Τρίτη, 24 Ιούνιος 2025

Θα μάθουν πώς να ψηφίζουν;

Η συνέχεια του ευρωπαϊκού ψυχοδράματος παίζεται το 2018 στην Ιταλία και αυτό επηρεάζει τις εξελίξεις στην Ελλάδα. Aμέσως μετά την αποκάλυψη του οικονομικού σχεδίου των δύο κομμάτων που προέκυψαν ενισχυμένα από τις εκλογές της 4ης Μαρτίου (Κίνημα των 5 Αστέρων του Ντι Μάιο και ξενοφοβική Λέγκα του Βορρά του Ματέο Σαλβίνι) –που αν εφαρμοζόταν θα τορπίλιζε την ευρωζώνη– 154 Γερμανοί οικονομολόγοι δημοσίευσαν μανιφέστο που αντιτίθεται σθεναρά σε οποιαδήποτε σημαντική μεταρρύθμιση της ευρωζώνης.

O πρώην εντολοδόχος για την πρωθυπουργία, Τζουζέπε Κόντε, κράτησε χαμηλούς τόνους σε σχέση με την ευρωζώνη. Ομως, κάθε προσπάθεια διερεύνησης συμπτώσεων και αντιθέσεων, κυρίως με το Βερολίνο, ήταν ατυχής. Τελικά, ο Κόντε αποχώρησε μετά το βέτο του Σέρτζιο Ματαρέλα, προέδρου της Ιταλικής Δημοκρατίας, για τον γηραιό ευρωσκεπτικιστή οικονομολόγο Πάολο Σαβόνα στο υπουργείο Οικονομικών.

Συμπεράσματα μπορούν να εξαχθούν μόνον εάν παρακάμψουμε την αντιπαράθεση που ξεκινάει από το «ο πρόεδρος βάζει φρένο τους λαϊκιστές», εκτείνεται στις ερμηνείες για τις συνταγματικές αρμοδιότητες του προέδρου και φτάνει στα σενάρια «εθνικής προδοσίας» ή στο «η μαφία σκότωσε τον λάθος Ματαρέλα» (με ευθεία αναφορά στη δολοφονία του αδελφού τού προέδρου, Πιερσάντι Ματαρέλα, από την Κόζα Νόστρα στη Σικελία, το 1980).

Πρώτον, με εξαίρεση την κυβερνησιμότητα της Γερμανίας και την πρόσκαιρη ανακούφιση στην Ευρώπη με τη νίκη του Μακρόν επί της Λεπέν στη Γαλλία, το πολιτικό παράδειγμα της υποχώρησης των φιλοευρωπαϊκών κομμάτων και της αδυναμίας σχηματισμού σταθερών κυβερνήσεων δεν αφορά μόνον την Ιταλία, αλλά σχεδόν όλες της χώρες της Ενωσης.

Ειδικά στην Ιταλία, από τον Νοέμβριο του 2011, μετά την απομάκρυνση του Μπερλουσκόνι, κανένας πρωθυπουργός δεν προέκυψε από εκλογές: Μάριο Μόντι, ανεξάρτητος εντολοδόχος και άνθρωπος των τραπεζικών λόμπι και των αγορών (2011-2013)∙ Ενρίκο Λέτα (2013-2014), εντολοδόχος μετά το αδιέξοδο των εκλογών του 2013∙

Ματέο Ρέντσι (2014-2016), που παραιτήθηκε μετά το δημοψήφισμα για τη συνταγματική αναθεώρηση αφού στήριξε την εκλογή του Σέρτζιο Ματαρέλα στην προεδρία μετά την παραίτηση του Τζόρτζιο Ναπολιτάνο∙ τέλος, ο υπηρεσιακός Πάολο Τζεντιλόνι, διάδοχος του Ρέντσι. Ετσι, φτάσαμε στην εντολή για σχηματισμό κυβέρνησης τεχνοκρατών στον οικονομολόγο και πρώην στέλεχος του ΔΝΤ, Κάρλο Κοταρέλι. Αυτό το παράδειγμα κάτι λέει: μπορείτε να ψηφίζετε ό,τι θέλετε, αλλά η κυβέρνηση που θα προκύψει θα κάνει ό,τι θέλουμε και όπως το θέλουμε.

Δεύτερον, η αντίδραση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στα αποτελέσματα των ιταλικών εκλογών ήταν φοβική – όπως έχει συμβεί και στο παρελθόν. Π.χ., ο πρώην υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Τίμοθι Γκάιτνερ, στο πρόσφατο βιβλίο του, αναφέρει «σχέδιο» απομάκρυνσης του Μπερλουσκόνι, αποκαλύπτοντας ότι «υψηλόβαθμοι Ευρωπαίοι είχαν προτείνει στην αμερικανική κυβέρνηση να συνεργαστεί με το ευρωιερατείο για να τεθεί σε εφαρμογή σχέδιο που θα οδηγούσε στον εξαναγκασμό του Μπερλουσκόνι σε παραίτηση».

