της αποκάλυψης της αλήθειας και στην ελλιπή προστασία των πληροφοριοδοτών. Τόνισε τις υποθέσεις τριών γνωστών μαρτύρων στην Αμερική, τον τρόπο που αντιμετωπίστηκαν από τους καταγγελλόμενους (απειλές, εκφοβισμοί, απόπειρες αποδόμησης της προσωπικότητας) και την έλλειψη παροχής προστασίας από τις αρμόδιες αρχές. Πρόκειται για τον Daniel Ellsberg, ο οποίος το 1971 διέρρευσε 47 τόμους με απόρρητα έγγραφα της CIA για τον πόλεμο στο Βιετνάμ, τον Jeffrey Wigand, που προέβη σε αποκαλύψεις σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας της καπνοβιομηχανίας Brown & Williamson και τον αστυνομικό Frank Serpico, που αποκάλυψε την έκταση της διαφθοράς στην αστυνομία. Παρά τα εμπόδια δεν μετάνιωσαν για τις αποκαλύψεις στις οποίες προέβησαν, μετάνιωσαν που δεν μίλησαν νωρίτερα. Η ελλιπής προστασία των πληροφοριοδοτών εμφανίστηκε και στην περίπτωση των προστατευόμενων μαρτύρων στη δίκη της Χρυσής Αυγής.

Η κα Φερενίκη Παναγοπούλου-Κουτνατζή, επίκουρη καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, ανέλυσε τη συνταγματική θεώρηση του θεσμού του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος. Αναφέρθηκε στο νομοθετικό πλαίσιο και στο πεδίο εφαρμογής του. Υπογράμμισε ότι το ελληνικό νομοθετικό πλαίσιο είναι ατελές: δεν προσφέρει επαρκή προστασία σε όσους καταγγέλλουν περιπτώσεις διαφθοράς, έχει περιορισμένο πεδίο εφαρμογής και καλύπτει μόνο περιπτώσεις δωροδοκίας εν στενή εννοία χωρίς να καλύπτει υπό τη σκέπη του όλο το φάσμα της διαφθοράς. Ακόμη, σημείωσε ότι είναι πλέον ξεπερασμένη η διάκριση μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού συμφέροντος ιδίως στο πλαίσιο της ιδιωτικοποίησης της οικονομίας. Ο θεσμός του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος απορρέει από την ελευθερία εκφράσεως και κατοχυρώνεται στην αρχή της διαφάνειας, η οποία επιβάλλει τη δημοσιοποίηση ενεργειών που έρχονται σε αντίθεση με το δημόσιο συμφέρον. Αναφέρθηκε επίσης στη νομολογία του ΣτΕ και του ΕΔΔΑ, σχετικά με το δικαίωμα δικαστικής προστασίας του καταγγελλόμενου, θίγοντας το ζήτημα της ανωνυμίας του μάρτυρα, τη χρήση παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων, το δικαίωμα αναφοράς στις αρχές και την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τονίζοντας την ανάγκη προστασίας τόσο του καταγγελλομένου όσο και του καταγγέλλοντος Τέλος, επεσήμανε ότι πέραν από την ανάγκη νομοθετικής θωράκισης του θεσμού απαιτείται η κατάλληλη εκπαίδευση, προκειμένου οι πολίτες να αισθάνονται ότι η πράξη καταγγελίας συνιστά μια θετική ενέργεια σε όφελος της κοινωνίας.

Η κα Μαρία Εφίμοβα, πληροφοριοδότρια στην υπόθεση διαφθοράς και ξεπλύματος βρώμικου χρήματος της μαλτέζικης τράπεζας Pilatus Bank, στην οποία φέρονται να εμπλέκονται πρόσωπα της ανώτερης πολιτικής ηγεσίας της Μάλτας καθώς και της οικογένειας του Πρωθυπουργού, μίλησε για την απόφασή της να προβεί στην αποκάλυψη των σχετικών στοιχείων στη δημοσιογράφο Δάφνη Καρουάνα Γκαλίθια, που ερευνούσε την υπόθεση αυτή και δολοφονήθηκε τον περασμένο Οκτώβριο. Η κα Εφίμοβα κατηγορείται στη Μάλτα για χαμηλού ύψους υπεξαίρεση (5.000 ευρώ) και εναντίον της έχει εκδοθεί Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης. Στις 14 Ιουνίου 2018 αναμένεται η έκδοση της απόφασης του Αρείου Πάγου σχετικά με την έκδοσή της στη Μάλτα. Η ίδια τόνισε ότι εάν επιστρέψει η ζωή της απειλείται. Έχει δώσει κατάθεση στις αρχές της Μάλτας σχετικά με την πιθανή διάπραξη ποινικών αδικημάτων από τα στελέχη της τράπεζας και δύναται να δώσει εκ νέου κατάθεση, αν βρεθεί ασφαλής τρόπος.

Ο δημοσιογράφος Νικόλας Λεοντόπουλος ανέλυσε γιατί δεν έχουμε whistleblowers στην Ελλάδα και τι οφείλουμε να κάνουμε για να αποκτήσουμε. Συγκεκριμένα, αναφέρθηκε στην έλλειψη εμπιστοσύνης που υπάρχει απέναντι στους δημοσιογράφους και στο ζήτημα της διαχείρισης της πληροφορίας από τα ΜΜΕ. Υπάρχει τεχνική αδυναμία σχετικά με το ζήτημα προστασίας του πληροφοριακού υλικού από μία πηγή, ιδιαίτερα σε ζητήματα που αφορούν την αξιοποίηση του υλικού, την προστασία του και την προστασία της ανωνυμίας της πηγής. Ακόμη, δεν υπάρχει σαφής γνώση του νομοθετικού πλαισίου και συχνά τα ΜΜΕ δεν καλύπτουν τους ίδιους τους δημοσιογράφους τους. Τέλος, αναφέρθηκε στο ζήτημα της αδυναμίας δημοσιοποίησης συγκεκριμένων υποθέσεων λόγω διαπλοκής των ΜΜΕ με τον καταγγελλόμενο φορέα. Η επίλυση των ανωτέρω έγκειται στη λογική συνεργειών μέσα στην κοινότητα των δημοσιογράφων και συναφών φορέων για την κυκλοφορία της είδησης και τη δημιουργία ενός πλαισίου που θα επιτρέπει τη δημοσίευση πληροφοριών.
Ακολούθησε εκτενής συζήτηση με το κοινό και αναφέρθηκε μεταξύ άλλων η πρόθεση παριστάμενων βουλευτών να αναδείξουν κοινοβουλευτικά τη σημασία των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος και ιδίως την περίπτωση Εφίμοβα.

Θα μάθουν πώς να ψηφίζουν;

Η συνέχεια του ευρωπαϊκού ψυχοδράματος παίζεται το 2018 στην Ιταλία και αυτό επηρεάζει τις εξελίξεις στην Ελλάδα. Aμέσως μετά την αποκάλυψη του οικονομικού σχεδίου των δύο κομμάτων που προέκυψαν ενισχυμένα από τις εκλογές της 4ης Μαρτίου (Κίνημα των 5 Αστέρων του Ντι Μάιο και ξενοφοβική Λέγκα του Βορρά του Ματέο Σαλβίνι) –που αν εφαρμοζόταν θα τορπίλιζε την ευρωζώνη– 154 Γερμανοί οικονομολόγοι δημοσίευσαν μανιφέστο που αντιτίθεται σθεναρά σε οποιαδήποτε σημαντική μεταρρύθμιση της ευρωζώνης.

O πρώην εντολοδόχος για την πρωθυπουργία, Τζουζέπε Κόντε, κράτησε χαμηλούς τόνους σε σχέση με την ευρωζώνη. Ομως, κάθε προσπάθεια διερεύνησης συμπτώσεων και αντιθέσεων, κυρίως με το Βερολίνο, ήταν ατυχής. Τελικά, ο Κόντε αποχώρησε μετά το βέτο του Σέρτζιο Ματαρέλα, προέδρου της Ιταλικής Δημοκρατίας, για τον γηραιό ευρωσκεπτικιστή οικονομολόγο Πάολο Σαβόνα στο υπουργείο Οικονομικών.