Ακόμα κι αν αυτό δεν ισχύει, οι πραγματικές θέσεις των ευρωκρατών περί δημοκρατίας και εκλογικών αποτελεσμάτων –παρά τις δημόσιες αποστάσεις των Βρυξελλών– συνοψίζονται στην άποψη του επιτρόπου Προϋπολογισμού Γκίντερ Ετινγκερ: οι αγορές «θα μάθουν στους Ιταλούς πώς να ψηφίζουν». Το έχουμε δει στην Ελλάδα.

Με βάση τις εξελίξεις, το μέλλον δεν είναι και τόσο αχαρτογράφητο. Τα δύο κόμματα θα κατηγορήσουν το φιλοευρωπαϊκό «κατεστημένο» ότι τους αρνήθηκε το δικαίωμα να κυβερνήσουν∙ θα οξυνθεί η πόλωση. Θα είναι δύσκολο στην Ιταλία να βγει από τη μακρά πολιτική-θεσμική κρίση με θετική πολιτική και οικονομική προοπτική.

Η «ουδέτερη» κυβέρνηση τεχνοκρατών του «ψαλιδοχέρη» Κάρλο Κοταρέλι δύσκολα θα πάρει ψήφο εμπιστοσύνης από την παρούσα Βουλή και τη Γερουσία∙ θα παίξει ρόλο διαχειριστή. Επομένως πολιτικά, το 2018 θα είναι μια χαμένη χρονιά για τους φτωχοποιούμενους Ιταλούς και την Ιταλία του χρέους. Τέλος, η προοπτική παρατεταμένης προεκλογικής περιόδου εύκολα θα μπορούσε να πάρει δημοψηφισματικό χαρακτήρα για την παραμονή ή όχι της Ιταλίας στο ευρώ (Ital-exit), με ενισχυμένη την πιθανότητα να βρεθεί στην εξουσία μια ριζοσπαστική ακροδεξιά εθνολαϊκιστική και ξεκάθαρα αντι-ευρώ κυβέρνηση στις επόμενες εκλογές.

Οκτώ χρόνια τώρα –το βιώνουμε στην Ελλάδα– αναπαράγονται αποκλίνουσες και αντιφατικές αφηγήσεις σχετικά με την ευρωπαϊκή κρίση. Η ενάρετη εθνική οικονομία ως άθροισμα ορθών μικροοικονομικών αποφάσεων και η υγιής υπερεθνική οικονομία ως άθροισμα εθνικών οικονομιών, εκτός από μύθος, είναι υπόδειγμα και όχι πραγματικότητα. Η πραγματικότητα είναι τα ακροδεξιά σλάλομ, οι ασκήσεις εθνικιστικών απομονωτισμών και αντιευρωπαϊκών ασκητισμών, με προϊούσες τις φτωχοποιήσεις των λαών.

Από την πλευρά τους, οι μεγάλες δυνάμεις ξαναστήνονται. Η Ε.Ε. χωρίς φιλελεύθερα αντανακλαστικά και δημοκρατικά φτιασίδια χάνει τη δυνατότητα της καθαρής έντιμης συζήτησης σε επίπεδο πολιτικών ιδεών και πρακτικών. Οι unisex πολιτικές δεν βγαίνουν. Το σχέδιο της Γερμανίας για μινιμαλιστική Ευρώπη, χωρίς κοινοτικό πνεύμα, μόνο με διακυβερνητικούς πειθαρχικούς μηχανισμούς άκαμπτων κανόνων, επίσης δεν βγαίνει. Τα αδιέξοδα στην Ιταλία, οι αγορές μαζί με τα συστημικά προβλήματα της ευρωζώνης, σίγουρα, δεν θα μάθουν στους Ιταλούς πώς να ψηφίζουν. Μήπως έμαθαν στους Έλληνες;

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" την 1/6/2018.

Η αλληλεγγύη στα χρόνια του νεοφιλελευθερισμού

Η σύγχρονη μορφή αλληλεγγύης από τις Διεθνείς ΜΚΟ δεν διαφέρει σε τίποτα από την κατανάλωση ενός οποιουδήποτε προϊόντος από κάποιο πολυκατάστημα. Το πλαίσιο, άλλωστε, μέσα από το οποίο προβάλλεται το κάλεσμα για δράση δεν διαφέρει και πολύ από το πλαίσιο των διαφημίσεων που αφορούν τα υπόλοιπα καταναλωτικά αγαθά. 