Συμπεράσματα μπορούν να εξαχθούν μόνον εάν παρακάμψουμε την αντιπαράθεση που ξεκινάει από το «ο πρόεδρος βάζει φρένο τους λαϊκιστές», εκτείνεται στις ερμηνείες για τις συνταγματικές αρμοδιότητες του προέδρου και φτάνει στα σενάρια «εθνικής προδοσίας» ή στο «η μαφία σκότωσε τον λάθος Ματαρέλα» (με ευθεία αναφορά στη δολοφονία του αδελφού τού προέδρου, Πιερσάντι Ματαρέλα, από την Κόζα Νόστρα στη Σικελία, το 1980).

Πρώτον, με εξαίρεση την κυβερνησιμότητα της Γερμανίας και την πρόσκαιρη ανακούφιση στην Ευρώπη με τη νίκη του Μακρόν επί της Λεπέν στη Γαλλία, το πολιτικό παράδειγμα της υποχώρησης των φιλοευρωπαϊκών κομμάτων και της αδυναμίας σχηματισμού σταθερών κυβερνήσεων δεν αφορά μόνον την Ιταλία, αλλά σχεδόν όλες της χώρες της Ενωσης.

Ειδικά στην Ιταλία, από τον Νοέμβριο του 2011, μετά την απομάκρυνση του Μπερλουσκόνι, κανένας πρωθυπουργός δεν προέκυψε από εκλογές: Μάριο Μόντι, ανεξάρτητος εντολοδόχος και άνθρωπος των τραπεζικών λόμπι και των αγορών (2011-2013)∙ Ενρίκο Λέτα (2013-2014), εντολοδόχος μετά το αδιέξοδο των εκλογών του 2013∙

Ματέο Ρέντσι (2014-2016), που παραιτήθηκε μετά το δημοψήφισμα για τη συνταγματική αναθεώρηση αφού στήριξε την εκλογή του Σέρτζιο Ματαρέλα στην προεδρία μετά την παραίτηση του Τζόρτζιο Ναπολιτάνο∙ τέλος, ο υπηρεσιακός Πάολο Τζεντιλόνι, διάδοχος του Ρέντσι. Ετσι, φτάσαμε στην εντολή για σχηματισμό κυβέρνησης τεχνοκρατών στον οικονομολόγο και πρώην στέλεχος του ΔΝΤ, Κάρλο Κοταρέλι. Αυτό το παράδειγμα κάτι λέει: μπορείτε να ψηφίζετε ό,τι θέλετε, αλλά η κυβέρνηση που θα προκύψει θα κάνει ό,τι θέλουμε και όπως το θέλουμε.

Δεύτερον, η αντίδραση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στα αποτελέσματα των ιταλικών εκλογών ήταν φοβική – όπως έχει συμβεί και στο παρελθόν. Π.χ., ο πρώην υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Τίμοθι Γκάιτνερ, στο πρόσφατο βιβλίο του, αναφέρει «σχέδιο» απομάκρυνσης του Μπερλουσκόνι, αποκαλύπτοντας ότι «υψηλόβαθμοι Ευρωπαίοι είχαν προτείνει στην αμερικανική κυβέρνηση να συνεργαστεί με το ευρωιερατείο για να τεθεί σε εφαρμογή σχέδιο που θα οδηγούσε στον εξαναγκασμό του Μπερλουσκόνι σε παραίτηση».

Ακόμα κι αν αυτό δεν ισχύει, οι πραγματικές θέσεις των ευρωκρατών περί δημοκρατίας και εκλογικών αποτελεσμάτων –παρά τις δημόσιες αποστάσεις των Βρυξελλών– συνοψίζονται στην άποψη του επιτρόπου Προϋπολογισμού Γκίντερ Ετινγκερ: οι αγορές «θα μάθουν στους Ιταλούς πώς να ψηφίζουν». Το έχουμε δει στην Ελλάδα.

Με βάση τις εξελίξεις, το μέλλον δεν είναι και τόσο αχαρτογράφητο. Τα δύο κόμματα θα κατηγορήσουν το φιλοευρωπαϊκό «κατεστημένο» ότι τους αρνήθηκε το δικαίωμα να κυβερνήσουν∙ θα οξυνθεί η πόλωση. Θα είναι δύσκολο στην Ιταλία να βγει από τη μακρά πολιτική-θεσμική κρίση με θετική πολιτική και οικονομική προοπτική.