ΛΙΛΥ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗ, Ο ειρωνικός θεατής. Η αλληλεγγύη χτες και σήμερα, μτφρ. Γιώργος Καράμπελας, εκδόσεις Νήσος

Το θέμα της επικοινωνίας και της προβολής της αλληλεγγύης και των μεταβολών που έχουν σημειωθεί στο συγκεκριμένο πεδίο αναπτύσσει το βιβλίο της Λ. Χουλιαράκη. Ακριβέστερα, η συγγραφέας, καθηγήτρια ΜΜΕ και Επικοινωνίας, στο London School of Economics and Political Science, ασχολείται με το πεδίο της αλληλεγγύης και το πώς αυτό προβάλλεται στις ανεπτυγμένες κοινωνίες της Δύσης από τις Διεθνείς Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (ΔΜΚΟ). Η υπό εξέταση περίοδος είναι αυτή ανάμεσα στα έτη 1970 και 2010.Κατά τη συγκεκριμένη περίοδο, η οποία σημαδεύεται από την ανάδυση και κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού στις κοινωνίες της Δύσης, την κατάρρευση του σοσιαλιστικού μπλοκ, το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, τη συνολική υποχώρηση της Αριστεράς και το «τέλος των μεγάλων αφηγήσεων», δηλαδή της πλήρους επικράτησης της αφήγησης του νεοφιλελευθερισμού, επισυμβαίνουν κρίσιμες μεταβολές στο πεδίο της επικοινωνίας της αλληλεγγύης, σύμφωνα με τη Χουλιαράκη.

Οι αλλαγές αυτές, όπως αναδεικνύεται από το βιβλίο, δεν αφορούν εντέλει μόνο το πεδίο της επικοινωνίας. Πρόκειται για μια συνολική αλλαγή, μια αλλαγή παραδείγματος κατά Κουν, η οποία αφορά το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων, του τρόπου με τον οποίο τα υποκείμενα στις σύγχρονες κοινωνίες αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους και τη σχέση τους με τις κοινωνίες του Νότου και την αντίληψη τους για την έννοια της πολιτικής δράσης. Προτού μπει στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης του βασικού ερωτήματος της, η Λ. Χουλιαράκη παρουσιάζει τον χώρο των ΔΜΚΟ, τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν τα κονδύλια που διαχειρίζονται, τους στόχους που επιλέγουν να επιτύχουν, των εργαλείων που χρησιμοποιούν και, βεβαίως, των σχέσεων τους με τα κράτη και τους οικονομικούς οργανισμούς της Δύσης. Όπως επισημαίνει, «οι υπηρεσίες αρωγής [...] αύξησαν τις δραστηριότητες τους κατά 150% τη δεκαετία 1980-1990, ενώ μόνο στις ΗΠΑ ο αριθμός τους αυξήθηκε κατά εκατό τη δεκαετία 1980-1990 (από 167 σε 267) και σχεδόν διπλασιάστηκε τη δεκαετία 1990-2000 (από 267 σε 436)» [σελ. 25].

Ως προς τα εργαλεία που χρησιμοποιούν, η Λ. Χουλιαράκη σημειώνει πως ο ρόλος της νεοφιλελεύθερης οικονομίας «που πριμοδοτεί τις μικροοικονομικές αντί για τις μακροοικονομικές ή δομικές οικονομικές προσεγγίσεις στην ανάπτυξη» [σελ 28] είναι κυρίαρχος. Ως προς το ιδεολογικό πεδίο, η συγγραφέας υπογραμμίζει πως η σύγχρονη μορφή της αλληλεγγύης διαδέχτηκε την «αλληλεγγύη της σωτηρίας» και την «αλληλεγγύη της επανάστασης». Τα σύγχρονα «ακροατήρια της αλληλεγγύης», σημειώνει, «καλούνται σήμερα να υλοποιήσουν την αλληλεγγύη ως ένα ατομικιστικό πρόγραμμα συγκυριακών αξιών και καταναλωτικών ακτιβισμών: η ειρωνική αλληλεγγύη είναι ακριβώς μια αλληλεγγύη που, επειδή αναγνωρίζει τα όρια της νομιμότητας και της αποτελεσματικότητας της, αποφεύγει την πολιτική και ανταμείβει τον εαυτό» [σελ 39].