Η «ουδέτερη» κυβέρνηση τεχνοκρατών του «ψαλιδοχέρη» Κάρλο Κοταρέλι δύσκολα θα πάρει ψήφο εμπιστοσύνης από την παρούσα Βουλή και τη Γερουσία∙ θα παίξει ρόλο διαχειριστή. Επομένως πολιτικά, το 2018 θα είναι μια χαμένη χρονιά για τους φτωχοποιούμενους Ιταλούς και την Ιταλία του χρέους. Τέλος, η προοπτική παρατεταμένης προεκλογικής περιόδου εύκολα θα μπορούσε να πάρει δημοψηφισματικό χαρακτήρα για την παραμονή ή όχι της Ιταλίας στο ευρώ (Ital-exit), με ενισχυμένη την πιθανότητα να βρεθεί στην εξουσία μια ριζοσπαστική ακροδεξιά εθνολαϊκιστική και ξεκάθαρα αντι-ευρώ κυβέρνηση στις επόμενες εκλογές.

Οκτώ χρόνια τώρα –το βιώνουμε στην Ελλάδα– αναπαράγονται αποκλίνουσες και αντιφατικές αφηγήσεις σχετικά με την ευρωπαϊκή κρίση. Η ενάρετη εθνική οικονομία ως άθροισμα ορθών μικροοικονομικών αποφάσεων και η υγιής υπερεθνική οικονομία ως άθροισμα εθνικών οικονομιών, εκτός από μύθος, είναι υπόδειγμα και όχι πραγματικότητα. Η πραγματικότητα είναι τα ακροδεξιά σλάλομ, οι ασκήσεις εθνικιστικών απομονωτισμών και αντιευρωπαϊκών ασκητισμών, με προϊούσες τις φτωχοποιήσεις των λαών.

Από την πλευρά τους, οι μεγάλες δυνάμεις ξαναστήνονται. Η Ε.Ε. χωρίς φιλελεύθερα αντανακλαστικά και δημοκρατικά φτιασίδια χάνει τη δυνατότητα της καθαρής έντιμης συζήτησης σε επίπεδο πολιτικών ιδεών και πρακτικών. Οι unisex πολιτικές δεν βγαίνουν. Το σχέδιο της Γερμανίας για μινιμαλιστική Ευρώπη, χωρίς κοινοτικό πνεύμα, μόνο με διακυβερνητικούς πειθαρχικούς μηχανισμούς άκαμπτων κανόνων, επίσης δεν βγαίνει. Τα αδιέξοδα στην Ιταλία, οι αγορές μαζί με τα συστημικά προβλήματα της ευρωζώνης, σίγουρα, δεν θα μάθουν στους Ιταλούς πώς να ψηφίζουν. Μήπως έμαθαν στους Έλληνες;

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" την 1/6/2018.

Ευρωπαϊκός Χώρος Ανώτατης Εκπαίδευσης: όταν έχουμε λόγο

Στις 23 με 25 Μάη συναντήθηκαν στο Παρίσι οι 48 υπουργοί Παιδείας του Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΧΑΕ) με καλεσμένους περισσότερους από 20 ομολόγους τους από Ασία, Αφρική, Λατινική Αμερική. Γιόρταζαν τα 20 χρόνια από τη Διακήρυξη της Σορβόνης, με πρωτοβουλία των υπουργών Παιδείας Γαλλίας, Γερμανίας, Ιταλίας, Βρετανίας, η οποία απέληξε έναν χρόνο μετά στη γνωστή Διακήρυξη της Μπολόνιας προς τιμή του πρώτου Πανεπιστημίου (γιόρταζε τα 900 του χρόνια) στον δυτικό κόσμο.

Εκτοτε άλλαξε ο χάρτης των ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων σε Δύση και Ανατολή, Βορρά και Νότο. Διακηρυγμένος στόχος είναι η εναρμόνιση, όχι η ομογενοποίηση. Από τη σκοπιά αυτή έγιναν πολλά, ορατά σε κάθε χώρα, σε κάθε Πανεπιστήμιο: η έμφαση στην ποιότητα, οι πιστωτικές μονάδες, τα μαθησιακά αποτελέσματα, το πλαίσιο επαγγελματικών προσόντων, η διεθνοποίηση, η κινητικότητα φοιτητών και προσωπικού, το παράρτημα διπλώματος, η ευρωπαϊκή φοιτητική κάρτα.