Εξετάζοντας το πεδίο της επικοινωνίας και των στρατηγικών των ΔΜΚΟ προκειμένου να πείσουν τα υποκείμενα της Δύσης να αναλάβουν δράση υπέρ των αδύνατων, των «ευάλωτων άλλων» του Νότου, η συγγραφέας πραγματεύεται τέσσερα διαφορετικά εργαλεία από το οπλοστάσιο τους: τις εκκλήσεις (μεγάλες καμπάνιες με οπτικό υλικό και κείμενο), την παρουσία και παρέμβαση διάφορων διασημοτήτων -με έμφαση στους ηθοποιούς- στις καμπάνιες αλληλεγγύης, τις συναυλίες και στον τρόπο με τον οποίο καταγράφονται οι ειδήσεις για τον Νότο από τα μεγάλα ειδησεογραφικά πρακτορεία της Δύσης. Η μελέτη, η οποία περιλαμβάνει ένα πολύ ευρύ μέγεθος εμπειρικών στοιχείων, αντιδιαστέλει την περίοδο της «αλληλεγγύης της σωτηρίας» με την «μεταανθρωπιστική αλληλεγγύη». Από τη μελέτη της στα τέσσερα αυτά εργαλεία με τα οποία οι ΔΜΚΟ επιχειρούν να επικοινωνήσουν, η Λ. Χουλιαράκη διαπιστώνει πως έχουμε περάσει σε μια νέα φάση η οποία χαρακτηρίζεται την παρακάτω μετάβαση: από την αλληλεγγύη ως οίκτο στην ως ειρωνεία.

Η νέα αυτή μορφή αλληλεγγύης, όπως επισημαίνει, έχει ως κέντρο τα υποκείμενα της δύσης. Οι ευάλωτοι άλλοι απουσιάζουν. Η δράση είναι αποσπασματική, έχει άμεσο όφελος για τον ίδιο τον δρώντα ενώ ο συμβολικός ρόλος των ΔΜΚΟ είναι κι αυτός στο επίκεντρο, με την έννοια του brand name. Η σύγχρονη μορφή αλληλεγγύης, θα μπορούσε να πει κανείς, δεν διαφέρει σε τίποτα από την κατανάλωση ενός οποιουδήποτε προϊόντος από κάποιο πολυκατάστημα. Το πλαίσιο, άλλωστε, μέσα από το οποίο προβάλλεται το κάλεσμα για δράση δεν διαφέρει και πολύ από το πλαίσιο των διαφημίσεων που αφορούν τα υπόλοιπα καταναλωτικά αγαθά.

Συνοψίζοντας, η Λ. Χουλιαράκη στέκεται κριτικά ως προς και τα δύο μοντέλα αλληλεγγύης που έχει εξετάσει. Αντί αυτών, η ίδια προτείνει μια μορφή αλληλεγγύης την οποία ονομάζει «αλληλεγγύη ως αγωνισμός» [σελ 321]. Με την πρόταση αυτή, η Χουλιαράκη επιδιώκει να υπερβεί τα προβλήματα και τις αντιφάσεις των υπό εξέταση μορφών αλληλεγγύης. Το εγχείρημα παρουσιάζει δυσκολίες, τις οποίες η ίδια έχει επίγνωση. Η έμφαση στην ακρόαση των ευάλωτων υποκείμενων υπονομεύει τον κυρίαρχο ρόλο της Δύσης, εν μέρει όμως, καθώς η πρωτοβουλία των κινήσεων ανήκει, έστω και άρρητα, και πάλι σε αυτές. Η Λ. Χουλιαράκη καλεί να φέρουμε τους ευάλωτους στο προσκήνιο. Η χειρονομία αυτή, αν και όντως διαφέρει σε σχέση με τις άλλες, δεν παύει να κρατά την ιεραρχία ανάμεσα στη σχέση Δύσης και Νότου, η οποία άλλωστε προκύπτει από πολιτικές και οικονομικές ιεραρχήσεις. Το κρίσιμο στοιχείο που επαναφέρει η Χουλιαράκη είναι αυτό της υλικής δράσης: η συγγραφέας επαναφέρει τη σημασία της ενσώματης παρουσίας, τη σημασία των διαδηλώσεων, στο πεδίο της αλληλεγγύης, ενώ υπογραμμίζει την «κοινή ανθρώπινη υπόσταση» των υποκειμένων στη Δύση και στον Νότο.

Ο ειρωνικός θεατής είναι ένα βιβλίο που καταπιάνεται με ένα θέμα επίκαιρο, λόγω των μεταναστευτικών κυμάτων. Ο τρόπος με τον οποίο η συγγραφέας συγκροτεί το θεωρητικό της πλαίσιο και το εφαρμόζει στο εμπειρικό της υλικό είναι υποδειγματικός, ενώ η πληθώρα των εμπειρικών δεδομένων που παρουσιάζει συγκροτούν μια πλήρη εικόνα του αντικειμένου. Πρόκειται για μια δουλειά που δεν αφορά μόνο όσους ασχολούνται ακαδημαϊκά με τα θέματα αυτά, αλλά όλους εκείνους που επιθυμούν να προβληματιστούν για το θέμα της αλληλεγγύης, αλλά και τους δημοσιογράφους που θέλουν να αναστοχαστούν επί του πεδίου της εργασίας τους.

*Δημοσιεύτηκε στην "Αυγή" στις 11/9/2017. 

Nouveau monde ?

Tout esprit contemporain, tout honnête homme moderne le sait : le clivage droite-gauche a disparu. Il est archaïque, dépassé, désuet, décati, chenu, vermoulu, obsolète, à envoyer au musée. Seuls comptent désormais la distinction entre ancien et nouveau monde, le partage entre pro-européens et anti-européens, entre «fainéants» et «réformateurs» et, plus largement, entre partisans et adversaires de l'ouverture internationale. Ceux qui ne pensent pas cela sont justement «de l'ancien monde». À la casse...

Pourtant quelques détails viennent entacher ce radieux tableau. Après un an d'exercice, comment définit-on la politique Macron ? Elle avantage les contribuables aisés, les entreprises, la finance, elle libéralise la SNCF et le marché du travail, elle est verticale, impérieuse, elle est ferme envers les zadistes, les étudiants contestataires et les immigrés. Nouveau monde ? Non, disent la plupart des commentateurs, avec lesquels l'opinion est d'accord (voir les sondages sur ce point) : une politique de droite, ou de centre-droit. Autrement dit, les chefs de la République en Marche, qui contestent le clivage droite-gauche, s'y inscrivent pleinement.

Après plus d'un an, comment définir la politique Trump ? Populiste, hétérodoxe, disait-on, baroque, imprévisible, elle devait échapper aux critères habituels. Depuis, Trump a baissé les impôts des riches, tapé à bras raccourcis sur les immigrés, refusé tout contrôle des armes en dépit des tueries quasi quotidiennes, soutenu sans réserves la droite israélienne, mené une politique étrangère agressive aux antipodes du multilatéralisme d'Obama, promu des racistes avérés et des bellicistes obsessionnels. Sa politique n'a rien d'inclassable : elle reprend les plus anciens thèmes de la droite réactionnaire américaine. Trump est un Reagan pignouf, un George W. Bush mal élevé et brutal. Nouveau monde ? Non : un nouveau monde de droite.

Netanyahou fait tirer sur les manifestants de Gaza et mène une politique de dureté extérieure et de libéralisme intérieur. Nouveau monde ? Non : droite israélienne décomplexée. Theresa May applique tant bien que mal, avec Boris Johnson, le mandat du Brexit. Orban ferme ses frontières et met en place un pouvoir autoritaire. Ergogan devient sultan de Turquie, Poutine néo-tsar de Russie, expansionniste et traditionaliste, le mouvement Cinq Étoiles s'allie avec l'extrême-droite. Nouveau monde ? Dépassement des clivages traditionnels ? Politique inédite ? Rien de tout cela : le retour des plus vieux thèmes conservateurs, nationalistes ou pro-business, souvent les trois à la fois. Ce n'est pas le nouveau monde, c'est le retour de l'ancien, qui se traduit par une droitisation générale de la planète. Au fond, si l'on y réfléchit bien, ce n'est pas le clivage droite-gauche qui s'efface. C'est la gauche.

*Δημοσιεύτηκε στη γαλλική εφημερίδα "Liberation" στις 17/5/2018. 

O Χάμπερμας και το «ελληνικό ζήτημα»

Είχα ακόμη μία ιστορική ευκαιρία να συναντηθώ με τον Γιούργκεν Χάμπερμας στο σπίτι του, στο Στάνμπεργκ, ένα ηλιόλουστο απόγευμα του Απριλίου. Με υποδέχθηκε, όπως συνηθίζει εδώ και χρόνια, με την ανοικτή αγκαλιά του και επί ώρες συζητήσαμε για τα προβλήματα της οικουμένης.

Για την Ευρώπη, η οποία δεν μπορεί να βρει τον βηματισμό της εδώ και χρόνια. Για το μείζον πρόβλημα των προσφύγων και την τεχνοκρατική αντιμετώπισή του από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Eνωσης. Συζητήσαμε ακόμη για το πολιτικό ζήτημα των εκλογών, οι οποίες, ως αντιπροσωπευτική διαδικασία κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα, οδηγούν σε ατραπούς που στρέφονται εναντίον της ίδιας της δημοκρατικής δόμησης των κοινωνιών μας. Επίσης, μιλήσαμε για την επικείμενη απόφαση του Τραμπ να επέμβει στη Συρία. Και για πολλά άλλα ζητήματα.