Δεν θα σταθώ στην εξέλιξη ούτε στο ιδεολογικό της πρόσημο που σχολιάστηκε πολλαπλά και αρχικά ξεσήκωσε πολλές αντιδράσεις. Σημειώνω ότι η όλη εξέλιξη εγγράφει τους συσχετισμούς δύναμης στην Ευρώπη, πολιτικούς, ιδεολογικούς οικονομικούς. Ενδεικτικά, όσο κυριαρχούσαν νεοφιλελεύθερες δυνάμεις τόσο το βάρος δινόταν στις οικονομικές πτυχές καθώς η γνώση εκλαμβάνεται ως εμπόρευμα.

Αντίθετα, όσο ισχυρή ήταν η παρουσία άλλων πολιτικών δυνάμεων, ιδιαίτερα σοσιαλδημοκρατικών και αριστερών, τόσο αναδεικνύονται νέα ζητήματα. Από τη σκοπιά αυτή μπορούμε να δούμε δύο σημαντικές πτυχές του ΕΧΑΕ, τη συμμετοχή όλων, ιδιαίτερα των φοιτητών, και την κοινωνική διάσταση, που αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της ενοποίησης.

Στην εικοσαετία που παρήλθε η ελληνική παρουσία, με φωτεινές εξαιρέσεις, ήταν από ισχνή ώς ανύπαρκτη. Οπως και σε αρκετά άλλα ευρωπαϊκά φόρα καλούμαστε να εφαρμόσουμε αποφάσεις στις οποίες δεν είχαμε λόγο. Αυτά αφορούν την πολιτεία, τους φοιτητές και με κάποιες εξαιρέσεις, τα ιδρύματα. Το ίδιο ισχύει και ερευνητικά.

Στις εξαιρέσεις το Διαπανεπιστημιακό Δίκτυο Πολιτικών Ανώτατης Εκπαίδευσης, σύμπραξη ΔΕΠ του Πανεπιστημίου Πατρών με συναδέλφους από τα Πανεπιστήμια Πελοποννήσου και Αιγαίου, που ασχολείται μια δεκαετία τώρα με τα ζητήματα αυτά. Λογική συνέπεια είναι η απουσία Ελλήνων από τα σχετικά με τον ΕΧΑΕ θεσμικά όργανα.

Δέχτηκα με χαρά την πρόταση του υπουργού Παιδείας να συμμετάσχω με άλλους πανεπιστημιακούς στην ελληνική αντιπροσωπεία ώστε να συγκροτηθεί μια ομάδα που γνωρίζει καλά το αντικείμενο. Με ορισμένους είχαμε ήδη συνεργαστεί πρόσφατα στην εκπόνηση της μελέτης του ΟΟΣΑ για την ελληνική εκπαίδευση, την εκτενέστερη και αναλυτικότερη, κατά τη γνώμη μου, που εκπονήθηκε ποτέ από τον οργανισμό.

Ο στόχος του υπουργού ήταν τριπλός: να αναπληρωθεί, όσο γίνεται, η ισχνή παρουσία του παρελθόντος, να συμβάλουμε κριτικά στο όλο εγχείρημα διατυπώνοντας τεκμηριωμένα παρατηρήσεις και προτάσεις και, τέλος, να ενεργήσουμε ώστε τα ελληνικά ΑΕΙ να μη μείνουν έξω από τις συντελούμενες διεργασίες διεθνοποίησης και συνεργειών.

Κρίνοντας από το αποτέλεσμα θαρρώ ότι το εγχείρημα απέδωσε. Πέρα από τις συναντήσεις με υπουργούς και αντιπροσωπείες πολλών χωρών στο περιθώριο των εργασιών, της διοργανώτριας χώρας Γαλλίας κατά πρώτον, έγιναν επαφές με εκπροσώπους τριών άλλων φορέων. Φοιτητών, συνδικάτων εργαζομένων, κυρίως καθηγητών και διεθνών οργανώσεων και οργανισμών όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης και το Magna Carta Observatory.