Ο Γιούργκεν Χάμπερμας, όμως, όπως γνωρίζουν οι αναγνώστες αυτής της εφημερίδας, ενδιαφέρεται πρωτίστως για τα ελληνικά πολιτικά πράγματα και πιο συγκεκριμένα γι' αυτό που έχει κωδικοποιηθεί να ονομάζεται «ελληνικό ζήτημα». Από την αναλυτική συζήτησή μας, λοιπόν, σχετικά με το «ελληνικό ζήτημα» προέκυψαν τα εξής τρία μείζονα πολιτικά συμπεράσματα:

Πρώτον, εδώ και δέκα χρόνια (2008-2018) το επονομαζόμενο «ελληνικό ζήτημα» έχει αποκτήσει νέες διαστάσεις, νέες όψεις και μπορεί να υποστεί νέες επεξεργασίες.

Δεύτερον, το επονομαζόμενο «ελληνικό ζήτημα», ενώ αρχικώς είχε ορισθεί και σύμφωνα με τα τεχνοκρατικά «μνημόνια» ως πρόβλημα δημοσιονομικής πειθαρχίας, τελικά εξελίχθηκε σε ζήτημα επαναπροσδιορισμού οικονομικού μοντέλου και δόμησης και οργάνωσης της ελληνικής οικονομίας.

Και τρίτον, που είναι και το σημαντικότερο, η ελληνική κοινωνία και το οικονομικό υποσύστημά της μπορούν να «ανακατασκευασθούν» στο επίπεδο ενός ευρύτερου και καθολικότερου συνειδησιακού αυτοπροσδιορισμού.

Ενδεχομένως πολλοί αναγνώστες να μην αντιλαμβάνονται για ποια πολιτικά πράγματα μιλάμε, όταν στη σύντομη αυτή παρέμβασή μου επιχειρώ να «ανασυγκροτήσω», έστω σε γενικές γραμμές, την πολιτικο-θεωρητική συζήτηση που έκανα με τον Χάμπερμας με θέμα «το ελληνικό ζήτημα». Αλλά, επιτέλους, ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Μετά τη δεκαετία του '50 (με το τέλος του εμφυλίου πολέμου), υιοθετήθηκε ένα οικουμενικό μοντέλο ανάπτυξης, το οποίο είχε δύο παραμέτρους: την εσωτερική αναπαραγωγή και την εξωτερική χρηματοδότηση. Αυτό, λοιπόν, το οικονομικό μοντέλο μαζί με το «πολιτικό παράδειγμα» της δοτής δημοκρατίας, χρεοκόπησαν, πολύ πριν οδηγηθούμε στη θεσμική χρεοκοπία.

Ούτε ο Χάμπερμας ούτε, εννοείται, και εγώ υποστηρίζουμε ότι ζούμε σε καθεστώς «πολιτικής μορφής ζωής», στο οποίο μπορεί να αναβιώσουν νοήματα και ιδέες του εμφυλίου πολέμου. Αλλά εκείνο το οποίο χρειάζεται να σκεφτούμε όλοι μας συνοψίζεται στο εξής ερώτημα: Γιατί η συντηρητική παράταξη (δηλαδή η τωρινή Ν.Δ.), η οποία επί εξήντα χρόνια (1950-2010) κράτησε την κοινωνία μας στα όρια της «έρημης χώρας» (Ελιοτ), δεν μπορεί να συνεννοηθεί με τη ριζοσπαστική Αριστερά (δηλαδή τον ΣΥΡΙΖΑ) για να «βγούμε από τα μνημόνια»; Στη Γερμανία, για πολιτικά ζητήματα, τα οποία κρίνονται υποδεέστερα από πολιτικής απόψεως, συγκροτούνται εδώ και δεκαετίες κυβερνητικές εξουσίες μέσω των δύο μεγαλύτερων κομμάτων.

Το πολιτικό ερώτημα του Χάμπερμας, αλλά και όλων των Ελλήνων πολιτών (και ψηφοφόρων) διατυπώνεται ως εξής: Πώς και γιατί και για ποιους λόγους δεν μπορεί η ελληνική πολιτική κοινωνία να «κατασκευάσει» μια πολιτική ηγεσία, δηλαδή μέσω των αντιπροσωπευτικών διαδικασιών (εκλογών) να επιβάλει τη δική της πολιτική λύση σε σχέση με το δικό της πολιτικό πρόβλημα; Εάν, τελικά, το «ελληνικό ζήτημα» ήταν και είναι πρόβλημα δημοσιονομικής πειθαρχίας, τότε όλοι εμείς οι Ελληνες πολίτες (μισθωτοί, συνταξιούχοι, φορολογούμενοι κ.λπ.) έχουμε καταδικασθεί στο «καθεστώς» της βιοπολιτικής εξόντωσης.

Εάν, όμως, το «ελληνικό ζήτημα» έχει αποκτήσει κατά την τελευταία ιστορική φάση άλλα στοιχεία και χαρακτηριστικά, τότε χρειάζεται να επανεξετασθεί το νέο επίπεδο. Αυτός ο λαός, ο ελληνικός λαός, και αυτή η κοινωνία, η ελληνική κοινωνία, δεν μπορούν να εντάσσονται στα σχέδια και στα προγράμματα των τεχνοκρατών της Γερμανίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έχουν ανάγκη από τα δικά τους εθνικά πολιτικά προγράμματα.

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 8/5/2018. 

Ο Μακρόν στην κορυφή του Ολύμπου

Στις περσινές γαλλικές εκλογές, οι Γάλλοι και οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι βλέπαμε με ανακούφιση να απωθείται ο ακροδεξιός κίνδυνος και ταυτόχρονα να αναδύεται ένα πολιτικό φαινόμενο: ο νεαρός, τηλεγενής και καλλιεργημένος Εμανουέλ Μακρόν ενσάρκωνε ένα σύγχρονο και νικηφόρο Κέντρο, πέραν της Αριστεράς και της Δεξιάς, έννοιες παρωχημένες, με τα λόγια του ίδιου, που καταπνίγουν την ατομική πρωτοβουλία.

Ανέτρεπε, έτσι, την παραδεδεγμένη σοφία ότι η διακυβέρνηση είναι πάντοτε «κεντρώα» αλλά το Κέντρο από μόνο του σπανίως γίνεται πλειοψηφικό (Ζακ Ζιλιάρ, Οι Αριστερές της Γαλλίας, Πόλις, 2015). Κλειδί της εντυπωσιακής του εκτόξευσης ανάμεσα στη λαϊκιστική ριζοσπαστική Αριστερά του Μελανσόν και την άκρα Δεξιά της Λεπέν ήταν ότι στον άξονα Αριστερά-Δεξιά (0-10) οι Γάλλοι τού αναγνώριζαν την απολύτως κεντρώα θέση (5,2). Σήμερα, τον τοποθετούν σαφώς δεξιότερα, στη θέση 6,7, σύμφωνα με έρευνα του ινστιτούτου Cevipof. Ο μακρονισμός στη διακυβέρνηση αποδεικνύεται λιγότερο κεντρώος.

Είναι θέμα ετικέτας ή πολιτικής; Ο Μακρόν εξ αρχής υιοθέτησε το σλόγκαν «Απελευθέρωση και προστασία» (Libérer et protéger)· μια συνεκτική υπόσχεση ότι η Γαλλία θα ανακτήσει το χαμένο μεγαλείο και τον δυναμισμό της δίνοντας μεγαλύτερη ελευθερία στις επιχειρήσεις να προσαρμοστούν στις αλλαγές της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, με αντιστάθμισμα μεγαλύτερη μέριμνα για τους εργαζομένους.

Ωστόσο, ο μεταρρυθμιστικός οίστρος έγειρε ανισομερώς στο πρώτο σκέλος, με εμβληματική πρωτοβουλία το νέο εργατικό δίκαιο, μια σαρωτική απορρύθμιση της «ανελαστικής» γαλλικής αγοράς εργασίας. Ταυτόχρονα, στο πεδίο της αναδιανομής, πάνω από το 70% των Γάλλων κρίνουν αρνητικά τον Μακρόν ως προς τη μείωση των ανισοτήτων, την αύξηση της αγοραστικής δύναμης ή τη βελτίωση του κράτους πρόνοιας, αποδίδοντάς του το προσωνύμιο «ο πρόεδρος των πλουσίων» – όχι εντελώς άδικα, καθώς όπως εκτιμά το Παρατηρητήριο Οικονομικής Συγκυρίας (OFCE), η κυβερνητική πολιτική ευνοεί το πλουσιότερο 5% των πολιτών.

Η σημαντική μείωση του φόρου περιουσίας, η εισαγωγή ενός flat tax για τα εισοδήματα από ακίνητη περιουσία, μετοχές και μερίσματα, η μείωση της φορολογίας επιχειρήσεων από 33,3% σε 25% μέχρι το 2022 και προσφάτως η κατάργηση του λεγόμενου «exit tax» που εμπόδιζε τη φοροαποφυγή στο εξωτερικό, είναι παρεμβάσεις που εν μέρει μόνο αντισταθμίζονται από τη μείωση των εισφορών των εργαζομένων, τη σταδιακή κατάργηση του φόρου κατοικίας (που όμως ευνοεί το ευπορότερο 20%) και την αύξηση ορισμένων επιδομάτων για ευάλωτες ομάδες.