Πέρα από τη δουλειά όλων των μελών της ομάδας, συμπεριλαμβανομένου και του φοιτητή, σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι δύο παρεμβάσεις του υπουργού, ιδιαίτερα η δεύτερη στην ολομέλεια της διάσκεψης.

Στοχευμένη, έθεσε ζητήματα που μέχρι τότε είχαν συζητηθεί λίγο, όπως η παιδεία ως κοινωνικό αγαθό, τα δικαιώματα και η ένταξη ευάλωτων κοινωνικών ομάδων (φτωχών, περιθωριοποιημένων, Ρομά, μεταναστών, προσφύγων), η ακαδημαϊκή ελευθερία αλλά και το εργασιακό καθεστώς των διδασκόντων, η ιδιαίτερη θέση των ανθρωπιστικών σπουδών και η διάκριση ανάμεσα στην εναρμόνιση των εκπαιδευτικών συστημάτων και την ομογενοποίησή τους.

Προφανέστατα η παρουσία της ελληνικής αντιπροσωπείας δεν αναπλήρωσε την πολύχρονη απουσία από τα σχετικά φόρα, ούτε βάρυνε καθοριστικά στην έκδοση του τελικού ανακοινωθέντος – όπου για πρώτη φορά γίνεται μνεία στις ανθρωπιστικές επιστήμες. Είναι αφέλεια να αγνοήσουμε ότι οι κατευθύνσεις και οι αποφάσεις απηχούν συσχετισμούς δύναμης.

Επιπλέον, καθετί κερδίζεται με μόχθο, διαρκή παρουσία, συμμαχίες και συμφωνίες με άλλες χώρες. Σε κάθε περίπτωση, η απουσία και η φυγή δεν αποτελούν λύση αλλά επιζήμια υπεκφυγή. Αυτά τα καταλαβαίνει κανείς εύκολα όταν γνωρίζει ότι στις Βρυξέλλες προσεχώς συζητείται η κατανομή των κονδυλίων για την έρευνα και αργότερα για την κινητικότητα, φοιτητών και προσωπικού.

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 31/5/2018. 

Η αλληλεγγύη στα χρόνια του νεοφιλελευθερισμού

Η σύγχρονη μορφή αλληλεγγύης από τις Διεθνείς ΜΚΟ δεν διαφέρει σε τίποτα από την κατανάλωση ενός οποιουδήποτε προϊόντος από κάποιο πολυκατάστημα. Το πλαίσιο, άλλωστε, μέσα από το οποίο προβάλλεται το κάλεσμα για δράση δεν διαφέρει και πολύ από το πλαίσιο των διαφημίσεων που αφορούν τα υπόλοιπα καταναλωτικά αγαθά. 

ΛΙΛΥ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗ, Ο ειρωνικός θεατής. Η αλληλεγγύη χτες και σήμερα, μτφρ. Γιώργος Καράμπελας, εκδόσεις Νήσος

Το θέμα της επικοινωνίας και της προβολής της αλληλεγγύης και των μεταβολών που έχουν σημειωθεί στο συγκεκριμένο πεδίο αναπτύσσει το βιβλίο της Λ. Χουλιαράκη. Ακριβέστερα, η συγγραφέας, καθηγήτρια ΜΜΕ και Επικοινωνίας, στο London School of Economics and Political Science, ασχολείται με το πεδίο της αλληλεγγύης και το πώς αυτό προβάλλεται στις ανεπτυγμένες κοινωνίες της Δύσης από τις Διεθνείς Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (ΔΜΚΟ). Η υπό εξέταση περίοδος είναι αυτή ανάμεσα στα έτη 1970 και 2010.Κατά τη συγκεκριμένη περίοδο, η οποία σημαδεύεται από την ανάδυση και κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού στις κοινωνίες της Δύσης, την κατάρρευση του σοσιαλιστικού μπλοκ, το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, τη συνολική υποχώρηση της Αριστεράς και το «τέλος των μεγάλων αφηγήσεων», δηλαδή της πλήρους επικράτησης της αφήγησης του νεοφιλελευθερισμού, επισυμβαίνουν κρίσιμες μεταβολές στο πεδίο της επικοινωνίας της αλληλεγγύης, σύμφωνα με τη Χουλιαράκη.

Οι αλλαγές αυτές, όπως αναδεικνύεται από το βιβλίο, δεν αφορούν εντέλει μόνο το πεδίο της επικοινωνίας. Πρόκειται για μια συνολική αλλαγή, μια αλλαγή παραδείγματος κατά Κουν, η οποία αφορά το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων, του τρόπου με τον οποίο τα υποκείμενα στις σύγχρονες κοινωνίες αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους και τη σχέση τους με τις κοινωνίες του Νότου και την αντίληψη τους για την έννοια της πολιτικής δράσης. Προτού μπει στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης του βασικού ερωτήματος της, η Λ. Χουλιαράκη παρουσιάζει τον χώρο των ΔΜΚΟ, τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν τα κονδύλια που διαχειρίζονται, τους στόχους που επιλέγουν να επιτύχουν, των εργαλείων που χρησιμοποιούν και, βεβαίως, των σχέσεων τους με τα κράτη και τους οικονομικούς οργανισμούς της Δύσης. Όπως επισημαίνει, «οι υπηρεσίες αρωγής [...] αύξησαν τις δραστηριότητες τους κατά 150% τη δεκαετία 1980-1990, ενώ μόνο στις ΗΠΑ ο αριθμός τους αυξήθηκε κατά εκατό τη δεκαετία 1980-1990 (από 167 σε 267) και σχεδόν διπλασιάστηκε τη δεκαετία 1990-2000 (από 267 σε 436)» [σελ. 25].

Ως προς τα εργαλεία που χρησιμοποιούν, η Λ. Χουλιαράκη σημειώνει πως ο ρόλος της νεοφιλελεύθερης οικονομίας «που πριμοδοτεί τις μικροοικονομικές αντί για τις μακροοικονομικές ή δομικές οικονομικές προσεγγίσεις στην ανάπτυξη» [σελ 28] είναι κυρίαρχος. Ως προς το ιδεολογικό πεδίο, η συγγραφέας υπογραμμίζει πως η σύγχρονη μορφή της αλληλεγγύης διαδέχτηκε την «αλληλεγγύη της σωτηρίας» και την «αλληλεγγύη της επανάστασης». Τα σύγχρονα «ακροατήρια της αλληλεγγύης», σημειώνει, «καλούνται σήμερα να υλοποιήσουν την αλληλεγγύη ως ένα ατομικιστικό πρόγραμμα συγκυριακών αξιών και καταναλωτικών ακτιβισμών: η ειρωνική αλληλεγγύη είναι ακριβώς μια αλληλεγγύη που, επειδή αναγνωρίζει τα όρια της νομιμότητας και της αποτελεσματικότητας της, αποφεύγει την πολιτική και ανταμείβει τον εαυτό» [σελ 39].

Εξετάζοντας το πεδίο της επικοινωνίας και των στρατηγικών των ΔΜΚΟ προκειμένου να πείσουν τα υποκείμενα της Δύσης να αναλάβουν δράση υπέρ των αδύνατων, των «ευάλωτων άλλων» του Νότου, η συγγραφέας πραγματεύεται τέσσερα διαφορετικά εργαλεία από το οπλοστάσιο τους: τις εκκλήσεις (μεγάλες καμπάνιες με οπτικό υλικό και κείμενο), την παρουσία και παρέμβαση διάφορων διασημοτήτων -με έμφαση στους ηθοποιούς- στις καμπάνιες αλληλεγγύης, τις συναυλίες και στον τρόπο με τον οποίο καταγράφονται οι ειδήσεις για τον Νότο από τα μεγάλα ειδησεογραφικά πρακτορεία της Δύσης. Η μελέτη, η οποία περιλαμβάνει ένα πολύ ευρύ μέγεθος εμπειρικών στοιχείων, αντιδιαστέλει την περίοδο της «αλληλεγγύης της σωτηρίας» με την «μεταανθρωπιστική αλληλεγγύη». Από τη μελέτη της στα τέσσερα αυτά εργαλεία με τα οποία οι ΔΜΚΟ επιχειρούν να επικοινωνήσουν, η Λ. Χουλιαράκη διαπιστώνει πως έχουμε περάσει σε μια νέα φάση η οποία χαρακτηρίζεται την παρακάτω μετάβαση: από την αλληλεγγύη ως οίκτο στην ως ειρωνεία.