Από την άλλη, μεταρρυθμίσεις με περισσότερο προοδευτικό πρόσημο, όπως η ενίσχυση των σχολικών τάξεων στις πιο υποβαθμισμένες περιοχές, η αναδιοργάνωση της επαγγελματικής κατάρτισης και η αναδιαμόρφωση του κατώτατου μισθού, αναπτύσσονται σε δεύτερη ταχύτητα.

Εάν ο πολιτικός «κεντρισμός» είναι συνώνυμο μιας ορισμένης μετριοπάθειας και συναινετικής διάθεσης, τότε και εδώ ο μακρονισμός διαψεύδει την κεντρώα υπόσχεση.

Σε αντίθεση με το προφίλ «φυσιολογικού προέδρου» του Ολάντ αλλά και τη μιντιακή υπερέκθεση του Σαρκοζί, ο Μακρόν θέλησε να γίνει η ενσάρκωση μιας κραταιάς εξουσίας που παίρνει απόσταση από την τρέχουσα πολιτική και επικοινωνεί σπανίως αλλά καταλυτικά και αδιαμεσολάβητα με τον λαό.

Ωστόσο, ο αρχικός ενθουσιασμός των Γάλλων για την επιβλητική προεδρική φιγούρα του Διός («Président jupitérien», όπως έχει καθιερωθεί στη δημόσια συζήτηση) φαίνεται να δίνει τη θέση του στην καχυποψία προς ένα κάπως αυταρχικό στιλ διακυβέρνησης – το οποίο ενισχύει και η διαιώνιση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης που πρωτοεφαρμόστηκε μετά τις τζιχαντιστικές επιθέσεις του 2015.

Ενα άλλο προσωνύμιο για τον Γάλλο πρόεδρο, που απέχει πάντως ακόμη από τα 450 που αποδίδονταν στον μυθολογικό Δία, επέλεξε το Forbes: «Ο ηγέτης των ελεύθερων αγορών» (κατά το «Ο ηγέτης του ελεύθερου κόσμου»).

Το περιοδικό καλωσορίζει με θέρμη τον «γαλλικό οικονομικό Διαφωτισμό» που ενσαρκώνει ο Μακρόν: ελεύθερο εμπόριο, χαμηλότερη φορολογία, λιγότερη ρύθμιση – η ολύμπια εξουσία συναντά την προμηθεϊκή φιγούρα του entrepreneur (επιχειρηματία).

Να το βασικό διαπιστευτήριο του Μακρόν στην προσπάθειά του να επαναφέρει τη Γαλλία στο διεθνές επίκεντρο ως ένα μοντέλο που προτάσσει την ελεύθερη αγορά ενάντια στον προστατευτισμό του Τραμπ, αλλά επίσης υπερασπίζεται τη συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα ή προωθεί την πολιτική εμβάθυνση της ευρωζώνης κόντρα στη μονίμως απρόθυμη Γερμανία.

Ο μακρονικός «κεντρισμός» παραμένει ένα εκλεκτικιστικό πολιτικό πρόγραμμα, ωστόσο με εμφανώς δεξιόστροφη δεσπόζουσα.

Στο επίκεντρό του βρίσκεται μια ατομι(στι)κή ουτοπία των απελευθερωμένων από τα ρυθμιστικά δεσμά winners – στρατηγική που από τη μία μοιάζει ριψοκίνδυνη τη στιγμή που η ακροδεξιά ριζοσπαστικοποίηση, και δη στη Γαλλία, βασίζεται στην όξυνση των ανισοτήτων και στο αίσθημα επισφάλειας των outsiders, ενώ από την άλλη μάλλον δεν μπορεί να είναι το οξυγόνο που απεγνωσμένα αναζητά η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, εάν τουλάχιστον θέλει να παραμείνει πιστή στον εαυτό της, δηλαδή σε έναν ταξικό συμβιβασμό αλλά προς όφελος των πιο αδύναμων.

Το «νέο» που επαγγέλθηκε ο χαρισματικός ηγέτης δείχνει τα πρώτα σημάδια φθοράς. Εξάλλου, όπως λέει ο Πολ Ρικέρ συζητώντας με τον Κορνήλιο Καστοριάδη (Διάλογος για την ιστορία και το κοινωνικό φαντασιακό, Ερμα, 2018): «Η ιδέα του απολύτως νέου είναι αδιανόητη... πριν από εμάς υπάρχει κάτι ήδη ρυθμισμένο, το οποίο και απορρυθμίζουμε για να το ρυθμίσουμε διαφορετικά».

*Δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 16/5/2018.