Η νέα αυτή μορφή αλληλεγγύης, όπως επισημαίνει, έχει ως κέντρο τα υποκείμενα της δύσης. Οι ευάλωτοι άλλοι απουσιάζουν. Η δράση είναι αποσπασματική, έχει άμεσο όφελος για τον ίδιο τον δρώντα ενώ ο συμβολικός ρόλος των ΔΜΚΟ είναι κι αυτός στο επίκεντρο, με την έννοια του brand name. Η σύγχρονη μορφή αλληλεγγύης, θα μπορούσε να πει κανείς, δεν διαφέρει σε τίποτα από την κατανάλωση ενός οποιουδήποτε προϊόντος από κάποιο πολυκατάστημα. Το πλαίσιο, άλλωστε, μέσα από το οποίο προβάλλεται το κάλεσμα για δράση δεν διαφέρει και πολύ από το πλαίσιο των διαφημίσεων που αφορούν τα υπόλοιπα καταναλωτικά αγαθά.

Συνοψίζοντας, η Λ. Χουλιαράκη στέκεται κριτικά ως προς και τα δύο μοντέλα αλληλεγγύης που έχει εξετάσει. Αντί αυτών, η ίδια προτείνει μια μορφή αλληλεγγύης την οποία ονομάζει «αλληλεγγύη ως αγωνισμός» [σελ 321]. Με την πρόταση αυτή, η Χουλιαράκη επιδιώκει να υπερβεί τα προβλήματα και τις αντιφάσεις των υπό εξέταση μορφών αλληλεγγύης. Το εγχείρημα παρουσιάζει δυσκολίες, τις οποίες η ίδια έχει επίγνωση. Η έμφαση στην ακρόαση των ευάλωτων υποκείμενων υπονομεύει τον κυρίαρχο ρόλο της Δύσης, εν μέρει όμως, καθώς η πρωτοβουλία των κινήσεων ανήκει, έστω και άρρητα, και πάλι σε αυτές. Η Λ. Χουλιαράκη καλεί να φέρουμε τους ευάλωτους στο προσκήνιο. Η χειρονομία αυτή, αν και όντως διαφέρει σε σχέση με τις άλλες, δεν παύει να κρατά την ιεραρχία ανάμεσα στη σχέση Δύσης και Νότου, η οποία άλλωστε προκύπτει από πολιτικές και οικονομικές ιεραρχήσεις. Το κρίσιμο στοιχείο που επαναφέρει η Χουλιαράκη είναι αυτό της υλικής δράσης: η συγγραφέας επαναφέρει τη σημασία της ενσώματης παρουσίας, τη σημασία των διαδηλώσεων, στο πεδίο της αλληλεγγύης, ενώ υπογραμμίζει την «κοινή ανθρώπινη υπόσταση» των υποκειμένων στη Δύση και στον Νότο.

Ο ειρωνικός θεατής είναι ένα βιβλίο που καταπιάνεται με ένα θέμα επίκαιρο, λόγω των μεταναστευτικών κυμάτων. Ο τρόπος με τον οποίο η συγγραφέας συγκροτεί το θεωρητικό της πλαίσιο και το εφαρμόζει στο εμπειρικό της υλικό είναι υποδειγματικός, ενώ η πληθώρα των εμπειρικών δεδομένων που παρουσιάζει συγκροτούν μια πλήρη εικόνα του αντικειμένου. Πρόκειται για μια δουλειά που δεν αφορά μόνο όσους ασχολούνται ακαδημαϊκά με τα θέματα αυτά, αλλά όλους εκείνους που επιθυμούν να προβληματιστούν για το θέμα της αλληλεγγύης, αλλά και τους δημοσιογράφους που θέλουν να αναστοχαστούν επί του πεδίου της εργασίας τους.

*Δημοσιεύτηκε στην "Αυγή" στις 11/9/2017.